Στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Νικηφόρου Γ΄ τοῦ Βοτανειάτη (1078-1081), ἡσύχαζε στό Ἅγιον Ὄρος, στήν τοποθεσία Δάφνη, ὁ μοναχός Εὐθύμιος μέ τή συνοδεία του. Ὕστερα ὅμως ἀπό ἐπιδρομή τῶν Σαρακηνῶν, ἀναγκάστηκαν νά φύγουν καί νά ἐγκατασταθοῦν στή θέση πού βρίσκεται σήμερα ἡ μονή Δοχειαρίου. Αὐτοί ἔχτισαν ἐκεῖ τήν μονή.
Τόν Εὐθύμιο διαδέχθηκε ὁ ἀνηψιός του Νεόφυτος. Ὁ Νεόφυτος εἶχε στόν κόσμο μεγάλη περιουσία, πού τή διέθεσε τώρα γιά νά χτίσει ἐκκλησία καί ν’ ἀσφαλισει τή μονή μέ τειχόκαστρο καί πύργο.
Ἦταν ὅμως λυπημένος, γιατί τά χρήματα δέν ἐπαρκοῦσαν γιά τήν ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ. Ζήτησε τότε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, κι Ἐκεῖνος ἀπάντησε μέ τό ἀκόλουθο θαῦμα:
Ἐξήντα μίλια ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος, στό νησί Λόγγος, εἶχε ἡ μονή ἕνα μετόχι, κι ἐκεῖ κοντά βρισκόταν στύλος ἀρχαῖος μέ τήν ἐπιγραφή: «Ὅποιος μέ χτυπήσει στό κεφάλι, θά βρεῖ χρυσάφι ἄφθονο».
Πολλοί δοκίμαζαν, πετώντας πέτρες στή κορυφή τοῦ στήλου, ἀλλά χωρίς ἀποτέλεσμα.
Κάποτε ἕνας εἰκοσάχρονος νέος, ἐργάτης στό μετόχι τῆς μονῆς, ἀφοῦ συλλογίστηκε πολύ, ἀποφάσισε νά σκάψει στό σημεῖο ὅπου ἔπεφτε ἡ σκιά τῆς κορυφῆς τοῦ στύλου μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου. Καθώς ἔσκαβε, βρῆκε μιά μαρμάρινη πλάκα, καί κάτω ἀπ’ αὐτήν ἕνα μεγάλο χάλκινο δοχεῖο γεμάτο χρυσά νομίσματα.
Χαρούμενος γιά τό εὕρημα, σκεπάζει τό δοχεῖο καί τρέχει στό μοναστήρι.
-Γέροντα, λέει ἐμπιστευτικά στόν ἡγούμενο Νεόφυτο, βρῆκα χρυσάφι πολύ στό μετόχι μας. Δῶσε εὐλογία νά ἔρθουν μοναχοί, γιά νά τό φέρουμε στό μοναστήρι.
Ὁ ἡγούμενος κάλεσε τρεῖς μοναχούς, πού μέ ὁδηγό τό νέο, πῆγαν, ἔβγαλαν τό χάλκωμα μαζί μέ τό μάρμαρο πού το σκέπαζε, μπῆκαν στό καΐκι καί ξεκίνησαν γιά τό μοναστήρι.
Οἱ μοναχοί ὅμως δέν ἄντεξαν στόν πειρασμό. Σκέφτηκαν νά ρίξουν τόν ἐργάτη στή θάλασσα καί ν’ ἀρπάξουν τό χρυσάφι.
Ἔτσι κι ἔκαναν. Ὅταν ἄρχισε νά βραδιάζει, ἔδεσαν τό μάρμαρο στό λαιμό τοῦ νέου καί τόν πέταξαν στήν θάλασσα. Ἐκεῖνος, ἐνῶ βυθιζόταν, φώναξε:
-Ἅγιοι ἀρχάγγελοι, σῶστε με!
Ἀμέσως παρουσιάστηκαν οἱ ἀρχάγελοι Μιχαήλ καί Γαβριήλ σάν ἀετοί χρυσόφτεροι, τόν ἅρπαξαν ἀπό τό βυθό καί τόν μετέφεραν ἀστραπιαῖα μέσα στήν ἐκκλησία τοῦ Δοχειαρίου.
Οἱ μοναχοί, στό μεταξύ, μοιράστηκαν τό χρυσάφι, τό ἔκρυψαν ἔξω ἀπό τό μοναστήρι καί οἱ ἴδιοι ἔμειναν στόν ἀρσανά.
Ὁ νέος, μέσα στήν ἐκκλησία, ἀπό τό φόβο του κοκάλωσε καί ἀποκοιμήθηκε.
Ὅταν σήμανε ὁ ὄρθος καί πῆγε ὁ ἐκκλησιαστικός ν’ ἀνοίξει τήν ἐκκλησία, εἶδε μέσα τό νέο καί τρόμαξε. Τρέχει τότε στόν ἡγούμενο καί τοῦ λέει:
-Γέροντά μου, εἶδα ἕνα φάντασμα στήν ἐκκλησία καί δέν μπορῶ νά μπῶ.
-Μή φοβᾶσαι, τοῦ ἀπαντάει ἐκεῖνος. Κάνε τό σταυρό σου καί προχώρησε μέ θάρρος.
Ὁ μοναχός ἔκανε δεύτερη ἀπόπειρα, ἀλλά εἶδε καί πάλι τό νέο. Κάλεσε τότε τόν ἡγούμενο, πού διαπίστωσε πώς τό φαινόμενο ἦταν ἀληθινό. Ὁ νέος κοιμόταν πεσμένος στό ἔδαφος, μέ τήν πέτρα δεμένη στό λαιμό. Ὁ γέροντας χτύπησε κάτω τό ραβδί του καί τό παιδί ξύπνησε.
-Πού βρίσκομαι; Ρώτησε. Μοῦ φαίνεται πώς εἶμαι στή θάλασσα, ὅπου μ’ἔριξαν οἱ μοναχοί.
-Δέν ξέρεις πού βρίσκεσαι; Εἶσαι στό μοναστήρι, μέσα στήν ἐκκλησία. Ἐγώ εἶμαι ὁ ἡγούμνεος Νεόφυτος. Πές μου λοιπόν, πῶς βρέθηκες ἐδῶ;
Τό παιδί ζήτησε νά τό ἀφήσουν λίγο γιά νά συνέλθει, κι ὕστερα διηγήθηκε ὅ,τι εἶχε συμβεῖ.
Τό πρωί ὁ ἡγούμενος συνάντησε τούς τρεῖς ἐκείνους μοναχούς, πού εἶχαν στό μεταξύ ἀνεβεῖ στή μονή, καί τούς ρώτησε:
-Πατέρες, τί ἔγινε μέ τό θησαυρό;
-Ψέματα ἦταν, γέροντά μου, ἀπάντησαν ἐκεῖνοι. Μᾶς ἀπάτησε ὁ νέος, γι’ αὐτό τόν ἀπειλήσαμε κι ἔφυγε.
-Καλά. Πᾶμε τώρα στήν ἐκκλησία νά εὐχαριστήσουμε τό Θεό.
Μπαίνοντας στό ναό, βλέπουν κατάπληκτοι τό παιδί μέ τή πέτρα δεμένη στό λαιμό του. Ἦταν τόσο ἀναπάντεχο, πού ἔμειναν ἄφωνοι. Ὁ ἡγούμενος τούς ἀπείλησε κι ἔφεραν ὅλο τό θησαυρό στό μοναστήρι. Ὕστερα τούς ἔδιωξε γιά πάντα, ἐνῶ τό νέο τόν κούρεψε μοναχό. Τήν ἐκκλησία τήν ἁγιογράφησε καί τήν ἀφιέρωσε στούς ἁγίους Ταξιάρχες Μιχαήλ καί Γαβριήλ.
Διαβάστε περισσότερα αποσπάσματα πατώντας Εμφανίσεις και θαύματα των Αγγέλων
Τόν Εὐθύμιο διαδέχθηκε ὁ ἀνηψιός του Νεόφυτος. Ὁ Νεόφυτος εἶχε στόν κόσμο μεγάλη περιουσία, πού τή διέθεσε τώρα γιά νά χτίσει ἐκκλησία καί ν’ ἀσφαλισει τή μονή μέ τειχόκαστρο καί πύργο.
Ἦταν ὅμως λυπημένος, γιατί τά χρήματα δέν ἐπαρκοῦσαν γιά τήν ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ. Ζήτησε τότε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, κι Ἐκεῖνος ἀπάντησε μέ τό ἀκόλουθο θαῦμα:
Ἐξήντα μίλια ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος, στό νησί Λόγγος, εἶχε ἡ μονή ἕνα μετόχι, κι ἐκεῖ κοντά βρισκόταν στύλος ἀρχαῖος μέ τήν ἐπιγραφή: «Ὅποιος μέ χτυπήσει στό κεφάλι, θά βρεῖ χρυσάφι ἄφθονο».
Πολλοί δοκίμαζαν, πετώντας πέτρες στή κορυφή τοῦ στήλου, ἀλλά χωρίς ἀποτέλεσμα.
Κάποτε ἕνας εἰκοσάχρονος νέος, ἐργάτης στό μετόχι τῆς μονῆς, ἀφοῦ συλλογίστηκε πολύ, ἀποφάσισε νά σκάψει στό σημεῖο ὅπου ἔπεφτε ἡ σκιά τῆς κορυφῆς τοῦ στύλου μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου. Καθώς ἔσκαβε, βρῆκε μιά μαρμάρινη πλάκα, καί κάτω ἀπ’ αὐτήν ἕνα μεγάλο χάλκινο δοχεῖο γεμάτο χρυσά νομίσματα.
Χαρούμενος γιά τό εὕρημα, σκεπάζει τό δοχεῖο καί τρέχει στό μοναστήρι.
-Γέροντα, λέει ἐμπιστευτικά στόν ἡγούμενο Νεόφυτο, βρῆκα χρυσάφι πολύ στό μετόχι μας. Δῶσε εὐλογία νά ἔρθουν μοναχοί, γιά νά τό φέρουμε στό μοναστήρι.
Ὁ ἡγούμενος κάλεσε τρεῖς μοναχούς, πού μέ ὁδηγό τό νέο, πῆγαν, ἔβγαλαν τό χάλκωμα μαζί μέ τό μάρμαρο πού το σκέπαζε, μπῆκαν στό καΐκι καί ξεκίνησαν γιά τό μοναστήρι.
Οἱ μοναχοί ὅμως δέν ἄντεξαν στόν πειρασμό. Σκέφτηκαν νά ρίξουν τόν ἐργάτη στή θάλασσα καί ν’ ἀρπάξουν τό χρυσάφι.
Ἔτσι κι ἔκαναν. Ὅταν ἄρχισε νά βραδιάζει, ἔδεσαν τό μάρμαρο στό λαιμό τοῦ νέου καί τόν πέταξαν στήν θάλασσα. Ἐκεῖνος, ἐνῶ βυθιζόταν, φώναξε:
-Ἅγιοι ἀρχάγγελοι, σῶστε με!
Ἀμέσως παρουσιάστηκαν οἱ ἀρχάγελοι Μιχαήλ καί Γαβριήλ σάν ἀετοί χρυσόφτεροι, τόν ἅρπαξαν ἀπό τό βυθό καί τόν μετέφεραν ἀστραπιαῖα μέσα στήν ἐκκλησία τοῦ Δοχειαρίου.
Οἱ μοναχοί, στό μεταξύ, μοιράστηκαν τό χρυσάφι, τό ἔκρυψαν ἔξω ἀπό τό μοναστήρι καί οἱ ἴδιοι ἔμειναν στόν ἀρσανά.
Ὁ νέος, μέσα στήν ἐκκλησία, ἀπό τό φόβο του κοκάλωσε καί ἀποκοιμήθηκε.
Ὅταν σήμανε ὁ ὄρθος καί πῆγε ὁ ἐκκλησιαστικός ν’ ἀνοίξει τήν ἐκκλησία, εἶδε μέσα τό νέο καί τρόμαξε. Τρέχει τότε στόν ἡγούμενο καί τοῦ λέει:
-Γέροντά μου, εἶδα ἕνα φάντασμα στήν ἐκκλησία καί δέν μπορῶ νά μπῶ.
-Μή φοβᾶσαι, τοῦ ἀπαντάει ἐκεῖνος. Κάνε τό σταυρό σου καί προχώρησε μέ θάρρος.
Ὁ μοναχός ἔκανε δεύτερη ἀπόπειρα, ἀλλά εἶδε καί πάλι τό νέο. Κάλεσε τότε τόν ἡγούμενο, πού διαπίστωσε πώς τό φαινόμενο ἦταν ἀληθινό. Ὁ νέος κοιμόταν πεσμένος στό ἔδαφος, μέ τήν πέτρα δεμένη στό λαιμό. Ὁ γέροντας χτύπησε κάτω τό ραβδί του καί τό παιδί ξύπνησε.
-Πού βρίσκομαι; Ρώτησε. Μοῦ φαίνεται πώς εἶμαι στή θάλασσα, ὅπου μ’ἔριξαν οἱ μοναχοί.
-Δέν ξέρεις πού βρίσκεσαι; Εἶσαι στό μοναστήρι, μέσα στήν ἐκκλησία. Ἐγώ εἶμαι ὁ ἡγούμνεος Νεόφυτος. Πές μου λοιπόν, πῶς βρέθηκες ἐδῶ;
Τό παιδί ζήτησε νά τό ἀφήσουν λίγο γιά νά συνέλθει, κι ὕστερα διηγήθηκε ὅ,τι εἶχε συμβεῖ.
Τό πρωί ὁ ἡγούμενος συνάντησε τούς τρεῖς ἐκείνους μοναχούς, πού εἶχαν στό μεταξύ ἀνεβεῖ στή μονή, καί τούς ρώτησε:
-Πατέρες, τί ἔγινε μέ τό θησαυρό;
-Ψέματα ἦταν, γέροντά μου, ἀπάντησαν ἐκεῖνοι. Μᾶς ἀπάτησε ὁ νέος, γι’ αὐτό τόν ἀπειλήσαμε κι ἔφυγε.
-Καλά. Πᾶμε τώρα στήν ἐκκλησία νά εὐχαριστήσουμε τό Θεό.
Μπαίνοντας στό ναό, βλέπουν κατάπληκτοι τό παιδί μέ τή πέτρα δεμένη στό λαιμό του. Ἦταν τόσο ἀναπάντεχο, πού ἔμειναν ἄφωνοι. Ὁ ἡγούμενος τούς ἀπείλησε κι ἔφεραν ὅλο τό θησαυρό στό μοναστήρι. Ὕστερα τούς ἔδιωξε γιά πάντα, ἐνῶ τό νέο τόν κούρεψε μοναχό. Τήν ἐκκλησία τήν ἁγιογράφησε καί τήν ἀφιέρωσε στούς ἁγίους Ταξιάρχες Μιχαήλ καί Γαβριήλ.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων» (σελ.213-216)
Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου
Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2007
Διαβάστε περισσότερα αποσπάσματα πατώντας Εμφανίσεις και θαύματα των Αγγέλων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου