Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Ἁγ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων. Κατήχησις πρὸς τοὺς φωτιζομένους, περὶ Ἐνανθρωπήσεως.

Κατήχησις πρὸς τοὺς φωτιζομένους, περὶ Ἐνανθρωπήσεως
Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως

Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων
«Ἰωσήφ, υἱὸς Δαβίδ, μὴ φοβηθεῖς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκα σου. Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματος ἐστὶν ἁγίου. Τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν. Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθεῖ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος. Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὁ ἐστὶ μεθερμηνευόμενον «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός»».

Ἁγνείας σύντροφοι καὶ σωφροσύνης μαθηταί, ἂς ἀνυμνήσωμε μὲ ἀγνισμένα χείλη τὸν Θεὸν ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν Πάναγνον Παρθένον. Ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε καταξιωθῇ νὰ μεταλάβωμε τὴν σάρκα τοῦ νοητοῦ προβάτου, ἐλᾶτε νὰ μεταλάβωμε τὴν κεφαλὴν καὶ τοὺς πόδες.
Ὡς κεφαλὴν νὰ ἐννοήσωμε τὴν Θεότητα καὶ ὡς πόδες νὰ ἐκλάβωμε τὴν ἀνθρωπότητα. Οἱ ἀκροαταὶ τῶν ἁγίων Εὐαγγελίων, ἂς πεισθοῦμε στὸν θεολόγον Ἰωάννην, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ εἶπε «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἢν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεὸς ἢν ὁ Λόγος», προσέθεσε. «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο».
Πράγματι, δὲν εἶναι εὐσεβὲς οὔτε νὰ τὸν προσκυνοῦμε ὡς ἁπλὸν ἄνθρωπο, οὔτε νὰ τὸν εὐλογοῦμε μόνον Θεὸν χωρὶς τὴν ἀνθρωπίνην φύση Του.
Διότι ἐὰν ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, ὅπως βεβαίως καὶ εἶναι, ἀλλὰ δὲν ἀνέλαβε τὴν ἀνθρωπίνη φύση, τότε δὲν ἔχουμε καμμίαν σχέση μὲ τὴν σωτηρία.
Νὰ τὸν προσκυνοῦμε μὲν ὡς Θεόν, ἀλλὰ νὰ πιστεύωμε ὅτι καὶ ἐνηνθρώπησε. Διότι οὔτε νὰ τὸν ὁμολογοῦμε ἄνθρωπο χωρὶς τὴν Θεότητα μᾶς ὀφελεί, οὔτε το νὰ μὴν ὁμολογοῦμε ὅτι μαζὶ μὲ τὴν θείαν φύσιν ἔχει καὶ τὴν ἀνθρωπίνη, ἠμπορεῖ νὰ μᾶς σώση.
Ἂς ὁμολογήσωμε τὴν παρουσία τοῦ Βασιλέως καὶ ἰατροῦ. Διότι ὁ Βασιλεὺς Ἰησοῦς, προκειμένου νὰ μᾶς θεραπεύση, ἐζώσθη ἀντὶ στολῆς διακονητοῦ, τὴν ἀνθρωπίνη φύση καὶ θεράπευσε τὴν ἀσθένειά μας. Ὁ τέλειος διδάσκαλος τῶν νηπίων, ἔγινε μαζί μας νήπιο γιὰ νὰ σοφίση τοὺς ἀνοήτους. Ὁ ἐπουράνιος ἄρτος κατέβη στὴν γῆ, γιὰ νὰ θρέψει τοὺς πεινασμένους.

Καὶ οἱ γνήσιοι ἀπόγονοι τῶν Ἰουδαίων, ἀρνούμενοι αὐτὸν ποὺ ἦλθε, προσδοκοῦν τον κακῶς ἐρχόμενον. Ἀπεξενώθησαν ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Χριστόν, καὶ περιμένουν οἱ πλανημένοι τὸν πλάνον. «Ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου, καὶ οὐ λαμβάνετέ με, ἐὰν δὲ ἄλλος ἔλθη ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε».

Καλὸν ἀκόμη εἶναι νὰ ἀπευθύνωμε καὶ μίαν ἐρώτηση στοὺς Ἰουδαίους: Ἀληθεύει ὁ Προφήτης Ἠσαϊας ὅταν λέγη πὼς ὁ Ἐμμανουὴλ θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ Παρθένον ἢ ψεύδεται; Ἐὰν τὸν κατηγοροῦν ὅτι ψεύδεται, αὐτὸ δὲν εἶναι θαυμαστόν, ἀφοῦ εἶναι συνηθισμένοι ὄχι μόνο νὰ κατηγοροῦν τοὺς Προφῆτες ὡς ψεῦστες, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς λιθοβολοῦν.
Ἐὰν ὅμως ὁ Προφήτης λέγει τὴν ἀλήθεια, δείξετε τὸν Ἐμμανουήλ, καὶ πεῖτε μας: αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθη, ὁ προσδοκώμενος ἀπὸ σᾶς, θὰ γεννηθῇ ἀπὸ Παρθένον ἢ ὄχι; Καὶ ἂν δὲν γεννᾶται ἀπὸ παρθένο, τότε κατηγορεῖτε τον Προφητην ὡς ψεύστη. Ἂν ὅμως προσδοκᾶτε νὰ συμβῇ αὐτὸ στὸ μέλλον, γιὰ ποῖον λόγον ἀπορρίπτετε αὐτὸ ποὺ ἤδη ἔγινε;

Ἂς πλανῶνται λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀφοῦ τὸ θέλουν, καὶ ἂς δοξάζεται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Διότι ἐμεῖς παραδεχόμεθα ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος ἀληθῶς ἔγινεν ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ μεσολαβήση σαρκικὴ ἐπιθυμία, ὅπως λέγουν οἱ αἱρετικοί.
Ἀλλὰ ἐνηνθρώπησε, ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιον, μὲ τὴν συνέργεια τῆς Παρθένου καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι κατὰ φαντασίαν, ἀλλὰ πραγματικῶς. Καὶ γιὰ τὸ ὅτι ἀληθῶς ἐνηνθρώπησε, περίμενε τὴν συνέχεια τοῦ λόγου καὶ θὰ λάβης σὲ λίγο τὶς ἀποδείξεις. Διότι εἶναι πολύπλοκος ἡ πλάνη τῶν αἱρετικῶν, καὶ ἄλλοι μὲν λέγουν ὅτι κατὰ κανένα τρόπον δὲν ἐγεννήθη ἀπὸ Παρθένον, ἄλλοι δὲ ὅτι ἐγεννήθη βεβαίως, ὄχι ὅμως ἀπὸ Παρθένον, ἀλλὰ ἀπὸ γυναῖκα ποὺ ἦλθε σὲ σχέση μὲ ἄνδρα.
Ἄλλοι πάλι λέγουν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεὸς ποὺ ἐνηνθρώπησε, ἀλλὰ ἄνθρωπος ποὺ ἐθεοποιήθη. Ἐτόλμησαν δηλαδὴ νὰ εἴπουν ὅτι δὲν ἦταν ὁ προϋπάρχων Λόγος ποὺ ἐνηνθρώπησε, ἀλλὰ κάποιος ἄνθρωπος ποὺ προέκοψε πολὺ στὴν ἀρετή, καὶ ἔλαβεν ὡς ἔπαθλο τὴν θέωση.
Σὺ ὅμως μνημόνευσε ὅσα ἔχουμε εἰπεῖ γιὰ τὴν Θεότητα, πίστευσε ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐγεννήθη πάλιν ἀπὸ τὴν Παρθένο. Νὰ πεισθῇς σ’ αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν».
Ὁ μὲν Λόγος βεβαίως εἶναι αἰώνιος, ἀφοῦ ἐγεννήθη πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ἀπὸ τὸν Πατέρα. Τὴν δὲ σάρκα τὴν ἀνέλαβε προσφάτως γιὰ νὰ μᾶς σώση. Ἀλλὰ πολλοὶ προβάλλουν ἀντιρρήσεις καὶ λέγουν: Ποία τόσο μεγάλη ἀνάγκη ἔκανε τὸν Θεὸ νὰ κατέλθη μέχρι τὴν ἀνθρωπίνη φύση;
Καὶ εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ συναναστραφῆ ἡ Θεία φύσις μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἢ νὰ γεννήση παρθένος χωρὶς συνάφειαν ἀνδρός; Ἐμπρὸς λοιπόν, ἐπειδὴ ὑπάρχουν πολλὲς ἀντιρρήσεις καὶ ἡ μάχη εἶναι πολύπλεῦρός, ἂς διαλύσωμε μὲ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὶς εὐχὲς τῶν παρόντων κάθε μία χωριστά.

Καὶ πρῶτα ἂς ἐξετάσωμε γιὰ ποιόν λόγο κατῆλθε στὴ γῆν ὁ Ἰησοῦς. Καὶ μὴν προσέξης στὶς ἰδικές μου εὐρεσιολογίες, διότι μὲ αὐτὲς ἴσως ἐξαπατηθῇς. Μὴν πιστέψης στὰ λεγόμενα, ἐαν δὲν ἀκούσης γιὰ καθένα ἀπὸ τὰ γεγονότα κάποιαν μαρτυρία προφητικήν. Ἐὰν δὲν μάθεις καὶ περὶ τῆς Παρθένου καὶ τοῦ τόπου καὶ τοῦ χρόνου καὶ τοῦ τρόπου ἀπὸ τὶς Θεῖες Γραφές, μὴ παραδεχθῇς κανενὸς ἀνθρώπου τὴν μαρτυρία.
Διότι αὐτὸν ποὺ βλέπει κανεὶς ἐνώπιόν του νὰ διδάσκει, εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν ὑποπτευθῇ. Ποῖος ὅμως, ἐὰν διαθέτη κοινὸν νοῦν, ἠμπορεῖ νὰ θεωρήση ὕποπτον ἐκεῖνον ποὺ ἔχει προφητεύσει πρὶν ἀπὸ χίλια καὶ περισσότερα χρόνια;

Ἐὰν λοιπὸν ζητῇς τὴν αἰτία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, νὰ καταφύγης στὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Γραφῆς. Σὲ ἕξι ἡμέρες ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον. Ὁ κόσμος ὅμως ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Πράγματι καί, ὁ ἥλιος, ὁ ὁποῖος ἀκτινοβολεῖ μὲ τὶς λαμπρότατες ἀκτῖνες του, ἔγινε γιὰ νὰ φωτίζη τὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ζῶα γιὰ νὰ μᾶς ὑπηρετοῦν ἐδημιουργήθησαν.
Τὰ φυτὰ καὶ τὰ δένδρα ἐκτίσθησαν γιὰ τὴν ἰδική μας ἀπόλαυση. Ὅλα τὰ δημιουργήματα καλὰ καὶ ὡραῖα εἶναι, κανένα ὅμως ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, παρὰ μόνον ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἥλιος ἐδημιουργήθη μόνο μὲ τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἐπλάσθη μὲ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ μὲ ἰδιαιτέραν ἐνέργεια καὶ ἐπιμέλεια: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν.
Ἐὰν ἡ ξύλινη εἰκόνα τοῦ ἐπιγείου βασιλέως τιμᾶται, πόσο μᾶλλον ἡ λογικὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ; Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ πλάσμα, τὸ μεγαλύτερον ἀπὸ τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον ἐχόρευε μέσα στὸν Παράδεισο, τὸ ἔβγαλεν ἀπὸ ἐκεῖ ὁ φθόνος τοῦ διαβόλου. Καὶ ἔχαιρεν ὁ ἐχθρὸς γιὰ τὴν πτῶσιν ἐκείνου ποὺ αὐτὸς ἐφθόνησε.
Μηπως ἄραγε σὺ ἤθελες νὰ ἐξακολουθῇ νὰ χαίρεται αἰωνίως ὁ ἐχθρός; Αὐτός, ἐπειδὴ δὲν ἐτόλμησε τότε νὰ πλησιάση τον ἀνδρα, ποὺ ἦταν ἰσχυρός, ἐπλησίασε τὴν Εὔαν, ὡς ἀσθενεστέραν, ἡ ὁποία ἦταν ἀκόμη παρθένος. διότι ὁ «Ἀδὰμ ἔγνω Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ» μετὰ τὴν πτώση καὶ τὴν ἔξωση ἀπὸ τὸν Παράδεισον.

Δεύτεροι διάδοχοι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἦταν ὁ Κάϊν καὶ ὁ Ἄβελ. Ὁ Κάϊν ἦταν καὶ ὁ πρῶτος ἀνθρωποκτόνος. Ἔπειτα ἐπηκολούθησε ὁ κατακλυσμὸς ἐξ αἰτίας τῆς πολλῆς κακίας τῶν ἀνθρώπων. Ἀργότερα κατῆλθε πῦρ ἐπάνω στοὺς Σοδομίτες γιὰ τὴν παρανομία τους.
Ἔπειτα ἀπὸ χρόνια ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς διεστράφη, καὶ ἔτσι τὸ ἐκλεκτὸν γένος ἐτραυματίσθη. Πράγματι, τὴν στιγμὴν ποὺ ὁ Μωυσῆς παρίστατο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στὸ Ὅρος, κάτω ὁ λαὸς προσκυνοῦσε ἀντὶ τοῦ Θεοῦ τὸν μόσχον.
Τὴν ἐποχὴν τοῦ νομοθέτου Μωυσέως, ὁ ὁποῖος εἶπε τὸ «Μὴ μοιχεύσης», κάποιος ἄνδρας ἐτόλμησε νὰ εἰσέλθη σὲ ἕνα καμίνι καὶ νὰ πράξη τὴν ἀκολασία. Μετὰ τὸν Μωυσῆ ἀπεστάλησαν Προφῆτες γιὰ νὰ θεραπεύσουν τὸν Ἰσραήλ, ἀλλὰ δὲν κατώρθωναν νὰ νικήσουν τὴν πνευματικήν του ἀσθένεια, καὶ θρηνοῦσαν γι’ αὐτό, ὥστε κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς νὰ λέγη: «οἴμοι ὅτι ἀπόλωλεν εὐλαβὴς ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ὁ κατορθῶν ἐν ἀνθρώποις οὐχ ὑπάρχει».
Καὶ πάλιν: «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». Καὶ παλιν: «ἀρὰ καὶ κλοπὴ καὶ μοιχεία καὶ φόνος ἐκκέχυται ἐπὶ τῆς γῆς», «τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας ἔθυσαν τοῖς δαιμονίοις» «οἰωνίζοντο καὶ ἐκληδονίζοντο (ἠσχολοῦντο δηλαδὴ μὲ οἰωνοὺς καὶ μάγια)».

Πολὺ βαθειὰ λοιπὸν προχωρημένο καὶ ἐκτεταμένο τὸ τραῦμα τῆς ἀνθρωπότητος. «Ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἢν αὐτῷ ὁλοκληρία. Ὄυκ ἢν μάλαγμα ἐπιθεῖναι (δὲν ἦταν δυνατὸν δηλαδὴ νὰ θεραπευθῇ μὲ κατάπλασμα) οὔτε ἔλαιον οὔτε καταδέσμους». Καὶ ἔλεγαν κατόπιν οἱ Προφῆτες, θρηνῶντας καὶ ὑποφέροντας γι’ αὐτὴν τὴν κατάσταση. «Τὶς δώσει ἐκ Σιῶν τὸ σωτήριον»;
Καὶ ἄλλος Προφήτης παρακαλοῦσε λέγοντας: «Κύριε κλῖνον οὐρανοὺς καὶ κατάβηθι», τὰ τραύματα τῆς ἀνθρωπότητος ὑπερβαίνουν τὶς θεραπευτικές μας ἱκανότητες. «Τοὺς Προφήτας σοῦ ἀπέκτειναν καὶ τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν». Ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι ἀδύνατον νὰ διορθωθῇ τὸ κακό, μόνο σὺ ἠμπορεῖς νὰ τὸ διορθώσης.

Καὶ ὁ Κύριος ἐπήκουσε τῆς δεήσεως τῶν Προφητῶν. Δὲν παρέβλεψε ὁ Πατέρας τὸ γένος μας ποὺ ἐχάνετο. Ἐξαπέστειλε ἰατρὸν ἀπὸ τὸν Οὐρανόν, τὸν Κύριον, τὸν Υἱόν Του... Ὅταν δηλαδὴ ἀπεδείχθη ἡ δική μας ἀδυναμία, ἀνέλαβεν ὁ Κύριος νὰ κάνη αὐτὸ ποὺ ἐπιζητοῦσε ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἤθελε νὰ ἀκούση κάποιον ὁμοιό του, ἀνέλαβε τὴν ἰδικήν μας φθαρτὴν φύσιν ὁ Σωτήρ, ὥστε νὰ παιδαγωγηθοῦν πιὸ ἀποτελεσματικὰ οἱ ἄνθρωποι.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἄλλος λόγος. Ὁ Χριστὸς ἦλθε κοντά μας γιὰ νὰ βαπτισθῇ, καὶ νὰ ἀγιάση τὸ Βάπτισμα. Ἦλθε γιὰ νὰ θαυματουργήση περιπατῶντας στὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης. Ἐπειδὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἔνσαρκον οἰκονομίαν «ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγε καὶ ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω», ἀνέλαβεν ὁ Κύριος τὸ σῶμα, ὥστε ἡ θάλασσα, ὅταν τὸν ἰδῇ, νὰ τὸν δεχθῇ ἐπάνω της, καὶ ὁ Ἰορδάνης νὰ τὸν ὑποδεχθῇ ἀφόβως. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι μία αἰτία, ὑπάρχει ὅμως καὶ δευτέρα.

Ὁ θάνατος ἦλθε στὸν κόσμο διὰ παρθένου, τῆς Εὖας. Ἔπρεπε διὰ παρθένου, ἢ μᾶλλον ἀπὸ παρθένο, νὰ φανερωθῇ καὶ ἡ ζωή, ὥστε καθὼς ἐκείνην τὴν εἶχεν πατήσει ὁ ὄφις, ἔτσι καὶ αὐτὴν νὰ τὴν εὐαγγελισθῇ ὁ Γαβριήλ.
Ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ἐγκατέλειψαν τὸν Θεόν, ἐδημιούργησαν ἀνθρωπόμορφα εἴδωλα. Ἐπειδὴ λοιπὸν μέσα στὴν πλάνη τους οἱ ἄνθρωποι προσκυνοῦσαν ψευδῆ μορφὴν ἀνθρώπου, ἔγινεν ὁ Θεὸς ἀληθῶς ἄνθρωπος, ὥστε νὰ διαλυθῇ τὸ ψεῦδος.
Ὁ διάβολος εἶχε χρησιμοποιήσει ὡς ὄργανον ἐναντίον μας τὴν σάρκα. Καὶ αὐτὸ γνωρίζοντας ὁ Παῦλος λέγει: «Βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου, ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ του νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με» καὶ τὰ λοιπά.
Μὲ τὰ ἴδια λοιπὸν ὅπλα μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς πολεμοῦσε ὁ διάβολος, μὲ αὐτὰ ἀκριβῶς καὶ ἔχουμε σωθῇ. Ἀνέλαβεν ὁ Κύριος ἀπὸ ἐμᾶς τὴν ἰδική μας φύση, ὥστε νὰ τῆς δώση ὅ,τι τῆς ἔλειπε, τὴν πλουσίαν χάρη. Γιὰ νὰ γίνη ἡ φύσις τῶν ἀνθρώπων ἡ ἁμαρτωλός, Θεοῦ κοινωνός. Καὶ ἔτσι «ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».
Ἔπρεπεν ὁ Κύριος νὰ πάθη ὑπὲρ ἡμῶν. Δὲν θὰ τολμοῦσε ὅμως ὁ διάβολος νὰ τὸν πλησιάση, ἐὰν τὸν ἀνεγνώριζε. Τὸ σῶμα δηλαδὴ ἔγινε δόλωμα γιὰ τὸν θάνατον, ὥστε ὁ δράκοντας, ἐνῷ ἤλπιζε ὅτι θὰ τὸν καταπιή, νὰ ἐμέση καὶ ὅσους εἶχεν ἤδη καταπιή.
«Κατέπιε γὰρ ὁ θάνατος ἰσχύσας» καὶ «ἀφεῖλεν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ προσώπου παντός», εἶχε προείπει ὁ Ἠσαϊας. Μήπως ὁ Χριστὸς ματαίως ἔγινεν ἄνθρωπος; Μήπως οἱ διδασκαλίες του εἶναι ρητορικὰ ἐφευρήματα καὶ ἀνθρώπινα σοφίσματα;
Δὲν εἶναι οἱ θεῖες Γραφὲς ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν σωτηρία; Ἐκεῖ μέσα δὲν συναντοῦμε τὶς προρρήσεις τῶν Προφητῶν; Κράτα, λοιπόν, σὲ παρακαλῶ σταθερὰ μέσα σου αὐτὴν τὴν παρακαταθήκη, καὶ κανεὶς ἂς μὴ σὲ μετακινήση. Πίστευε ὅτι ἀληθῶς ὁ Θεὸς ἔγινεν ἄνθρωπος.

Τὸ ὅτι ἦταν λοιπὸν δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ γίνη ἄνθρωπος ἔχει ἀποδειχθῇ. Ἂν ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι ἀκόμη ἀπιστοῦν, θὰ τοὺς κάνωμε τὴν ἑξῆς ἐρώτηση: Τί παράδοξο κηρύττουμε λέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινεν ἄνθρωπος, ἀφοῦ σεῖς οἱ ἴδιοι λέγετε ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ὑπεδέχθη τὸν Κύριον; Τί παράδοξο κηρύττουμε ἀφοῦ καὶ ὁ Ἰακὼβ λέγει: «εἶδον γὰρ Θεὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καὶ ἐσώθη μου ἡ ψυχή». Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἐφιλοξενήθη καὶ ἔφαγε στὴν σκηνὴν τοῦ Ἀβραάμ, ἔφαγε καὶ μαζί μας. Τί τὸ παράδοξον λοιπὸν κηρύττουμε;

Ἔχουμε ὅμως νὰ παρουσιάσωμε καὶ δύο μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἐστάθησαν στὸ ὅρος Σινᾶ ἐνώπιον τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου. Ὁ Μωυσῆς, ὅταν εὑρίσκετο μέσα στὴν ὀπὴ τοῦ βράχου, καὶ ὁ Ἠλίας ἀργότερα, ποὺ τὸν εἶδε ἐπίσης μέσα στὴν ὀπὴ ἑνὸς σπηλαίου. Ἐκεῖνοι παρουσιάσθησαν κατὰ τὴν Μεταμόρφωσή του καὶ στὸ Ὅρος Θαβὼρ καὶ «ἔλεγον τοῖς μαθηταῖς τὴν ἔξοδον, ἢν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ». Ἀλλὰ ὅπως προεῖπα, ἔχει ἀποδειχθῇ ὅτι ἦταν δυνατὸν νὰ λάβη ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρωπίνη φύση. Ἂς ἀφήσωμε λοιπὸν νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς ἀποδείξεις ἐκεῖνοι ποὺ ἀρέσκονται νὰ ἐπανέρχωνται συνεχῶς στὰ ἴδια.

Ἔχουμε ὅμως ὑποσχεθῇ νὰ ὁμιλήσωμε καὶ γιὰ τὸν χρόνο, καὶ γιὰ τὸν τόπο τῆς ἐλεύσεως τοῦ Σωτῆρος. Καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀναχωρήσωμε ἀπὸ ἐδῶ, κατηγορούμενοι γιὰ ψεῦδος, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ βοηθήσωμε τοὺς νέους βλαστοὺς τῆς Ἐκκλησίας νὰ φύγουν ἀπὸ ἐδῶ πιὸ ἑδραιωμένοι στὴν πίστη.
Ἂς ἀναζητήσωμε λοιπὸν τὸν χρόνο, πότε δηλαδὴ ἦλθε ἐδῶ ὁ Κύριος. Ἐπειδὴ ἡ παρουσία του εἶναι πρόσφατος καί, γι’ αὐτὸ ἀμφισβητεῖται, καὶ ἀκόμη ἐπειδὴ «Χριστὸς Ἰησοῦς χθὲς καὶ σήμερον εἶναι ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας». Λέγει λοιπὸν ὁ Προφήτης Μωυσῆς. «Προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ὡς ἐμέ». Ἂς ἀφήσωμε πρὸς τὸ παρόν το «ὡς ἐμὲ» γιὰ νά. ἐξετασθῇ ἐκεῖ ποὺ πρέπει. Ἀλλὰ πότε θὰ ἔλθη αὐτὸς ὁ προσδοκώμενος Προφήτης; Ἀνάτρεξε, λέγει, σ’ αὐτὰ ποὺ ἔχω γράψει. Ἐρεύνησε μὲ προσοχὴν τὴν προφητεία ποὺ εἶπε ὁ Ἰακὼβ πρὸς τὸν Ἰούδα: «Ἰούδα, σὲ αἰνέσαισαν (θὰ σὲ ὑμνήσουν) οἱ ἀδελφοί σου», καὶ τὰ ὑπόλοιπα, γιὰ νὰ μὴν τὰ εἰποῦμε ὅλα. Καὶ στὴν συνέχεια «Ὄυκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα οὐδὲ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ (ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του δηλαδὴ) ἕως ἂν ἔλθη ὦ ἀπόκειται, (αὐτὸς στὸν ὁποῖον ἔχει ἐπιφυλαχθῇ), καὶ αὐτὸς προσδοκία» ὄχι τῶν ‘Ἰουδαίων, ἀλλὰ «Ἐθνῶν».
Τὸ ὅτι λοιπὸν ἔπαυσε ἡ ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων εἶναι σημεῖον τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐὰν τώρα δὲν εὑρίσκωνται ὑπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ρωμαίων, δὲν ἔχει ἔλθει ἀκόμη ὁ Χριστός. Ἐὰν τοὺς κυβερνᾶ ἀπόγονος τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Δαυϊδ, δὲν ἦλθεν ἀκόμη ὁ προσδοκώμενος. Καὶ ἐντρέπομαι νὰ ὁμιλῶ γιὰ τὰ πρόσφατα γεγονότα ποὺ συνέβησαν σ’ αὐτούς, σχετικὰ μὲ ἐκείνους ποὺ ὀνομάζουν τώρα πατριάρχες.
Ποῖα δηλαδὴ εἶναι ἡ καταγωγή τους καὶ ποία ἡ μητέρα τους. Τὰ ἀφήνω γι’ αὐτοὺς ποὺ τὰ γνωρίζουν. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἐρχόμενος, ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ποῖον ἄλλο σημεῖο ἔχει ἄραγε; Λέγει στὴν συνέχεια ἡ Γραφὴ «δεσμεύων πρὸς ἄμπελον τὸν πῶλον (τὸν νεαρὸν ὄνον δηλαδὴ) αὐτοῦ». Βλέπεις καὶ ἐδῶ σαφῶς τὸν πῶλο, τὸν ὁποῖο προανήγγειλεν ὁ Ζαχαρίας, καὶ ἐχρησιμοποίησεν ὁ Ἰησοῦς.

Ἀλλὰ ζητεῖς καὶ ἄλλην μαρτυρία γιὰ τὸν χρόνο τῆς παρουσίας του; «Κύριος εἶπε πρὸς με. Υἱός μου εἰ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σέ», καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο λέγει «ποιμανεῖς αὐτοὺς ἐν ράβδῳ σιδηρᾶ». Εἶπα καὶ προηγουμένως ὅτι ράβδος σιδηρᾶ ὀνομάζεται σαφῶς ἡ βασιλεία τῶν Ρωμαίων. Σχετικῶς μὲ αὐτὴν ἂς ξαναθυμηθουμε τὸ χωρίον τοῦ Προφήτου Δανιήλ.
Ὅταν δηλαδὴ ἐδιηγεῖτο καὶ ἐξηγοῦσε στὸν Ναβουχοδονόσορα τὴν εἰκόνα του ἀδριάντος, ἀναφέρει καὶ ὅλη τὴν ὀπτασία ποὺ εἶχε δεῖ γι’ αὐτόν, καὶ «λίθον ἄνευ χειρὸς ἐξ ὅρους τμηθέντα», ὁ ὁποῖος δὲν κατεσκευάσθη ἀπὸ ἄνθρωπο, καὶ θὰ ἐπικρατήση σὲ ὅλην τὴν οἰκουμένην. Καὶ λέγει καθαρώτατα ὅτι «καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασιλειῶν ἐκείνων ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τὸν αἰῶνα οὐ διαφθαρήσεται, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ λαῷ ἑτέρῳ οὐχ ὑπολειφθήσεται (δὲν θὰ ἔχη διαδοχὴν δηλαδή, θὰ εἶναι αἰώνιος)».

Ζητοῦμε ὅμως νὰ μᾶς ἀποδείξης μὲ ἀκόμη μεγαλυτέραν διαφάνεια τὸν χρόνο τῆς ἐλεύσεώς του, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι δύσπιστος, καὶ ἐὰν δὲν τοῦ ὑπολογίσης καὶ τὴν ἀκριβὴ χρονολογία, δὲν πιστεύει στὰ λεγόμενα. Ποῖος εἶναι λοιπὸν ὁ καιρὸς καὶ ποῖος ὁ χρόνος;
Ὅταν παύσουν πλέον νὰ ὑπάρχουν βασιλεῖς ἀπὸ τὴν γενεὰν τοῦ Ἰούδα καὶ βασιλεύση στὸ ἑξῆς ἀλλόφυλος, ὁ Ἡρώδης δηλαδή. Λέγει λοιπὸν ὁ ἄγγελος στὸν Δανιήλ: «Σὺ δὲ μοὶ σημείωσαι τὰ λεγόμενα, καὶ γνώσει καὶ συνήσεις (θὰ κατανοήσης δηλαδή). Ἀπὸ ἐξόδου λόγου του ἀποκριθῆναι (ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐκδοθῇ διάταγμα) τοῦ ἀνοικοδομηθῆναι Ἱερουσαλὴμ ἕως Χριστοῦ ἡγουμένου, ἑβδομάδες ἑπτὰ καὶ ἑβδομάδες ἑξήκοντα δύο». Ἑξῆντα ἐννέα ὅμως ἑβδομάδες ἐτῶν ἀπαριθμοῦν τετρακόσια ὀγδόντα τρία ἐτη. Εἶπε λοιπὸν ὅτι ἀφοῦ περάσουν τετρακόσια ὀγδόντα τρία ἔτη ἀπὸ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ ἐκλείψουν οἱ ἄρχοντες ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα, τότε ἔρχεται βασιλεὺς ἀλλόφυλος, στὶς ἡμέρες τοῦ ὁποίου θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός. Ὁ Δαρεῖος λοιπὸν ὁ Μῆδος τὴν ἀνοικοδόμησε κατὰ τὸ ἕκτον ἔτος τῆς βασιλείας του, ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸ πρῶτον ἔτος τῆς ἑξηκοστῆς ἕκτης Ὀλυμπιάδος τῶν Ἑλλήνων.
Οἱ Ἕλληνες ὀνομάζουν Ὀλυμπιάδα τὸν ἀγῶνα ποὺ τελεῖται κάθε τέσσερα χρόνια χάριν τῆς ἡμέρας ποὺ συμπληρώνεται κάθε τετραετία. Διότι, σύμφωνα μὲ τὴν πορεία τοῦ ἡλίου, περισσεύουν κάθε ἔτος τρεῖς ὧρες. Ὁ Ἡρώδης λοιπὸν ἐβασίλευσε τὸ τέταρτον ἔτος τῆς ἑκατοστῆς ὀγδοηκοστῆς ἕκτης Ὀλυμπιάδος. Ἀπὸ τὴν ἑξηκοστὴν ἕκτη λοιπὸν μέχρι τὴν ἑκατοστὴν ὀγδοηκοστὴν ἕκτη μεσολαβοῦν ἑκατὸν εἴκοσι Ὀλυμπιάδες καὶ κάτι ἀκόμη.
Οἱ ἑκατὸν εἴκοσι λοιπὸν Ὀλυμπιάδες ἀντιστοιχοῦν σὲ τετρακόσια ὀγδόντα ἔτη. Τὰ ὑπόλοιπα τρία ἔτη ἴσως εἶναι αὐτὰ ποὺ περιλαμβάνονται μεταξὺ τοῦ πρώτου καὶ τοῦ τετάρτου, κατὰ τὸ ὁποῖον ἐβασίλευσε ὁ Ἡρώδης. Ἔχεις λοιπὸν τὴν ἀπόδειξη σύμφωνο μὲ αὐτὸ ποὺ λέγει ἡ Γραφή, ὅτι «ἀπὸ ἐξόδου λόγου του ἀποκριθῆναι καὶ τοῦ οἰκοδομηθῆναι Ἱερουσαλήμ, ἕως Χριστοῦ ἡγουμένου, ἑβδομάδες ἑπτὰ καὶ ἑβδομάδες ἑξήκοντα δύο», δηλαδὴ τετρακόσια ὀγδόντα τρία ἔτη.
Ἔχεις λοιπὸν τώρα πλέον τὴν ἀπόδειξη τῆς χρονολογίας ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἂν καὶ ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι τρόποι ποὺ δίδουν τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα μὲ βάση τὶς ἑβδομάδες τῶν ἐτῶν γιὰ τὶς ὁποῖες προεῖπεν ὁ Δανιήλ.

Ἄκου τώρα τί λέγει ὁ Μιχαίας, σχετικὰ μὲ τὸν τόπο τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου. «Καὶ σὺ Βηθλεὲμ οἶκος του Εὐφραθά, μὴ ὀλιγοστὸς εἰ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα (δὲν ἔχεις οὐτε χιλίους κατοίκους δηλαδή). Ἐκ σοῦ γὰρ μοὶ ἐξελεύσεται ἡγούμενος τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ (ἡ ἐξουσία του δηλαδὴ) ἀπ’ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος».
Ἤδη ὅμως γνωρίζεις, ἀφοῦ εἶσαι Ἱεροσολυμίτης, ὅτι καὶ στὸν ἑκατοστὸν τριακοστὸν πρῶτον ψαλμὸν ἀναφέρεται ἡ περιοχὴ στὴν ὁποία θὰ γεννηθῇ ὁ Μεσσίας. «Ἰδοὺ ἠκούσαμεν αὐτὴν ἐν Εὐφραθά, εὕρομεν αὐτὴν ἐν τοῖς πεδίοις τοῦ δρυμοῦ». Καὶ πράγματι, μέχρι πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ὁ τόπος αὐτὸς ἦταν δασώδης. Ἤκουσες πάλι τὸν Ἀββακοὺμ ποὺ λέγει πρὸς τὸν Κύριον.
«Ἐν τῷ ἐγγίζειν τὰ ἔτη ἐπιγνωσθήση, ἐν τῷ παρεῖναι τὸν καιρὸν ἀναδειχθήση». Καὶ ποιόν εἶναι τὸ σημεῖον, ὦ Προφῆτα, τοῦ ἐρχομένου Κυρίου; Καὶ αὐτὸς συνεχίζει: «ἐν μέσῳ δύο ζώων (ἀνάμεσα σὲ δύο ζωὲς δηλαδὴ) γνωσθήση». Λέγει δηλαδὴ σαφῶς πρὸς τὸν Κύριον, ὅτι θὰ ἔλθης κοντά μας ἔνσαρκος, θὰ ζήσης τὴν μία ζωή, θὰ ἀποθάνης, καὶ ἀφοῦ ἀναστηθῇς θὰ ζήσης πάλι.

Καὶ ἀπὸ ποιό περίχωρο τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔρχεται; Ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, τὴν Δῦσι, τὸν Βορρᾶ, τὸν Νότο; Εἰπέ μας ἀκριβῶς. Καὶ αὐτὸς ἀποκρίνεται σαφέστατα καὶ λέγει: «ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμὰν ἤξει (θὰ ἔλθει ἀπὸ τὸν Νότο, διότι Θαιμὰν ἑρμηνεύεται νότος) καὶ ὁ ἅγιος ἐξ ὅρους (Φαρὰν) κατασκίου (σκιεροῦ) δασέος». Πρᾶγμα μὲ τὸ ὁποῖον συμφωνεῖ καὶ ὁ Ψαλμωδός, ὁ ὁποῖος εἶπεν «εὕρομεν αὐτὴν ἐν τοῖς πεδίοις τοῦ δρυμοῦ».

Τώρα λοιπὸν ζητοῦμε ἀπὸ ποιόν ἔρχεται καὶ πῶς ἔρχεται. Αὐτό μας τὸ λέγει ὁ Ἠσαϊας. «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ λήψεται, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ». Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως ἀντιλέγουν σ’ αὐτὰ (διότι ἔχουν συνηθίσει ἀπὸ παλαιὰ νὰ ἀντιδροῦν κακοπροαίρετα στὴν ἀλήθεια), καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Προφήτης δὲν ἔγραφε «ἡ παρθένος» ἀλλὰ «ἡ νεᾶνις» (ἡ κόρη δηλαδή). Ἀλλὰ ἐγώ, καὶ ἂν δεχθῶ ὡς ὀρθὸν αὐτὸ ποὺ λέγουν, καταλήγω πάλι στὴν ἰδίαν ἀλήθεια.
Διότι πρέπει νὰ τοὺς ἐρωτήσωμε: Πότε φωνάζει μία παρθένος ποὺ βιάζεται; Καλεῖ σὲ βοήθεια πρὶν τὴν διαφθείρουν ἢ μετά; Ἂν λοιπὸν σὲ ἄλλο σημεῖο ἡ Γραφὴ λέγει «ἐβόησεν ἡ νεᾶνις καὶ οὐκ ἢν ὁ βοηθῶν αὐτήν, ἄραγε δὲν ἀναφέρεται σὲ παρθένον;
Καὶ γιὰ νὰ μάθης σαφέστερα ὅτι στὴν θεία Γραφὴ καὶ ἡ παρθένος ὀνομάζεται νεᾶνις, ἄκου τί λέγει τὸ βιβλίο τῶν Βασιλειῶν γιὰ τὴν Ἀβισάκ την Σουναμίτιδα. «Καὶ ἢν ἡ νεᾶνις καλὴ (ὡραία) σφόδρα» καὶ τὸ ὅτι ἐξελέγη καὶ προσεφέρθη στὸν Δαυίδ, ἐπειδὴ ἦταν παρθένος, ἔχει σαφῶς ὁμολογηθῇ.

Λέγουν ὅμως πάλιν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι αὐτὸ ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Προφήτη στὸν Ἄχαζ γιὰ τὸν Ἐζεκία. Ἂς ἀναγνώσωμε λοιπὸν τὴν Γραφή. Λέγει ὁ Θεὸς στὸν Ἄχαζ. «Αἴτησαι σεαυτῷ σημεῖον παρὰ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σοῦ εἰς βάθος τῆς γῆς ἢ εἰς ὕψος τοῦ οὐρανοῦ».
Αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ πρέπει νὰ εἶναι πολὺ παράδοξο, διότι σημεῖον εἶναι τὸ ὕδωρ ποὺ ἀνέβλυσε ἀπὸ τὴν πέτρα, ἡ θάλασσα ποὺ διεχωρίσθη, ὁ ἥλιος ποὺ ἐστράφη ὀπίσω καὶ τὰ παρόμοια. Δὲν εἶναι λοιπὸν παράδοξο σημεῖο το νὰ συλλάβη μιὰ νέα, ἀλλὰ τὸ νὰ παραμείνη παρὰ ταῦτα παρθένος. Αὐτὰ ὅμως ποὺ θὰ λεχθοῦν στὴν συνέχεια, θὰ ἐλέγξουν φανερώτερα τοὺς Ἰουδαίους.
Γνωρίζω ὅτι λέγω πολλά, καὶ οἱ ἀκροαταὶ ἔχουν κουρασθῇ. Ἀνεχθεῖτε ὅμως τὸ πλῆθος τῶν λόγων, ἐπειδὴ λέγονται γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι γιὰ τυχαῖα πράγματα. Αὐτὸ λοιπὸν ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Ἠσαϊαν, ὅταν ἐβασίλευεν ὁ Ἄχαζ, ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσε μόνο δέκα ἕξι ἐτη, καὶ ἡ προφητεία ἐλέχθη πρὸς αὐτὸν κατὰ τὴν διάρκειαν αὐτῶν τῶν ἐτῶν.
Ἔτσι τὴν ἀντίρρηση τῶν Ἰουδαίων τὴν καταρρίπτει ὁ ἴδιος ὁ Ἐζεκίας, ὁ υἱὸς καὶ διάδοχος τοῦ Ἄχαζ, ὁ ὁποῖος ὅταν ἔγινε βασιλεὺς ἦταν εἰκοσιπέντε ἐτῶν. Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ προφητεία ἐλέχθη μέσα στὰ δέκα ἕξι προηγούμενα ἔτη, ὁ Ἐζεκίας εἶχε γεννηθῇ ἐννέα ἔτη πρὶν τὴν προφητεία.
Ποία ἀνάγκη λοιπὸν ὑπῆρχε νὰ λεχθῇ ἡ προφητεία γι’ αὐτὸν ὁ ὁποῖος εἶχεν ἤδη γεννηθῇ, πρὶν ἀπὸ ἐννέα ἔτη καὶ μάλιστα ὁ πατέρας τοῦ Ἄχαζ δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη βασιλεύς; Διότι δὲν εἶπεν ὅτι «ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἡ παρθένος» ἀλλὰ ὅτι «λήψεται (θὰ συλλάβη δηλαδὴ)» ἀφοῦ ὁμίλησε προγνωστικῶς...

Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐθνικοὶ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι μας χλευάζουν, καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἦταν ἀδύνατον ὁ Χριστὸς νὰ γεννηθῇ ἀπὸ παρθένο. Τοὺς ἐθνικοὺς κατ’ ἀρχὴν θὰ τοὺς ἀποστομώσωμε ἀπὸ τοὺς ἰδίους τοὺς μύθους των. Σεῖς λοιπὸν οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζετε ὅτι εἶναι δυνατὸν λίθοι ριπτόμενοι νὰ μεταβάλλωνται σὲ ἀνθρώπους, πῶς ἰσχυρίζεσθε ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ γεννήση παρθένος;
Σεῖς ποὺ μυθολογεῖτε ὅτι ἔχει γεννηθῇ θυγατέρα ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο τοῦ πατέρα της, πῶς λέγετε ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ γεννηθῇ υἱὸς ἀπὸ παρθενικὴν γαστέρα; Σεῖς ποὺ ἰσχυρίζεσθε ψευδῶς ὅτι ὁ Διόνυσος ἐκυοφορήθη ἀπὸ τὸν μηρὸν τοῦ Διός σας, πῶς ἀπορρίπτετε τὴν ἰδική μας ἀλήθεια;
Γνωρίζω ὅτι μὲ αὐτὰ ποὺ λέγω ὑποτιμῶ τὸ πνευματικὸν ἐπίπεδο τοῦ ἀκροατηρίου αὐτοῦ, ἀλλὰ ἀνέφερα αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὴν μυθολογία τους ὥστε, ὅταν χρειασθῇ, νὰ τοὺς ἐντροπιάσης ἐσὺ μὲ τὰ ἰδικά τους.
Πρὸς δὲ τοὺς Ἰουδαίους ἀπάντησε μὲ τὴν ἑξῆς ἐρώτηση: Ποῖον εἶναι δύσκολο, νὰ γεννήση μία γυναῖκα ἡλικιωμένη καὶ στεῖρα, στὴν ὁποίαν ἔχουν ἐκλείνει οἱ προϋποθέσεις τῆς γονιμότητος, ἢ μία νεαρὰ παρθένος; Στεῖρα ἦταν ἡ Σάρρα, καὶ ἐνῷ τὸ γεννητικὸ τῆς σύστηνα εἶχε παύσει νὰ λειτουργῇ, ἐγέννησε μὲ τρόπον ὑπερφυσικό. Καὶ τὸ νὰ γεννήση λοιπὸν στεῖρα, καὶ τὸ νὰ γεννήση παρθένος εἶναι ξένο πρὸς τὴν φύση. Ἢ θὰ ἀπορρίψης λοιπὸν καὶ τὰ δύο ἢ θὰ δεχθῇς καὶ τὰ δύο. Διότι ὁ ἴδιος Θεὸς εἶναι ποὺ πραγματοποίησε καὶ ἐκεῖνο στὴν στεῖρα καὶ τοῦτο στὴν Παρθένο.

Πολλὰ ἄλλα θαυμαστὰ γεγονότα ἠμποροῦμε νὰ ὑπενθυμίσωμε ἀπὸ τὴν ἱστορία τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν πείθονται μὲ αὐτά, ἐὰν δὲν πληροφορηθοῦν πειστικῶς μὲ ἄλλες παρόμοιες καὶ παράδοξες περιπτώσεις ἀντιθέτων πρὸς τὴν φύση τοκετῶν.
Ὑπόβαλέ τους λοιπὸν τὴν ἑξῆς ἐρώτηση: Ἡ Εὔα, ἡ πρώτη γυναῖκα, ἀπὸ ποιόν ἐγεννήθη; Ποία μητέρα τὴν συνέλαβε, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε ἄλλη γυναῖκα; Ἀπαντᾶ ἡ Γραφή, ὅτι ἐδημιουργήθη ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδάμ. Ἄραγε λοιπὸν ἡ μὲν Εὔα ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἀνδρὸς χωρὶς μητέρα, ὅμως δὲν ἠμπορεῖ νὰ γεννηθῇ παιδὶ ἄνευ ἀνδρὸς ἀπὸ παρθενικὴν γαστέρα;
Τὴν χρεωστοῦσε στοὺς ἄνδρες τὸ γένος τοῦ θήλεος αὐτή την χάρη, διότι ἡ Εὔα ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ συλληφθῇ ἀπὸ μητέρα, ἀλλὰ προῆλθε μόνον ἀπὸ ἄνδρα. Ἀνταπέδωσε λοιπὸν ἡ Μαρία τὸ χρέος τῆς χάριτος, γεννῶντας μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὴν συμμετοχὴν ἀνδρός, ἀλλὰ ἀφθόρως, μόνη της, «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου».

Ἂς ἀναφέρωμε ὅμως καὶ τὸ ἀκόμη μεγαλύτερο θαῦμα. Διότι τὸ νὰ γεννηθοῦν σώματα ἀπὸ ἄλλα σώματα, ἂν καὶ παράδοξον, εἶναι ὅμως δυνατόν. Τὸ νὰ γίνη ὅμως τὸ χῶμα τῆς γῆς ἄνθρωπος, αὐτὸ εἶναι θαυμαστότερον. Τὸ νὰ σχηματισθοῦν οἱ χιτῶνες τῶν ὀφθαλμῶν μόνον ἀπὸ μῖγμα πηλοῦ καὶ νὰ δέχωνται τὶς φωτεινὲς ἀκτῖνες, αὐτὸ εἶναι ἐπίσης θαυμαστότερον.
Τὸ νὰ δημιουργῆται ἀπὸ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ χῶμα καὶ ἡ σκληρότης τῶν ὀστῶν καὶ ἡ ἁπαλότης τῶν πνευμόνων, καὶ οἱ διάφορες ἄλλες μορφὲς καὶ δομὲς τῶν μελῶν, αὐτὸ εἶναι τὸ θαυμαστόν. Τὸ νὰ λάβη ζωὴν ὁ πηλὸς καὶ νὰ περιέρχεται αὐτοκινήτως τὴν οἰκουμένη καὶ νὰ οἰκοδομῆ, αὐτὸ εἶναι τὸ θαυμαστόν.
Τὸ νὰ διδάσκη ὁ πηλὸς καὶ νὰ ὁμιλῇ, νὰ κτίζη καὶ νὰ βασιλεύη, αὐτὸ εἶναι τὸ θαυμαστόν. Ω ἀμαθέστατοι Ἰουδαῖοι, ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔγινεν ὁ Ἀδάμ; Δὲν «ἔλαβεν ὁ Θεὸς χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς» καὶ ἔπλασεν αὐτὸ τὸ θαυμάσιον πλάσμα;
Ἔπειτα, ὁ πηλὸς ἠμπορεῖ νὰ μεταβληθῇ σὲ ὀφθαλμό, καὶ ἡ παρθένος νὰ γεννήση δὲν ἠμπορεῖ; Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες ἠμπορεῖ νὰ γίνη, καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι σχεδὸν σ’ αὐτὰ τὰ πλαίσια δὲν γίνεται;

Ἂς κρατοῦμε αὐτὰ στὴν μνήμη μας, ἀδελφοί. Αὐτὰ τὰ ὄργανα ἂς χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ ἀμυνώμεθα. Νὰ μὴν ἀνεχώμεθα τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν ὅτι εἶναι φανταστικὴ ἡ ἕνωσις τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστόν. Ἂς περιφρονήσωμε καὶ αὐτοὺς ποὺ λέγουν πὼς ἡ γέννησις τοῦ Σωτῆρος ἔγινε μὲ τὴν συνέργεια ἀνδρὸς καὶ γυναικός, αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐτόλμησαν νὰ εἰποῦν ὅτι προῆλθε ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὴν Μαρία, ἐπειδὴ γράφει «καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ».
Ἂς ἐνθυμηθοῦμε τὸν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος πρὶν λάβη τὴν Ραχὴλ ἔλεγε στὸν Λάβαν: «Ἀπόδος τὴν γυναῖκα μου». Ὅπως δηλαδὴ ἐκείνη ὀνομάζετο γυναῖκα τοῦ Ἰακώβ, πρὶν ἀκόμη τὸν γάμο καὶ μόνο μὲ τὴν ὑπόσχεση ποὺ εἶχε δοθῇ, ἔτσι καὶ ἡ Μαρία, ἅπαξ καὶ ἐμνηστεύθη ὀνομάζετο γυναῖκα τοῦ Ἰωσήφ.
Καὶ πρόσεξε τὴν ἀκρίβεια τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ λέγει «ἐν δὲ τῷ μηνὶ τῷ ἕκτῳ ἀπεστάλη ὁ Ἄγγελος Γαβριὴλ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν της Γαλιλαίας, ᾖς ὄνομα Ναζαρέτ, πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ὦ ὄνομα Ἰωσὴφ» καὶ τὰ λοιπά.
Καὶ πάλιν, ὅταν ἦταν ἡ ἀπογραφή, καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀνέβη γιὰ νὰ ἀπογραφῆ, τί λέγει ἡ Γραφή; «Ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τὴ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικὶ οὔση ἐγκύῳ». Ἦταν ἔγκυος λοιπόν. Δὲν εἶπεν ὅμως «τὴ γυναικὶ αὐτοῦ», ἀλλὰ «τὴ μεμνηστευμένη αὐτῷ».
Πράγματι, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ», ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη ὄχι ἀπὸ ἄνδρα καὶ γυναῖκα, ἀλλὰ «γενόμενον ἐκ γυναικὸς» μόνον, ποὺ σημαίνει ἀπὸ παρθένο. Τὸ ὅτι καὶ ἡ παρθένος λέγεται γυναῖκα τὸ προαπεδείξαμε. Ἀπὸ παρθένο λοιπὸν ἐγεννήθη ὁ παρθενοποιὸς τῶν ψυχῶν.

Ἀλλὰ ἀπορεῖς μὲ αὐτὸ τὸ γεγονός; Καὶ αὐτὴ ἡ ἰδία ποὺ τὸν ἐγέννησε εὑρίσκετο σὲ ἀπορία. Ἐπειδὴ λέγει πρὸς τὸν Γαβριήλ: «Πῶς ἔσται μοὶ τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;». Καὶ αὐτὸς ἀπαντᾶ: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ, καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι.
Δι' ὃ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται, Υἱὸς Θεοῦ». Ἄχραντος καὶ ἀρρύπαρος ἡ γέννησις. Διότι ὅπου πνέει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἐξαφανίζεται κάθε μολυσμός. Εἶναι ἀρρύπαρος ἡ ἔνσαρκος γέννησις τοῦ Μονογενοῦς ἀπὸ τὴν Παρθένο. Καὶ ἂν ἀντιδροῦν οἱ αἱρετικοὶ πρὸς τὴν ἀλήθεια, θὰ τοὺς ἐλέγξη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Θὰ ἀγανακτήση ἡ Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ἡ ὁποία ἐπεσκίασε τὴν Παρθένο. Θὰ ἔλθουν ἀντιμέτωποι μὲ τὸν Γαβριὴλ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Θὰ τοὺς καταισχύνη ὁ τόπος τῆς Φάτνης, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη τὸν Δεσπότη. Θὰ καταθέσουν ὡς μάρτυρες οἱ ποιμένες ποὺ εὐηγγελίσθησαν τότε, καὶ ἡ στρατιὰ τῶν ἀγγέλων ποὺ ἔψαλλαν καὶ ὑμνοῦσαν καὶ ἔλεγαν. «Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Θὰ μαρτυρήσουν ὁ Ναός, στὸν ὁποῖον ὁδηγήθη τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέρα.
Τὰ ζεύγη τῶν τρυγόνων ποὺ προσεφέρθησαν ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ ὁ Συμεῶν, ὁ ὁποῖος τότε τὸν ἐνηγκαλίσθη καὶ ἡ Προφῆτις Ἄννα ποὺ ἦταν παροῦσα. Ἀφοῦ λοιπὸν μαρτυρεῖ ὁ Θεὸς καὶ συμμαρτυρεὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ὁ Χριστὸς λέγει: «Τί μὲ ζητεῖτε ἀποκτεῖναι, ἄνθρωπον ὀς τὴν ἀλήθειαν ὑμῖν λελάληκα», ἂς κλείσουν τὰ στόματά τους οἱ αἱρετικοὶ ποὺ ἀντιλέγουν στὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ.
Πράγματι ἔρχονται σὲ διαφωνία μὲ αὐτὸν ποὺ λέγει: «ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα, σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα». Ἂς προσκυνήσωμε τὸν Κύριο ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ Παρθένο, καὶ ἂς μάθουν οἱ παρθένοι τὸ ἔπαθλο τῆς πολιτείας των.
Ἂς μάθη καὶ τῶν μοναχῶν τὸ τάγμα τὴν δόξα τῆς ἁγνότητος. Διότι δὲν ἔχουμε στερηθῇ τὸ ἀξίωμα τῆς ἁγνότητος. Στὴν γαστέρα τῆς Παρθένου ἔμεινεν ὁ Σωτήρ, ἐννέα μῆνες καὶ ἔγινεν ὁ Κύριος ἄνδρας τριάντα τριῶν ἐτῶν. Ὥστε ἂν ἡ Παρθένος καυχᾶται γιὰ τὸ διάστημα τῶν ἐννέα μηνῶν ποὺ τὸν ἐκράτησε μέσα της, πολὺ περισσότερον ἐμεῖς ποὺ τὸν εἴχαμε τόσο πολλὰ ἔτη κοντά μας.

Ἂς τρέξωμε λοιπὸν ὅλοι, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, στὸν δρόμο τῆς ἁγνότητος, «νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων», ὄχι ζῶντας μὲ ἀκολασίες, ἀλλὰ ὑμνῶντας τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Νὰ μὴν ἀγνοήσωμε τὴν δόξα τῆς ἁγνότητος, διότι εἶναι ἀγγελικὸς ὁ στέφανος καὶ ὑπεράνθρωπον τὸ κατόρθωμα.
Ἂς σεβασθοῦμε τὰ σώματα, ποὺ μέλλουν «νὰ λάμψουν ὡς ὁ Ἥλιος». Μὴ μολύνωμε γιὰ μία στιγμιαίαν ἡδονὴ τὸ σῶμα, ποὺ ἔχει τοιαύτην καὶ τόσο μεγάλην ἀξία. Πράγματι, ἡ ἁμαρτία εἶναι σύντομος καὶ προσωρινή, ἡ ἐκτροπὴ ὅμως εἶναι πολυετὴς καὶ αἰώνιος. Ἄγγελοι ποὺ περιπατοῦν ἐπάνω στὴν γῆ εἶναι ὅσοι ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἁγνότητα. Οἱ παρθένοι θὰ εὑρίσκωνται μαζὶ μὲ τὴν Παρθένο Μαρία.

Ἂς ἐξορισθῇ κάθε καλλωπισμὸς καὶ κάθε ὀλέθριον βλέμμα, κάθε βάδισμα συρόμενο καὶ κάθε ἔνδυμα καὶ ἄρωμα προκλητικόν. Ἂς εἶναι γιὰ ὅλους μας ἄρωμα ἡ εὐωδία τῆς προσευχῆς καὶ τῶν ἀγαθῶν πράξεων καὶ ὁ ἁγιασμὸς τῶν σωμάτων, ὥστε ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν Παρθένον, νὰ εἰπῇ καὶ γιά μας, τοὺς ἄνδρες ποὺ ζοῦν μὲ ἁγνότητα, καὶ τὶς γυναῖκες ποὺ στεφανώνονται γι’ αὐτήν: «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεὸς καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοὶ λαός». Ω ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον, σελὶς 609 καὶ ἑξῆς.
Ἐπιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.
Πηγή στὸ διαδίκτυο: Ὀρθόδοξη Πορεία
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου