«Φιλόστοργοι» Μέρος Β'
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους)
Διαβάστε τὰ ὑπόλοιπα πατῶντας: «Φιλόστοργοι»
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η κυρα-Πράπω μὲ εἶδε καὶ μὲ φώναξε:
- Ἔλα... ἐσὺ ποὺ ἔχεις γουρλίδικο χέρι, μοῦ λέει.
Μοῦ θύμισε ἀμέσως ὅτι πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες εἶχε τύχει νὰ χαθεῖ ἕνα παιδί, κι ἐκεῖνο, ὅπως τώρα, εἶχε πέσει στὰ χέρια της, τὴν ἴδια βραδινὴ ὥρα. Ὅτι ἐγώ, ὅταν τὸ εἶδα νὰ κλαίει στὰ χέρια της καὶ νὰ ζητάει τὴ μαμά του, τοῦ ἔδωσα μιὰ δεκάρα γιὰ νὰ μερώσει.
Ὅτι, κατὰ καλὴ σύμπτωση, ἀμέσως μετὰ τὴ δεκάρα, ἔτυχε νὰ παρουσιαστεῖ ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ, ποὺ τὸ ἀναζητοῦσε ὧρες πρίν, καὶ νὰ ἔρθει νὰ τὸ συμμαζέψει.
Ἔσκυψα καὶ κοίταξα τὸ παιδί. Δὲν τοῦ ἔδωσα μιὰ δεκάρα, ἔκανα κάτι καλύτερο. Τὸ γνώρισα.
- Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ὁ Γιῶργος, τοῦ μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ, εἶπα.
Ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ Χωριανὸς ἀγαποῦσε τὰ δυὸ παιδία του μὲ μιὰ ἀγάπη τόσο θερμή, ὅσοι λίγοι γονεῖς στὸν κόσμο.
Τόσο, ὥστε ὁ ἴδιος τοὺς ἔκανε τὴν μητέρα, κι αὐτὸ ὄχι γιατί δὲν ὑπῆρχε μητέρα, ὁπότε τὸ πρᾶγμα θὰ ἦταν εὔκολο νὰ ἐξηγηθεῖ, ἀλλὰ γιατί ἡ μητέρα τους ἔκανε... τὸν ἄγγελο τοῦ σπιτιοῦ.
Φαντάζομαι ἕνα οἴκημα, χριστιανικὸ σπίτι ἑλληνικὸ ζωγραφισμένο μὲ τὶς δύο γερτὲς πλευρὲς τῆς στέγης, σὰν δυὸ φτεροῦγες ἀγγέλου- γυναίκας τεντωμένες πάνω ἀπὸ τὸ σπίτι.
Τέτοια μητέρα ἦταν ἡ Γιακουμίνα, ἡ γυναῖκα του μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ.
Χαιρόταν κανεὶς νὰ βλέπει τὸ μαστρο-Δημήτρη νὰ κρατάει στὴν ἀγκαλιὰ τὸν τρίχρονο γιό του, καὶ νὰ σέρνει ἀπὸ τὸ χέρι τὴν πεντάχρονη κορούλα του, νὰ πηγαίνει τὰ δύο παιδιὰ στὸ κοντινὸ μικρὸ μπακάλικο, ποὺ χρησίμευε καὶ σὰν ζαχαροπλαστεῖο γιὰ τὴν γειτονιά, γιὰ νὰ τοὺς ἀγοράσει λιαλιὰ κοκὰ (ζαχαρωτά)νὰ τοὺς προσφέρει.
Τὰ δυὸ παιδιὰ ἄστραφταν ἀπὸ καθαριότητα, καὶ ἦταν ὡραῖα καὶ καλοθρεμένα. Ὅλα αὐτὰ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐργασίας τοῦ ἀγγέλου τοῦ σπιτιοῦ, καὶ προέρχονταν ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ τοὺς μισθούς του μαστρο-Δημήτρη, ποὺ ἡ τέχνη του ἦταν ἀσπριτζὴς ἢ μπογιατζής, καὶ πρᾶγμα σπάνιο, εἶχε κατορθώσει μὲ τὴν ἐργατικότητα καὶ τὰ μεροκάματά του νὰ χτίσει καὶ νὰ ἀποκτήσει (ἦταν καὶ λίγο χτίστης) ἕνα μικρὸ σπιτάκι, κάτω ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τελείωνε ἡ πόλη, πέρα ἀπὸ τὸ Μεταξουργεῖο.
Καὶ ἡ γυναῖκα του στὸ σπίτι ἔπλενε, καὶ σφουγγάριζε, κι ἔραβε, καὶ μπάλωνε, καὶ ζύμωνε, καὶ μαγείρευε, καὶ ἦταν ὅλο χάρη, καὶ χαρὰ τῆς οἰκογένειας.
Ποτὲ δὲν εἶδαν οἱ γείτονες ἕνα ἀνδρόγυνο ποὺ τόσο νὰ τὸ καμαρώνουν. Φανταστεῖτε, ἡ Γιακουμίνα, ὅμοια μὲ χελιδόνα μητέρα, νὰ στρώνει, νὰ συγυρίζει, νὰ ἑτοιμάζει τὴν φωλιά, κι ὁ πατέρας ὅμοιος μὲ πελαργό, νὰ μεταφέρει τὰ χελιδονάκια τῆς ἄνοιξης, νὰ σηκώνει, νὰ στηρίζει καὶ νὰ κουβαλᾶ τὰ δύο παιδιά, ποὺ συνήθιζε νὰ τὰ λέει ψέματα, ἤξερε αὐτὸς γιατί.
Ἐπειδή, πρὶν ἀποκτήσει αὐτὰ τὰ δύο παιδιά, ἦταν «χαροκαμένος». Τοῦ εἶχαν πεθάνει ἄλλα δύο. Τὸ Γιῶργο τὸν ἔλεγε ἕνα ψέμα, γιατί ἦταν μικρὸς καὶ τρυφερός. Καὶ τὴν Παρασκευὴ τὴν ἔλεγε ψευτροῦ, ἴσως γιατί ἄνηκε στὸ φῦλο τὸ πιὸ ψεύτικο.
Τὰ ἀγαποῦσε πράγματι ὁλόψυχα, τὰ ἀγαποῦσε πολύ –ὄχι ὅμως περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἀγαποῦσε ὁ μπαρμπα-Στέργιος ὁ Παρκιώτης τὰ δικά του, πέντε ἕξι παιδιά, μισὴ δωδεκάδα σωστή. Καὶ βέβαια ὁ Δημήτρης ὁ Χωριανὸς ἦταν ἀκόμα νέος καὶ δυνατός, ἐνῷ ὁ μπαρμπα-Στέργιος ἦταν γέρος καὶ ἀνήμπορος. Ὑπέφερε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ποὺ τὴ γιάτρευε στὰ κρυφὰ ὁ Νικόλας ὁ Μανάβης.
Ὁ Νικόλας ὁ Μανάβης εἶχε τὴ δικαιοδοσία του νὰ ἁπλώνεται τριγύρω στοῦ Ψυρρή, στοῦ Τάτση τὴ Βρύση, στοῦ Τριγκέτα, στὸν Ἀϊ Θανάση, ὡς τὴν πλατεῖα Κουμουνδούρου. Ἦταν σχεδὸν τόσο κρυφὸς στὸ ἐμπόριο, ὅσο καὶ στὴ ἰατρική. Αὐτὸς κι ὁ γάϊδαρός του δὲν ἔβγαζαν ποτὲ λέξη οὔτε φωνή. Εἶναι ὁ μόνος μανάβης ποὺ περνάει τακτικά, κάθε πρωὶ καὶ μεσημέρι καὶ βράδυ, μὲ τὸ γαϊδουράκι του, ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς τοὺς δρόμους καὶ δρομάκια, χωρὶς νὰ βγαίνει γρῦ ἀπὸ τὸ στόμα του. Κάποτε μουρμουρίζει ἢ λέει μὲς στὸ στόμα του κατιτί – λάχανα, σέλινα ἢ κουνουπίδια – ἀλλὰ τόσο χαμηλόφωνα, ὥστε αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος του τὸ ἀκούει.
Καὶ τὸ γαϊδουράκι του ποτὲ δὲν ἀκούστηκε νὰ γκαρίσει. Ἀπὸ ἔνστικτο μιμεῖται τὸν ἀφέντη του. Καμιὰ φορά, ὁ Νικόλας, ἐνῷ περνάει ἀπὸ τοὺς δρόμους, περιμένοντας νὰ τὸν δεῖ καμιὰ φτωχὴ νοικοκυρὰ νὰ τὸν φωνάξει, γιὰ νὰ σταματήσει (ἴσως ἔχει τακτικοὺς πελάτες, κρυφοὺς ὅσο κι ὁ ἴδιος, ποὺ ἔχουν πεποίθηση πὼς δὲν τοὺς κλέβει στὸ ζύγι), τὸ ἀπομεσήμερο ἢ τὸ βράδυ βράδυ, βάζει τὸν μικρὸ τρίχρονο γιό του στὰ καπούλια, ἀνάποδα, νὰ βλέπει πρὸς τὴν οὐρά, νὰ ἀκουμπάει τὴν πλάτη πάνω στὰ καλάθια, καὶ τοῦ λέει νὰ κρατάει τὴν οὐρά του γαϊδάρου, ἀλλὰ ὁ μικρὸς δὲν τὰ καταφέρνει, κι ἔτσι ὁ πατέρας ἀναγκάζεται νὰ βαδίζει κοντὰ κοντά, κρατῶντας αὐτὸς τὴν οὐρὰ τοῦ ζώου, γιὰ νὰ μὴν γλιστρήσει καὶ πέσει ὁ γιός του.
Αὐτὸ καὶ μόνο τὸ θέαμα θὰ μὲ ἐνθουσίαζε τόσο ὥστε, ἂν εἶχα λεφτὰ στὴν ἄκρη, νὰ ἀποφασίσω νὰ ἀγοράσω, ὄχι μόνο ὅλα τὰ λαχανικά του Νικόλα, μαζὶ μὲ τὰ κοφίνια, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο του τον γάϊδαρο.
Δὲν εἶμαι ὅμως βέβαιος ἂν τὸν πουλάει, γιατί ποὺ νὰ βρεῖ ἄλλο γαϊδουράκι τόσο κρυφό, βουβὸ καὶ διακριτικό, ἱκανὸ νὰ μιμεῖται τὸν ἀφέντη του, ποὺ εἶναι τόσο κρυφός, ὥστε μόνο ἀπὸ σύμπτωση ἔτυχε νὰ μάθω τὴν ἰατρικὴ εἰδικότητα ποὺ ἔχει νὰ θεραπεύει μιὰ κρυφὴ ἀρρώστια;
Ἀρρώστια ἀπὸ τὴν ὁποία ὑπέφερε ὁ μπαρμπα-Στέργιος ὁ Παρκιώτης, ποὺ μεγάλωνε μισὴ δωδεκάδα παιδιὰ μὲ τὴν καλή του θέληση. Καὶ ἡ δουλεία του ἦταν, τὸ χειμῶνα νὰ μαζεύει καὶ νὰ κουβαλάει ἀγριολάχανα, ραδίκια, ζαχάρια, πικραλίδες, βροῦβες, βλαστάρια (καὶ ἤξερε ὅλα τὰ χορταριασμένα καὶ ἀπάτητα μέρη γιὰ νὰ ἀνεβαίνει νὰ τὰ μαζεύει), καὶ τὸ καλοκαίρι, νὰ κουβαλάει κληματόφυλλα ποὺ τὰ πουλοῦσε στὰ μπακάλικα εἴκοσι λεπτὰ τὴν ὀκά.
Οἱ ἰδιοκτῆτες ἀμπελιῶν στὴν πεδιάδα τῆς Ἀττικῆς ὄχι μόνο τὸν ἄφηναν νὰ μαζεύει κληματόφυλλα ἀπὸ τὰ ἀμπέλια τους, ἀλλὰ καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τὸ κάνει, γιατί τοὺς γλίτωνε ἀπὸ ἔξοδα κι ἀπὸ μεροκάματα. Ἦταν τεχνίτης καὶ ἤξερε νὰ «ἀρνολογὰ» (νὰ κόβει τοὺς ἄχρηστους βλαστοὺς) καὶ νὰ ξεφυλλίζει καλά, ἀφαιρῶντας ἀπὸ τὰ κτήματα ὅλα τὰ περιττὰ φύλλα.
Ἀγαθοποιὸς καὶ ὄχι κακοποιός, ἐργάτης καὶ ὄχι κηφῆνας, χριστιανός, ὄχι ἀπάνθρωπος.
«Φιλόστοργοι» Μέρος Β'
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα γιὰ παιδιὰ καὶ νέους
Ἐκδόσεις Ἄγκυρα
σελ. 121-127
Ψηφιοποίηση κειμένου: Μαρία -Διονυσία
Ἐπιμέλεια κειμένου: http://anavaseis.blogspot.com
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα γιὰ παιδιὰ καὶ νέους
Ἐκδόσεις Ἄγκυρα
σελ. 121-127
Ψηφιοποίηση κειμένου: Μαρία -Διονυσία
Ἐπιμέλεια κειμένου: http://anavaseis.blogspot.com
Γιὰ νὰ διαβάσετε τὰ προηγούμενα πατῆστε:
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους). Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου