Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Ὁ μεγάλος ὁμολογητής καί ἅγιος Πέτρος Ζβερέφ, Ἀρχιεπίσκοπος Βορονέζ. († 7 Φεβρουαρίου)

Ὁμολογητὴς Πέτρος (Ζβέρεφ), ἀρχιεπίσκοπος Βορονέζ

Γόνος ἱερατικῆς οἰκογένειας, ὁ ὁμολογητὴς καὶ λαοφιλὴς ποιμενάρχης τοῦ Βορονὲζ Πέτρος γεννήθηκε στὴ Μόσχα στὶς 18 Φεβρουάριου τοῦ 1878. Στὸ ἅγιο Βάπτισμα ὀνομάστηκε Βασίλειος ἀπὸ τὸν ἱερέα πατέρα του π. Κωνσταντῖνο Ζβέρεφ.
Ὁ Βασίλειος εἶχε δύο μεγαλύτερους ἀδελφούς, τὸν Ἀρσένιο καὶ τὸν Κασσιανό, καὶ μία ἀδελφή, τὴ Βαρβάρα.
Ὁ Ἀρσένιος, ποῦ ἀπὸ μικρὸς ἔπαιζε μουντζουρώνοντας καὶ ἀργότερα γράφοντας χαρτιά, ἔγινε δημόσιος ὑπάλληλος.
Ὁ Κασσιανός, ποῦ ἔπαιζε μὲ ὅπλα, ἔγινε ἀξιωματικὸς καὶ σκοτώθηκε κατὰ τὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ὀ Βασίλειος, πάλι, ποῦ ἔπαιζε ἀναπαριστάνοντας ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες, ἀξιώθηκε νὰ γίνει ἕνας ἄξιος λειτουργὸς τοῦ Ὕψιστου καὶ πνευματικὸς πατέρας χιλιάδων πιστῶν.

Ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια πήγαινε πρόθυμα στὴν ἐκκλησία μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Ὅ καμπανάρης, βλέποντας τὸν ἐφημέριο νὰ ἔρχεται, χτυποῦσε τὴν καμπάνα τρεῖς φορές. Καὶ ὁ μικρὸς Βασίλειος καμάρωνε, νομίζοντας ὅτι τὰ δύο χτυπήματα ἦταν γιὰ τὸν ἱερέα πατέρα του καὶ τὸ τρίτο γι’ αὐτόν.
Ἀφοῦ τέλειωσε τὸ Γυμνάσιο, παρακολούθησε μαθήματα Ἱστορίας καὶ Φιλολογίας στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Μόσχας, ἐνῷ τὸ 1899 γράφτηκε στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Καζάν. Τὸν ἑπόμενο χρόνο ἔγινε ἡ μοναχική του κουρά, κατὰ τὴν ὅποια ὀνομάστηκε Πέτρος, καὶ ἡ χειροτονία τοῦ σὲ ἱερέα. Τὸ 1902 ἀνακηρύχτηκε διδάκτορας τῆς θεολογίας μὲ τὴ διατριβὴ Ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση τῶν δύο πρώτων κεφαλαίων τῆς Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς Ἑβραίους.

Τὰ χρόνια ποῦ ἀκολούθησαν ὁ νεαρὸς ἱερομόναχος ὑπηρέτησε μὲ πιστότητα τὴν Ἐκκλησία ὡς ἐφημέριος καὶ ἱεροκήρυκας, καὶ ἐργάστηκε μὲ ζῆλο στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐκπαίδευση ὡς θεολόγος καθηγητὴς καὶ ἐπόπτης.
Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1909, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὁ π. Πέτρος διορίστηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Μπελέφσκι τῆς ἐπαρχίας Τούλα. Τὸ μοναστήρι αὐτὸ δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ Μονή τῆς Ὄπτινα, κι ἔτσι ὁ νεαρὸς ἡγούμενος εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς σοφοὺς γέροντές της καὶ νὰ τοὺς συμβουλεύεται.
Οἱ ἅγιοι γέροντες, πάλι, διαπιστώνοντας τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πνευματικότητά του, συχνὰ τοῦ ἔστελναν ἀνθρώπους γιὰ πνευματικὴ καθοδήγηση.
Ἀλλὰ καὶ στὶς Μονὲς τοῦ Σάρωφ καὶ τοῦ Ντιβέγεβο πήγαινε κατὰ καιροὺς ὁ π. Πέτρος. Ἐκτιμοῦσε καὶ σεβόταν ἰδιαίτερα τὴν ὅσια Παρασκευὴ Ἰβάνοβνά τοῦ Ντιβέγεβο, ἢ ὁποῖα μὲ τὴ σειρὰ της τοῦ ἔδειχνε ἰδιαίτερη εὔνοια καὶ Ἀγάπη.

Ὁ ἐνεργητικὸς καὶ ζηλωτὴς ἡγούμενος ἅπλωσε τὴν πνευματική του δραστηριότητα καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς μονῆς.
Συχνὰ ἐπισκεπτόταν τὰ χωριὰ τῆς περιφέρειας Μπελέβε γιὰ νὰ λειτουργήσει, νὰ κηρύξει, νὰ νουθετήσει, νὰ παρηγορήσει τοὺς βασανισμένους χωρικούς. Νὰ πῶς περιγράφει ἕνας αὐτόπτης μάρτυρας τὴν ποιμαντική του ἐπίσκεψη στὸ χωριὸ Πεσκοβάτ:

«Ἡ 18η καὶ ἡ 19η Μαΐου τοῦ 1913 θὰ μείνουν γιὰ πάντα στὴ μνήμη τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ. Ὁ ἀρχιμανδρίτης Πέτρος εἶναι ὑπερβολικὰ ἀγαπητὸς στὸν πιστὸ λαὸ τῆς περιφέρειας Μπελέβε ἀλλὰ καὶ τῶν γειτονικῶν περιοχῶν γιὰ τὴν ἁπλότητα του, τὴν καλοσύνη του, τὴ μειλιχιότητά του καὶ τὴν εὐλάβεια μὲ τὴν ὁποία λειτουργεῖ. Οἱ χωρικοὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ κάθε βοήθεια καὶ πρωτίστως ἀπὸ βοήθεια πνευματική. Πολλοὶ πλησιάζουν τὸν π. Πέτρο γιὰ νὰ ζητήσουν τὶς προσευχές του καὶ τὶς συμβουλές του ἢ ἁπλῶς γιὰ νὰ τοῦ ποῦν τὰ βάσανά τους. Κανένας δὲν φεύγει ἀπὸ κοντά του ἀπαρηγόρητος.

»Ὁ π. Πέτρος ἔφτασε στὸ χωριὸ στὶς 6 ἡ ὥρα τὸ ἀπόγευμα. Πῆγε ἀμέσως στὸν ναὸ καὶ ἄρχισε τὴν ἀκολουθία. Ὁ ναὸς βρίσκεται στὴν κορυφὴ ἑνὸς λόφου, δίπλα στὸν ποταμὸ Ὄκα καὶ στὴν ἄκρη ἑνὸς πευκοδάσους.
»Οἱ πόρτες ἦταν διάπλατα ἀνοιχτές. Οἱ ἡλιαχτῖδες γλιστροῦσαν πάνω στὶς σειρὲς τῶν ἀνθρώπων, ποῦ εἶχαν γεμίσει ἀσφυκτικὰ τὴν ἐκκλησία. Δὲν ἀκουγόταν οὔτε ψίθυρος. Ὅλοι συμμετεῖχαν στὴν ἀκολουθία μὲ τὶς καρδιές τους ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ στόματά τους, ψάλλοντας τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους. Μόλις ἀκούστηκε τὸ "Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ...", οἱ πιστοὶ γονάτισαν. Ἡ δοξαστικὴ ὑμνωδία καὶ τὸ γονατιστὸ ἐκκλησίασμα τόση κατάνυξη μοῦ προξένησαν, ποῦ ἡ προσευχὴ ξεχείλιζε ἀπὸ τὴν ψυχή μου ἀβίαστα.

»Εἶχε σουρουπώσει, ὅταν ἡ ἀκολουθία τελείωσε. Ὁ π. Πέτρος βγῆκε ἀπὸ τὸν ναὸ καὶ κατευθύνθηκε στὸ σπίτι τοῦ ἱερέα. Τὸν ἀκολούθησαν ὅλοι οἱ πιστοί, ψάλλοντας πανηγυρικὰ τὸ "Χριστὸς Ἀνέστη". Ὁ χαρμόσυνος ὕμνος ἀκουγόταν ὁλόγυρα σὲ μεγάλη ἀπόσταση.
»Τὴν ἄλλη μέρα τελέστηκε ἡ θεία Λειτουργία. Προσῆλθαν ἀκόμα περισσότεροι πιστοί. Μετὰ τὴν ἀπόλυση, ὁ π. Πέτρος μίλησε στὸ ἐκκλησίασμα ἀπὸ τὸν ἄμβωνα. Τὰ λόγια του ἦταν ἁπλᾶ. κατανοητὰ καὶ πειστικά. Ἀναφέρθηκε στὸν Σωτῆρα Χριστό, στὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν πλάνη τῶν αἱρέσεων... Τὸ κήρυγμά του μίλησε στὶς καρδιὲς ὅλων».

"Ὅταν ἡ περιοχὴ δοκιμάστηκε ἀπὸ μιὰν ἐπιδημία, ὁ π. Πέτρος σ ἕνα κήρυγμά του εἶπε μεταξὺ ἄλλων στοὺς κατοίκους:
«Κατὰ καιροὺς στὴ χώρα μας ἐμφανίζονται μολυσματικὲς ἀσθένειες, ποῦ ἐξαπλώνονται γοργὰ καὶ στέλνουν στὸν τάφο χιλιάδες ἀνθρώπους. Ὅπως εἶναι φυσικό, μπροστὰ στὸν θανάσιμο κίνδυνο ὅλοι προσπαθοῦν νὰ βροῦν τρόπους καὶ μέσα προστασίας...
Ἀλλά, τί συμφορά! Χρησιμοποιοῦν τόσα ὑλικὰ καὶ γήινα φάρμακα, ποῦ συχνὰ ἀποδεικνύονται ἀναποτελεσματικά, ἀγνοῶντας τὸ πιὸ δραστικὸ φάρμακο, ποῦ εἶναι πνευματικό... Ἢ αἰτία ὅλων τῶν ἀσθενειῶν καὶ ὅλων τῶν συμφορῶν πάνω στὴ γῆ εἶναι ἢ ἁμαρτία.
Καὶ τὸ φάρμακο, ποῦ τὴ θεραπεύει, εἶναι ἢ μετάνοια...».

Τὸ 1914, μόλις ἄρχισαν οἱ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στὴ Μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως δημιουργήθηκε μικρὸ νοσοκομεῖο γιὰ τοὺς τραυματίες μὲ δώδεκα κρεβάτια.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1916 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀποφάσισε νὰ στείλει τον π. Πέτρο στὸ μέτωπο, ὡς στρατιωτικὸ ἱεροκήρυκα, ὅπου ὑπηρέτησε πέντε περίπου-μῆνες. Ἐπιστέφοντας, διορίστηκε ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Τβέρ.

Ὕστερα ἀπὸ δύο χρόνια καὶ ἐνῷ ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία βάδιζε τὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου, ὁ π. Πέτρος χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη Τύχωνα ἐπίσκοπος Μπαλάχνα, κατὰ τὴν ἑορτή της Ὑπαπαντής. Τοποθετήθηκε ὡς βοηθὸς ἐπίσκοπος στὴν ἐπαρχία Νίζεγκοροντ, τὴν ὁποία διοικοῦσε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Εὐδόκιμος (Μεστσέρσκι).

Ὁ νέος ἐπίσκοπος ἐγκαταστάθηκε στὴ Μονὴ τῶν Σπηλαίων του Νίζνι Νόβγκοροντ, ποῦ βρίσκεται στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Βόλγα.
Λίγους μῆνες πρίν, σ’ αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἔμενε ὁ ἐπίσκοπος Λαυρέντιος (Κνιάζεφ) , ὁ ὅποιος ἐκτελέστηκε ἀπὸ τοὺς μπολσεβίκους στὶς 6 Νοεμβρίου τοῦ 1918.
Τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς τῶν Σπηλαίων, ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἦταν παραμελημένο καὶ μαυρισμένο ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὴν καπνιά. Ὁ ἐπίσκοπος Πέτρος ζήτησε τὴ βοήθεια τῶν πιστῶν γιὰ τὸν καθαρισμὸ καὶ εὐτρεπισμὸ τοῦ ναοῦ. Ὁ ἴδιος ἀνέβηκε πρῶτος σὲ μιὰ ψηλὴ σκάλα καὶ καθάρισε τὸ ταβάνι.

Ἦταν πάντοτε ὑπόδειγμα ταπεινῆς φιλοπονίας. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα βγῆκε στὴν αὐλὴ καὶ ἄρχισε νὰ τὴν καθαρίζει μόνος του ἀπὸ τὸ χιόνι. Βλέποντάς τον κάποιος, τὸν ρώτησε:
- Γιατί κοπιάζετε τόσο, δέσποτα;
 - Μὰ πῶς νὰ ἀφήσω τὸ χιόνι; Ἢ αὐλὴ πρέπει νὰ εἶναι καθαρὴ τὸ Μέγα Σάββατο, γιὰ νὰ γίνει ἡ καθιερωμένη λιτανεία.

Ὁ κλῆρος καὶ ὁ πιστὸς λαὸς ἀγάπησαν πολὺ τὸν ἐπίσκοπο γιὰ τὴν πίστη του, τὴν ἁπλότητά του, τὴν ἐργατικότητα του, τὴν ταπεινοφροσύνη του, τὴν καταδεκτικότητά του, τὴ φιλανθρωπία του.
Ἡ δημοτικότητά του, ποῦ συνεχῶς αὐξανόταν, προκάλεσε τὴ δυσφορία τοῦ προϊσταμένου του ἀρχιεπισκόπου Εὐδόκιμου, ὁ ὅποιος ἄρχισε νὰ τὸν φθονεῖ. Ὁ φθόνος του μὲ τὸν καιρὸ ἐξελίχθηκε σὲ ἀληθινὸ μῖσος, ποῦ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κρύψει.
Ὁ ἐπίσκοπος Πέτρος, πολὺ λυπημένος γιὰ τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ ἀρχιεπισκόπου, ἀναζητοῦσε κάποιαν εὐκαιρία γιὰ νὰ τοῦ δείξει μὲ τρόπο χριστομίμητο πόσο τὸν τιμοῦσε καὶ τὸν σεβόταν.

Τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς τοῦ 1920 ὁ ἀρχιεπίσκοπος λειτούργησε στὸ Νίζνι Νόβγκοροντ καὶ ὁ ἐπίσκοπος στὸ Σόρμοβο.
Ὁ δεύτερος, ἐπιστρέφοντας στὴ Μονὴ τῶν Σπηλαίων, πέρασε ἀπὸ τὸ Μετόχι τῆς Μονῆς τοῦ Ντιβέγεβο, ὅπου ἔμενε ὁ ἀρχιεπίσκοπος, γιὰ νὰ τοῦ βάλει μετάνοια καὶ νὰ τοῦ ζητήσει συγχώρηση, ὅπως πάντοτε πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Μπαίνοντας στὸ δωμάτιό του, ἀφοῦ πρῶτα στράφηκε στὶς εἰκόνες καὶ σταυροκοπήθηκε, τοῦ ἔβαλε στρωτὴ μετάνοια.
Ὅταν σηκώθηκε, τοῦ ἀπεύθυνε τὸν λειτουργικὸ χαιρετισμὸ τῆς ἀγάπης:
«Ὁ Χριστὸς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν!».
Ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ἀντὶ ν’ ἀποκριθεῖ μὲ τὸ συνηθισμένο «Καὶ ἔστι καὶ ἔσται», τοῦ εἶπε μὲ στυφότητα:
«Καὶ οὐκ ἔστι καὶ οὐκ ἔσται!».

Δίχως νὰ μιλήσει ὁ ἐπίσκοπος Πέτρος, γύρισε καὶ βγῆκε.
Ἀργότερα ὁ ἄρχιεπίσκοπός Εὐδόκιμος ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἐντάθηκε στὴ σχισματικὴ «Ζωντανὴ Ἐκκλησία».
Ὁ ἐπίσκοπος Πέτρος λειτουργοῦσε συχνὰ στὸ Σόρμοβο. Οἱ ἐργάτες τῆς περιοχῆς, γνωρίζοντάς τον ἀπὸ κοντά, τὸν ἀγάπησαν ἰδιαίτερα. Ἔτσι, ὅταν οἱ σοβιετικὲς ἀρχὲς τὸν συνέλαβαν τὸν Μάϊο τοῦ 1921, ἐπειδὴ τάχα ὑποδαύλιζε τὸν θρησκευτικὸ φανατισμὸ γιὰ πολιτικοὺς σκοπούς, οἱ ἐργάτες κατέβηκαν σὲ τριήμερη ἀπεργία. Οἱ ἀρχὲς τοὺς ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ ἄφηναν ἐλεύθερο τὸν ἱεράρχη, ἀλλά, ἀντὶ γι’ αὐτό, τὸν ἔστειλαν ἐσπευσμένα στὴ Μόσχα, στὴ φοβερὴ Λουμπιάνκα , ἕδρα της ΤσεΚα.

Ἀπὸ τὴ Λουμπιάνκα τὸν μετέφεραν διαδοχικὰ στὶς φυλακὲς Μπουτίρκι καὶ Ταγκάνκα τῆς Μόσχας. Ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὴν Μπουτίρκι, τὸν ἀσπάζονταν μὲ δάκρυα ὅλοι οἱ κρατούμενοι. Ἀκόμα καὶ οἱ δεσμοφύλακες ἦρθαν νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουν.

Στὶς φυλακὲς Ταγκάνκα, σ’ ἕναν θάλαμο, ἦταν κλεισμένοι εἴκοσι περίπου ἀρχιερεῖς καὶ πολλοὶ ἱερεῖς. Οἱ πιστοὶ τοὺς ἔφερναν πρόσφορα, κρασί, ἄμφια καὶ ὅτι ἄλλο χρειαζόταν γιὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας.
Λειτουργοῦσαν μέσα στόν θάλαμο, χρησιμοποιῶντας ὡς ἅγια Τράπεζα ἕνα τραπεζάκι. Ὁλόγυρά του στέκονταν τόσοι ἀρχιερεῖς, ποῦ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀκουμπήσουν κάπου τὰ λειτουργικά τους βιβλία. Διάκονος δὲν ὑπῆρχε. Ὁ μοναδικὸς μητροπολίτης ἔλεγε τὰ Εἰρηνικὰ καὶ οἱ ἄλλοι ἀρχιερεῖς ἔλεγαν μὲ τὴ σειρὰ τὶς ἑπόμενες Αἰτήσεις.

Στὶς φυλακὲς Ταγκάνκα ὁ ἐπίσκοπος Πέτρος ἀρρώστησε βαριὰ ἀπὸ ἐξάντληση καὶ τὸν ἔβαλαν στὸ νοσοκομεῖο.
Στὰ τέλη Ἰουλίου τοῦ 1921 ἀποφάσισαν νὰ τὸν μεταφέρουν στὴν Πετρούπολη. Πρὶν ἀναχωρήσει, ἐπέτρεψαν σὲ πνευματικά του παιδιὰ νὰ τὸν συναντήσουν. Τὸν πλησίασαν ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὴν πύλη τῆς φυλακῆς μὲ συνοδεία ἔνοπλης φρουρᾶς.
Ἄρχισαν νὰ βαδίζουν δίπλα του καὶ νὰ συνομιλοῦν μαζί του, δίχως νὰ τοὺς ἐμποδίζουν οἱ στρατιῶτες. Διέσχισαν τὴ Μόσχα πεζοὶ κι ἔφτασαν στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ Νικολάγεφσκι, ὅπου ἔμειναν μαζί του ἄρκετές ὧρες, ὡς τὴν ἀναχώρηση τοῦ τρένου.
Ὁ ἱεράρχης τοὺς διηγήθηκε πολλὰ ἀπὸ τὴν τρίμηνη διαμονή του στὴ φυλακή. Στὸ τέλος, πρὶν ἀποχωριστοῦν, τοὺς εἶπε:
Πόσο θὰ ἤθελα ν’ ἀνοίξω τὴν καρδιά μου γιὰ νὰ σᾶς δείξω πῶς τὴν καθαρίζουν τὰ βάσανα!

Στὴ φυλακή της Πετρουπόλεως παρέμεινε τέσσερις ὁλόκληρους μῆνες, μέχρι τὶς 4 Ἰανουαρίου τοῦ 1922, ὁπότε ἀφέθηκε ἐλεύθερος.
Ἀπό ’κεῖ πῆγε στὴ Μόσχα, ὅπου συνάντησε τὸν σεβάσμιο καὶ μαρτυρικὸ πατριάρχη Τύχωνα. Ἐκεῖνος τὸν διόρισε βοηθὸ ἐπίσκοπο τῆς ἐπαρχίας Τβέρ, ὀνομάζοντας τὸν ἐπίσκοπο Σταρίτσκι.

Στὸ Τβὲρ ὁ ἐπίσκοπος Πέτρος ἐγκαταστάθηκε στὴν ἀγαπημένη του Μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας εἶχε διατελέσει ἡγούμενος ἀπὸ τὸ 1917 ὡς τὸ 1919. Δίχως χρονοτριβή, ἐπιδόθηκε μὲ ἀφοσίωση καὶ ζῆλο στὶς ποιμαντικές του δραστηριότητες.
Ἡ ἀκτινοβολία τῶν ἀρετῶν του δὲν ἄργησε νὰ προσελκύσει στὸ πρόσωπό του τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ τοῦ πιστοῦ λαοῦ.
Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1922 ἡ συμφορὰ τοῦ λιμοῦ , ποῦ μάστιζε ὁλοκληρη τὴ Ρωσία, ἔπληξε ἰδιαίτερα τὸ Νίζνι Ποβόλζιε, ἕδρα τῆς ἐπαρχίας Τβέρ.
Ὁ ἐπίσκοπος Πέτρος, χωρὶς νὰ περιμένει οὔτε τὴν ἄδεια τῆς σοβιετικῆς ἐξουσίας οὔτε τὶς ἐντολὲς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, ἀποφάσισε νὰ συμπαρασταθεῖ μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο στοὺς πεινασμένους κατοίκους, καθὼς μάλιστα ὁ ἀρχιεπίσκοπος Σεραφεὶμ (Ἀλεξάντρωφ) ἀπουσίαζε τότε ἀπὸ τὴν πόλη.
Κάλεσε σὲ σύσκεψη τοὺς ἀρχιερατικοὺς ἐπιτρόπους καὶ ἀποφάσισαν νὰ διενεργήσουν ἔρανο γιὰ τὴν ἀγορὰ τροφίμων.
Ζήτησαν, ἐπίσης, ἀπὸ τὶς ἠγουμένισσες τῶν γυναικείων μονῶν τῆς ἐπαρχίας νὰ ἀναλάβουν τὴ φιλοξενία καὶ διατροφὴ πεινασμένων παιδιῶν.

Στὶς 31 Μαρτίου τοῦ 1922 ὁ ἱεράρχης ἔστειλε ἐγκύκλιο σ’ ὅλες τὶς ἐνορίες καὶ τὶς μονὲς τῆς ἐπαρχίας, μὲ τὴν ὁποία γνωστοποιοῦσε ὅτι στὴ δύσκολη ἐκείνη περίσταση θὰ τελοῦσε καθημερινὰ ὅλες τὶς ἀκολουθίες ὡς ἁπλὸς Ἱερέας καὶ θὰ ἔδινε, παραδειγματίζοντας ὅλους τοὺς πιστούς, τὸ καθημερινό του ψωμὶ σὲ πεινασμένους ἀνθρώπους.
Πράγματι, κάθε μέρα τελοῦσε τὶς ἀκολουθίες καὶ διάφορα μυστήρια ἀπὸ τὶς 9 τὸ πρωὶ ὡς τὶς 4 τὸ ἀπόγευμα καὶ καλοῦσε μὲ κηρύγματα τοὺς χριστιανοὺς νὰ βοηθοῦν τοὺς συνανθρώπους τους. Τὸ ψωμὶ ποῦ ἔπαιρνε μὲ τὸ δελτίο, μόλις 100 γραμμάρια, τὸ ἔδινε πάντοτε σὲ ἄλλους πεινασμένους, μένοντας ὁ ἴδιος νηστικός. Κάπου-κάπου κάποιος πιστός, βλέποντας τὴν αὐτοθυσία καὶ τὴ στέρηση τοῦ ἐπισκόπου, ἔκοβε ἀπὸ τὸ δικό του μερίδιο τὸ μισὸ καὶ τοῦ τὸ ἔδινε. Ἐκεῖνος τότε δὲν τὸ ἀρνιόταν. Τὸ ἔπαιρνε εὐχαριστῶντας καὶ χαμογελῶντας μὲ εὐγνωμοσύνη.
Μ’ αὐτὸ περνοῦσε ὅλη τὴν ἡμέρα, ξεγελῶντας τὴν πεῖνα του καὶ μετριάζοντας τὴν ἐξάντλησή του.

Βιβλιογραφία.
Ἅγιοι κατάδικοι.
Ρώσοι ἱερομάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα.
Ἱερὰ Μονὴ Παράκλητου

Ἀπαντα Ὀρθοδοξίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου