– Στὴ στενοχώρια του καὶ στὴ δυσκολία του, ἀναγκάζεται κανεὶς νὰ καταφύγει στὸν Θεό.
– Ναί.
– Νὰ ἐκτείνει τὰς χεῖρας καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεός του: « Ἐν θλίψεσι ἐκέκραξα πρὸς Κύριον καὶ ἐπήκουσέ μου».
– Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα… Πώ, πώ, πώ…
– Ἤτανε πολὺ σπουδαῖα καὶ συγκινητικότατα, Γέροντα, αὐτὰ ποὺ εἴπατε.
– Ἀναμνήσεις. Καὶ εἶναι καὶ ὡραῖες καὶ οἱ ἀναμνήσεις ἀκόμα. Σὰν νὰ τὰ ζῶ. Μετὰ στὸ ἐκκλησάκι… Πά, πά, πά… Καὶ νὰ κοιτάζεις γύρω μὲ τὸ μυαλό σου… Δὲν σᾶς τὰ εἶπα ὅλα! Μέσ’ στὸ ἐκκλησάκι ποὺ ἔμπαινα, πήγαινα, καθόμουνα στὸ στασίδι κι ἔριχνα μιὰ ματιά. Γύρω ἦσαν βουνά, ἀπὸ πάνω ἦσαν κουμαριές, δάσος, δάσος γύρω, οὔτε ψυχή. Μόνο κάτω στὸν κάμπο ἦταν τὰ χωριά, ἡ Βάθεια. Ἐκεῖ ἔχει τέλεια ἐρημιά, δηλαδὴ γιὰ νὰ καταλάβετε τὸ ἔρημο καὶ τό, ἂς ποῦμε, τὸ ἀβοήθητο.
– Ναί.
– Νὰ ἐκτείνει τὰς χεῖρας καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεός του: « Ἐν θλίψεσι ἐκέκραξα πρὸς Κύριον καὶ ἐπήκουσέ μου».
– Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα… Πώ, πώ, πώ…
– Ἤτανε πολὺ σπουδαῖα καὶ συγκινητικότατα, Γέροντα, αὐτὰ ποὺ εἴπατε.
– Ἀναμνήσεις. Καὶ εἶναι καὶ ὡραῖες καὶ οἱ ἀναμνήσεις ἀκόμα. Σὰν νὰ τὰ ζῶ. Μετὰ στὸ ἐκκλησάκι… Πά, πά, πά… Καὶ νὰ κοιτάζεις γύρω μὲ τὸ μυαλό σου… Δὲν σᾶς τὰ εἶπα ὅλα! Μέσ’ στὸ ἐκκλησάκι ποὺ ἔμπαινα, πήγαινα, καθόμουνα στὸ στασίδι κι ἔριχνα μιὰ ματιά. Γύρω ἦσαν βουνά, ἀπὸ πάνω ἦσαν κουμαριές, δάσος, δάσος γύρω, οὔτε ψυχή. Μόνο κάτω στὸν κάμπο ἦταν τὰ χωριά, ἡ Βάθεια. Ἐκεῖ ἔχει τέλεια ἐρημιά, δηλαδὴ γιὰ νὰ καταλάβετε τὸ ἔρημο καὶ τό, ἂς ποῦμε, τὸ ἀβοήθητο.