Ἅγιος Ἀπόστολος Ἠρωδίων
Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ χορεία τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων ὑπῆρξε σημαντικὴ γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, διότι οἱ ἔνθεοι καὶ ἔνθερμοι αὐτοὶ ἄνδρες ἐργάστηκαν ἱεραποστολικὰ ἰσάξια μὲ τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στὰ Ἔθνη.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἠρωδίων, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἰδιαίτερα ζηλωτὴς τῆς ἱεραποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα ἐπειδὴ ἐργάστηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Ἑλλάδα, ἀποτελεῖ καύχημα γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία καὶ εἰδικὰ γιὰ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Φθιώτιδος.
Ἦταν ἑβραϊκῆς καταγωγῆς καὶ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὡς συγγενής του καθὼς γράφει στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του: «Ἀσπάσασθε Ἡρωδίωνα τὸν συγγενῆ μου» (Ρώμ.16,11). Πιθανότατα πατρίδα του ἦταν ἡ Ταρσός της Κιλικίας, μιὰ πόλη ποὺ ἦταν κέντρο τῆς ἑλληνιστικῆς παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ στὴ Συρία καὶ προφανῶς ἔλαβε σημαντικὴ ἑλληνικὴ παιδεία.
Γιὰ κάποιο λόγο βρέθηκε στὴν Παλαιστίνη, στὰ χρόνια μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γνωρίστηκε μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ μεταστράφηκε στὴν χριστιανικὴ πίστη.
Ἐνωρὶς προσκολλήθηκε σὲ αὐτοὺς καὶ εἰδικὰ στὸν ἀπόστολο Πέτρο, τὸν ὁποῖο ἀκολουθοῦσε στὶς ἱεραποστολικές του περιοδεῖες του. Τὸν διέκρινε ἡ βαθειὰ πίστη του στὸ Θεό, ὁ ἔνθερμος ζῆλος του γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὁ γλυκὺς χαρακτῆρας του.
Περιόδευσε σὲ διάφορες χῶρες, κηρύττοντας τὸ Εὐαγγέλιο μὲ θέρμη καὶ παρρησία. Σύμφωνα μὲ τὴν πληροφορία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἡ πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του, τὸν βρῆκε στὴ Ρώμη (περὶ τὸ 56 μ. Χ.), προφανῶς ὡς σημαῖνον πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης.
Ἀργότερα τὸν βρίσκουμε στὴν Ἑλλάδα. Περιερχόμενος διάφορες πόλεις καὶ χωριά, διδάσκοντας μὲ θέρμη τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μεταστρέφοντας πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἔφτασε καὶ στὴν Ὑπάτη τῆς Φθιώτιδος, ἡ ὁποία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὀνομαζόταν Νέαι Πάτραι. Ἐργάστηκε μὲ ζῆλο ἱεραποστολικὰ καὶ σύστησε εὔρωστη τοπικὴ Ἐκκλησία, στὴν ὁποία χειροτονήθηκε ὁ ἴδιος Ἐπίσκοπός της.
Μιὰ ἄλλη παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἠρωδίων ἔγινε διάδοχος τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα στὴν Πάτρα τῆς Ἀχαΐας, μετὰ τὸ μαρτυρικό του τέλος. Πιθανὸν νὰ ὑπάρχει κάποια σύγχυση, μὲ τὴν κοινὴ ὀνομασία «Πάτραι». Ἡ παράδοση κλείνει στὴν ἄποψη ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν Ὑπάτη.
Τὸ πολὺ σημαντικὸ ἔργο του ἐρέθιζε ἐπικίνδυνα τοὺς φανατικοὺς εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν μὲ τρόμο καὶ ἀνησυχία νὰ θριαμβεύει ἡ Ἐκκλησία καὶ νὰ συρρικνώνεται ἡ ἀρχαία παγανιστικὴ θρησκεία. Ἰδιαίτερα ἐξόργιζε τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς μάντεις, οἱ ὁποῖοι ἔχαναν προσόδους ἀπὸ τὴν μεταστροφὴ τῶν εἰδωλολατρῶν στὴ νέα πίστη.
Ὅπως εἶναι γνωστό, στὴν ἀρχαιοελληνικὴ θρησκεία ὑπῆρχε ἕνα πλῆθος ἀπατεώνων ἀγυρτῶν, οἱ ὁποῖοι παρασιτοῦσαν καὶ πλούτιζαν ἀπὸ τοὺς ἀφελεῖς εἰδωλολάτρες. Κυρίως πλούτιζαν οἱ μάντεις, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦσαν ἰσχυρὴ ἐπίδραση στὶς δεισιδαίμονες μᾶζες, ὡς δῆθεν διαμήνυες τοῦ θελήματος τῶν «θεῶν».
Ἡ νέα πίστη στὸ Χριστό, τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ (Ἰωάν.1,9), τὸ ὁποῖο ἦρθε στὸν κόσμο διαλύσει τὰ σκοτάδια τῆς πλάνης καὶ νὰ λύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου, ἀπαγκίστρωνε τοὺς ἀτυχεῖς λάτρεις τῶν δαιμονικῶν «θεῶν» (Ψάλμ.95,5) ἀπὸ τὴν μέγγενη τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τὰ ἐνέτασσε στὴν κοινωνία τῶν ἁγίων, τῶν υἱοθετημένων, διά τοῦ Χριστοῦ, τέκνων τοῦ Θεοῦ (Γαλ.4,4).
Αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ ἀνεχθοῦν τὰ παράσιτα τῆς ἀρχαίας θρησκείας καὶ γι’ αὐτὸ καλλιεργοῦσαν στὶς ἀμαθεῖς καὶ δεισιδαίμονες μᾶζες των παγανιστὼν θεριεμένο μῖσος κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ἐξωθῶντας τους σὲ πράξεις βίας, διωγμῶν καὶ θανατώσεων. Παράλληλα ἐπιστράτευαν τοὺς λόγιους παγανιστὲς νὰ συντάσσουν καὶ νὰ διαδίδουν συκοφαντίες καὶ λοιδορίες κατὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Ἐπίσης ὑπῆρχαν καὶ οἱ διάσπαρτοι στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Φθιώτιδα Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι μισοῦσαν καὶ αὐτοὶ μὲ τὴν ἴδια σφοδρότητα τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὴν καταστρέψουν. Δὲν ἀποδέχτηκαν τὸ Χριστὸ ὡς τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, διότι δὲν ἐκπλήρωνε τὶς δικές τους ἐθνικιστικὲς προσδοκίες. Δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς οἱ πρῶτοι διωγμοὶ ἐναντίον της ἔγινα ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ περιγράφονται μὲ κάθε λεπτομέρεια στὸ Βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.
Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία μας βεβαιώνει πὼς οἱ δύο αὐτοὶ προαιώνιοι ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὶς χαώδεις διαφορὲς μεταξύ τους, συνασπίζονται καὶ συνεργάζονται, ὅταν πρόκειται νὰ πολεμήσουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸ ἔγινε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἠρωδίωνα. Συνελήφθη ἀπὸ Ἰουδαίους καὶ εἰδωλολάτρες, «ἐδάρη δυνατά, ἄλλων μὲν δερόντων αὐτόν, ἄλλων δὲ συντριβόντων τὸ σῶμα τοῦ διὰ λίθων καὶ ἄλλων κτυπόντων αὐτὸν εἰς τὴν κεφαλὴν˙ τελευταῖον δὲ κατέσφαξαν αὐτὸν οἱ θηριόγνωμοι καὶ οὕτω ἐτελειώθη».
Τὸ ἔνδοξο μαρτυρικό του τέλος τὸν στεφάνωσε μὲ τὸ μαρτύριο τοῦ αἵματός του. Καὶ τὸ δικό του τίμιο αἷμα ἔβαψε τὸν «πορφυρὸ χιτῶνα τῆς Ἐκκλησίας» καὶ τὸν ἐνέταξε στὴν ξεχωριστὴ χορεία τῶν ἁγίων Μαρτύρων.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 28 Μαρτίου, στὶς 8 Ἀπριλίου (μετὰ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Ἀγάβου, Ρούφου, Ἀσυγκρίτου, Φλέγοντος καὶ Ἑρμοῦ), στὶς 10 Νοεμβρίου καὶ στὶς 4 Ἰανουαρίου (στὴ Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων).
Θεωρεῖται ὁ ἱδρυτὴς τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Φθιώτιδος, ἡ ὁποία πανηγυρίζει λαμπρὰ καὶ τὸν τιμᾶ στὶς ὡς ἄνω ἡμέρες τῶν ἑορτῶν του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου