Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Ἐρμηνεία τῆς Ἀποστολικῆς περικοπῆς τῆς Κυριακῆς μετὰ τὰ Φῶτα ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο

Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα (Ἐφ. 4,7-13)

Ὑπομνηματισμὸς τῶν ἐδαφίων Ἐφ.4,4-16

Ἁγίου Ἰωάννου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου

«Ἕν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν.
῾Ἐνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ (Ἀποτελείτε ἕνα σῶμα, τὴν Ἐκκλησία, καὶ ἕνα Πνεῦμα ζωοποιεῖ τὸ σῶμα αὐτό, ἀφοῦ καὶ ὅλοι σας κληθήκατε μὲ μία κοινὴ ἐλπίδα τῆς κλήσεώς σας· διότι ὁ Θεὸς γιὰ μία καὶ τὴν ἴδια βασιλεία καὶ γιὰ τὰ ἴδια ἀγαθὰ σᾶς κάλεσε ὅλους.
Ἕνας καὶ μόνος Κύριος ὑπάρχει, μία πίστη ἔχουν ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἕνα βάπτισμα ἔλαβαν ὅλοι.
Ἕνας καὶ μόνος Θεὸς καὶ Πατέρας ὅλων ὑπάρχει. Αὐτὸς κυριαρχεῖ πάνω ἀπὸ ὅλους ὡς Δεσπότης.
Ἡ δική Του δύναμη διαχύνεται καὶ ἐνεργεῖ διαμέσου ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, σὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα της. Αὐτὸς κατοικεῖ μέσα σὲ ὅλους μας.
Πρέπει λοιπὸν νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα. Βέβαια ὅλοι οἱ πιστοὶ δὲν ἔχουμε λάβει τὰ ἴδια χαρίσματα, ἀλλὰ διάφορα καὶ ποικίλα. Αὐτὴ ὅμως ἡ διανομὴ γιὰ κανένα λόγο δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γίνεται αἰτία χωρισμοῦ μεταξὺ τῶν πιστῶν· διότι ἡ διανομὴ αὐτὴ δὲν εἶναι τυχαία, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν Χριστό.
Αὐτὸς δηλαδὴ στὸν καθένα ξεχωριστὰ ἀπὸ ἐμᾶς, ἔδωσε τὴ θεία χάρη, σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο ποὺ μὲ σοφία καὶ δικαιοσύνη χρησιμοποιεῖ στὴ διανομὴ τῆς δωρεᾶς Του)» (Ἐφ.4,4-7).
 
Ἀγάπη ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Παῦλος, ὄχι ὁποιανδήποτε, ἀλλὰ αὐτὴν ἡ ὁποία μᾶς συνενώνει μεταξύ μας ἀδιάσπαστα, καὶ μᾶς συνενώνει κατὰ τέτοιο τρόπο καὶ τόσο τέλεια, σὰν νὰ εἴμαστε μέλη πρὸς μέλη. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία κατορθώνει τὰ μεγάλα καλά.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγει «ἓν σῶμα (ἕνα σῶμα)»· γιὰ νὰ δείξει καὶ τὴ συμπάθεια καὶ τὸ νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε νὰ ἁρπάξουμε τὰ ἀγαθὰ τῶν ἄλλων καὶ τὸ νὰ χαιρόμαστε μαζὶ μὲ αὐτούς, καὶ ὅλα γενικῶς νὰ εἶναι κοινά.
Καὶ καλῶς εἶπε «ἕνα πνεῦμα» γιὰ νὰ δείξει ὅτι στὸ ἕνα σῶμα, ἕνα πνεῦμα θὰ ὑπάρχει, ἢ ὅτι εἶναι μὲν δυνατὸν νὰ ὑπάρχει ἕνα σῶμα, ὄχι ὅμως ἕνα πνεῦμα, ὅπως ἐὰν κάποιος γίνει φίλος αἱρετικῶν· ἢ ἐννοεῖ ὅτι ἀπὸ ἐκεῖνο προτρέπει, δηλαδὴ «ἐσεῖς οἱ ὁποῖοι λάβατε ἕνα Πνεῦμα καὶ ποτιστήκατε ἀπὸ μία πηγή, ὀφείλετε νὰ μὴν ἔχετε διχόνοια»· ἢ ἴσως «πνεῦμα» ἐδῶ νὰ ὀνομάζει τὴν προθυμία.
Ὕστερα λέγει «καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν (ἀφού καὶ ὅλοι σας κληθήκατε μὲ μία ἐλπίδα τῆς κλήσεώς σας)».
«Ὁ Θεός», λέγει, «στὰ ἴδια σᾶς κάλεσε· τίποτε περισσότερο δὲν μοίρασε στὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο· σὲ ὅλους χάρισε ἀθανασία, σὲ ὅλους ζωὴ αἰώνια, σὲ ὅλους δόξα ἀθάνατη, σὲ ὅλους ἀδελφότητα, σὲ ὅλους κληρονομία· κοινὴ κεφαλὴ ἔγινε σὲ ὅλους· ὅλους συνανέστησε καὶ κάθισε μαζί Του.
Ἐσεῖς λοιπὸν οἱ ὁποῖοι στὰ πνευματικὰ ἔχετε τόση ἰσοτιμία, ἀπὸ ποῦ ὁρμώμενοι μεγαλοφρονεῖτε; Ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ τάδε εἶναι πλούσιος καὶ ὁ τάδε ἰσχυρός; Καὶ πῶς δὲν θὰ ἦταν αὐτὸ ἀξιογέλαστο;». Διότι πές μου· ἐὰν κάποτε ὁ βασιλιᾶς, ἀφοῦ λάμβανε δέκα ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἔντυνε ὅλους μὲ πορφύρα καὶ τοὺς κάθιζε στὸν βασιλικὸ θρόνο καὶ ἔδινε σὲ ὅλους τὴν ἴδια τιμή, ἄραγε θὰ εἶχε τὴν τόλμη κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς νὰ κατηγορήσει τὸν ἄλλο ὅτι εἶναι πλουσιότερος ἢ λαμπρότερος; Καθόλου. Καὶ ἀκόμη δὲν τὰ εἶπα ὅλα· διότι δὲν εἶναι τόση ἡ διαφορὰ στοὺς οὐρανούς, ὅσο κάτω στὴ γῆ.
«Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα (Ἕνας καὶ μόνος Κύριος ὑπάρχει, μία πίστη ἔχουν ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἕνα βάπτισμα ἔλαβαν ὅλοι)». Ἰδοὺ ἡ ἐλπίδα τῆς κλήσεως: «Εἷς Θεὸς καὶ πὰτὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν (Ἕνας καὶ μόνος Θεὸς καὶ Πατέρας ὅλων ὑπάρχει. Αὐτὸς κυριαρχεῖ πάνω ἀπὸ ὅλους ὡς Δεσπότης. Ἡ δική Του δύναμη διαχύνεται κι ἐνεργεῖ διαμέσου ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, σὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα της. Αὐτὸς κατοικεῖ μέσα σὲ ὅλους μας)».
Μήπως λοιπὸν προσκλήθηκε σὲ ἐσένα μὲν ὁ μεγαλύτερος, ἐνῷ σὲ ἐκεῖνον ὁ μικρότερος; Καὶ μήπως ἐσὺ μὲν σώθηκες ἀπὸ τὴν πίστη, ἐνῷ ἐκεῖνος ἀπὸ τὰ ἔργα; Ἢ μήπως σὲ ἐσένα μὲν ἀφέθηκαν οἱ ἁμαρτίες διὰ τοῦ βαπτίσματος, ἐνῷ στὸν ἄλλο δὲν συνέβη τίποτε παρόμοιο;
«Εἷς Θὲὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν (Ἕνας καὶ μόνος Θεὸς καὶ Πατέρας ὅλων ὑπάρχει. Αὐτὸς κυριαρχεῖ πάνω ἀπὸ ὅλους ὡς Δεσπότης. Ἡ δική Του δύναμη διαχύνεται καὶ ἐνεργεῖ διαμέσου ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, σὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα της. Αὐτὸς κατοικεῖ μέσα σὲ ὅλους μας. Πρέπει λοιπὸν νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα)».
«Ὁ ἐπὶ πάντων» εἶναι ὁ Κύριος καὶ ὁ ὁποῖος βρίσκεται πάνω ἀπὸ ὅλους· «καὶ διὰ πάντων», δηλαδὴ Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προνοεῖ καὶ διοικεῖ· «καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν», δηλαδὴ Αὐτὸς ποὺ κατοικεῖ σὲ ἐμᾶς. «Ἂν καὶ αὐτὸ βέβαια εἶναι γνώρισμα τοῦ Υἱοῦ», λέγει· ὥστε καὶ ἂν ἀκόμη ὑπῆρχε ἐλάττωση, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ λεχθεῖ γιὰ τὸν Πατέρα.
«ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ (Βέβαια ὅλοι οἱ πιστοὶ δὲν ἔχουμε λάβει τὰ ἴδια χαρίσματα, ἀλλὰ διάφορα καὶ ποικίλα. Αὐτὴ ὅμως ἡ διανομὴ γιὰ κανένα λόγο δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γίνεται αἰτία χωρισμοῦ μεταξὺ τῶν πιστῶν· διότι ἡ διανομὴ αὐτὴ δὲν εἶναι τυχαία, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν Χριστό. Αὐτὸς δηλαδὴ στὸν καθέναν ξεχωριστὰ ἀπὸ ἐμᾶς, ἔδωσε τὴ θεία χάρη, σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο ποὺ μὲ σοφία καὶ δικαιοσύνη χρησιμοποιεῖ στὴ διανομὴ τῆς δωρεᾶς Του)».
«Τί λοιπόν;», θὰ ρωτοῦσε ἴσως κάποιος. «Ἀπὸ ποῦ εἶναι τότε διάφορα τὰ χαρίσματα; Διότι αὐτὸ ὁδήγησε πάντοτε καὶ αὐτοὺς καὶ τοὺς Κορινθίους καὶ πολλοὺς ἄλλους, τοὺς μὲν σὲ ἀνόητη τόλμη, τοὺς δὲ σὲ μικροψυχία καὶ φθόνο».
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν παίρνει τὸ παράδειγμα ἀπὸ τὸ σῶμα· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ τώρα αὐτὸ ἀνέφερε, ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ μνημονεύσει διάφορα χαρίσματα.

Λεπτομερέστερα λοιπὸν ἐξετάζει καὶ ἐλέγχει αὐτὸ στὴν «πρὸς Κορινθίους» ἐπιστολή, ἐπειδὴ ἐκεῖ κατ' ἐξοχὴν βασάνισε αὐτοὺς κατὰ τρόπο τυραννικὸ αὐτὸ τὸ νόσημα· τώρα ὅμως ἐδῶ ἁπλῶς τὸ ἔθιξε. Καὶ πρόσεχε τί λέγει. Δὲν εἶπε: «σύμφωνα μὲ τὴν πίστη τοῦ καθενός», γιὰ νὰ μὴν ὁδηγήσει σὲ μικροψυχία ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν ἀξιώθηκαν τὰ μεγάλα χαρίσματα. Ἀλλὰ τί λέγει; «Σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ».
«Τὰ κυριότερα ἀπὸ ὅλα», λέγει, «εἶναι κοινὰ σὲ ὅλους, δηλαδὴ τὸ βάπτισμα, ἡ σωτηρία μέσῳ τῆς πίστεως, τὸ νὰ ἔχουμε τὸν Θεὸ Πατέρα, τὸ νὰ μετέχουμε ὅλοι στὸ ἴδιο Πνεῦμα. Ἐὰν πάλι ὁ τάδε ἔχει κάποιο χάρισμα περισσότερο, μὴ στενοχωριέσαι, διότι καὶ ὁ κόπος εἶναι σὲ αὐτὸν περισσότερος· καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα, πέντε τοῦ ζητήθηκαν· ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὰ δύο, δύο μόνο πρόσφερε, καὶ τίποτε λιγότερο δὲν ἔλαβε ἀπὸ ἐκεῖνον».
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἐδῶ ἀπὸ τὴν ἴδια αἰτία παρηγορεῖ τὸν ἀκροατή.
«Πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ
(Γιὰ νὰ καταρτίζονται οἱ Χριστιανοὶ καὶ νὰ ἐπιτελεῖται τὸ ἔργο τῆς διακονίας, μὲ τὸ ὁποῖο οἰκοδομεῖται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
 
Μέχρι νὰ φθάσουμε νὰ ἔχουμε ὅλοι μία καὶ τὴν ἴδια ἀληθινὴ πίστη καὶ τέλεια γνώση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ προοδεύσουμε πνευματικά, ἕως ὅτου γίνουμε ἕνας τέλειος ἄνθρωπος καὶ νὰ ἀποκτήσουμε τὸ μέτρο τῆς πνευματικῆς ὡριμότητας καὶ τελειότητας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ νὰ ἔχουμε πλήρεις τὶς δωρεὲς καὶ τὴν πνευματικὴ τελειότητά Του)» (Ἐφ.4,12-13), λέγει.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ἔλεγε ἀλλοῦ: «Ἐὰν γὰρ εὐαγγελίζωμαι, οὐκ ἔστι μοὶ καύχημα· ἀνάγκη γὰρ μοὶ ἐπίκειται· οὐαὶ δὲ μοὶ ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι.
 (Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πραγματικὸ καύχημά μου. Διότι, ἐὰν κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὸ δὲν μοῦ δίνει τὸ δικαίωμα νὰ καυχιέμαι, τὸ κήρυγμα εἶναι ἐπιβεβλημένη ἀνάγκη καὶ χρέος γιὰ μένα, ἀφοῦ ὁ Κύριος μὲ κάλεσε σὲ αὐτό.
Ἀλίμονο ὅμως σὲ μένα ἐάν, ἀθετῶντας τὴν ὑποχρέωσή μου αὐτή, δὲν κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιο)» (Α΄Κορ.9,16).
Δηλαδὴ ἔλαβε χάρισμα ἀποστολῆς. Ἀλλὰ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀκριβῶς, γιὰ τὸ ὅτι ἔλαβε, ἀλίμονο· ἐνῷ ἐσὺ ἔχεις ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν κίνδυνο.

«Σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο». Τί σημαίνει «σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο»; Δηλαδὴ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴ δική μας ἀξία· διότι δὲν θὰ λάμβανε κανεὶς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔλαβε, ἀλλὰ ὅλοι ἀπὸ τὴ δωρεά Του λάβαμε. Καὶ γιατί ὁ ἕνας ἔλαβε περισσότερο, καὶ ὁ ἄλλος λιγότερο;
«Δὲν ἔχει καμία σημασία αὐτό», λέγει, «ἀλλὰ εἶναι ἀδιάφορο πρᾶγμα· διότι στὴν οἰκοδομὴ ὁ καθένας συντελεῖ».
Καὶ μὲ αὐτὸ δείχνει ὅτι δὲν ἔλαβε ἀπὸ τὴ δική του ἀξία ὁ μὲν περισσότερο, ὁ ἄλλος λιγότερο, ἀλλὰ γιὰ ἄλλους λόγους, ὅπως ἀκριβῶς ἔκρινε ὁ Θεὸς· ἐπειδὴ καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Νυνὶ δὲ ὁ Θὲὸς ἔθετο τὰ μέλη ἓν ἕκαστον αὐτῶν ἐν τῷ σώματι καθὼς ἠθέλησεν (Τώρα ὅμως ὁ Θεὸς σοφὰ τοποθέτησε στὸ ἀξίωμα καθένα ἀπὸ τὰ μέλη ἀκριβῶς ὅπως θέλησε σύμφωνα μὲ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν πανσοφία Του, πάντοτε γιὰ τὸ συμφέρον καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση ὁλόκληρου τοῦ σώματος)» (Α΄Κορ.12,180)· καὶ δὲν λέγει τὸν λόγο, γιὰ νὰ μὴ μειώσει τὸ φρόνημα τῶν ἀκροατῶν.

«Διὸ λέγει· ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμὰλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις (Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς διανέμει τὰ χαρίσματα, γι' αὐτὸ λέει καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ στοὺς Ψαλμούς: «Ὅταν ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἀνάληψή Του ἀνέβηκε ψηλὰ στὸν οὐρανό, ἔδεσε αἰχμαλώτους τους ἐχθρούς Του, δηλαδὴ τὸν σατανᾶ καὶ τὸν θάνατο, καὶ ἔδωσε χαρίσματα στοὺς ἀνθρώπους»)» (Ἐφ.4,8).
Δηλαδή, τί μεγαλοφρονεῖς; Ὅλα ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔγιναν. Ὁ μὲν προφήτης λέγει στὸν Ψαλμό: «Ἔλαβε ὅσα ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους» (Ψαλμ.67,19: «Ἀνέβης εἰς ὕψος, ᾐχμαλώτευσας αἰχμαλωσίαν, ἔλαβες δόματα ἐν ἀνθρώποις (Ὑψιστε Κύριε, φάνηκες τόσο μεγάλος καὶ ὑψηλός! Ἀνέβηκες στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, ἀφοῦ κατήγαγες αἰώνιο θρίαμβο, αἰχμαλώτισες ἀμέτρητους αἰχμαλώτους (ἐδώ ἐννοεῖ τοὺς δαίμονες, μὲ βάση ὅσα λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος παρακάτω), τοὺς ὁποίους σέρνεις πίσω Σου δεμένους.
Πῆρες ὡς φόρο ὑποτέλειας πλούσια δῶρα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους· ὄχι μόνο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πειθαρχικὰ Σὲ ἀναγνωρίζουν ὡς βασιλιᾶ τους, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ἀπείθαρχους καὶ δύστροπους, ἔτσι ὥστε νὰ κατασκηνώσεις καὶ ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ὡς κυρίαρχος κυβερνήτης)»)(ἐρμ. ἀπόδοση Παν. Τρεμπέλα)· ὁ ἴδιος δὲ ὁ Παῦλος, λέγει: «ἔδωσε δῶρα στοὺς ἀνθρώπους». Τὸ ἴδιο εἶναι.

«Τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς; ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πλὴρώσῃ τὰ πάντα (Λέγοντας λοιπὸν ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὸν Χριστὸ ὅτι ἀνέβηκε, τί ἄλλο σημαίνει παρὰ ὅτι πρωτύτερα καὶ κατέβηκε στὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ σταυρώθηκε;
Ὁ Χριστὸς ποὺ κατέβηκε, εἶναι ὁ Ἴδιος, ποὺ καὶ ἀνέβηκε ἐπάνω ἀπ΄όλους τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ γεμίσει μὲ τὴν παρουσία Του καὶ τὶς δωρεές Του τὰ πάντα)» (Ἐφ.4,9-10).
Ὅταν ἀκοῦς αὐτά, μὴν τὰ θεωρεῖς σὰν μετάβαση· διότι αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέγει στὴν «πρὸς Φιλιππησίους» ἐπιστολή, αὐτὸ λέγει καὶ ἐδῶ.
 Ὅπως ἐκεῖ προτρέποντας σὲ ταπεινοφροσύνη παρουσιάζει τὸν Χριστό, ἔτσι λοιπὸν καὶ ἐδῶ, ὅταν λέγει ὅτι «κατέβη στὰ κατώτατα τῆς γῆς», στὸν Χριστὸ ἀναφέρεται.
Διότι, ἐὰν δὲν ἦταν αὐτό, θὰ ἦταν περιττὸς ὁ λόγος: «Καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ (Καὶ ἐνῷ παρουσιάστηκε μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἦταν μόνον ἄνθρωπος, ὅπως φαινόταν, ἀλλὰ ἦταν συγχρόνως καὶ Θεός. Καὶ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό Του δείχνοντας τέλεια ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ, ποὺ εἶναι ὁ πλέον ὀδυνηρὸς καὶ ἀτιμωτικὸς θάνατος)» (Φιλιπ.2,8). Ἀπὸ τὴν ἀνάβαση λοιπὸν ὑπαινίσσεται τὴν κατάβαση.

Ἐπίσης μὲ τὴ φράση «τὰ κάτω μέρη τῆς γῆς» ἐννοεῖ τὸν θάνατο, ἀπὸ τὰ βάθη δηλαδὴ τῆς διάνοιας τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Ἰακώβ: «Ἐὰν οὖν λάβητε καὶ τοῦτον ἐκ τοῦ προσώπου μου καὶ συμβῇ αὐτῷ μαλακία ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ κατάξετέ μου τὸ γῆρας μετὰ λύπης εἰς ᾅδου (Ἐάν λοιπὸν πάρετε καὶ τοῦτον ἀπὸ κοντά μου καὶ τοῦ συμβεῖ στὸ δρόμο κάποιο δυστύχημα, θὰ γκρεμίσετε τὰ γεράματά μου βαθύτατα λυπημένα στὸν ἅδη)» (Γέν.44,29)· καὶ πάλι στὸν Ψαλμό: «Ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρὲψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον (Ὅσο τὸ δυνατὸν ταχύτερα κάνε δεκτή, Κύριε, τὴν προσευχή μου. Ἀπόκαμα πλέον, ὀλιγοψύχησε καὶ κινδυνεύει νὰ σβήσει τὸ πνεῦμα μου. Μὴ γυρίσεις ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό Σου ἀπὸ ἐμένα, διότι τότε θὰ μοιάσω μὲ τοὺς νεκρούς, οἱ ὁποῖοι κατεβαίνουν ὁριστικὰ στὸν τάφο)»(Ψαλμ.142,7), δηλαδὴ μὲ τοὺς νεκρούς.
Καὶ γιατί ἐπεξεργάζεται αὐτὸ τὸ χωρίο ἐδῶ; Ποιά αἰχμαλωσία ἐννοεῖ; Τὴν αἰχμαλωσία τοῦ διαβόλου. Αἰχμάλωτο συνέλαβε τὸν τύραννο, τὸν διάβολο, τὸν θάνατο, τὴν κατάρα καὶ τὴν ἁμαρτία. Βλέπεις λάφυρα καὶ ὅπλα;

«Τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη; (Λέγοντας λοιπὸν ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὸν Χριστὸ ὅτι ἀνέβηκε, τί ἄλλο σημαίνει παρὰ ὅτι πρωτύτερα καὶ κατέβηκε;)».
Αὐτὸ ταιριάζει γιὰ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ αἱρετικοῦ τοῦ Παύλου Σαμοσατέως. «Ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πλὴρώσῃ τὰ πάντα (Ὁ Χριστὸς ποὺ κατέβηκε, εἶναι ὁ Ἴδιος, ποὺ καὶ ἀνέβηκε ἐπάνω ἀπ΄όλους τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ γεμίσει μὲ τὴν παρουσία Του καὶ τὶς δωρεές Του τὰ πάντα)». «Στὰ κατώτερα», λέγει, «μέρη τῆς γῆς κατέβηκε, μετὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχουν ἄλλα· καὶ ἀνέβηκε ὑπεράνω ὅλων, μετὰ ἀπὸ τὸν Ὁποῖο δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο». Δηλαδὴ γέμισαν ὅλα ἀπὸ τὴν κυριαρχία καὶ τὶς ἐνέργειές Του· ἐξάλλου καὶ πρὶν συμβεῖ αὐτὸ τὰ πάντα ἦσαν γεμᾶτα.
Καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (Καὶ αὐτὸς ἔδωσε διάφορα χαρίσματα καὶ διακονίες. Ἄλλους ἔθεσε ἀποστόλους, ἄλλους προφῆτες, ἄλλους εὐαγγελιστές, ἄλλους ποιμένες καὶ διδασκάλους, γιὰ νὰ καταρτίζονται οἱ Χριστιανοὶ καὶ νὰ ἐπιτελεῖται τὸ ἔργο τῆς διακονίας, μὲ τὸ ὁποῖο οἰκοδομεῖται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ)» (Ἐφ.4,11-12).
Αὐτὸ δηλαδὴ τὸ ὁποῖο λέγει ἀλλοῦ: «Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα (Γιὰ τὴν ταπείνωση λοιπὸν καὶ τὴν ὑπακοὴ Του αὐτὴ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ ὡς ἄνθρωπο καὶ Τοῦ χάρισε ὄνομα, τὸ ὄνομα Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο ὄνομα)» (Φιλιπ.2,9), αὐτὸ λέγει καὶ ἐδῶ· «Ἐκεῖνος ποὺ κατέβηκε εἶναι Αὐτὸς ποὺ καὶ ἀνέβηκε».
Σὲ τίποτε δὲν Τὸν ἔβλαψε τὸ ὅτι κατῆλθε στὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς, οὔτε Τὸν ἐμπόδισε νὰ ἀνέλθει ὑψηλότερα ἀπὸ τοὺς οὐρανούς.
Ὥστε ὅσο περισσότερο ταπεινωθεῖ κανείς, τόσο περισσότερο ὑψώνεται. Διότι ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὸ νερό, ὅσο περισσότερο κανεὶς προσπαθεῖ νὰ τὸ κατεβάσει, τόσο περισσότερο τὸ ἀνυψώνει, καὶ ὅσο τὸ ἐκσφεντονίζει ἀπὸ ἀπόσταση, τόσο περισσότερο ἐπιτυγχάνει, ἔτσι καὶ τὴν περίπτωση τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἀλλὰ ὅταν ὁμιλεῖ γιὰ τὶς ἀναβάσεις τοῦ Θεοῦ, ὁπωσδήποτε ἐννοεῖ ὅτι προηγήθηκε ἡ κατάβαση· ὅταν ὅμως ἀναφέρεται στὸν ἄνθρωπο, ἀσφαλῶς ὄχι.
 
Ὕστερα δείχνει καὶ τὴν πρόνοια καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔκανε τόσα, καὶ μποροῦσε τόσα πρὸς χάρη μας, καὶ δὲν δίστασε νὰ κατέλθει γιὰ ἐμᾶς καὶ μέχρι τὰ κατώτερα μέρη, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μοίραζε τυχαῖα τὰ πνευματικὰ χαρίσματα.
Ἀλλοῦ ὅμως λέγει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔκανε αὐτά, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνὶῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος.
 (Προσέχετε λοιπὸν τὸν ἑαυτό σας, πῶς θὰ συμπεριφέρεστε καὶ τί θὰ διδάσκετε. Προσέχετε καὶ ὅλο τὸ πνευματικό σας ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σᾶς τοποθέτησε ἐπισκόπους γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἔσωσε καὶ κατέστησε κτῆμα Τοῦ μὲ τὸ δικό Του αἷμα)» (Πράξ.20,28).
 
Ἐδῶ λέγει ὅτι ὁ Υἱὸς ἔκανε αὐτὰ· ἀλλοῦ ὅτι ὁ Θεὸς Πατήρ: «Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θὲὸς ἐν τῇ ἐκκλησὶᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν (Καὶ βέβαια ὁ Θεὸς τοποθέτησε στὴν Ἐκκλησία τὸν καθένα στὴν ὁρισμένη τοῦ θέση. Στὴν πρώτη θέση τοὺς Ἀποστόλους, στὴ δεύτερη τοὺς προφῆτες, στὴν τρίτη τοὺς διδασκάλους.
Ἔπειτα ἄλλους τοὺς ἔθεσε νὰ κάνουν κάθε εἴδους θαύματα, ἄλλους νὰ ἔχουν χαρίσματα θεραπειῶν, χαρίσματα προστασίας τῶν ὀρφανῶν, τῶν χηρῶν, τῶν φτωχῶν, τῶν κάθε εἴδους ἀσθενῶν· χαρίσματα διακυβερνήσεως καὶ διοικήσεως μέσα στὴν Ἐκκλησία· χαρίσματα διαφόρων γλωσσῶν)» (Α΄Κορ.12,28).
Ἐπίσης, στὴν ἐπιστολὴ «πρὸς Κορινθίους» λέγει: «Ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἀπολλὼς ἐπότισεν, ἀλλ᾿ ὁ Θὲὸς ηὔξανεν (Ἐγώ ὁ Παῦλος φύτεψα σὲ σᾶς τὴν πίστη μὲ τὸ κήρυγμά μου, ὁ Ἀπολλὼς πότισε τὴ νεοφυτεμένη πίστη σας, ἀλλὰ ὁ Θεός την αὔξανε.
Χωρὶς ὅμως τὴν αὔξηση αὐτή, ἡ σπορὰ οὔτε θὰ φύτρωνε, οὔτε θὰ ριζοβολοῦσε, οὔτε θὰ καρποφοροῦσε)» (Α΄Κορ.3,6).
Και πάλι: «Ὁ φυτεύων δὲ καὶ ὁ ποτίζων ἕν εἰσιν· ἕκαστος δὲ τὸν ἴδιον μισθὸν λήψεται κατὰ τὸν ἴδιον κόπον.
(Ἐκείνος πάλι ποὺ φυτεύει, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ποτίζει εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ· δηλαδὴ ὑπηρέτες τοῦ ἴδιου Κυρίου, ποὺ ἐργάζονται στὸ ἴδιο ἔργο. Θὰ πάρει,όμως, ὁ καθένας τους τὸν μισθὸ ποὺ τοῦ ἀνήκει ἀνάλογα μὲ τὸν κόπο τοῦ)» (Α΄Κορ.3,8).
 
Ἔτσι καὶ ἐδῶ. Τί σημασία λοιπὸν ἔχει ἐὰν λιγότερο συνεισφέρεις; Τόσο ἔλαβες. «Πρῶτον, ἀποστόλους»· διότι τὰ πάντα εἶχαν αὐτοί.
 «Δεύτερον, προφῆτες»· διότι ὑπῆρχαν μερικοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν ἦσαν μὲν ἀπόστολοι, ἦσαν ὅμως προφῆτες, ὅπως ὁ Ἄγαβος.
«Τρίτον, διδασκάλους γιὰ τὴν κήρυξη τοῦ Εὐαγγελίου»· αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν περιέρχονταν ὅλους τοὺς τόπους, ἀλλὰ μόνο κήρυτταν τὸ εὐαγγέλιο, ὅπως ἡ Πρίσκιλλα καὶ ὁ Ἀκύλας.
«Ποιμένες καὶ διδασκάλους», ἐκείνους στοὺς ὁποίους ἐμπιστεύθηκε ὁλόκληρο τὸ ἔθνος. Τί λοιπόν; Οἱ ποιμένες καὶ οἱ διδάσκαλοι εἶναι κατώτεροι; Καὶ μάλιστα πολὺ κατώτεροι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κάθονταν καὶ ἀσχολοῦνταν μὲ ἕναν τόπο, ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι περιέρχονταν καὶ εὐαγγελίζονταν, ὅπως δηλαδὴ ἦσαν ὁ Τιμόθεος καὶ ὁ Τίτος.
Ἄλλωστε δὲν εἶναι δυνατὸν ἐδῶ νὰ κάνουμε τὴ διάκριση τοῦ κατωτέρου καὶ ἀνωτέρου, ἀλλὰ ἀπὸ ἄλλη ἐπιστολή. «Αὐτὸς ἔδωσε», λέγει· μὴν προβάλλεις λοιπὸν καμία ἀντίρρηση. Ἢ ἴσως ὀνομάζει εὐαγγελιστὲς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔγραψαν τὸ εὐαγγέλιο.
«Καὶ αὐτὸς ἔδωκε τὸὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ πρόφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποὶμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
 (Καὶ αὐτὸς ἔδωσε διάφορα χαρίσματα καὶ διακονίες. Ἄλλους ἔθεσε ἀποστόλους, ἄλλους προφῆτες, ἄλλους εὐαγγελιστές, ἄλλους ποιμένες καὶ διδασκάλους, γιὰ νὰ καταρτίζονται οἱ Χριστιανοὶ καὶ νὰ ἐπιτελεῖται τὸ ἔργο τῆς διακονίας, μὲ τὸ ὁποῖο οἰκοδομεῖται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ)» (Ἐφ.4,11-12).
Βλέπεις τὸ ἀξίωμα; Ὁ καθένας οἰκοδομεῖ, ὁ καθένας καταρτίζει, ὁ καθένας ὑπηρετεῖ· «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ (μέχρι νὰ φθάσουμε νὰ ἔχουμε ὅλοι μία καὶ τὴν ἴδια ἀληθινὴ πίστη καὶ τέλεια γνώση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ προοδεύσουμε πνευματικά, ἕως ὅτου γίνουμε ἕνας τέλειος ἄνθρωπος καὶ νὰ ἀποκτήσουμε τὸ μέτρο τῆς πνευματικῆς ὡριμότητας καὶ τελειότητας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ νὰ ἔχουμε πλήρεις τὶς δωρεὲς καὶ τὴν πνευματικὴ τελειότητά Του)» (Ἐφ.4,13).
«Τέλειο ἀνάστημα» ὀνομάζει ἐδῶ τὴν τέλεια ἐπίγνωση·διότι ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἄνδρας ἵσταται μὲ σταθερότητα, ἐνῷ οἱ νεαροὶ περιπλανῶνται κατὰ τὸν νοῦ, ἔτσι συμβαίνει καὶ στοὺς πιστούς.
«Στὴν ἑνότητα», λέγει, «τῆς πίστεως»· δηλαδὴ μέχρις ὅτου ἀποκτήσουμε ὅλοι μία πίστη. Διότι αὐτὸ εἶναι ἑνότητα πίστεως, ὅταν ὅλοι εἴμαστε ἕνα, ὅταν ὅλοι ἀντιλαμβανόμαστε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὸν σύνδεσμο· μέχρι τότε πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε.

Ἐὰν ἔλαβες χάρισμα γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, γιὰ νὰ οἰκοδομεῖς ἄλλους, πρόσεχε μήπως καταστρέψεις τὸν ἑαυτό σου, φθονῶντας κάποιον ἄλλο. Σὲ τίμησε ὁ Θεὸς καὶ σὲ ἔταξε νὰ οἰκοδομεῖς καὶ νὰ καταρτίζεις ἄλλον.
Καὶ ὁ ἀπόστολος βέβαια γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἦταν ἀπόστολος, καὶ ὁ προφήτης γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν προφήτευε καὶ ἔπειθε, καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν εὐαγγελιζόταν καὶ ὁ ποιμένας καὶ ὁ διδάσκαλος· σὲ ὅλους ἕνα ἔργο ἀνατέθηκε.
Μὴ μοῦ πεῖς λοιπὸν γιὰ τὴ διαφορὰ τῶν χαρισμάτων, ἀλλὰ γιὰ τὸ ὅτι ὅλοι εἶχαν ἕνα ἔργο. Ὅταν λοιπὸν ὅλοι πιστεύουμε ὅμοια, τότε ὑπάρχει ἑνότητα. Διότι εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸν ὀνομάζει ἄνδρα τέλειο.
 
Ἀλλοῦ βέβαια μᾶς ὀνομάζει νηπίους καὶ ὅταν εἴμαστε τέλειοι, ἀλλὰ ἄλλος εἶναι ἐκεῖ ὁ σκοπός του· διότι ἀφοῦ εἶπε «ἐκ μέρους δὲ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν (θὰ καταργηθοῦν ὅλα αὐτὰ στὴν ἄλλη ζωὴ· διότι τώρα ἕνα μέρος τῆς γνώσεως κατέχουμε καὶ ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας προφητεύουμε.
Στὴ ζωὴ αὐτὴ ἡ γνώση μας εἶναι περιορισμένη, καὶ οἱ προφῆτες ἕνα μέρος μόνο τῶν μυστηρίων τῆς θείας σοφίας μᾶς ἀποκαλύπτουν)» (Α΄Κορ. 13,9), πρόσθεσε καὶ ὅτι ὡς δι’ αἰνίγματος γνωρίζουμε, καθὼς καὶ ὅλα τὰ παρόμοια· ἐδῶ ὅμως γιὰ ἄλλον λόγο τὸ εἶπε αὐτό, γιὰ νὰ δηλώσει ὅτι εὔκολα μεταπίπτουμε, ὅπως καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Τελείων δὲ ἐστιν ἡ στερεὰ τροφή, τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ.
(Ἡ στερεὰ ὅμως καὶ ὑψηλότερη πνευματικὴ τροφὴ εἶναι γιὰ τοὺς τέλειους Χριστιανούς. Αὐτοὶ ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἐμπειρία ἔχουν τὰ πνευματικά τους αἰσθητήρια γυμνασμένα, προκειμένου νὰ διακρίνουν εὔκολα τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πλάνη)» (Ἐβρ.5,14). Βλέπεις πὼς καὶ ἐκεῖ μᾶς ὀνομάζει τέλειους;

Πρόσεχε λοιπὸν πῶς μᾶς ὀνόμασε τέλειους ἐδῶ διὰ τῶν ὅσων προσθέτει: «ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι πὰντὶ ἀνὲμῳ τῆς διδασκαλίας, ἐν τῇ κυβεὶᾳ τῶν ἀνθρώπων, ἐν πανουργὶᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης (γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε πνευματικῶς πλέον νήπιοι καὶ σαλευόμαστε σὰν τὰ κύματα καὶ περιφερόμαστε ἄστατα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀπὸ κάθε ἄνεμο διδασκαλίας.
Αὐτὸ μάλιστα ποὺ σὰν βίαιος ἄνεμος προκαλεῖ ἀστάθεια, ἀνάμεσά σας καὶ σᾶς ἀναστατώνει εἶναι ἡ δόλια ἀπάτη τῆς διδασκαλίας τῶν πλανεμένων ἀνθρώπων, ποὺ μὲ πανοῦργα τεχνάσματα ζητοῦν νὰ διαδώσουν τὴν πλάνη τους)» (Ἐφ.4,14).

«Αὐτό», λέγει, «τὸ ὀλίγο τὸ ὁποῖο λάβαμε γιὰ νὰ τὸ κρατοῦμε μὲ κάθε ἐπιμέλεια, μὲ στερεότητα καὶ ἀσφάλεια».
«ἵνα μηκέτι»: Τὸ «μηκέτι» δείχνει ὅτι παλαιότερα αὐτὸ πάθαμε. Καὶ συμπεριλαμβάνει καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ στὴ συνέχεια τῆς διηγήσεως τὸ διορθώνει.
«Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν», λέγει, «τόσο πολλοὶ ἔγιναν οἱ κτίστες, γιὰ νὰ μὴν κλονίζεται ἡ οἰκοδομή, γιὰ νὰ μὴν ταλαντεύεται, γιὰ νὰ εἶναι στερεωμένοι οἱ λίθοι»· διότι σὲ ἐκείνους παρατηρεῖται ὁ κλυδωνισμός, ἡ ταλάντευση, ὁ κλονισμός.
«Ὥστε νὰ μὴν εἴμαστε πλέον», λέγει, «νήπιοι, κλονιζόμενοι καὶ παρασυρόμενοι ἀπὸ κάθε ἄνεμο τῆς διδασκαλίας, μέσα στὴ δολιότητα τῶν ἀνθρώπων, μέσα στὴν πανουργία τους πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς ὁμαδικῆς παραπλανήσεως».
«Καὶ παρασυρόμενοι», λέγει, «ἀπὸ κάθε ἄνεμο». Ὁμίλησε ἐναντίον τῆς μεταβολῆς, γιὰ νὰ δείξει σὲ ποιό κίνδυνο βρίσκονται οἱ ψυχὲς οἱ ὁποῖες διστάζουν. «Ἀπὸ κάθε ἄνεμο τῆς διδασκαλίας», λέγει, «μέσα στὴ δολιότητα τῶν ἀνθρώπων, μέσα στὴν πανουργία τους πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς μεθοδικῆς παραπλανήσεως».
«Κυβευτὲς» λέγονται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι παίζουν τοὺς πεσσούς. Αὐτοὶ εἶναι οἱ πανοῦργοι, ὅταν βροῦν ὁρισμένους ἀφελεῖς· καθ' ὅσον ἐκεῖνοι μεταχειρίζονται τὰ πάντα καὶ τὰ κάνουν ἄνω κάτω.

Ἐδῶ καταπιάνεται καὶ μὲ τὸν βίο. «Ἀληθεύοντες δὲ ἐν ἀγὰπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, ὃς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός, ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶμα συναρμολογούμενον καὶ συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας κατ᾿ ἐνέργειαν ἐν μὲτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέρους τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομὴν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ.
 (Ἐκεῖνοι βέβαια διδάσκουν ψέματα καὶ πλάνες. Ἐμεῖς ὅμως, μένοντας σταθεροὶ στὴν ἀληθινὴ πίστη, ποὺ συνοδεύεται μὲ τὴν ἀγάπη, ἂς ἀνεβοῦμε καὶ ἂς προοδεύσουμε πνευματικά, μέχρις ὅτου φθάσουμε σὲ τέτοιο ὕψος, ὥστε νὰ ἐξομοιωθοῦμε σὲ ὅλα μὲ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός.
Ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Χριστό, μὲ τὴν πνευματικὴ βοήθεια ποὺ χορηγεῖ, συναρμόζεται κα συνταιριάζεται ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἐπαφὴ καὶ ἄμεση ἐπικοινωνία ὅλων τῶν μελῶν.
Καὶ χορηγεῖ τὴ βοήθειά Του αὐτὴ ὁ Χριστὸς ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς προθυμίας κάθε μέλους καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ τὸ ἔργο ποὺ κάθε μέλος ἐπιτελεῖ.
Καὶ ἔτσι τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς εἶναι ἑνωμένο μὲ τὸν Χριστὸ καὶ δέχεται ἀπὸ Αὐτὸν τὴ χορήγηση καὶ βοήθειά Του, ἐπιτελεῖ τὴν αὔξησή του, ὥστε ὅλα τὰ μέλη καὶ τὸ σύνολό του νὰ οἰκοδομεῖται μὲ τὴν ἀγάπη)» (Ἐφεσ.4,15-16), λέγει.
 
Μὲ πολλὴ ἀσάφεια τὸ ἑρμήνευσε μὲ τὸ ὅτι θέλησε νὰ τὰ συμπεριλάβει ὅλα μαζί. Αὐτὸ δὲ τὸ ὁποῖο λέγει σημαίνει τὸ ἑξῆς: Ὅπως ἀκριβῶς τὸ πνεῦμα τὸ ὁποῖο κατεβαίνει ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο διὰ τῶν νεύρων, δὲν δίνει τὴν αἴσθηση ὅπως τύχει σὲ ὅλα τὰ μέλη, ἀλλὰ στὸ καθένα κατ’ ἀναλογίαν, σὲ ἐκεῖνο μὲν ποὺ μπορεῖ νὰ δεχθεῖ περισσότερο, περισσότερο, σὲ ἐκεῖνο δὲ ποὺ μπορεῖ νὰ δεχτεῖ λιγότερο, λιγότερο- διότι αὐτὸ εἶναι ἡ ρίζα, τὸ πνεῦμα-, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς· οἱ ψυχὲς εἶναι ἑνωμένες μαζί Του σὰν μέλη, καὶ ἡ πρόνοιά Του καὶ ἡ χορήγηση τῶν χαρισμάτων γίνεται κατ΄αναλογίαν καὶ δίνει τὴν αὔξηση συμφώνως πρὸς τὴν δυνατότητα κάθε μέλους.
Τί σημαίνει τὸ «διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας»; Δηλαδὴ διὰ τῆς αἰσθήσεως. Διότι τὸ πνεῦμα ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐπιχορηγεῖται στὰ μέλη ἀπὸ τὴν κεφαλή, ὅταν ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ κάθε μέλος, ἔτσι ἐνεργεῖ.
Σὰν νὰ ἔλεγε κάποιος ὅτι τὸ σῶμα λαμβάνοντας τὴν ἐπιχορήγηση ἀπὸ τὴν κεφαλή, κατ΄αναλογίαν τῶν μελῶν του, προχωρεῖ στὴν αὔξηση· ἢ μὲ ἄλλον τρόπο· τὰ μέλη κατὰ τὴν ἀναλογία τοῦ μέτρου τους δεχόμαστε τὴν ἐπιχορήγηση, προχωροῦν στὴν αὔξουσα· ἢ καὶ μὲ ἄλλον τρόπο· ἐπιχεόμενο ἀφθόνως ἀπὸ ψηλὰ τὸ Πνεῦμα καὶ ἐρχόμενο σὲ ἐπαφὴ μὲ ὅλα τὰ μέλη, καὶ χορηγούμενο τόσο, ὅσο μπορεῖ τὸ καθένα νὰ δεχτεῖ, ἔτσι προχωρεῖ στὴν αὔξηση τὸ σῶμα.
Καὶ γιατί πρόσθεσε τὸ «ἐν ἀγάπῃ»; Διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος γιὰ νὰ κατέλθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Διότι, ὅπως ἀκριβῶς, ἐὰν τύχει κάποιο χέρι νὰ ἀποσπαστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε τὸ πνεῦμα τὸ ὁποῖο ἔρχεται ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο, ἐπιζητῶντας νὰ συνεχίσει τὴν πορεία του, ἐὰν δὲν τὸ βρεῖ, δὲν πηδᾶ ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ δὲν ἐξέρχεται ἀπὸ αὐτὸ ἀφοῦ διαπεράσει τὸ χέρι, ἀλλὰ ἐὰν δὲν τὸ βρεῖ στὴ θέση του δὲν τὸ πλησιάζει, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ ἐδῶ, ἐὰν δὲν εἴμαστε συνδεδεμένοι μὲ τὴν ἀγάπη.
 
Αὐτὰ ὅλα λοιπὸν εἰπώθηκαν γιὰ νὰ ὁδηγήσουν στὴν ταπεινοφροσύνη. «Διότι τί σημασία ἔχει», λέγει, «ἐὰν περισσότερα λαμβάνει ὁ τάδε;» Τὸ ἴδιο πνεῦμα ἔλαβε, ἀποστελλόμενο ἀπὸ τὴν ἴδια κεφαλή, τὸ ὁποῖο ἐνεργεῖ καὶ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ ὅλους ὅμοια.
«Συναρμολογεῖται καὶ συγκρατεῖται», δηλαδή, δέχεται μεγάλη φροντίδα. Ὄχι δηλαδὴ πρόχειρα, ἀλλὰ πολὺ συστηματικὰ πρέπει νὰ εἶναι συναρμολογημένο τὸ σῶμα, διότι, ὅταν φύγει ἀπὸ τὴ θέση του, τότε πλέον δὲν ὑπάρχει.
Ὥστε πρέπει, ὄχι μόνο νὰ εἶναι ἑνωμένο τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ νὰ διατηρεῖ τὴ θέση του, διότι ἐὰν ὑπερβεῖς αὐτὴν δὲν εἶσαι ἑνωμένος πρὸς τὸ σῶμα, οὔτε δέχεσαι τὸ Πνεῦμα.
Ἢ δὲν βλέπεις τὶς κινήσεις τῶν ὀστῶν, οἱ ὁποῖες συμβαίνουν σὲ κάθε περίσταση, ὅταν κάποιο φύγει ἀπὸ τὴ θέση του καὶ καταλάβει τὴ θέση ἄλλου, πῶς βλάπτει ὁλόκληρο τὸ σῶμα καὶ πολλὲς φορὲς ἐπέφερε καὶ θάνατο, καὶ μάλιστα ὅταν συμβεῖ νὰ ἔχει καταλάβει θέση ποὺ δὲν τοῦ ἀξίζει; Πολλοὶ μάλιστα ἀφοῦ ἔκοψαν αὐτό, ἄφησαν τὴ θέση του κενή.

Παντοῦ λοιπὸν εἶναι κακὸ πρᾶγμα ἡ πλεονεξία. Καὶ στὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα συνθέτουν ἕνα σῶμα, ὅταν κάποιο ὑπερβεῖ τὸ μέτρο του καὶ πλεονάσει, καταστρέφει τὸ πᾶν. Αὐτὸ σημαίνει «συναρμολογεῖται καὶ συγκρατεῖται».
Ὥστε σκέψου πόσο μεγάλο πρᾶγμα εἶναι το νὰ μένει κάθε πρᾶγμα στὴ θέση του καὶ νὰ μὴν ἐπιβαίνει σὲ ἄλλη, ἡ ὁποία δὲν τοῦ ἀνήκει. Ἐσὺ τὰ μέλη συνθέτεις, Ἐκεῖνος ἐπιχορηγεὶ ἄνωθεν· διότι ὅπως ἀκριβῶς στὸ σῶμα ὑπάρχουν ὄργανα κατάλληλα γι' αὐτό, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ πνεύματος, διότι ἡ ρίζα βρίσκεται ἐπάνω· ὅπως ἡ καρδιὰ εἶναι ρίζα τοῦ πνεύματος· τὸ ἧπαρ εἶναι ρίζα τοῦ αἵματος· ὁ σπλῆνας εἶναι ρίζα τῆς χολῆς, καὶ ἄλλα ἄλλου· καὶ ὅλα αὐτὰ ἔχουν τὴν αἰτία τους στὸν ἐγκέφαλο.
 
Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Θεὸς· τιμῶντας πάρα πολὺ τὸν ἄνθρωπο καὶ μὴ θέλοντας νὰ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ αὐτόν, ὁ Ἴδιος μὲν ἐξάρτησε τὴν αἰτία τοὺς ἀπὸ τὸν ἑαυτό Του, καὶ αὐτοὺς τοὺς ἔκανε συγχρόνως συνεργούς Του· καὶ τὸν μὲν ἕνα τὸν τοποθέτησε στὸ ἴδιο τὸ ἔργο, τὸν δὲ ἄλλον σὲ ἄλλο.
Ἐπὶ παραδείγματι, ὁ ἀπόστολος εἶναι τὸ σπουδαιότερο ἀγγεῖο τοῦ σώματος, καὶ δέχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ πάντα· ὥστε λοιπὸν ὁ λόγος, διερχόμενος, κατὰ κάποιον τρόπο, διὰ μέσου φλεβῶν καὶ ἀρτηριῶν, κάνει νὰ κυκλοφορεῖ μέσα σὲ ὅλους ἡ αἰώνια ζωή. Ὁ προφήτης προλέγει τὰ μέλλοντα, ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πραγματοποιεῖ αὐτά.
Αὐτὸς τοποθέτησε τὰ μέλη, Αὐτὸς χορηγεῖ ζωὴ σὲ αὐτά. «Πρὸς τὸν σκοπὸ νὰ καταρτίσουν τοὺς ἁγίους, γιὰ τὸ ἔργο τῆς διακονίας».
Ἡ ἀγάπη ἀνοικοδομεῖ, καὶ συντελεῖ στὸ νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μεταξύ μας καὶ συνδεδεμένοι καὶ συναρμολογημένοι.

Ἐὰν λοιπὸν θέλουμε νὰ ἀπολαμβάνουμε τὸ Πνεῦμα τὸ ὁποῖο ἔρχεται ἀπὸ τὴν κεφαλή, ἂς εἴμαστε στενὰ συνδεδεμένοι μεταξύ μας· διότι δύο τρόποι ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν· ὁ ἕνας, ὅταν ψυχράνουμε τὴν ἀγάπη, καὶ ὁ δεύτερος, ὅταν τολμήσουμε πράγματα ποὺ εἶναι ἀνάξια νὰ γίνονται σὲ ἐκεῖνο τὸ σῶμα· διότι καὶ μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς τρόπους χωρίζουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐὰν λοιπὸν ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε ταχθεῖ νὰ οἰκοδομοῦμε καὶ ἄλλους σὲ αὐτό, πρῶτοι γινόμαστε ἐμεῖς αἴτιοι γιὰ νὰ ἀποσχίζονται ἀπὸ αὐτήν, τί δὲν πρόκειται νὰ πάθουμε;
Τίποτε δὲν θὰ μπορέσει νὰ διαιρέσει τόσο εὔκολα τὴν Ἐκκλησία ὅσο ἡ φιλαρχία· τίποτε δὲν παροξύνει τόσο τὸν Θεό, ὅσο τὸ νὰ διαιρεθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Καὶ ἂν ἀκόμη ἔχουμε πράξει ἄπειρα καλά, δὲν θὰ καταδικαστοῦμε λιγότερο ἀπὸ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι διαμέλισαν τὸ σῶμα Του, ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι διαιροῦμε τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα· διότι ἐκεῖνο μὲν ἔγινε πρὸς ὄφελος τῆς οἰκουμένης, ἂν καὶ δὲν τὸ ἔκαναν ἀπὸ αὐτὸν τὸν σκοπὸ· αὐτὸ ὅμως σὲ τίποτε πουθενὰ δὲν χρησιμεύει, ἀλλὰ εἶναι μεγάλη ἡ βλάβη.
 
Αὐτὰ δὲν λέγονται μόνο πρὸς τοὺς ἄρχοντες, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἀρχομένους. Κάποιος μάλιστα ἅγιος ἄνδρας εἶπε κάτι τὸ ὁποῖο φαίνεται ὅτι εἶναι τολμηρό, πλὴν ὅμως τὸ εἶπε. Καὶ ποιό εἶναι αὐτό; Ὅτι οὔτε τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει αὐτὴν τὴν ἁμαρτία.
Διότι, πές μου, γιατί ὁδηγεῖσαι στὸ μαρτύριο; Δὲν τὸ κάνεις αὐτὸ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ;
Ἐσὺ λοιπὸν ὁ ὁποῖος θυσιάζεις τὴ ζωὴ σοῦ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, πῶς ἐξολοθρεύεις τὴν Ἐκκλησία, ὑπὲρ τῆς ὁποίας πρῶτος θυσιάστηκε ὁ Χριστός; Ἄκουσε τὸν Παῦλο ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἐγὼ γὰρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ(:Διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ ἐλάχιστος, ὁ κατώτερος ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι Ἀπόστολος,διότι καταδίωξα τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ)». (Α΄Κορ.15,9).
Δὲν εἶναι μικρὴ αὐτὴ ἡ βλάβη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ πολὺ μεγάλη. Διότι ἐκείνη μὲν ἀναδεικνύει αὐτὴ καὶ λαμπρότερη, ἐνῷ αὐτὴ καταισχύνει αὐτὴν καὶ ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν της, ὅταν δηλαδὴ πολεμεῖται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ τέκνα της.
Διότι εἶναι μεγάλη ἀπόδειξη ἀπάτης το νὰ μεταβάλλονται ἔξαφνα καὶ νὰ διάκεινται ὡς ἐχθροὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι γεννήθηκαν καὶ ἀνατράφηκαν μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔχουν γνωρίσει μὲ ἀκρίβεια τὰ ἀπόρρητα τῆς πίστεως. Αὐτὰ γιὰ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μὲ ἀδιαφορία ἀκολουθοῦν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διαιροῦν τὴν Ἐκκλησία· διότι καὶ ἂν ἀκόμη ἔχουν ἀντίθετη πρὸς τὴν Ἐκκλησία πίστη, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν ἁρμόζει σὲ ἐκείνους νὰ ἀναμιγνύονται· ἐὰν ὅμως ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, τότε πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει νὰ ἀναμιγνύονται. Γιὰ ποιό λόγο, ἄραγε; Διότι ἡ νόσος προέρχεται ἀπὸ φιλαρχία.

Δὲν γνωρίζετε τί ἔπαθαν ὅσοι ἀκολούθησαν τὸν Κορὲ καὶ τὸν Δαθὰν καὶ τὸν Ἀβειρῶν ποὺ εἶχαν ἐπαναστατήσει ἐναντίον τοῦ Μωυσῆ καὶ τοῦ Ἀαρῶν καὶ τελικὰ ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ κατέβηκαν ζωντανοὶ στὸν Ἅδη; (Ἀρθμ. 26,10: «Καὶ υἱοὶ Ἑλιὰβ· Ναμουὴλ καὶ Δὰθὰν καὶ Ἀβειρὼν· οὗτοι ἐπίκλητοι τῆς συναγωγῆς, οὗτοί εἰσιν οἱ ἐπισυστάντες ἐπὶ Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν ἐν τῇ συναγωγῇ Κορέ, ἐν τῇ ἐπισυστάσει Κυρίου, καὶ ἀνοίξασα ἡ γῆ τὸ στόμα αὐτῆς κατέπιεν αὐτοὺς καὶ Κορὲ ἐν τῷ θανὰτῳ τῆς συναγωγῆς αὐτοῦ, ὅτε κατέφαγε τὸ πῦρ τοὺς πεντήκοντα καὶ διακοσίους, καὶ ἐγενήθησαν ἐν σημείῳ.
 (Ὑιοί τοῦ Ἐλιὰβ ἦσαν ὁ Ναμουήλ, ὁ Δαθὰν καὶ ὁ Ἀβειρῶν. Αὐτοὶ ὅταν ἐπίσημοι μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν. Αὐτὶ ἦταν ποὺ ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τοῦ Μωυσῆ καὶ τοῦ Ἀαρῶν μαζὶ μὲ τοὺς ὀπαδούς του Κορέ, τότε ποὺ ἔκαναν ἐπανάσταση κατὰ τοῦ Κυρίου, όταν ἄνοιξε ἡ γῆ τὸ στόμα της καὶ κατάπιε καὶ θανάτωσε αὐτοὺς μαζὶ μὲ τὸν Κορὲ καὶ τοὺς ὀπαδούς του καὶ ὅταν πῦρ κατέφαγε καὶ τοὺς ἄλλους διακόσιους πενῆντα στασιαστές.
Ὅλοι αὐτοὶ ἔγιναν σημεῖο καὶ σωφρονιστικὸ γεγονὸς στοὺς ἄλλους διὰ τῆς τιμωρίας τους ἐκ μέρους τὴ δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ)» ].Καὶ μήπως μόνο αὐτοὶ καὶ ὄχι καὶ οἱ μετὰ ἀπὸ αὐτούς;
 
Τί λές; «Ἡ ἴδια πίστη εἶναι, ὀρθόδοξοι εἶναι καὶ ἐκεῖνοι (οἱ αἱρετικοί)». Γιατί λοιπὸν δὲν εἶναι μαζὶ μὲ ἐμᾶς;
«Ἕνας Κύριος, μία πίστη, ἕνα βάπτισμα». Ἐὰν ὅμως αὐτὰ ποὺ κάνουν αὐτοὶ εἶναι ὀρθά, τότε τὰ δικά μας εἶναι λανθασμένα· ἐὰν πάλι τὰ δικά μας εἶναι ὀρθά, τότε τὰ δικά τους εἶναι λανθασμένα. «Ὥστε νὰ μὴν εἴμαστε πλέον νήπιοι, κλονιζόμενοι καὶ παρασυρόμενοι ἀπὸ κάθε ἄνεμο διδασκαλίας».
Πές μου, νομίζεις ὅτι ἀρκεῖ αὐτό, τὸ νὰ λέγεις δηλαδὴ ὅτι εἶναι ὀρθόδοξοι; Τὰ τῆς χειροτονίας ἔφυγαν καὶ χάθηκαν; Καὶ ποιό τὸ ὄφελος, ἐὰν αὐτὴ δὲν ἔγινε κατὰ τρόπο κανονικό; Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν γιὰ τὴν πίστη, ἔτσι πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε καὶ γι’ αὐτήν.
Διότι ἂν στὸν καθένα εἶναι δυνατὸν νὰ χειροτονεῖ, ὅπως οἱ παλαιοί, καὶ ἔτσι νὰ γίνονται ἱερεῖς, ἂς γνωρίζουν ὅλοι ὅτι εἰς μάτην τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἱερέων· ἂς τὰ καταργήσουμε αὐτὰ καὶ ἂς τὰ καταστρέψουμε.
 
«Μὴ γένοιτο», λέγει. Ἐσεῖς τὰ κάνετε αὐτὰ καὶ λέτε «μὴ γένοιτο»; Πῶς λέγεις, «μὴ γένοιτο», τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχουν γίνει ἤδη;
Ἐγὼ τὸ λέω καὶ τὸ ἐπιβεβαιώνω ἀποσκοπῶντας ὄχι στὸ δικό μου συμφέρον, ἀλλὰ στὴ δική σας σωτηρία· ἐὰν ὅμως κάποιος ἀδιαφορεῖ, αὐτὸς θὰ κριθεῖ· ἐὰν πάλι αὐτὰ δὲν ἐνδιαφέρουν κάποιον, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρουν.
«Ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἀπολλὼς ἐπότισεν, ἀλλ᾿ ὁ Θὲὸς ηὔξανεν. (Ἐγώ ὁ Παῦλος φύτεψα σὲ σᾶς τὴν πίστη μὲ τὸ κήρυγμά μου, ὁ Ἀπολλὼς πότισε τὴ νεοφυτεμένη πίστη σας, ἀλλὰ ὁ Θεός την αὔξανε.
Χωρὶς ὅμως τὴν αὔξηση αὐτή, ἡ σπορὰ οὔτε θὰ φύτρωνε, οὔτε θὰ ριζοβολοῦσε, οὔτε θὰ καρποφοροῦσε)» (Α΄Κορ.3,6).

Πώς θὰ ὑποφέρουμε τὴν εἰρωνεία καὶ τὸν γέλωτα τῶν εἰδωλολατρῶν; Διότι ἐὰν μᾶς κατηγοροῦν γιὰ τὶς αἱρέσεις, τί θὰ ποῦν γι' αὐτά;
Ἐὰν ἡ ἴδια πίστη ὑπάρχει παντοῦ, ἐὰν τὰ ἴδια μυστήρια, γιατί νὰ ἐπιπηδὰ σὲ ἄλλη Ἐκκλησία κάποιος ἄλλος ἐπίσκοπος;
«Βλέπετε», λέγει, «ὅτι ὅλες οἱ ἐνέργειες τῶν Χριστιανῶν ἔχουν γεμίσει ἀπὸ κενοδοξία; Καὶ ὅτι ὑπάρχει σὲ αὐτοὺς φιλαρχία καὶ ἀπάτη;
Ἀπογύμνωσέ τους ἀπὸ τὸ πλῆθος», λέγει, «καὶ δὲν θὰ εἶναι τίποτε». Χτύπησε καὶ ἐξολόθρευσε τὴ νόσο, ἡ ὁποία διαφθείρει τὸν ὄχλο.

Θέλετε νὰ πῶ αὐτὰ τὰ ὁποῖα λένε γιὰ τὴν πόλη μας; Μὲ πόση εὐκολία μποροῦν νὰ μᾶς κατηγοροῦν;
«Εἶναι δυνατόν», λέγει, «σὲ ὅποιον θέλει νὰ βρεῖ ὀπαδοὺς καὶ δὲ θὰ λείψουν ποτὲ αὐτοί».
Ω, πόσο ἀξιογέλαστο πρᾶγμα! Πόσης ντροπῆς ἄξια εἶναι αὐτά; Ἀλλὰ καὶ τὸ ἄλλο εἶναι ἀξιογέλαστο καὶ τὸ ἄλλο εἶναι ντροπή.
«Ἂν μερικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς κατακυριευμένοι ἀπὸ τὰ πιὸ φοβερὰ πράγματα, πρόκειται νὰ ὑποστοῦν κάποιο ἐπιτίμιο, εἶναι πολὺς ὁ τρόμος καὶ ὁ φόβος παντοῦ μήπως κανεὶς ἀποσκιρτήσει», λέγει, «μήπως ἀποστατήσει σὲ ἐκείνους».
Χιλιάδες φορὲς εἶναι προτιμότερο νὰ ἀποσκιρτήσει αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἶναι τέτοιος, καὶ νὰ εἶναι μαζὶ μὲ ἐκείνους· δὲν λέγω γιὰ ὅσους ἔχουν πλανηθεῖ, ἀλλὰ ἐὰν κάποιος χωρὶς νὰ παρασυρθεῖ βρίσκεται σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση καὶ θέλει νὰ προσχωρήσει στοὺς αἱρετικούς, ἂς τὸ κάνει. Διότι πονῶ βέβαια καὶ θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι καὶ καίγονται τὰ σπλάχνα μου, σὰν νὰ στεροῦμαι δικό μου μέλος, ὅμως δὲν πονῶ τόσο, ὅσο φοβοῦμαι μήπως ἀναγκασθῶ ἀπὸ αὐτὸ νὰ κάνω τίποτε ποὺ δὲν πρέπει.

Δὲν εἴμαστε κυρίαρχοι τῆς πίστεώς μας, ἀγαπητοί, οὔτε παραγγέλνουμε αὐτὰ κατὰ τρόπο δεσποτικὸ· ἔχουμε ὁριστεῖ γιὰ τὴ διδασκαλία τοῦ λόγου καὶ ὄχι γιὰ ἐξουσία οὔτε γιὰ δεσποτισμὸ· ἔχουμε θέση συμβούλων, οἱ ὁποῖοι συμβουλεύουν.
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συμβουλεύει λέγει τὴ γνώμη του, χωρὶς νὰ ἐξαναγκάζει τὸν ἀκροατή, ἀλλὰ ἀφήνει αὐτὸν ἐλεύθερο νὰ προτιμήσει τα λεγόμενα· σὲ αὐτὸ μόνο εἶναι ὑπεύθυνος, ἂν δὲν πεῖ αὐτὰ τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ διδάξει.
Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο τὰ λέμε αὐτὰ καὶ τὰ διδάσκουμε, γιὰ νὰ μὴν εἶναι δυνατὸ σὲ κανένα ἀπὸ ἐσᾶς τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως νὰ πεῖ: «Κανεὶς δὲ μᾶς εἶπε τίποτε, κανεὶς δὲ μᾶς συμβούλευσε, δὲν τὰ γνωρίζαμε, νομίζαμε ὅτι εἶναι μηδαμινὸ τὸ ἁμάρτημα».

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγω καὶ σᾶς παρακαλῶ μὲ ἐπιμονή, ὅτι τὸ νὰ δημιουργήσει κανεὶς σχίσμα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι μικρότερο κακὸ ἀπὸ τὸ νὰ πέσει σὲ αἵρεση.
Πές μου, ἐὰν κάποιος ὑπηρετοῦσε ὑπὸ τὶς διαταγὲς κάποιου βασιλιᾶ, καὶ δὲν πήγαινε μὲν μὲ τὸ μέρος ἄλλου, οὔτε προσχωροῦσε σὲ ἄλλον βασιλέα, ἀλλὰ ἔπαιρνε τὸ πορφυρὸ ἔνδυμά του καὶ τὸ ξάπλωνε καταγῆς, καὶ ὁλόκληρο διὰ περόνης τὸ ξέσχιζε σὲ πολλὰ τεμάχια, ἄραγε θὰ τιμωροῦνταν λιγότερο ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι προσχώρησαν σὲ ἄλλον;
Πόσο μάλιστα, ἐὰν μαζὶ μὲ αὐτό, τὸν ἴδιο τόν βασιλέα, κρατῶντας τον ἀπὸ τὸν λαιμό, τὸν ἔσφαζε καὶ ξέσχιζε σὲ κάθε μέλος τὸ σῶμα του, ποιά καταδίκη θὰ ἦταν ἄξια τῶν ἔργων του;
Ἐὰν ὅμως κάνοντας αὐτὰ στὸν βασιλιᾶ ὁ ὁποῖος εἶναι συνδοῦλος, θὰ σοῦ ἐπιβαλλόταν ἡ πιὸ μεγάλη τιμωρία, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος σφάζει καὶ διαμελίζει τὸν Χριστό, ποιᾶς κολάσεως δὲν θὰ εἶναι ἄξιος; Ἄραγε αὐτῆς μὲ τὴν ὁποία ἀπειλεῖται; Δὲν νομίζω, ἀλλὰ ἄλλης πολὺ πιὸ φοβερῆς.

Νὰ τὸ πεῖτε αὐτὸ ὅσες παρευρίσκεστε- διότι κυρίως οἱ γυναῖκες ἔχουν αὐτὸ τὸ ἐλάττωμα- νὰ διηγηθεῖτε σὲ ὅσες ἀπουσιάζουν αὐτὸ τὸ παράδειγμα, νὰ τὶς φοβίσετε.
Ἐὰν μερικοὶ νομίζουν ὅτι μᾶς θλίβουν καὶ μᾶς ἐκδικοῦνται μὲ αὐτό, ἂς γνωρίζουν καλῶς, ὅτι ἄσκοπα τὰ κάνουν αὐτά.
Διότι ἐὰν θέλεις, νὰ μᾶς ἐκδικηθεῖς, ἐγώ σου δίνω τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο θὰ μπορέσεις νὰ ἐκδικηθεῖς χωρὶς νὰ ζημιωθεῖς· μᾶλλον δὲ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκδικηθεῖς χωρὶς νὰ βλαφτεῖς, ἀλλὰ μὲ μικρότερη βλάβη· χτύπησέ με, φτύσε με δημόσια ὅταν μὲ συναντήσεις, πλήγωσέ με.
Φρίττεις στὴν ἀκοὴ αὐτῶν τῶν πραγμάτων; Ἐὰν φρίττεις ποὺ σοῦ λέγω νὰ χτυπήσεις ἐμένα, δὲν φρίττεις ὅταν κατασπαράσσεις τὸν Κύριό σου; Τὰ μέλη τοῦ Κυρίου ξεσχίζεις καὶ δὲν τρέμεις; Οἰκία πατρικὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία· ἕνα σῶμα καὶ ἕνα Πνεῦμα. Ἀλλὰ θέλεις νὰ μὲ πολεμήσεις. Μέχρι ἐμένα σταμάτησε.
Γιὰ ποιόν λόγο ἀντὶ γιὰ ἐμένα πολεμεῖς τὸν Χριστό; Μᾶλλον δὲ γιατί χτυπᾶς ἐπάνω στὶς πληγές Του; Βέβαια σὲ καμία περίπτωση δὲν εἶναι καλὴ ἡ ἐκδίκηση· ἀλλὰ τὸ νὰ ὑβρίζεις ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος σὲ ἀδικεῖ, εἶναι πολὺ χειρότερο.
 
Ἀπὸ ἐμᾶς ἀδικήθηκες; Γιατί λυπεῖς Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δὲν σὲ ἀδίκησε; Αὐτὸ εἶναι δεῖγμα μεγίστης παραφροσύνης.
Δὲν θὰ τὸ πῶ εἰρωνευόμενος αὐτὸ τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ πῶ, οὔτε τυχαῖα, ἀλλὰ ὅπως τὸ σκέπτομαι καὶ ὅπως τὸ αἰσθάνομαι.
Γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ ἐσᾶς οἱ ὁποῖοι θλίβεστε ἀπὸ ἐμένα καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς λύπης βλάπτετε τοὺς ἑαυτούς σας καὶ πορεύεστε ἀλλοῦ, θὰ ἤθελα νὰ πληγώσω τὸ πρόσωπό μου ἢ καὶ νὰ ἀπογυμνώσω τὸ σῶμα μου γιὰ νὰ βασανιστεῖ μὲ ράβδο, εἴτε δίκαια εἴτε ἄδικα μὲ κατηγορεῖτε, καὶ σὲ ἐμένα ἂς ἐπιτρέψει τὴν ὀργὴ νὰ πέσει, παρὰ νὰ τολμοῦν αὐτὰ τὰ ὁποῖα τολμοῦν.
 
Ἐὰν μποροῦσε νὰ γίνει αὐτό, τίποτε δὲν θὰ ἦταν, τὸ νὰ πάσχει τέτοια ἕνας μηδαμινὸς καὶ ἀνάξιος λόγου ἄνθρωπος.
Ἄλλωστε θὰ μποροῦσα νὰ παρακαλέσω ἐγώ, ὁ ὁποῖος ἀδικήθηκα καὶ ἐξυβρίστηκα, τὸν Θεό, καὶ θὰ συγχωροῦσε τὶς ἁμαρτίες σας· ὄχι διότι εἰσακούγομαι τόσο πολὺ σὰν νὰ εἶμαι ἅγιος, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ ἀδικημένος, ὅταν παρακαλεῖ ὑπὲρ Ἐκείνου ὁ ὁποῖος τὸν ἀδίκησε, εἰσακούεται πολύ: «Ἐὰν ἁμαρτάνων ἁμὰρτῃ ἀνὴρ εἰς ἄνδρα, καὶ προσεύξονται ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς Κύριον· καὶ ἐὰν τῷ Κυρὶῳ ἁμάρτῃ, τὶς προσεύξεται ὑπὲρ αὐτοῦ; καὶ οὐκ ἤκουον τῆς φωνῆς τοῦ πὰτρὸς αὐτῶν, ὅτι βουλόμενος ἐβούλετο Κύριος διαφθεῖραι αὐτούς (Ἐάν ἕνας ἄνθρωπος φταίξει ἀπέναντι σὲ ἕναν ἄλλον, εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθοῦν ἄλλοι γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἔφταιξε καὶ νὰ ζητήσουν συγχώρηση ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ αὐτόν.
Ἐὰν ὅμως κανεὶς ἁμαρτήσει ἀπέναντι τοῦ Κυρίου, ποιός εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ προσευχηθεῖ γι΄αυτόν;’’.
Ἀλλὰ τὰ παιδιά του Ἠλὶ δὲν ἄκουγαν τὶς συμβουλὲς τοῦ πατέρα τους. Σκληρύνονταν στὴν ἀσέβειά τους. Ὁ Κύριος λοιπὸν εἶχε λάβει ὁριστικὴ ἀπόφαση νὰ τὰ ἀφανίσει)» (Α΄Βασ.2,25).
Ἐὰν ὅμως δὲν μποροῦσα νὰ τὸ κάνω ἐγώ, θὰ μποροῦσα νὰ ζητήσω καὶ νὰ παρακαλέσω ἁγίους ἀνθρώπους καὶ θὰ τὸ ἔκαναν. Τώρα ὅμως ποιόν νὰ παρακαλέσουμε, ἀφοῦ ὑβρίζουμε τὸν Θεό;
Πρόσεχε ἀνωμαλία καὶ ἀκαταστασία· διότι ἀπὸ ὅσους ἀνήκουν σὲ αὐτὴν τὴν ἐκκλησία, ἄλλοι μὲν οὐδέποτε προσέρχονται παρὰ μία φορὰ τὸν χρόνο, καὶ τότε ὅπως τύχει· ἄλλοι δὲ τακτικότερα βέβαια, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ὅπως τύχει, ὁμιλῶντας καὶ ἀστειευόμενοι γιὰ τὸ τίποτε· ἄλλοι πάλι, οἱ ὁποῖοι φαίνονται ὅτι δῆθεν ἐνδιαφέρονται, αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προκαλοῦν αὐτὴ τὴ συμφορά.
Ἐὰν λοιπὸν ἐνδιαφέρεστε καὶ φροντίζετε γιὰ αὐτά, καλύτερα νὰ ταχθεῖτε καὶ ἐσεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἀδιάφορους· μᾶλλον δὲ τὸ καλύτερο εἶναι οὔτε ἐκεῖνοι νὰ εἶναι ἀμελεῖς, οὔτε ἐσεῖς τέτοιοι· δὲν λέγω γιὰ ἐσᾶς ποὺ παραβρίσκεστε ἐδῶ, ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀποσκιρτοῦν.
Μοιχεία εἶναι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ἐὰν ὅμως δὲν ἀνέχεσαι νὰ ἀκοῦς αὐτὰ γιὰ ἐκείνους, λοιπὸν νὰ μὴν ἀνέχεσαι οὔτε γιὰ ἐμᾶς· διότι τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο κατ’ανάγκην γίνεται παράνομα.
Ἂν μὲν λοιπὸν ὑποπτεύεστε αὐτὰ γιὰ ἐμένα, εἶμαι ἕτοιμος νὰ παραχωρήσω τὸ ἀξίωμα σὲ ὅποιον θέλετε· μόνο ἡ ἐκκλησία νὰ εἶναι μία· ἐὰν δὲ ἐγὼ ἔγινα νόμιμα, πείσετε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνεβεῖ παράνομα στὸν θρόνο νὰ ἀποθέσουν ὅ,τι δὲν τοὺς ἀνήκει.

Αὐτὰ τὰ εἶπα, ὄχι ὡς κάποιος ποὺ προστάζει, ἀλλὰ γιὰ νὰ στερεώσω καὶ νὰ διαφυλάξω ἐσᾶς. Ἐπειδὴ ὁ καθένας ἔχει ἡλικία καὶ εὐθύνεται γιὰ τὶς πράξεις του, παρακαλῶ νὰ μὴν νομίζετε ἀνεύθυνους τοὺς ἑαυτούς σας, ἐπιρρίπτοντας τὰ πάντα σὲ ἐμᾶς, γιὰ νὰ μὴν καταστρέφετε τοὺς ἑαυτούς σας αὐταπατώμενοι εἰς μάτην.
Διότι θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὶς ψυχές σας, ἀλλὰ ὅταν ἐμεῖς δὲν τὶς ἐπιμελούμαστε πλήρως, ὅταν δὲν παρακαλέσουμε, ὅταν δὲν νουθετήσουμε, ὅταν δὲν ἱκετεύσουμε.
Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ἐπιτρέψτε καὶ σὲ ἐμένα νὰ πῶ: «Διὸ μαρτύρομαι ὑμῖν ἐν τῇ σήμερον ἡμὲρᾳ ὅτι καθαρὸς ἐγὼ ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων (Καὶ ἐπειδὴ δὲν πρόκειται νὰ ξαναϊδωθοῦμε, γι’ αὐτό σας βεβαιώνω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴ σημερινὴ ἡμέρα ὅτι ἐγὼ δὲν ἔχω καμιὰ εὐθύνη γιὰ ὅλους ἐσᾶς, ἐὰν συμβεῖ κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ χαθεῖ)» (Πράξ.20,26) καὶ «καὶ σὺ ἐὰν διαστεὶλῃ τῷ ἀνόμῳ, καὶ μὴ ἀποστρὲψῃ ἀπὸ τῆς ἀνομίας αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ, ὁ ἄνομος ἐκεῖνος ἐν τῇ ἀδικὶᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται, καὶ σὺ τὴν ψυχὴν σου ῥὺσῃ.
 (Ἐάν ὅμως ἐσὺ ἔντονα ὁμιλήσεις πρὸς τὸν παράνομο καὶ τὸν προτρέψεις ἐπίμονα νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὶς παρανομίες του καὶ γενικὰ ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τρόπους τῆς ζωῆς του, ὅμως ὁ παράνομος μείνει ἀμετανόητος στὴν προηγούμενή του ἁμαρτωλὴ κατάσταση, θὰ πεθάνει· ἐσὺ ὅμως θὰ γλυτώσεις τὴ ζωή σου· δὲν θὰ τιμωρηθεῖς, διότι ἔκανες τὸ καθῆκον σου)» (Ἰεζεκ.3,19).
Πείτε ὅ,τι θέλετε καὶ ἀναφέρετε δικαιολογημένη αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ἔχετε ἀποχωρήσει καὶ θὰ ἀπολογηθῶ.
Ἀλλὰ δὲν ἔχετε τίποτε νὰ πεῖτε. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ παρακαλῶ ἔστω καὶ ἐσᾶς νὰ σταθεῖτε μὲ γενναιότητα καὶ νὰ ἐπαναφέρετε ὅσους πλανήθηκαν καὶ ἀποχώρησαν, γιὰ νὰ ἀναπέμψουμε μαζὶ εὐχαριστία στὸν Θεό, διότι σὲ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ:
•    https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-ephesios.pdf
•    Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν Πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή, ὁμιλία ΙΑ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 687-717.
•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
•    Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου