«Ἀπόδημοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ»
Κυριακὴ τοῦ Ασῶτου (Λουκᾶ 15,11-32)
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία (†) μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 15-02-1998
Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ἐξεδηλώθη σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Δηλαδὴ μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ Υἱοῦ Του, χάριν τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ ἡ ἀγάπη καὶ προσφορὰ ἐκφράζεται μὲ τοῦτα τὰ λόγια, ὅπως μᾶς διασώζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζῶὴν αἰώνιον».
Καὶ ἡ ὅλη ἡ διαδικασία τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ πίστις εἰς τὸ θεανθρώπινον πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἴδατε; «Πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν» θὰ σωθεῖ. Δὲν θὰ χαθεῖ. Δηλαδὴ ὁ Θεὸς οἰκονομεῖ τὴν Ἐνανθρώπηση, ποὺ εἶναι τὸ μέγιστον καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον τὴν πίστιν, ποὺ εἶναι τὸ ἐλάχιστον. Πρέπει πάντως νὰ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀμοιβαία προσφορά.
Ἕνα μικρὸ παράδειγμα ποὺ πολλάκις τὸ ἔχομε πεῖ. Θέλεις νὰ κοινωνήσεις; Τί θὰ πάρεις; Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι μέγιστον; Σίγουρα.
Θὰ πᾶς ὅμως τὸ πρόσφορό σου τὸ πρωί. Κι ἕνα πρόσφορο τί τιμὴ ἔχει; Ἐλαχίστη. Ἔτσι, θὰ δώσεις καὶ θὰ πάρεις. Ὄχι μόνον ἁπλῶς θὰ πάρεις. Θὰ δώσεις καὶ θὰ πάρεις. Θέλεις τὴ σωτηρία σου; Μάλιστα. Δῶσε τὴν πίστη σου. Ἀμοιβαία, βλέπετε, ἡ προσφορά.
Ὁ Θεὸς δίδει τη χάρη Του κι ἐμεῖς δίδομε τὴν πίστη μας. Μάλιστα, ἂν ἔχετε προσέξει, ὁ Κύριος, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἠδύναντο νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη των, τοὺς ἐρωτοῦσε: «Ἐὰν πιστεύεις, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι». Βλέπετε, πρέπει νὰ προσφέρομε. Θὰ μοῦ πεῖτε, εἶναι τόσο ἁπλό; Θὰ ἔλεγα πάρα πολὺ ἁπλό. Βέβαια, πρέπει νὰ εἶναι ἐκ βαθέων αὐτὸ τὸ πιστεύω. Εἶναι πολὺ ἁπλό, εἶναι δυσκολότατον.
Ἕνα μικρὸ παράδειγμα. Λέγει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, λέγει: «Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». «Ἀββᾶ» θὰ πεῖ «πατήρ». Ἀλλὰ εἰς τὴν συριακὴν γλῶσσα.
Τὸ ἴδιο πρᾶγμα σὲ δύο γλῶσσες. Πεῖτε σὲ κάποιον ἄνθρωπο νὰ πεῖ: «Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». Νὰ πεῖ τὸν Θεό: «Πατέρα». Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ ἐὰν δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Σαφῶς τὸ λέγει αὐτὸ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ τὸν Θεὸν Πατέρα, ἐὰν δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Εἶναι λοιπὸν εὔκολο; «Κανείς», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ τὸν Χριστόν ‘’Κύριον’’», δηλαδὴ «Θεόν», «εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Εἶναι δύσκολο; Φοβερὰ δύσκολο. Ἔτσι, φοβερὰ ἁπλό, φοβερὰ δύσκολο. Ἀναλόγως ρυθμίζεται τὸ πρᾶγμα ἀπὸ τὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀπόδημος τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἀπόδημος. Ἀποδημεῖ. Καί, ἂν θέλει νὰ σωθεῖ, πρέπει νὰ ἐπιστρέψει. Καὶ ἡ ἐπιστροφὴ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ μετάνοια. Ὅλα αὐτά, κατὰ θαυμάσιον φιλολογικὸν τρόπον, εἰκονίζονται μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ.
Αὐτή μας διαγράφει τὴν πτώση, τὴν ἀποστασία, τὴν ἀποδημία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἐπιστροφή του. Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Γι΄αὐτό σᾶς εἶπα ὅτι εἶναι «Εὐαγγέλιον ἐν Εὐαγγελὶῳ» ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ.
Ὁ δὲ συμβολισμὸς αὐτῆς τῆς παραβολῆς εἶναι ἄφθαστος. Ἄφθαστος. Καὶ ἡ κάθε λέξις ἔχει πολλὰ νὰ πεῖ μέσα εἰς τὴν ἁπλότητά της ἡ παραβολὴ καὶ μέσα εἰς τὴν λιτότητά της. Ὁ ἄνθρωπος, ζητῶντας τὴν κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας του, ἀποδημεῖ ἀπὸ τὸν Θεόν.
Αἰσθάνεται τὸν ἑαυτόν του δέσμιον κοντὰ στὸν Θεό. Ὅπως καὶ τὸ παιδὶ αἰσθάνεται ὅτι εἶναι δέσμιο τῆς οἰκογενείας του.
Ἐνῷ ἂν ζυγίσει καλὰ ὁ ἄνθρωπος, θὰ δεῖ ὅτι μόνο δέσμευσις δὲν εἶναι αὐτό. Εἶναι ἐλευθερία. Ἔτσι λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται κοντὰ στὸν Θεὸ ἐλεύθερος. Ὅπως τοὐλάχιστον καταλαβαίνει καὶ κατανοεῖ τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Καὶ τί κάνει; Ἀποδημεῖ. Φεύγει. Καὶ ὅπως περιγράφει ὁ Ψαλμωδός, εἶναι στὸν 2ον Ψαλμόν: «Καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ».
«Οἱ ἄρχοντες, ἀλλὰ καὶ πᾶς ἄνθρωπος, στρέφεται κατὰ τοῦ Κυρίου», ἐννοεῖ τὸν Πατέρα, «καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ», ἐννοεῖ τοῦ κεχρισμένου, δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ. «Διαῤῥήξωμεν τὸὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀποῤῥίψωμεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὸν ζὺγὸν αὐτῶν». «Τὸὺς δεσμοὺς αὐτῶν».
Μᾶς δεσμεύουν ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός. «Καὶ ἐλᾶτε λοιπὸν νὰ διαρρήξομε, νὰ κάνομε διάρρηξη αὐτῆς τῆς δεσμεύσεως. Καὶ νὰ ἀπορρίψομε ἀπὸ πάνω μας τὸν ζυγόν των». Τί ταλαίπωρος ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Τί φτωχὸς ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Εἶναι ἡ χειραφέτησις τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀποστασία Του. Δηλαδὴ ἡ ἀπομάκρυνσή του. Ἐνῷ ὑπάρχει τόση ἀσφάλεια, ὑπάρχει τόση σιγουριὰ εἰς τὴν πίστη καὶ εἰς τὴ σκέπη τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Καὶ γίνεται ὁ ἄνθρωπος..., τί γίνεται; Ὁ ἄσωτος υἱὸς· ποὺ ζητᾶ την «οὐσίαν» τοῦ Πατρός, δηλαδὴ τὴν περιουσία. Λέει: «Δὸς μοὶ τὸ ἐπιβάλλον ...». Ποιό «ἐπιβάλλον»; «Δηλαδὴ εἶμαι ὑποχρεωμένος, παιδί μου, νὰ σοῦ δώσω περιουσία;»
Τὸ «ἐπιβάλλον»! «Αὐτὸ ποὺ μοῦ ἀνήκει! Δῶσε μοῦ το». Καὶ ἐν προκειμένῳ τί εἶναι ἡ περιουσία αὐτή; Εἶναι, ἀγαπητοί μου, τὸ κατ΄εικόνα. Αὐτὸ ποὺ πήραμε ἀπὸ τὸν Θεόν. Τὸ κατ’ εἰκόνα. Αὐτὴ εἶναι ἡ «οὐσία» ποὺ ἔρχεται νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεός. Παίρνει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ ἀπομακρύνεται διαρκῶς καὶ διαρκῶς ἀπὸ τὸν Θεό.
Καὶ αὐτὸ τὸ κατ’ εἰκόνα ζητᾶ τώρα νὰ τὸ σπαταλήσει στὴν ἀσωτία τοῦ νοῦ. Μάλιστα μὲ τὸ νὰ σκέφτεται καὶ νὰ γράφει, ἂν εἶναι συγγραφεὺς κ.τ.λ., τὰ πιὸ φοβερὰ πράγματα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι λοιπὸν θέλει νὰ σπαταλήσει -καὶ σπαταλᾶ- την «οὐσίαν» τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸ κατ’ εἰκόνα ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος στὸν νοῦ, στὴν καρδιά, στὴ βούληση.
Σκέπτεται, σχεδιάζει, ἰδίως ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἐρήμην τὰ πάντα τοῦ Θεοῦ. Στήνοντας τὸ εἴδωλον τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας. «Δὲν ἔχω ἀνάγκη, δὲν σὲ ἔχω ἀνάγκη», ἔλεγε ἕνας Γερμανὸς ποιητής, ἄπιστος, παρελθόντων χρόνων, «δὲν σὲ ἔχω ἀνάγκη, Θεέ μου! Δὲν σὲ ἔχω ἀνάγκη, δὲν σὲ θέλω. Εἶμαι αὐτάρκης».
Καὶ προσκυνῶντας αὐτὸ τὸ εἴδωλον ὁ ἄνθρωπος, ἐνθουσιάζεται καὶ αὐτοθαυμάζεται. «Εἶδες τί ἐπέτυχα; Εἶδες;». Ἐπενέβη ἀκόμη καὶ εἰς τὴν γενετικὴν τοῦ ἀνθρώπου. «Εἶδες τί ἐπέτυχα;».
Σύντομα ὅμως θὰ ἀντιληφθεῖ ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ὅτι ὁ δρόμος ποὺ ἐπέλεξε, θὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν «λιμό»-με γιῶτα. Καὶ βάζω τὴ λέξη μέσα σὲ εἰσαγωγικά.
Στὸν λιμὸ τὸν πνευματικό. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀλαζονεύεται, τόσο πιὸ πολὺ φτωχαίνει. Καὶ ἂν θέλετε, σὰν ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ λιμοῦ, εἶναι καὶ ὁ σωματικὸς λιμός. Ὅταν γίνονται πόλεμοι καὶ ἀκαταστασίες, θὰ ἔχομε ἄφθονο τὸ ψωμὶ νὰ τὸ φᾶμε;
Θὰ ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος, σὲ αὐτήν του τὴν πεῖνα, θὰ ἀρχίσει νὰ τρώει τα ξυλοκέρατα. Ἔτσι μᾶς λέει ἡ παραβολή. «Καὶ ἤθελε νὰ χορτάσει», λέει, «μὲ τὰ ξυλοκέρατα». Ποιά εἶναι αὐτά τα «ξυλοκέρατα»;
Εἶναι τὰ χαρούπια, τὰ κοινῶς χαρούπια. Τὰ ξυλοκέρατα τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς φθορᾶς τοῦ ἤθους. Ἐκεῖ προσπαθεῖ νὰ βρεῖ μιὰ ἱκανοποίηση, ἀλλά, δυστυχῶς, εἶναι γνωστόν, τὸ χαρούπι εἶναι γλυκό, ἀλλὰ μετὰ εἶναι στυφό... Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τὴν παρακμή του.
Eίναι ἡ χώρα ὅπου «λιμὸς ἰσχυρὸς» λέγει, ἀναμένεται στὴ χώρα ποὺ λέγεται- μὴ σᾶς σοκάρει- «δυτικὸς πολιτισμός». Αὐτὴ εἶναι ἡ χώρα τοῦ λιμοῦ.
Σὲ ἐκείνη, λέγει, τὴ χώρα, «ἐνέσκηψεν λιμός». Δὲν ἦταν μόνον ἕνα φαινόμενο προσωπικό, ἀτομικὸ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ποὺ κατεδαπάνησε τὴν περιουσία τὴν πατρικὴ καὶ τώρα πέφτει στὸν λιμόν, στὴν πεῖνα. Ἀλλὰ εἶναι καὶ ἕνα ἐξωτερικὸν ἀπὸ τὸν ἄσωτον υἱόν, φαινόμενον.
«Σὲ ἐκείνη τὴ χώρα», λέγει, «ἐνέσκηψεν λιμός». Καὶ σᾶς ξαναλέγω, δὲν διστάζω νὰ τὸ πῶ καὶ θὰ εἶχα πολλὰ νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς τὸ δείξω ὅτι αὐτὴ ἡ χώρα τοῦ λιμοῦ τοῦ πνευματικοῦ εἶναι ἡ Δύσις. Ἡ Δύσις ὄχι γεωγραφικῶς μόνον. Ἀλλὰ ἡ Δύσις σὰν τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι, σὰν τρόπος του ζῆν, σὰν πολιτισμός. Ὁ ἄνθρωπος τῆς Δύσεως εἶναι χρεωκοπημένος, βαθιὰ χρεωκοπημένος. Ἀλλὰ ἂς εἶναι.
Ἔτσι, ὁ ἀπόδημος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀπόδημος ἄνθρωπος, βρίσκεται στὸ σταυροδρόμι τῆς ἱστορικῆς του πορείας. Τί πρέπει νὰ κάνει; Ὁ ἄσωτος υἱὸς τῆς παραβολῆς μᾶς λέγει ὅτι «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρὸς μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι;»
«Πόσοι», λέγει, «ἀπὸ τοὺς δούλους, τοὺς μισθωτοὺς τοῦ πατέρα μου χορταίνουν ψωμί, ἐγὼ ὅμως ποὺ εἶμαι ὁ γιός, λιμῷ ἀπόλλυμαι , χάνομαι ἀπὸ πεῖνα!».
Ἀλήθεια, κοιτᾶξτε ἐδῶ τί λέγει: ὅτι «εἰς ἑαυτὸν ἐλθὼν». Ἦλθε στὸν ἑαυτό του. Μπά! Δὲν ἦταν στὸν ἑαυτόν του; Ὁ κάθε ἄνθρωπος δὲν εἶναι στὸν ἑαυτόν του;
Ἀλλὰ ὅταν λέγει ἐδῶ ἡ παραβολὴ «εἰς ἑαυτὸν ἐλθὼν», ποῦ εὑρίσκετο; Προφανῶς ἐκτὸς ἑαυτοῦ.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σκέπτεται, λογίζεται, πράματα ποὺ δὲν ἀνήκουν στὴν ἴδια του τὴ φύση, εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Ὁ ἀποδημῶν ἀπὸ τὸν Θεόν, πρώτιστα ἀποδημεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του. Ἀπόδημος τοῦ ἑαυτοῦ του. Γιατί τί ἄλλο εἶναι; Τὸ «Γνῶθι σαὐτὸν» εἶναι. Δὲν ξέρεις, ἄνθρωπε, ποιός εἶσαι; Γιατί ἀλαζονεύεσαι;
«Εἶμαι Θεός!», λέει ὁ ἄνθρωπος. Ἀλαζονεύεσαι. Καὶ ὅπως λέγει ὁ Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς: «Ὁ γινώσκων ἑαυτὸν εἰς ἑαυτὸν ἐστίν».
«Αὐτὸς ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του, ποιός εἶναι, οἱ δυνατότητές του καὶ τὰ ὅριά του, εἶναι στὸν ἑαυτόν του. Ὅταν ὅμως ξεπεράσει τὰ ὅριά του, τότε εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ». Βέβαια λέμε σὲ μία κοινὴ ἔκφραση τὸν τρελὸν ἄνθρωπον ὅτι εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Ἢ τὸν θυμώδη ἄνθρωπο λέμε: «Κοίταξε, ἔγινε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἐκτὸς ἑαυτοῦ». Κι αὐτὸς ποὺ γνωρίζει λοιπὸν τὸν ἑαυτό του, τί κάνει; Γνωρίζει τὸν Θεό. Καὶ ἔτσι ποτέ, μὰ ποτὲ δὲν ἀποδημεῖ.
Ἀλλὰ ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς παίρνει τὴ μεγάλη ἀπόφαση. Καὶ μετὰ τὴν αὐτογνωσία του -«ἐλθὼν εἰς ἑαυτὸν»- θέλει νὰ γυρίσει πίσω. Εἶναι ἡ ἐπάνοδος στὸν Θεό.
Εἶναι ἡ μετάνοια. «Καὶ ἀναστὰς- λέγει ἡ παραβολή- πορεύσομαι πρὸς τὸν πάτέρα μου- αὐτά τα σκέπτεται. Τώρα ὅμως τὰ σκέπτεται. Καὶ μάλιστα ἐμπειρικά- καὶ ἐρῶ αὐτῷ (καὶ θὰ τοῦ πῶ)· πάτερ, ἥμαρτον (ἔχω ἁμαρτήσει) εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου».
«Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πὰτέρα αὐτοῦ». «Καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε κι ἔφυγε ἀπὸ τὴν χώρα αὐτή, ἦρθε στὸν πατέρα του».
Παρατηροῦμε ὅτι ἡ μετάνοια στὸν ἄσωτο υἱὸ εἶχε- προσέξτε- συμφεροντολογικὸν χαρακτῆρα. Γιατί; Τί εἶπε; «Λιμῷ ἀπόλλυμαι». «Πεθαίνω ἀπὸ τὴν πεῖνα. Θὰ γυρίσω πίσω εἰς τὸν πατέρα μου». Ὥστε λοιπὸν ἐπειδὴ πεινοῦσε, γι΄αὐτό γυρίζει πίσω; Δὲν εἶχε δηλαδὴ αὐτό το «θὰ ἐπιστρέψω εἰς τὸν πατέρα μου», δὲν εἶχε πνευματικὸ βάθος. Ὅτι ἐλύπησε τὸν πατέρα του ἢ ὅτι ἀναστάτωσε μὲ τὴ φυγή του τὸ πατρικὸ σπίτι. Τίποτε ἀπὸ αὐτά.
«Ἐγὼ λιμῷ ἀπόλλυμαι». «Ἐγὼ πεθαίνω ἀπὸ τὴν πεῖνα. Θὰ γυρίσω νὰ πάγω νὰ φάω». Ἐσκέφτηκε δηλαδὴ μόνον τὸν ἑαυτόν του. Τίποτε ἄλλο.
Ἐν τούτοις, ἐδῶ εἶναι τὸ καταπληκτικό, γίνεται δεκτὴ ἡ ἐπιστροφή του. Καὶ πῶς γίνεται, δηλαδή; Πανηγυρικά! Καὶ ὅμως ἐσκέφθη συμφεροντολογικά.
Ὅμως εἶναι ὁ πρῶτος βαθμὸς μετανοίας. Ἀπὸ καθαρῶς συμφεροντολογικῆς μορφῆς διάσταση. Μιὰ μετάνοια ποὺ χαρακτηρίζει μόνον τὸν σαρκικὸν ἄνθρωπο.
Κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἔχομε - προσέξτε- ἔχομε τὸν ψυχικό, τὸν σαρκικὸ καὶ τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο.
Ἄλλος λόγος μετανοίας εἶναι καὶ ὁ φόβος τῆς τιμωρίας. «Μὴ μὲ τιμωρήσει ὁ Θεός. Πρέπει λοιπὸν ἐγὼ νὰ γυρίσω πίσω. Μὴν πεταχτῶ στὴν κόλαση».
Ὁ φόβος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πιέζει τὸν ἄνθρωπο, πιέζει γιὰ νὰ μετανοήσει. Κι αὐτό, αὐτὸς ὁ φόβος, δὲν εἶναι βέβαια γνήσιο στοιχεῖο.
Παρὰ ταῦτα, εἶναι ἀνώτερο τοῦ «λιμῷ ἀπόλλυμαι» καὶ ἀκόμη, φυσικά, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν πρώτη περίπτωση, γίνεται δεκτὴ ἡ μετάνοια ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου.
Καὶ τέλος εἶναι ἡ μετάνοια γιατί ἐλύπησε τὸν Θεό. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὑπέροχον. «Προσέβαλα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ τόσο μὲ ἀγαπᾶ, ἐγὼ Τὸν προσέβαλα.»
Αὐτὴ ἡ λύπη. Οὔτε ἡ πεῖνα, οὔτε ἡ κόλασις, τίποτα. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπάει τὸν Χριστόν, νὰ πεῖ: «Χριστέ μου, μὲ ἔβαλες στὴν κόλαση, γιατί εἶσαι δίκαιος. Τὸ ἀποδέχομαι. Ἀλλὰ σὲ ἀγαπῶ». Μπορεῖς νὰ τὸ πεῖς αὐτὸ ἂν εἶσαι στὴν κόλαση; «Χριστέ μου, σὲ ἀγαπῶ»;
Αὐτὸ εἶναι τὸ γνήσιο, ἀγαπητοί. Βέβαια, ἐὰν φθάσεις ἐκεῖ, δὲν θὰ πᾶς ποτὲ εἰς τὴν κόλαση. Ἀναμφισβήτητα. Γιατί ἔχεις τὴν ὑψίστη ποιότητα μετανοίας.
Καὶ μιὰ τέτοια μετάνοια, εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι δὲν ξαναγυρίζει πίσω εἰς τὸ ἴδιον «ἐξέραμα». «Ἐξέραμα» θὰ πεῖ «ξερατί, ξερατιά».
Ἡ φράσις δὲν εἶναι δική μου. Εἶναι τῆς Καινῆς Διαθήκης. «Ἐκεῖνος», λέει, «ὁ ὁποῖος ἐπανέρχεται εἰς τὴν ἁμαρτίαν, μοιάζει μὲ τὸ σκυλί, λέει ἡ Καινὴ Διαθήκη, ποὺ γυρίζει πίσω στὰ ξερατιά του». Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ σκυλὶ τρώει, τρώει λαίμαργα, σὰν ζῶο ποὺ εἶναι, καὶ ἡ γάτα, τρώει, τρώει λαίμαργα καὶ τότε κάπου ξερνᾶ.
Καὶ ὅταν ξαναπεινάσει, γυρίζει πίσω, μὲ συμπαθᾶτε γιὰ τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ εἶναι ἁγιογραφική, γιὰ νὰ φάει τα ξερατιά του. Πότε γυρίζει πίσω νὰ φάει ἐκεῖνα ποὺ ξέρασε; Ὅταν ἐπανέλθει εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
Ἔτσι λοιπόν, μιὰ τέτοια μετάνοια ποὺ εἶναι γεμάτη ἀπὸ λύπη γιατί προσέβαλε τὸν Θεό, δὲν ξαναγυρίζει στὰ ξερατιά της. Δηλαδὴ δὲν ξανααμαρτάνει κανείς. Πάντως καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς μορφὲς γίνονται δεκτές. Γιατί; Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος. Εἶναι φιλάνθρωπος, ὅπως λέει ἐκεῖ ἡ ὡραία εὐχή, ὁ Κατηχητικὸς λόγος τὸ Πάσχα, τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «δέχεται» λέει, «καὶ τὸν πρῶτον, δέχεται καὶ τὸν ἔσχατον». Δέχεται δηλαδὴ τῆς καλῆς ποιότητος τὴν μετάνοιαν, δέχεται καὶ τῆς πολὺ χαμηλῆς ποιότητος τὴν μετάνοιαν.
Πάντως, ἀγαπητοί μου, νὰ θέλομε νὰ ἐπανερχόμεθα εἰς τὸν Θεὸν μὲ ἀνιδιοτέλεια. Αὐτὴ εἶναι ὡραία ἀγάπη. «Ὄχι, Κύριε, γιατί σὲ φοβᾶμαι ἢ δὲν σὲ φοβᾶμαι. Γιατί σὲ λύπησα».
Καὶ ὁ Πατέρας μεγαλόκαρδα, δὲν ἐξετάζει, ὅπως εἴπαμε, τὴν ποιότητα τῆς μετανοίας, ἀποδέχεται, γιατί τὸ παιδί του, ὁ ἄνθρωπος, ἐπέστρεψε στὸ πατρικὸ σπίτι.
Καὶ ὁ πατέρας, λέγει ἡ παραβολή, «εὐσπλαχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Κοιτᾶξτε: «Δραμῶν». Ὄχι δραμὼν ὁ ἄσωτος. Δραμὼν ὁ πατήρ. Πιὸ πάνω μας εἶπε ἡ παραβολὴ ὅτι διαρκῶς παρατηροῦσε πότε θὰ γυρίσει τὸ παιδί του. Δὲν ἔχασε ποτὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ποτέ. Καὶ ἐδῶ, αὐτὸ τὸ «εὐσπλαχνίσθη», στὴ συνέχεια, ποιός μπορεῖ νὰ τὸ προσμετρήσει; «Εὐσπλαχνίσθη». Πῶς; Πόσο; Ἐδῶ φαίνεται ὅλη ἡ μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλο τὸ ἔλεός Του.
«Καὶ δραμών...». Εἶναι πόδες οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ. Τὰ πόδια τοῦ Θεοῦ. Προσέξτε, ἀνθρωπομορφικά. Εἶναι τὰ πόδια τοῦ Θεοῦ ποὺ δράμουν καὶ εἶναι πόδια εὐσπλαχνίας, πόδια οἰκτιρμῶν.
Καὶ μετά, «ἐπέπεσεν», λέει, ««ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ». «Ἐπέπεσεν». Ξέρετε, ἄλλο τὸ «πίπτω» καὶ ἄλλο τὸ «ἐπιπίπτω. Ἐπιπίπτω θὰ πεῖ «μὲ ὁρμὴ πέφτω».
Ἔπεσεν εἰς τὸν τράχηλον τοῦ παιδιοῦ. Γιατί στὸν τράχηλον καὶ ὄχι στὸ πρόσωπον; Γιατί ὁ υἱὸς δὲν εἶχε κουράγιο νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι του. Ἦταν σκυμμένο τὸ κεφάλι. Συνεπῶς ἐκρύπτετο τὸ πρόσωπον, προεβάλλετο ὁ τράχηλος. «Καὶ κατεφίλησεν», λέει, «τὸν τράχηλον αὐτοῦ».
Ἀγκάλες καὶ χέρια οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ. «Καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Προσέξτε, ἐδῶ ἔχομε χείλη ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν. Δὲν λέει «ἐφίλησεν», λέει «κατεφίλησεν». Τὸν γέμισε μὲ φιλιά. «Καταφιλῶ» θὰ πεῖ «κατὰ κράτος, φιλῶ». Εἶναι τὸ φίλημα τοῦ Πατρός. Ὅτι... «Πᾶρε παιδί μου, τὴ βεβαίωση ὅτι εἶσαι, ὅ,τι καὶ νὰ’ κανες, ὅτι εἶσαι ἀποδεκτός».
Ἀλλὰ δὲν σταματάει ἐδῶ ὁ Πατὴρ Θεός. Ἐπιλέγει ἡ παραβολή: «Εἶπε δὲ ὁ Πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν». «Ἐκφέρω», «ἐξενέγκατε», δηλαδὴ «βγάλτε ἀπὸ τὸ ντουλάπι», νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι ἁπλᾶ, «βγάλτε ἀπὸ τὴν ἱματιοθήκη τὴν πρώτη στολὴ καὶ ντύσατέ τον».
Εἶναι ἡ στολὴ τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ ἀντικατέστησε τὴν δερματίνη στολή, ποὺ ἦταν στολὴ ντροπῆς, ποὺ εἶχε ντύσει ὁ Θεὸς τοὺς πρωτοπλάστους.
Καὶ ἔκτοτε ὁ ἄνθρωπος φορὰ τὴν δερματίνη στολή. Εἶναι μεγάλος ὁ πλοῦτος τῆς ἑρμηνείας τοῦ θέματος. Ἡ στολὴ ἡ πρώτη ὅμως ποιά εἶναι;
Ἡ στολὴ ἡ πρώτη εἶναι ἡ στολὴ τοῦ Βαπτίσματος. Αὐτὴ ποὺ εἶχε ὁ Ἀδὰμ πρὶν πέσει. Καὶ τὴν ὁποία ἐπαναποκτοῦμε μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα.
Τώρα αὐτὴ ἡ στολὴ εἶναι καὶ στολὴ χάριτος. Προσπορίζεται ὁ ἄνθρωπος τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τὸ καταλληλότατον ἱμάτιον τῶν βασιλικῶν γάμων ποὺ θὰ φορέσομε, τῆς ὁμωνύμου παραβολῆς.
Ποιοί εἶναι οἱ γάμοι τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως; Εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἑταῖρε», λέει ἐκεῖ στὴν παραβολὴ «φίλε, πῶς μπῆκες ἐδῶ; Μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;».
Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη στολή. Εἶναι ἡ στολὴ τῆς μετανοίας, εἶναι ἡ στολὴ τῆς χάριτος. Εἶναι τὸ ἔνδυμα γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Καὶ στὴ συνέχεια μᾶς ἀναφέρει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, λέγει ὁ Πατὴρ εἰς τοὺς δούλους: «Καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χείραν αὐτοῦ». «Δώσατέ του», λέγει, «δακτυλίδι». Δεῖγμα ἐξουσίας. Γιατί; Γιατί ἐπὶ τοῦ δακτυλίου στὸν ἀρχαῖο κόσμο, ἰδίως στὴν Ἀνατολή, Παλαιστίνη, Βαβυλῶνα, στὴν Ἀσσυρία, ὑπῆρχε ἐκεῖ μιὰ ἐγχάρακτη σφραγῖδα.
Κρατοῦσες τὴ σφραγῖδα, νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τὴ μεγάλη σφραγῖδα τοῦ κράτους. Τὴν κρατᾶς στὰ χέρια σου. Τὸ δακτυλίδι. Μὲ τὸ ὁποῖο δακτυλίδι ἐσφράγιζες ἕνα ἔγγραφο. Συνεπῶς τί σημαίνει; Ἐξουσία. Τί εἶπε ὁ Χριστὸς εἰς τοὺς μαθητάς Του; «Θὰ καθίσετε ἐπάνω δώδεκα θρόνων». Δηλαδὴ ἐξουσία. «Κρίνοντες τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ».
«Καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας». «Δώσατέ του καὶ παπούτσια στὰ πόδια του». Γιατί; Σημεῖον ἀληθοῦς ἐλευθερίας· διότι τὸν καιρὸν ἐκεῖνον οἱ δοῦλοι δὲν φοροῦσαν ὑποδήματα. Παρὰ μόνον οἱ ἐλεύθεροι· ποὺ σημαίνει ὅτι «πιὰ εἶσαι ἐλεύθερος». Νὰ ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία. Κοντὰ στὸν Χριστόν.
Καὶ τέλος ἡ θυσία τοῦ μόσχου του σιτευτοῦ· ποὺ εἶναι ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου· ποὺ εἶπε: «Νὰ θυσιάσετε τὸν μόσχον τον σιτευτὸν» κλπ.
Ἀγαπητοί, μεγάλη ὑπόθεσις ἡ μετάνοια. Καὶ ὅπως στὸ Βάπτισμά μας «Χριστὸν ἐνεδύθημεν», ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τώρα μὲ τὴ μετάνοια, ποὺ εἶναι τὸ δεύτερον βάπτισμα, πάλι τὸν Χριστὸ ἐνδυόμεθα. Ὅταν ἁμαρτάνομε, θὰ ἔλεγα, νὰ μελετοῦμε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, γιὰ νὰ μὴν ἀπελπιζόμεθα.
Καλὸν θὰ εἶναι νὰ διατηροῦμε βεβαίως τὴ λαμπρότητα τῆς πρώτης στολῆς, τοῦ Βαπτίσματός μας. Ἀλλά, ἂν ἀπροσεκτήσομε, τότε νὰ τρέξομε στὴ μετάνοια, ποὺ εἶναι ἡ ἀποκατάστασις τῆς πρώτης στολῆς.
Οἱ ἡμέρες ποὺ ἀκολουθοῦν, αὐτὲς οἱ ἡμέρες, ἀνοίγουν δύο δρόμους. Τὸν δρόμον τῆς ἐπιτάσεως τῆς ἁμαρτίας μὲ τὶς ποικίλες ἀσωτίες ποὺ ξεχυλὰν στοὺς δρόμους.
Τώρα, τὶς λεγόμενες «Ἀπόκριες».
Ἀλλὰ ἔχομε καὶ τὸν ἄλλον τὸν δρόμον, τὸν δρόμον τῆς μετανοίας. Ὅσοι ἀληθινὰ ποθοῦμε τὴν ἐπιστροφή μας, ἂς ἀρχίσομε τὴν κάθαρση νοῦ καὶ καρδιᾶς, διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Καὶ ἂς ἐπαναλάβομε τὸ κοντάκιον τῆς ἡμέρας: «Τῆς πατρῴας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὃν μοὶ παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοὶ τὴν τοῦ Ἀσώτου, φὼνὴν κραύγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σοῦ Πάτερ οἰκτίρμον, δέξαι μὲ μετανοοῦντα, καὶ πὸίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μίσθίων σου». Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_745.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου