«Ὁ Ἀμερικάνος»
Μέρος Γ'
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους)
Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα πατῆστε "Ὁ Ἀμερικάνος"
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Μὰ πόσες φορὲς στὸ εἶπα, Ἀναγνώστη, βγῆκε μέσα ἀπὸ τὸ πορτάκι, κι ἀπὸ τὸ κεφάλι ποὺ εἶχε φανεῖ ἐκεῖ, μιὰ χοντρὴ φωνὴ ποὺ συμπλήρωνε τὰ χοντρά του χαρακτηριστικὰ· δὲν θὰ βάλεις γνώση; Χαλνὰς τὴν ἡσυχία τῶν νοικοκυραίων! Τί μέρα ξημερώνει αὔριο, κι ἔχουμε τραγούδια καὶ φωνὲς πάλι; Καὶ τί ὥρα εἶναι τώρα;
Ἦταν ὀχτὼ καὶ μισή. Ὁ τραγουδιστὴς τῆς τριανδρίας των χαμάληδων, πῆρε τὸν λόγο καὶ μὲ κωμικὴ σοβαρότητα εἶπε:
- Τώρα θὰ φύγουμε, καπετὰν Ἀναστάση· δὲν τὸ καταδεχόμαστε ἐμεῖς νὰ σᾶς χαλάσουμε τὴν ἡσυχία σας. - Σώπα ἐσύ, ζῶο! φώναξε ὁ Ἀναστάσης.
- Τώρα ἀμέσως καπετὰν Ἀναστάση, θὰ κλείσω. Δὲν μπορῶ, βλέπεις, νὰ διώξω τοὺς ἀνθρώπους, εἶπε μὲ δυνατὴ φωνὴ ὁ καφεντζής.
- Τέτοια τίμια μοῦτρα! γέλασε δυνατὰ καὶ περιφρονητικὰ ἀπὸ τὸ πορτάκι ὁ καπετὰν Ἀναστάσης. Χρειάζονται μεγάλες τσιπιμόνιες μαζί τους.
- Ἄ! ἐμεῖς δὲν σᾶς προσβάλαμε, καπετὰν Ἀναστάση· ἡ ἀφεντιά σου, βλέπω, μᾶς προσβάλλεις, εἶπε ὁ χαμάλης.
Καὶ μὲ σιγανὴ φωνὴ μουρμούρισε:
- Τὸ νοίκι τὸ θέλεις σωστό, καὶ ξέρεις νὰ τὸ γυρεύεις καὶ μπροστὰ· νὰ σὰ δὲ βγάλει κι αὐτὸς ὁ φτωχὸς μιὰ πεντάρα, πὼς θὰ στὸ πληρώσει;
- Σωπάτε , τώρα ἔχει δίκιο, γιατί ξημερώνει Χριστούγεννα, εἶπε ὁ εὐσυνείδητος καφετζῆς· ἄλλες φορὲς φαίνεται σκληρός, ὁ βλογημένος.
Τὸ κεφάλι μὲ τὸν ἄσπρο σκοῦφο στὸ μεταξὺ εἶχε γίνει ἄφαντο ἀπὸ τὸ πορτάκι, ἐνῷ ὁ μπὰρμπ΄ Ἀναγνώστης ἑτοιμάστηκε νὰ κλείσει. Οἱ τρεὶς χαμάληδες βγῆκαν πιασμένοι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἄλλου καὶ τραγουδῶντας.
Ὁ ξένος ἔκανε μιὰ κίνηση ἀποχαιρετισμοῦ μὲ τὸ κεφάλι, καὶ βγῆκε πρὶν ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ ὁ καφετζῆς τὸν φώναξε πίσω καὶ τοῦ εἶπε:
- Καὶ ποὺ θὰ κοιμηθεῖτε ἀπόψε; Ἔχετε μέρος νὰ μείνετε; Ποῦ εἶστε, κύριε; ἐγὼ ἐδῶ θὰ πλαγιάσω. Ἂν θὰ πᾶτε μὲς στὴ σκούνα, καλά, ἀλλιῶς, ἂν ἀγαπᾶτε, μείνετε ἐδῶ, ἔχει ζέστη.
- Δὲν ἔχω ὕπνο, εἶπε ὁ ξένος ἄνω τελεία ἐγὼ θὰ φέρω γῦρο, καὶ ὕστερα, βλέπουμε.
Ὅποτε ἀγαπᾶτε, χτυπῆστε μου τὴν πόρτα, νὰ σηκωθῶ νὰ σᾶς ἀνοίξω. Ἔχω καὶ ροῦχα νὰ σᾶς δώσω.
Αὐτὴ τὴ φορά, ὁ Ἀμερικάνος κατευθύνθηκε σὲ ἐκείνη τὴ συνοικία ἀπὸ ἄλλο μικρότερο δρομάκι, κι ἔτσι ἔβλεπε τὸ σπίτι ἐκεῖνο, ποὺ ἦταν ἀντικείμενο τῆς ἔγνοιας του, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, τὴ νοτιοδυτική.
Ἀπέναντι στὸ μικρὸ σπιτάκι, πλάϊ σὲ μιὰ γωνιὰ ἑνὸς γειτονικοῦ σπιτιοῦ, ἦταν ἕνας σωρὸς ἀπὸ ξύλα καὶ πέτρες, ἀφημένος ἐκεῖ ποιός ξέρει πρὶν πόσα χρόνια σὰν ἀπὸ κατεδαφισμένο σπίτι ἢ ἀπὸ ἐρείπιο ποὺ ἔχει καταρρεύσει.
Στὴν πρόσοψη τοῦ μικροῦ σπιτιοῦ ποὺ ἔβλεπε πρὸς τὰ ἐκεῖ ἔφεγγε ἕνα μικρὸ παράθυρο, μὲ τὸ ἕνα φύλλο κλειστό, μὲ τὸ ἄλλο ἀνοιχτό, καὶ μέσα ἀπὸ τὸ τζάμι μποροῦσε κανεὶς νὰ δεῖ τὸ ἐσωτερικό, ἂν ἀνέβαινε σὲ κάποιο ὕψωμα.
Ὅταν εἶδε ὁ ξένος ὅτι ὁ δρόμος ἦταν ἔρημος, καὶ δὲ φαινόταν οὔτε σκιὰ διαβάτη, ἀνέβηκε ψηλὰ σὲ ἐκεῖνο τὸ σωρό, καὶ ἐνῷ ἡ καρδιά του χτυποῦσε δυνατά, κοίταξε προσεχτικὰ νὰ δεῖ ὅσα ἦταν μέσα στὸ μικρὸ σπίτι.
Ἀπέναντι στὸ τζάμι τοῦ μικροῦ παράθυρου μὲ τὸ ἕνα παραθυρόφυλλο ἀνοιχτό, ἦταν τὸ τζάκι, ποὺ ἔκαιγε μὲ ἀδύνατη φωτιά, μὲ ἕνα δαυλὸ ποὺ πετοῦσε σπίθες, μὲ τὸ καντήλι ἀναμμένο μπροστὰ στὶς ἱερὲς εἰκόνες ἐκεῖ ψηλά. Πλάϊ στὸ τζάκι καθόταν μιὰ γυναῖκα, νέα ἀκόμα, ὅπως φαινόταν, μὲ τὸ κεφάλι στηριγμένο στὸ χέρι της, συλλογισμένη, θλιμμένη.
Κουνοῦσε τὰ χείλη της, καὶ ἡ φωνή της ψιθύριζε κάτι, κι ὁ ψίθυρος ἦταν ἐλαφρὸ σιγαλόφωνο ψιλοτραγούδισμα, μὲ χαμηλὴ φωνή, καθαρὴ καὶ παρθενική, ἀλλὰ μαραμένη· καὶ στὰ ἀφτιὰ τοῦ ξένου ἔφτασαν καθαρὰ αὐτοὶ οἱ δύο στοῖχοι:
Ἀλλοίμονο κι ἀλλοί-καημός!
Τοῦ γεμιτζὴ ξενιτεμένος...
Ὁ ξένος ἔνιωσε πόνο στὴν καρδιὰ καὶ δάκρυ στὸ βλέφαρο. Τοῦ ἦρθε τότε ξαφνικὰ νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ σωρό, νὰ τρέξει καὶ νὰ ἀνέβει στὸ σπίτι· γιὰ νὰ κάνει, τί; Κι αὐτὸς καλὰ δὲν ἤξερε. Ὡστόσο κρατήθηκε.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀκούστηκε ἐλαφρὸς κρότος στὸ πάτωμα, τρίξιμο, σὰν νὰ ἀνέβαινε κάποιος μιὰ ἐσωτερικὴ σκάλα, σὰν νὰ κλεινόταν κάποια καταπακτή.
Μιὰ δεύτερη γυναῖκα, καμπουριασμένη, μὲ μαύρη μαντίλα, γερόντισσα, ἦρθε κοντὰ στὸ τζάκι, κι ἀφοῦ γονάτισε ἐκεῖ μπροστά, ἔριχνε μικρὰ ξύλα στὴ φωτιά. Ἦταν ἡ ἴδια ἐκείνη, ποὺ εἶχε δώσει τὴν πεντάρα στὰ δυὸ παιδιὰ καὶ τὰ εἶχε ἐξαποστείλει.
- Δὲν συμμαζεύεις τὸ νοῦ σου, θὰ πῶ, θυγατέρα; Ὅλο θὰ κλαῖς πιά;... Τί εἶναι αὐτά; Σὰν σ’ ἀκούω θυγατέρα!... ξεχωρίσαμε ἀπ’ τὸν κόσμο, πιά... Τί, μοναχὴ σου εἶσαι;... Ὅταν σὲ γυρεύανε, τότε ποὺ ἦταν νωρίς, ποὺ πῆγε στὴν Ἀμέρικα ὁ προκομμένος, γιατί δὲν θέλησες κανέναν; Δὲ σ’ τά ‘λεγα ἐγώ; Γιατί δὲν ἀκοῦς τὴν μάνα; Σ’ τα ‘λεγα συνέχεια.
Τώρα, ἂν μεγάλωσες, ποιός φταίει; Καὶ εἶσαι τάχα μονάχη σου; Εἶν’ ἄλλες μαγαλύτερες. Τὸ Μυγδαλιώ της Μάχως, καὶ τὸ Κρουσταλλώ της Γιώργαινας, οὔτε μποροῦν νὰ βγοῦν μπροστά σου, πάλι ἐσὺ εἶσαι πιὸ νέα.
Ὁ ξένος ἦταν ὅλο ἀφτιά, καὶ φαινόταν κατὰ παράδοξο τρόπο νὰ καταλαβαίνει τί ἔλεγε ἡ γριά, μᾶλλον ἀπὸ ἔμπνευση καὶ πληροφορία τῆς συνείδησης, παρὰ ἀπὸ τὰ λίγα ἑλληνικά, ὅσα φαινόταν νὰ ξέρει.
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀκούστηκαν βήματα καὶ ὁμιλίες στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Δυὸ ἄνθρωποι ἔρχονταν πρὸς τὰ ἐδῶ.
Ὁ ὠτακουστὴς βιάστηκε νὰ κατέβει ἀπὸ τὴν σκοπιά του καὶ ν’ ἀπομακρυνθεῖ. Ἔφτασε στὸ τέλος τοῦ μικροῦ δρόμου, ἔστριψε δεξιὰ καὶ βρέθηκε πάλι στὴ μικρὴ πλατεῖα μπροστὰ στὸ ναὸ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.
Τὸ μικρὸ καπηλειό, ἀπὸ ὅπου ἄρχισε αὐτὴ ἐδῶ ἡ διήγηση, ἦταν ἀκόμα ἀνοιχτό. Ὁ Δημήτρης ὁ Μπερδὲς δὲν περιφρονοῦσε τὰ μικρὰ κέρδη, δὲν θεωροῦσε μηδαμινὴ καμία πεντάρα, οὔτε δίλεπτο. Αὐτὰ τὰ ἔλεγε «μικρὰ δολώματα».
Τὰ ἄλλα, ὅσα ἔβγαζε τὸ βράδυ, τὰ ἔλεγε «παραγαδίσια».
Ὅ,τι βγάλει κανείς, ἔλεγε, ἢ μὲ σύρτη, ἢ μὲ πεζόβολο, καλὸ εἶναι.
Περιποιόταν τὸν κλητῆρα καὶ τοὺς χωροφύλακες, κερνοῦσε νερωμένο κρασὶ τὴ νυχτερινὴ περίπολο ἢ πολιτοφυλακὴ καὶ τὸν ἄφηναν νὰ ἔχει ἀνοιχτὸ τὸ μαγαζί του καὶ ὡς τὶς ἕντεκα.
Ἔβρισκαν μάλιστα μεγαλύτερη ζέστη νὰ κάθονται ἐκεῖ, παρὰ νὰ τριγυρίζουν μέσα στὴ μικρὴ πολιτεία καὶ νὰ κρυώνουν.
Ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ μαγαζάτορας στεκόταν στὸν μπάγκο του καὶ μετροῦσε δεκάρες, εἰκοσιπενταράκια τοῦ Ὄθωνα καὶ σφάντζικα.
Τὸ παιδὶ τοῦ μαγαζιοῦ, ὁ Χρῆστος, μὲ τὴν ποδιὰ γυροδεμένη σχεδὸν κάτω ἀπὸ τὶς μασχάλες, κοιμόταν ὄρθιο, μὲ τὸ κεφάλι του νὰ γέρνει, σὰν μικρὴ φελούκα μὲ δυὸ κουπιά, ποὺ τὴ σαλεύει ὁ ἐλαφρὸς νοτιᾶς στὰ πλάγια τῆς ἀγκυροβολημένης μπρατσέρας.
Πότε πότε ξυπνοῦσε ἀπότομα ἀπὸ τὸ ἀφεντικὸ ποὺ χτυποῦσε τὸ πόδι στὸ πάτωμα, καθὼς ξαναφώναζε μὲ δυνατότερη φωνὴ τὶς παραγγελίες τῶν θαμώνων γιὰ κεράσματα.
Καὶ τότε, σὰν νὰ ὑπνοβατοῦσε, περπατοῦσε, ἔβαζε τὰ ποτά, ἔπαιρνε τὶς δεκάρες, τὶς ἔριχνε μηχανικὰ στὸν μπάγκο, καὶ γύριζε πίσω νὰ συνεχίσει τὸν ὕπνο του.
Μὲ φασαρία ἀπὸ χορούς, μὲ φωνὲς καὶ ἀλαλαγμούς, ὅρμησε μέσα στὸ καπηλειὸ ἡ εὔθυμη συντεχνία τῶν τριῶν χαμάληδων τῆς πόλης, ἀφοῦ τοὺς ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ καφενεῖο του μπὰρμπ’ Ἀναγνώστη. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς, ὁ Στογιάννης ὁ Ντόμπρος, σερβομακεδονικὴς καταγωγῆς, ἔκανε τὴν ἀρκούδα, καὶ χόρευε, ὁ δεύτερος, ἐκεῖνος ποὺ ἔλεγε πρὶν τὰ τραγούδια, ὁ Παῦλος ὁ Χαλκιάς, εἶχε μουντζουρωθεῖ κι ἔκανε τὸν ἀρκουδιάρη.
Δὲν ἦταν, βέβαια, ἀκόμα Ἀπόκριες, ἀλλὰ ἀφοῦ αὔριο ξημέρωναν Χριστούγεννα, μετὰ τὰ Χριστούγεννα «Ἄις Βασίλης ἔρχεται», μετὰ τὸν Ἄι Βασίλη τὰ Φῶτα, καὶ μετὰ τὰ Φῶτα μπαίνει τὸ Τριώδιο.
Ὁ τρίτος καὶ πρόεδρος τῆς συντεχνίας, ὁ Βαγγέλης ὁ Παχούμης, μὲ τριχωτὸ στῆθος, ξυπόλυτος, μὲ τὸ παντελόνι συνήθως ἀνασηκωμένο λίγο κάτω ἀπὸ τὸ γόνατο, ἴσως ἀπὸ τὴν μακρόχρονη συνήθεια νὰ μπαίνει στὴ θάλασσα ὡς τὸ γόνατο γιὰ νὰ ξεφορτώσει τὰ μικρὰ πλοῖα, δὲν ἔπαυε νὰ συλλογίζεται τὸν Ἀμερικάνο. «Μὲς στὸ νοῦ μου γυρίζει», ἔλεγε.
Ἀλλὰ νὰ ποὺ ὕστερα ἀπὸ λίγο μπῆκε ἐκεῖνος γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖον στρέφονταν οἱ σκέψεις του. Πῆγε ἴσια στὸν μπάγκο, παράγγειλε ρούμι, κι ἔριξε ἕνα ἀσημένιο σελίνι πάνω στὴ λαμαρίνα του μπάγκου. Ὁ Μπερδὲς τὸ πῆρε.
- Πόσα πάει αὐτό;
Ὁ Ἀμερικάνος κούνησε ἀδιάφορα τὸ χέρι του καὶ εἶπε:
- Δὲν γνωρίζω τοῦ τόπου μονέδα ἐγώ.
- Αὐτὸ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὴ μονέδα μας καὶ δὲν περνάει, εἶπε ὁ μαγαζάτορας· ἂν θέλετε νὰ σᾶς τὸ πάρω γιὰ δραχμή.
- Ἄι ντὸν’ τ κέαρ, μουρμούρισε ὁ Ἀμερικάνος. Κι ἔπειτα εἶπε στὰ ἑλληνικά: Δὲ μὲ μέλει ἐμένα αὐτό.
Ὁ Μπερδὲς τοῦ ἔδωσε ρέστα ἐνενῆντα πέντε λεπτά.
Στὸ μεταξὺ ὁ Βαγγέλης ὁ Παχούμης δὲν ἔπαψε νὰ κοιτάζει τὸν ἄγνωστο. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη στράφηκε σὲ ὅσους βρίσκονταν μέσα στὸ καπηλειὸ καὶ εἶπε δυνατά:
- Βρὲ παιδιά, θυμᾶστε, κανένας ἀπὸ σᾶς, τὸ Γιάννη του μπάρμπα- Στάθη τοῦ Μοθωνιοῦ, ποὺ λείπει στὴν Ἀμέρικα ἐδῶ κι εἴκοσι χρόνια;
Ὅταν ἄκουσε τὸ ὄνομα αὐτὸ ὁ ξένος τινάχτηκε ἀπὸ τὴ θέση του κι ἄθελά του στράφηκε σὲ αὐτὸν ποὺ μιλοῦσε.
Ὡστόσο κρατήθηκε, προσπάθησε νὰ φανεῖ ἀδιάφορος καὶ ἦρθε καὶ κάθισε κοντά του σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ καπηλειοῦ.
Ἄναψε ἕνα ποῦρο καὶ κάπνιζε.
«Ὁ Ἀμερικάνος» Μέρος Γ'
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα γιὰ παιδιὰ καὶ νέους
Ἐκδόσεις Ἄγκυρα
σελ. 57-65
Ψηφιοποίηση κειμένου Μαρία - Διονυσία
Πηγὴ ψηφιακοῦ κειμένου Ἀναβάσεις
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα γιὰ παιδιὰ καὶ νέους
Ἐκδόσεις Ἄγκυρα
σελ. 57-65
Ψηφιοποίηση κειμένου Μαρία - Διονυσία
Πηγὴ ψηφιακοῦ κειμένου Ἀναβάσεις
Γιὰ νὰ διαβάσετε τὰ προηγούμενα πατῆστε:
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους). Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου