«Φιλόστοργοι» Μέρος Γ'
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους). (1895)
Διαβάστε τὰ ὑπόλοιπα πατῶντας: «Φιλόστοργοι»
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ἦταν συγκινητικὸ νὰ τὸν βλέπει κανείς, σὰν ζωντανὴ ζυγαριά, νὰ εἶναι φορτωμένος ἕνα σάκο γεμᾶτον λάχανα ἢ φύλλα πίσω στὴν πλάτη, καὶ νὰ σηκώνει, ἀχώριστον ἀπὸ τὸ σῶμα του, ἄλλον ὀγκώδη σάκο κρεμασμένον μπροστά, στὴ βράκα του μὲ πολλὲς δίπλες.
Ἦταν αὐτὴ ἡ ἀρρώστια ποὺ τὴ γιάτρευε κρυφὰ ὁ Νικόλας ὁ Μανάβης.
Ἔζησε μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του (δουλεύοντας τίμια) κι ἀνάθρεψε πέντε ἢ ἕξι παιδιά, πού... δὲν ἦταν δικά του.
Πέθανε, ὁ καημένος, ἐδῶ καὶ τέσσερα ἢ πέντε χρόνια, καὶ βρῆκε ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς κόπους του. Τὸ σῶμα του, τὸ ἀποκαμωμένο καὶ βασανισμένο, ποὺ εἶχε κυρτωθεῖ ἀπὸ τὸ σκύψιμο κι ἀπὸ τὸ φόρτωμα, ἴσαξε κι ἔγινε ἴσιο πάνω στὸ νεκροκρέβατο.
Ἐλπίζω καὶ πιστεύω πὼς θὰ πῆγε στὸν ἄλλο κόσμο, ὁ φτωχός, πολὺ κοντὰ στὸν φτωχὸ Λάζαρο. Ναί, κοντά, πολὺ κοντά.
Δὲν ἦταν δικά του. Δὲν εἶχε ἀποκτήσει ποτὲ παιδιὰ ἀπὸ τὴ γυναῖκα του. Εἶχε πάρει ἀπὸ τὸ Νηπιακὸ Ὀρφανοτροφεῖο (ἴσως εἶναι πολλοὶ ποὺ φοβοῦνται νὰ περάσουν ἔξω ἀπὸ τὸ ἵδρυμα, καὶ δὲν ξέρουν σὲ ποιό σημεῖο τῆς Ἀθήνας βρίσκεται), εἶχε πάρει ἕνα ἔκθετο στὴν ἀρχή, ἔπειτα δεύτερο καὶ τρίτο, ἔπειτα τέταρτο καὶ πέμπτο.
Ὡς τὸ τρίτο ὀρφανό, τοῦ ἔδιναν, γιὰ τὸ καθένα, τὶς κανονισμένες 15 δραχμὲς τὸ μῆνα. Ὅταν ζήτησε νὰ πάρει τέταρτο καὶ πέμπτο, τοῦ τὶς εἶχαν κόψει τὶς 15 δραχμές, αὐτὸς ὅμως δήλωσε ὅτι τοῦ ἔφταναν οἱ 30, ποὺ τὶς ἔπαιρνε γιὰ τὰ δύο τεσιμα. Ἦταν ἀπὸ 6 ὡς 8 χρονῶν. Ἦταν ὡστόσο εὐχαριστημένος. Καὶ ἡ γυναῖκα του τὰ εἶχε πονέσει, καὶ τὰ ἀγαποῦσε ὑπερβολικά, καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὰ ἀποχωριστεῖ.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἦταν ἐπόπτης ἢ σύμβουλος ἢ δὲν ξέρω τί, στὸ ἵδρυμα ἐκεῖνο, ἕνας κύριος ἄγαμος, μὲ γυαλιά, μὲ ἀσημένια δόντια, μὲ παγωμένο χαμόγελο. Αὐτὸς ἀγαποῦσε τὰ ὀρφανὰ σὰν νὰ ἦταν δικά του. Καὶ ποιός ξέρει ἂν δὲν ἦταν!
Προστάτευε τὰ ἐσωτερικὰ (ὅσα ἔμεναν στὸ ἵδρυμα), καὶ δὲν ἤθελε νὰ δώσει παραπάνω ἀπὸ 25 δραχμὲς στὸν μπαρμπα-Στέργιο.
Στὸ τέλος δέχτηκε νὰ δώσει τὶς 30.
Ὁ ἄγαμος κύριος μὲ τὰ γυαλιὰ δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ τὰ φιλανθρωπικά, καὶ ἦταν πάντα μέσα σὲ διαχειρίσεις καὶ ἐπιμελητεῖες, καὶ σὲ ὅλες τὶς ὀνομασίες ποὺ περιέχουν χέρι καὶ μέλι (δηλαδὴ ποὺ θὰ ἔδιναν τὴ δυνατότητα νὰ ἐπωφεληθεῖ). Τέτοιους αὐστηροὺς ἀνθρώπους χρειάζονται πράγματι τὰ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα.
Τὰ δύο παιδιά τοῦ μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ ἦταν τόσο δικά του, ὅσο καὶ ἡ μισὴ δωδεκάδα ἦταν τοῦ μπαρμπα-Στέργιου τοῦ Παρκιώτη. Καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὸ βρεφοκομεῖο τὰ εἶχαν πάρει. Ἡ μόνη διαφορὰ ἦταν ὅτι ὁ μαστρο-Δημήτρης ἦταν «χαροκαμένος», καὶ τὰ ἀγαποῦσε διπλᾶ αὐτὸς καὶ ἡ Γιακουμίνα, ἡ γυναῖκα του.
Ἐκεῖνο λοιπὸν τὸ βράδυ, ὅπως εἶπα στὴν ἀρχή, ἀναγνώρισα τὸ Γιῶργο στὰ χέρια της κυρα-Πράπως, καὶ εἶπα:
Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι του μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ.
Ἄ! μπασταρδέλι; μοῦ λέει ἡ κυρα-Πράπω.
Δὲν ξέρω, μπαστα... τῆς λέω καὶ μάσησα τὴ μισὴ λέξη. Μὰ τὸ σπίτι τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι πολὺ μακριά, ἐδῶ κάτω, πέρα ἀπὸ τὸ Μεταξουργεῖο...
Τὴ στιγμὴ ποὺ πρόφερα τὴ μισὴ ἐκείνη λέξη, ἄθελα μου θυμήθηκα πὼς ἡ κυρα-Πράπω εἶχε συχνὰ Ἰταλίδες νοικάρισσες, στὰ δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ της, κι ὅμως δὲν εἶχε καταφέρει νὰ μάθει ποτὲ ἄλλη λέξη ἀπὸ τὸ στόμα τους, παρὰ μόνο πᾶνε (ψωμί), καὶ ντανάρο (λεφτά), καὶ ἀμόρε (ἀγάπη), καὶ δὲν ἦταν καθόλου πιθανὸ νὰ ξέρει, ἀκόμα καὶ ρωμαίικα, τί σημαίνει μπάστα (σταμάτα, φτάνει).
Ἀμέσως μετὰ βρέθηκε ἕνας καλὸς χριστιανός, ποὺ γνώριζε τὸν πατέρα καὶ τὸ σπίτι, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὸ παιδί, πρόθυμος νὰ φέρει τὸν μικρὸ στοὺς θετοὺς γονεῖς του. Ἡσύχασα κι ἔφυγα.
Τὴν ἄλλη μέρα ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε ὁ Δημήτρης ὁ Χωριανός, μὲ τὸ πρόσωπό του νὰ ἀκτινοβολεῖ.
Μοῦ διηγήθηκε διεξοδικά, καὶ μὲ πολλὲς ἀφελεῖς ταυτολογίες κι ἐπαναλήψεις, τὸν πόνο καὶ τὸν καημὸ καὶ τὸν φόβο καὶ τὴν τρεμούλα τῆς καρδιᾶς ποὺ εἶχαν περάσει, αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκα του, ἡ Γιακούμινα, τὴν προηγούμενη μέρα τὸ ἀπομεσήμερο, ὅταν ἀπὸ θλιβερὴ ἀπροσεξία τῆς μητέρας εἶχε βγεῖ καὶ εἶχε χαθεῖ τὸ παιδί, καθὼς καὶ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀγαλλίαση ποὺ αἰσθάνθηκαν σὰν νὰ ξαναγεννήθηκαν, τώρα ποὺ ἔρχονται τὰ Γεννητούρια τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ καταδέχτηκε, νὰ γεννηθεῖ σὰν παιδί, καὶ ἀγαπᾶ καὶ φυλάει καὶ μαζεύει κοντά του ὅλα τὰ παιδιά, τὴ χαρὰ ποὺ αἰσθάνθηκαν, λέω, ἐνῷ ἔχυναν δάκρυα ἀσυγκράτητα, κι ἔκλαιγαν σὰν μικρὰ παιδιά, ὅταν βρέθηκε τὸ μικρό, οἱ δυό τους, μὲ τὴν Γιακουμίνα, τὴ γυναῖκα του.
Ὁ ἄνθρωπος μὲ γέμισε καὶ μὲ φόρτωσε εὐχαριστίες, ὅσες δὲν μποροῦσα νὰ σηκώσω οὔτε νὰ χωρέσω, μὲ τὴν συνείδηση ὅτι μόνο κατὰ τύχη εἶχα κάνει τὸ πιὸ ἁπλὸ κοινωνικό μου χρέος.
Κι ἡ κυρα-Πραπώ, θαρρῶ πὼς πῆρε τα βρετίκια της.
«Φιλόστοργοι» Μέρος Β'
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα γιὰ παιδιὰ καὶ νέους
Ἐκδόσεις Ἄγκυρα
σελ. 127-131
Ψηφιοποίηση κειμένου: Μαρία -Διονυσία
Ἐπιμέλεια κειμένου: http://anavaseis.blogspot.com
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα γιὰ παιδιὰ καὶ νέους
Ἐκδόσεις Ἄγκυρα
σελ. 127-131
Ψηφιοποίηση κειμένου: Μαρία -Διονυσία
Ἐπιμέλεια κειμένου: http://anavaseis.blogspot.com
Γιὰ νὰ διαβάσετε τὰ προηγούμενα πατῆστε:
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους). Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου