Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

«Ὁ Ἀμερικάνος» Μέρος Α'. Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους). Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

«Ὁ Ἀμερικάνος»

Μέρος Α'
Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα πατῆστε "Ὁ Ἀμερικάνος"

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τοῦ Δημήτρη του Μπερδὲ τὸ μαγαζὶ ἔμοιαζε, ἐκεῖνο τὸ βράδυ, μὲ βάρκα, κατὰ τὰ φαινόμενα φουρτουνιασμένη, νὰ πλέει μὲ τὸν ἄνεμο στὴν πρύμνη καὶ στὸ πλάϊ, νὰ τῆς χτυποῦν τὰ κύματα τὴ μιὰ πλευρά, νὰ πηδᾶ μέσα τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν κουπαστὴ καὶ νὰ ραντίζει ἀπὸ τὴν κορφὴ ὡς τὰ νύχια τοὺς δύστυχους ἐπιβάτες.
Ἔμοιαζε μὲ βάρκα ὅπου ὁ κυβερνήτης της καὶ τὸ ναυτόπουλό του φαίνονται ὅλο ἔγνοιες, νὰ δίνουν καὶ νὰ παίρνουν προστάγματα σὲ γλῶσσα ἀκατάληπτη, ὁ ἕνας μὲ δυσκολία νὰ κατευθύνει τὸ πηδάλιο, ὁ ἄλλος νὰ λύνει καὶ νὰ δένει τὰ πανιά, βοηθῶντας μὲ τὸ κουπὶ ἀπὸ τὴν ἀπάνεμη μεριά, νὰ τρέχουν καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τὴν πρύμνη στὴν πλώρη, τρομάζοντας τοὺς ἐπιβάτες τοὺς πιὸ ἄπειρους, ποὺ τοὺς ραίνει ὁλόγυρα τὸ ἀφρισμένο κῦμα, κι ὀσφραίνονται ἀπὸ κοντὰ καὶ γεύονται τὴν ἅλμη.

Ξημέρωναν Χριστούγεννα κι ὁ κάθε πελάτης ἤθελε νὰ κάνει τὰ ψώνια του.
Ὁ κυρ Δημήτρης ὁ Μπερδὲς ἔτρεχε μπρός, πίσω, ἔβαζε νοθευμένα ποτὰ στοὺς πελάτες, πουλοῦσε λειψὰ στοὺς ἀγοραστές, μὲ τὴν τρικυμία σκορπισμένη στὴν ὄψη καὶ τὴ γαλήνη φυλαγμένη στὴν καρδιά, ποὺ οἱ φωνὲς τῶν θαμώνων τὸν γοήτευαν, καὶ ποὺ τὸν ἐνθουσίαζε ὁ κρότος τῶν κερμάτων ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὴν ἀνοιγμένη στὸ πάνω μέρος τρῦπα, καθὼς σπουργίτια στὴν παγίδα, στὸ καλοκλειδωμένο συρτάρι του.
Τὸ παιδί, ὁ δεκαπεντάχρονος Χρῆστος, ἀνεψιὸς ἀπὸ τὴν ἀδερφή του, δὲν πρόφτανε νὰ γεμίζει μπουκάλια ἀπὸ τὸ βαρέλι, νὰ κακοζυγίζει τὸ βούτυρο ἀπὸ τὸ πιθάρι, νὰ ἀδειάζει μέλι ἀπὸ τὸν ἀσκό, μὲ τὴν ποδιὰ δεμένη ψηλὰ στὸ στῆθος, καὶ ξελαρυγγιαζόταν νὰ φωνάζει ἀμέσως! σὲ ὀχτὼ διαφορετικοὺς τόνους καὶ νότες ἄνω τελία λέξη ποὺ εἶχε κατορθώσει μὲ τὸν καιρὸ νὰ τὴν κουτσουρέψει σὲ ἀμές! ἔπειτα νὰ τὴν συντομεύει σέ ΄μές! καὶ τελικὰ νὰ τὴν ἁπλοποιήσει σὲ ἐς!

Σὲ μιὰ γωνία τοῦ μαγαζιοῦ μιὰ συντροφιὰ πέντε ἀνδρῶν κάθονταν κι ἔπιναν τὴ μαστίχα τους, πρὶν τὸ διαλύσουν καὶ φύγουν στὰ σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο.
Ἦταν ὅλοι ἐμποροπλοίαρχοι τοῦ τόπου, ποὺ περίμεναν ἂν πέσει ὁ Σταυρὸς στὴ θάλασσα γιὰ νὰ σαλπάρουν, καὶ καλωσόριζαν ἕνα συνάδελφο τους, ποὺ ἐκεῖνο τὸ βράδυ εἶχε φτάσει καλὰ μὲ τὴν σκούνα του, τὸν καπετὰν Γιάννη τὸν Ἰμβριώτη· ἔκαναν ὅλοι μὲ τὴν σειρὰ τὰ μουσαφιρλίκια (κεράσματα γιὰ τὸ καλῶς ἦρθες), ἔπειτα ὁ καπετὰν Γιάννης θέλησε κι αὐτὸς νὰ τοὺς κάνει τὰ σαλαμετιλίκια (κεράσματα γιὰ τὸ καλὸ κατευόδιο).
Ἔπειτα κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους προθυμοποιήθηκε νὰ κάνει γιὰ δεύτερη φορά τα μουσαφιρλίκια, καὶ πάλι ὁ καπετὰν Ἰμβριώτης ξανάκανε τὰ σαλαμετιλίκια. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο βρίσκονταν καὶ μιλοῦσαν ζωηρὰ γιὰ πράγματα σχετικὰ μὲ τὸ ἐπάγγελμα τους, γιὰ ναύλους, ἀναδουλειές, γιὰ ὑπεραναμονές, γιὰ φορτώσεις κι ἐκφορτώσεις, γιὰ ναυάγια καὶ θαλασσοζημιές.
Ὁ καπετὰν Γιάννης ἐξιστοροῦσε διεξοδικά τα συμβάντα τοῦ τελευταίου ταξιδιοῦ του, καὶ εἶπε ὅτι, παρὰ τὴν θέληση του, ἐπειδὴ τοῦ φέραν δυσκολίες οἱ τουρκικὲς ἀρχές, ἀναγκάστηκε νὰ μείνει μερικὲς μέρες στὸ Βόλο, ὅπου εἶχε πιάσει λιμάνι γιὰ νὰ ξεφορτώσει ἕνα μέρος τοῦ φορτίου.
- Ἄ! δὲ σᾶς εἶπα καὶ γιὰ ἕνα γιουλτζὴ ποὺ πῆρα ἀπὸ τὸ Βόλο, εἶπε.
- Πῆρες κανέναν ἐπιβάτη ἀπὸ τὸ Βόλο; ρώτησε ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους του.
-Δὲν θέλησε νὰ ξεμπακάρει, ἔμεινε μὲς στὴ σκούνα. Τοῦ εἶπα νὰ τὸν πάρω μουσαφίρη στὸ σπίτι, καὶ δὲν θέλησε.
-Καὶ γιὰ ποῦ παεί;
-Ὡς ἐδῶ πρὸς τὸ παρόν. Τὸν ρώτησα, δὲν θέλει νὰ μοῦ πεῖ.
-Καὶ τί δουλειὰ ἔχει ἐδῶ;
-Τί ἄνθρωπος εἶναι;
-Πῶς σοῦ φάνηκε; διασταυρώνονταν οἱ ἐρωτήσεις τῶν πλοιάρχων.
-Εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ξυρισμένο τὸ μουστάκι καὶ τὰ γένια, κι ἔχει ἀφημένες μόνο τρίχες κάτω ἀπὸ τὸ σαγόνι καὶ στὸ λαιμό. Μοῦ φάνηκε σὰν Ἐγγλέζος, σὰν Ἀμερικανός, μὰ πάλι ὄχι σωστὸς Ἐγγλέζος οὔτε σωστὸς Ἀμερικάνος.
Τὰ λίγα λόγια ποὺ μοῦ εἶπε ρωμαίϊκα, τὰ εἶπε μὲ ἕναν τρόπο δύσκολο καὶ συλλογισμένο, ὄχι καὶ πολὺ ξενικό, σὰν νὰ ἤξερε μιὰ φορὰ ρωμαίϊκα καὶ τὰ ξέχασε. Τὶς περισσότερες φορὲς συνεννοηθήκαμε μὲ κάτι λίγα ἰταλικὰ ποὺ ξέρω καὶ ἐγώ.
-Σοῦ εἶπε τὸ ὄνομα του;
-Στὰ χαρτιὰ τὸν πέρασα ὡς Τζὸν Στόθισον, μὲ ἀμερικάνικο διαβατήριο.
 
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ὁ καπετὰν Γιάννης, ποὺ καθόταν μὲ τὴν πλάτη στηριγμένη στὸν τοῖχο, βλέποντας πρὸς τὴν πόρτα, χωρὶς νὰ τὸ θέλει φώναζε:
- Ἄ! νὰ τός!
Ὅλοι στράφηκαν πρὸς τὴν πόρτα.
Εἶχε μπεῖ ἕνας ἄνθρωπος ψηλός, καλοντυμένος, ὡς σαράντα πέντε χρονῶν, ὡραῖος, ἀνοιχτοπρόσωπος, μὲ ξυρισμένο μουστάκι καὶ γένια, ἐκτὸς ἀπὸ λίγες τρίχες κάτω ἀπὸ τὸ σαγόνι καὶ πρὸς τὸν λαιμό, μὲ βαριὰ χρυσῆ ἁλυσίδα πάνω στὸ στῆθος, ἀπὸ τὴν ὁποία κρέμονταν ἕνα μικρὸ φυλαχτὸ καὶ μερικοὶ βόλοι ἀπὸ χρυσό.
Ἀπὸ ποιά φυλὴ κι ἀπὸ ποιόν τόπο ἦταν, δύσκολα μποροῦσε νὰ ὑποθέσει κανείς. Φαινόταν νὰ εἶχε ἀποκτήσει κάτι σὰν ἐπάλειψη πάνω στὸ πρόσωπο, σὰν κάποια προσωπίδα ἀπὸ ἄλλο τόπο, καλοζωίας καὶ πολιτισμοῦ, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία κρύβονταν ἀόρατη ἡ ἀληθινὴ καταγωγή του.
Βάδιζε μὲ βῆμα ἀβέβαιο, ρίχνοντας ἕνα βλέμμα ἀκόμα πιὸ ἀβέβαιο στὰ πρόσωπα καὶ στὰ πράγματα ποὺ ἦταν γύρω του, σὰν νὰ προσπαθοῦσε νὰ κατατοπιστεὶ ποὺ ἦταν.
Ἐνῷ, πρὶν ἀπὸ τὴ δύση τοῦ ἥλιου εἶχε ἀρνηθεῖ, ὅπως ἔλεγε ὁ πλοίαρχος Ἰμβριώτης, νὰ βγεῖ στὴ μικρὴ πολιτεία, ὅταν νύχτωσε παρακάλεσε τὸν ναύτη ποὺ εἶχε μείνει πίσω στὸ πλοῖο καὶ πού, καθὼς δὲν ἦταν ντόπιος, δὲν εἶχε ποὺ νὰ πάει κι ἔμεινε φύλακας τῆς σκούνας, νὰ τὸν βγάλει στὴ στεριά.
Ὁ ναύτης ὑπάκουσε. Ὁ ξένος ἄφησε τὶς ἀποσκευές του, ποὺ ἦταν τρεὶς τεράστιες κασέλες, στὴν καμπίνα τῆς πλώρης, καὶ βγῆκε.
Μόλις κατέβηκε ἀπὸ τὴ βάρκα, βρέθηκε στὴν παραθαλάσσια ἀγορὰ καὶ κοίταξε δεξιὰ ἀριστερά, σὰν νὰ μὴν γνώριζε ποῦ βρισκόταν.
Ἔξω στὸ ὕπαιθρο δὲν ἦταν ἄνθρωποι, γιατί ἔκανε κρύο τσουχτερό.
Τὰ βουνὰ ἦταν χιονισμένα ὁλόγυρα. Ἦταν στὶς 24 Δεκεμβρίου 187... Κοίταξε μέσα σὲ δυὸ τρεῖς ταβέρνες καὶ καφενεῖα, ἔπειτα σὲ δύο ἐμπορικὰ καὶ παντοπωλεῖα μαζί, ὅπως τὰ μαγαζιὰ τῶν χωριῶν. Ἀλλὰ δὲν φάνηκε εὐχαριστημένος, σὰν νὰ μὴν τὰ ἀναγνώριζε, καὶ συνέχισε τὸν δρόμο του. Ἀνέβηκε στὴ μικρὴ πλατεῖα, μπροστὰ στὸ ναὸ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.
 
Ἐκεῖ φάνηκε πὼς ἀναγνώρισε τὸ μέρος. Καὶ μπορεῖ ἂν μὴν ἔκανε τὸν σταυρό του, ὅταν εἶδε τὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ στὸ σκοτάδι ἔβγαλε τὸ καπέλο του, καὶ τὸ φόρεσε πάλι, σὰν νὰ συνάντησε παλιὸ φίλο καὶ τὸν χαιρετοῦσε. Ἔπειτα κοίταξε ἀριστερά, εἶδε τὸ μικρὸ οἰνοπαντοπωλεῖο του Μπερδὲ καὶ πλησίασε. Στάθηκε λίγες στιγμὲς καὶ κοίταξε μέσα.
Στὸ τέλος μπῆκε. Εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν εἶχε δεῖ τὸν πλοίαρχο Ἰμβριώτη, ὁ ὁποῖος, μολονότι κοιτοῦσε πρὸς τὴν πόρτα, βρισκόταν κατὰ ἕνα μέρος στὴ σκιὰ τῶν συναδέλφων του ἐκείνων ποὺ μαζὶ τους ἔπινε, καὶ ποὺ εἶχαν στραμμένη τὴ πλάτη πρὸς τὴν πόρτα, ἀλλὰ ἦταν καλυμμένος κι ἀπὸ μιὰ ἄλλη συντροφιὰ ποὺ στέκονταν ὄρθιοι κι ἔπιναν κοντὰ στὸν μπάγκο, μπροστὰ στὸν ὁποῖο ἦταν οἱ μπουκάλες μὲ τὰ ποτά. Ἂν τὸν εἶχε δεῖ, ἴσως νὰ μὴν ἔμπαινε.
- Νὰ ὁ Ἀμερικάνος, ξανάπε ὁ πλοίαρχος Ἰμβριώτης δείχνοντας στοὺς συναδέλφους του τὸν ἄνθρωπο ποὺ μπῆκε.
Οἱ τέσσερεις ἐμποροπλοίαρχοι γύρισαν τὰ μάτια τους σὲ ἐκεῖνον ποὺ μόλις εἶχε ἔρθει καὶ τὸν κοίταξαν ἄπληστα.
- Μπόνο πράτιγο, σινιόρε (καλῶς ξεμπάρκαρες, κύριε), φώναξε ὁ Ἰμβριώτης. Ἀποφάσισες, βλέπω, καὶ βγῆκες.
Ὁ ξένος ἔκανε μὲ τὸ χέρι ἕνα σημεῖο χαιρετισμοῦ.
- Πλήιζ κάπτην (ὁρίστε καπετάνιε), εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐμποροπλοίαρχους, ὁ καπετὰν Θύμιος ὁ Κουρασάνος, ποὺ εἶχε δικό του ἕνα μεγάλο μπρίκι, εἶχε κάνει δύο ταξίδια στὸν ὠκεανό, ὡς τὸ Λονδῖνο, καὶ εἶχε μάθει ὀχτὼ ἢ δέκα ἀγγλικὲς φράσεις.
- Θέγκ-ἰοῦ σὲρ (εὐχαριστῶ κύριε), ἀπάντησε εὐγενικὰ ὁ ξένος.
Κι ἔριξε μιὰ δεκάρα στὸν μπάγκο, λέγοντας στὸ παιδὶ μόνο αὐτὴ τὴν λέξη: «ρούμ!»
Κι ἀφοῦ πῆρε στὸ χέρι τὸ ποτήρι του, γιὰ νὰ μὴν δείξει ὅτι ἀπέφευγε συστηματικὰ τοὺς ἀνθρώπους, πλησίασε τὴν συντροφιά, καὶ εἶπε στὰ ἑλληνικά, προφέροντας κάπως παχιὰ καὶ δύσκολα.
- Εὐχαριστῶ κύριοι. Δὲν εἶναι νὰ καθίσω νὰ κάνω τώκ, καὶ δύσκολο σὲ ἐμένα νὰ κάνω τὼκ ρωμαίϊκα.
- Τί λέει; εἶπε σουφρώνοντας τὰ φρύδια ὁ καπετὰν Θύμιος ὁ Κουρασάνος· δὲ θέλει νὰ κάνει τόκα (νὰ συμφωνήσει χειραψία) μαζί μας;
Ὁ ξένος ἄκουσε καὶ βιάστηκε νὰ διορθώσει τὴν παρανόηση.
- Μὲ συμπάθιο, κύριε· εἶπα, νὰ κάνω τώκ, νὰ κάνω κονβερσατσιόνε, πὼς τὸ λένε;
- Θέλει νὰ πεῖ, δυσκολεύεται νὰ κάνει κουβέντα στὴ γλῶσσα μας, εἶπε ὁ καπετὰν Ἰμβριώτης ποὺ κατάλαβε.
- Ἄ! ναί, κουβέντα, εἶπε ὁ ξένος· ξέχασα τὰ λόγια ρωμαίϊκα.
-Ἂνττ χουὲρ γιοῦ κόμ; εἶπε ὁ Κουρασάνος, σὲ λανθασμένα ἀγγλικά το: ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι;
- Στὴν ὥρα ἐδῶ ἦρθα, ἀπάντησε ὁ Ἀμερικάνος· ὕστερα δὲν ξέρω, κι ἄλλα ταξίδια θὰ κάνω.
- Ὁ καπετὰν Κουρασάνος τὸν κοίταξε χωρὶς νὰ καταλαβαίνει τίποτα.
- Δὲν κάθεσαι, σινιόρε; εἶπε ὁ Ἰμβριώτης· ποὺ θὰ βρεῖς καλύτερα;
- Δὲν κάθομαι πάω νὰ κάνω γουώκ, νὰ φέρω γῦρο, πῶς τὸ λέτε;
- Νὰ κάνεις σπάτσιο;
- Ἄ, ναί, σπάτσιο, εἶπε ὁ ξένος· ναί, βλέπω, σὰν δὲν εἰπεῖ ἕνας λόγια ἰταλικά, δὲν καταλαβαίνει ἄλλος ρωμαίϊκα.
Ἔκανε μιὰ κίνηση ἀποχαιρετισμοῦ μὲ τὸ κεφάλι, καὶ γύρισε πρὸς τὴν πόρτα. Οἱ πέντε πλοίαρχοι, μετὰ τὴν συνομιλία αὐτή, ἔμειναν νὰ πλέουν σὲ μεγαλύτερο πέλαγος ἄγνοιας, παρὰ σὲ ἐκεῖνο ποὺ τοὺς εἶχαν φέρει πρὶν οἱ ἐξηγήσεις τοῦ συναδέλφου τους τοῦ Ἰμβριώτη.

Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ καπηλειὸ ὁ ξένος, πῆρε τὸ δρόμο πρὸς τὴν Κολώνα, ποὺ στέκει ἀπέναντι στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, στὴν ὁποία ἔδεναν παλιότερα τὶς πρύμνες τῶν πλοίων ποὺ ξεχειμώνιαζαν στὸ λιμάνι.
Γύριζε τὸ βλέμμα δεξιὰ κι ἀριστερά, καὶ τέλος τὸ προσήλωσε ἐπίμονα σὲ ἕνα μικρὸ σπίτι, ποὺ ἔμεινε νὰ τὸ κοιτάει γιὰ πολύ, σὰν νὰ προσπαθοῦσε νὰ θυμηθεῖ καὶ νὰ ἀναγνωρίσει κάτι.
Τέλος, μπῆκε σὲ ἕνα στενὸ δρομάκι ποὺ διέσχιζε τὴ συνοικία, κι ἔγινε ἄφαντος.
Ἄν, ὡστόσο, τὸν παρακολουθοῦσε κανείς, θὰ ἔβλεπε πώς, ἀφοῦ προχώρησε λίγα βήματα, ἔστριψε ψηλότερα κι ἀνέβηκε τέσσερα σπίτια πάνω ἀπὸ τὸ μικρὸ σπίτι, ποὺ ἐπίμονα κοιτοῦσε πρίν, ὅπου ἀνάμεσα σὲ δύο σπίτια σχηματίζονταν ἕνα κενό, θαμμένο κατὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ ὑπολείμματα δύο τοίχων.
Φαινόταν πὼς ἦταν χάλασμα, ἐρείπιο ἑνὸς σπιτιοῦ ποὺ εἶχε πρόσφατα κατεδαφιστεῖ. Ὁ ξένος, ἀφοῦ κοίταξε τριγύρω, νὰ δεῖ μήπως τὸν παρατηροῦσε κανείς, μπῆκε δειλὰ σὲ ἐκεῖνο τὸ χάλασμα, ὅπου στὴ γωνιὰ τῶν δυὸ τοίχων φαινόταν μιὰ κόχη μαυρισμένη, σὰν νὰ ὑπῆρχε ἐκεῖ παλιότερα ἕνα τζάκι.
Μπῆκε ἔχοντας βγάλει τὸ καπέλο του ποὺ τὸ κρατοῦσε στὰ χέρια, γονάτισε, καὶ στήριξε τὸ μέτωπο πάνω στὶς ψυχρὲς πέτρες ἐκείνης τῆς γωνιᾶς, καὶ ἀφοῦ ἔμεινε γονατισμένος τρία λεπτά, σηκώθηκε, σκούπισε τὰ μάτια του καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀργά.
Ὅταν ξανάρθε πάλι χαμηλότερα, στάθηκε στὴ μέση τοῦ μικροῦ δρόμου, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ πρωτύτερα φαινόταν ὅτι κοίταζε. Στάθηκε, κι ἀφοῦ ἔριξε ἕνα βλέμμα ὁλόγυρα, νὰ δεῖ μήπως κανεὶς τὸν παρακολουθοῦσε, ἔστησε ἀφτί.
Τί νὰ ἄκουγε ἄραγε; Ἴσως ἄκουγε τὰ τραγούδια τῶν παιδιῶν τῆς γειτονιᾶς ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ τὰ σπίτια κι ἔψαλλαν τὰ Χριστούγεννα. Καὶ τὰ τραγούδια τους διασταυρώνονταν κι ἔφευγαν πρὸς διάφορες κατευθύνσεις, σὰν λάλημα χειμωνιάτικων σπουργιτιῶν. Ἐδῶ ἀκούγονται οἱ στίχοι:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου,
ἐβγάτ΄, ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται.
ἐκεῖ πάλι ἀντηχοῦσε:
Κυρὰ μ΄, τὴ θυγατέρα σου, κυρὰ μ΄, τὴν ἀκριβή σου.
καὶ ἀλλοῦ:
Ν΄ ἀσπρίσεις σὰν τὸν Ἔλυμπο, σὰν τ΄ ἄσπρο περιστέρι.
φωνὲς ἀθῶες, ἀνεπιτήδευτες, χαρωπές, φωνὲς παιδικῆς χαρᾶς κι εὐθυμίας.


«Ὁ Ἀμερικάνος» Μέρος Α'
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα γιὰ παιδιὰ καὶ νέους
Ἐκδόσεις Ἄγκυρα

σελ. 39-49
Ψηφιοποίηση κειμένου Μαρία-Διονυσία
Ψηφιακή πηγή κειμένου Ἀναβάσεις

Γιὰ νὰ διαβάσετε τὰ ὑπόλοιπα διηγήματα πατῆστε:
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους). Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου