Ἀββᾶ Μακαρίου τοῦ Μεγάλου
Κεφάλαιο Β΄
36. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας στὸν ἀββᾶ Μακάριο:
-«Πές μου ἕναν λόγο».
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
- «Νὰ ἀποφεύγεις τοὺς ἀνθρώπους».
Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
-«Τί σημαίνει νὰ ἀποφεύγει κανεὶς τοὺς ἀνθρώπους;»
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:
-«Σημαίνει νὰ καθίσεις στὸ κελί σου καὶ νὰ κλάψεις τὶς ἁμαρτίες σου».
Κεφάλαιο Γ΄
28. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου, ὅτι εἶπε ὁ Γέροντας:
«Ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, μαζὶ μὲ ἄλλα παιδιὰ ἔβοσκα μοσχάρια. Κάποια μέρα πῆγαν νὰ κλέψουν σῦκα, καὶ καθὼς ἔτρεχαν, ἔπεσε ἕνα ἀπὸ τὰ σῦκα κι ἐγὼ τὸ πῆρα καὶ τὸ ἔφαγα. Ἀπὸ τότε, ὅποτε τὸ θυμᾶμαι αὐτό, κάθομαι καὶ κλαίω».
29. Διηγήθηκαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μεγάλο ὅτι περπατώντας κάποια φορὰ στὴν ἔρημο, βρῆκε παραπεταμένο πάνω στὸ χῶμα ἕνα κρανίο νεκροῦ.
Τὸ κούνησε λίγο μὲ τὸ φοινικένιο ραβδὶ τοῦ λέγοντάς του:
-«Σύ, ποιὸς εἶσαι; Ἀποκρίσου με».
Τὸ κρανίο τοῦ μίλησε καὶ εἶπε:
-«Ἐγὼ ἤμουν ἀρχιερέας τῶν εἰδωλολατρῶν ποῦ παρέμειναν σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, κι ἐσὺ εἶσαι ὁ ἀββᾶς Μακάριος ποὺ ἔχει μέσα σου τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὅποια ὥρα λοιπὸν σπλαχνίζεσαι αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὴν κόλαση, παρηγοροῦνται λίγο».
Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Μακάριος:
-«Καὶ τί λογῆς παρηγοριὰ ἔχουν;»
Καὶ ἀπαντᾷ τὸ κρανίο:
- «Ὅση εἶναι ἡ ἀπόσταση μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, τόση εἶναι ἡ φωτιὰ κάτω ἀπὸ μᾶς.
Καθὼς λοιπὸν στεκόμαστε μέσα στὴ φωτιὰ ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια, δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἕνας νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, γιατὶ ἡ ράχη τοῦ ἑνὸς εἶναι κολλημένη στὴ ράχη τοῦ ἄλλου. Ὅταν ὅμως προσεύχεσαι γιὰ μᾶς, βλέπει ἐν μέρει ὁ ἕνας τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου».
Ἔκλαψε τότε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε:
-«Ἀλίμονο στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν αὐτὴ εἶναι ἡ παρηγοριὰ τῆς κόλασης».
Τὸν ξαναρωτάει ὁ Γέροντας:
- «Ὑπάρχει ἄλλο χειρότερο βάσανο ἀπ᾿ αὐτό;»
Καὶ λέει τὸ κρανίο:
-«Τὸ μεγαλύτερο βάσανο εἶναι κάτω ἀπὸ μᾶς».
- «Και ποιοὶ εἶναι σ᾿ αὐτό;» ρωτᾷ ὁ Γέροντας.
- «Ἐμεῖς -ἀπαντᾶ τὸ κρανίο-ποὺ δὲν γνωρίσαμε τὸν Θεό, βρίσκουμε ἔστω λίγο ἔλεος. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ γνώρισαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀρνήθηκαν καὶ δὲν ἔκαναν τὸ θέλημά του, αὐτοὶ εἶναι ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ μᾶς».
Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὰ πῆρε ὁ Γέροντας τὸ κρανίο του, τὸ ἔθαψε στὴ γῆ καὶ συνέχισε τὸν δρόμο του.
45. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μακάριος:
«Ἐὰν ἐπιπλήττοντας κάποιον, αἰσθανθεῖς μέσα σου νὰ κινεῖται ὀργή, ἱκανοποιεῖς δικό σου πάθος.
Καὶ δὲν σὲ ὑποχρεώνει κανεὶς νὰ χάσεις τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ σώσεις ἄλλους».
46. Προσφέρθηκαν κάποτε στὸν ἀββᾶ Μακάριο σταφύλια ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὰ φάει.
Ἀπὸ ἐγκράτεια ὅμως τὰ ἔστειλε σὲ ἕναν ἀδελφὸ ἄρρωστο ποὺ κι αὐτὸς εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ φάει σταφύλια.
Αὐτὸς τὰ πῆρε, ἔδειξε μάλιστα πάρα πολὺ χαρούμενος, γιατὶ ἤθελε νὰ κρύψει τὴν ἐγκράτειά του, καὶ κατόπιν τὰ ἔστειλε σὲ ἄλλον ἀδελφὸ μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι δὲν ἔχει ὄρεξη γιὰ ὁτιδήποτε φαγώσιμο.
Τὰ πῆρε κι ἐκεῖνος καὶ ἔκανε τὸ ἴδιο, ἂν καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιθυμία νὰ τὰ γευθεῖ.
Καθὼς λοιπὸν σὲ πολλοὺς ἀδελφοὺς πῆγαν τὰ σταφύλια καὶ κανεὶς δὲν θέλησε νὰ τὰ φάει, ὁ τελευταῖος ἐπίσης ἀδελφὸς δὲν τὰ ἔφαγε καὶ τὰ ἔστειλε στὸν ἀββᾶ Μακάριο πιστεύοντας ὅτι τοῦ προσφέρει σπουδαῖο δῶρο.
Ὁ Μακάριος ὅμως τὰ ἀναγνώρισε καὶ ἀφοῦ ἐρεύνησε τί ἀκριβῶς συνέβη, θαύμασε καὶ εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν τόσο μεγάλη ἐγκράτεια τῶν ἀδελφῶν.
54. Εἶπε πάλι:
«Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος θὰ θυμᾶται τὸ ρητὸ τῆς Γραφῆς ὅτι τὰ λόγια σου θὰ σὲ δικαιώσουν καὶ τὰ λόγια σου θὰ σὲ καταδικάσουν, θὰ προτιμάει μᾶλλον νὰ σιωπᾶ».
55. Εἶπε ἀκόμη ὁ Γέροντας ὅτι ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Παμβὼ ἐὰν εἶναι καλὸ νὰ ἐπαινοῦμε τὸν πλησίον.
Καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Καλύτερη εἶναι ἡ σιωπή».
22. Ἐπισκέφθηκαν κάποτε μερικοὶ ἀδελφοὶ τὸν ἀββᾶ Μακάριο στὴ Σκήτη.
Μέσα στὸ κελί του δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ νερὸ χαλασμένο, καὶ τοῦ εἶπαν:
- «Ἀββᾶ, ἔλα πάνω στὸ χωριὸ καὶ θὰ σὲ φροντίζουμε».
Κι ὁ Γέροντας τοὺς λέει:
- «Ἀδελφοί, γνωρίζετε τὸ ψωμάδικο τοῦ τάδε στὴν πόλη;»
- «Ναί», τοῦ εἶπαν.
- «Τὸ ξέρω κι ἐγὼ» τοὺς ἀποκρίθηκε.
- «Ξέρετε καὶ τὸ χωράφι τοῦ δεῖνα ἀπ᾿ ὅπου περνάει ὁ ποταμός;»
Τοῦ εἶπαν: «Ναί».
Καὶ κατέληξε ὁ Γέροντας:
- «Κι ἐγὼ τὸ ξέρω. Ὅταν λοιπὸν θέλω κάτι, δὲν σᾶς ἔχω ἀνάγκη. Παίρνω τὰ πόδια μου καὶ πηγαίνω».
Κεφάλαιον Θ΄
10. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου:
- «Παρακάλεσα τὸν Γέροντά μου λέγοντας: Πές μου κάποιον λόγο».
Κι ἐκεῖνος εἶπε:
- «Νὰ μὴν κακομεταχειριστεῖς κανέναν οὔτε νὰ τὸν κατακρίνεις. Αὐτὰ νὰ κάνεις καὶ σώζεσαι».
11. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μεγάλο ὅτι εἶχε γίνει, ὅπως λέει ἡ Γραφή, θεὸς ἐπίγειος.
Γιατὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ Θεὸς σκεπάζει τὸν κόσμο, ἔτσι καὶ ὁ ἀββᾶς Μακάριος σκέπαζε τὰ ἐλαττώματα ποὺ ἔβλεπε στοὺς ἄλλους, σὰν νὰ μὴ τὰ ἔβλεπε, καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἄκουε σὰν νὰ μὴ τὰ ἄκουε.
Κεφάλαιο ΙΑ΄
45. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μακάριος ὁ Μέγας:
«Ὁφείλει ἡ ψυχὴ τὶς ὦρες τῆς ψαλμῳδίας νὰ συμμαζεύει τοὺς λογισμούς της μὲ κατάνυξη καὶ τίποτε ἄλλο νὰ μὴν ἔχει στὸν νοῦ παρὰ τὴν ἀναμονὴ τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀγάπη της τὴν ἔμφυτη νὰ τὴν διαφυλάττει γι᾿ αὐτὸν καὶ μόνο.
Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ἡ μητέρα μαζεύει τὰ παιδιὰ στὸ σπίτι, γιὰ νὰ τὰ διδάξει καὶ νὰ τὰ συμβουλεύσει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ἔχει χρέος τοὺς λογισμούς της ποὺ περιπλανῶνται ἐδῶ κι ἐκεῖ, νὰ τοὺς συμμαζεύει ἀπὸ παντοῦ σὰν δικά της τέκνα, ἔστω κι ἂν ἡ ἁμαρτία τοὺς διασκορπίζει, ὥστε ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπ᾿ αὐτὴν ἀκατάπαυστα νὰ συμμαζεύει τοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ ἀναμένει τὸν Κύριο μὲ πίστη βεβαία, γιὰ νὰ ἔρθει καὶ νὰ τῆς διδάξει τὴν ἀληθινὴ προσευχή, τὴν ἀπερίσπαστη ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση Αὐτοῦ καὶ μόνον».
Κεφάλαιο ΙΒ΄
15. Ρώτησαν κάποιοι τὸν ἀββᾶ Μακάριο:
- «Πῶς πρέπει νὰ προσευχόμαστε;»
Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε:
- «Δὲν χρειάζεται νὰ φλυαροῦμε, ἀλλὰ νὰ ὑψώνουμε τὰ χέρια καὶ νὰ λέμε: «Κύριε, ὅπως θέλεις καὶ ὅπως γνωρίζεις, ἐλέησέ με».
Καὶ ἂν προμηνύεται πόλεμος: «Κύριε, βοήθει με», καὶ γνωρίζει ὁ ἴδιος τί μᾶς συμφέρει καὶ θὰ μᾶς ἐλεήσει».
84. Πήγαινε κάποτε ὁ ἀββᾶς Μακάριος ἀπὸ τὸ Ἕλος στὸ κελί του κρατώντας βλαστούς.
Καὶ ξαφνικὰ τὸν συναντάει ὁ διάβολος πάνω στὸν δρόμο μ᾿ ἕνα δρεπάνι στὸ χέρι.
Ἔκανε νὰ τὸν χτυπήσει ἀλλὰ δὲν τὸ κατόρθωσε καὶ τοῦ λέει:
- «Πολλὴ ἀντίσταση ὑπάρχει σὲ σένα, Μακάριε, γιατὶ ἡ δύναμή μου δὲν ἐνεργεῖ ἐπάνω σου.
Ὅ,τι κάνεις, κάνω κι ἐγώ, ἐσὺ νηστεύεις, νηστεύω κι ἐγώ, ἐσὺ ἀγρυπνεῖς, ἐγὼ δὲν κοιμᾶμαι καθόλου.
Ἕνα πρᾶγμα μόνο εἶναι στὸ ὁποῖο μὲ νικᾷς».
- «Καὶ ποιὸ εἶναι αὐτό;» τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Μακάριος.
- «Ἡ ταπείνωσή σου -ἀπαντᾷ- καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ σὲ νικήσω».
Κεφάλαιο Κ΄
5. Κάποτε τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν ὁ ἀββᾶς Μακάριος στὸ κελί του, ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ ἔλεγε:
- «Μακάριε, δὲν ἔφθασες ἀκόμη στὰ μέτρα τῶν τάδε γυναικῶν αὐτῆς ἐδῶ τῆς πόλης».
Τὸ πρωὶ ὁ Γέροντας σηκώθηκε, πῆρε τὸ βαΐτικο ραβδί του κι ἄρχισε νὰ ὁδοιπορεῖ γιὰ τὴν πόλη.
Ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη καὶ βρῆκε τὸ σπίτι, χτύπησε τὴν πόρτα. Βγῆκε ἡ μία καὶ τὸν ὑποδέχτηκε στὸ σπίτι.
Ἀφοῦ κάθισε γιὰ λίγο, ἦρθε καὶ ἡ ἄλλη. Τὶς κάλεσε, κι ἐκεῖνες ἦρθαν καὶ κάθισαν μαζί του.
Τὶς λέει ὁ Γέροντας:
- «Γιὰ σᾶς ἔκανα τόση πορεία καὶ ὑπέμεινα τόσο κόπο, ὥσπου νὰ φτάσω ἀπὸ τὴν ἔρημο.
Πέστε μου λοιπὸν τὴν ἐργασία σας, ποιὰ εἶναι;»
-«Πάτερ -τοῦ λένε- πίστεψέ μας, δὲν εἴμαστε ἡ καθεμιά μας ἔξω ἀπὸ τὴν κλίνη τοῦ ἄνδρα της μέχρι σήμερα.
Ποιὰ ἐργασία λοιπὸν ζητᾷς ἀπὸ μᾶς;»
Ὁ Γέροντας ἔβαλε μετάνοια καὶ τὶς παρακαλοῦσε:
-«Φανερῶστε μου τὸ ἔργο σας».
Τότε τοῦ λένε:
- «Ἐμεῖς κατὰ κόσμον εἴμαστε ξένες μεταξύ μας. Ἔτυχε ὅμως νὰ παντρευτοῦμε δυὸ ἀδελφοὺς κατὰ σάρκα.
Καὶ νά, ἐδῶ καὶ δεκαπέντε χρόνια ὡς σήμερα κατοικοῦμε σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι καὶ δὲν ξέρουμε νὰ φιλονικήσαμε ποτὲ ἢ νὰ ἀναφερθήκαμε σὲ αἰσχρὰ πράγματα.
Μάλιστα, ἦρθε στὸ λογισμό μας νὰ ἀφήσουμε τοὺς ἄνδρες μας καὶ νὰ μποῦμε στὸ τάγμα τῶν μοναχῶν.
Πολὺ παρακαλέσαμε τοὺς ἄνδρες μας νὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ φύγουμε, ἀλλὰ δὲν τοὺς πείσαμε.
Ἔτσι, ἀφοῦ δὲν πετύχαμε αὐτὸν τὸν σκοπό, κάναμε συμφωνία μεταξύ μας καὶ μὲ τὸν Θεό, μέχρι τὸν θάνατό μας νὰ μὴ βγεῖ ἀπὸ τὸ στόμα μας κανένας κοσμικὸς λόγος».
Ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀββᾶς Μακάριος, εἶπε:
- «Ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει παρθένα ἢ παντρεμένη ἢ μοναχὸς ἢ κοσμικός, ὁ Θεὸς τὴν πρόθεση ζητάει καὶ δίνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ ὅλους».
Τόμος Α΄ - Κεφάλαιο Α΄
56.Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μέγα σχετικὰ μὲ τὴν τελειότητα. Καὶ ἀπάντησε ὁ Γέροντας τὰ ἑξῆς:
«Δεν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς τέλειος, ἐὰν δὲν ἀποκτήσει ταπείνωση μεγάλη στὴν καρδιὰ καὶ στὸ σῶμα, ἐὰν δὲν μάθει δηλαδή:
- Νὰ μὴν ὑπολογίζει τὸν ἑαυτό του σὲ καμιὰ περίπτωση ἀλλὰ νὰ προτιμᾷ νὰ βάζει ταπεινὰ τὸν ἑαυτό του χαμηλότερα ἀπ᾿ ὅλη τὴν κτίση, νὰ μὴν κρίνει διόλου κάποιον, παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό του, νὰ ὑπομένει τὴν καταφρόνια καὶ νὰ ἀποστρέφεται ὁλόψυχα κάθε κακία.
- Νὰ βιάζει τὸν ἑαυτό του να᾿ ναι μακρόθυμος, ἀγαθός, ν᾿ ἀγαπᾷ τοὺς ἀδελφούς, νὰ εἶναι σώφρων, νὰ κυριαρχεῖ στὸν ἑαυτό του, γιατὶ λέει ἡ ἁγία Γραφὴ «ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀνήκει σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦν βία στὸν ἑαυτό τους καὶ αὐτοὶ οἱ ἀγωνιστὲς τὴν κερδίζουν».
- Νὰ βλέπει ἴσια μὲ τὰ μάτια, νὰ φρουρεῖ τὴ γλῶσσα καὶ ν᾿ ἀποφεύγει ν᾿ ἀκούει μάταια πράγματα ποὺ φθείρουν τὴν ψυχή.
- Τὰ χέρια νὰ κινοῦνται γιὰ νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιὰ νὰ εἶναι καθαρὴ ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ σῶμα ἀμόλυντο, νὰ ἔχει τὴ μνήμη τοῦ θανάτου καθημερινά, ν᾿ ἀποκηρύσσει τὴν ἐσωτερικὴ ὀργὴ καὶ κακία.
- Νὰ ἀποτάσσεται τὰ ὑλικὰ καὶ τὶς σαρκικὲς ἡδονές, νὰ ἀποτάσσεται τὸ διάβολο καὶ ὅλα τὰ ἔργα αὐτοῦ καὶ νὰ συντάσσεται σταθερὰ μὲ τὸν Βασιλιὰ τῶν πάντων Θεὸ καὶ μ᾿ ὅλες τὶς ἐντολές του, νὰ προσεύχεται ἀδιάκοπα καὶ νὰ παραμένει κοντὰ στὸν Θεὸ πάντοτε, σὲ κάθε περίσταση καὶ σὲ κάθε ἐργασία».
Ἐπιμέλεια ἐπιλογής Ἄκτιστον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου