Μακαρίου ἐξ Αἰγύπτου, Μακαρίου του
Ἀλεξανδρέως, Εὐφρασίας Μάρτυρος, Ἀνάμνηση θαύματος Μεγάλου Βασιλείου,
Ἀνακομιδὴ λειψάνων Ἁγίου Γρηγορίου, Μελετίου Γαλησιώτου, Μάρκου
Εὐγενικοῦ, Κοσμᾶ Χρυσοστόματου, Ἀρσενίου Ἀρχιεπισκόπου, Μακαρίου
Ἐπισκόπου Ἰερισσοῦ, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Παύλου, Γεροντίου, Ἰανουαρίου,
Σατουρνίνου, Σακεσσίου, Ἰουλίου, Κατίου, Πίου καὶ Γερμανοῦ, Θεοδότου
Ἐπισκόπου, Μακαρίου τοῦ Νηστευτοῦ, Μακαρίου Διακόνου, Θεοδώρου διά
Χριστὸν Σαλοῦ, Μακαρίου Ρωμαίου .
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ὁ Ἀναχωρητής
Ὁ
Ὅσιος Μακάριος γεννήθηκε περὶ τὸ 300 μ.Χ. σὲ κάποιο χωριό της Ἄνω
Αἰγύπτου καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395 μ.Χ.).
Σὲ ἡλικία 30 χρόνων ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας καὶ στὴ Συρία,
ὅπου παρέμεινε γιὰ ἑξῆντα ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀπέκτησε μεγάλη φήμη γιά
τὸν ἀσκητικό του βίο καὶ τὶς ἄλλες θαυμαστὲς ἀρετές του.
Ἐπειδή, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, προέκοπτε στὶς ἀρετὲς ὀνομάσθηκε «παιδαριογέρων».
Στὴν ἔρημο γνώρισε τὸν Μέγα Ἀντώνιο τοῦ ὁποίου ἔγινε μαθητής. Σὲ ἡλικία
40 ἐτῶν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ λόγῳ τῆς ἐνάρετης ζωῆς του
ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ λάβει τὸ χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἀσθενῶν καί
τῆς προφητείας. Λέγεται ὅτι συνεχῶς ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Θεὸ «καὶ μᾶλλον
τῷ πλείονι χρόνῳ προσδιατριβεὶν Θεῷ ἢ τοῖς ὑπ’ οὐρανὸν πράγμασιν».
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ὑπῆρξε γέννημα θρέμμα τῆς ἐρήμου. Γιὰ νά
εἶναι, λοιπόν, ἀπερίσπαστος καὶ νὰ βρίσκεται σὲ συνεχῆ ἐπικοινωνία μέ
τὸν Θεό, ἔσκαψε ὁ ἴδιος καὶ ἄνοιξε μιὰ ὑπόγεια στοά, ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τό
κελί του καὶ εἶχε μῆκος ἑκατὸ περίπου μέτρα.
Στην ἄκρη τῆς στοᾶς διεύρυνε τὸν χῶρο καὶ διαμόρφωσε ἕνα σπήλαιο. Ἔτσι
εἶχε τὴν δυνατότητα ὅταν προσέρχονταν σὲ αὐτὸν πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ τόν
ἐνοχλοῦσαν, νὰ κατεβαίνει στὴ στοά, χωρὶς νὰ τὸν παίρνουν εἴδηση καί
μέσῳ αὐτῆς νὰ πηγαίνει στὸ σπήλαιο καὶ νὰ κρύβεται, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ
νὰ τὸν βρεῖ κανένας.
Ὁ Ὅσιος στὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸν κόσμο, φαίνεται σὰν νὰ περιφρονεῖ καί
νὰ ἐγκαταλείπει τὴν κοινωνία καὶ νὰ ἀποκόπτεται ἀπὸ αὐτή.
Ἡ πνευματική του αὐτὴ πράξη ἑρμηνεύεται, συνήθως καὶ ὡς ἐνεέργεια
περιφρονητικὴ πρὸς τὴν κοινωνία, ἐνῷ στὴν οὐσία εἶναι μία κίνηση γιὰ τήν
ἀνακάλυψη ἢ τὴν δημιουργία μιᾶς σωστῆς κοινωνίας ἀνθρώπων, ὅπου ἡ ἀγάπη
καὶ ἡ διακονία εἶναι ἀνθρώπινες δυνατότητες καὶ τὰ χαρίσματα του
Πνεύματος λειτουργοῦν κατὰ τρόπο ἁπλὸ καὶ φυσικὸ καὶ τίθενται στήν
διάθεση ὅλης τῆς κοινότητας.
Μέσα σὲ αὐρτὴ τὴν κοινωνία, ὅλες οἱ ἐνέργειες καὶ πράξεις, ὅλα τὰ ἔργα καταξιώνονται πνευματικὰ καὶ κοινωνικά.
Τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ ἢ σωματικὰ ἔργα εἶναι οὐσιαστικὰ ἅγια
διακονήματα μέσα στὴν πολιτεία τους καὶ ὅλα ἀναφέρονται μυστηριακὰ καί
λειτουργικὰ στὸν κοινὸ σκοπὸ γιὰ τὴν δημιουργία μιᾶς κοινωνίας ἀγάπης
καὶ γιὰ τὴν εἴσοδο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο.
Τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖο, λοιπόν, μᾶς δίδει μὲ αὐτὴ τὴ φυγὴ εἶναι μιὰ κοινή
καὶ αἰώνια παρακαταθήκη τῆς Ἐκκλησίας καὶ μιᾶς ἀληθινῆς κοινωνίας
ἀνθρώπων, μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο, ποὺ κάθε ἔργο, κάθε λειτουργία, κάθε
ἀνθρώπινη δυνατότητα καὶ θεῖο χάρισμα, εἶναι γιὰ τὴν ἱστορικὴ προκοπή
τῆς κοινότητας καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ ὅλων. Στὸ πρόσωπο του
Ὁσίου Μακαρίου ἔχουμε μιὰ εἰκόνα τῆς ἐκκλησιολογικῆς
κοινωνίας καὶ συνειδήσεως τῶν πιστῶν, ποὺ προσκομίζουν στὸν κόσμο τὰ σημεῖα ἐλεύσεως στὴ γῆ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ εἰκόνα τῆς ψυχῆς τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ὁ
ὁποῖος ὡς γνήσιος φορέας τοῦ Ὀρθοδόξου Ἀνατολικοῦ Μοναχισμοῦ, καταφεύγει
σὲ αὐτὴ τὴ φαινομενικὰ ἀκραία ἀσκητικὴ φυγή.
Κάποτε πῆγε καὶ συνάντησε τὸν Ἅγιο Μακάριο ἕνας αἱρετικός, ποὺ εἶχε μέσα
τοῦ δαιμόνιο καὶ ἰσχυριζόταν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει ἀνάσταση
νεκρῶν.
Ὁ Ἅγιος τότε, προκειμένου νὰ τὸν πείσει, ἀνέστησε ἕνα νεκρό. Ἔλεγε δέ
ὅτι ὑπάρχουν δύο τάγματα δαιμόνων. Ἀπὸ αὐτά, τὸ ἕνα πολεμᾶ τους
ἀνθρώπους, παρασύροντάς τους σὲ πάθη τερατώδη καὶ ἀκατονόμαστα, ἐνῷ το
ἄλλο, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται καὶ «ἀρχικό», δημιουργεῖ στὶς ψυχές των
ἀνθρώπων διάφορες κακοδοξίες καὶ πλάνες.
Αὐτούς, μάλιστα, τοὺς δαίμονες τοῦ δεύτερου τάγματος, τοὺς ξεχωρίζει ὁ
Σατανᾶς καὶ τοὺς ἀποστέλλει στοὺς μάγους καὶ στοὺς αἰρεσιάρχες.
Ἐπίσης, κάποτε ἕνας μαθητὴς τοῦ Ὁσίου ἔκλεβε τὰ πράγματα φτωχῶν ἀνθρώπων
καί, παρὰ τὶς συμβουλές του, δὲν διόρθωνε τὸ πάθος του αὐτό. Μέ το
προορατικό του λοιπὸν χάρισμα ὁ Ὅσιος, προεῖπε ὅτι θὰ ξεσποῦσε ἡ ὀργή
τοῦ Κυρίου ἐναντίων του.
Καὶ πραγματικά, ὁ μαθητής του προσβλήθηκε ἀπὸ μιὰ φοβερὴ ἀρρώστια, την
ἐλεφαντίαση. Τὸ δέρμα τοῦ σώματός του δηλαδή, ξεράθηκε καὶ ζάρωσε.
Εἶναι πρὸς πνευματική μας ὠφέλεια νὰ ἀναφέρουμε καὶ ἕνα ἄλλο θαυμαστό
γεγονὸς ποὺ συνέβη μὲ τὸν Ὅσιο Μακάριο: κάποτε ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε στήν
ἔρημο βρῆκε ἕνα κρανίο. Ἦταν κάποιου ποὺ εἶχε διατελέσει ἱερέας των
εἰδώλων.
Μόλις ὁ Μακάριος πλησίασε καὶ τὸν ρώτησε, ἄκουσε νὰ τοῦ λέει ὅτι μὲ τίς
προσευχές του ἔνιωθαν κάποια μικρὴ ἀνακούφιση στὸν πόνο τους, οἱ
βρισκόμενοι στὴν κόλαση, ὅταν τύχαινε ὁ Ὅσιος καὶ προσευχόταν ὑπέρ
αὐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος σὲ προχωρημένη ἡλικία ἐξορίσθηκε σὲ νησῖδα τοῦ Νείλου
ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Λούκιο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σέ
ἡλικία 90 ἐτῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι Ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης,
θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Μακάριε, νηστεία ἀγρυπνία προσευχή, οὐράνια χαρίσματα
λαβῶν, θεραπεύεις τους νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχάς των πίστει
προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι,
δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σου πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος, τῆς ἐγκρατείας, ἀληθῶς σὲ ἔθετο, ὦσπερ ἀστέρα ἀπλανῆ, φωταγωγοῦντα τὰ πέρατα, Πάτερ Πατέρων, Μακάριε Ὅσιε .
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρεύς
Ὁ
Ὅσιος Μακάριος, ὁ Ἀλεξανδρεύς, χρημάτισε ἱερέας τῶν λεγόμενων κελιών.
Ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ἐγκράτειας καὶ ὑπομονῆς καὶ ἔτσι προικίσθηκε ἀπὸ τόν
Θεὸ καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Τὶς ἀρετές του τὶς θαύμασε καὶ αὐτὸς ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ εἶπε: «Ἰδού,
ἐπαναπαύθηκε ἐπὶ σὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι κληρονόμος
τῶν ἀγώνων μου».
Κάθε φορὰ ποὺ ὁ Ὅσιος ἀντιλαμβανόταν ὅτι κάποιος ἐπιτελοῦσε ἕνα σπουδαῖο
ἀσκητικὸ ἀγώνισμα, ὑποκινούμενος ἀπὸ ἕναν Ἅγιο ζῆλο, τὸν μιμεῖτο καί
ἔκανε καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο ἀγώνισμα.
Ἔτσι, ὅταν ἄκουσε ὅτι οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοί, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια
τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἔτρωγαν ἄβραστο φαγητό, πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ ἐπὶ ἑπτά
χρόνια δὲν ἔφαγε κανένα μαγειρευμένο φαγητό. Τρεφόταν μόνο μὲ λάχανα
ὠμὰ καὶ ὄσπρια.
Ἐπίσης καὶ τὸν ὕπνο του ἀγωνίσθηκε νὰ περιορίσει στὸ ἐλάχιστο. Καί, γιά
νὰ τὸ κατορθώσει αὐτό, δὲν μπῆκε κάτω ἀπὸ στέγη ἐπὶ εἴκοσι ὁλόκληρα
ἠμερόνυχτα, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ ξεπαγιάζοντας ἀπό
τὸ ψῦχος τῆς νύχτας.
Μιὰ φορὰ ὁ Ὅσιος ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς πορνείας καί, προκειμένου
νὰ ἐξουδετερώσει τὸν δαίμονα αὐτό, κατέφυγε σὲ ἕνα ἐντελῶς ἔρημο καί
ἑλώδη τόπο, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ ἕξι μῆνες. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν κουνούπια πολύ
μεγάλα, σὰν σφῆκες, τὰ ὁποῖα μὲ τὰ τσιμπήματά τους τον καταπλήγωναν σέ
ὅλο του τὸ σῶμα.
Ὅταν, λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἕξι μῆνες γύρισε στὸ κελί του,
ἀναγνωριζόταν μόνο ἀπὸ τὴν φωνή του, ἀφοῦ τὸ σῶμα του ἐξωτερικὰ εἶχε
παραμορφωθεῖ καὶ ἔμοιαζαν μὲ τὸ σῶμα ἀνθρώπων ποὺ πάσχουν ἀπὸ τήν
ἀσθένεια τῆς ἐλεφαντίασης.
Κάποια φορὰ ὁ Ὅσιος καθόταν στὴν αὐλὴ καὶ ἔλεγε λόγους ὠφέλιμους σέ
παρευρισκόμενους ἐκεῖ Χριστιανούς. Τότε μία ὕαινα, ἀφοῦ πῆρε μαζί της το
νεογνό της, τὸ ὁποῖο ἦταν τυφλό, πλησίασε τὸν Ἅγιο καὶ τὸ ἔριξε στά
πόδια του.
Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔπτυσε στὰ μάτια τοῦ μικροῦ ζώου, τοῦ χάρισε το φῶς. Ἔτσι,
θεραπευμένο πλέον, τὸ πῆρε ἡ ὕαινα καὶ ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωί-πρωί
ὅμως, αὐτὴ γύρισε πάλι στὸν Ἅγιο, φέρνοντάς του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη μιά
μεγάλη προβιὰ γιὰ στρῶμα.
Ἐκεῖνος ὅμως εἶπε στὴν ὕαινα: «πράγματα προερχόμενα ἀπὸ ἀδικία ἐγὼ δέν
τὰ δέχομαι». Ἐκείνη τότε, ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν αὐλή.
Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ ἀσκήθηκε ὁ Ὅσιος Μακάριος καὶ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη .
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ζωῆς της μακαριὰς φερωνύμως ἐτύχετε, ὡς πολιτευθέντες ὁσίως, θεοφόροι
Μακάριοι, ἐν νόμῳ γὰρ τῷ θείῳ εὐσεβῶς, ἰθύναντες τὰς τρίβους τῆς ζωῆς
θείας δόξης ἀνεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τοὺς κραυγάζοντας, δόξα τῷ
ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι' ὑμῶν
πᾶσιν ἰάματα.
Ἡ Ἁγία Εὐφρασία
Ἡ
Ἁγία Μάρτυς Εὐφρασία καταγόταν ἀπὸ τὴ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί
ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.).
Προερχόταν ἀπὸ ἐπίσημη γενιὰ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν σωφροσύνη καὶ τό
χρηστό της ἦθος.
Τὴν Εὐφρασία τὴν κατήγγειλαν ὅτι πιστεύει στὸν Χριστό. Τότε οἱ
εἰδωλολάτρες της ζήτησαν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στά
εἴδωλα.
Ἐκείνη ὅμως ἔμεινε σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη στὴν πίστη της. Γιὰ τὸν λόγο
αὐτὸ τὴν παρέδωσαν σὲ ἕναν ἄντρα ἄξεστο καὶ βάρβαρο νὰ τὴν ἀτιμάσει.
Ἡ Ἁγία ὅμως ἀπέφυγε τὴν ἀτίμωση μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: ὑποσχέθηκε στόν
ἄξεστο καὶ βάρβαρο ἐκεῖνον ἄνθρωπο ὅτι, ἂν δὲν τὴν πειράξει, θὰ τοῦ
δώσει ἕνα φάρμακο, τὸ ὁποῖο νὰ χρησιμοποιεῖ στὶς μάχες, ὥστε νὰ μήν
πληγώνεται ἀπὸ τὰ ξίφη καὶ τὰ ἀκόντια τῶν ἐχθρῶν του.
Καὶ γιὰ νὰ τὸν πείσει ὅτι αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ἔχει βάση, ἔσκυψε το
κεφάλι της καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὴν χτυπήσει μὲ τὸ ξίφος στὸν αὐχένα της,
ὥστε ἀμέσως νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει. Ἐκεῖνος σχημάτισε τὴν γνώμη ὅτι
ἀνταποκρινόταν στὴν πραγματικότητα αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ἡ Ἁγία καί,
ἀφοῦ σήκωσε τὸ ξίφος του, τὴν κτύπησε δυνατότερα στὸν αὐχένα, μὲ τήν
βεβαιότητα ὅτι αὐτὴ δὲν θὰ πάθαινε τίποτα.
Ἔτσι τὸ σχέδιο τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Εὐφρασίας πέτυχε. Δηλαδὴ κόπηκε μέν το
κεφάλι τῆς ἀπὸ τὸ ξίφος τοῦ δημίου, ὅμως αὐτὴ διέσωσε τὴν ἁγνότητά της
καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου .
Μνήμη Θαύματος Μεγάλου Βασιλείου
Τὴ αὕτη ἡμέρα, τελεῖται ἡ ἀνάμνησις τοῦ ἐν Νίκαιᾳ μεγίστου θαύματος, ὅτε
ὁ Μέγας Βασίλειος διὰ προσευχῆς ἀνέωξε τὰς πύλας τῆς Καθολικῆς
Ἐκκλησίας καὶ παρέθετο αὐτὴν τοῖς Ὀρθοδόξοις.
Ἀνακομιδὴ Λειψάνου Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, εἰς τὸ Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
Ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἔγινε
ἐκ Ναζιανζοῦ κατὰ τὴν ἄποψη ὁρισμένων ἐρευνητῶν, ἐπὶ Ἀρκαδίου (395-408
μ.Χ.) ἢ Θεοδοσίου Β’ (408-450 μ.Χ.) ἢ ἐπὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου του
Πορφυρογέννητου (911-959 μ.Χ.) καὶ κατατέθηκε στὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων.
Ἡ τιμία κάρα φυλάσσεται μὲ εὐλάβια στὴ μονὴ Βατοπαιδίου Ἁγίου
Ὅρους. Τεμάχια ἐκ τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου κατεῖχε
μέχρι τὸ ἔτος 1204, ἔτος τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τούς
Φράγκους, ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὁ ναὸς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ὁ ναός
τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας.
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης ὁ Ὁμολογητής
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1206 στὴν πόλη Θεόδοτο τοῦ Πόντου καί
οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Γεώργιος καὶ Μαρία. Ὁ πατέρας του ἦταν
στρατιωτικός.
Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὸ μοναχικὸ βίο. Γι’
αὐτό, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, ἔγινε μοναχὸς στὸ ὅρος Σινᾶ καὶ στή
συνέχεια ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους, τὴν Αἴγυπτο καὶ διάφορα
μοναστήρια τῆς Δαμασκοῦ.
Τελικὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου
στὸ ὅρος του Γαλησίου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου διῆλθε τὸ βίο του μέ
ἄσκηση, προσευχὴ καὶ νηστεία.
Μετὰ τὸ 1261 ἢλ΄θε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀσκήτευε στὸ ὅρος του
Αὐξεντίου. Παράλληλα περιερχόταν στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ καὶ στήριζε
τοὺς Χριστιανοὺς στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ ἀνῆκε στὴν ὑπό τον μετέπειτα
Πατριάρχη Γεώργιο Κύπριο (1283-1289) ἀνθενωτικὴ μερίδα καὶ ἀγωνίσθηκε
κατὰ τῶν ἑνωτικῶν ἐνεργειῶν τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγου στή
Σύνοδο τῆς Λυῶνος (1274 μ.Χ.).
Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1271 καὶ 1274, ἐπὶ τῆς νησῖδος πρὸ τῆς περιοχῆς του
Ἀκρίτα, ἵδρυσε μονὴ ποὺ τὴν ἀφιέρωσε στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα τον
Πρωτόκλητο.
Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ὁ Παλαιολόγος τὸν ἐξόρισε στὴ νῆσο τῆς Σκύρου μαζί
μὲ τὸν μοναχὸ Γαλακτίωνα τὸν Γαλησιώτη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπέστρεψε λίγα
χρόνια ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ (1267-1275,
1282-1283) θέλησε νὰ τὸν χειροτονήσει Πρεσβύτερο, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε.
Ἔγραψε πολλὰ κατὰ τῶν Λατίνων καὶ ἔπαθε γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του
πολλά. Γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζεται ὡς Ὁμολογητής.
Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1283 σὲ ἡλικία 77 ἐτῶν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου.
Τὸ σπουδαιότερο ἀπὸ τὰ ἔργα του εἶναι ἡ «Ἀλφαβηταλφάβητος», ἕνα μεγάλο
ποίημα ἀπὸ 13.000 περίπου στίχους, στὸ ὁποῖο ἐκτίθενται θεολογικές
σκέψεις καὶ ἰδέες. Ἔγρψε δὲ καὶ περὶ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Τριάδος
.
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς Ἐπίσκοπος Ἐφέσου
Ὁ
Ἅγιος Μᾶρκος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1392 καί
1393 «ἐκ τινος πατρωνυμίας Εὐγενικὸς καλούμενος». Ὁ πατέρας του Γεώργιος
ἦταν διάκονος καὶ σακελλίων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, μετέπειτα δὲ ἔγινε
πρωτέκδικος, πρωτονοτάριος καὶ μέγας χαρτοφύλαξ, ἡ δὲ μητέρα του
ὀνομαζόταν Μαρία καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ ἰατροῦ Λουκᾶ.
Σπούδασε σὲ μεγάλους διδασκάλους, στὸν Γεώργιο Πλήθωνα, τὸν Μητροπολίτη
Σηλυβρίας Χορτασμένο, τὸν Μανουὴλ Χρυσόκκο, τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο καί
ἄλλους καὶ εἶχε ἔξοχη παιδεία.
Στὴ συνέχεια προσῆλθε στὸ μοναχικὸ βίο, κατὰ τὸ ἔτος 1418, σὲ κάποια
μονὴ στὰ Πριγκηπόννησα καὶ τάχθηκε ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπιστασία του
ἐνάρετου μοναχοῦ Συμεῶν, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τὸν μετονόμασε
ἀπὸ Μανουήλ, Μᾶρκο.
Μόνασε κυρίως στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου των
Μαγγάνων στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴν ἱερὰ μελέτη της
Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί
συνέγραψε τὰ πρῶτα, δογματικοῦ κυρίως περιεχομένου, ἔργα του.
Τὸ ἔτος 1437 ἔγινε Ἐπίσκοπος Ἐφέσου καὶ ἔλαβε μέρος στὴν ἑνωτικὴ Σύνοδο
Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439). Κατὰ τὸν Γεννάδιο Σχολάριο, ὁ Ἅγιος
Μᾶρκος ἀναδείχθηκε Ἔξαρχος τῆς Συνόδου καὶ ἐκπροσώπησε σὲ αὐτή τους
Πατριάρχες Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων.
Στὴν ἀρχὴ τῶν ἐργασιῶν της
Συνόδου συνέστησε στοὺς Λατίνους νὰ ἀποβάλλουν τὸ τραχὺ καὶ ἀνένδοτο του
τρόπου τους καὶ τῆς διαθέσεώς τους, διότι ἀπέβλεπε στὴν εἰρήνευση, την
ἄρση τοῦ Σχίσματος καὶ τὴν ἐπανένωση τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς
Ἐκκλησίας.
Εἶπε μάλιστα χαρακτηριστικά: «Πρῶτον μὲν ὅπως ἐστὶν ἀναγκαιότατη ἡ
εἰρήνη ἢν κατέλιπεν ἡμῖν ὁ δεσπότης ἡμῶν ὁ Χριστὸς καὶ ἀγάπη, δεύτερον
ὅτι παρέβλεψεν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν ἀγάπην καὶ διελύθη καὶ ἡ εἰρήνη,
τρίτον ὅτι ἀνακαλουμένη νῦν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία την τότε καταληφθεῖσαν
ἀγάπην, ἐσπούδασεν ἵνα ἔλθωμεν ἐνταῦθα καὶ ἐξτάσωμεν τὰς μεταξὺ ἡμῶν
διαφορᾶς, τέταρτον ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τὴν εἰρήνην ἐὰν μή
λυθῇ το τοῦ σχίσματος αἴτιον, καὶ πέμπτον, ἵνα καὶ οἱ ὅροι των
οἰκουμενικῶν συνόδων ἀναγνωσθῶσιν, ὡς ἂν φανῶμεν καὶ ἡμεῖς σύμφωνοι τοῖς
ἐν ἐκείναις πατράσι καὶ ἡ παροῦσα σύνοδος ἐκείναις ἀκόλουθος...».
Ἀντιλήφθηκε ὅμως ἐγκαίρως, ὅτι οἱ Λατῖνοι δὲν ἐπιθυμοῦσαν τὴν ἐξέταση
τῶν διαφορῶν καὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ Σχίσματος καὶ γενικὰ ἀληθινή
ἐκκλησιαστικὴ ἕνωση, ἀλλὰ ἐπεδίωκαν τὴν καθυπόταξη τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας στὸν Πάπα καὶ τὴν παραδοχὴ ἐκ μέρους αὐτῆς τῶν λατινικῶν
ἑτεροδιδασκαλιῶν, ἐγκαταλειπομένων τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων.
Ἔτσι θεώρησε
χρέος του νὰ ἡγηθεῖ τῆς πανορθοδόξου ἀντιδράσεως κατὰ τῶν λατινικῶν
σχεδίων καὶ τέθηκε ἐπί κεφαλῆς τῶν ἀποκληθέντων Ἀνθενωτικῶν, ὄχι μόνο
κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στήν
Κωνσταντινούπολη.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπέκρουσε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συνοδικῶν συζητήσεων τις
ἀξιώσεις καὶ τὴν ἐπιχειρηματολογία τῶν Λατίνων καὶ ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει
τὸν ὅρο της ἐπιβληθείσης ψευδό-ἑνώσεως.
Ἡ μὴ ὑπογραφὴ τοῦ ἀπαράδεκτου
γιὰ τὴν κοινὴ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, κειμένου ἐκ μέρους του
Ἁγίου Μάρκου, εἶχε τόσο μεγάλη σημασία, ὥστε μόλις ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ’
(1431-1447) τὸ πληροφορήθηκε ἀναφώνησε περίλυπος : «Ἐποιήσαμεν λοιπόν
οὐδέν».
Λίγο ἀργότερα ὁ αὐτοκράτορας προσέφερε στὸν Ἅγιο τὸν Πετριαρχικὸ θρόνο,
ἀλλὰ αὐτὸς ἀρνήθηκε. Ἐπειδὴ δέ, δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ συλλειτουργήσει μὲ τόν
λατινόφρονα Πατριάρχη Μητροφάνη τον ἀπὸ Κυζίκου, ἔφυγε ἀπὸ τήν
Κωνσταντινούπολη τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ ἔτους 1440 καὶ ἦλθε στήν
Ἔφεσο. Καὶ ἐκεῖ ὅμως δεχόταν ἐνοχλήσεις ἀπὸ τοὺς ἑνωτικούς.
Γι’ αὐτὸ ἀναχώρησε μὲ προορισμὸ τὸ Ἅγιο Ὅρος. Καθ’ ὁδόν, διερχόμενος διά
τῆς νήσου Λήμνου, κρατήθηκε καὶ περιορίσθηκε ἐκεῖ, μὲ ἐντολή του
αὐτοκράτορα.
Στὴ Λῆμνο παρέμεινε δύο χρόνια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐξαπέλυσε τη
σπουδαῖα ἐγκύκλιό του «τοῖς ἀπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων
εὑρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς».
Μετὰ ὁ θεοειδὴς στὴν ψυχὴ καὶ τὴν προαίρεση Ἅγιος, ἦλθε στήν
Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 23 Ἰουνίου τοῦ 1444
μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου των Μαγγάνων.
Ὁ
Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, τὸ 1456 μ.Χ., ὅρισε διὰ συνοδικῆς
πράξεως, νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου στὶς 19 Ἰανουαρίου
.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Θείας πίστεως, ὁμολογία, μέγον εὔρατο, ἡ Ἐκκλησία, ζηλωτὴν σὲ θειε Μᾶρκε
πανεύφημε, ὑπερμαχούντα πατρώου φρονήματος, καὶ καθαιροῦντα τοῦ σκότους
ὑψώματα. Ὅθεν ἄφεσιν, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τοῖς σέ
γεραίρουσι.
Ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς ὁ Χρυσοστόματος
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Κοσμᾶ, ἀναφέρεται στὸ Τυπικὸ τῆς μονῆς Χρυσοστόμου της
Κύπρου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Χρυσοστόμου,
γι’ αὐτὸ καλεῖται καὶ Χρυσοστόματος.
Ἔζησε ὁσιακὰ καὶ κοιμήθηκε μέ
εἰρήνη .
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἀρχιεπίσκοπος Κερκύρας
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα
Βασιλείου τοῦ Β’ (867-886 μ.Χ.) στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ πατέρας του καταγόταν
ἀπὸ τὴν ἁγία Πόλη καὶ ἡ μητέρα του ἀπὸ τὴν Βιθυνία.
Σὲ μικρὴ ἡλικία οἱ
γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια, ὅπου διδασκόταν τα
τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ σὲ νεαρὰ ἡλικία ἐκάρη μοναχός.
Ἀργότερα ἔφυγε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μετέβη στὴ Σελεύκεια, ὅπου
χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Μετὰ τὴν χειροτονία του ἐπανῆλθε στά
Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ Πατριάρχης Τρύφων
(928-931 μ.Χ.) τὸν διόρισε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τῆς Πόλης, ὡς ἱερέα,
ὁ δὲ διάδοχός του Πατριάρχης Θεοφύλακτος (933-956 μ.Χ.) τὸ ἐξέλεξε, γιά
τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου του, Ἐπίσκοπο Κερκύρας.
Ὡς ποιμένας διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀποστολική του δράση καὶ ἀφοσιώθηκε μέ
ἀγάπη ἐξ’ ὁλοκλήρου στὸ ποίμνιό του. Κάποια στιγμή, ἄγνωστο γιατί, ὁ
αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος (911-959 μ.Χ.), ζήτησε νά
μεταβοῦν στὴν Κωνσταντινούπολη οἱ ἄρχοντες τῆς Κέρκυρας.
Ὁ Ἅγιος, σέ
βαθὺ γῆρας, ἀνέλαβε νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ διευθετήσει
τὰ πράγματα. Κατὰ τὴν ἐπιστροφή του παράδωσε, κοντὰ στὴν Κόρινθο, την
ἁγία του ψυχὴ στὸ Θεό. Τὸ ἱερὸ λείψανό του μετακομίσθηκε στὴν Κέρκυρα
καὶ εἶναι πηγὴ πολλῶν θαυμάτων καὶ ἰάσεων.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τὰς χάριτας, καρποφορήσας πιστῶς, ποιμὴν ἱερώτατος, τῆς Ἐκκλησίας
Χριστοῦ, ἐδείχθης Ἀρσένιε, ὅθεν ἐν τῇ Κέρκυρᾳ, εὐκλεῶς διαπρέψας,
ἴθυνας τὸν λαόν σου, πρὸς νομὰς ἀληθείας. Καὶ νῦν ταῖς σαῖς ἱκεσίαις,
σῶζε τοὺς δούλους.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος Ἐπίσκοπος Ἰερισσοῦ
Ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος Μακάριος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων
Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337 μ.Χ.), Θεοδοσίου (379-395 μ.Χ.) καί
Ἀρκαδίου (395-408 μ.Χ.).
Ἦταν ὁ πρῶτος, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, Ἐπίσκοπος
Ἰερισσοῦ τῆς Χαλκιδικῆς καὶ θεωρεῖται κτήτορας τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου
Στεφάνου τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου ὅρους.
br />
Κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας, συναντήθηκε μὲ τόν
Μέγα Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἐπιζητοῦσε νὰ κτίσει τὴ Νέα Ρώμη κοντὰ στόν
Ἀκάνθιο ἰσθμό, ποὺ κεῖται κοντὰ στὴν Ἰερισσὸ καὶ τὸ Ἅγιο Ὅρος.
Μὲ τὴν σοφία τῶν λόγων του ἔπεισε τὸν βασιλέα νὰ μὴν προχωρήσει στήν
ὑλοποίηση τῶν σχεδίων του καὶ ἔτσι διέσωσε τὸ φιλήσυχο τῆς περιοχῆς καί
μάλιστα τὸ Ἅγιον Ὅρος.
Ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου ὁ Ἅγιος καταδιώχθηκε καὶ κατέφυγε στόν
Ἄθωνα. Θεωρεῖται δὲ δεύτερος κτήτορας τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη ἐπὶ τῆς βασιλείας του Ἀρκαδίου (395-408 μ.Χ).
Οἱ Ἅγιοι Παῦλος, Γερόντιος, Ἰανουάριος, Σατουρνίνος, Σακκέσιος, Ἰούλιος, Κάτιος, Πίος καὶ Γερμανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μάρτυρες, μαρτύρησαν στὴν Ἀφρική.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τῶν Ἁγίων αὐτῶν Μαρτύρων .
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος Ἐπίσκοπος Κυρήνειας
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Θεοδότου, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἔζησε
κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου (307-323 μ.Χ.), ἀναφέρεται στούς
Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναία δύο φορές: τὴ 19η ἢ 17η Ἰανουαρίου, ἡμέρα
τῆς ἀπελευθερώσεώς του ἀπὸ τὴ φυλακή, καὶ τῇ 2ᾳ Μαρτίου, ἡμέρα της
κοιμήσεώς του.
Ὁ Ἅγιος ἐκδιώχθηκε καὶ ἔπαθε πολλὰ γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, ἴσως ἐπὶ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου .
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Νηστευτὴς ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Μακάριος μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τῆς Μεγάλης Λαύρας
τοῦ Κιέβου.
Ἔζησε καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 12ο αἰῶνα μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Διάκονος ἐκ Ρωσίας
Ὁ
Ὅσιος Μακάριος ἔζησε μεταξὺ 13ου καὶ 14ου αἰῶνα μ.Χ.. Μόνασε στὴ μονή
τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τῶν Σπηλαίων του Κιέβου. Ὁ Θεός, γιὰ τὸν πνευματικό
τοῦ ἀγῶνα, τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος τοῦ Νόβγκοροντ ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἀπὸ μικρὸς ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1392 στὴ Ρωσία.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ρωμαῖος
Ο Όσιος Μακάριος έζησε μεταξύ του 15ου και 16ου αιώνα μ.Χ. και ασκήτεψε στο Νόβγκοροντ της Ρωσίας.
Πληροφορίες ἀπό saint.gr καί synaxarion.gr
Ἀπολυτίκια ἀπό youtube.com/@orthodoxmusic-8948
Ἀναδημοσίευση ἀπό Ἀναβάσεις
Κουμπιά
- Αρχική
- Οπτικό Αγιολόγιο
- Ιανουάριος
- Φεβρουάριος
- Μάρτιος
- Απρίλιος
- Μάιος
- Ιούνιος
- Ιούλιος
- Αύγουστος
- Σεπτέμβριος
- Οκτώβριος
- Νοέμβριος
- Δεκέμβριος
- Πατερικά
- Γεροντικά
- Ομιλίες
- Εσταυρωμένος
- Επικοινωνία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου