Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2025

«Ὁ Ἀμερικάνος» Μέρος Β'. Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους). Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

«Ὁ Ἀμερικάνος»
Μέρος Β'

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους)
Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα πατῆστε "Ὁ Ἀμερικάνος"

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ξαφνικὰ ὁ ξένος ἀναγκάστηκε νὰ παραμερίσει, γιατί δυὸ παιδία, ποὺ τὸ ἕνα τους κρατοῦσε ἕνα φανάρι, καὶ ποὺ μόλις εἶχαν κατέβει ἀπὸ μιὰ σκάλα, ἔρχονταν πρὸς τὰ ἐδῶ. Γύρισε μερικὰ βήματα πίσω, πρὸς τὸ μέρος ἀπὸ ὅπου εἶχε ἔρθει.
Τὰ παιδία ἦρθαν κοντά, καὶ οὔτε κἂν τὸν πρόσεξαν. Ἀνέβηκαν τὴ σκάλα ἐκείνου ἀκριβῶς τοῦ σπιτιοῦ ποὺ ὁ ξένος τὸ εἶχε κοιτάξει γιὰ πολλὴ ὥρα. Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ἔκανε μιὰ κίνηση, καὶ γύρισε πάλι πίσω μὲ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον. Στάθηκε καὶ ἔστησε ἀφτί.
Τὰ παιδιὰ χτύπησαν τὴν πόρτα.
- Νά ΄ρθουμε νὰ τραγουδήσουμε, θεῖα; Ὕστερα ἀπὸ μιὰ στιγμὴ ἀκούστηκαν ἀπὸ μέσα βήματα, ἄνοιξε ἡ πόρτα, καὶ μιὰ γριὰ μὲ μαύρη μαντίλα ἔσκυψε μπροστὰ καὶ εἶπε μὲ θλιβερὴ φωνή:
- Ὄχι, παιδάκια μου, τί νὰ τραγουδήσετε ἀπὸ μᾶς; Ἔχουμ΄ ἐμεῖς κανένα; Καλὴ χρονίτσα νά ΄χετε, καὶ σῦρτε ἀλλοῦ νὰ τραγουδήσετε.
Τοὺς ἔβαλε μιὰ πενταρίτσα στὸ χέρι, καὶ τὰ παιδιὰ ἔφυγαν εὐχαριστημένα γιατί, χωρὶς ἄλλο κόπο ἐκτὸς ποὺ ἀνέβηκαν καὶ κατέβηκαν τὴ σκάλα, κέρδισαν μιὰ πεντάρα.
Ὁ ξένος, ἀόρατος ἀπὸ μιὰ γωνιά, εἶδε τὴ ρυτιδωμένη ἐκείνη μορφὴ καὶ ἄκουσε τὴν πικραμένη φωνὴ ἐκείνη. Τὸ περίεργο ἦταν ὅτι ἀναστέναξε μὲ ἀνακούφιση, φάνηκε σὰν νὰ χάρηκε.
Τοῦ ἦρθε τότε μιὰ ἰδέα πού, χωρὶς νὰ συλλογιστεῖ πολύ, τὴν ἔβαλε σὲ ἐφαρμογή. Ἀφοῦ ἔκλεισε ἡ πόρτα καὶ ἡ γριὰ ἔγινε ἄφαντη, τὰ παιδιὰ κατέβηκαν τὴ σκάλα ἀνταλλάσοντας κάποιες λέξεις.
- Τώρα ἔχουμε, βρὲ Γρηγόρη, μιὰ κι ἐξηνταπέντε.
- Κι ἀπὸ πόσα κάνει νὰ πάρουμε; εἶπε ὁ ἄλλος, ποὺ ἦταν κάσσα (ταμίας). Ἀπὸ ὀγδόντα λεπτά.
- Δὲν θὰ μοιραστοῦμε καὶ τὴν πεντάρα αὐτηνὴς τῆς γριᾶς;
- Ναί, θὰ τὴν μοιραστοῦμε, βρὲ Θανάση· ὀγδόντα ὁ ἕνας κι ὀγδόντα ὁ ἄλλος.
-Τὴν παίρνουμε, βρὲ Γρηγόρη, καρύδια, καὶ τὰ μοιραζόμαστε.
- Καὶ ἂν μᾶς δώσουνε πέντε καρύδια, ἀπὸ πόσα θὰ πάρουμε;
Ξάφνου ὁ ξένος παρουσιάστηκε μπροστὰ στὰ παιδιά, τέντωσε τὸ χέρι καὶ τοὺς ἔδηξε ἕνα τάλιρο.
Τὰ παιδιά, ποὺ δὲν εἶχαν δεῖ ἄλλοτε ἄνθρωπο μὲ ξυρισμένα γένια καὶ μουστάκια, ἐξαφανίστηκαν, καὶ τὸ ἕνα, ἐκεῖνο ποὺ κρατοῦσε τὸ φανάρι, ἔβγαλε μιὰ μικρὴ κραυγή, ἐνῷ τὸ ἄλλο, ποὺ ἡ τσέπη του βροντοῦσε, ἔτρεχε νὰ φύγει.
Τότε ὁ Θανάσης, μὲ τὴν ὑποψία ὅτι, ἂν ἔφευγε ὁ Γρηγόρης, ἴσως τὴν αὐριανὴ μέρα θὰ κρύβονταν καὶ δὲν θὰ τοῦ ἔδινε λογαριασμό, ἄφησε τὸ φαναράκι καταγῆς, καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ τρέξει, νὰ κυνηγήσει τὸν ἄλλον ποὺ ἔφευγε. Ἀμέσως τότε ὁ Ἀμερικάνος πρόφτασε νὰ δείξει στὸ φῶς τοῦ φαναριοῦ τὸ τάλιρο ποὺ εἶχε στὸ χέρι, καὶ νὰ πεῖ:
- Στάσου, πᾶρε αὐτὸ τὸ ντόλαρ.
Διχασμένο ἀνάμεσα σὲ δυὸ φόβους καὶ δυὸ ἐπιθυμίες, τὸ παιδὶ στάθηκε μὴν ξέροντας τί νὰ κάνει, καὶ τὰ γόνατα τοῦ ἔτρεμαν, ἐνῷ ἡ ὄψη του φαινόταν κάπως φοβισμένη.
- Δυὸ λόγια νὰ μοῦ πεῖς θέλω, εἶπε ὁ ξένος ἄνω τελεία αὐτὸ τὸ σπίτι, ἐπήγατε ἀπάνου, ποιός ζεῖ;
Τὸ παιδὶ δὲν κατάλαβε καλά.
- Τί λές, μπάρμπα; εἶπε καθὼς ἄρχισε νὰ παίρνει θάρρος.
Ὁ ξένος ἔβαλε στὴν τσέπη του τὸ τάλιρο, καὶ προσπάθησε νὰ ἐξηγηθεῖ καθαρότερα.
- Ἐπήγατε τώρα ἀπάνω σπίτι· ἡ γριὰ στὴν πόρτα ἦρθε, ποιός ἄλλος μαζὶ της ζεῖ αὐτὸ τὸ σπίτι;
Τὸ παιδὶ δυσκολεύονταν νὰ καταλάβει. Ὡστόσο, ἀφοῦ πῆρε τὸ τάλιρο, κάθε φόβος ἔφυγε ἀπὸ μέσα του.
- Ἐδῶ ἀπάνω, εἶπε, εἶναι ἡ θεια-Κυρατσοῦ · μᾶς ἔδωσε μιὰ πεντάρα. Εἶναι κι ἄλλη μία, δὲν ξέρω τι τὴν ἔχει.
- Θυγατέρα της ἀπάνω μαζὶ της εἶναι;
- Θυγατέρα της πρέπει νά ΄ναὶ ναί.
-Εἶναι παντρεμένη θυγατέρα της;
- Δὲν ξέρω ἂν εἶναι παντρεμένη· μὰ δὲν φαίνετε νά ΄χεῖ ἄνδρα.
- Καὶ πόσα χρόνια εἶναι θυγατέρα της;
-Δὲν ξέρω πόσα χρόνια εἶναι· μὰ πρέπει νά ΄ναὶ καθὼς γεννήθηκε ἕως τώρα.
Καὶ τὸ παιδί, ξαναπαίρνοντας τὸ φανάρι του, ἔφυγε τρέχοντας, ἐνῷ ἔσφιγγε στὴ παλάμη του τὸ τάλιρο. Ἔτρεχε νὰ βρεῖ τὸν Γρηγόρη, νὰ τοῦ ζητήσει τὸ μερίδιο του. Ὁ ξένος δὲν δοκίμασε νὰ τὸ ἐμποδίσει.
 
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἀμερικάνος ἀπομακρύνθηκε, κατέβηκε στὴν παραθαλάσσια ἀγορά, ὅπου δύο ἢ τρία καφενεῖα εἶχαν φῶς, κοίταξε σὲ ποιό ἀπὸ αὐτὰ ἦταν λιγότεροι θαμῶνες, καὶ μπῆκε σὲ ἕνα ὅπου μόνο ἕναν ἄνθρωπο εἶδε, τὸν καφετζῆ. Ὁ γέρος, μόλις εἶχε ξυριστεῖ, μὲ τὸ μουστάκι στριμμένο, μὲ τὴ βράκα κοντή, μὲ ψηλὲς μπότες, μὲ τὴν ποδιὰ καθαρή, ἑτοιμαζόταν, φαίνετε, νὰ κλείσει, ἀλλὰ ὅταν εἶδε τον Ἀμερικάνο νὰ ἔχει μπεῖ, τὸν κοίταξε μὲ περιέργεια.
Αὐτὸς παράγγειλε νὰ τοῦ δώσει ρούμι, ἀφοῦ ἔριξε μιὰ δεκάρα στὸν πάγκο. Ὅταν εἶδε ὁ μπὰρμπ΄ Ἀναγνώστης τὴ δεκάρα, θέλησε νὰ τοῦ δώσει ρέστα τὴν πεντάρα, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος εἶπε: «Νόου! νόου!», καὶ τότε ὁ καφετζῆς τοῦ ἔβαλε κι ἄλλο ρούμι, γιὰ τὴν πεντάρα, ὅπως νόμιζε ἄνω τελεία ἀλλὰ ὁ ξένος ἔριξε πάνω στὸ τραπέζι κι ἄλλη δεκάρα. «Δὲν θὰ ξέρει ρωμαίικα, ὅπως φαίνεται», συλλογίστηκε ὁ μπὰρμπ΄ Ἀναγνώστης, καὶ γιὰ νὰ δοκιμάσει, γύρισε καὶ τὸν ρώτησε:
- Τώρα νεοφερμένος εἶστε;
- Ἐγὼ σήμερα ἔφτασα, μὲ καπετὰν Γιάννη γολέτα.
- Τοῦ καπετὰν Γιάννη τοῦ Ἰμβριώτη;
- Ναί, μπορεῖς ἐλόγου σου νὰ κάνεις πόντς;
- Μετὰ χαρᾶς, εἶπε ὁ μπὰμπ΄ Ἀναγνώστης.
Κι ἀφοῦ προσπάθησε νὰ ξαναφέρει στὴ μνήμη τὶς παλιές του γνώσεις, δοκίμασε νὰ φτιάξει πόντσι, ἀλλὰ τὸ ρούμι δὲν ἄναβε, κι ἔτσι τὸ πρόσφερε ὅπως ὅπως στὸν ξένο. Αὐτὸς δὲν ἔκανε καμιὰ παρατήρηση, κι ἔριξε ἕνα ἀσημένιο σελίνι πάνω στὸ τραπέζι.
Ὄ μπαρμπ΄ Ἀναγνώστης τὸ πῆρε.
- Πόσα πάει αὐτό;
-Δὲν ξέρω ἐγὼ μονέδα τοῦ τόπου, εἶπε ὁ ἄγνωστος.
Ὁ γέρος ἄνοιξε τὸ συρτάρι του, καὶ κοίταξε ἂν θὰ εἶχε ἀρκετὰ κέρματα γιὰ νὰ δώσει τὰ ρέστα, ἀλλὰ δὲν ἔβρισκε περισσότερα ἀπὸ ὀγδόντα λεπτὰ σὲ δεκάρες, πεντάρες καὶ δίλεπτα. Ἡ συνείδησή του ὅμως δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἐξαπατήσει τὸν πελάτη, καὶ εἶπε:
- Σφάντζικο δὲ σᾶς βρίσκεται, κύριε;
- Δὲν ἔχω μονέδα ἄλλη ἀπὸ Ἀγγλία καὶ Ἀμέρικα, εἶπε ὁ ξένος.
- Δὲν βγαίνουν τὰ ρέστα κύριε. Πᾶρτε τὸ ἀσημένιο σας. Αὐτὸ θὰ πάει, πιστεύω, ὡς μιὰ καὶ τριανταπέντε, μιὰ καὶ σαράντα. Αὔριο μοῦ δίνετε εἴκοσι λεπτά.
- Κράτησε τὸ σίλλιν, δὲν θέλω ρέστα.
Ὁ μπὰρμπ΄ Ἀναγνώστης ἀπόμεινε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό, μὲ τὸ βλέμμα προσηλωμένο στὸν ξένο. Ἀλλὰ τὴν στιγμὴ ἐκείνη μπῆκε μιὰ συντροφιὰ ἀπὸ τρεὶς ἀνθρώπους, στάθηκαν μπροστὰ στὸν μπάγκο καὶ παράγγειλαν νὰ τοὺς δώσει ἀπὸ ἕνα ποτό. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεὶς αὐτοὺς ἀνθρώπους, πιωμένος, τραγουδοῦσε μπερδεμένα:
 Ντελμπεντέρισσα Βασσίλω
στρὼς΄ τὸ μπράτσο σου νὰ γείρω...
Ὁ δεύτερος, μὲ γυμνὸ τὸ στῆθος καὶ ξυπόλητος, μὲ τέτοιο κρύο, ἄρχισε νὰ κοιτάζει ἐπίμονα τὸν ξένο.
- Κάπου τὸν εἶδα ἐγὼ αὐτόν, μουρμούρησε μασημένα.
Αὐτοὶ ἦταν οἱ χαμάληδες τῆς πόλης, οἱ ἴδιοι καὶ διαλαλητές, ἀστεία συντεχνία μὲ τρία μέλη, ποὺ περνοῦσαν τὸν καιρό τους νὰ πίνουν τὸ βράδυ ὅλα ὅσα κέρδιζαν τὴν μέρα. Ὁ τραγουδηστὴς ἄλλαξε ξαφνικὰ ρυθμὸ καὶ ἦχο καὶ ξανάρχισε:
Ἔβγα νὰ ἰδεῖς, ἔβγα νὰ ἰδεῖς
σκύλα, κορμὶ ποὺ τυραγνείς.
- Ἐβίβα, παιδιά! καὶ τσούγκρισαν δυνατὰ τὰ ποτήρια. Κι ὁ ἄλλος, ὁ γυμνόστηθος καὶ γυμνοπόδης, δὲν ἔπαυε νὰ κοιτάζει ἐπίμονα τὸν ἄγνωστο. Κι ὁ πρῶτος ἐξακολουθοῦσε νὰ τραγουδάει:
Βασίλω μ΄, τὰ κουμπούρια σου
μὲ τί τά ΄χεῖς γεμᾶτα;
Βαριά, π΄ ἀνάθεμά τα!
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀκούστηκε βῆμα βαρὺ μέσα ἀπὸ τὴν ξύλινη σκάλα ποὺ ὁδηγοῦσε πάνω στὸ σπίτι καὶ πού, καθὼς ἦταν φραγμένη μὲ σανίδωμα, ἔκοβε, μιὰ ἀπὸ τὶς γωνιὲς τοῦ καφενείου. Καὶ στὴ πάνω μεριὰ τοῦ σανιδώματος, κάτω ἀπὸ τὸ πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ, ἄνοιξε ἕνα πορτάκι, κι ἕνα κεφάλι μὲ ἄσπρο σκοῦφο, μὲ λευκὸ μουστάκι καὶ μὲ χοντρὰ χαρακτηριστικὰ πρόβαλε ἀπὸ τὸ πορτάκι.

«Ὁ Ἀμερικάνος» Μέρος Β'
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα
γιὰ παιδιὰ καὶ νέους
Ἐκδόσεις Ἄγκυρα
σελ. 49-54
Ψηφιοποίηση κειμένου Μαρία -Διονυσία
Πηγὴ ψηφιακοῦ κειμένου Ἀναβάσεις



Γιὰ νὰ διαβάσετε τὰ ὑπόλοιπα διηγήματα πατῆστε:
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους). Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου