Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Τὰ Φῶτα στ' Ἀϊβαλί. Φώτης Κόντογλου

Τὰ Φῶτα στ' Ἀϊβαλί


Φώτη Κόντογλου

Στὰ θαλασσινὰ τὰ μέρη ρίχνουνε τὸν Σταυρό, ὕστερ' ἀπὸ τὴ Λειτουργία των Θεοφανίων. Ἔτσι τὸν ρίχνανε καὶ στὴν πατρίδα μου, κ' ἤτανε ἕνα θέαμα ἔμορφο καὶ παράξενο.
Ξεκινοῦσε ἡ συνοδεία ἀπὸ τὴ μητρόπολη. Μπροστὰ πηγαίνανε τὰ ξαφτέρουγα καὶ τὰ μπαϊράκια, κ' ὕστερα πηγαίνανε οἱ παπᾶδες μὲ τὸν δεσπότη, ντυμένοι μὲ τὰ χρυσᾶ τὰ ἄμφια, παπᾶδες πολλοὶ κι ἀρχιμαντρίτες, γιατί ἡ πολιτεία εἶχε δώδεκα ἐκκλησίες, καὶ κατὰ τὶς ἐπίσημες μέρες στὶς μικρὲς ἐνορίες τελειώνανε γλήγορα τὴ Λειτουργία καὶ πηγαίνανε οἱ παπᾶδες στὴ μητρόπολη, γιὰ νὰ γίνεται ἡ γιορτὴ πιὸ ἐπίσημη.
Οἱ ψαλτάδες ἤτανε καὶ κεῖνοι κάμποσοι κ' οἱ πιὸ καλλίφωνοι, καὶ ψέλνανε μὲ μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδὴ ἑλληνικά, κι ὄχι σὰν σήμερα ποῦ τρελλαθήκαμε καὶ κάναμε τὴν ψαλμωδία μας σὰν ἀνάλατα καὶ ξενικᾶ θεατρικὰ τραγούδια.
Ἀπὸ πίσω ἀκολουθοῦσε λαὸς πολύς.
Σὰν φτάνανε στ' Ἀγγελῇ τὸν Γιαλό, ὅπως λέγανε κείνη τὴν ἀκρογιαλιά, ὁ δεσπότης μὲ τοὺς παπᾶδες ἀνεβαίνανε σὲ μιὰ μεγάλη σανιδωτὴ σάγια ἐμορφοσκαρωμένη, γιὰ νὰ κάνουνε τὸν Ἁγιασμό, Ὁ κόσμος ἔπιανε τὴν ἀκρογιαλιὰ κι ἀνέβαινε ὁ καθένας ὅπου εὕρισκε, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βλέπει.
Τὰ σπίτια ποῦ ἤτανε ἕνα γῦρο γεμίζανε κόσμο.
Οἱ γυναῖκες θυμιάζανε ἀπὸ τὰ παραθύρια. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς θάλασσας ἤτανε μαζεμένα ἴσαμε ἑκατὸ καΐκια καὶ βάρκες ἀμέτρητες, μὲ τὶς πλῶρες γυρισμένες κατὰ τὸ μέρος ποῦ στεκότανε ὁ δεσπότης. Ἔτσι ποῦ ἤτανε παραταγμένα τὰ καΐκια, μοιάζανε σὰν ἀρμάδα ποῦ θὰ κάνει πόλεμο.
Πιὸ ἀνοιχτά, κατὰ τὸ πέλαγο, ἔβλεπες φουνταρισμένα τὰ μεγάλα καΐκια, γεμᾶτα κόσμο καὶ κεῖνα. Ἄλλα πάλι εἴχανε περιζωσμένες τὶς βάρκες ποῦ βρισκόντανε γιαλό, κ' ἤτανε κι αὐτὰ γεμᾶτα κόσμο, πρὸ πάντων θαλασσινοὶ καὶ παιδομάνι.
Σ' αὐτὰ τὰ μέρη κάνει πολὺ κρύο, καὶ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς οἱ ἀντένες τῶν καραβιῶν ἤτανε χιονισμένες, ἕνα θέαμα πολὺ ἔμορφο.
Ἀπάνου στὰ ξάρτια καὶ στὶς σκαλιέρες, στὶς γάμπιες καὶ στὰ μπαστούνια τῶν καραβιῶν ἤτανε σκαλωμένοι πλῆθος θαλασσινοί, μεγάλοι καὶ μικροί. Ἡ θάλασσα ἤτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα.
Κρούσταλλα κρεμόντανε ἀπὸ τὰ ξάρτια σὲ πολλὰ καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στὴν κάθε βάρκα ἀπὸ κεῖνες ποῦ εἴχανε κοντοζυγώσει στὴ στεριὰ καὶ περιμένανε νὰ πέσει ὁ Σταυρὸς στὴ θάλασσα, στεκόντανε ἀπὸ ἕνα - δυὸ νοματέοι ἀπάνω στὴν πλώρη, ἐνῷ ἄλλοι δυὸ ἤτανε στὰ κουπιά.
Αὐτοὶ ποῦ στεκόντανε ὀρθοὶ στὴν πλώρη, ἤτανε ὁλόγυμνοι, ἐξὸν ἕνα ἄσπρο βρακὶ ποῦ φορούσανε σὰν πεστιμάλι.
Οἱ πιὸ πολλοὶ ἤτανε σὰν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τὰ κορμιά τους ἤτανε κόκκινα ἀπὸ τὸ κρύο. Τὰ ποδάρια τους ἤτανε γερὰ καὶ φουσκωμένα σὰν ἀδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζῆδες, κοντραμπατζῆδες, ψημένοι μὲ τ' ἁλάτι.
Οἱ πιὸ πολλοὶ εἴχανε ριχμένες στὶς πλάτες τὶς γοῦνες τους, γιὰ νὰ μὴν παγώσουνε, Ἕνα - δυὸ ὅμως στεκόντανε γυμνοὶ καὶ κάνανε κάπου - κάπου τὸν σταυρό τους.
Μὰ τὸ μάτι τους ἤτανε καρφωμένο στὸ μέρος ποῦ θά 'ριχνε τὸν Σταυρὸ ὁ δεσπότης. Ἀνάμεσα στοὺς γυμνοὺς ἤτανε ὁ Κωστῆς ὁ Γιωργάρας, ὁ Στρατὴς ὁ Μπεκός, ὁ Γιωργὴς ὁ Σόνιος, ὁ Δημητρὸς ὁ Μπούμπας, Πέτρος ὁ Κλόκας, ὁ Βασίλης ὁ Ἀρναούτης, ὁ παλαβό - Παρασκευὰς κι ἄλλοι. Σὰν νὰ τοὺς βλέπω μπροστά μου.
Ὁ Γιωργάρας ἤτανε μιὰν ἀνθρωπάρα θηρίο, σὰν Κουταλιανός, μὲ μουστάκια μαῦρα, μ' ἕναν λαιμὸ σὰν βαρέλι. Εἶχε δεμένο στὸ κεφάλι του ἕνα μαντίλι κ' ἤτανε ἴδιος κουρσάρος. Ἀκουμποῦσε ἀπάνω σ' ἕνα κοντάρι, λὲς κ' ἤτανε ὁ Ποσειδῶνας ζωντανός.
Ὁ Δημητρὸς ὁ Μπούμπας ἤτανε ἕνα ἄλλο θεριόψαρο, χοντρὸς καὶ κοντόφαρδος, μαυριδερὸς σὰν Σαρακηνός, καὶ καθότανε ἀνεκούρκουδος, σκεπασμένος μὲ τὴ γούνα του, μὲ τὸ μάτι του καρφωμένο στὸν δεσπότη.
Ὁ Πατσὸς ὁ Ἀράπης, ὁ λεγόμενος παλαβό - Παρασκευάς, εἶχε γένεια κατσαρὰ καὶ κόκκινα καὶ τὸ πετσί του ἤτανε ἀπὸ φυσικό του κόκκινο. Στὸ κορμὶ ἤτανε ἀντρειωμένος καὶ σβέλτος σὰν τζαμπάζης καὶ δὲν χαμπάριζε ὁλότελα ἀπὸ κρύο. Στὸ σουλούπι ἤτανε ἴδιος Ροῦσος. Αὐτὸς ἤτανε ἀνεβασμένος ἀπάνω στὰ ξάρτια σὲ μιὰ μπρατσέρα φουνταρισμένη, καὶ στεκότανε δίχως νὰ σαλέψει, σὰν τ' ἄγαλμα. Μυστήριο πῶς δὲν πάγωνε!
O Πέτρος ὁ Κλόκας ἤτανε ὁ μονάχος ποῦ δὲ φοροῦσε βρακιά. Αὐτὸς ἤτανε εὐρωπαϊσμένος, φοροῦσε στενὸ πανταλόνι καὶ ναυτικὸ σκουφί. Στὸ κορμὶ ἤτανε λιγνὸς καὶ μάγκας στὸ σχέδιο. Τὰ χέρια του τά 'χε μπλεγμένα μπροστὰ στὸ στῆθος του καὶ σουλατσάριζε ἀπάνω στὴ βάρκα, ὁλοένα μιλοῦσε κ' ἔκανε καὶ κάμποσα θεατρικά.
Σὰν σίμωνε λοιπὸν ἡ συνοδεία στὴ θάλασσα, κι ἀκουγότανε ἀπὸ μακριὰ ἡ ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος ἀλαλαγμὸς ἀπάνω στὶς βάρκες. Οἱ βουτηχτάδες πετούσανε τὶς γοῦνες τους κ' οἱ ἄλλοι τραβούσανε τὰ κουπιά, γιὰ νά 'ναι οἱ βάρκες τους κοντὰ στὸ μέρος ποῦ θά 'πεφτε ὁ Σταυρός. Ἄλλοι φωνάζανε ἀπὸ τὰ ξάρτια, ἄλλοι μαλώνανε, ἄλλοι ἀνεβαίνανε στὶς κουπαστὲς γιὰ νὰ δοῦνε.
Τέλος φτάνανε οἱ στρατιῶτες καὶ ταχτοποιούσανε τὸν κόσμο. Μπροστὰ πήγαινε ὁ ἀξιωματικὸς ὁ Τοῦρκος κι ἄνοιγε τὸν δρόμο νὰ περάσει ὁ δεσπότης, κ' ἔλεγε: «Γιὸλ βέριν ἐφεντιά!» δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στὸν ἀφέντη!»
Ὁ στρατὸς ἀραδιαζότανε σὲ παράταξη κ' οἱ ψαλτάδες ψέλνανε πολλὲς φορὲς «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στὸ τέλος τό 'ψελνε κι ὁ δεσπότης κ' ἔριχνε τὸν Σταυρὸ στὴ θάλασσα. Ἀλαλαγμὸς σηκωνότανε μέσα στὴ θάλασσα. Οἱ βάρκες καὶ τὰ καΐκια καργάρανε τὰ κουπιὰ καὶ τρακάρανε τό 'νὰ τ' ἄλλο.
Οἱ πλῶρες χτυπούσαμε ἡ μιὰ τὴν ἄλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, ἀπόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οἱ βουτηχτάδες πέφτανε στὸ νερὸ κ' ἢ θάλασσα ἄφριζε σὰν νὰ παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοὶ ἀπ' αὐτοὺς κάνανε ὥρα πολλὴ ν' ἀνεβοῦνε ἀπάνω, παίρνανε μακροβούτι καὶ ψάχνανε στὸν πάτο νὰ βροῦνε τὸν Σταυρό.
Γιὰ μιὰ στιγμὴ φανερωνότανε κανένα κεφάλι καὶ βούλιαζε γλήγορα πρὶν νὰ τὸ δεῖς. Ἄξαφνα βγῆκε ἕνα κεφάλι μὲ κόκκινα γένεια κ' ἕνα χέρι ξενέρισε καὶ βαστοῦσε τὸν Σταυρό. Ἤτανε ὁ παλαβό - Παρασκευάς. Μὲ δυό - τρεῖς χεροβολιὲς κολύμπησε κατὰ τὸ μέρος τοῦ δεσπότη καὶ σκάλωσε στὴν ἀραξιά. Ἔκανε μετάνοια καὶ φίλησε τὸ χέρι του κ' ἔδωσε τὸν Σταυρό.
Ὁ δεσπότης τὸν πῆρε, τὸν ἀσπάστηκε καὶ τὸν ἔβαλε στὸν ἀσημένιο δίσκο κ' ὑστέρα ἔδωσε τὸν δίσκο στὸν Παρασκευά. Οἱ ψαλτάδες πιάσανε πάλι καὶ ψέλνανε κι ὁ κόσμος ἀλάλαζε. Ὕστερα ἡ συνοδεία τράβηξε πάλι γιὰ τὴν ἐκκλησιά.
Ὁ Παρασκευὰς θεόγυμνος, μὲ τὸν δίσκο στὰ χέρια, γύριζε στοὺς μεγάλους καφενέδες καὶ στὶς ταβέρνες κ' ἔρριχνε ὁ κάθε ἕνας ὅ,τι ρεγάλο ἤθελε. Τόσες ὧρες ὁλόγυμνος καὶ βρεμένος, μὲ παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τοὺς ὤμους του δὲν ἀνεσήκωνε.
Ὅπως ἤτανε κοκκινογένης ἀστακόχρωμος, ἔλεγε κανένας πῶς ἤτανε ὁ Σκύθης Ἀνάχαρσις, ποῦ γύριζε τὸν χειμῶνα γυμνὸς μέσα στὴν Ἀθήνα τὰ παλιὰ τὰ χρόνια, κ' οἱ Ἀθηναῖοι τὸν ρωτούσανε γιατί δὲν κρυώνει, κι αὐτὸς ἀποκρινότανε πῶς ὅλο τὸ κορμί του εἶναι σὰν τὸ κούτελο, ποῦ δὲν κρυώνει ποτές.
Τὴν ὥρα ποῦ ἔπεφτε ὁ Σταυρὸς στὴ θάλασσα, ὅλα τὰ καΐκια καὶ τὰ καράβια, ποῦ ἤτανε φουνταρισμένα ἀνοιχτὰ στὸ πέλαγο, γυρίζανε τὴν πλώρη τους κατὰ τὴν Ἀνατολή, ἀπὸ κεῖ ποῦ ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο.

«Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου»
Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου