Ἂν εἴμαστε παιδιά του, γιατί δὲν τοῦ μοιάζουμε;
«Πάτερ Ἀβραάμ…» (Λουκ. 16,24,27,30
Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. 16,19-31)
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Κάποιος, ἀγαπητοί μου, κινδυνεύει. Βοήθεια! φωνάζει· δὲν τὸν ἀκοῦτε; Μὰ οὔτε ἐγὼ οὔτε σεῖς ἐὰν τρέξουμε δὲ θὰ μπορέσουμε
νὰ τοῦ προσφέρουμε κάτι. Ὄχι ἐμεῖς, ἀλλὰ κι
αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἂν τρέξουν, δὲν θὰ μπορέσουν
νὰ τὸν βοηθήσουν.
Φωνάζει κ᾽ ἡ φωνή του ἔρχεται ἀπὸ πολὺ μακριά, ἀπ᾽ τὸν ᾅδῃ. Τὴν ἀγωνιώδη κραυγή του μεταφέρει ὁ «ἀσύρματος»,
δηλαδὴ τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε.
Αὐτὸς ποὺ κινδυνεύει εἶνε ὁ πλούσιος, τὸν
ὁποῖο ζωγραφίζει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὴ σημερινή του παραβολή.
Παλεύει
μὲ τὰ ἄγρια κύματα. Εἶνε στὴν καρδιὰ τῆς κολάσεως. Μὰ γιατί; τί κακὸ ἔκανε; σκότωσε, μοίχευσε, πόρνευσε;
Οὔτε σκότωσε, οὔτε μοίχευσε, οὔτε πόρνευσε. Τότε γιατί τιμωρεῖται; Διότι στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ χειρότερο ἀπὸ ἄλλα
ἁ μαρτήματα –αὐτὸ θέλει σήμερα τὸ εὐ αγγέλιο
νὰ στιγματίσῃ– εἶνε ἡ ἀσπλαχνία.