Ένας από τους αγίους πατέρες είπε: Ήταν ένας γέροντας αναχωρητής, τίμιος, και πήγα μια φορά σ’ αυτόν, όταν ήμουν καταπονημένος από τους πειρασμούς.
Αυτός ήταν άρρωστος και κατάκοιτος και, αφού τον χαιρέτησα, κάθισα κοντά του και του είπα:
– Κάνε μια ευχή για μένα, πάτερ, διότι πολύ θλίβομαι από τους πειρασμούς των δαιμόνων.
Και ο γέροντας άνοιξε τα μάτια του και μου είπε:
– Παιδί μου, εσύ είσαι νέος και δε θ’ αφήσει ο Θεός να καταπονηθείς από αβάσταχτους πειρασμούς.
Κι εγώ του είπα:
– Και νέος είμαι και πειρασμούς έχω από πολύ ενάρετους ανθρώπους.
Κι εκείνος πάλι μου είπε:
– Λοιπόν, ο Θεός θέλει να σε κάνει σοφό.
Κι εγώ είπα:
– Πώς θα με κάνει σοφό; Εγώ κάθε μέρα γεύομαι το θάνατο της ψυχής.
Αυτός ήταν άρρωστος και κατάκοιτος και, αφού τον χαιρέτησα, κάθισα κοντά του και του είπα:
– Κάνε μια ευχή για μένα, πάτερ, διότι πολύ θλίβομαι από τους πειρασμούς των δαιμόνων.
Και ο γέροντας άνοιξε τα μάτια του και μου είπε:
– Παιδί μου, εσύ είσαι νέος και δε θ’ αφήσει ο Θεός να καταπονηθείς από αβάσταχτους πειρασμούς.
Κι εγώ του είπα:
– Και νέος είμαι και πειρασμούς έχω από πολύ ενάρετους ανθρώπους.
Κι εκείνος πάλι μου είπε:
– Λοιπόν, ο Θεός θέλει να σε κάνει σοφό.
Κι εγώ είπα:
– Πώς θα με κάνει σοφό; Εγώ κάθε μέρα γεύομαι το θάνατο της ψυχής.