Ἦταν οἰκεῖος καί ἀγαπητός στούς ἀγγέλους. Συχνά τοῦ φανερώνονταν, χάρη στήν ἁγία του βιοτή, καί τοῦ ἀποκάλυπταν μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ, ὠφέλιμα καί διδακτικά σέ ὅλους.
Νέος ἀκόμη ὁ ἅγιος, ζώντας στήν Κωνσταντινούπολη, ὑποχώρησε στήν κακή ἐπιθυμία Οἱ δαίμονες πανηγύρισαν γιά τήν ἦττα του, πού εἶχαν προκαλέσει οἱ ἴδιοι μέ φοβερούς πειρασμούς. Ἐκεῖνος ὄμως, μετανοημένος, τά ἔβαλε μέ τή σάρκα του κι ἄρχισε μ’ ὅλη τή δύναμη νά χτυπάει τό πρόσωπό του. Πύρινη προσευχή ἔβγαινε ἀπό τά χείλη του μέ κατάνυξη καί συντριβή.
Ἀμέσως παρουσιάστηκε ἅγιος ἄγγελος καί τόν στεφάνωσε γιά τή μετάνοιά του. Ὕστερα ἅπλωσε ἕνα σχοινί κι ἔδεσε ὅλους μαζί τούς δαίμονες, πού τόν εἶχαν ρίξει στήν ἁμαρτία. Καί βγάζοντας ἕναν-ἕναν, τούς ἔδινε ἀπό χίλιους ραβδισμούς, λέγοντας:
-Ἄλλη φορά νά μή γίνεστε αἰτία νά χτυποῦν οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τό κρομί τους!
Ὁ ἄγγελος τούς τυράννησε γιά πολύ, κι οἱ δαίμονες χάλαγαν τόν κόσμο μέ τίς κραυγές τους. Ἀπό τότε, ὅταν ἔβλεπαν τόν Νήφωνα, γίνονταν ἄφαντοι, γιατί φοβοῦνται τό ξύλο...
-Τί συμβαίνει, ἀδελφέ; τόν ρώτησε ὁ ἅγιος. Γιατί εἶσαι τόσο νά θλιμμένος;
-Εἶμαι ἄγγελος Κυρίου, Νήφων. Αὐτή τή στιγμή, μέσα σέ τοῦτο δῶ τό καταγώγειο, ἁμαρτάνει μέ κάποια γυναίκα ὁ ἄνθρωπος πού μοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός νά προστατεύω. Πῶς νά μή θρηνῶ γιά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πού κατρακύλησε τόσο;
-Γιατί δέν τόν νουθετεῖς νά σταματήσει τήν ἁμαρτία;
-Δέν μπορῶ νά τόν πλησιάσω. Ἀπ’ τή στιγμή πού ἄρχισε, ἐγινε δοῦλος τῶν δαιμόνων, κι ἔτσι ἐγώ δέν ἔχω ἐξουσία ἐπάνω του.
-Πῶς δέν ἔχεις ἐξουσία! Δέν σοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός τή σωτηρία του;
-Ὁ Κύριος μας ἔπλασε τόν ἄνθρωπο αὐτεξούσιο, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος, καί τόν ἄφησε νά πορευθεῖ στό δρόμο πού τοῦ ἀρέσει. Λοιπόν, τί νουθεσία νά τοῦ δώσω, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, μέ τό δικό Του στόμα, νουθετεῖ καί διδάσκει ν’ ἀπέχουν ὅλοι ἀπό τήν ἁμαρτία;
-Καί γιατί σήκωνες τά χέρια στου στόν οὐρανό καί ἀναστέναζες;
-Ἔβλεπα γύρω του τούς δαίμονες νά τραγουδοῦν, νά παίζουν κιθάρα, νά χτυποῦν παλαμίακια καί νά τόν περιγελοῦν. Γι’ αὐτό παρακαλοῦσα τό Θεό νά τόν λυτρώσει, καί νά χαρῶ ἔτσι κι ἐγώ γιά τήν ἐπιστροφή του.
Μιά μέρα ὁ ὅσιος ἀξιώθηκε νά δεῖ τήν ἀκόλουθη ὀπτασία: Περνώντας ἔξω ἀπό ἕνα σπίτι, εἶδε μέσα καθισμένους στό τραπέζι τόν οἰκοδεσπότη μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του. Γύρω τους εἶδε νά παραστέκουν λαμπροντυμένοι νέοι.
‟Τί συμβαίνει;’’, ἀναρωτήθηκε. ‟Οἱ καθιστοί εἶναι πάμπτωχοι, ἐνῶ οἱ ὄρθιοι λαμπροντυμένοι!’’.
Αὐτοί οἱ νέοι, καθώς τοῦ φανέρωσε ὁ Θεός, ἦταν ἄγγελοι. Ἔχουν ἐντολή νά παραστέκουν στούς χριστιανούς τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ μέ σταυρωμένα χέρια, σάν καλοί δούλοι. Ἄν ὅμως ἀκούσουν στό τραπέζι κατάκριση, ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη κακολογία, φεύγουν ἀμέσως ὅπως οἱ μέλισσες ἀπ’ τόν καπνό. Στή θέση τους τότε ἔρχεται ἕνα μαῦρο δαιμόνιο καί κυλιέται ἀνάμεσα στούς συνδαιτημόνες.
Μέ πολλή χαρά ὁ ὅσιος ἔτρεχε στούς ναούς γιά τίς ἱερές ἀκολουθίες. Σέ μιά λειτουργία βλέπει ξαφνικά νά κατεβαίνει φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί νά σκεπάζει τό θυσιαστήριο καί τό λειτουργό. Στον τρισάγιο ὕμνο κατέβηκαν τέσσερις ἄγγελοι καί συνέψαλλαν μέ τούς πιστούς.
Λίγο πρίν ἀπό τή μεγάλη εἴσοδο, ἄνοιξε ὁ οὐρανός κι ἄρχισαν νά κατεβαίνουν ἄγγελοι, ψάλλοντας ὕμνους δοξολογίες. Ἀμέσως φάνηκε ἕνα γλυκύτατο βρέφος. Τό μετέφεραν Χερουβείμ πάνω στίς παλάμες τους καί τό ἀπόθεσαν στό ἅγιο δισκάριο. Γύρω του μαζεύτηκαν πλῆθος λευκοφόροι νέοι.
Ὅταν βγῆκε ὁ ἱερέας γιά τή μεγάλη εἴσοδο, προπορεύονταν δύο Χερουβείμ καί δύο Σεραφείμ, κι ἀκολουθοῦσαν ἄπειροι ἄγγελοι ψάλλοντας. Μόλις ὁ λειτουργός τοποθέτησε τά τίμια Δῶρα στήν ἁγία Τράπεζα, οἱ ἄγγελοι τή σκέπασαν μέ τίς φτεροῦγες τους, Κι ὅταν, μετά τό «Πιστεύω», εὐλόγησε τά ἅγια καί εἶπε, «...μεταβαλὼν τῷ Πνεύματι σου τῷ ἁγίῳ...», βλέπει ὁ ὅσιος ἕναν ἄγγελο νά σφάζει μέ μαχαίρι τό βρέφος. Κι ἀφοῦ ἔχυσε τό αἷμα του στό ἅγιο ποτήριο, τεμάχισε τό σῶμα του καί τό ἔβαλε πάνω στό δισκάριο.
Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά μεταλάβουν οἱ πιστοί, οἱ ἄγγελοι παρακολουθοῦσαν ἀοράτως. Μόλις πλησίαζε κάποιος ἐνάρετος, τοῦ ἔβαζε στεφάνι στό κεφάλι. Ἄν ὅμως ἐρχόταν κάποιος ἀμετανόητος, τόν ἀποστρέφονταν.
Ἀφοῦ μετέλαβαν ὅλοι κι ἔγινε ἡ κατάλυση, βρέθηκε πάλι σῶο τό θεῖο βρέφος στίς ὕπτιες παλάμες τῶν Χερουβείμ, πού τό ἀνέβασαν μέ ψαλμωδίες στόν οὐρανό.
Κάποτε ὁ ὅσιος, ἐκεῖ στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπισκέφθηκε τό ναό τοῦ ἁγίου Νικολάου, πού ἦταν κοντά στό παλάτι τῆς Ἀφθονίας. Ἐκεῖ ἀξίώθηκε νά δεῖ καί νά συζητήσει μέ τόν ἅγιο ἄγγελο πού φρουροῦσε τό θυσιαστήριο.
-Ἀπό καιρό ἐπιθυμοῦσα νά σέ δῶ, εἶπε ὁ ἄγγελος στόν ὅσιο. Παρακαλοῦσα τό Θεό νά ἔρθεις κάποτε νά προσευχηθεῖς ἐδῶ, γιά νά σέ γνωρίσω καί ν’ ἀπολαύσω τήν προσευχή σου.
-Ποῦ μέ ξέρεις; ἀπόρησε ὁ Νήφων. Καί γιατί ἐπιθυμεῖς τόσο πολύ νά δεῖς ἕνα γέρο σαπισμένο στήν ἁμαρτία;
-Γι’ αὐτό σέ ποθοῦσα, γιά νά γνωρίσω αὐτή στου τήν ταπείνωση. Εἶχα ἀκούσει στόν οὐρανό ὅτι σοῦ τή χάρισε ὁ Χριστός μέ τό ἴδιο Του τό χέρι.
-Μά εἶναι δυνατό νά γίνεται λόγος στόν οὐρανό γιά ἕνα ἔκτρωμα σάν κι ἐμένα;
-Σοῦ εἶπα τήν ἀλήθεια. Ἐγώ, καθώς βλέπεις ὑπηρετῶ αὐτό τό ἅγιο θυσιαστήριο. Κάθε φορά πού ἀνεβαίνω στόν οὐρανό γιά νά προσφέρω στό Θεό τίς προσευχές τῶν πιστῶν, ἀκούω ὅσα οἱ ἄγγελοι λένε γιά σένα· Ὅτι ὁ Νήφων εἶναι ἀγαπητός στόν Ὕψιστο, γιατί μέ τή βαθειά του ταπείνωση κάνει στάχτη τούς δαίμονες, κι ὅτι θυμᾶται στίς προσευχές του τίς μακάριες δυνάμεις. Γι αὐτό ὁ Κύριος πρόσταξε κάθε ἄγγελο καί ἀρχάγγελο νά σέ μνημονεύουν ἀδιάκοπα στίς νοερές τους θυσίες.
Αὐτά εἶπε ὁ ἄγγελος, κι ἀφοῦ μακάρισε πάλι τόν ὅσιο γιά τήν ταπείνωσή του, ἔγινε ἄφαντος.
Συχνά ὁ δίκαιος ἔφευγε ἀπό τήν πόλη πρός τίς βορεινές περιοχές, γιατί ἀγαποῦσε πολύ νά συνομιλεῖ μέ τό Θεό στήν ἡσυχία Κάποτε, ἐνῶ προσευχόταν στήν ἐξοχή, εἶδε ν’ ἀνοίγουν οἱ οὐρανοί. Εἶδε τόν Κύριο καθισμένο σέ ἔνδοξο θρόνο καί περιστοιχισμένο ἀπό πλῆθος ἀγγέλων. Κι ἐνῶ κοιτοῦσε ἔκθαμβος, ἄκουσε τούς ἀγγέλους νά λένε μεταξύ τους.
-Νά ὁ ἀγαπητός μας Νήφων! Μέ τή ἀγάπη καί πόθο μᾶς κοιτάζει! Δίκαια κι ἐμεῖς τόν μνημονεύσουμε στίς θεῖες ἱερουργίες μας.
Ἀποφεύγοντας ὁ Νήφων τή δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἐγκατέλειψε τή Βασιλεύουσα καί ταξίδεψε στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ ὅμως ἔπεσε στή θεϊκή παγίδα. Χειροτονήθηκε, παρά τή θέλησή του, ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς καί ἐργάστηκε μέ ζῆλο γιά τό ποίμνιό του.
Στά τελευταῖα τῆς ζωῆς του ἦρθε σέ ἔκσταση. Εἶδε πώς μπῆκε σέ θεϊκά ἀνάκτορα.
-Μιχαήλ, ἄσκουσε τήν ἤρεμη φωνή τοῦ οὐράνιου Βασιλιᾶ, δεῖξε στόν ἀγαπητό μας Νύφωνα τόν τόπο τῆς κατοικίας του.
Ἀμέσως ὁ ἀρχάγγελος τόν ὁδήγησε σέ κάποια παλάτια τόσο φωτεινά, πού τόν θάμπωσαν. Ἐκεῖ τούς κύκλωσαν πλῆθος λευκοφόροι λέγοντας:
-Δέσποτα Μιχαήλ, πότε θά μᾶς δώσεις τόν ἀγαπητό μας Νήφωνα;
-Ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ, ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος, εἶναι νά σᾶς χαριστεῖ μετά ἀπό τρεῖς μέρες.
Οἱ ἄγγελοι, ἀκούγοντάς το, σκίρτησαν ἀπό χαρά. Μερικοί ἄρχισαν τίς οὐράνιες προετοιμασίες.
-Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ, πού σ’ ἐλεήσε, τοῦ εἶπε ὁ ἀρχιστράτηγος ὁδηγός του, ὅρισε ἐδῶ τήν κατάπαυσή σου. Σοῦ τά χάρισε ὅλ’ αὐτά, γιατί ἀγάπησες κι Αὐτόν κι ἐμᾶς. Νά, τώρα θά ἔχεις θρόνους, φωτεινά ἱμάτια, κοιτῶνες καί θαλάμους ἀμέτρητους. Ὅλα στά ἔχει ἑτοιμάσει μέ τό ἴδιο Του τό χέρι ὁ πανάγαθος Θεός.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων» (σελ.114-119)
Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου
Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2007
Διαβάστε περισσότερα αποσπάσματα πατώντας Εμφανίσεις και θαύματα των Αγγέλων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου