Οἱ ἥρωες τῆς πίστεως
Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. (Εβρ. 11,9-10 και 32-40)
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ (†) γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 22-12-1991 (Β 256, ἔκδοσις Β΄)
Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. (Εβρ. 11,9-10 και 32-40)
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ (†) γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 22-12-1991 (Β 256, ἔκδοσις Β΄)
Ὅταν ὁ Θεὸς παρήγγειλε, σεβασμιώτατε καὶ ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἰς τοὺς πρωτοπλάστους νὰ μὴ δοκιμάσουν ἀπὸ τὸν καρπὸν ὁρισμένου δένδρου, ἤθελε νὰ εἰσαγάγει εἰς τὴν ζωήν των τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεόν.
«Πίστις» ἐδῶ σημαίνει ἐξάρτησις. Καὶ ἡ πίστις θὰ ἦτο ἐν ἐλευθερίᾳ.
Γιατί ἀλλιώτικα ἡ ἐξάρτησις χωρὶς ἐλευθερίαν, παύει νὰ εἶναι ἐλευθερία καὶ ἔτσι εἰσάγεται ὁ καταναγκασμός.
Ἔτσι ἡ πίστις εἰσάγεται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἰς τοὺς πρωτοπλάστους, δυστυχῶς ὅμως ἠθετήθη. Ἠθετήθη γιατί ἀκριβῶς ὑπῆρχε ἡ ἐλευθερία. Εἶπα ὅμως «δυστυχῶς», διότι δὲν εἶναι –καὶ προσέξατέ το αὐτό- ἡ ἐπιλογὴ μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ ἡ ἐλευθερία ἀλλὰ ἡ δυνατότητα τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, μένοντας ὅμως εἰς τὸ ἀγαθόν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Παντοῦ. Ὄχι μόνο στὶς σχέσεις μας μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ στὶς σχέσεις μας μεταξύ μας καὶ στοὺς πολῖτες ἀνάμεσα μιᾶς πολιτείας, μεταξὺ πολιτῶν καὶ πολιτείας κ.ο.κ.
Ἐπειδὴ δὲ εἶναι ἀκριβῶς μεταξὺ ἐπιλογῆς καλοῦ ἢ κακοῦ, γι΄αυτό ἔχομε πᾶσαν κακοδαιμονίαν, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ μία κακῶς νοουμένη ἐλευθερίαν.
Τί εἶναι ἐλευθερία; Ἡ δυνατότητα νὰ διαλέξεις ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό. Ἡ δυνατότητα. Καὶ ὄχι νὰ διαλέξεις γιατί θέλεις τὸ κακό. Γιατί ἀλλιώτικα, γιατί νὰ τιμωρεῖσαι;
Ἀμέσως ἐδῶ φαίνεται καθαρὰ ὅτι δὲν εἶναι ἡ ἐπιλογή, ἀλλὰ εἶναι ἡ δυνατότης. Ὅταν λοιπὸν οἱ πρωτόπλαστοι ἠθέτησαν τὸν Θεόν, πῶς Τὸν ἠθέτησαν; Ἠθέτησαν τὴν πίστιν. Δὲν ἐδέχθησαν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὁ Θεός τους εἶπε, τώρα ὁ Θεὸς ἔρχεται πάλι, ἐν εὐδοκίᾳ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπανεισάγει τὴν πίστιν σὰν μέθοδο προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ.
Βλέπετε, δὲν παραιτεῖται ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰς μεθόδους Του. Τὴν μέθοδον τὴν πρώτην, δηλαδὴ τὴν πίστιν, αὐτὴν ἐπανεισάγει πάλι, διὰ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους.
Καὶ ἡ πίστις αὐτή, δὲν θὰ ἦταν ἁπλῶς εἰς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὅπως τότε, ἀλλὰ θὰ ἦτο εἰς τὸ Θεανθρώπινον πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδὴ κάτι βαθύτερο.
Ἐκεῖ πάλι τὸ ἴδιο πρόσωπο μίλησε. Ὁ Θεὸς Λόγος. Ἀλλὰ ἐδῶ εἶναι κάτι βαθύτερο. Ἐκεῖ ἦταν ἡ πίστις ἁπλῶς σὲ ἕναν λόγον. Βέβαια λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ἐδῶ εἶναι σὲ ἕνα πρόσωπον Τὸ ὁποῖον πρόσωπον ὁμιλεῖ καὶ ἡ πίστις πρέπει νὰ ἀποταθεῖ εἰς αὐτὸ τὸ πρόσωπο καὶ ὄχι ἁπλῶς σὲ ἕναν λόγο. Ἔτσι ἡ πίστις γίνεται ἡ μεγαλυτέρα ἀρετὴ καὶ ἡ βασικοτέρα προϋπόθεσις τῆς σωτηρίας.
Γι΄αυτό γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ σημερινή του ἀποστολικὴ περικοπή, ὅπως θὰ ἀκούσατε, ποὺ εἶναι ὁ ὕμνος τῆς πίστεως -εἶναι στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ στὸ 11ο κεφάλαιο- ὅτι «χωρὶς πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι». «Χωρὶς τὴν πίστιν», λέγει, «εἶναι ἀδύνατον νὰ εὐαρεστήσει κανεὶς εἰς τὸν Θεόν».
Προσέξτε, «εὐαρεστῆσαι». Δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι εὐάρεστος εἰς τὸν Θεόν, ἐὰν δὲν ἔχεις αὐτὴν τὴν πίστιν. «Πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ Θὲῷ ὅτι ἔστι καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται».
«Πρέπει», λέγει, «νὰ πιστεύσει ἐκεῖνος ποὺ προσέρχεται εἰς τὸν Θεόν, ὅτι ὑπάρχει, καὶ ἀκόμη, εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι Τὸν ἐκζητούν, γίνεται μισθαποδότης».
Ἔτσι βλέπομε ἐδῶ στὴν πρὸς Ἑβραίους στὸ 11ο κεφάλαιο, λέγει ὁ Ἀπόστολος, ὅτι ἡ πίστις ἔχει δύο σκέλη. Πρῶτον εἶναι ἡ πίστις εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ, «ὅτι ἔστι», ὅτι ὑπάρχει, καὶ δεύτερον εἶναι ἡ ἀναζήτησις τοῦ Θεοῦ -«καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν».
Ἔχομε λοιπὸν ἐδῶ δύο σκέλη. Πράγματι δὲν εἶναι ἀρκετὸν νὰ πεῖς «πιστεύω εἰς τὸν Θεόν», ἀλλὰ θὰ πρέπει καὶ νὰ ἐκζητεὶς τὸν Θεόν. Γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ γνωρίσεις Ποιός εἶναι καὶ τί θέλει ἀπὸ σένα. Δηλαδὴ νὰ γνωρίσεις τὸ θέλημά Του, γιὰ νὰ σταθεῖς σωστὰ ἀπέναντι στὸ θέλημά Του, εἰς τὸ νὰ εὐαρεστήσεις τώρα τὸν Θεὸν σὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο θέλει Ἐκεῖνος, ὅπως λέγει στὴν πρὸς Ρωμαίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ἡ διάνοια λοιπὸν δὲν προηγεῖται, ἀλλὰ ἡ πίστις προηγεῖται στὴν γνῶσιν. Πῶς γνωρίζω; Οἱ φιλόσοφοι ἔλεγαν «διὰ τῆς διανοίας», «διὰ τῶν αἰσθήσεων», «διὰ τῆς διανοίας καὶ τῶν αἰσθήσεων», ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀριστοτέλης. Πῶς γνωρίζω; Νέο στοιχεῖον: Διὰ τῆς πίστεως. Ἡ διάνοια λοιπὸν δὲν προηγεῖται.
Γι' αὐτὸ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους: «Πίστει νοοῦμεν (: Διὰ τῆς πίστεως καταλαβαίνομε) κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥἤματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι».
Ἔτσι, μὲ τὴν πίστιν, καθαρὰ τὸ βλέπομε, εὐαρεστοῦμε εἰς τὸν Θεὸν καὶ μὲ τὴν πίστιν γνωρίζομε τὸν Θεόν.
Ἡ πίστις εἶναι, συνεπῶς, ἡ μεγάλη δοκιμασία τῆς προαιρέσεως. Θὰ τὸ ἐπαναλάβω. Ἡ πίστις εἶναι ἡ μεγάλη δοκιμασία τῆς προαιρέσεως. Θέλεις ἢ δὲν θέλεις νὰ πιστεύσεις; Ἀλλὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ ἡ μεγάλη ἀνάπαυσις τῆς διανοίας. Ἡ διάνοια ξεκουράζεται. Τὸ εἶπε ὁ Θεὸς· δὲν ἔχω τίποτα νὰ ἀγωνιῶ τοῦτο, γιὰ κεῖνο ἢ τὸ ἄλλο πῶς εἶναι. Τὸ εἶπε ὁ Θεός! Περιπέτεια λοιπὸν τῆς προαιρέσεως, ἀνάπαυσις τῆς διανοίας.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θέλει νὰ τονίσει αὐτὴν τὴ μεγάλη ἀξία τῆς πίστεως καὶ ὅτι γεννᾶ ἡρωισμὸν καὶ ὅτι ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση προσεγγίσεως τοῦ θεανθρωπίνου προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρει ἕνα πλῆθος περιπτώσεων, πλῆθος ὀνομάτων ποὺ ἐπίστευσαν καὶ δικαιώθησαν, στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή.
Ἐπιτρέψατέ μου νὰ πάρω δυὸ τρεῖς τέσσερις -ὅ,τι προλάβομε- περιπτώσεις.
Πρώτη περίπτωσις: Εἶναι πολλές, ἀναφέρει πάρα πολλές. Ἂν θέλετε, μάλιστα, ὁ Συναξαριστής, στὸ Μηναῖον, τῆς Κυριακῆς τῶν Προπατόρων -ἂν ἔχετε Συναξαριστή, κοιτᾶξτε σπίτι σας- ὁ Συναξαριστὴς ἀναφέρει 95 περιπτώσεις! Λοιπόν, λέγει ὁ Ἀπόστολος: «Πίστει πλείονα θυσίαν Ἄβελ παρὰ Κάϊν προσήνεγκε τῷ Θεῷ, δι᾿ ἧς ἐμαρτυρήθη εἶναι δίκαιος, μαρτυροῦντος ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ».
Δηλαδή: «Διὰ τῆς πίστεως περισσότερο ὁ Ἄβελ ἀπὸ τὸν Κάϊν προσέφερε πιὸ πολλὴ θυσία εἰς τὸν Θεόν, διὰ τῆς ὁποίας θυσίας ἐμαρτυρήθη ὅτι εἶναι δίκαιος».
«Δίκαιος» ἐδῶ θὰ πεῖ ἐνάρετος. Δὲν εἶναι ἡ δικαιοσύνη μὲ τὴν στενὴ σημασία τῆς λέξεως. Ἀλλὰ μὲ τὴν εὐρεῖα, ποὺ θὰ πεῖ ἐνάρετος καὶ δίκαιος, ε.., συγνώμη, ἅγιος.
«Μαρτυροῦντος ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ»· ποὺ μαρτυράει γιὰ τὰ δῶρα του Αὐτὸς ὁ Θεός. Ναί! Στὴν Καινὴ Διαθήκη δὲ ὁ Χριστὸς εἶπε: «θὰ ζητηθεῖ» λέει, «ἀπὸ τὴ γενεὰ αὐτὴ κάθε εὐθύνη ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ, ἕως τοῦ Ζαχαρίου» κ.τ.λ. -τοῦ δικαίου Ἄβελ.
Τὸ εἶπε καὶ ὁ Χριστός. Ἀλλὰ καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη αὐτὸ τὸ καταμαρτυρεῖ. Γιατί; Ἐπειδὴ ἐπίστευσαν.
Καὶ προσέφερε καὶ σὲ ποσότητα καὶ σὲ ποιότητα ὅ,τι καλύτερο εἶχε εἰς τὸν Θεόν. Γιατί; Γιατί ἐπίστευσε.
Τί θὰ πεῖ «ἐπίστευσε»; Δὲν πίστευε ὁ Κάϊν; Κι ἐκεῖνος δὲν προσέφερε θυσίαν; Τί θὰ πεῖ «ἐπίστευσε»;
Μὲ τὴν προαίρεσή του καὶ τὴν καρδιά του ζητοῦσε τὴν ἐξάρτησή του ἀπὸ τὸν Θεόν. Τὴν ἐξάρτησή του, τὸ ὑπογραμμίζω. Τὸ ἀντίθετον αὐτοῦ εἶναι ἡ αὐτονομία. Τὸ ἁμάρτημα τὸ προπατορικόν. Θὰ γίνομε Θεοὶ χωρὶς τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα ἐπαναλαμβάνεται μέσα στοὺς αἰῶνες ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, πλὴν τῶν δικαίων.
Δεύτερο σημεῖο: «Πίστει Ἐνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον, καὶ οὐχ εὑρίσκετο, διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεὸς· πρὸ γὰρ τῆς μεταθέσεως αὐτοῦ μεμαρτύρηται εὐηρεστηκέναι τῷ Θεῷ».
«Διὰ τῆς πίστεως ὁ Ἐνώχ», λέγει, «μετετέθη». Κάπου πῆγε. Κάπου τὸν ἔβαλε ὁ Θεός. Ποῦ; Κάπου στὸν οὐρανό. Ὄχι στὴ Γῆ. Κάπου στὸν οὐρανό. Γιὰ νὰ μὴν γνωρίσει θάνατον. Καὶ δὲν εὑρίσκετο. Ψάχναν νὰ τὸν βροῦν καὶ πουθενὰ δὲν τὸν ἔβρισκαν. Διότι τὸν μετέθεσε ὁ Θεός.
Τὸ λέει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, τὸ ἐπαναλαμβάνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Διότι πρὸ τῆς μεταθέσεώς του, ἐπῆρε τὴν μαρτυρίαν ὅτι εἶχε εὐαρεστήσει εἰς τὸν Θεόν. Σὲ τί εὐηρέστησε; Διὰ τῆς πίστεως. «Πίστει», ποὺ λέει ἐδῶ στὴν ἀρχὴ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τί ἐπίστευσε; Ἀληθινὰ στὸν Θεό.
Κι ἐδῶ τώρα βλέπομε, μὲ τὸν Ἄβελ, προσέξτε αὐτὸ τὸ σημεῖο, ὁ Θεὸς δείχνει ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶχε πεῖ...τι εἶχε πεῖ; Ὅτι θὰ εἰσήγετο ὁ θάνατος ἐὰν παρέβαιναν τὴν ἐντολήν Του, ἰδού!
Εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ πεθαίνει ὁ Ἄβελ. Εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ πεθαίνει ὁ Ἄβελ. Μὲ τὴν μετάθεση τοῦ Ἐνώχ, ποὺ δὲν πεθαίνει, θέλει νὰ δείξει ὁ Θεὸς ὅτι ὑπάρχει κι ἄλλος κόσμος πέραν τοῦ αἰσθητοῦ. Ὅτι μετὰ τῆς ψυχῆς θὰ συνυπάρχει καὶ τὸ σῶμα. Καὶ ἀκόμη ἕνα τρίτο, ὅτι εἰς τοὺς δικαίους ἐπιφυλάσσεται πλουσία ἀμοιβή. Ἰδού.
Ὥστε λοιπὸν δείχνει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς νὰ δώσει τὸν θάνατον, νὰ ἐπιτρέψει τὸν θάνατον, γιατί ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ εἰσηγητὴς τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ὁ διάβολος, νὰ ἐπιτρέψει τὸν θάνατον, εἶναι δυνατὸς νὰ δώσει τὴν αἰώνιον ζωήν. «Γιατί», θά ’λεγε κανείς, «θὰ ἦσαν αἰώνιοι πάνω στὴ Γῆ οἱ πρωτόπλαστοι;». Ναί, ἐὰν δὲν παρέβαιναν τὴν ἐντολή. Δὲν θὰ ὑπῆρχε ὁ θάνατος.
Ἂς πᾶμε σὲ ἕνα τρίτο σημεῖο. Συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος καὶ λέγει -κατ’ ἐπιλογὴν τὰ παίρνω: «Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων, εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασε κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν τοῦ οἴκου αὐτοῦ, δι᾿ ἧς κατέκρινε τὸν κόσμον (: κατεδίκασε τὸν κόσμο), καὶ τῆς κατὰ πίστιν δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος».
Τί τοῦ εἶπε ὁ Θεός; Θὰ γίνει κατακλυσμός. Ξέρετε, νὰ εἶναι χαρὰ Θεοῦ, καὶ νὰ σοῦ πεῖ ὁ Θεός: «Θὰ γίνει κατακλυσμός».
Σὲ ποιό βαθμὸ θὰ πνιγοῦν οἱ ἄνθρωποι; Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μὰ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐὰν δὲν μετανοήσουν. Κι αὐτό...α, σήμερα ἔχομε ὡραῖο καιρό. Καὶ αὔριο. Καὶ τοῦ χρόνου... Ἑκατὸν εἴκοσι χρόνια! Ὡραῖος καιρός.
Ἐπίστευσε ὅμως ὁ Νῶε. Καὶ κατασκευάζει τὴν κιβωτόν. Καὶ σώζεται διὰ τῆς Κιβωτοῦ. Κι ἐδῶ τί γίνεται; Κληρονόμος τῆς κατὰ πίστιν δικαιοσύνης. Ἔγινε κληρονόμος τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁγιότητος, ποὺ συνίσταται ἀπὸ τὴν πίστιν.
Ἕνα τέταρτον σημεῖον. Ξέρετε σήμερα γιορτάζομε, ἔχομε μνήμη «τῶν εὐαρεστησάντων Θεῷ ἀπό Ἀδὰμ ἕως Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος».
Τὸ ἀκούσατε καὶ στὴν ἀπόλυση. «Πίστει καλούμενος Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὃν ἔμελλε λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθε μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται».
«Διὰ τῆς πίστεως ἐκλήθη ὁ Ἀβραὰμ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ χώρα του, τὴν πόλη του καὶ τὴ χώρα του καὶ ὅτι ἐπρόκειτο νὰ πάρει κληρονομίαν ἀπὸ τὸν Θεόν, μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται. Δὲν ἤξερε ποῦ πάει».
Τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Φύγε. Θὰ σοῦ πῶ Ἐγὼ ποῦ θὰ πᾶς. Φύγε. Πήγαινε». Καὶ πῆγε βορειοδυτικά. Πάνω στὴ Συρία. Ἀπὸ τὴν Ὄυρ, πόλιν τῆς Μεσοποταμίας. Μάλιστα κοντὰ στὸν Περσικὸ κόλπο ἡ Ὄυρ κοντά. Βορειοδυτικὰ πρὸς Συρίαν. Τοῦ λέει ὁ Θεός: «Κάθισε ἐδῶ». Ὕστερα ἀπὸ καιρό του λέει: «Φύγε. Θὰ σοῦ δείξω ποῦ θὰ πᾶς. Πρὸς Νότον». Καὶ ἦρθε στὴ γῆ Χαναάν.
«Πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν (: Διὰ τῆς πίστεως παρώκησε, κατοίκησε, εἰς τὴν γῆν τῆς ὑποσχέσεως, σὰν ξένη χώρα), ἐν σκηναῖς κατοικήσας - Δὲν ἔκτισε. Δὲν ἔκανε οἰκοδομές. Ἀλλὰ σὲ σκηνές. Διὰ τὸ πρόχειρον. Γιατί πρόχειρο; Ἀφοῦ ὁ Θεός του εἶπε ὅτι «αὐτὴ ἡ γῆ εἶναι δική σου»-.
Καὶ κατοίκησε «μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς» -τῆς ἰδίας ἐπαγγελίας, ὑποσχέσεως, μαζὶ μὲ τὸν γιό του καὶ τὸν ἐγγονό του. Γιατί; Γιατί ἐπὶ σκηνῶν;-
«Ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός».
Δὲν ἔδωσε σημασία σὲ αὐτὴ τὴ γῆ. Τὴν εἶδε γρήγορα ὁ Ἀβραὰμ καὶ οἱ ἀπόγονοί του, ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακώβ, γρήγορα εἶδαν ὅτι εἶναι ἕνα σύμβολον.
Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι δὲν πῆραν οὔτε ἑνὸς ποδὸς γῆ. Πόσο εἶναι μία πατοῦσα; Τριάντα ἑκατοστά. Οὔτε 30 ἑκατοστὰ γῆ δὲν πῆραν... Θέλετε ἀκόμη; Καὶ τὸν τάφο ποὺ χρειάστηκε νὰ θάψει τὴ γυναῖκα του τὴ Σάρρα, σὲ ἕνα σπήλαιο, τὸ λεγόμενο «διπλοῦν σπήλαιον» κι ἦταν ξένη ἰδιοκτησία, τῶν κατοίκων τῆς γῆς Χαναάν, τὸ ἀγόρασε τὸ σπήλαιο. Καὶ λέει καὶ τὴν τιμή. Τετρακόσια ἀργυρᾶ δίδραχμα. Γιατί; Δηλαδὴ οὔτε ἕναν τάφο δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει; Ποῦ ἦτο ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ; Ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας ποῦ ἦτο; Τὸ προσέξατε; «Ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τὸὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Τὴν ἄκτιστον πατρίδα.
Ὕστερα, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι εἶχαν καιρό, ἂν ἤθελαν, ἂν εἶδαν ὅτι ἐξηπατήθησαν ἢ ὅ,τι ἄλλο, εἶχαν καιρό, ἀκοῦστε: «ὅτι ἐξηπατήθησαν» ἀπὸ τὸν Θεόν, εἶχαν καιρὸ νὰ ξαναγυρίσουν πίσω. Δὲν γύρισε πίσω ὁ Ἀβραάμ. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Ὅταν ἔστειλε τὸν δοῦλο του τον Ἐλεάζαρο εἰς τὴν Ὄυρ, τοῦ εἶπε: «Πρόσεξε· θὰ μοῦ φέρεις ἀπὸ ἐκεῖ γυναῖκα γιὰ τὸν γιό μου τὸν Ἰσαάκ. Πρόσεξε. Ὁ Ἰσαὰκ δὲν πρέπει νὰ ἐπιστρέψει ποτὲ εἰς τὴν Ὄυρ». Καὶ τὸν ὅρκισε τὸν Ἐλεάζαρο.
Μποροῦσε λοιπὸν νὰ γυρίσει ὁ Ἀβραὰμ πίσω. Ὅταν ἔβλεπε ὅτι δὲν εἶχε τίποτα. Εἶναι ξένοι. Ξένοι λαοὶ κατοικοῦσαν στὴ γῆ Χαναάν, οἱ Χαναανίται. «Λοιπόν, εἶχε καιρὸ νὰ γυρίσει πίσω», λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἀλλὰ εἶχε πιστέψει· ὅτι αὐτὴ ἡ χώρα ἦτο -θὰ τὸ πῶ γιὰ δεύτερη φορά- σύμβολον. Σύμβολον μιᾶς ἄλλης χώρας, μιᾶς ἄλλης πατρίδος.
Ἐκεῖνο ποὺ θὰ γράψει ἀργότερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Οὐκ ἔχομεν ὧδὲ μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μένουσαν ἐπιζητοῦμεν». Τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη ἕνα σημεῖο νὰ πάρομε. Μία πέμπτη περίπτωση: «Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος (:μάλλον προτιμῶντας) συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν».
Ὁ Μωυσῆς τί ἦτο; Θετὸς υἱὸς τῆς θυγατρὸς τοῦ Φαραώ. Τί θὰ ἐγίνετο; Φαραὼ θὰ ἐγίνετο μίαν ἡμέραν. Βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου. Φαραὼ εἶναι γενικὸς τίτλος. Ὅπως θὰ λέγαμε «Καῖσαρ». Θὰ ἐγίνετο βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου.
Ἀλλὰ τί; Ἐπροτίμησε νὰ συγκακουχεῖται μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ φύγει, παρὰ νὰ ἔχει τὴν ἀπόλαυση κάποιων ἀγαθῶν. Γιατί λέει: «ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν»; Θὰ μοῦ τὸ βρεῖτε; Διότι θὰ ἦτο ἄρνησις τῆς πίστεως. Ἐνῷ τώρα προτιμᾶ νὰ συγκακουχεῖται, ἐπειδὴ μπαίνει ἡ πίστις. Ποία πίστις; Ὅτι «ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν».
Ἦτο Ἑβραῖος. Ἡ μάνα του ποὺ τὸν μεγάλωσε, σὰν δῆθεν παραμάνα, νταντά, σὰν δῆθεν, τοῦ ἔβαλε μέσα ὅλο τὸ θέμα τοῦ λαοῦ της στὸν Μωυσῆ. Καὶ τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, ξέρεις το καί το, εἴμεθα ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς πίστεως κατοίκησε εἰς τὴν γῆν Χαναὰν» κ.λπ. κ.λπ.
Ἐπροτίμησε νὰ συγκακουχεῖται γιατί ἀπέβλεπε εἰς τὴν μισθαποδοσίαν, δηλαδὴ στὴν πίστη καὶ ὄχι τὰ ἀγαθὰ τῆς Αἰγύπτου, ποὺ θὰ ἦτο σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση. Διότι τὸ νὰ ἀπολαμβάνεις κάποια ἀγαθὰ δὲν εἶναι ἁμαρτία. Διότι θὰ ἠρνεῖτο τὴν πίστιν, προκειμένου νὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγαθὰ τῆς Αἰγύπτου. Καὶ δὲν θὰ πήγαινε μαζὶ μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν θὰ ἦτο ὁ ἀρχηγὸς τοῦ λαοῦ.
Πολλὰ παραδείγματα ὑπάρχουν. Πολλὰ παραδείγματα ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος στὴν πρὸς Ἑβραίους. Σᾶς προκαλῶ, πηγαίνετε σπίτι σας νὰ διαβάσετε εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴν κι ἐκεῖ θὰ τὰ βρεῖτε. Γενικῶς ὅμως, χωρὶς τὴν πίστη, εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρξει τὸ μαρτύριο.
Γι' αὐτὸ σημειώνει ὁ Ἀπόστολος, σήμερα εἰπώθηκε καὶ ἀκούστηκε: «Ἓτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς». «Ἄλλοι», λέγει, «μαστιγώθηκαν, κοροϊδεύτηκαν, ἐπῆραν πεῖρα φυλακῶν καὶ δεσμῶν». «Δεσμὰ» εἶναι καὶ οἱ φυλακές, εἶναι καὶ οἱ ἁλυσίδες. Εἶναι καὶ τὰ δυό.· ἐλιθάσθησαν (: πετροβολήθηκαν), ἐπρίσθησαν (: πριονίστηκαν-Πριστήριο θὰ πεῖ πριονιστήριο), ἐπειράσθησαν (: μπήκαν σὲ δοκιμασίες μεγάλες), ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον (: πέθαναν ἀφοῦ τοὺς ἐσκότωσαν), περιῆλθον ἐν μηλωταῖς (: έφυγαν στὰ βουνὰ καὶ στὰ δάση μὲ προβιὲς ζώων, γιατί δὲν εἶχαν πῶς νὰ ντυθοῦν), ἐν αἰγείοις δέρμασιν (: μὲ δέρματα αἰγῶν), ὑστερούμενοι (: δὲν εἶχαν νὰ φᾶνε), θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν (: τῶν οποίων) οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος (: δὲν συγκρινόταν ὁ κόσμος σὲ ἀξία μπροστά τους), ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι (: στις ἐρημιὲς ἐπλανῶντο) καὶ ὄρεσι (: στα βουνὰ) καὶ σπηλα ίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς (: και στὰ σπήλαια καὶ στὶς τρῦπες τῆς γῆς)».
Γιατί; Ἐπειδὴ ἐπίστευαν. Καὶ ὁ κόσμος δὲν ἤθελε αὐτοὶ νὰ πιστεύουν. Γι΄αυτό ἐκυνηγήθησαν.
Αὐτὴ ἡ εἰκόνα, ὅπως σᾶς τὴ διάβασα αὐτὴ τὴν περικοπή, τί σᾶς θυμίζει; Δὲν σᾶς θυμίζει περιγραφὴ μελλόντων γενέσθαι; Δὲν σᾶς θυμίζει περιγραφὴ μελλόντων γενέσθαι; Θὰ ἐπαναλάβουν τὴν ἰδίαν εἰκόνα οἱ ἅγιοι, δηλαδὴ οἱ πιστοί, εἰς τὰ ἔσχατα τῆς Ἱστορίας ἐπὶ ἡμέρες Ἀντιχρίστου.
Γιατί θὰ διωχθοῦν; Ἐπειδὴ θὰ πιστεύουν. Ἐκεῖ τὸ καταλαβαίνομε. Ἐπειδὴ θὰ πιστεύουν. Εἶναι ἐκπληκτικόν, ἀγαπητοί. Τὸ ἀντιλαμβανόμεθα; Ὅτι αὐτὰ δὲν εἶναι πράγματα τὰ ὁποῖα ἔγιναν καὶ τώρα διατηροῦμε μίαν ἀκαδημαϊκὴν μνήμην. Εἶναι πράγματα ζωντανὰ καὶ τρέχοντα καὶ ὑπαρκτὰ καὶ σήμερα καὶ αὔριο μέχρι ποῦ νὰ τελειώσει ἡ Ἱστορία, νὰ τελειώσει αὐτὸς ὁ αἰῶνας.
Μᾶς ἐνδιαφέρουν ἀμεσότατα. Καὶ βλέποντες τί ἔγινε τότε, θὰ κάνομε ἐμεῖς τί πρέπει νὰ γίνει παρακάτω. Σᾶς εἶπα, μία εἰκόνα τῶν ἐσχάτων.
Ἀγαπητοί μου, εἴμεθα πρὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Δηλαδὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ μᾶς παραθέτει αὐτὴν τὴν θαυμασία εἰκόνα, περικοπή, ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο στὴν πρὸς Ἑβραίους· ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ ὕμνος τῆς πίστεως.
Γιὰ νὰ μᾶς θυμίσει τὴν πίστη στὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ πίστις ἐστάθη ἡ πρώτη ἐντολή. Καὶ ἡ πρώτη ἀρετή. Στοὺς ἀνθρώπους, τότε, ἀπὸ τὸν ἀρχαῖον Παράδεισον. Ἡ πρώτη ἀρετή. Ἡ πρώτη ἐντολή. Καὶ ἡ πρώτη ἀρετή.
Γιατί ξέπεσαν οἱ πρωτόπλαστοι; Ἐπειδὴ δὲν ἐπίστευσαν. Γιατί βγῆκαν ἀπὸ τὸν Παράδεισον; Ἐπειδὴ δὲν ἐπίστευσαν στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὅτι «θὰ πεθάνετε ἐὰν δοκιμάσετε τὸν καρπόν». Γιατί πέθαναν; Γιατί δὲν ἐπίστευσαν.
Τώρα ἡ πίστις πάλι θὰ σταθεῖ ἡ πρώτη ἐντολὴ καὶ συνεπῶς καὶ ἡ πρώτη ἀρετή –προσέξτε- τῶν ἐσχάτων.
Ἔχετε ἀντιληφθεῖ ὅτι περνοῦμε ἐσχάτους καιρούς; Φυσικὰ ὅλοι οἱ καιροὶ καὶ κάθε χρονιὰ καὶ κάθε στιγμή, μέσα στὰ δύο χιλιάδες χρόνια, λέγονται ἔσχατοι. Ἔχομε βεβαίως αὐτὴν τὴν ὀνομασία καὶ τὸν χαρακτηρισμόν.
Ὅμως ὄντως ἔσχατη, μὲ ἰδιάζοντα χαρακτηρισμό, εἶναι ἡ ἐποχή μας. Καὶ γιατί πολλὰ σημάδια εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μᾶς δείχνουν ὅτι πράγματι οἱ καιροὶ εἶναι τελευταῖοι. Ἐν τούτοις, πάλι ἡ πίστις θὰ μείνει ἡ κεφαλαιώδης ἀρετή. Βέβαια προϋποθέτει τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Ρωτάει κάποιος, κάποιοι, ἕναν γέροντα -εἶναι ἀπὸ τὸ Γεροντικό: «Ἐμεῖς», λέει, «κρατοῦμε ἐτοῦτα, ἐκεῖνα, ἐκεῖνα, ἐκεῖνα, πές μας, ὕστερα ἀπὸ μᾶς τί θὰ κάνουν;». «Τὸ μισὸν ἔργον». «Κι ὕστερα ἀπ’ αὐτούς;»
Δηλαδή τὸ μισὸν ἔργον ὡς ἄσκηση ἀρετῆς- «Κι ὕστερα ἀπ’ αὐτούς;» «Δὲν θὰ ἔχουν πιὰ ἔργον. Θὰ ἔχουν πίστη.
Καὶ θὰ εἶναι τόσο φοβερὴ ἡ περίπτωσις νὰ κρατᾶς τὴν πίστιν τότε, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ τότε θὰ κρατοῦν τὴν πίστιν, θὰ εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ μᾶς». Γιατί εἶναι πάρα πολὺ δύσκολο νὰ κρατήσεις τὴν πίστιν.
Τὸ βλέπομε στὰ παιδιά μας, στοὺς ἀνθρώπους μας:. «Μὴ συγκοινωνεῖτε μὲ τὰ τερτίπια τοῦ κόσμου καὶ τὶς μόδες τοῦ κόσμου». «Δὲν μπορῶ νὰ κάνω διαφορετικά»... Δὲν ἔχουν πίστιν.
Ἡ πίστις λοιπὸν θὰ εἶναι καὶ ἡ ἀρετὴ τῶν ἐσχάτων, θὰ εἶναι καὶ ἡ πρώτη ἐντολὴ τῶν ἐσχάτων. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος, στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, 18,8: «Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;».
«Ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἄραγε θὰ βρεῖ τὴν πίστη ἐπάνω στὴ Γῆ;». Νὰ ἕνα ἐρώτημα μελαγχολικό.
Ἀγαπητοί μου, σεβασμιώτατε, ἀγαπητοί μου, Καλᾶ Χριστούγεννα.
«Πίστις» ἐδῶ σημαίνει ἐξάρτησις. Καὶ ἡ πίστις θὰ ἦτο ἐν ἐλευθερίᾳ.
Γιατί ἀλλιώτικα ἡ ἐξάρτησις χωρὶς ἐλευθερίαν, παύει νὰ εἶναι ἐλευθερία καὶ ἔτσι εἰσάγεται ὁ καταναγκασμός.
Ἔτσι ἡ πίστις εἰσάγεται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἰς τοὺς πρωτοπλάστους, δυστυχῶς ὅμως ἠθετήθη. Ἠθετήθη γιατί ἀκριβῶς ὑπῆρχε ἡ ἐλευθερία. Εἶπα ὅμως «δυστυχῶς», διότι δὲν εἶναι –καὶ προσέξατέ το αὐτό- ἡ ἐπιλογὴ μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ ἡ ἐλευθερία ἀλλὰ ἡ δυνατότητα τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, μένοντας ὅμως εἰς τὸ ἀγαθόν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Παντοῦ. Ὄχι μόνο στὶς σχέσεις μας μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ στὶς σχέσεις μας μεταξύ μας καὶ στοὺς πολῖτες ἀνάμεσα μιᾶς πολιτείας, μεταξὺ πολιτῶν καὶ πολιτείας κ.ο.κ.
Ἐπειδὴ δὲ εἶναι ἀκριβῶς μεταξὺ ἐπιλογῆς καλοῦ ἢ κακοῦ, γι΄αυτό ἔχομε πᾶσαν κακοδαιμονίαν, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ μία κακῶς νοουμένη ἐλευθερίαν.
Τί εἶναι ἐλευθερία; Ἡ δυνατότητα νὰ διαλέξεις ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό. Ἡ δυνατότητα. Καὶ ὄχι νὰ διαλέξεις γιατί θέλεις τὸ κακό. Γιατί ἀλλιώτικα, γιατί νὰ τιμωρεῖσαι;
Ἀμέσως ἐδῶ φαίνεται καθαρὰ ὅτι δὲν εἶναι ἡ ἐπιλογή, ἀλλὰ εἶναι ἡ δυνατότης. Ὅταν λοιπὸν οἱ πρωτόπλαστοι ἠθέτησαν τὸν Θεόν, πῶς Τὸν ἠθέτησαν; Ἠθέτησαν τὴν πίστιν. Δὲν ἐδέχθησαν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὁ Θεός τους εἶπε, τώρα ὁ Θεὸς ἔρχεται πάλι, ἐν εὐδοκίᾳ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπανεισάγει τὴν πίστιν σὰν μέθοδο προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ.
Βλέπετε, δὲν παραιτεῖται ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰς μεθόδους Του. Τὴν μέθοδον τὴν πρώτην, δηλαδὴ τὴν πίστιν, αὐτὴν ἐπανεισάγει πάλι, διὰ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους.
Καὶ ἡ πίστις αὐτή, δὲν θὰ ἦταν ἁπλῶς εἰς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὅπως τότε, ἀλλὰ θὰ ἦτο εἰς τὸ Θεανθρώπινον πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδὴ κάτι βαθύτερο.
Ἐκεῖ πάλι τὸ ἴδιο πρόσωπο μίλησε. Ὁ Θεὸς Λόγος. Ἀλλὰ ἐδῶ εἶναι κάτι βαθύτερο. Ἐκεῖ ἦταν ἡ πίστις ἁπλῶς σὲ ἕναν λόγον. Βέβαια λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ἐδῶ εἶναι σὲ ἕνα πρόσωπον Τὸ ὁποῖον πρόσωπον ὁμιλεῖ καὶ ἡ πίστις πρέπει νὰ ἀποταθεῖ εἰς αὐτὸ τὸ πρόσωπο καὶ ὄχι ἁπλῶς σὲ ἕναν λόγο. Ἔτσι ἡ πίστις γίνεται ἡ μεγαλυτέρα ἀρετὴ καὶ ἡ βασικοτέρα προϋπόθεσις τῆς σωτηρίας.
Γι΄αυτό γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ σημερινή του ἀποστολικὴ περικοπή, ὅπως θὰ ἀκούσατε, ποὺ εἶναι ὁ ὕμνος τῆς πίστεως -εἶναι στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ στὸ 11ο κεφάλαιο- ὅτι «χωρὶς πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι». «Χωρὶς τὴν πίστιν», λέγει, «εἶναι ἀδύνατον νὰ εὐαρεστήσει κανεὶς εἰς τὸν Θεόν».
Προσέξτε, «εὐαρεστῆσαι». Δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι εὐάρεστος εἰς τὸν Θεόν, ἐὰν δὲν ἔχεις αὐτὴν τὴν πίστιν. «Πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ Θὲῷ ὅτι ἔστι καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται».
«Πρέπει», λέγει, «νὰ πιστεύσει ἐκεῖνος ποὺ προσέρχεται εἰς τὸν Θεόν, ὅτι ὑπάρχει, καὶ ἀκόμη, εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι Τὸν ἐκζητούν, γίνεται μισθαποδότης».
Ἔτσι βλέπομε ἐδῶ στὴν πρὸς Ἑβραίους στὸ 11ο κεφάλαιο, λέγει ὁ Ἀπόστολος, ὅτι ἡ πίστις ἔχει δύο σκέλη. Πρῶτον εἶναι ἡ πίστις εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ, «ὅτι ἔστι», ὅτι ὑπάρχει, καὶ δεύτερον εἶναι ἡ ἀναζήτησις τοῦ Θεοῦ -«καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν».
Ἔχομε λοιπὸν ἐδῶ δύο σκέλη. Πράγματι δὲν εἶναι ἀρκετὸν νὰ πεῖς «πιστεύω εἰς τὸν Θεόν», ἀλλὰ θὰ πρέπει καὶ νὰ ἐκζητεὶς τὸν Θεόν. Γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ γνωρίσεις Ποιός εἶναι καὶ τί θέλει ἀπὸ σένα. Δηλαδὴ νὰ γνωρίσεις τὸ θέλημά Του, γιὰ νὰ σταθεῖς σωστὰ ἀπέναντι στὸ θέλημά Του, εἰς τὸ νὰ εὐαρεστήσεις τώρα τὸν Θεὸν σὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο θέλει Ἐκεῖνος, ὅπως λέγει στὴν πρὸς Ρωμαίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ἡ διάνοια λοιπὸν δὲν προηγεῖται, ἀλλὰ ἡ πίστις προηγεῖται στὴν γνῶσιν. Πῶς γνωρίζω; Οἱ φιλόσοφοι ἔλεγαν «διὰ τῆς διανοίας», «διὰ τῶν αἰσθήσεων», «διὰ τῆς διανοίας καὶ τῶν αἰσθήσεων», ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀριστοτέλης. Πῶς γνωρίζω; Νέο στοιχεῖον: Διὰ τῆς πίστεως. Ἡ διάνοια λοιπὸν δὲν προηγεῖται.
Γι' αὐτὸ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους: «Πίστει νοοῦμεν (: Διὰ τῆς πίστεως καταλαβαίνομε) κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥἤματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι».
Ἔτσι, μὲ τὴν πίστιν, καθαρὰ τὸ βλέπομε, εὐαρεστοῦμε εἰς τὸν Θεὸν καὶ μὲ τὴν πίστιν γνωρίζομε τὸν Θεόν.
Ἡ πίστις εἶναι, συνεπῶς, ἡ μεγάλη δοκιμασία τῆς προαιρέσεως. Θὰ τὸ ἐπαναλάβω. Ἡ πίστις εἶναι ἡ μεγάλη δοκιμασία τῆς προαιρέσεως. Θέλεις ἢ δὲν θέλεις νὰ πιστεύσεις; Ἀλλὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ ἡ μεγάλη ἀνάπαυσις τῆς διανοίας. Ἡ διάνοια ξεκουράζεται. Τὸ εἶπε ὁ Θεὸς· δὲν ἔχω τίποτα νὰ ἀγωνιῶ τοῦτο, γιὰ κεῖνο ἢ τὸ ἄλλο πῶς εἶναι. Τὸ εἶπε ὁ Θεός! Περιπέτεια λοιπὸν τῆς προαιρέσεως, ἀνάπαυσις τῆς διανοίας.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θέλει νὰ τονίσει αὐτὴν τὴ μεγάλη ἀξία τῆς πίστεως καὶ ὅτι γεννᾶ ἡρωισμὸν καὶ ὅτι ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση προσεγγίσεως τοῦ θεανθρωπίνου προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρει ἕνα πλῆθος περιπτώσεων, πλῆθος ὀνομάτων ποὺ ἐπίστευσαν καὶ δικαιώθησαν, στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή.
Ἐπιτρέψατέ μου νὰ πάρω δυὸ τρεῖς τέσσερις -ὅ,τι προλάβομε- περιπτώσεις.
Πρώτη περίπτωσις: Εἶναι πολλές, ἀναφέρει πάρα πολλές. Ἂν θέλετε, μάλιστα, ὁ Συναξαριστής, στὸ Μηναῖον, τῆς Κυριακῆς τῶν Προπατόρων -ἂν ἔχετε Συναξαριστή, κοιτᾶξτε σπίτι σας- ὁ Συναξαριστὴς ἀναφέρει 95 περιπτώσεις! Λοιπόν, λέγει ὁ Ἀπόστολος: «Πίστει πλείονα θυσίαν Ἄβελ παρὰ Κάϊν προσήνεγκε τῷ Θεῷ, δι᾿ ἧς ἐμαρτυρήθη εἶναι δίκαιος, μαρτυροῦντος ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ».
Δηλαδή: «Διὰ τῆς πίστεως περισσότερο ὁ Ἄβελ ἀπὸ τὸν Κάϊν προσέφερε πιὸ πολλὴ θυσία εἰς τὸν Θεόν, διὰ τῆς ὁποίας θυσίας ἐμαρτυρήθη ὅτι εἶναι δίκαιος».
«Δίκαιος» ἐδῶ θὰ πεῖ ἐνάρετος. Δὲν εἶναι ἡ δικαιοσύνη μὲ τὴν στενὴ σημασία τῆς λέξεως. Ἀλλὰ μὲ τὴν εὐρεῖα, ποὺ θὰ πεῖ ἐνάρετος καὶ δίκαιος, ε.., συγνώμη, ἅγιος.
«Μαρτυροῦντος ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ»· ποὺ μαρτυράει γιὰ τὰ δῶρα του Αὐτὸς ὁ Θεός. Ναί! Στὴν Καινὴ Διαθήκη δὲ ὁ Χριστὸς εἶπε: «θὰ ζητηθεῖ» λέει, «ἀπὸ τὴ γενεὰ αὐτὴ κάθε εὐθύνη ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ, ἕως τοῦ Ζαχαρίου» κ.τ.λ. -τοῦ δικαίου Ἄβελ.
Τὸ εἶπε καὶ ὁ Χριστός. Ἀλλὰ καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη αὐτὸ τὸ καταμαρτυρεῖ. Γιατί; Ἐπειδὴ ἐπίστευσαν.
Καὶ προσέφερε καὶ σὲ ποσότητα καὶ σὲ ποιότητα ὅ,τι καλύτερο εἶχε εἰς τὸν Θεόν. Γιατί; Γιατί ἐπίστευσε.
Τί θὰ πεῖ «ἐπίστευσε»; Δὲν πίστευε ὁ Κάϊν; Κι ἐκεῖνος δὲν προσέφερε θυσίαν; Τί θὰ πεῖ «ἐπίστευσε»;
Μὲ τὴν προαίρεσή του καὶ τὴν καρδιά του ζητοῦσε τὴν ἐξάρτησή του ἀπὸ τὸν Θεόν. Τὴν ἐξάρτησή του, τὸ ὑπογραμμίζω. Τὸ ἀντίθετον αὐτοῦ εἶναι ἡ αὐτονομία. Τὸ ἁμάρτημα τὸ προπατορικόν. Θὰ γίνομε Θεοὶ χωρὶς τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα ἐπαναλαμβάνεται μέσα στοὺς αἰῶνες ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, πλὴν τῶν δικαίων.
Δεύτερο σημεῖο: «Πίστει Ἐνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον, καὶ οὐχ εὑρίσκετο, διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεὸς· πρὸ γὰρ τῆς μεταθέσεως αὐτοῦ μεμαρτύρηται εὐηρεστηκέναι τῷ Θεῷ».
«Διὰ τῆς πίστεως ὁ Ἐνώχ», λέγει, «μετετέθη». Κάπου πῆγε. Κάπου τὸν ἔβαλε ὁ Θεός. Ποῦ; Κάπου στὸν οὐρανό. Ὄχι στὴ Γῆ. Κάπου στὸν οὐρανό. Γιὰ νὰ μὴν γνωρίσει θάνατον. Καὶ δὲν εὑρίσκετο. Ψάχναν νὰ τὸν βροῦν καὶ πουθενὰ δὲν τὸν ἔβρισκαν. Διότι τὸν μετέθεσε ὁ Θεός.
Τὸ λέει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, τὸ ἐπαναλαμβάνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Διότι πρὸ τῆς μεταθέσεώς του, ἐπῆρε τὴν μαρτυρίαν ὅτι εἶχε εὐαρεστήσει εἰς τὸν Θεόν. Σὲ τί εὐηρέστησε; Διὰ τῆς πίστεως. «Πίστει», ποὺ λέει ἐδῶ στὴν ἀρχὴ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τί ἐπίστευσε; Ἀληθινὰ στὸν Θεό.
Κι ἐδῶ τώρα βλέπομε, μὲ τὸν Ἄβελ, προσέξτε αὐτὸ τὸ σημεῖο, ὁ Θεὸς δείχνει ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶχε πεῖ...τι εἶχε πεῖ; Ὅτι θὰ εἰσήγετο ὁ θάνατος ἐὰν παρέβαιναν τὴν ἐντολήν Του, ἰδού!
Εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ πεθαίνει ὁ Ἄβελ. Εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ πεθαίνει ὁ Ἄβελ. Μὲ τὴν μετάθεση τοῦ Ἐνώχ, ποὺ δὲν πεθαίνει, θέλει νὰ δείξει ὁ Θεὸς ὅτι ὑπάρχει κι ἄλλος κόσμος πέραν τοῦ αἰσθητοῦ. Ὅτι μετὰ τῆς ψυχῆς θὰ συνυπάρχει καὶ τὸ σῶμα. Καὶ ἀκόμη ἕνα τρίτο, ὅτι εἰς τοὺς δικαίους ἐπιφυλάσσεται πλουσία ἀμοιβή. Ἰδού.
Ὥστε λοιπὸν δείχνει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς νὰ δώσει τὸν θάνατον, νὰ ἐπιτρέψει τὸν θάνατον, γιατί ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ εἰσηγητὴς τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ὁ διάβολος, νὰ ἐπιτρέψει τὸν θάνατον, εἶναι δυνατὸς νὰ δώσει τὴν αἰώνιον ζωήν. «Γιατί», θά ’λεγε κανείς, «θὰ ἦσαν αἰώνιοι πάνω στὴ Γῆ οἱ πρωτόπλαστοι;». Ναί, ἐὰν δὲν παρέβαιναν τὴν ἐντολή. Δὲν θὰ ὑπῆρχε ὁ θάνατος.
Ἂς πᾶμε σὲ ἕνα τρίτο σημεῖο. Συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος καὶ λέγει -κατ’ ἐπιλογὴν τὰ παίρνω: «Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων, εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασε κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν τοῦ οἴκου αὐτοῦ, δι᾿ ἧς κατέκρινε τὸν κόσμον (: κατεδίκασε τὸν κόσμο), καὶ τῆς κατὰ πίστιν δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος».
Τί τοῦ εἶπε ὁ Θεός; Θὰ γίνει κατακλυσμός. Ξέρετε, νὰ εἶναι χαρὰ Θεοῦ, καὶ νὰ σοῦ πεῖ ὁ Θεός: «Θὰ γίνει κατακλυσμός».
Σὲ ποιό βαθμὸ θὰ πνιγοῦν οἱ ἄνθρωποι; Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μὰ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐὰν δὲν μετανοήσουν. Κι αὐτό...α, σήμερα ἔχομε ὡραῖο καιρό. Καὶ αὔριο. Καὶ τοῦ χρόνου... Ἑκατὸν εἴκοσι χρόνια! Ὡραῖος καιρός.
Ἐπίστευσε ὅμως ὁ Νῶε. Καὶ κατασκευάζει τὴν κιβωτόν. Καὶ σώζεται διὰ τῆς Κιβωτοῦ. Κι ἐδῶ τί γίνεται; Κληρονόμος τῆς κατὰ πίστιν δικαιοσύνης. Ἔγινε κληρονόμος τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁγιότητος, ποὺ συνίσταται ἀπὸ τὴν πίστιν.
Ἕνα τέταρτον σημεῖον. Ξέρετε σήμερα γιορτάζομε, ἔχομε μνήμη «τῶν εὐαρεστησάντων Θεῷ ἀπό Ἀδὰμ ἕως Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος».
Τὸ ἀκούσατε καὶ στὴν ἀπόλυση. «Πίστει καλούμενος Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὃν ἔμελλε λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθε μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται».
«Διὰ τῆς πίστεως ἐκλήθη ὁ Ἀβραὰμ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ χώρα του, τὴν πόλη του καὶ τὴ χώρα του καὶ ὅτι ἐπρόκειτο νὰ πάρει κληρονομίαν ἀπὸ τὸν Θεόν, μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται. Δὲν ἤξερε ποῦ πάει».
Τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Φύγε. Θὰ σοῦ πῶ Ἐγὼ ποῦ θὰ πᾶς. Φύγε. Πήγαινε». Καὶ πῆγε βορειοδυτικά. Πάνω στὴ Συρία. Ἀπὸ τὴν Ὄυρ, πόλιν τῆς Μεσοποταμίας. Μάλιστα κοντὰ στὸν Περσικὸ κόλπο ἡ Ὄυρ κοντά. Βορειοδυτικὰ πρὸς Συρίαν. Τοῦ λέει ὁ Θεός: «Κάθισε ἐδῶ». Ὕστερα ἀπὸ καιρό του λέει: «Φύγε. Θὰ σοῦ δείξω ποῦ θὰ πᾶς. Πρὸς Νότον». Καὶ ἦρθε στὴ γῆ Χαναάν.
«Πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν (: Διὰ τῆς πίστεως παρώκησε, κατοίκησε, εἰς τὴν γῆν τῆς ὑποσχέσεως, σὰν ξένη χώρα), ἐν σκηναῖς κατοικήσας - Δὲν ἔκτισε. Δὲν ἔκανε οἰκοδομές. Ἀλλὰ σὲ σκηνές. Διὰ τὸ πρόχειρον. Γιατί πρόχειρο; Ἀφοῦ ὁ Θεός του εἶπε ὅτι «αὐτὴ ἡ γῆ εἶναι δική σου»-.
Καὶ κατοίκησε «μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς» -τῆς ἰδίας ἐπαγγελίας, ὑποσχέσεως, μαζὶ μὲ τὸν γιό του καὶ τὸν ἐγγονό του. Γιατί; Γιατί ἐπὶ σκηνῶν;-
«Ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός».
Δὲν ἔδωσε σημασία σὲ αὐτὴ τὴ γῆ. Τὴν εἶδε γρήγορα ὁ Ἀβραὰμ καὶ οἱ ἀπόγονοί του, ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακώβ, γρήγορα εἶδαν ὅτι εἶναι ἕνα σύμβολον.
Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι δὲν πῆραν οὔτε ἑνὸς ποδὸς γῆ. Πόσο εἶναι μία πατοῦσα; Τριάντα ἑκατοστά. Οὔτε 30 ἑκατοστὰ γῆ δὲν πῆραν... Θέλετε ἀκόμη; Καὶ τὸν τάφο ποὺ χρειάστηκε νὰ θάψει τὴ γυναῖκα του τὴ Σάρρα, σὲ ἕνα σπήλαιο, τὸ λεγόμενο «διπλοῦν σπήλαιον» κι ἦταν ξένη ἰδιοκτησία, τῶν κατοίκων τῆς γῆς Χαναάν, τὸ ἀγόρασε τὸ σπήλαιο. Καὶ λέει καὶ τὴν τιμή. Τετρακόσια ἀργυρᾶ δίδραχμα. Γιατί; Δηλαδὴ οὔτε ἕναν τάφο δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει; Ποῦ ἦτο ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ; Ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας ποῦ ἦτο; Τὸ προσέξατε; «Ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τὸὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Τὴν ἄκτιστον πατρίδα.
Ὕστερα, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι εἶχαν καιρό, ἂν ἤθελαν, ἂν εἶδαν ὅτι ἐξηπατήθησαν ἢ ὅ,τι ἄλλο, εἶχαν καιρό, ἀκοῦστε: «ὅτι ἐξηπατήθησαν» ἀπὸ τὸν Θεόν, εἶχαν καιρὸ νὰ ξαναγυρίσουν πίσω. Δὲν γύρισε πίσω ὁ Ἀβραάμ. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Ὅταν ἔστειλε τὸν δοῦλο του τον Ἐλεάζαρο εἰς τὴν Ὄυρ, τοῦ εἶπε: «Πρόσεξε· θὰ μοῦ φέρεις ἀπὸ ἐκεῖ γυναῖκα γιὰ τὸν γιό μου τὸν Ἰσαάκ. Πρόσεξε. Ὁ Ἰσαὰκ δὲν πρέπει νὰ ἐπιστρέψει ποτὲ εἰς τὴν Ὄυρ». Καὶ τὸν ὅρκισε τὸν Ἐλεάζαρο.
Μποροῦσε λοιπὸν νὰ γυρίσει ὁ Ἀβραὰμ πίσω. Ὅταν ἔβλεπε ὅτι δὲν εἶχε τίποτα. Εἶναι ξένοι. Ξένοι λαοὶ κατοικοῦσαν στὴ γῆ Χαναάν, οἱ Χαναανίται. «Λοιπόν, εἶχε καιρὸ νὰ γυρίσει πίσω», λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἀλλὰ εἶχε πιστέψει· ὅτι αὐτὴ ἡ χώρα ἦτο -θὰ τὸ πῶ γιὰ δεύτερη φορά- σύμβολον. Σύμβολον μιᾶς ἄλλης χώρας, μιᾶς ἄλλης πατρίδος.
Ἐκεῖνο ποὺ θὰ γράψει ἀργότερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Οὐκ ἔχομεν ὧδὲ μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μένουσαν ἐπιζητοῦμεν». Τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη ἕνα σημεῖο νὰ πάρομε. Μία πέμπτη περίπτωση: «Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος (:μάλλον προτιμῶντας) συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν».
Ὁ Μωυσῆς τί ἦτο; Θετὸς υἱὸς τῆς θυγατρὸς τοῦ Φαραώ. Τί θὰ ἐγίνετο; Φαραὼ θὰ ἐγίνετο μίαν ἡμέραν. Βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου. Φαραὼ εἶναι γενικὸς τίτλος. Ὅπως θὰ λέγαμε «Καῖσαρ». Θὰ ἐγίνετο βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου.
Ἀλλὰ τί; Ἐπροτίμησε νὰ συγκακουχεῖται μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ φύγει, παρὰ νὰ ἔχει τὴν ἀπόλαυση κάποιων ἀγαθῶν. Γιατί λέει: «ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν»; Θὰ μοῦ τὸ βρεῖτε; Διότι θὰ ἦτο ἄρνησις τῆς πίστεως. Ἐνῷ τώρα προτιμᾶ νὰ συγκακουχεῖται, ἐπειδὴ μπαίνει ἡ πίστις. Ποία πίστις; Ὅτι «ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν».
Ἦτο Ἑβραῖος. Ἡ μάνα του ποὺ τὸν μεγάλωσε, σὰν δῆθεν παραμάνα, νταντά, σὰν δῆθεν, τοῦ ἔβαλε μέσα ὅλο τὸ θέμα τοῦ λαοῦ της στὸν Μωυσῆ. Καὶ τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, ξέρεις το καί το, εἴμεθα ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς πίστεως κατοίκησε εἰς τὴν γῆν Χαναὰν» κ.λπ. κ.λπ.
Ἐπροτίμησε νὰ συγκακουχεῖται γιατί ἀπέβλεπε εἰς τὴν μισθαποδοσίαν, δηλαδὴ στὴν πίστη καὶ ὄχι τὰ ἀγαθὰ τῆς Αἰγύπτου, ποὺ θὰ ἦτο σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση. Διότι τὸ νὰ ἀπολαμβάνεις κάποια ἀγαθὰ δὲν εἶναι ἁμαρτία. Διότι θὰ ἠρνεῖτο τὴν πίστιν, προκειμένου νὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγαθὰ τῆς Αἰγύπτου. Καὶ δὲν θὰ πήγαινε μαζὶ μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν θὰ ἦτο ὁ ἀρχηγὸς τοῦ λαοῦ.
Πολλὰ παραδείγματα ὑπάρχουν. Πολλὰ παραδείγματα ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος στὴν πρὸς Ἑβραίους. Σᾶς προκαλῶ, πηγαίνετε σπίτι σας νὰ διαβάσετε εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴν κι ἐκεῖ θὰ τὰ βρεῖτε. Γενικῶς ὅμως, χωρὶς τὴν πίστη, εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρξει τὸ μαρτύριο.
Γι' αὐτὸ σημειώνει ὁ Ἀπόστολος, σήμερα εἰπώθηκε καὶ ἀκούστηκε: «Ἓτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς». «Ἄλλοι», λέγει, «μαστιγώθηκαν, κοροϊδεύτηκαν, ἐπῆραν πεῖρα φυλακῶν καὶ δεσμῶν». «Δεσμὰ» εἶναι καὶ οἱ φυλακές, εἶναι καὶ οἱ ἁλυσίδες. Εἶναι καὶ τὰ δυό.· ἐλιθάσθησαν (: πετροβολήθηκαν), ἐπρίσθησαν (: πριονίστηκαν-Πριστήριο θὰ πεῖ πριονιστήριο), ἐπειράσθησαν (: μπήκαν σὲ δοκιμασίες μεγάλες), ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον (: πέθαναν ἀφοῦ τοὺς ἐσκότωσαν), περιῆλθον ἐν μηλωταῖς (: έφυγαν στὰ βουνὰ καὶ στὰ δάση μὲ προβιὲς ζώων, γιατί δὲν εἶχαν πῶς νὰ ντυθοῦν), ἐν αἰγείοις δέρμασιν (: μὲ δέρματα αἰγῶν), ὑστερούμενοι (: δὲν εἶχαν νὰ φᾶνε), θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν (: τῶν οποίων) οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος (: δὲν συγκρινόταν ὁ κόσμος σὲ ἀξία μπροστά τους), ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι (: στις ἐρημιὲς ἐπλανῶντο) καὶ ὄρεσι (: στα βουνὰ) καὶ σπηλα ίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς (: και στὰ σπήλαια καὶ στὶς τρῦπες τῆς γῆς)».
Γιατί; Ἐπειδὴ ἐπίστευαν. Καὶ ὁ κόσμος δὲν ἤθελε αὐτοὶ νὰ πιστεύουν. Γι΄αυτό ἐκυνηγήθησαν.
Αὐτὴ ἡ εἰκόνα, ὅπως σᾶς τὴ διάβασα αὐτὴ τὴν περικοπή, τί σᾶς θυμίζει; Δὲν σᾶς θυμίζει περιγραφὴ μελλόντων γενέσθαι; Δὲν σᾶς θυμίζει περιγραφὴ μελλόντων γενέσθαι; Θὰ ἐπαναλάβουν τὴν ἰδίαν εἰκόνα οἱ ἅγιοι, δηλαδὴ οἱ πιστοί, εἰς τὰ ἔσχατα τῆς Ἱστορίας ἐπὶ ἡμέρες Ἀντιχρίστου.
Γιατί θὰ διωχθοῦν; Ἐπειδὴ θὰ πιστεύουν. Ἐκεῖ τὸ καταλαβαίνομε. Ἐπειδὴ θὰ πιστεύουν. Εἶναι ἐκπληκτικόν, ἀγαπητοί. Τὸ ἀντιλαμβανόμεθα; Ὅτι αὐτὰ δὲν εἶναι πράγματα τὰ ὁποῖα ἔγιναν καὶ τώρα διατηροῦμε μίαν ἀκαδημαϊκὴν μνήμην. Εἶναι πράγματα ζωντανὰ καὶ τρέχοντα καὶ ὑπαρκτὰ καὶ σήμερα καὶ αὔριο μέχρι ποῦ νὰ τελειώσει ἡ Ἱστορία, νὰ τελειώσει αὐτὸς ὁ αἰῶνας.
Μᾶς ἐνδιαφέρουν ἀμεσότατα. Καὶ βλέποντες τί ἔγινε τότε, θὰ κάνομε ἐμεῖς τί πρέπει νὰ γίνει παρακάτω. Σᾶς εἶπα, μία εἰκόνα τῶν ἐσχάτων.
Ἀγαπητοί μου, εἴμεθα πρὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Δηλαδὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ μᾶς παραθέτει αὐτὴν τὴν θαυμασία εἰκόνα, περικοπή, ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο στὴν πρὸς Ἑβραίους· ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ ὕμνος τῆς πίστεως.
Γιὰ νὰ μᾶς θυμίσει τὴν πίστη στὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ πίστις ἐστάθη ἡ πρώτη ἐντολή. Καὶ ἡ πρώτη ἀρετή. Στοὺς ἀνθρώπους, τότε, ἀπὸ τὸν ἀρχαῖον Παράδεισον. Ἡ πρώτη ἀρετή. Ἡ πρώτη ἐντολή. Καὶ ἡ πρώτη ἀρετή.
Γιατί ξέπεσαν οἱ πρωτόπλαστοι; Ἐπειδὴ δὲν ἐπίστευσαν. Γιατί βγῆκαν ἀπὸ τὸν Παράδεισον; Ἐπειδὴ δὲν ἐπίστευσαν στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὅτι «θὰ πεθάνετε ἐὰν δοκιμάσετε τὸν καρπόν». Γιατί πέθαναν; Γιατί δὲν ἐπίστευσαν.
Τώρα ἡ πίστις πάλι θὰ σταθεῖ ἡ πρώτη ἐντολὴ καὶ συνεπῶς καὶ ἡ πρώτη ἀρετή –προσέξτε- τῶν ἐσχάτων.
Ἔχετε ἀντιληφθεῖ ὅτι περνοῦμε ἐσχάτους καιρούς; Φυσικὰ ὅλοι οἱ καιροὶ καὶ κάθε χρονιὰ καὶ κάθε στιγμή, μέσα στὰ δύο χιλιάδες χρόνια, λέγονται ἔσχατοι. Ἔχομε βεβαίως αὐτὴν τὴν ὀνομασία καὶ τὸν χαρακτηρισμόν.
Ὅμως ὄντως ἔσχατη, μὲ ἰδιάζοντα χαρακτηρισμό, εἶναι ἡ ἐποχή μας. Καὶ γιατί πολλὰ σημάδια εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μᾶς δείχνουν ὅτι πράγματι οἱ καιροὶ εἶναι τελευταῖοι. Ἐν τούτοις, πάλι ἡ πίστις θὰ μείνει ἡ κεφαλαιώδης ἀρετή. Βέβαια προϋποθέτει τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Ρωτάει κάποιος, κάποιοι, ἕναν γέροντα -εἶναι ἀπὸ τὸ Γεροντικό: «Ἐμεῖς», λέει, «κρατοῦμε ἐτοῦτα, ἐκεῖνα, ἐκεῖνα, ἐκεῖνα, πές μας, ὕστερα ἀπὸ μᾶς τί θὰ κάνουν;». «Τὸ μισὸν ἔργον». «Κι ὕστερα ἀπ’ αὐτούς;»
Δηλαδή τὸ μισὸν ἔργον ὡς ἄσκηση ἀρετῆς- «Κι ὕστερα ἀπ’ αὐτούς;» «Δὲν θὰ ἔχουν πιὰ ἔργον. Θὰ ἔχουν πίστη.
Καὶ θὰ εἶναι τόσο φοβερὴ ἡ περίπτωσις νὰ κρατᾶς τὴν πίστιν τότε, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ τότε θὰ κρατοῦν τὴν πίστιν, θὰ εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ μᾶς». Γιατί εἶναι πάρα πολὺ δύσκολο νὰ κρατήσεις τὴν πίστιν.
Τὸ βλέπομε στὰ παιδιά μας, στοὺς ἀνθρώπους μας:. «Μὴ συγκοινωνεῖτε μὲ τὰ τερτίπια τοῦ κόσμου καὶ τὶς μόδες τοῦ κόσμου». «Δὲν μπορῶ νὰ κάνω διαφορετικά»... Δὲν ἔχουν πίστιν.
Ἡ πίστις λοιπὸν θὰ εἶναι καὶ ἡ ἀρετὴ τῶν ἐσχάτων, θὰ εἶναι καὶ ἡ πρώτη ἐντολὴ τῶν ἐσχάτων. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος, στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, 18,8: «Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;».
«Ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἄραγε θὰ βρεῖ τὴν πίστη ἐπάνω στὴ Γῆ;». Νὰ ἕνα ἐρώτημα μελαγχολικό.
Ἀγαπητοί μου, σεβασμιώτατε, ἀγαπητοί μου, Καλᾶ Χριστούγεννα.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_517.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου