Στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, στὰ πρῶτα χρόνια τοῦ 12ου αἰώνα, εἶχαν κοινοβιάει δύο μοναχοί, ὁ Θεόφιλος καί ὁ Ἰωάννης, φίλοι στενοί ἀπό τά παιδικά τους χρόνια. Ἀλλά καί μέσα στή μονή εἶχαν γίνει ὑπόδειγμα ἀδελφικῆς ἀγάπης.
Ἐπειδή θέλησαν νά μείνουν ἀχώριστοι ἀκόμα καί στό τάφο, παρακάλεσαν τόν ἁρμόδιο μοναχό, τόν π.Μάρκο, νά τούς ἑτοιμασει ἕνα κοινό τόπο ταφῆς.
Κάποτε ὁ Θεόφιλος ἔλειψε γιά ἕνα διάστημα ἀπό τή Λαύρα. Στή διάρκεια ὅμως τῆς ἀπουσίας του, ἀσθένησε ὁ Ἰωάννης κι ἔφυγε γιά τόν οὐρανό. Ἐπιστρέφοντας ὁ Θεόφιλος, ἔκλαψε πικρά γιά τό θάνατο τοῦ πνευματικοῦ ἀδελφοῦ του, ἀγανάκτησε ὅμως, γιατί βρῆκε τό νεκρό θαμμένο στήν πρώτη θέση τοῦ κοινοῦ τάφου.
-Πάτερ Μάρκε, διαμαρτυρήθηκε, γιατί τόν ἔβαλες ἐδῶ; Στήν πρώτη σειρά πρέπει νά ταφῶ ἐγώ, σάν μεγαλύτερος.
Ὁ ταπεινός καί ἁπλός Μάρκος ζήτησε συγνώμη ἀπό τόν ὀργισμένο μοναχό καί, γυρίζοντας στό νεκρό, πρόσταξε:
-Σήκω, ἀδελφέ, καί παραχώρησε τήν πρώτη θέση στόν μεγαλύτερό σου.
Μέ φρίκη τότε εἶδαν ὅλοι τόν νεκρό νά σηκώνεται καί ν’ ἀλλάζει θέση.
Ὁ Θεόφιλος ἀμέσως συνῆλθε. Μετανοημένος πικρά, ζήτησε συγχώρηση ἀπό τόν π. Μάρκο, πού τοῦ ἀπάντησε μ’ αὐτά τά λόγια:
-Θά ἔπρεπε, π. Θεόφιλε, νά μή βγεῖς ἀπό δῶ μέσα, ἀλλά νά ξαπλώσεις ἀμέσως στή πρώτη θέση, πού τόσο ζηλότυπα ἐπιζητεῖς. Δέν εἶσαι ὅμως ἕτοιμος. Πήγαινε λοιπόν ν’ ἀγωνιστεῖς γιά τή σωτηρία σου, γιατί δέν θ’ ἀργήσεις νά ἔρθεις ἐδῶ ὁριστικά.
Τρομαγμένος ἐκεῖνος, ἔφυγε κατ’ εὐθεῖαν γιά τό κελλί του. Κλείστηκε μέσα κι ἐπιδόθηκε συστηματικά σέ μιά ἀξιέπαινη μετάνοια. Ὁ θρῆνος του ἦταν ἀπαρηγόρητος.
Πέρασαν ἀρκετά χρόνια. Ἀπό τή νηστεία καί τήν ἀγρυπνία ἔμεινε πετσί καί κόκαλο. Ἀπό τό ἀδιάκοπο κλάμα ἔχασε τήν ὅρασή του. Στὸ διάστημα αὐτό κοιμήθηκε ὁ μοναχός Μάρκος. Τότε ὁ π. Θεόφιλος αὔξησε τή νηστεία καί τά δάκρυα. Ἔβαζε μπροστά του ἕνα μεγάλο πήλινο δοχεῖο κι ἔκλαιγε πάνω σ’ αὐτό χύνοντας μέσα τά δάκρυά του.
Μετά ἀπό καιρο τό δοχεῖο γέμισε! Τότε ἀπέκτησε πάλι τήν ὅρασή του. Κι ἐνῶ προσευχόταν, ἐμφανίζεται μπροστά του ἕνα λευκοντυμένος ἄγγελος καί τοῦ λέει:
-Τά δάκρυά σου δέν εἶναι μόνο αὐτά πού μάζεψες ἐσύ. Εἶναι καί ἐκεῖνα πού μάζεψα ἐγώ, ὅταν στεκόμουν δίπλα σου ὅσο προσευχόσουν· ἐκεῖνα πού σκούπιζες μέ τό χέρι σου καί μέ τό ζωστικό σου. Ὅλ’ αὐτά βρίσκονται μέσα σέ τοῦτο τό δοχεῖο πού κρατάω. Μ’ ἔστειλε ὁ Θεός γιά νά σοῦ ἀναγγείλω ὅτι φεύγεις ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Φεύγεις γιά Ἐκεῖνον πού εἶπε: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» καί «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε».
Λέγοντας αὐτά ὁ ἄγγελος, ἄφησε στά πόδια τοῦ π. Θεόφιλου ἕνα μεγάλο ἀγγεῖο ἀπ’ ὅπου ἔβγαινε ἄρρητη εὐωδία, κι ἔγινε ἄφαντος.
Σέ λίγο ἡ ψυχή το ἀναχώρησε γιά τόν οὐρανό. Τό σῶμα του τό ἔθαψαν δίπλα τοῦ π. Ἰωάννη. Τότε ὁ ἡγούμενος, σύμφωνα μέ τήν τελευταία ἐπιθυμία του, ἔδωσε ἐντολή νά περιχύσουν πάνω του τό περιεχόμενο τοῦ ἀγγελικοῦ δοχείου. Ἀμέσως γέμισε ὁ χῶρος ἀπό μεθυστική εὐωδία.
Ὕστερα ἄδεισαν ἐπάνω του καί τά δάκρυα τοῦ δικοῦ δοχείου, τά δάκρυα ἐκεῖνα πού πότισαν τόν ἀγρό τῆς ψυχῆς του, γιά νά θερίσει στόν ἀγρο τ’οὐρανοῦ τά στάχυα τῆς αἰώνιας εὐδαιμονίας.
Ἐπειδή θέλησαν νά μείνουν ἀχώριστοι ἀκόμα καί στό τάφο, παρακάλεσαν τόν ἁρμόδιο μοναχό, τόν π.Μάρκο, νά τούς ἑτοιμασει ἕνα κοινό τόπο ταφῆς.
Κάποτε ὁ Θεόφιλος ἔλειψε γιά ἕνα διάστημα ἀπό τή Λαύρα. Στή διάρκεια ὅμως τῆς ἀπουσίας του, ἀσθένησε ὁ Ἰωάννης κι ἔφυγε γιά τόν οὐρανό. Ἐπιστρέφοντας ὁ Θεόφιλος, ἔκλαψε πικρά γιά τό θάνατο τοῦ πνευματικοῦ ἀδελφοῦ του, ἀγανάκτησε ὅμως, γιατί βρῆκε τό νεκρό θαμμένο στήν πρώτη θέση τοῦ κοινοῦ τάφου.
-Πάτερ Μάρκε, διαμαρτυρήθηκε, γιατί τόν ἔβαλες ἐδῶ; Στήν πρώτη σειρά πρέπει νά ταφῶ ἐγώ, σάν μεγαλύτερος.
Ὁ ταπεινός καί ἁπλός Μάρκος ζήτησε συγνώμη ἀπό τόν ὀργισμένο μοναχό καί, γυρίζοντας στό νεκρό, πρόσταξε:
-Σήκω, ἀδελφέ, καί παραχώρησε τήν πρώτη θέση στόν μεγαλύτερό σου.
Μέ φρίκη τότε εἶδαν ὅλοι τόν νεκρό νά σηκώνεται καί ν’ ἀλλάζει θέση.
Ὁ Θεόφιλος ἀμέσως συνῆλθε. Μετανοημένος πικρά, ζήτησε συγχώρηση ἀπό τόν π. Μάρκο, πού τοῦ ἀπάντησε μ’ αὐτά τά λόγια:
-Θά ἔπρεπε, π. Θεόφιλε, νά μή βγεῖς ἀπό δῶ μέσα, ἀλλά νά ξαπλώσεις ἀμέσως στή πρώτη θέση, πού τόσο ζηλότυπα ἐπιζητεῖς. Δέν εἶσαι ὅμως ἕτοιμος. Πήγαινε λοιπόν ν’ ἀγωνιστεῖς γιά τή σωτηρία σου, γιατί δέν θ’ ἀργήσεις νά ἔρθεις ἐδῶ ὁριστικά.
Τρομαγμένος ἐκεῖνος, ἔφυγε κατ’ εὐθεῖαν γιά τό κελλί του. Κλείστηκε μέσα κι ἐπιδόθηκε συστηματικά σέ μιά ἀξιέπαινη μετάνοια. Ὁ θρῆνος του ἦταν ἀπαρηγόρητος.
Πέρασαν ἀρκετά χρόνια. Ἀπό τή νηστεία καί τήν ἀγρυπνία ἔμεινε πετσί καί κόκαλο. Ἀπό τό ἀδιάκοπο κλάμα ἔχασε τήν ὅρασή του. Στὸ διάστημα αὐτό κοιμήθηκε ὁ μοναχός Μάρκος. Τότε ὁ π. Θεόφιλος αὔξησε τή νηστεία καί τά δάκρυα. Ἔβαζε μπροστά του ἕνα μεγάλο πήλινο δοχεῖο κι ἔκλαιγε πάνω σ’ αὐτό χύνοντας μέσα τά δάκρυά του.
Μετά ἀπό καιρο τό δοχεῖο γέμισε! Τότε ἀπέκτησε πάλι τήν ὅρασή του. Κι ἐνῶ προσευχόταν, ἐμφανίζεται μπροστά του ἕνα λευκοντυμένος ἄγγελος καί τοῦ λέει:
-Τά δάκρυά σου δέν εἶναι μόνο αὐτά πού μάζεψες ἐσύ. Εἶναι καί ἐκεῖνα πού μάζεψα ἐγώ, ὅταν στεκόμουν δίπλα σου ὅσο προσευχόσουν· ἐκεῖνα πού σκούπιζες μέ τό χέρι σου καί μέ τό ζωστικό σου. Ὅλ’ αὐτά βρίσκονται μέσα σέ τοῦτο τό δοχεῖο πού κρατάω. Μ’ ἔστειλε ὁ Θεός γιά νά σοῦ ἀναγγείλω ὅτι φεύγεις ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Φεύγεις γιά Ἐκεῖνον πού εἶπε: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» καί «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε».
Λέγοντας αὐτά ὁ ἄγγελος, ἄφησε στά πόδια τοῦ π. Θεόφιλου ἕνα μεγάλο ἀγγεῖο ἀπ’ ὅπου ἔβγαινε ἄρρητη εὐωδία, κι ἔγινε ἄφαντος.
Σέ λίγο ἡ ψυχή το ἀναχώρησε γιά τόν οὐρανό. Τό σῶμα του τό ἔθαψαν δίπλα τοῦ π. Ἰωάννη. Τότε ὁ ἡγούμενος, σύμφωνα μέ τήν τελευταία ἐπιθυμία του, ἔδωσε ἐντολή νά περιχύσουν πάνω του τό περιεχόμενο τοῦ ἀγγελικοῦ δοχείου. Ἀμέσως γέμισε ὁ χῶρος ἀπό μεθυστική εὐωδία.
Ὕστερα ἄδεισαν ἐπάνω του καί τά δάκρυα τοῦ δικοῦ δοχείου, τά δάκρυα ἐκεῖνα πού πότισαν τόν ἀγρό τῆς ψυχῆς του, γιά νά θερίσει στόν ἀγρο τ’οὐρανοῦ τά στάχυα τῆς αἰώνιας εὐδαιμονίας.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων» (σελ.196-198)
Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου
Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2007
Διαβάστε περισσότερα αποσπάσματα πατώντας Εμφανίσεις και θαύματα των Αγγέλων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου