«Ὁ Ἀμερικάνος»
Μέρος Δ' (Τελευταῖο)
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους)
Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα πατῆστε "Ὁ Ἀμερικάνος"
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Κανένας δὲν ἀπάντησε στὴν ἐρώτηση τοῦ χαμάλη, ποὺ τὴν κρυμμένη σημασία της κανεὶς δὲν καταλάβαινε. Ὁ Βαγγέλης ἐξακολούθησε:
- Ποὺ νὰ θυμόσαστε ἐσεῖς! Εἶστε ὅλοι μικρότεροι μου, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν μπαρμπα- Τραντάφυλλο, δὲν εἶναι ντόπιος, κι ἐγὼ κοντεύω τώρα νὰ σαραντίσω. Ἤμουν τὸ πολὺ δεκαοχτὼ χρονῶν ὅταν ξενιτεύτηκε ὁ γιός του Μοθωνιοῦ, κι ἐκεῖνος τότε θὰ κόντευε τὰ εἰκοσιπέντε.
Μὰ μοῦ φαίνεται, νὰ τὸν ἔβλεπα τώρα δά, θὰ τὸν γνώριζα. Πέθαναν μὲ τὸν καημὸ τοῦ Γιάννη τους ὁ καημένος ὁ μπαρμπα- Στάθης κι ἡ γυναῖκα του, Θεὸς σχωρέσ’ τους! Καὶ τὸ σπιτάκι τους ἀπόμεινε ἐρείπιο καὶ χάλασμα μὲ δυὸ μισοὺς τοίχους ἐδῶ παραπάνω, στὴ συνοικία ἐκκλησίας, καὶ μὲ ἕνα μαῦρο βαθούλωμα στὴ γωνία ποὺ ἦταν ἕνα καιρὸ ἡ παραστιά τους.
Καὶ ὁ γιὸς τοὺς ἔριξε πέτρα πίσω του. Μὰ ὡς πόσος κόσμος χάνεται, ὡστόσο, καὶ στὴν Ἀμέρικα! Ξέρετε πὼς ἦταν καὶ ἀρραβωνιασμένος;
-Καὶ ποιά εἶχε; Ρώτησε ἀδιάφορα ὁ κλητῆρας τῆς δημαρχίας, ποὺ ἦταν καὶ ἀρχηγὸς τῆς νυχτερινῆς πολιτοφυλακῆς.
Ὁ ξένος ἄκουγε μὲ πολὺ βαθιὰ προσοχή, ἀλλὰ ἀπέφευγε νὰ γυρίσει νὰ κοιτάξει ἐκεῖνον ποὺ μιλοῦσε.
- Εἶχε τὸ Μελαχρώ της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας. Κι ὅταν ἔφυγε καὶ πέρασαν δυὸ τρία χρόνια, τὴ γύρεψαν πολλοί, γιατί τὸ κορίτσι εἶχε χάρες κι ὀμορφιές, καὶ τιμημένη ἦταν καὶ δούλευε ὄμορφα, ἡ μοναδικὴ κεντήστρα τοῦ χωριοῦ μας, καὶ προικιὰ εἶχε πολλά.
Μὰ τὸ Μελαχρὼ δὲ θέλησε κανέναν, ὥσπου πέρασαν τὰ χρόνια κι ἔγινε κι αὐτὴ γεροντοκόριτσο. Καὶ μὲ τὸ ἂχ καὶ μὲ τὸ βάχ, ἀδυνάτισε τώρα καὶ χλόμιανε, μὰ ὡστόσο, ὅταν ἡ γυναῖκα ἔχει καλὸ σκαρί, δύσκολα γερνάει.
Ἀκόμα καλοστέκει, βρὲ παιδιά, θὰ εἶναι παραπάνω ἀπὸ τράνταπέντε, καὶ φαίνεται νὰ εἶναι τὸ πολὺ εἰκοσιπέντε· ἔτυχε μιὰ μέρα νὰ τὴ δῶ, ποὺ τοὺς κουβάλησα ἕνα σακὶ ἀλεύρι· ὅταν τὴν κοιτάζεις, τόσο πιὸ νόστιμη σοῦ φαίνεται!
Ἔλα, ἄφησέ τα αὐτά, Βαγγέλη, εἶπε αὐστηρὰ ὁ κλητῆρας της δημαρχείας· δὲν εἶναι σωστὸ μέσα στὰ μαγαζιὰ νὰ λέμε γιὰ οἰκογένειες καὶ κορίτσια.
- Ἔχεις δίκιο, μπαρμπα- Τριαντάφυλλε, εἶπε ὁ χαμάλης· μὰ δὲν τὸ εἶπα γιὰ κακό.
Ἡ ὄψη του Ἀμερικάνου ἔγινε χαρούμενη καὶ μιὰ ἀκτῖνα εὐτυχίας διαπέρασε ἐκείνη τὴν ἐπάλειψη ποὺ ἔμοιαζε σὰν προσωπίδα, γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε στὴν ἀρχή, κι ἔδωσε λάμψη στὸ πρόσωπο του.
Ὁ μπαρμπα-Τριαντάφυλλος μὲ τὸ χωροφύλακα καὶ τοὺς δυὸ πολῖτες φρουρούς, μὲ τὰ ντουφέκια τους, σηκώθηκε καὶ εἶπε γυρνῶντας στὸ μαγαζάτορα:
- Ἔλα κάνε γρήγορα, Δημήτρη, κάθισε φρόνιμα, ἀφῆστε τοὺς χοροὺς καὶ τὰ τραγούδια, παιδιά, δὲν εἶναι ἀπόκριες. Τί μέρα ξημερώνει αὔριο; Κλεῖσε γρήγορα, Δημήτρη, νὰ κοιμηθεῖ ὁ κόσμος, θὰ σηκωθοῦν στὶς δυὸ μετὰ τὰ μεσάνυχτα νὰ πᾶν’ στὴν ἐκκλησία. Καὶ ὁ κύριος ἔχει μέρος νὰ κοιμηθεῖ τάχα; ρώτησε δείχνοντας τὸν Ἀμερικάνο.
-Ἔννοια σου, μπαρμπα- Τριαντάφυλλε, εἶπε ὁ Βαγγέλης· τοῦ εἶπε ὁ μπὰρμπ’ Ἀναγνώστης ὁ καφετζῆς νὰ πάει στὸν καφενέ του νὰ πλαγιάσει.
Μὰ μὴ σὲ μέλει ὡστόσο γιὰ τὸν κύριο, πρόσθεσε, κλείνοντας τὸ μάτι στὸν κλητῆρα· ἂν θέλει μέρος νὰ κοιμηθεῖ ἔχει καὶ παραέχει.
- Τί ἔχει; ρώτησε μὲ μυστηριώδη τρόπο ὁ κλητῆρας.
- Εἶναι ἀπό ‘δῶ, ντόπιος, τοῦ εἶπε στὸ ἀφτὶ ὁ Παχούμης.
- Καὶ πῶς τὸ ξέρεις;
- Εἶχα δὲν εἶχα, τὸν γνώρισα.
- Καὶ ποιός εἶναι;
- Ἐκεῖνος ποὺ σᾶς ἔλεγα πρίν, ὁ Γιάννης τοῦ μπαρμπα-Στάθη τοῦ Μοθωνιοῦ. Ὅταν ἦρθες κι ἐγκαταστάθηκες ἐδῶ τοῦ λόγου σου, ἦταν φευγᾶτος, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὸν θυμᾶσαι. Μὰ τὸν πατέρα του, τὸν μπαρμπα-Στάθη, τὸν ἔφτασες, θαρρῶ.
- Τὸν ἔφτασα. Κάνε γρήγορα, Δημήτρη, ξανάπε δυνατὰ ὁ κλητῆρας, καὶ βγῆκε.
Οἱ δυὸ χαμάληδες συνάδελφοι τοῦ Βαγγέλη εἶχαν πάψει τὸ τραγούδι καὶ τὸ χορό, κι ἑτοιμάζονταν νὰ φύγουν.
Ξαφνικὰ ὅμως ὁ Βαγγέλης ἦρθε κοντὰ στὸν Ἀμερικάνο καὶ τοῦ λέει μὲ σιγανὴ φωνή:
- Τί μοῦ δίνεις, ἀφεντικό, νὰ πάω νὰ πάρω τα συχαρίκια (νὰ πῶ τὰ καλὰ νέα);
Ὁ ξένος δὲν ἔβαλε τὸ χέρι στὴν τσέπη. Ἀλλὰ ἀνάμεσα στὸν ἀντίχειρα, στὸ δείκτη καὶ στὸ μέσο δάχτυλο τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ βρέθηκε νὰ κρατάει γιὰ ἀγγλικὴ λίρα.
Τὴν ἔριξε ἀμέσως στὴν παλάμη τοῦ Βαγγέλη μὲ τόση προθυμία καὶ χαρά, σὰν νὰ ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔπαιρνε κι ὄχι ποὺ ἔδινε.
Ὅταν οἱ γείτονες τῆς θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας ξύπνησαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα γιὰ νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, ποὺ οἱ καμπάνες της χτυποῦσαν χαρμόσυνα καὶ δυνατά, πόσο ξαφνιάστηκαν ὅταν εἶδαν τὸ σπίτι τῆς φτωχῆς χήρας, ἐκεῖ ποὺ δὲν δέχονταν τὰ παιδιὰ νὰ τραγουδήσουν τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ τοὺς ἔλεγαν νὰ φύγουν μὲ τὶς φράσεις «δὲν ἔχουμε κανένα», καὶ «τί θὰ τραγουδῆστε ἀπὸ μᾶς;» κατάφωτο, μὲ ὅλα τὰ παραθυρόφυλλα ἀνοιχτά, μὲ ἀστραφτερὰ τὰ τζάμια, μὲ τὴν πόρτα νὰ ἀνοιγοκλείνει συχνά, μὲ δυὸ φανάρια κρεμασμένα στὸ χαγιάτι, μὲ σκιὲς ποὺ διάβαιναν ἐλαφρά, μὲ χαρούμενες φωνὲς καὶ φασαρία.
Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δὲν ἄργησαν νὰ πληροφορηθοῦν. Ὅσοι δὲν τὸ ἔμαθαν στὴν γειτονιά, τὸ ἔμαθαν στὴν ἐκκλησία.
Καὶ ὅσοι δὲν πῆγαν στὴν ἐκκλησία, τὸ ἔμαθαν ἀπὸ κείνους ποὺ γύρισαν στὸ σπίτι τὴν αὐγή, μετὰ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας.
Ὁ ξενιτεμένος γαμπρός, ποὺ ἦταν ἀπὼν ἐδῶ καὶ εἴκοσι χρόνια, ποὺ δὲν εἶχε στείλει γράμμα ἐδῶ καὶ δέκα χρόνια, ποὺ ἐδῶ καὶ δέκα χρόνια δὲν εἶχε ἀφήσει κάπου τὰ ἴχνη του, ποὺ δὲ συνάντησε πουθενὰ κάποιον συμπατριώτη, ποὺ δὲ μίλησε ἐδῶ καὶ δεκαπέντε χρόνια ἑλληνικά, εἶχε γυρίσει πολλὰ μέρη στὸν Νέο Κόσμο, εἶχε δουλέψει ὡς ὑπεργολάβος σὲ μεταλλεῖα καὶ ὡς ἐπιστάτης σὲ φυτεῖες, καὶ γύρισε πίσω μὲ κάμποσες χιλιάδες τάλιρα στὸν τόπο τῆς γέννησης του, ὅπου ξαναβρῆκε σὲ κάποια ἡλικία, ἀλλὰ ἀνθηρὴ ἀκόμη, τὴ πιστή του μνηστή.
Ἕνα μόνο εἶχε μάθει, πρὶν δεκαπέντε χρόνια, τὸ θάνατο τῶν γονιῶν του. Γιὰ τὴ μνηστή του, εἶχε σχεδὸν τὴν πεποίθηση πὼς θὰ εἶχε ἀπὸ καιρὸ παντρευτεῖ· διατηροῦσε ὡστόσο κάποια ἀμυδρὴ ἐλπίδα. Ἀπὸ δεισιδεμονία καὶ φόβο, ὅσο πλησίαζε στὴν πατρίδα, τόσο δίσταζε νὰ ρωτήσει ἀπ' εὐθείας γιὰ τὴν μνηστή του, ἀφοῦ ἄλλωστε δὲν ἔδινε γνωριμία σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του, ὅσους ἔτυχε νὰ συναντήσει ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφτασε στὴν Ἑλλάδα.
Προτιμοῦσε νὰ μὴν ξέρει τί ἔγινε ἡ μνηστή του, ὡς τὴν τελευταία στιγμή, ὅταν θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ πλοῖο στὸν τόπο τῆς γέννησης του καὶ θὰ προσερχόταν νὰ ἐπισκεφθεῖ εὐλαβικὰ τὸ ἐρείπιο, ὅπου ἦταν ἄλλοτε τὸ πατρικό του σπίτι.
Ὕστερα ἀπὸ τρεὶς μέρες, τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γίνονταν, μὲ ὅλη τὴ χαρὰ καὶ τὴ σεμνότητα, οἱ γάμοι τοῦ Ἰωάννου Εὐσταθίου Μοθωνιοῦ μὲ τὴ Μελαχροινὴ Μιχαὴλ Κουμπουρτζῆ.
Ἡ θεια-Κυρατσώ, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια φόρεσε, γιὰ λίγες στιγμές, χρωματιστὴ «πολίτικη» μαντίλα, γιὰ νὰ ἀσπαστεῖ τὰ στέφανα.
Καὶ τὴν παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου του βράδυ, καθὼς στεκόταν στὸν ἐξώστη, ἀκούστηκε νὰ φωνάζει στὶς παρέες τῶν παιδιῶν ποὺ περνοῦσαν:
-Ἐλᾶτε, παιδιά, νὰ τραγουδίσετε!
(1891)
«Ὁ Ἀμερικάνος» Μέρος Γ'
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα γιὰ παιδιὰ καὶ νέους
Ἐκδόσεις Ἄγκυρα
σελ. 65-69
Ψηφιοποίηση κειμένου Μαρία - Διονυσία
Πηγὴ ψηφιακοῦ κειμένου Ἀναβάσεις
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα γιὰ παιδιὰ καὶ νέους
Ἐκδόσεις Ἄγκυρα
σελ. 65-69
Ψηφιοποίηση κειμένου Μαρία - Διονυσία
Πηγὴ ψηφιακοῦ κειμένου Ἀναβάσεις
Γιὰ νὰ διαβάσετε τὰ προηγούμενα πατῆστε:
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους). Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου