Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Ὑπομνηματισμὸς τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς τῆς Κυριακῆς πρὸ τῶν Φώτων ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο

Γιὰ τὸ κήρυγμα Μετανοίας ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή

Κυριακὴ πρὸ τῶν Φώτων (Ματθ. 3,1-12)

Ἁγίου Ἰωάννου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου

«᾽Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παραγίνεται Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας καὶ λέγων, Μετανοεῖτε, ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες ποὺ ὁ Ἰησοῦς ζοῦσε ἀφανὴς στὴ Ναζαρέτ, βγῆκε ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς στὴ δημόσια δράση του καὶ κήρυσσε στὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας (ποὺ ἐκτείνεται στὰ βόρεια τῆς Νεκρᾶς Θάλασσας καὶ δυτικὰ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ), καὶ ἔλεγε: "Μετανοεῖτε, ἀλλάξτε ἀποφασιστικὰ σκέψεις καὶ φρονήματα καὶ ζωή, διότι πλησιάζει ὁ καιρὸς ποὺ ὁ Μεσσίας θὰ ἐγκαθιδρύσει καὶ στὴ γῆ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ τὴ νέα οὐράνια ζωὴ ποὺ θὰ μᾶς φέρει)» (Ματθ.3,1-2).
 
«᾽Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις»: Ποιές ἡμέρες ἐννοεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος; Διότι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς δὲν ἐμφανίζεται τότε, ὅταν δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς ἦταν παιδί, ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ τριάντα ἔτη, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ ὁ Λουκᾶς (Λουκ. 3,1-3: «Ἐν ἔτει δὲ πεντεκαιδεκὰτῳ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ἡγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου τῆς Ἰοὐδαίας, καὶ τετραρχοῦντος τῆς Γαλιλαίας Ἡρῴδου, Φιλίππου δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ τετραρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας, καὶ Λυσανίου τῆς Ἀβιληνῆς τετραρχοῦντος, ἐπ᾿ ἀρχιερέως Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν (τὸ δέκατο πέμπτο ἔτος τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Τιβερίου Καίσαρος, ὅταν ἡγεμόνας τῆς Ἰουδαίας ἦταν ὁ Πόντιος Πιλάτος, καὶ τετράρχης της Γαλιλαίας ὁ Ἡρώδης Ἀντίπας, ὁ δὲ Φίλιππος, ὁ ἀδελφός του, τετράρχης της Ἰτουραίας καὶ τῆς Τραχωνίτιδας χώρας καὶ ὁ Λυσανίας, τετράρχης της Ἀβιληνῆς, τὶς ἡμέρες ποὺ ἀρχιερεῖς στὰ Ἱεροσόλυμα ἦταν ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας, ἦλθε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν Ἰωάννη, τὸν υἱὸ τοῦ Ζαχαρία ποὺ ἔμενε στὴν ἔρημο.
Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ τὴ θεία αὐτὴ κλήση, πῆγε ὁ Ἰωάννης σὲ ὅλα τὰ περίχωρα τοῦ Ἰορδάνη, καὶ μὲ τὸ κήρυγμά του προέτρεπε τοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ δεχθοῦν βάπτισμα μετανοίας, γιὰ νὰ λάβουν ἀργότερα τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, τὴν ὁποία θὰ τοὺς ἐξασφάλιζε ὁ Μεσσίας ποὺ θὰ ἐρχόταν μετὰ ἀπὸ λίγο)».

Γιατί, λοιπόν, λέγει «κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες»; Εἶναι γενικὴ συνήθεια στὴν Ἁγία Γραφὴ νὰ χρησιμοποιεῖ αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς ἐκφράσεως, ὄχι μόνο ὅταν διηγεῖται αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν στὸ συγκεκριμένο χρόνο, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀναφέρεται σὲ γεγονότα ποὺ θὰ συμβοῦν πολλὰ χρόνια ἀργότερα.
Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς καθόταν στὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ Τὸν πλησίασαν οἱ μαθητές Του καὶ ἤθελαν νὰ μάθουν γιὰ τὴ Δευτέρα παρουσία Του καὶ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλήμ (Ματθ. 24,3: «Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ κατ᾿ ἰδίαν λέγοντες· εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον τῆς σῆς παρουσίας καὶ τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος; (καὶ ἐνῷ ὁ Ἰησοῦς καθόταν στὸ ὅρος τῶν ἐλαιῶν, Τὸν πλησίασαν οἱ μαθητὲς ἰδιαιτέρως καὶ Τοῦ εἶπαν:’’Πες μας, πότε θὰ γίνουν ὅλα αὐτὰ καὶ ποιό εἶναι τὸ σημάδι ποὺ θὰ προαναγγέλλει τὴν ἔνδοξή σου παρουσία καὶ τὸ ὁριστικὸ τέλος τοῦ κόσμου αὐτοῦ;’’)» κ.ε.).
Γνωρίζετε, βέβαια, πόσος χρόνος μεσολαβεῖ μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν γεγονότων.

Ἀφοῦ, λοιπόν, ἀναφέρθηκε στὴν ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ τῆς μητροπόλεως τῶν Ἱεροσολύμων (Πράγματι, κατὰ τὴν ἐπανάσταση ποὺ ἔκαναν ἐναντίον τῶν Ρωμαίων οἱ Ἰουδαῖοι τὸ 66-70 μ.Χ., καταστράφηκε ὁλοσχερῶς καὶ ἡ πόλη καὶ ὁ ναός. Ἡ ἱερὴ αὐτὴ πόλη καταλήφθηκε ἀπὸ τὸν Τίτο τὸ 70μ.Χ.
Στὸ νοῦ μας ἔρχεται ἡ συγκλονιστικὴ προφητεία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ στὸ Ματθ.23,38: «ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος (Ιδού ἐγκαταλείπεται ἡ πόλη σας καὶ ὁ ναός σας ἔρημος καὶ ἀπροστάτευτος ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ τιμωρία σας καὶ ἡ καταστροφή σας)») καὶ ὁλοκλήρωσε τὸν λόγο γιὰ τὰ γεγονότα αὐτὰ  (Ματθ. 24, 3 καὶ 9) καὶ ἐπρόκειτο νὰ μεταβεῖ στὸ χρόνο τῆς συντελείας τοῦ κόσμου, ὁ Εὐαγγελιστὴς πρόσθεσε τὴ φράση «Τότε καὶ αὐτὰ θὰ συμβοῦν», χωρὶς νὰ συνάπτει τοὺς δύο ξεχωριστοὺς χρόνους τῶν δύο αὐτῶν γεγονότων μὲ τὸ νὰ πεῖ «τότε», ἀλλὰ καθόριζε ἐκεῖνο μόνο τὸν χρόνο, κατὰ τὸν ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ λάβουν χώρα αὐτὰ· πρᾶγμα τὸ ὁποῖο κάνει καὶ τώρα, ὅταν λέγει: «Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες».
Διότι δὲν ἐπέλεξε ὁ Ματθαῖος τὴν ἔκφραση αὐτὴ γιὰ νὰ δηλώσει τὶς ἀμέσως ἑπόμενες ἡμέρες τῶν προηγούμενων γεγονότων (Ματθ. 2,23: «Καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥἠθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται (καὶ ἀφοῦ ἦλθε ἐκεῖ, ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη ποὺ λέγεται Ναζαρέτ. Γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἔτσι ἐκεῖνο ποὺ εἶπαν οἱ προφῆτες, ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ ὀνομαστεῖ περιφρονητικὰ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς Τοῦ Ναζωραῖος)»), ἀλλὰ ἐκεῖνες ἤθελε νὰ καθορίσει, κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν, ὅσα προετοιμαζόταν νὰ διηγηθεῖ.

«Καὶ γιὰ ποιό λόγο», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος, «ὁ Ἰησοῦς, ὕστερα ἀπὸ τριάντα χρόνια, ἦλθε γιὰ νὰ βαπτισθεῖ;»
Μετὰ τὸ βάπτισμα αὐτό, λοιπόν, σκόπευε νὰ καταργήσει τὸν μωσαϊκὸ νόμο. Γι’ αὐτὸ μέχρι τὴν ἡλικία αὐτή, ἡ ὁποία εὐνοεῖ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, παραμένει καὶ ἐφαρμόζει αὐτὸν σὲ ὅλες του τὶς διατάξεις, ὥστε κανένας νὰ μὴν ἰσχυρίζεται ὅτι κατήργησε τὸν μωσαϊκὸ νόμο ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ οὔτε ὁ ἴδιος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν τηρήσει.
Διότι δὲν δεχόμαστε πάντοτε ὅλων μαζὶ τῶν παθῶν τὴν ἐπίθεση, ἀλλὰ κατὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία μᾶς διακρίνει ἡ ἀπερισκεψία καὶ ἡ δειλία, στὴ συνέχεια ἀκολουθεῖ ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία γιὰ τὶς ἡδονὲς καὶ ἔπειτα ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἀφοῦ περίμενε σὲ ὅλα τὰ στάδια τῆς ἡλικίας καὶ ἀφοῦ σὲ ὅλα αὐτὰ τήρησε τὸν νόμο, ἔτσι ἔρχεται γιὰ νὰ βαπτισθεῖ, τοποθετῶντας τὸ βάπτισμα στὸ τέλος μετὰ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἄλλων ἐντολῶν.
Ἐπίσης, τὸ ὅτι τὸ βάπτισμα ἦταν γι’ Αὐτὸν τὸ τελευταῖο ἔργο ἀπὸ ὅσα ὁ μωσαϊκὸς νόμος ὁρίζει, ἄκουσε τί λέγει: «Οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην· τότε ἀφίησιν αὐτόν (διότι μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, μὲ τὸν ὁποῖο ταπεινώνομαι, πρέπει νὰ ἐκπληρώσω κάθε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σοῦ ἀνέθεσε ὡς καθῆκον νὰ βαπτίζεις)» (Ματθ. 3,15).
Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ λέγει, σημαίνει τὸ ἑξῆς: «Ἐφαρμόσαμε ὅλες τὶς νομικὲς διατάξεις, δὲν παραβιάσαμε καμία ἐντολή. Ἐπειδή, λοιπόν, αὐτό μᾶς μένει ἀκόμη, πρέπει νὰ τὸ προσθέσουμε καὶ αὐτὸ καὶ ἔτσι θὰ ἐκπληρώσουμε κάθε δικαιοσύνη».
Καὶ «δικαιοσύνη» ἐδῶ ὀνομάζει τὴν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν· ὅτι αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς προσῆλθε νὰ βαπτισθεῖ, εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὰ παραπάνω.
 
Ἀλλὰ γιατί ἀνατέθηκε τοῦτο τὸ βάπτισμα στὸν Ἰωάννη; Τὸ ὅτι βέβαια ὁ υἱὸς τοῦ Ζαχαρία δὲν πῆρε τὴν ἀπόφαση αὐτὴ νὰ βαπτίζει ἀπὸ μόνος του, ἀλλὰ ἐκτελοῦσε τὸ ἔργο αὐτὸ παρακινούμενος ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὁ Λουκᾶς τὸ φανερώνει, ὅταν λέγει: «Ἐγένετο ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην (δόθηκε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸς τὸν Ἰωάννη)» (Λουκ.8,2) καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης τὸ λέγει: «ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνος μοὶ εἶπεν· ἐφ᾿ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ (ὁ Θεὸς ποὺ μὲ ἀπέστειλε νὰ βαπτίζω μὲ ἁπλὸ νερό, Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: ‘’ σὲ ὅποιον θὰ δεῖς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατεβαίνει σὰν περιστέρι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ μένει ἐπάνω Του μόνιμα καὶ διαρκῶς, Αὐτὸς εἶναι ποὺ βαπτίζει μὲ Πνεῦμα Ἅγιο καὶ Αὐτὸς χορηγεῖ τὶς δωρεὲς καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ ὅσους βαπτίζονται μὲ τὸ βάπτισμά Του’’)» (Ἰωαν.1,33).
 
Καὶ γιὰ ποιό σκοπὸ ἀπεστάλη νὰ βαπτίζει; Καὶ αὐτό, πάλι, ὁ Βαπτιστὴς μᾶς τὸ γνωστοποιεῖ λέγοντας: «Κἀγὼ οὐκ ᾔδεῖν αὐτόν, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων (Καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος προηγουμένως δὲν γνώριζα οὔτε ὑποπτευόμουν ποτὲ ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει γνωστὸς καὶ φανερὸς στοὺς Ἰσραηλῖτες, γι' αὐτὸ ἦλθα ἐγὼ καὶ βαπτίζω στὰ νερὰ αὐτὰ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ)» (Ἰωαν. 1,31).
Μὰ ἐὰν ἦταν μόνο αὐτὴ ἡ αἰτία τῆς ἀποστολῆς του, τότε γιατί λέγει ὁ Λουκᾶς ὅτι «ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν (ἦλθε σὲ ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ τοῦ Ἰορδάνη καὶ κήρυττε βάπτισμα μετανοίας γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν)» (Λουκ.3,3);
Βέβαια, τὸ βάπτισμα αὐτὸ δὲν ἔσβηνε τὰ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ ἡ δωρεὰ αὐτὴ ἦταν γνώρισμα τοῦ Βαπτίσματος ποὺ δόθηκε στὴ συνέχεια· διότι, μέσῳ τοῦ Βαπτίσματός μας ἐνταφιαστήκαμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὁ παλαιός μας ἑαυτὸς συσταυρώθηκε τότε.
Πρὶν ἀπὸ τὸν σταυρὸ δὲν ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτιῶν σὲ καμία περίπτωση· πάντοτε, βέβαια, τὸ αἷμα Αὐτοῦ θεωρεῖται ὡς αἰτία τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτημάτων.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος λέγει: «ἀλλὰ ἀπελούσασθε (ἀλλὰ λουσθήκατε ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα)», ὄχι μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, «ἀλλὰ ἡγιάσθητε, ἀλλὰ ἐδικαιώθητε ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν (ἀλλά ἁγιαστήκατε· ἀλλὰ γίνατε δίκαιοι μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ μὲ τὸ βάπτισμα καὶ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μας)» (Α΄Κορ. 6,11).
Καὶ σὲ ἄλλο βιβλίο λέγει: «Εἶπε δὲ Παῦλος· Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τῷ λαῷ λέγων εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ᾿ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ᾿ ἔστιν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν (ὁ Παῦλος τότε τοὺς ἐξήγησε: ’’Ὁ Ἰωάννης ἔδωσε βάπτισμα ποὺ ὁδηγοῦσε σὲ μετάνοια, χωρὶς ὅμως νὰ δίνει καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γι' αὐτὸ ὁ Ἰωάννης προέτρεπε τὸν λαὸ νὰ πιστέψουν σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἐρχόταν ὕστερα ἀπὸ αὐτόν, δηλαδὴ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος θὰ πρόσφερε τὴν ἄφεση καὶ τὴ σωτηρία’’)» καὶ δὲν ἀποκαλεῖ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη «βάπτισμα ἀφέσεως» ἀλλὰ «βάπτισμα μετανοίας» (Πράξ.19,4).
Πραγματικά, ἀφοῦ ἀκόμη δὲν εἶχε πραγματοποιηθεῖ ἡ θυσία τοῦ Κυρίου, οὔτε τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶχε κατέβει, οὔτε ἡ ἁμαρτία εἶχε συγχωρηθεῖ, οὔτε ἡ ἔχθρα μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου εἶχε καταργηθεῖ, οὔτε ἡ κατάρα εἶχε ἀφανιστεῖ, πῶς ἐπρόκειτο νὰ γίνει ἄφεση ἁμαρτιῶν;
Τότε τί σημαίνει ἡ ἔκφραση «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» ποὺ ἀναφέρουν ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Μᾶρκος; (Λουκ. 3,4 καὶ Μάρκ. 1,4).
Οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν ἀγνώμονες καὶ οὐδέποτε δὲν συναισθάνονταν τὰ ἁμαρτήματά τους, ἀλλά, ἐνῷ ἦσαν ἔνοχοι γιὰ τὰ βαρύτερα παραπτώματα, δικαίωναν τοὺς ἑαυτούς τους σὲ κάθε περίπτωση, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο τοὺς ὁδήγησε στὴν καταστροφὴ καὶ τοὺς ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν πίστη.
Αὐτὴν τὴν κατηγορία ἀποδίδοντας σὲ αὐτοὺς καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε: « ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσὺνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν (δὲν φρόντισαν δηλαδὴ νὰ γνωρίσουν τὴ δικαίωση ποὺ δίνει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀγαθότητα, καὶ ζητοῦν νὰ στήσουν τὴ δική τους ἀντίληψη σχετικὰ μὲ τὴ δικαίωση. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ὑπέταξαν τὸν ἑαυτό τους στὴ δικαίωση τοῦ Θεοῦ)» (Ρωμ, 10,3).
Καὶ πάλι: «Τί οὖν ἐροῦμεν; ὅτι ἔθνη τὰ μὴ διώκοντα δικαιοσύνην κατέλαβε δικαιοσύνην, δικαιοσύνην δὲ τὴν ἐκ πίστεως Ἰσραὴλ δὲ διώκων νόμον δικαιοσύνης εἰς νόμον δικαιοσύνης οὐκ ἔφθασε. διατί; ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως, ἀλλ᾿ ὡς ἐξ ἔργων νόμου· προσέκοψαν γὰρ τῷ λὶθῳ τοῦ προσκόμματος, καθὼς γέγραπται· ἰδοὺ τίθημι ἐν Σιὼν λίθον προσκόμματος καὶ πέτραν σκανδάλου, καὶ πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται (Τὶ λοιπὸν θὰ ποῦμε; Ποιό εἶναι τὸ συμπέρασμα ὅλων αὐτῶν; Ὄχι, δὲν ἔχασε τὴ δύναμή της ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, οὔτε διαψεύσθηκε, ἀλλὰ λαοὶ εἰδωλολατρικοὶ ποὺ δὲν ἐπιδίωκαν νὰ δικαιωθοῦν, κατέκτησαν τὴ δικαίωση, καὶ δικαίωση μάλιστα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν πίστη, κι ἔτσι ἐπαληθεύτηκε καὶ πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ.
Ἐνῷ οἱ Ἰσραηλῖτες ποὺ κατεῖχαν τὸν νόμο καὶ ἐπιδίωκαν τὴ δικαίωση μὲ τὴν τήρηση τοῦ νόμου, δὲν κατόρθωσαν νὰ πετύχουν τρόπο ποὺ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὴ δικαίωση.
Γιατί; Διότι ἐπιδίωξαν τὴ δικαίωση ὄχι μέσα ἀπὸ τὴν πίστη, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, σὰν νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ τὴν πετύχουν μὲ τὴν τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Κι ἔτσι ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας τους στὸ Χριστὸ σκόνταψαν στὸ γνωστὸ ἀπὸ τὶς προφητεῖες λίθο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στὸν ὁποῖο σκοντάφτουν οἱ τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν ἀπιστία.
Καὶ γίνεται αὐτὸ σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γραφεῖ στὸ βιβλίο του Ἠσαΐα: ’’Ἰδοὺ ἐγὼ ὁ Θεὸς θὰ θέσω στὴ Σιῶν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ σὰν λίθο πολύτιμο καὶ στερεό, στὸν ὁποῖο θὰ σκοντάφτουν πολλοί, καὶ σὰν πέτρα, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας θὰ πέφτουν κάτω ὅσοι θὰ ἀπιστοῦν. Κάθε ἄνθρωπος ὅμως ποὺ πιστεύει σὲ Αὐτόν, δὲν θὰ ντροπιαστεῖ’’)» (Ρωμ. 9,30-32).
 
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία τῶν κακῶν, ἔρχεται Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ προσπαθεῖ νὰ τοὺς φέρει σὲ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν τους. Ἐξάλλου, αὐτὸ φανέρωνε καὶ ἡ ἐξωτερική του ἐμφάνιση ἡ ὁποία ἦταν ἐμφάνιση μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως : «Αὐτὸς δὲ ὁ Ἰωάννης εἶχε τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ (Ἀλλά καὶ ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Ἰωάννη καὶ ὅλη ἡ ἐμφάνισή του ἦταν σύμφωνη μὲ τὸ κήρυγμά του· διότι αὐτὸς ὁ Ἰωάννης φοροῦσε ροῦχο ὑφασμένο ἀπὸ τρίχες καμήλας μὲ δερμάτινη ζώνη γύρω ἀπὸ τὴ μέση του)» (Ματθ. 3,4).
Τὸ ἴδιο φανέρωνε καὶ τὸ κήρυγμά του, διότι δὲν ἔλεγε τίποτε ἄλλο, παρὰ «ποιήσατε οὖν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας (γιὰ νὰ σωθεῖτε λοιπὸν ἀπὸ τὴ μελλοντικὴ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ κάνετε καλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἄξιος καρπὸς τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας. Καὶ δεῖξτε στὸ ἑξῆς μὲ τὶς ἐνάρετες πράξεις σας ὅτι μετανοήσατε εἰλικρινά)» (Ματθ.3,8· Λούκ. 3,8).
 
Ἐπειδὴ λοιπόν, ἡ μὴ ἀναγνώριση τῶν οἰκείων ἁμαρτημάτων, ὅπως ἀπέδειξε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τοὺς ἔκανε νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Χριστό, ἐνῷ ἡ συναίσθηση τῆς ἀμαρτωλότητάς τους τοὺς γεννοῦσε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀναζητοῦν τὸν Λυτρωτὴ καὶ νὰ ἐπιδιώκουν τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἦλθε ὁ Ἰωάννης, γιὰ νὰ συντελέσει σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ νὰ πείσει αὐτοὺς νὰ μετανοήσουν· ὄχι βέβαια γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν, ἀλλὰ ἀφοῦ μὲ τὴν μετάνοια γίνουν πιὸ ταπεινοὶ καὶ κατηγορήσουν τοὺς ἑαυτούς τους γιὰ τὰ ἁμαρτήματά τους, νὰ σπεύσουν γιὰ νὰ λάβουν τὴ συγχώρηση.

Κοίταξε, λοιπόν, μὲ πόση ἀκρίβεια καθόρισε αὐτό. Διότι ἀφοῦ εἶπε· «ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρὴμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας (ἐμφανίστηκε ὁ Ἰωάννης καὶ κήρυσσε βάπτισμα μετανοίας στὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας)», πρόσθεσε «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν (πρὸς συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν)» (Μάρκ.1,4), σὰν νὰ ἔλεγε, δηλαδή, ὅτι μὲ αὐτὸ τὸ βάπτισμα ἔπειθε αὐτοὺς νὰ ὁμολογήσουν τὰ ἁμαρτήματά τους καὶ νὰ μετανοήσουν γι’ αὐτά, ὄχι γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ δεχθοῦν εὐκολότερα τὴν κατοπινὴ συγχώρηση· διότι ἐὰν δὲν καταλόγιζαν τὶς ἁμαρτίες στοὺς ἑαυτούς τους, οὔτε τη Χάρη δὲν θὰ ζητοῦσαν. Ἐὰν ὅμως δὲν ζητοῦσαν την χάρη, οὔτε τὴ συγχώρηση δὲν θὰ λάμβαναν.
Ὥστε τὸ βάπτισμα αὐτὸ προετοίμαζε τὸν δρόμο γιὰ τὸν Ἰησοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε ὁ Ἰωάννης στὸ λαό: «ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ᾿ ἔστιν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν (νὰ πιστέψουν σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ θὰ ἐρχόταν κατόπιν ἀπὸ αὐτόν, δηλαδὴ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος μονάχα θὰ ἔδιδε ἄφεση καὶ σωτηρία)» (Πράξ. 19,4), προσθέτοντας καὶ αὐτὴ τὴ σκοπιμότητα τοῦ βαπτίσματος σὲ αὐτὴν ποὺ ἀναφέρθηκε παραπάνω.
 
Πραγματικά, δὲν ἦταν τὸ ἴδιο τὸ νὰ περιέρχεται τὰ σπίτια καὶ νὰ περιφέρει τὸν Χριστὸ κρατῶντας Τον ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ λέγει: «Νὰ πιστέψετε σὲ Αὐτόν», μὲ τὸ νὰ ἀκουσθεῖ ἡ μακαρία ἐκείνη Φωνή: «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα (Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπημένος, στὸν ὁποῖο εὐαρεστήθηκα. Τὸν γέννησα προαιωνίως καὶ εἶναι ὡς Θεὸς ὁ μονάκριβός μου Υἱός, καὶ ὡς ἄνθρωπος ὁ ἀπολύτως ἀναμάρτητος. Πάντοτε πράττει τὸ ἀρεστὸ ἐνώπιόν μου)» (Ματθ.3,16-17) καὶ νὰ γίνουν ὅλα τὰ ἄλλα, ἐνῷ ἦσαν ὅλοι συγκεντρωμένοι καὶ ἔβλεπαν τὰ συμβαίνοντα.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔρχεται γιὰ νὰ βαπτισθεῖ· διότι ἡ ὑπόληψη καὶ ὁ σεβασμὸς ποὺ ἔτρεφαν πρὸς τὸν Βαπτιστὴ καὶ ἡ ὅλη διεξαγωγὴ τοῦ βαπτίσματος προσέλκυε ὁλόκληρη τὴν πόλη καὶ τὴν καλοῦσε πρὸς τὸν Ἰορδάνη καὶ μεγάλη συγκέντρωση, σὰν σὲ θέατρο, πραγματοποιοῦνταν.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ὁ Ἰωάννης ὅταν συγκεντρώθηκαν τοὺς ἐλέγχει καὶ προσπαθεῖ νὰ τοὺς πείσει νὰ μὴν ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀποδεικνύοντάς τους ὅτι εἶναι ἔνοχοι γιὰ τὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα, ἐὰν δὲ μετανοήσουν καὶ δὲν ἀφήσουν τὴ συνεχῆ ἀναφορὰ στοὺς προγόνους καὶ τὴν καύχηση γιὰ τὴν εὐγενική τους καταγωγὴ καὶ δὲ δεχθοῦν τὸν Ἐρχόμενο.

Διότι εἶχαν βέβαια τότε συσκοτισθεῖ τὰ σχετικὰ μὲ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ παλαιότερα καὶ πίστευαν οἱ πολλοὶ ὅτι εἶχε πεθάνει ἐξ αἰτίας τῆς σφαγῆς ποὺ ἔλαβε χώρα στὴ Βηθλεὲμ ἀπὸ τὸν Ἡρώδη.
Βέβαια φανέρωσε τὸν ἑαυτό Του ὅταν ἦταν δώδεκα ἐτῶν, ἀλλὰ γρήγορα Τὸν ἔριξε πάλι στὴν ἀφάνεια. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, χρειάζονταν λαμπρὰ προοίμια καὶ κάποια ὑψηλότερη καὶ ἐπισημότερη ἀρχὴ τοῦ ἔργου. Γι’ αὐτὸ καὶ τότε γιὰ πρώτη φορά, ὅσα οὐδέποτε δὲν εἶχαν ἀκούσει οἱ Ἰουδαῖοι, οὔτε ἀπὸ τοὺς προφῆτες, οὔτε ἀπὸ ἄλλον κανένα, διακηρύσσει μὲ δυνατὴ φωνὴ ὁ Ἰωάννης, ἀναφερόμενος στὸν οὐρανὸ καὶ τὴν ἐκεῖ Βασιλεία, χωρὶς νὰ λέγει τίποτά περί τῆς γῆς, πλέον.
Ὅταν ἐπίσης λέγει «Βασιλείας», ἐννοεῖ ἐν προκειμένῳ τὴν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ τὴν πρώτη καὶ τὴν τελευταία.

«Καὶ τί σχέση ἔχει αὐτὸ μὲ τοὺς Ἰουδαίους;», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κανείς. «Πραγματικὰ δὲν ἀντιλαμβάνονται τί λές».
«Μὰ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁμιλῶ μὲ τέτοιον τρόπο», ἀπαντᾶ ὁ Ἰωάννης, «ὥστε παρακινούμενοι ἀπὸ τὴν ἀσάφεια τῶν λεγομένων, νὰ θελήσουν νὰ ἀναζητήσουν Αὐτὸν ποὺ κηρύττω».
Ἔτσι λοιπὸν τοὺς προσείλκυε μὲ τὶς χρηστὲς καὶ ἀγαθὲς ἐλπίδες, ὅταν πήγαιναν κοντά του, ὥστε καὶ πολλοὶ τελῶνες («ἦλθον δὲ καὶ τελῶναι βαπτισθῆναι καὶ εἶπον πρὸς αὐτὸν· διδάσκαλε, τί ποιήσομεν; δὲ εἶπε πρὸς αὐτοὺς· μηδὲν πλέον παρὰ τὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε (ἦρθαν  ἀκόμη ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους καὶ κάποιοι τελῶνες νὰ βαπτιστοῦν καὶ τοῦ εἶπαν: ’’Διδάσκαλε, τί νὰ κάνουμε;’’.
Καὶ ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: ’’Μὴν εἰσπράττετε τίποτε παραπάνω ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ σᾶς ἐπιτρέπει ὁ νόμος νὰ εἰσπράττετε)» (Λουκ. 3,12-13) καὶ στρατιωτικοί (Λουκ,3,14: «ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν καὶ στρατευόμενοι λέγοντες· καὶ ἡμεῖς τί ποιήσομεν; καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς· μηδένα συκοφαντήσητε μηδὲ διασείσητε, καὶ ἀρκεῖσθε τοῖς ὀψωνίοις ὑμῶν (τὸν ρωτοῦσαν μάλιστα καὶ κάποιοι στρατιωτικοὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν:’’ Κι ἐμεῖς, τί νὰ κάνουμε;’’. Καὶ τοὺς ἔλεγε:’’ Μὴν κατηγορήσετε μὲ ψεύτικες κατηγορίες κανέναν καὶ μὴν τὸν ἐκβιάσετε μὲ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀπειλὴ γιὰ νὰ τοῦ ἀποσπάσετε χρήματα. Καὶ νὰ ἀρκεῖστε στὸ μισθὸ ποὺ παίρνετε)») νὰ ρωτοῦν τί πρέπει νὰ πράττουν καὶ πῶς νὰ ρυθμίζουν τὴ ζωή τους, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἦταν ἀπόδειξη ὅτι εἶχαν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πράγματα καὶ φρόντιζαν γιὰ ἄλλα σπουδαιότερα ζητήματα καὶ ὅτι ὀνειρεύονταν τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά, διότι ὅλα, καὶ οἱ πράξεις καὶ οἱ λόγοι τους ἐνέπνεαν ὑψηλὸ φρόνημα.

Σκέψου λοιπὸν τί σήμαινε νὰ δοῦν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἦταν υἱὸς ἀρχιερέως, νὰ ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν ἔρημο ὕστερα ἀπὸ τριάντα χρόνια, χωρὶς νὰ ἔχει χρειαστεῖ ποτὲ μέχρι τώρα τίποτε ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα καὶ νὰ εἶναι ἄξιος σεβασμοῦ ἀπὸ πάσης ἀπόψεως, ἔχοντας μαζί του τὸν προφήτη Ἠσαΐα.
Διότι ἦταν καὶ αὐτὸς παρών, προβάλλοντας τὸν Ἰωάννη καὶ λέγοντας: «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ (φωνὴ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος κράζει στὴν ἔρημο καὶ λέει: ‘’ Ἑτοιμάστε τὸν δρόμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ ἔλθει σὲ ἐσᾶς ὁ Κύριος· κάνετε ἴσιους καὶ ὁμαλούς τους δρόμους ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρόκειται νὰ περάσει.
Ξεριζῶστε δηλαδὴ ἀπὸ τὶς ψυχές σας τις ἀγκαθιὲς τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καὶ ρῖξτε μακριὰ τὶς πέτρες τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς σκληρότητας. Καὶ καθαρίστε μὲ τὴ μετάνοια τὸ ἐσωτερικό σας, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν Κύριο’’)» (Ματθ.3,3· Ἠσ. 40,3).
Διότι τόσο πολὺ φρόντιζαν οἱ προφῆτες γιὰ τὰ πράγματα αὐτά, ὥστε ὄχι μόνο γιὰ τὸν Κύριό τους πρὸ πολλοῦ χρόνου νὰ προφητεύσουν, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νὰ ὑπηρετήσει αὐτόν.
Καὶ ὄχι μόνο αὐτὸν ἀναφέρουν ἀλλὰ καὶ τὸν τόπο στὸν ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ παραμείνει καὶ τὸν τρόπο τοῦ κηρύγματος, τὸν ὁποῖο θὰ ἀξιοποιοῦσε ὅταν θὰ ἐμφανιζόταν στοὺς ἀνθρώπους, καθὼς καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῆς δράσεως αὐτοῦ.

Κοίταξε, λοιπόν, πῶς καταλήγουν στὰ ἴδια νοήματα, ἂν καὶ δὲ χρησιμοποιοῦν τὶς ἴδιες λέξεις, καὶ ὁ Προφήτης καὶ ὁ Βαπτιστής.
Πραγματικά, ὁ μὲν Προφήτης λέγει ὅτι θὰ ἔλθει, λέγοντας: «ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου. εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. (Ἑτοιμάστε τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου, κάντε ἴσιους καὶ ὁμαλούς τους δρόμους Αὐτοῦ)» (Ἠσ. 40,3)· ὁ δὲ Βαπτιστὴς ἀφοῦ ἦλθε, ἔλεγε: «Ποιήσατε οὖν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας (Κάντε καρποὺς ἄξιους τῆς μετάνοιας)» (Λουκ.3,8), πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ «ἑτοιμάσατε τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου».
Βλέπεις ὅτι μὲ ὅσα εἶπε ὁ Προφήτης καὶ μὲ ὅσα κήρυττε ὁ Ἰωάννης, ἕνα μόνο πρᾶγμα δηλώνεται, ὅτι δηλαδὴ ἦλθε ὁ Ἰωάννης νὰ ἐξομαλύνει τὸν δρόμο καὶ νὰ προετοιμάσει τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία, ὄχι γιὰ νὰ προσφέρει τὴν δωρεά, πρᾶγμα ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ μόνο προετοίμαζε τὶς ψυχὲς ἐκείνων, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δεχθοῦν τὸν Θεὸ τῶν ὅλων.

Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέγει καὶ κάτι ἐπιπλέον. Δηλαδή, δὲν ἔθεσε τὸ προοίμιο μόνο καὶ σταμάτησε, ἀλλὰ παραθέτει ὁλόκληρη τὴν προφητεία: «Πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας, καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ (κάθε φαράγγι καὶ λαγκάδι θὰ γεμίσει καὶ οἱ χαράδρες του θὰ σκεπαστοῦν καὶ κάθε μεγάλο βουνὸ καὶ κάθε μικρὸς λόφος θὰ χαμηλώσει, ὥστε τὸ ἔδαφος νὰ γίνει παντοῦ ὁμαλό.
Κι ἔτσι τὰ στραβὰ καὶ ἀνώμαλα θὰ ἰσιώσουν καὶ θὰ εὐθυγραμμιστοῦν, καὶ οἱ πετρώδεις δρόμοι θὰ γίνουν ὁμαλοὶ καὶ λεῖοι.
Δηλαδὴ πρέπει νὰ ἐξαλειφθεῖ μέσα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων κάθε ἀνευλάβεια καὶ ἀνειλικρίνεια καὶ κακία ποὺ γεννᾶ πνευματικὸ χάσμα· καὶ κάθε ἐγωισμὸς καὶ ἀλαζονεία ποὺ σὰν βουνὸ ὑψώνεται στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, καθὼς καὶ κάθε ἀνωμαλία καὶ τραχύτητα καὶ δυστροπία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἁμαρτίας.
Κι ἔτσι νὰ γίνουν οἱ ψυχὲς σὰν δρόμοι ὁμαλοὶ καὶ σὰν πλατεῖες ἰσοπεδωμένες, γιὰ νὰ γίνει μέσα σὲ αὐτὲς ἡ ὑποδοχὴ τοῦ μεγάλου Βασιλιᾶ ποὺ ἔρχεται. Καὶ τότε, ὅταν συντελεστεῖ ἡ πνευματικὴ αὐτὴ προετοιμασία, κάθε καλοδιάθετος ἄνθρωπος, ἂν καὶ κουβαλᾶ ἐπάνω του τὴν ἀδύνατη σάρκα, θὰ δεῖ καὶ θὰ ἀπολαύσει τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας ποὺ ἔδειξε ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ)» (Λουκ.3,5-6 καὶ Ἠσ.40,4-5).
 
Εἶδες πὼς ὁ προφήτης εἶπε τὰ πάντα ἐκ τῶν προτέρων, καὶ τὴ συρροὴ τοῦ πλήθους καὶ τὴ μεταβολὴ τῶν πραγμάτων πρὸς τὸ καλύτερο καὶ τὴν εὐκολία τοῦ κηρύγματος καὶ τὴν αἰτία ὅλων των συμβάντων; Ὁμιλεῖ βέβαια κάπως μεταφορικά, διότι ὅ,τι ἔλεγε ἀποτελοῦσε προφητεία. Λέγει π.χ.: «Πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας».
Μὲ αὐτὸ παρουσιάζει καὶ τοὺς ταπεινοὺς νὰ ὑψώνονται, τοὺς ὑπερήφανους νὰ ταπεινώνονται, τὴ δυσκολία τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου νὰ μεταβάλλεται σὲ εὐκολία πίστεως. «Ὄχι πλέον ἱδρῶτες καὶ κόποι», μᾶς λέγει, «ἀλλὰ χάρη καὶ συγχώρηση ἁμαρτημάτων, ποὺ δημιουργεῖ πολλὴ εὐκολία γιὰ σωτηρία».

Ἔπειτα παραθέτει καὶ τὴν αἰτία τους. Λέγει ὅτι «ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ». Ὄχι μόνο οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ὅσοι εἶχαν προσηλυτισθεῖ στὸν Ἰουδαϊσμό (προσήλυτοι ὀνομάζονταν ὅσοι ἀλλόφυλοι προσχωροῦσαν στὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία, περιτέμνονταν καὶ γίνονταν μέλη τῆς θρησκευτικῆς κοινότητας τοῦ περιούσιο λαοῦ), ἀλλὰ ὅλη ἡ γῆ καὶ ὅλη ἡ θάλασσα καὶ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων· διότι μὲ τὴ λέξη «τὰ σκολιὰ» ὑπαινίσσεται ὅλη τὴ διεφθαρμένη ζωή, τοὺς τελῶνες, τὶς πόρνες, τοὺς ληστές, τοὺς μάγους, ποὺ ἐνῷ ἀρχικὰ ἦταν γεμᾶτοι διαστροφή, βάδισαν ἀργότερα τὸν εὐθὺ δρόμο.
Τὸ ἴδιο ἔλεγε καὶ Ἐκεῖνος: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ (ἀληθινά σᾶς λέω ὅτι οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες, οἱ ὁποῖες στὴν ἀρχὴ ἔδειξαν ἀπείθεια στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, πηγαίνουν πρὶν ἀπὸ σᾶς τοὺς Φαρισαίους καὶ γραμματεῖς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· διότι ἐσεῖς μὲ λόγια μόνο δείξατε ὑπακοὴ στὸ Θεό, στὴν πραγματικότητα ὅμως ὑπήρξατε ἀπειθεῖς καὶ ἄπιστοι)» (Ματθ.21,31).

Μὲ ἄλλες λέξεις καὶ ὁ προφήτης φανέρωσε τὸ ἴδιο ὁμιλῶντας ὡς ἑξῆς: «Τότε λύκοι καὶ ἄρνες βοσκηθήσονται ἅμα, καὶ λέων ὡς βοῦς φάγεται ἄχυρα, ὄφις δὲ γῆν ὡς ἄρτον· οὐκ ἀδικήσουσιν οὐδὲ μὴ λυμανοῦνται ἐπὶ τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ μου, λέγει Κύριος (τότε, κατὰ τὴν εὐλογημένη αὐτὴ ἐποχὴ τῆς χάριτος, λύκοι καὶ ἀρνιὰ θὰ βόσκουν μαζί. Ὁ λέοντας θὰ τρώει ἄχυρο σὰν τὸ βόδι, ἐνῷ τὸ φίδι θὰ τρώει τὴ γῆ σὰν τὸ ψωμί. Τὰ ἄγρια θηρία, οἱ τέως κακοὶ ἄνθρωποι, δὲν θὰ προξενήσουν πλέον καμία βλάβη στὸ ἅγιο ὅρος τῆς Σιῶν, δὲ θὰ κάνουν κανένα κακό, λέγει ὁ Κύριος)» (Ἠσ.65,25).
Ὅπως ἐνῷ μὲ τὰ βουνὰ καὶ τὰ φαράγγια εἶπε ὅτι ἀποκαθίσταται σὲ μία πνευματικὴ ὁμαλότητα τὸ ἀνώμαλο ἦθος, ἔτσι καὶ ἐκεῖ· παραβάλλοντας μὲ τὶς συνήθειες τῶν ἀλόγων ζώων τοὺς διάφορους χαρακτῆρες τῶν ἀνθρώπων ἔλεγε ὅτι θὰ καταλήξουν σὲ μία συμφωνία ποὺ θὰ στηρίζεται στὴν κοινὴ πίστη.
Καὶ ἀνέφερε καὶ ἐκεῖ τὴν αἰτία ποὺ εἶναι ἡ ἑξῆς: «Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμὲρᾳ ἐκεὶνῃ ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαὶ καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν, ἐπ᾿ αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσι, καὶ ἔσται ἡ ἀνάπαυσις αὐτοῦ τιμή (κατά τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ὁ εὐλογημένος αὐτὸς ἀπόγονος τοῦ Ἰεσσαί, ὁ Μεσσίας, θὰ ἐμφανιστεῖ ὡς ἄρχοντας τῶν ἐθνῶν, θὰ εἶναι μέγας κατὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ δύναμη, ὥστε τὰ ἔθνη θὰ στηρίξουν σὲ Αὐτὸν τὶς ἐλπίδες τους.
Ὁ θρόνος Του καὶ ἡ διαμονή Του θὰ εἶναι ἔνδοξη καὶ τιμημένη)» (Ἠσ. 11,10), λέγει.
Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε καὶ ἐδῶ ὅτι «ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ». Κάνει παντοῦ φανερὸ ὅτι στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης θὰ διαχυθεῖ ἡ δύναμη καὶ ἡ γνώση τῶν Εὐαγγελίων αὐτῶν καὶ θὰ μεταβάλει τὴ θηριωδία καὶ τὴ σκληρότητα τοῦ ἀνθρώπινου γένους σὲ πολλὴ ἡμερότητα καὶ πραότητα.

Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης εἶχε κατασκευασμένο τὸ ἔνδυμά του ἀπὸ τρίχες καμήλου καὶ φοροῦσε γύρω ἀπὸ τὴ μέση του δερμάτινη ζώνη. Βλέπεις πὼς ἄλλα εἶπαν οἱ προφῆτες καὶ ἄλλα τὰ ἄφησαν γιὰ τοὺς Εὐαγγελιστές;
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ὁ Ματθαῖος παραθέτει τὶς προφητεῖες ἀλλὰ προσθέτει καὶ τὶς δικές του πληροφορίες, χωρὶς νὰ θεωρεῖ περιττὸ καὶ ἀσήμαντο νὰ μιλήσει ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἐνδυμασία τοῦ δικαίου αὐτοῦ ἄντρα.
Πραγματικὰ ἦταν ἄξιο θαυμασμοῦ καὶ παράδοξο νὰ συναντήσει κανεὶς τόση καρτερία καὶ ἀντοχὴ σὲ ἀνθρώπινο σῶμα. Αὐτὸ ἀκριβῶς προσείλκυε περισσότερο τοὺς Ἑβραίους, ποὺ ἔβλεπαν στὸ πρόσωπό του τὸν μέγα Ἠλία καὶ ἀπὸ ὅσα τότε παρακολουθοῦσαν ὁδηγοῦνταν στὴν ἀνάμνηση τοῦ μακαρίου ἐκείνου ἀνθρώπου (ὁ Ἰωάννης κατὰ τὴν τροφὴ καὶ τὴν ἐνδυμασία ἔμοιαζε στὸν Ἠλία· πρβλ. Δ΄Βασιλ.1,8 : «ἀνὴρ δασὺς καὶ ζώνην δερματίνην περιεζωσμένος τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ. καὶ εἶπεν· Ἠλιοὺ ὁ Θεσβίτης οὗτός ἐστι (εἶναι  ἄντρας δασύτριχος, ζωσμένος γύρω ἀπὸ τὴ μέση μιὰ δερμάτινη ζώνη. Καὶ ὁ Ὀχοζίας τοὺς εἶπε: ‘’Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης’’)»).
Καὶ ἦταν ἀκόμη μεγαλύτερη ἡ ἔκπληξή τους· διότι ὁ Ἠλίας ἔμενε καὶ σὲ πόλεις καὶ σὲ σπίτια, ἐνῷ ὁ Ἰωάννης κατοίκησε συνεχῶς στὴν ἔρημο ἤδη ἀπὸ τὰ σπάργανά του, τὴ νηπιακὴ σχεδὸν ἡλικία του.
 
Ἔπρεπε ὁ Πρόδρομος ἐκείνου ποὺ ἔμελλε νὰ καταργήσει ὅλα τὰ παλαιά- τὸν πόνο, τὴν κατάρα, τὴ λύπη, τὸν ἱδρῶτα- ἔπρεπε νὰ διαθέτει καὶ ἐκεῖνος μερικὰ σύμβολα τῆς δωρεᾶς αὐτῆς καὶ νὰ εἶναι ἀνώτερος ἐκείνης τῆς παλαιᾶς καταδίκης.
Οὔτε λοιπὸν τὴ γῆ ὄργωσε, οὔτε αὐλάκι ἄνοιξε, οὔτε ἔφαγε τὸ ψωμὶ του μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του.
Ἦταν πρόχειρο τὸ τραπέζι του, ἡ ἔνδυσή του εὐκολότερη ἀπὸ τὸ φαγητὸ καὶ μὲ λιγότερους ἀκόμη κόπους ἀπὸ τὴν ἔνδυση ἡ ἐξασφάλιση τῆς κατοικίας. Δὲν χρειάστηκε οὔτε στέγη, οὔτε κλίνη, οὔτε τραπέζι, ἀλλὰ μέσα σὲ αὐτὴν τὴ σάρκα ἔδωσε δείγματα ἀγγελικῆς ζωῆς.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ τὸ ἔνδυμά του ἦταν τρίχινο, γιὰ νὰ διδάσκει μὲ τὴν ἐμφάνισή του νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα καὶ νὰ μὴν ἔχουμε κανένα κοινὸ σημεῖο μὲ τὴ γῆ ἀλλὰ νὰ ἐπανέλθουμε στὴν προηγούμενη κατάσταση, προτοῦ ὁ Ἀδὰμ αἰσθανθεῖ τὴν ἀνάγκη τῆς ἐξωτερικῆς περιβολῆς καὶ τῆς ἐνδύσεως. Ἔτσι ἡ ἐμφάνιση ἐκείνη ἦταν σύμβολο τῆς βασιλείας καὶ τῆς μετανοίας.

Καὶ μὴ ρωτήσεις ποῦ βρῆκε τὸ τρίχινο ἔνδυμα καὶ τὴ ζώνη, ἀφοῦ κατοικοῦσε στὴν ἔρημο. Ἂν κινήσει αὐτὸ τὴν ἀπορία σου, θὰ σὲ ἀπασχολήσουν καὶ ἄλλα. Πῶς ἔμεινε λ.χ. στὴν ἔρημο μὲ τοὺς πάγους καὶ τοὺς καύσωνες καὶ μάλιστα μὲ τὸ ἁπαλὸ σῶμα τῆς τρυφερῆς ἡλικίας;
Πῶς ἡ παιδικὴ σάρκα στάθηκε ἱκανὴ νὰ ἀντιμετωπίσει τόσο ἀνώμαλες καιρικὲς συνθῆκες, τόσο διαφορετικὴ διατροφὴ καὶ ὅλη τὴν ἄλλη ταλαιπωρία τῆς ἐρήμου;
Ποῦ εἶναι οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι, ποὺ ἐνῷ ζήλεψαν τὴν κυνικὴ ἀναισχυντία (ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἐννοεῖ ἐδῶ τοὺς Κυνικοὺς φιλοσόφους· ἔτσι ὀνομάζονταν οἱ ὀπαδοὶ τοῦ ἱδρυτῆ τῆς κυνικῆς σχολῆς Ἀντισθένη, κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν ὁποίων ἡ ἄρνηση τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν ἀποτελοῦσε ἀρετή, καθιστοῦσε τὸν ἄνθρωπο εὐδαίμονα καὶ προφύλασσε αὐτὸν ἀπὸ τὶς μεταπτώσεις τῆς τύχης καὶ τὶς ἀπογοητεύσεις τοῦ κόσμου. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔφτασαν μέχρι καὶ νὰ περιφρονήσουν ἀκόμα καὶ τὸν ἴδιο τόν πολιτισμὸ καὶ ζοῦσαν ἐπαιτῶντας καὶ κατὰ τὴ φύση, γι' αὐτὸ καὶ ὁ ὅρος «κυνικός», ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ σήμαινε αὐτὸν ποὺ δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε, ὅμως ἀργότερα ἐξέπεσε στὴ σημασία τοῦ ἀπαίδευτου, τοῦ ἀνάγωγου καὶ τοῦ ἀναιδοῦς) ἄσκοπα καὶ μάταια, ἐν τούτοις καὶ δαχτυλίδια φοροῦσαν καὶ ποτήρια χρησιμοποιοῦσαν καὶ εἶχαν στὴν ὑπηρεσία τους ὑπηρέτες καὶ ὑπηρέτριες καὶ περιτριγυρίζονταν ἀπὸ πολλὴ ἄλλη φαντασία, κλίνοντας πότε πρὸς τὸ ἕνα καὶ πότε πρὸς τὸ ἄλλο ἄκρο;
Ποιό τὸ ὄφελος νὰ κλείνεσαι στὸ πιθάρι (ὅπως ὁ κυνικὸς φιλόσοφος Διογένης) καὶ νὰ διαπράττεις κατόπιν τέτοιες ἀσέλγειες;

Δὲν ἦταν ὁ Πρόδρομος ὅμοιός του. Κατοίκησε τὴν ἔρημο σὰν νὰ ἦταν ὁ οὐρανὸς καὶ πραγματοποίησε αὐστηρὸ ἐνάρετο βίο. Καὶ ἀπὸ τὴν ἔρημο ὡς ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβαινε στὶς πόλεις. Ἦταν τῆς εὐσέβειας ἀθλητής, νικητὴς παγκόσμιος, φιλόσοφος τῆς φιλοσοφίας ποὺ εἶναι ἄξια τοῦ οὐρανοῦ.
Ἂς σημειώσουμε ὅτι αὐτὰ γίνονταν ὅταν ἡ ἁμαρτία δὲν εἶχε ἀκόμη καταργηθεῖ καὶ δὲν εἶχε ὁ νόμος καταλυθεῖ, δὲν εἶχε ὁ θάνατος δεσμευθεῖ, οἱ χάλκινες πύλες δὲν εἶχαν συντριβεῖ, ἀλλὰ ἴσχυε ἀκόμη τὸ παλαιὸ καθεστώς.
Αὐτὸ θὰ πεῖ γενναία καὶ ἄγρυπνη ψυχὴ· προηγεῖται σὲ ὅλα καὶ ὑπερπηδᾶ τὰ συνήθη σκάμματα. Ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε ὁ Παῦλος μέσα στὴ νέα πολιτεία.

«Ἀλλά», θὰ ρωτήσει κάποιος, «γιὰ ποιό λόγο χρησιμοποίησε ζώνη στὸ ἔνδυμά του;».
Ἦταν συνήθεια τῶν παλαιῶν, προτοῦ φτάσουμε στὴ μαλακὴ καὶ ἐλεύθερη αὐτὴ περιβολή. Χρησιμοποιεῖ ζώνη καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος. (Πράξ.21,11: «Καὶ ἐλθὼν πρὸς ἡμᾶς καὶ ἄρας τὴν ζώνην τοῦ Παύλου, δήσας τε αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας εἶπε· τάδε λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· τὸν ἄνδρα οὗ ἐστιν ἡ ζώνη αὕτη, οὕτω δήσουσιν εἰς Ἱερουσαλὴμ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ παραδώσουσιν εἰς χεῖρας ἐθνῶν (Αὐτός, ὅταν ἦλθε νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ, πῆρε τὴ ζώνη τοῦ Παύλου καὶ ἔδεσε μ’ αὐτὴν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια του καὶ εἶπε: Αὐτὰ λέει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: Τὸν ἄνδρα στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ζώνη αὐτή, θὰ τὸν δέσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ οἱ Ἰουδαῖοι ἔτσι ὅπως εἶμαι ἐδῶ δεμένος ἐγώ, καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στὰ χέρια τῶν ἐθνικῶν Ρωμαίων)»], λέγει.
Καὶ ὁ Ἠλίας ἐπίσης ἦταν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐνδεδυμένος ὅπως καὶ κάθε ἅγιος, ἐπειδὴ ἦσαν συνεχῶς ἀπασχολημένοι μὲ ἐργασία εἴτε μὲ ὁδοιπορίες, εἴτε κοπίαζαν καὶ ταλαιπωροῦνταν μὲ κάτι ἄλλο ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνει.
Καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ὅτι περιφρονοῦσαν κάθε καλλωπισμὸ καὶ ἐπιδίωκαν συστηματικὰ τὴ σκληραγωγία. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὸ μέγιστο ἐγκώμιο τῆς ἀρετῆς τους, λέγει ὁ Χριστὸς μὲ τὰ ἑξῆς: «ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον; ἰδοὺ οἱ ἐν ἱματισμῷ ἐνδὸξῳ καὶ τρυφῇ ὑπάρχοντες ἐν τοῖς βασιλείοις εἰσίν (Ἀλλά τί βγήκατε νὰ δεῖτε; Κανέναν ἄνθρωπο ντυμένο μὲ ἁπαλὰ πολυτελῆ φορέματα καὶ μαλθακό; Ὅσοι φοροῦν λαμπρὰ πολυτελῆ ροῦχα καὶ ζοῦν μέσα στὴν ἀποχαύνωση τῶν ἀπολαύσεων, μένουν στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα)» (Λουκ.7,25).
 
Ἂν τώρα ἐκεῖνος ποὺ ἦταν τόσο καθαρός, καὶ λαμπρότερος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους τοὺς Προφῆτες, πού, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, μεγαλύτερός του δὲν γεννήθηκε («ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; προφήτην; ναὶ λέγω ὑμῖν, καὶ περισσότερον προφήτου. οὗτός ἐστι περὶ οὗ γέγραπται, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδὸν σου ἔμπροσθέν σου· λέγω γὰρ ὑμῖν, μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν προφήτης Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ οὐδεὶς ἐστιν (Ἀλλά τί βγήκατε νὰ δεῖτε; Κάποιον προφήτη; Ναὶ˙ σᾶς βεβαιώνω μάλιστα ὅτι αὐτὸς εἶναι περισσότερο ἀπὸ προφήτης. Διότι αὐτὸς ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Μεσσία ποὺ προανήγγειλαν οἱ προφῆτες, καὶ ἐπιπλέον προφητεύθηκε καὶ ἡ δική του δράση καὶ ἀποστολή. Πράγματι. Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχει γράψει ὁ προφήτης Μαλαχίας: Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἀγγελιοφόρο μου ἀμέσως πρὶν ἀπὸ σένα. Αὐτὸς θὰ προετοιμάσει τὸ δρόμο μπροστά σου καὶ θὰ προπαρασκευάσει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων νὰ σὲ δεχθοῦν.
Ὁ Ἰωάννης εἶναι περισσότερο ἀπὸ προφήτης, καὶ σᾶς προσθέτω τὸ ἑξῆς: Δὲν ὑπάρχει κανεὶς προφήτης μεγαλύτερος στὴν ἀξία ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ γεννήθηκαν μέχρι τώρα ἀπὸ γυναῖκες)» (Λουκ.7,26-28), καὶ ὁ ὁποῖος εἶχε τόση μεγάλη παρρησία, ἂν ἐκεῖνος ταλαιπωροῦσε τόσο πολὺ τὸν ἑαυτό του, περιφρονῶντας μὲ πολλὴ δύναμη τις ἐφήμερες ἀπολαύσεις καὶ γυμνάζοντας τὸν ἑαυτό του στὴ σκληρὴ αὐτὴ ζωή, ποιά ἀπολογία θὰ κάνουμε ἐμεῖς ποὺ μὲ ὅλες τὶς τόσες εὐεργεσίες καὶ τὰ τεράστια φορτία τῶν ἁμαρτιῶν, δὲν πραγματοποιοῦμε μήτε τὸ πολλοστημόριο τῆς ἐξομολογήσεως ποὺ ἀπαιτεῖται, ἀλλὰ παραδινόμαστε στὴ μέθη, στὴν πολυφαγία, λουζόμαστε μὲ ἀρώματα, δὲν διαφέρουμε καθόλου ἀπὸ τὶς πορνευόμενες τοῦ θεάτρου, ἐξασθενοῦμε ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν κάνουμε εὔκολη ἄγρα τοῦ διαβόλου;

«Τότε ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου καὶ ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδὰνῃ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν (τότε ἔβγαιναν καὶ πήγαιναν κοντά του οἱ κάτοικοι τῶν Ἱεροσολύμων καὶ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, καθὼς καὶ ὅλης τῆς χώρας ποὺ ἐκτεινόταν στὴ δεξιὰ καὶ τὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ.
Καὶ βαπτίζονταν μέσα στὸν Ἰορδάνη ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, ἐνῷ συγχρόνως ἐξομολογοῦνταν τὶς ἁμαρτίες τους)» (Ματθ.3,5-6).
 
Βλέπεις πόσο ἰσχυρὴ ἦταν ἡ παρουσία τοῦ προφήτη; Πῶς ἀναπτέρωσε τὸν λαὸ καὶ τὸν ὁδήγησε στὴ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του;
Ἦταν ἀληθινὰ ἄξιο θαυμασμοῦ, νὰ τὸν δεῖς νὰ πραγματοποιεῖ τέτοια κατορθώματα μὲ ἀνθρώπινη μορφή, νὰ ἐπιδεικνύει τόση παρρησία, νὰ ἐπιπλήττει ὅλους σὰν νὰ ἦταν παιδιὰ καὶ νὰ ἀστραποβολεὶ ἡ χάρη ἀπὸ τὸ πρόσωπό του.
Στὴν ἔκπληξη συντελοῦσε καὶ ἡ ἐμφάνιση προφήτη ἔπειτα ἀπὸ πολὺ διάστημα· τοὺς εἶχε ἐγκαταλείψει τὸ χάρισμα καὶ ἐπανῆλθε σὲ αὐτοὺς ἔπειτα ἀπὸ πολὺ χρόνο.

Καὶ ὁ τρόπος τοῦ κηρύγματος ἦταν παράδοξος καὶ ἀσυνήθιστος. Δὲν ἄκουσαν τίποτε ἀπὸ τὰ γνωστά, πολέμους, μάχες, νῖκες ἐπίγειες, λιμοὺς καὶ ἐπιδημίες, Βαβυλωνίους καὶ Πέρσες, ἅλωση πόλεως καὶ τὰ ἄλλα τα συνηθισμένα.
Ὄχι. Γινόταν λόγος γιὰ τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴν ἐκεῖ βασιλεία καὶ γιὰ τὴν τιμωρία στὴ γέενα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λοιπὸν καὶ μολονότι δὲν ἦταν πολὺς ὁ καιρός, ποὺ εἶχαν ἐξοντωθεῖ ὅλοι οἱ ἀποστάτες τῆς ἐρήμου μαζὶ μὲ τὸν Ἰούδα καὶ τὸν Θευδᾶ (Ὁ Ἰούδας ἦταν ἡγέτης ἐξεγέρσεως κατὰ τῶν Ρωμαίων(6-7 π.Χ.).
Καταγόταν ἀπὸ τὴ Γαλιλαία καὶ στασίασε ἐναντίον τοῦ ἡγεμόνα Κυρηκίου κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς ἀπογραφῆς, δηλαδὴ κατὰ τὸν χρόνο τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ἀπὸ αὐτὸ προέκυψε ἡ παράταξη τῶν ζηλωτῶν.
Κινοῦνταν ἀπὸ τὴν πεποίθηση ὅτι ἦταν ἀνάξιο γιὰ τοὺς Ἑβραίους νὰ ἀνέχονται μετὰ τὸν Θεὸ κυρίους θνητοὺς· ἀπώτερος ὅμως σκοπός του ἦταν ἡ ἐπίσπευση τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία. Τὸ κίνημα τοῦ Θευδᾶ, μὲ χαρακτῆρα ἐθνικὸ καὶ μεσσιανικὸ καὶ αὐτό, εἶχε προηγηθεῖ τοῦ κινήματος τοῦ Ἰούδα.
Ὁ Θευδὰς αὐτὸς ἦταν ἐπίσης Ἰουδαῖος ἐπαναστάτης, ὁ ὁποῖος εἶχε κακὸ τέλος, καὶ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Γαμαλιὴλ στὸ ἰουδαϊκὸ συνέδριο κατὰ τὴ σύλληψη τῶν Ἀποστόλων: Πράξ.5,36), δὲν δίστασαν νὰ ἐξορμήσουν πρὸς αὐτόν.

Δὲν τοὺς καλοῦσε γιὰ τὰ ἴδια, τὴν ἐπιβουλὴ ἐξουσίας, τὴν ἀποστασία, τὴν ἐπανάσταση· ἤθελε νὰ τοὺς χειραγωγήσει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν τοὺς κρατοῦσε μαζί του στὴν ἔρημο νὰ τοὺς περιφέρει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ· τοὺς βάπτιζε, μετέδιδε σὲ αὐτοὺς τὴν πνευματικὴ διδασκαλία του καὶ τοὺς ἄφηνε.
Τοὺς δίδασκε μὲ κάθε τρόπο, μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα, νὰ περιφρονοῦν ὅλα τὰ ἐπίγεια, νὰ ἀνυψώνουν τὸ πνεῦμα τους πρὸς τὰ μελλοντικὰ καὶ πρὸς αὐτὰ νὰ κατευθύνονται καθημερινά.

Αὐτὸν ἂς μιμηθοῦμε καὶ ἐμεῖς καὶ ἀφοῦ ἀφήσουμε τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴ μέθη, ἂς ἀκολουθήσουμε τὴν αὐστηρὴ ζωή.
Εἶναι καιρὸς ἐξομολογήσεως καὶ γιὰ τοὺς ἀμύητους καὶ γιὰ τοὺς βαπτισμένους. Οἱ πρῶτοι, γιὰ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ μετάσχουν στὰ ἱερὰ μυστήρια, οἱ δεύτεροι, ἀφοῦ ἀποπλύνουν τὴν μετὰ τὸ βάπτισμα ἁμαρτία, νὰ προσέλθουν στὴν τράπεζα μὲ καθαρὴ συνείδηση.
Ἂς ἀπομακρυνθοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὴ μαλθακὴ καὶ χαλαρὴ αὐτὴ ζωή.
Δὲν εἶναι δυνατό, δὲν εἶναι νὰ συμβαδίζουν ἡ ἐξομολόγηση καὶ ἡ ἀπόλαυση. Ἂς μᾶς τὰ διδάξει καὶ αὐτὰ ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τὴν ἐνδυμασία του, ἀπὸ τὴν τροφή, ἀπὸ τὴν κατοικία.
 
«Μᾶς διατάζεις λοιπὸν νὰ περιοριστοῦμε καὶ ἐμεῖς ἔτσι;», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος.
Δὲν σᾶς διατάζω, σᾶς συμβουλεύω καὶ σᾶς παρακινῶ. Ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι τῶν δυνάμεών σας, ἂς δείξουμε μετάνοια παραμένοντας καὶ μέσα στὶς πόλεις· ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα μας εἶναι τὸ δικαστήριο.
Ἀλλὰ καὶ περισσότερο ἂν ἀπεῖχε, καὶ πάλι δὲν ἔπρεπε νὰ ἔχουμε θάρρος· διότι τὸ τέλος τῆς ζωῆς καθενός, ἔχει τὸ νόημα καὶ τὴ θέση τῆς συντελείας γι' αὐτὸν ποὺ καλεῖται. Ὅτι ὅμως εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα μας, ἄκουσε τὸν Παῦλο νὰ τὸ λέγει: «ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός (ἡ νύχτα, δηλαδὴ ἡ παροῦσα ζωὴ ποὺ ὁμοιάζει μὲ νύχτα, ἔχει πλέον προχωρήσει· ἡ δὲ ἡμέρα τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ τῆς ἐκδημίας μας πρὸς τὸν οὐρανὸ πλησίασε.
Ἂς ἀποθέσουμε λοιπὸν καὶ ἂς πετάξουμε ἀπὸ τὴν ψυχή μας καὶ τὴ ζωή μας τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἂς ἐνδυθοῦμε, σὰν φωτεινὰ ὅπλα, τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς)» (Ρωμ.13,12).
Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο: «ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ (καλλιεργήστε καὶ τονῶστε τὴν ὑπομονή σας, διότι πολὺ λίγος χρόνος ἀπομένει, καὶ ὁ Κύριος, ὁ ἐρχόμενος γιὰ νὰ κρίνει ζῶντες καὶ νεκρούς, θὰ ἔλθει πάλι καὶ δὲ θὰ ἀργήσει)» (Ἐβρ.10,37).
 
Συμπληρώθηκαν τὰ σημεῖα ποὺ προμηνύουν ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Μᾶς λέγει: «καὶ κηρυχθήσεται τοῦτο τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὃλῃ τῇ οἰκουμὲνῃ εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι, καὶ τότε ἥξει τὸ τέλος (καὶ θὰ κηρυχθεῖ τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ τῆς βασιλείας σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, γιὰ νὰ εἶναι τὸ κήρυγμα αὐτὸ ἔλεγχος γιὰ ὅλα τὰ ἔθνη, ὅσα δὲν θὰ πιστέψουν, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν νὰ προφασισθοῦν ὅτι δὲν προσφέρθηκε καὶ σὲ αὐτοὺς τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ τότε θὰ ἔλθει τὸ τέλος τοῦ κόσμου, τοῦ ὁποίου εἰκόνα καὶ προτύπωση θὰ εἶναι τὸ ἐπικείμενο τέλος τῶν Ἱεροσολύμων)» (Ματθ.24,14).
 
Προσέξτε τὴν ἀκρίβεια τοῦ λόγου. Δὲν εἶπε: «ὅταν πιστέψετε ὅλοι σὲ Αὐτόν», ἀλλὰ «ὅταν κηρυχθεῖ σὲ ὅλους».
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν βέβαια ἔλεγε: «εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι». Ἔκανε σαφὲς ὅτι δὲν ἀναμένει νὰ πιστέψουν ὅλοι καὶ τότε νὰ ἔλθει.
Τὸ «μαρτύριον» σημαίνει λόγο κατηγορίας καὶ ἐλέγχου καὶ καταδίκης ἐκείνων ποὺ δὲν πίστεψαν.
Ἀλλὰ ἐμεῖς ἐνῷ τὰ ἀκοῦμε καὶ τὰ βλέπουμε, κοιμόμαστε καὶ βλέπουμε ὄνειρο, καθὼς σὰν νὰ εἴμαστε ἀποχαυνωμένοι σὲ βαθύτατη νύκτα· διότι βεβαίως δὲν εἶναι καθόλου καλύτερα ἀπὸ ὄνειρα τὰ παρόντα πράγματα, εἴτε εἶναι εὐχάριστα, εἴτε δυσάρεστα.

Σᾶς παρακαλῶ λοιπὸν νὰ ξυπνήσετε καὶ νὰ στρέψετε τὸ βλέμμα σας πρὸς τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ὅποιος κοιμᾶται δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν ἥλιο καὶ νὰ εὐχαριστήσει τὴν ὅρασή του μὲ τὴν ὡραιότητα τῆς ἀκτινοβολίας του, ἀλλὰ ὅ,τι δεῖ, τὸ βλέπει ὅπως μέσα σὲ ὄνειρο.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ λεπτομερῆ ἐξομολόγηση καὶ ἀπὸ δάκρυα πολλὰ καὶ ἐπειδὴ χωρὶς συναίσθηση ἁμαρτάνουμε καὶ ἐπειδὴ τὰ ἁμαρτήματά μας εἶναι μεγάλα καὶ ἀπὸ συγνώμη βαρύτερα.
Ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι ψέμα μου, μαρτυροῦν οἱ περισσότεροι ἀπὸ ὅσους μὲ ἀκοῦτε. Ἐν τούτοις καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι μεγαλύτερα ἀπὸ τὴ συγνώμη, ἂς μετανοήσουμε καὶ θὰ ἀπολαύσουμε τοὺς στεφάνους. Καὶ δὲν θεωρῶ ὡς μετάνοια νὰ ἐγκαταλείψετε μόνο τὶς παλαιὲς κακὲς πράξεις σας, ἀλλὰ νὰ ἐπιδείξετε ἀκόμη μεγαλύτερες καλές.
 
Μᾶς λέγει ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος: «Ποιήσατε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας». Πῶς θὰ τοὺς ἐπιτύχουμε; Ἂν πράξουμε τὰ ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι προηγουμένως.
Ἅρπαξες λόγου χάρη τὰ ξένα; Δῶσε τώρα καὶ τὰ δικά σου.
Πόρνευσες ἐπὶ πολὺ χρόνο; Μὴν πλησιάσεις ἐπὶ ἕνα διάστημα οὔτε τὴ δική σου γυναῖκα, κάμε ἐγκράτεια.
Πρόσβαλες καὶ χτύπησες τοὺς περαστικούς; Εὐχαρίστησε τώρα ὅσους σὲ προσβάλλουν· εὐεργέτησε ὅσους σὲ κτυποῦν.
Γιὰ νὰ γίνουμε καλοί, δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀφαιρέσουμε τὸ βέλος· πρέπει νὰ ἐπιθέσουμε καὶ φάρμακα στὸ τραῦμα.
Εἶχες παραδοθεῖ τὸν περασμένο καιρὸ στὶς ἀπολαύσεις καὶ τὴ μέθη; Νὰ νηστέψεις τώρα, νὰ τηρήσεις ὑδροποσία, γιὰ νὰ ἐπανορθώσεις τὴ ζημία ποὺ ὑπέστης.
Εἶδες μὲ ἀκόλαστους ὀφθαλμοὺς τὴν ξένη ὀμορφιά; Μὴν ἀντικρίσεις στὸ ἑξῆς καθόλου γυναῖκα, γιὰ νὰ εἶσαι περισσότερο ἀσφαλής.
Μᾶς λέγει: «ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθὸν καὶ κατασκήνου εἰς αἰῶνα αἰῶνος (τραβήξου μακριὰ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ πρᾶττε πάντοτε τὸ καλό. Τότε θὰ κατοικήσεις μόνιμα καὶ μὲ ἀσφάλεια στὴν ἱερὴ γῆ τῶν πατέρων σου)» (Ψαλμ.36,27).
Καὶ ἀλλοῦ: «Παῦσον τὴν γλῶσσαν σου ἀπὸ κακοῦ καὶ χείλη σου τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον· ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν, ζήτησον εἰρήνην καὶ δίωξον αὐτήν (ἐσύ, ποὺ ποθεῖς καὶ θέλεις αὐτό, σταμάτησε τὴ γλῶσσα σου ἀπὸ τὶς κακολογίες καὶ κλεῖσε τὰ χείλη σου, ὥστε νὰ μὴ λαλοῦν δολιότητες.
Φύγε μακριὰ ἀπὸ κάθε κακό, κάνε τὸ ἀγαθὸ καὶ εὐάρεστο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ζήτησε τὴν εἰρήνη μὲ τὸν ἑαυτό σου καὶ μὲ τοὺς ἄλλους καὶ ἐπιδίωξέ τη μὲ κάθε τρόπο)» (Ψαλμ.33,14-15).
Καὶ δὲν ἐννοῶ τὴν εἰρήνη μὲ τοὺς ἀνθρώπους μόνο, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰρήνη μὲ τὸν Θεό. Εἶπε καλῶς «δίωξον (νὰ ἐπιδιώξεις)»· διότι τὴν ἔχουν ἀπελάσει καὶ ἀποβάλει, καὶ ἐκείνη ἀφοῦ ἄφησε τὴ γῆ, ταξίδεψε στὸν οὐρανό, θὰ μπορέσουμε ὅμως νὰ τὴν ἐπαναφέρουμε ἂν θέλουμε. Καὶ ἀφοῦ παραμερίσουμε ὅλα ὅσα τὴν ἐμποδίζουν, τὴν ἀφροσύνη, τὴν ἀλαζονεία, νὰ ἐπιδιώξουμε τὸν σώφρονα αὐτὸν καὶ λιτὸ βίο.

Τίποτε δὲν εἶναι βαρύτερο ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὸ θράσος. Αὐτὰ δημιουργοῦν τοὺς φαντασμένους ἀλλὰ καὶ τοὺς δουλοπρεπεῖς, μὲ τὴ φαντασία τους, καταγέλαστους καὶ μὲ τὴ δουλοπρέπειά τους, μισητοὺς· καὶ συνδυάζει ἀντίθετες κακίες, τὴν ἀνοησία καὶ τὴν κολακεία.
Ἂν ὅμως περικόψουμε τὴν ὑπερβολὴ τοῦ πάθους, θὰ γίνουμε ταπεινοὶ μὲ μέτρο καὶ ὑψηλοὶ μὲ ἀσφάλεια· διότι καὶ στὰ σώματά μας ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ εἶναι ποὺ δημιουργοῦνται οἱ δύσκολες καταστάσεις.
Ὅταν τὰ διάφορα στοιχεῖα μέσα μας ὑπερβοῦν τὰ ὅρια τῆς δραστηριότητάς τους καὶ ξεπεράσουν τὸ μέτρο, τότε προκαλοῦνται οἱ διάφορες ἀσθένειες καὶ οἱ ὀδυνηροὶ θάνατοι. Τὸ ἴδιο θὰ διαπιστώσει κανεὶς ὅτι συμβαίνει καὶ στὴν ψυχή.

Ἂς περικόψουμε λοιπὸν τὴν ὑπερβολὴ καὶ ἂς πιοῦμε τὸ σωτήριο ποτήριο τοῦ μέτρου. Ἂς μείνουμε στὸν συνδυασμὸ ποὺ πρέπει καὶ ἂς τηρήσουμε μὲ ἀκρίβεια τὶς προσευχές μας. Ἂν δὲν λάβουμε, ἂς ἐξακολουθήσουμε γιὰ νὰ λάβουμε, καὶ ἂν λάβουμε, ἐπειδὴ λάβαμε.
Διότι καὶ ὁ ἴδιος δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἀναβάλει τὴ δωρεὰ ἀλλὰ μὲ τὴν καθυστέρηση μηχανεύεται τὴ δική μας ἐπιμονή.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἀναβάλλει τὴν ἐκπλήρωση τῆς αἰτήσεώς μας καὶ παραχωρεῖ συχνὰ νὰ ἔλθει ὁ πειρασμός, γιὰ νὰ καταφεύγουμε συνεχῶς σὲ Αὐτὸν καὶ νὰ μένουμε πλησίον Του.
Ἔτσι κάνουν καὶ οἱ σαρκικοὶ πατέρες καὶ οἱ μητέρες οἱ φιλότεκνες. Ὅταν δοῦν ὅτι τὰ παιδιά τους, ἀφοῦ ἀφήσουν τὴ δική τους συντροφιά, παίζουν μὲ τοὺς συνομηλίκους τους, κάνουν τοὺς ὑπηρέτες τους νὰ σκηνοθετήσουν πολλὲς συμφορές, ὥστε ἀπὸ φόβο νὰ ἀναγκαστοῦν νὰ καταφύγουν στὴ μητρικὴ ἀγκάλη.
Ὅμοια καὶ ὁ Θεὸς ἐπισείει συχνὰ τὴν ἀπειλή, ὄχι γιὰ νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς προσελκύσει κοντά Του· καὶ ὅταν ἐπανέλθουμε σὲ Αὐτόν, ἀμέσως καταργεῖ τὸν φόβο· διότι ἂν εἴμαστε ὅμοιοι κατὰ τοὺς πειρασμοὺς καὶ κατὰ τὴν ἔλλειψή τους, δὲ θὰ ὑπῆρχε ἀνάγκη τῶν πειρασμῶν.

Καὶ δὲν ἰσχύει αὐτὸ γιὰ ἐμᾶς μόνο· καὶ οἱ παλαιοὶ ἅγιοι ἀποκόμιζαν πολλὴ ὠφέλεια μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ὁ προφήτης λέγει: «ἀγαθὸν μοὶ ὅτι ἐταπείνωσάς με, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά σου (εὐεργετικό καὶ σωτήριο ὑπῆρξε γιὰ ἐμένα τὸ γεγονός, ὅτι μὲ τὴν πατρική σου παιδαγωγία καὶ τὶς θλίψεις μὲ ταπείνωσες, γιὰ νὰ μάθω καλύτερα τὶς ἐντολές σου)» (Ψαλμ.118,71).
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ἔλεγε στοὺς Ἀποστόλους· «ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κὸσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον (Σᾶς τὰ εἶπα αὐτὰ γιὰ νὰ ἔχετε εἰρήνη ἔχοντας κοινωνία καὶ ἕνωση μαζί μου. Ἐφόσον εἶστε μέσα στὸν κόσμο, θὰ ἔχετε θλίψη. Ἀλλὰ ἔχετε θάρρος. Ἐγὼ ἔχω νικήσει τὸν κόσμο. Καὶ μὲ τὴ νίκη μου αὐτὴ ἐξασφάλισα καὶ γιὰ σᾶς τὸν θρίαμβο καὶ τὴν δόξα)» (Ἰω.16,33).

Και ὁ Παῦλος ὅμως τὸ ἴδιο ὑπονοεῖ ὅταν λέγει: «Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοὶ σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα μὲ κολαφὶζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι (καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ μεγάλου πλήθους τῶν ἀποκαλύψεων, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύομαι, ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς καὶ μοῦ δόθηκε σκληρὸ ἀγκαθωτὸ ξύλο στὸ σῶμα, ἀρρώστια ἀθεράπευτη, ἄγγελος τοῦ σατανᾶ, γιὰ νὰ μὲ χτυπᾶ στὸ πρόσωπο καὶ νὰ μὲ ταλαιπωρεῖ, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύομαι)» (Β΄Κορ.12,7).
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ παρακάλεσε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν πειρασμό, χωρὶς ἐν τούτοις νὰ ἐπιτύχει, ἐπειδὴ πολὺ κέρδος ἀποκόμιζε ἀπὸ αὐτόν. Ἂν ἐπίσης ἐξετάσουμε ὅλο τὸν βίο του Δαβίδ, θὰ τὸν βροῦμε νὰ λάμπει περισσότερο κατὰ τὶς περιόδους κινδύνου καὶ ὁ ἴδιος καὶ οἱ ἄλλοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Καὶ ὁ Ἰὼβ τότε ἔλαμψε περισσότερο, καὶ ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν εὐδοκίμησε τόσο πολύ, καὶ ὁ Ἰακὼβ καὶ ὁ πατέρας του καὶ ὁ πατέρας αὐτοῦ, ὅλοι ὅσοι ἔχουν ὡς τώρα φορέσει τοὺς λαμπρότερους στεφάνους, στεφανώθηκαν καὶ ἀνακηρύχθηκαν χάρη στὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς.

Ἂς τὰ ἔχουμε ὅλα αὐτὰ ὑπόψη καὶ κατὰ τὸν σοφὸ λόγο «εὔθυνον τὴν καρδίαν σου καὶ καρτέρησον καὶ μὴ σπεὺσῃς ἐν καιρῷ ἐπαγωγῆς (νὰ ἔχεις εὐθεῖα καὶ εἰλικρινῆ τὴν καρδιά σου.
Ὅπλισε τὸν ἑαυτό σου μὲ ὑπομονὴ καὶ θάρρος καὶ νὰ μὴν παρασυρθεὶς μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο σὲ περίοδο δυσκολιῶν)» (Σοφ. Σειρ.2,2).
Σὲ ἕνα μόνο νὰ ἀσκήσουμε τὸν ἑαυτό μας, στὸ νὰ ὑποφέρουμε τὰ πάντα μὲ γενναιότητα· νὰ μὴν πολυασχολούμαστε μὲ ὅ,τι συμβαίνει καὶ νὰ μὴν τὸ λεπτολογοῦμε.
Ἡ γνώση, γιὰ τὸ πότε πρέπει νὰ σταματήσουν οἱ θλίψεις, ἀνήκει στὸν Θεό, ποὺ παραχωρεῖ νὰ μᾶς ἐπισκεφτοῦν.
Τῆς εὐγνωμοσύνης μας καθῆκον εἶναι νὰ τὶς ὑπομείνουμε μὲ ὅλη τὴν καλὴ διάθεση. Ἂν γίνει αὐτό, ἐπακολουθοῦν ὅλα τὰ ἀγαθά.
Γιὰ νὰ ἐπακολουθήσουν λοιπὸν καὶ γιὰ νὰ γίνουμε ἄξιοι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ λαμπρότεροι ἂς δεχόμαστε ὅ,τι μᾶς στείλει ὁ Θεός, ἀποδίδοντας εὐχαριστίες γιὰ ὅλα σὲ Αὐτόν, ποὺ γνωρίζει καλύτερα ἀπὸ ἐμᾶς τὸ συμφέρον μας καὶ μᾶς ἀγαπᾶ ἰσχυρότερα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας.

Τὶς δύο αὐτὲς σκέψεις ἂς σιγοψιθυρίζουμε πρὸς τὸν ἑαυτό μας σὲ κάθε δυσκολία καὶ ἂς περιορίζουμε τὴ λύπη μας, δοξολογῶντας σὲ ὅλα τὸν Θεὸ ποὺ οἰκονομεῖ τὰ πάντα πρὸς χάριν μας.
Ἔτσι θὰ ἀποκρούσουμε καὶ τὶς διαβολὲς μὲ εὐκολία καὶ θὰ κερδίσουμε τὸν ἄφθαρτο στέφανο μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
 Σὲ Αὐτὸν καὶ στὸν Πατέρα καὶ μαζὶ μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμὴ καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες.
Ἀμήν.

ΟΜΙΛΙΑ ΙΑ΄
«Ἰδὼν δὲ πολλοὺς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων ἐρχομένους ἐπὶ τὸ βάπτισμα αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· γεννήματα ἐχιδνῶν, τὶς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς; (Ὅταν ὅμως ὁ Ἰωάννης εἶδε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Σαδδουκαίους νὰ ἔρχονται γιὰ νὰ δεχθοῦν τὸ βάπτισμά του, τοὺς εἶπε: ‘’Ἀπόγονοι τῶν φαρμακερῶν ὀχιῶν, ποὺ ἔχετε κληρονομικὴ τὴν κακία, ἀφοῦ καὶ οἱ πρόγονοί σας ἦταν γεμᾶτοι ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς πονηριᾶς καὶ τῆς μοχθηρίας˙ ποιός σᾶς ὁδήγησε νὰ φύγετε καὶ νὰ σωθεῖτε ἀπ’ τὴν ὀργὴ ποὺ πρόκειται σὲ λίγο νὰ ξεσπάσει;’’)» (Ματθ.3,7-12).
Πῶς λοιπὸν λέγει ὁ Χριστὸς ὅτι δὲν πίστεψαν στὸν Ἰωάννη, ἀφοῦ ἦρθαν καὶ βαπτίστηκαν ἀπὸ αὐτόν; Διότι αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν πίστη, τὸ νὰ μὴ δεχθοῦν Ἐκεῖνον ποὺ αὐτὸς κήρυττε. Ἔδωσαν τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶχαν προσέξει καὶ στοὺς Προφῆτες καὶ στὸν Νομοθέτη (δηλαδή τὸν Μωυσῆ).
Ἐν τούτοις ὁ Κύριος ἀποφάνθηκε ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲν εἶχαν προσέξει, ἀφοῦ δὲν δέχτηκαν ἐκεῖνον ποὺ οἱ προφῆτες τους προανήγγειλαν: «εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοὶ· περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν: (καὶ εἶναι κατήγορός σας ὁ Μωυσῆς, διότι οὔτε στὰ δικά του λόγια πιστεύετε. Ἐὰν πραγματικὰ πιστεύατε στὸ Μωυσῆ, θὰ πιστεύατε καὶ σὲ μένα.
 Διότι γιὰ μένα ἐκεῖνος ἔγραψε προφητικὰ καὶ προανήγγειλε τὸν ἐρχομό μου σὲ πολλὰ μέρη τῶν συγγραμμάτων του, εἴτε μὲ τύπους καὶ εἰκόνες, εἴτε μὲ σαφεῖς προφητεῖες)» (Ἰω.5,46), λέγει.
 
Καὶ ἔπειτα ὅταν ὁ Χριστὸς τοὺς ρωτοῦσε: «τὸ βάπτισμα Ἰωάννου πόθεν ἦν, ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων; (τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε γιὰ μένα καὶ ὑπῆρξε πρόδρομός μου, ἀπὸ ποῦ προερχόταν; Ἀπὸ τὸ Θεὸ ἢ ἀπὸ ἐπινόηση καὶ ἐντολὴ ἀνθρώπων;)» (Ματθ.21,25)· «οἱ δὲ διελογίζοντο παρ᾿ ἑαυτοῖς λέγοντες· ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, διατὶ οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον, πάντες γὰρ ἔχουσι τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτην.
(Αὐτοί λοιπὸν συλλογίζονταν μέσα τους κι ἔλεγαν: ‘’Ἂν ποῦμε ὅτι ἦταν ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ μᾶς πεῖ: γιατί λοιπὸν δὲν πιστέψατε σ’ αὐτόν;
Ἂν ὅμως ποῦμε ὅτι προερχόταν ἀπὸ ἐντολὴ ἀνθρώπων, φοβούμαστε μήπως μᾶς κακοποιήσει ὁ λαός. Διότι ὅλοι τιμοῦν τὸν Ἰωάννη ὡς προφήτη’’)» (Ματθ.21,26), ἔλεγαν.

Ὥστε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἦλθαν μὲν καὶ βαπτίστηκαν, δὲν τήρησαν ὅμως τὴν πίστη τους στὸ κήρυγμα.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἀποκαλύπτει τὴν πονηρία τους ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις ποὺ ἔστελναν καὶ ἔκαναν πρὸς τὸν Βαπτιστή. Τοῦ ἔλεγαν: «Τί οὖν; Ἠλίας εἶ σύ; καὶ λέγει· οὐκ εἰμί. ὁ προφήτης εἶ σύ; (‘’Τί εἶσαι λοιπόν;’’ τὸν ρώτησαν. ‘’Καὶ τί σημαίνει ἡ ἄρνησή σου αὐτή; Εἶσαι ὁ Ἠλίας, ποὺ πρόκειται νὰ ἐμφανισθεῖ πρὶν ἀπὸ τὸν Μεσσία;’’ Καὶ ὁ Ἰωάννης εἶπε: ‘’Ὄχι, δὲν εἶμαι. Εἶσαι ἐσὺ ὁ προφήτης ποὺ προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς;’’)» (Ἰω.1,21).
Για τοῦτον τὸν λόγο καὶ πρόσθεσε: «Καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων (ἀνάμεσα στοὺς ἀπεσταλμένους ὑπῆρχαν καὶ κάποιοι ποὺ ἀνῆκαν στὴν τάξη τῶν Φαρισαίων. Αὐτοὶ θεωροῦσαν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη καινοτομία)» (Ἰω.1,24).
 
«Τί σημαίνει τοῦτο; Τὸ ἴδιο δὲν νόμιζαν καὶ τὰ πλήθη;», θὰ ρωτοῦσε κάποιος. Ἀλλὰ τὰ πλήθη ἔκαναν τὴ σκέψη αὐτὴ μὲ ἀπροσποίητη ἀπορία· ἐνῷ οἱ Φαρισαῖοι ἤθελαν νὰ Τὸν συλλάβουν ἀπὸ κάποια ἀπάντηση ποὺ θὰ τοὺς ἔδινε στὶς ἐρωτήσεις μὲ τὶς ὁποῖες προσπαθοῦσαν νὰ Τὸν παγιδέψουν. Ἐπειδὴ ἦταν γνωστὸ ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ προερχόταν ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ Δαβίδ, ἐνῷ ὁ Βαπτιστὴς ἦταν ἀπὸ τὴ φυλή του Λευί, προσπαθοῦσαν νὰ τὸν παγιδεύσουν μὲ τὴν ἐρώτηση· ἂν ἔδινε τὴν ἀπάντηση ποὺ περίμεναν, ἦταν ἕτοιμοι νὰ Τοῦ ἐπιτεθοῦν ἀμέσως.
Τοῦτο τὸ ἔκανε φανερὸ καὶ ἀπὸ τὰ ἑξῆς· μολονότι δὲν ὁμολόγησε τίποτε ἀπὸ ὅσα περίμεναν καὶ πάλι Τοῦ παρατηροῦν· «καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπον αὐτῷ· τί οὖν βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης;
(Γιατί λοιπὸν βαπτίζεις, ἀφοῦ δὲν εἶσαι οὔτε ὁ Χριστός, οὔτε ὁ Ἠλίας, οὔτε ὁ προφήτης; Μόνο αὐτοὶ θὰ ἔχουν τὸ δικαίωμα καὶ τὴν ἐξουσία νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ κάνεις ἐσύ)» (Ἰω.1,25).
 
Καὶ γιὰ νὰ μάθεις ἀκόμη ὅτι μὲ ἄλλη πρόφαση ἦλθαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ μὲ ἄλλη ὁ λαός, ἄκουσε πῶς τὸ φανέρωσε καὶ τοῦτο ὁ Εὐαγγελιστής. Γιὰ τὸν λαὸ εἶπε: «ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδὰνῃ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν (βαπτίζονταν μέσα στὸν Ἰορδάνη ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, ἐνῷ συγχρόνως ἐξομολογοῦνταν τὶς ἁμαρτίες τους)» (Ματθ.3,6).
Δὲν ὁμίλησε ὁμοίως καὶ γιὰ τοὺς Φαρισαίους. Ἀλλὰ ὅτι «ἰδὼν δὲ πολλοὺς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων ἐρχομένους ἐπὶ τὸ βάπτισμα αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· γεννήματα ἐχιδνῶν, τὶς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς; (ὅταν ὅμως ὁ Ἰωάννης εἶδε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Σαδδουκαίους νὰ ἔρχονται γιὰ νὰ δεχθοῦν τὸ βάπτισμά του, τοὺς εἶπε: ‘’Ἀπόγονοι τῶν φαρμακερῶν ὀχιῶν, ποὺ ἔχετε κληρονομικὴ τὴν κακία, ἀφοῦ καὶ οἱ πρόγονοί σας ἦταν γεμᾶτοι ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς πονηριᾶς καὶ τῆς μοχθηρίας˙ ποιός σᾶς ὁδήγησε νὰ φύγετε καὶ νὰ σωθεῖτε ἀπ’ τὴν ὀργὴ ποὺ πρόκειται σὲ λίγο νὰ ξεσπάσει;’’)» (Ματθ.3,7).
 
Ἀλίμονο στὴ μεγάλη του τόλμη. Πῶς τολμᾶ νὰ ὁμιλεῖ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο πρὸς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι διψοῦσαν πάντοτε αἷμα προφητικὸ καὶ ποὺ ἡ διάθεσή τους δὲν εἶναι καθόλου καλύτερη ἀπὸ τῶν φιδιῶν;
Πῶς κατηγορεῖ μὲ τόσο θάρρος καὶ αὐτοὺς καὶ τοὺς πατέρες τους; «Ἀληθινὰ εἶναι μεγάλο τὸ θάρρος του», θὰ παρατηροῦσε κάποιος ἴσως, «ἀλλὰ τὸ ζήτημα εἶναι ἂν δικαιολογεῖται τὸ θάρρος αὐτό.
Δὲν τοὺς εἶχαν δεῖ νὰ ἁμαρτάνουν, παρακολουθεῖ ἀντιθέτως τὴ μεταβολή τους. Γιὰ αὐτὸ δὲν ἔπρεπε νὰ τοὺς κατηγορήσει, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἐπαινέσει μᾶλλον καὶ νὰ τοὺς ἐναγκαλιστεῖ, διότι ἄφησαν τὴν πόλη καὶ τὰ σπίτια τους καὶ ἔσπευσαν νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμά του».

Τί θὰ ἀπαντήσουμε λοιπόν; Ὅτι δὲν τὸν παραπλανοῦσε ἡ τωρινὴ συμπεριφορά τους, ἀλλὰ ὅτι γνώριζε τὰ ἀπόρρητα τῆς διάνοιάς τους, κατὰ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.
Ἐπειδὴ μεγαλοφρονοῦσαν γιὰ τοὺς προγόνους τους, πρᾶγμα ποὺ γινόταν ἀφορμὴ τῆς καταστροφῆς τους καὶ τοὺς ἔριχνε στὴν ἀδιαφορία, ἀφαιρεῖ τὴ ρίζα της μεγαλοφροσύνης.
Γιὰ τοῦτον τὸν λόγο καὶ ὁ Ἠσαΐας τοὺς ἀποκαλεῖ «Ἀκούσατε λόγον Κυρίου, ἄρχοντες Σοδόμων· προσέχετε νόμον Θεοῦ λαὸς Γομόῤῥας (ἀκούστε λοιπὸν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἐσεῖς, οἱ ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι γιὰ τὶς δικές σας ἁμαρτίες καὶ τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ σας ἀξίζει νὰ ὀνομάζεστε ἄρχοντες Σοδόμων.
Δῶστε προσοχὴ στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ ἐσεῖς, ὁ λαός, ποὺ ὁμοιάζετε μὲ τὸν λαό της Γομόρρας)» (Ἠσ.1,10).
 
Καὶ ἄλλος προφήτης ἐρωτᾶ: «Οὐχ ὡς υἱοὶ Αἰθιόπων ὑμεῖς ἐστε ἐμοί, υἱοὶ Ἰσραήλ; λέγει Κύριος. οὐ τὸν Ἰσρὰὴλ ἀνήγαγον ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ τοὺς ἀλλοφύλους ἐκ Καππαδοκίας καὶ τοὺς Σύρους ἐκ βόθρου; (‘’Ἐσεῖς οἱ Ἰσραηλῖτες, μήπως τάχα καὶ εἶστε γιὰ ἐμένα ὅπως οἱ Αἰθίοπες;’’, λέγει ὁ Κύριος. ‘’Δὲν εἶμαι ἐγὼ Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος σᾶς ἀνεβίβασα ἐλεύθερους ἀπὸ τὴ χώρα τῆς Αἰγύπτου;
Δὲν εἶμαι ἐγὼ Αὐτός, ποὺ ἀνέσυρα τοὺς Φιλισταίους ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ τοὺς Σύρους ἀπὸ βόθρο;’’)» (Ἀμώς 9,7).
Ὅλοι προσπαθοῦν νὰ τοὺς ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν ἰδέα αὐτήν, νὰ περιορίσουν τὴ φαντασία τους, αἰτία ἀπείρων δεινῶν τους.

«Οἱ προφῆτες τους κατηγοροῦν εὔλογα», θὰ πεῖτε, «ἐπειδὴ τοὺς ἔβλεπαν νὰ ἁμαρτάνουν. Ἐδῶ ὅμως γιὰ ποιό λόγο κάνει τὸ ἴδιο καὶ ὁ Βαπτιστής, ἐνῷ βλέπει ὅτι τὸν ἀκοῦνε;» Γιὰ νὰ τοὺς μαλακώσει. Ἐὰν μάλιστα κανεὶς δώσει τὴν ἀπαιτούμενη προσοχὴ στοὺς λόγους του θὰ δεῖ ὅτι ἀνέμειξε στὴν ἐπιτίμηση τὸ ἐγκώμιο.
Οἱ λόγοι του προέρχονται καὶ ἀπὸ τὸν θαυμασμό, διότι τοὺς βλέπει νὰ πραγματοποιοῦν ὅ,τι φαινόταν προηγουμένως ἀδύνατο γι΄αυτούς.
Ἡ ἐκτίμηση λοιπὸν γίνεται ἀπὸ ἄνθρωπο, ποὺ θέλει νὰ τοὺς προσελκύσει καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ ἀνανήψουν. Ὅταν ἐκδηλώνει τὴν ἔκπληξή του, δείχνει ὅτι καὶ ἡ ἕως τότε κακία τους ἦταν πολλή, ἀλλὰ καὶ ἡ μεταβολή τους ἄξια θαυμασμοῦ καὶ παράδοξη.
Τί μεσολάβησε, ὥστε νὰ μετανοήσουν, ἐνῷ εἶναι τέκνα ἐκείνων καὶ ἔχουν τόσο κακῶς ἀνατραφεῖ;
Ποιός μαλάκωσε τὴν τραχύτητα τῆς διαθέσεώς τους; Ποιός θεράπευσε τὸ ἀθεράπευτο;
Προσέξτε ἀκόμη, πὼς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ προκάλεσε τὴν ἔκπληξή τους ἀπευθυνόμενος πρὸς αὐτοὺς τὰ λόγια γιὰ τὴν γέεννα.
Δὲν εἶπε σὲ αὐτούς τα τετριμμένα: ‘’Ποιός σᾶς ὑπέδειξε νὰ ἀποφύγετε τοὺς πολέμους, τὶς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων, τὶς αἰχμαλωσίες, τοὺς λιμοὺς καὶ τοὺς λοιμούς;’’.
Ἔκανε σὲ αὐτοὺς τὸ προανάκρουσμα μιᾶς ἄλλης τιμωρίας, ποὺ ποτὲ ἕως τότε δὲν εἶχαν ἀκούσει μὲ τοὺς ἑξῆς λόγους: «τὶς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς;».
Ὀρθῶς τοὺς ἀποκάλεσε «γεννήματα ἐχιδνῶν (ἀπόγονοι φαρμακερῶν ὀχιῶν)»· διότι τὸ ἄγριο αὐτὸ ἑρπετὸ λέγουν ὅτι ἔρχεται στὸ φῶς, ἀφοῦ φονεύσει τὴ μητέρα του ποὺ κοιλοπονεὶ καὶ διατρυπήσει τὴν κοιλία της. Τὸ ἴδιο ἔπρατταν καὶ ἐκεῖνοι· γίνονταν δολοφόνοι τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρός τους καὶ μὲ τὰ ἴδια τὰ χέρια τους φόνευαν τοὺς διδασκάλους τους.

Δὲν σταματᾶ στὴν κατηγορία· προχωρεῖ καὶ στὶς συμβουλές. Διότι λέγει : «Ποιήσατε οὖν κὰρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας (γιὰ νὰ σωθεῖτε λοιπὸν ἀπ’ τὴν ὀργὴ αὐτή, κάνετε καλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἄξιος καρπὸς τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας. Καὶ δεῖξτε στὸ ἑξῆς μὲ τὶς ἐνάρετες πράξεις σας ὅτι μετανοήσατε εἰλικρινά)» (Ματθ.3,8).
Δὲν φτάνει νὰ ἀποφύγεις τὴν κακία· πρέπει νὰ παρουσιάσεις καὶ πολλὰ ἔργα ἀρετῆς. «Μὴ μοῦ προβάλετε τὶς συνηθισμένες δικαιολογίες σας, ὅταν γιὰ ἕνα διάστημα περιορίζεστε καὶ ἐπανέρχεστε πάλι στὴν ἴδια κακία.
Δὲν ἐξαγγέλλουμε τὰ ἴδια πράγματα μὲ τοὺς προηγούμενους προφῆτες. Εἶναι διάφορα τὰ παρόντα καὶ ὑψηλότερα, ἀφοῦ ἔρχεται καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κριτής, ὁ ἴδιος ὁ κύριος τῆς βασιλείας.
Αὐτός μας ὁδηγεῖ σὲ ἀνώτερη ζωή, μᾶς καλεῖ στὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς ἀναβιβάζει στὶς ἐκεῖ κατοικίες. Γιὰ τοῦτο καὶ σᾶς ἀποκαλύπτω τὸν λόγο γιὰ τὴ γέενα· ἐπειδὴ τὰ εὐχάριστα καὶ τὰ δυσάρεστα εἶναι ἀθάνατα. Μὴν ἐπιμένετε λοιπὸν στὰ ἴδια, μὴν προβάλλετε τοὺς γνωστοὺς τίτλους σας, τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, τὴν εὐγένεια τῶν προγόνων».
 
Αὐτὰ δὲν τὰ ἔλεγε γιὰ νὰ τοὺς ἐμποδίσει νὰ λέγουν ὅτι κατάγονται ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἁγίους. Τοὺς ἐμπόδιζε νὰ λαμβάνουν θάρρος ἀπὸ αὐτὸ καὶ νὰ παραμελοῦν τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς τους μὲ τὸ νὰ ἀποκαλύπτει τὶς σκέψεις τους καὶ μὲ τὸ νὰ προφητεύει τὰ μελλοντικά.
Διότι καὶ ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ παρουσιάζονται νὰ λένε: «Σπέρμα Ἀβραὰμ ἐσμεν καὶ οὐδενὶ δεδουλεύκαμεν πώποτε· πῶς σὺ λέγεις ὅτι ἐλεύθεροι γενήσεσθε; (Ἐμείς εἴμαστε ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τοῦ Ἀβραάμ, προορισμένοι νὰ κατακτήσουμε ὁλόκληρο τὸν κόσμο, καὶ δὲν γίναμε ποτὲ ἕως τώρα δοῦλοι σὲ κανέναν. Μόνο κυβερνήτη καὶ Κύριό μας ἔχουμε τὸν Θεό. Πῶς ἐσὺ λὲς ὅτι ‘’θὰ ἐλευθερωθεῖτε’’;)» (Ἰω.8,33).
Ἐπειδὴ ἦταν αὐτὸ ποὺ κυρίως τοὺς ὁδήγησε στὸν ἐγωισμὸ καὶ τοὺς κατέστρεψε, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν αὐτὸ περιορίζει πρῶτο.

Πρόσεξε πῶς μὲ ὅλο τὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν πατριάρχη, προχωρεῖ στὴ διόρθωση ποὺ τοὺς ἀφορᾶ. Ὅταν τοὺς εἶπε «καὶ μὴ δόξητε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ (καὶ μὴ σᾶς ἀρέσει νὰ ἐξαπατᾶτε τὸν ἑαυτό σας καὶ νὰ λέτε μέσα σας, ‘’ἐμεῖς ἔχουμε πατέρα τὸν Ἀβραάμ’’)», δὲν πρόσθεσε ὅτι «σὲ τίποτε δὲ θὰ μπορέσει ὁ πατριάρχης νὰ σᾶς βοηθήσει».
Αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ὑπαινίχθηκε μὲ τρόπο ἀπαλότερο καὶ μετριοπαθέστερο· «λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ (διότι σᾶς λέω ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη κι ἀπ’ αὐτὲς ἐδῶ τὶς πέτρες νὰ ἀναστήσει ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ)» (Ματθ. 3,8).
Μερικοὶ παρατηροῦν ὅτι αὐτὰ ἀναφέρονται στοὺς ἐθνικούς, τοὺς ὁποίους ἀποκαλεῖ μεταφορικὰ «λίθους».
Ἐγὼ ὅμως λέγω ὅτι αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε ἔχει καὶ ἄλλη σημασία. Ποιά εἶναι λοιπὸν αὐτή; «Μὴ νομίσετε», τοὺς λέγει, «ὅτι ὅταν χαθεῖτε ἐσεῖς, θὰ καταστήσετε τὸν πατριάρχη χωρὶς ἀπογόνους. Ὄχι, τοῦτο δὲν θὰ γίνει. Ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ τοῦ χαρίσει ἀπογόνους ἀπὸ τοὺς λίθους καὶ νὰ τοὺς κάνει συγγενεῖς Του».

Αὐτὸ ἔγινε καὶ στὴν ἀρχή. Διότι ὅμοιο μὲ τὸ νὰ γεννηθοῦν παιδιὰ ἀπὸ πέτρες ἦταν το νὰ γεννηθεῖ παιδὶ ἀπὸ τὴ γερασμένη Σάρρα.
Τοῦτο ἀφήνει καὶ ὁ προφήτης νὰ διαφανεῖ: «Ἀκούσατέ μου, οἱ διώκοντες τὸ δίκαιον καὶ ζητοῦντες τὸν Κύριον, ἐμβλέψατε εἰς τὴν στερεὰν πέτραν, ἣν ἐλατομήσατε, καὶ εἰς τὸν βόθυνον τοῦ λάκκου, ὃν ὠρύξατε. ἐμβλέψατε εἰς Ἁβραὰμ τὸν πατέρα ὑμῶν καὶ εἰς Σὰῤῥαν τὴν ὠδίνουσαν ὑμᾶς· ὅτι εἷς ἦν, καὶ ἐκάλεσα αὐτὸν καὶ εὐλόγησα αὐτὸν καὶ ἠγάπησα αὐτὸν καὶ ἐπλήθυνα αὐτόν (ἀκοῦστε μὲ ἐσεῖς ποὺ ἐπιδιώκετε τὸ δίκαιο καὶ ζητεῖτε πάντοτε τὸν Κύριο καὶ τὴ βοήθειά Του.
Παρατηρεῖστε τὸν στερεὸ βράχο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔχετε κοπεῖ, τὸν λάκκο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔχετε ἀνορυχθεῖ.
 Παρατηρεῖστε δηλαδή, μὲ προσοχὴ τὸν Ἀβραάμ, τὸν πατριάρχη σας, καὶ τὴ Σάρρα, ἡ ὁποία μὲ ὠδίνες σᾶς γέννησε· ὅτι αὐτὸς ἕνας ἦταν μεταξὺ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καὶ αὐτὸν ἐγὼ κάλεσα, τὸν εὐλόγησα, διότι τὸν ἀγάπησα καὶ πλήθυνα τοὺς ἀπογόνους του)» (Ἠσ. 51,1-2).
 Τὴν προφητεία αὐτήν τους ὑπενθυμίζει καὶ τοὺς ἀποδεικνύει ὅτι ἂν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν ἔκανε ἕναν τόσο θαυμαστὸ πατέρα, σὰν νὰ τὸν ἀνέδειξε ἀπὸ τοὺς λίθους, εἶναι δυνατὸν τοῦτο νὰ γίνει καὶ τώρα.

Πρόσεξε ἀκόμη μὲ ποιό τρόπο φυγαδεύει τὴ φαντασία καὶ τὴν ξεριζώνει. Δὲν εἶπε ὅτι «δημιούργησε ἤδη», γιὰ νὰ ἀπελπιστοῦν, ἀλλὰ ὅτι μπορεῖ νὰ δημιουργήσει (δύναται ἐγεῖραι). Καὶ δὲν εἶπε ὅτι μπορεῖ νὰ κάνει ἀνθρώπους ἀπὸ λίθους, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἦταν πολὺ ἀνώτερο, νὰ κάνει καὶ συγγενεῖς καὶ παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ.
Βλέπεις πὼς τώρα τοὺς ἔχει ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴ φαντασία γιὰ πράγματα ὑλικὰ καὶ ἀπὸ τὴν καταφυγή τους στοὺς προγόνους γιὰ νὰ στηρίζουν τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας τους στὴν προσωπικὴ μετάνοια καὶ ἀρετή; Βλέπεις πὼς θέτει ἐκποδὼν τὴ σαρκικὴ συγγένεια καὶ ἐγκαθιστᾶ τὴ συγγένεια τῆς πίστεως;

Πρόσεξε πῶς αὐξάνει τὸν φόβο τους καὶ ἐπιτείνει τὴν ἀγωνία τους μὲ τὰ ἑξῆς· Εἶπε βεβαίως ὅτι «δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ», ἀλλὰ πρόσθεσε: «ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται (τώρα μάλιστα καὶ τὸ τσεκούρι τῆς θείας κρίσεως βρίσκεται κοντὰ στὴ ρίζα τῶν δένδρων, ἕτοιμο νὰ κόψει σύρριζα κάθε ἄκαρπο δένδρο)» (Ματθ.3,10).
Ἔτσι μὲ ὅλα ἔκανε τὸν λόγο του φοβερό. Διότι καὶ ὁ ἴδιος ἀντλοῦσε ἀπὸ τὴ ζωή του πολλὴ παρρησία, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ ἰσχυρὴ ἐπίπληξη, ἐπειδὴ εἶχαν μείνει ἐπὶ πολὺ χρόνο ὡς χέρσοι ἀγροί.
Καὶ τί λέγω ὅτι θὰ ἐκπέσετε ἀπὸ τὴ συγγένειά σας πρὸς τὸν πατριάρχη καὶ θὰ δεῖτε ἄλλους, αὐτοὺς ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τοὺς λίθους, νὰ εἰσέρχονται στὴν πρωτοκαθεδρία σας; προσθέτει ὁ Βαπτιστής.
Καὶ ἡ τιμωρία σας δὲν θὰ μείνει μέχρις ἐδῶ· ἡ ποινή σας θὰ προχωρήσει περισσότερο: «ἤδη δὲ», λέγει, «καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται».
Τίποτε φοβερότερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν τροπὴ τοῦ λόγου. Ὄχι πλέον δρεπάνι ποὺ καταφέρεται, ὄχι γκρέμισμα τοῦ φραγμοῦ, ὄχι καταπάτηση τοῦ ἀμπελῶνα, ἀλλὰ ἀξίνα πολὺ ἀκονισμένη, καὶ τὸ φοβερότερο, ὅτι εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα πλέον.

Ἐπειδὴ οἱ προφητεῖες πραγματοποιοῦνταν ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ ἔτη, δυσπιστοῦσαν πάντοτε στοὺς προφῆτες καὶ ἔλεγαν: « οὐαὶ οἱ λέγοντες· τὸ τάχος ἐγγισάτω ἃ ποιήσει, ἵνα ἴδωμεν, καὶ ἐλθέτω ἡ βοὺλὴ τοῦ ἁγίου Ἰσραήλ, ἵνα γνῶμεν (ἀλίμονο σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι περιφρονητικὰ λέγουν: "ἂς ἔλθουν, λοιπόν, σύντομα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ὁ Κύριος ἀπειλεῖ νὰ κάμει, γιὰ νὰ τὰ δοῦμε.
Ἂς πραγματοποιηθεῖ ἡ ἀπειλητικὴ ἀπόφαση τοῦ ἁγίου τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ νὰ τὴν γνωρίσουμε"!)»  (Ἠσ.5,19).
Τώρα ὅμως τοὺς ἀφαιρεῖ καὶ αὐτὴν τὴν παρηγορία καὶ στήνει τὰ ὄργανα τῆς καταστροφῆς κοντά τους.
Τὸ φανέρωσε αὐτὸ μὲ τὸ νὰ πεῖ «ἤδη» καὶ μὲ τὸ νὰ θέσει τὴν ἀξίνα στὴ ρίζα. «Τίποτε», λέγει, «δὲν μεσολαβεῖ· εἶναι ἀκριβῶς δίπλα στὴ ρίζα». Καὶ δὲν εἶπε στοὺς κλάδους, οὔτε στοὺς καρποὺς ἀλλὰ στὴ ρίζα.
Τοὺς ὑποδεικνύει ὅτι ἂν ἀδιαφορήσουν θὰ ὑποστοῦν ἀνίατα δεινά, χωρὶς ἐλπίδα σωτηρίας. Δὲν εἶναι δοῦλος αὐτός, ποὺ ἦλθε ὅπως οἱ προηγούμενοι. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τῶν ὅλων, ποὺ ἐπιφέρει ἀνυπόφορη τιμωρία καὶ βαρύτατη.
 Ἐξάλλου ὅμως, μολονότι τοὺς φόβισε, δὲν ἀφήνει νὰ πέσουν σὲ ἀπόγνωση.
Παραπάνω δὲν εἶπε ὅτι «ἢγειρεν (δημιούργησε τέκνα)» ἀλλὰ ὅτι «δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραὰμ»· τοὺς φοβίζει συγχρόνως καὶ τοὺς ἐνθαρρύνει. Ἔτσι καὶ τώρα δὲν εἶπε ὅτι «ἢγγισε τὴν ρίζα» ἀλλὰ ὅτι «εἶναι ἕτοιμη κοντὰ στὴ ρίζα» καὶ δὲν δίνει καμία ἔνδειξη ἀναβολῆς.
Ἐν τούτοις μολονότι ἔφερε τὴν τομὴ τόσο κοντά, τὴν ἀφήνει στὴ δική μας ἀπόφαση. «Ἂν μεταβληθεῖτε καὶ βελτιωθεῖτε, θὰ ἀπομακρυνθεῖ τὸ πελέκι, χωρὶς νὰ σᾶς προκαλέσει κανένα κακὸ· ἂν ὅμως ἐπιμείνετε στὰ ἴδια, θὰ ἀποσπάσει τὸ δέντρο σύρριζα.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀκριβῶς, οὔτε ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴ ρίζα, οὔτε καὶ ἂν εἶναι ἕτοιμο τὴν ἀποκόπτει, ἀφ' ἑνὸς μὲν γιὰ νὰ μὴν ἡσυχάσετε καὶ ἀφ' ἑτέρου γιὰ νὰ μάθετε ὅτι εἶναι δυνατὸ σὲ σύντομο χρόνο νὰ μεταβληθεῖτε καὶ νὰ σωθεῖτε».

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν αὐξάνει τὸ φόβο τους μὲ ὅλα, τοὺς κρατεῖ σὲ ἐπιφυλακὴ καὶ τοὺς ὠθεῖ στὴ μετάνοια· διότι ὁ ἐκπεσμὸς ἀπὸ τοὺς προγόνους, ἡ εἰσαγωγὴ ἄλλων στὴ θέση τους, ἡ παρουσία τῶν δεινῶν ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα καὶ μάλιστα δεινῶν ἀθεράπευτων, ποὺ καὶ τὰ δύο δήλωσε μὲ τὴ ρίζα καὶ τὴν ἀξίνα, ἦσαν ἱκανὰ καὶ τοὺς πλέον ἀμέριμνους νὰ σηκώσουν καὶ νὰ τοὺς γεμίσουν μὲ ἀγωνία.
Τοῦτο ἐννοοῦσε καὶ ὁ Παῦλος ὅταν ἔλεγε: «λόγον γὰρ συντελῶν καὶ συντέμνων ἐν δικαιοσὺνῃ ὅτι λόγον συντετμημένον ποιήσει Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς (διότι ὁ Θεὸς πραγματοποιεῖ καὶ φέρει σὲ πέρας σύντομα καὶ μὲ δικαιοσύνη, ἀπόφαση, ποὺ εἶχε λάβει, ὅτι δηλαδὴ θὰ πραγματοποιήσει ταχέως στὴ γῆ τὸν λόγο Του)» (Ρωμ.9,28).
 
Ἀλλὰ μὴ φοβηθεῖς ἢ μᾶλλον μὴ φέρεις τὸν φόβο σου στὴν ἀπόγνωση. Ἔχεις ἀκόμη ἐλπίδα μεταβολῆς· δὲν εἶναι ἡ ἀπόφαση τελεσίδικη, οὔτε τὸ πελέκι ἄρχισε νὰ τέμνει. Καὶ τί θὰ τὸ ἐμπόδιζε νὰ ἀρχίσει νὰ τέμνει, ἀφοῦ εἶναι πλησίον τῆς ρίζας;
Ἀλλὰ συμβαίνει τοῦτο· μὲ τὸν φόβο αὐτὸν θέλει νὰ σὲ κάνει καλύτερο καὶ νὰ προετοιμάσει τὴν καρποφορία σου.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ πρόσθεσε: «Πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται (κάθε δένδρο λοιπὸν ποὺ δὲν κάνει καλὸ καρπὸ κόβεται ἀπ’ τὴ ρίζα καὶ ρίχνεται στὴ φωτιά. Αὐτὸ θὰ πάθει καὶ κάθε ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει καρπὸ ἀρετῆς)».
Μὲ τὴ λέξη «πᾶν» στερεῖ πάλι τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὴν πρωτοκαθεδρία τῆς καταγωγῆς. «Καὶ ἂν εἶσαι ἀπόγονος τοῦ ἴδιου τοῦ Ἀβραάμ», λέγει, «καὶ ἂν μπορεῖς νὰ ἀριθμήσεις ἄπειρους πατριάρχες ὡς προγόνους σου, θὰ ὑποστεῖς διπλῆ τιμωρία ἂν μείνεις ἄκαρπος».
Μὲ τέτοιους λόγους καὶ τοὺς τελῶνες φόβισε καὶ τὴ στρατιωτικὴ ψυχὴ συγκλόνισε καὶ χωρὶς νὰ προξενήσει ἀπόγνωση, τοὺς ἀπάλλαξε ἀπὸ κάθε ραθυμία· διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν φόβο, ὁ λόγος του περιέχει καὶ πολλὴ ἐνθάρρυνση.
Μὲ τὴ φράση «μὴ ποιοῦν καρπὸν» ἔδειξε ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει καρπὸ καλό, ἔχει ἀποφύγει κάθε τιμωρία.

Kaι πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ δώσουμε καρπούς, ὅταν ἐπίκειται ἡ ἐκκοπή, τὰ περιθώρια τοῦ χρόνου εἶναι στενὰ καὶ ἡ προθεσμία σύντομη;
«Θὰ μπορέσετε», μᾶς λέγει. «Ἡ δική σας καρποφορία δὲν εἶναι ὅπως τῶν δέντρων, ποὺ περιμένει πολὺ χρόνο, ποὺ ὑπακούει στὶς ἀπαιτήσεις τῶν ἐποχῶν καὶ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὲς ἄλλες φροντίδες.
Φτάνει νὰ θελήσετε καὶ τὸ δέντρο βλαστάνει ἀμέσως. Δὲν εἶναι μόνο ἡ κατάσταση τῆς ρίζας ἀλλὰ καὶ ἡ τέχνη τοῦ γεωργοῦ, ποὺ συντελεῖ ἐξαιρετικὰ στὴν καρποφορία αὐτή».
Γιὰ νὰ μὴν προβάλλουν τέτοιους ἰσχυρισμούς, ὅτι δηλαδή: «Μᾶς τρομάζεις, μᾶς βιάζεις καὶ μᾶς πνίγεις, ἀφοῦ θέτεις τὴν ἀξίνα στὴ ρίζα, ἀφοῦ μᾶς ἀπειλεῖς μὲ τομὴ καὶ ζητεῖς τὸ εἰσόδημά σου κατὰ τὸν καιρὸ τῆς τιμωρίας», γι' αὐτὸ ἀκριβῶς πρόσθεσε παρουσιάζοντας τὴν εὐκολία τῆς καρποφορίας: «ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγὶῳ καὶ πυρί (καὶ εἶναι καὶ δυνατὸ καὶ εὔκολο νὰ καρποφορήσετε τὴν ἀρετὴ·διότι ἐγὼ βέβαια σᾶς βαπτίζω μὲ νερό, γιὰ νὰ εἰσέλθετε σὲ κατάσταση μετάνοιας.
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔρχεται ὕστερα ἀπὸ μένα εἶναι δυνατότερος ἀπὸ μένα λόγῳ τοῦ ἀξιώματός Του καὶ τῆς θείας Τοῦ φύσεως.
Μπροστά Του ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος οὔτε σὰν τελευταῖος δοῦλος νὰ κρατήσω τὰ ὑποδήματά Του.
Αὐτὸς λοιπὸν θὰ σᾶς βαπτίσει μὲ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μὲ τὴν καθαρτικὴ φωτιὰ τῆς θείας χάριτος)» (Ματθ.3,11).
Μὲ τοὺς λόγους τούτους ἔδειχνε ὅτι ζητεῖ διάθεση μόνο καὶ πίστη καὶ ὄχι κόπους καὶ ἱδρῶτα. Ὅπως εὔκολο εἶναι νὰ βαπτιστεῖς, ἔτσι εὔκολο εἶναι νὰ μεταβληθεῖς καὶ νὰ γίνεις καλύτερος.

Ἀφοῦ λοιπὸν τάραξε τὴν ψυχή τους μὲ τὸν φόβο τῆς κρίσεως καὶ τὴν προσδοκία τῆς τιμωρίας, μὲ τὴν ἀναφορὰ τῆς ἀξίνας τὴν ἀποβολή τους ἀπὸ τὴν προγονικὴ τιμὴ καὶ τὴν εἰσαγωγὴ στὴ θέση τῶν ἄλλων τέκνων, μὲ τὴ διπλῆ τιμωρία, τὸ κόψιμο καὶ τὸ κάψιμο καὶ ἀφοῦ μαλάκωσε ἀπὸ παντοῦ τὴ σκληρότητά τους καὶ τοὺς ἐνέβαλε τὴν ἐπιθυμία τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τόσα δεινά, τότε ἀρχίζει τὸν λόγο του γιὰ τὸν Χριστὸ· καὶ ὄχι σὰν νὰ ἦταν κάτι συνηθισμένο ἀλλὰ τονίζοντας πολὺ τὴν ὑπεροχή.
 
Ἔπειτα, ἀφοῦ ὁρίζει τὴν ἀπόσταση τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν νομιστεῖ ὅτι ὁ λόγος του εἶναι χαριστικός, τὸν συγκρατεῖ συγκρίνοντας τὰ δεδομένα καθενὸς ἀπὸ τοὺς δύο. Δὲν εἶπε ἀμέσως: «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι».
Ὁμιλεῖ προηγουμένως γιὰ τὴν ἀσημαντότητα τοῦ δικοῦ του βαπτίσματος καὶ τοὺς βεβαιώνει ὅτι δὲν ἔχει νὰ τοὺς προσφέρει τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴ μετάνοια· διότι δὲν εἶπε «ὕδατι ἀφέσεως» ἀλλὰ «ὕδατι μετανοίας».
Τότε παρουσιάζει καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ ἀνέκφραστη δωρεά. «Γιὰ νὰ μὴν ἀκούσετε», τοὺς λέγει, «ὅτι ἔρχεται ἔπειτα ἀπὸ ἐμένα καὶ τὸν περιφρονήσετε, ἐπειδὴ ἦλθε μετέπειτα, ἐννοήσατε τὴ δύναμη τῆς δωρεᾶς του.
Θὰ ἀντιληφτεῖτε τότε καλῶς, ὅτι δὲν εἶπα τίποτε ἀνάλογο πρὸς τὴν ἀξία τους, τίποτε ὑπερβολικό, βεβαιώνοντας ὅτι «οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι».
«Ὥστε, ὅταν ἀκούσετε ὅτι ἰσχυρότερός μου εἶναι, μὴ νομίσετε ὅτι τὸν συγκρίνω μὲ τὸν ἑαυτό μου. Δὲν εἶμαι ἄξιος οὔτε μὲ τοὺς δούλους του νὰ συγκαταλεχθῶ καὶ μάλιστα μὲ τοὺς κατώτερους οὔτε καὶ τὸ πιὸ ταπεινωτικὸ ἔργο νὰ ἀναλάβω».
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν εἶπε ἁπλῶς «ὑποδήματα» ἀλλὰ «μήτε τὸν ἱμάντα», πρᾶγμα ποὺ τὸ ἔβλεπε ὡς τὸ τελευταῖο ὅλων.
Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ νομίσετε ὅτι τὰ λεχθέντα προέρχονται ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, προσκομίζει καὶ τὴν ἀπόδειξη ἀπὸ τὰ πράγματα.
Λέγει: «Αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγὶῳ καὶ πυρί (Αὐτός λοιπὸν θὰ σᾶς βαπτίσει μὲ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μὲ τὴν καθαρτικὴ φωτιὰ τῆς θείας χάριτος)».

Βλέπετε πόση εἶναι ἡ σοφία τοῦ Βαπτιστοῦ; Ὅταν κηρύττει ὁ ἴδιος, ἀναφέρει ὅσα εἶναι φανερὰ καὶ προκαλοῦν ἀγωνία.
Ὅταν ἀναφέρεται σὲ ἐκεῖνον, ὅσα εἶναι ἀγαθὰ καὶ μποροῦν νὰ τοὺς ἐμψυχώσουν. Δὲν ἀναφέρει τὸ πελέκι, οὔτε τὸ δέντρο ποὺ τὸ κόπτουν καὶ τὸ ρίπτουν στὴ φωτιὰ γιὰ νὰ καεῖ, οὔτε τὴ μελλοντικὴ ὀργή.
Ὁμιλεῖ γιὰ τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, τὴν κατάργηση τῆς τιμωρίας, τὴ δικαιοσύνη, τὸν ἁγιασμό, τὴν ἀπολύτρωση, τὴν υἱοθεσία, τὴν ἀδελφότητα· γιὰ τὴ συμμετοχὴ στὴν κληρονομιὰ καὶ τὴν πλούσια χορηγία τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἄφησε νὰ ἐννοηθοῦν, ὅταν εἶπε: «βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», καθιστῶντας φανερὸ τὸν πλοῦτο τῆς χάριτος μὲ τὴ μεταφορικὴ χρήση τῆς λέξεως. Διότι δὲν εἶπε «θὰ σᾶς δώσει» τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ «βαπτίσει (θα βυθίσει) ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ».
Καὶ μὲ τὴ συμπλήρωση «καὶ πυρὶ» φανερώνει πάλι τὴν ὁρμητικὴ καὶ ἀσυγκράτητη δύναμη τῆς χάριτος.
 
Στοχάσου λοιπὸν σὲ ποιά κατάσταση ἦταν φυσικὸ νὰ βρεθοῦν οἱ ἀκροατές, στὴ σκέψη ὅτι θὰ γίνονταν διαμιὰς ὅμοιοι μὲ τοὺς προφῆτες καὶ μεγάλους ἐκείνους ἄνδρες.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀκριβῶς ἀνέφερε καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν ἀνάμνηση ἐκείνων· διότι ὅλες σχεδὸν οἱ θετικὲς ἐμφανίσεις ποὺ ἔγιναν σὲ αὐτούς, οἱ περισσότερες εἶχαν τὴν ὄψη τῆς φωτιᾶς.
Μὲ τὴν ὄψη τῆς φωτιᾶς συνομίλησε ὁ Θεὸς μὲ τὸν Μωυσῆ στὴ βάτο· ἔτσι στὸ ὅρος Σινᾶ πρὸς ὁλόκληρο τὸν λαὸ· ἔτσι στὸν Ἰεζεκιὴλ καθισμένος ἐπάνω στὰ Χερουβίμ.
Πρόσεξε ἐπίσης πῶς διεγείρει τὴν προσοχὴ τοῦ ἀκροατῆ, ἀναφέροντας πρῶτα αὐτὸ ποὺ ἦταν νὰ γίνει ἔπειτα ἀπὸ ὅλα.
Ἔπρεπε βέβαια νὰ θυσιαστεῖ ὁ Ἀμνός, νὰ ἐξαλειφθεῖ ἡ ἁμαρτία, νὰ καταλυθεῖ ἡ ἔχθρα, νὰ γίνει ἡ ταφὴ καὶ ἡ ἀνάσταση καὶ τότε νὰ ἔλθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Χωρὶς νὰ μνημονεύσει κανένα ἀπὸ αὐτά, ἀναφέρει ὡς πρῶτο τὸ τελευταῖο, χάριν τοῦ ὁποίου γίνονταν ὅλα καὶ ποὺ ἦταν τὸ καταλληλότερο νὰ διακηρύξει τὴν ἀξία του.
Ἔτσι, ὅταν ἀκούσει ὁ ἀκροατὴς ὅτι θὰ λάβει τόση ἀφθονία Πνεύματος, νὰ ἐρωτήσει τὸν ἑαυτό του: «πῶς θὰ συμβεῖ αὐτό, ἐνῷ εἶναι τόση ἡ δύναμη τῆς ἁμαρτίας;».
Καὶ ἔτσι, ἀφοῦ τὸν βρεῖ προδιατεθειμένο καὶ παρασκευασμένο γιὰ τὴν ἀκρόαση, νὰ τοῦ ἐκθέσει τότε τὴ διδασκαλία γιὰ τὸ πάθος, ὁπότε δὲ θὰ σκανδαλιζόταν κανεὶς πλέον μὲ τὴν προσδοκία τῆς τόσης δωρεᾶς.
 
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἐξάλλου ἔλεγε: «κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ (Πράγματι λοιπὸν ἐγὼ εἶδα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατεβαίνει καὶ νὰ μένει πάνω του. Καὶ ἔχω δώσει μαρτυρία ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος)» (Ἰω.1,34).
 Δὲν εἶπε «ὁ συγχωρήσας (ἀφείς)», ἀλλὰ «ὁ ἀναλαμβάνων (ὁ αἴρων)», πρᾶγμα ποὺ ἀποδεικνύει στενότερο ἐνδιαφέρον.
Δὲν εἶναι ἴσα μεταξύ τους το νὰ συγχωρήσει καὶ τὸ νὰ ἀναλάβει ἐπάνω του ὁ ἴδιος· τὸ ἕνα ἦταν ἀκίνδυνο, τὸ ἄλλο περιέκλειε τὴ συνέπεια τοῦ θανάτου (βλ. παραπάνω, Ἰω.1,34).
Ἀλλὰ καὶ τοῦτο δὲν ἔκανε σὲ ὅσους ἄκουγαν εὐκρινῆ τὴν ἀξία του. Δὲν γνώριζαν ἀκόμη πῶς νὰ τὸν ἐννοήσουν ὡς γνήσιο Υἱό, ἀλλὰ ἦταν καὶ τοῦτο συνάρτηση τῆς τόσο μεγάλης δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀκριβῶς καὶ ὁ Θεὸς Πατήρ, ὅταν ἔστελνε στὸ κήρυγμα τὸν Ἰωάννη, αὐτό του ἔδωσε ὡς πρῶτο δεῖγμα τῆς ἀξίας Ἐκείνου ποὺ ἦλθε.
Τοῦ εἶπε: «ἐφ᾿ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ (Σὲ ὅποιον δεῖς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατεβαίνει καὶ νὰ μένει μόνιμα πάνω Του, Αὐτὸς εἶναι ποὺ βαπτίζει μὲ Πνεῦμα Ἅγιο καὶ αὐτὸς χορηγεῖ τὶς δωρεὲς καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ ὅσους βαπτίζονται μὲ τὸ βάπτισμά Του)» (Ἰω.1,33).
Για τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἐκεῖνος λέγει: «Κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ (Πράγματι λοιπὸν ἐγὼ εἶδα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατεβαίνει καὶ νὰ μένει πάνω Του. Καὶ ἔχω δώσει μαρτυρία ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος)» (Ἰω.1,34). Διότι ἀπὸ αὐτὸ ἐξαρτᾶται καὶ ἐκεῖνο.
 
Στὴ συνέχεια, ἐπειδὴ ἀνέφερε τὰ εὐάρεστα καὶ προκάλεσε στὸν ἀκροατὴ κάποια ἄνεση καὶ ἀνακούφιση, τὸν καθιστᾶ πάλι προσεκτικό, ὥστε νὰ μὴ γίνει ράθυμος.
Τέτοιοι ἦταν οἱ Ἰουδαῖοι· εὔκολα ἀποχαυνώνονταν ἀπὸ τὰ εὐάρεστα καὶ γίνονταν χειρότεροι· γιὰ τὸν λόγο ὑπενθυμίζει πάλι τὰ φοβερὰ μὲ τοὺς λόγους: «οὗ τὸ πτῦον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ (Κρατάει στὸ χέρι τὸ φτυάρι ποὺ λιχνίζει καὶ ξεχωρίζει τὸ σιτάρι ἀπὸ τὸ ἄχυρο)» (Ματθ.3,12).
Προηγουμένως ἀναφέρει τὴν τιμωρία. Τώρα καὶ τὸν Κριτὴ παρουσιάζει καὶ τὴν τιμωρία χαρακτηρίζει ὡς ἀθάνατη.
Λέγει: «τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πῦρὶ ἀσβέστῳ (ἐνῷ  τὸ ἄχυρο, δηλαδὴ τοὺς ἀμετανόητους, θὰ τοὺς κατακάψει μὲ φωτιὰ ποὺ δὲν σβήνει ποτέ)».
Βλέπεις ἐδῶ τὸν ἴδιο τόν Κύριο τῶν ὄντων, νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ γεωργὸς καὶ ἂς ἀποδίδει ἀλλοῦ τὸν ἴδιο χαρακτηρισμὸ στὸν πατέρα. Λέγει: «Ἐγὼ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατὴρ μου ὁ γεωργὸς ἐστι (Ἐγώ εἶμαι ἡ κληματαριὰ ἡ πραγματικὴ καὶ ἄφθαρτη καὶ πνευματική. Ἐγὼ θὰ ἀντικαταστήσω καὶ θὰ ἀνακαινίσω τὴν παλαιὰ ἄμπελο τῆς συναγωγῆς ἱδρύοντας τὴν Ἐκκλησία μου, τῆς ὁποίας θὰ εἶμαι ἡ κεφαλή. Καὶ ὁ Πατέρας μου εἶναι ὁ ἀμπελουργός)» (Ἰω.15,1).
Ἐπειδὴ εἶπε τὴν λέξη «ἀξίνη», γιὰ νὰ μὴ νομίζεις ὅτι τὸ πρᾶγμα ἀπαιτεῖ κόπο καὶ εἶναι δύσκολο νὰ γίνει διάκριση, μὲ ἄλλο παράδειγμα εἰσάγει τὴν εὐκολία, ὑποδεικνύοντας ὅτι ὅλος ὁ κόσμος ἀνήκει σὲ Αὐτὸν· διότι δὲν θὰ τιμωροῦσε καὶ δικούς Του.
Τώρα λοιπὸν εἶναι ὅλα ἀναμεμειγμένα. Καὶ ἂν δὲν φαίνεται νὰ ξανθίζει ὁ σίτος, ὑπάρχει ὅμως μέσα στὰ ἄχυρα, ὅπως μέσα σὲ ἁλώνι, ὄχι ὅπως μέσα στὴν ἀποθήκη· τότε ἡ διάκριση θὰ εἶναι ἀναντίρρητη.

Ποῦ εἶναι τώρα ὅσοι δὲν πιστεύουν στὴ γέενα; Ἀνέφερε δύο ἐνέργειές Του· ὅτι θὰ βαπτίσει μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ὅτι θὰ παραδώσει στὴ φωτιὰ ὅσους ἀπειθοῦν. Ἂν εἶναι ἀξιοπίστευτο τὸ ἕνα, εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ τὸ ἄλλο.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἐξέθεσε κατὰ σειρὰ τὶς δύο προφητεῖες· ἀπὸ αὐτὴν ποὺ εἶχε ἤδη πραγματοποιηθεῖ, νὰ πιστοποιήσει καὶ ἐκείνη ποὺ ἐκκρεμοῦσε ἀκόμη.
 
Καὶ ὁ Χριστὸς κάνει τὸ ἴδιο σὲ πολλὲς περιπτώσεις· συχνὰ γιὰ τὰ ἴδια πράγματα ἢ καὶ γιὰ τὰ ἀντίθετα, παραθέτει δύο προφητεῖες· τῆς μιᾶς τὴν ἐκπλήρωση δίνει τώρα, τῆς ἄλλης τὴν ὑπόσχεται στὸ μέλλον.
Ἔτσι ἀπὸ τὴν πραγματοποιημένη οἱ ἀντιρρητικότεροι νὰ πιστέψουν καὶ στὴν ἀνεκπλήρωτη ἀκόμη· διότι σὲ αὐτούς, ποὺ πρὸς χάριν του ἀποξενώθηκαν ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά τους, ὑποσχέθηκε νὰ δώσει ἑκατονταπλάσια στὴ ζωὴ αὐτή (Μάρκ.10,30: «ἐὰν μὴ λὰβῃ ἑκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ καὶρῷ τοὺτῳ οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα καὶ ἀγροὺς μετὰ διωγμῶν, καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομὲνῳ ζωὴν αἰώνιον (ποὺ νὰ μὴν πάρει ἑκατονταπλάσια τώρα, στὰ χρόνια τῆς ζωῆς αὐτῆς.
Θὰ πάρει αὐτὸς καὶ σπίτια καὶ ἀδελφοὺς πνευματικοὺς καὶ ἀδελφὲς ἐν Χριστῷ, καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ παιδιὰ πνευματικὰ καὶ χωράφια˙ κι ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ διωγμοὺς ποὺ θὰ ὑφίσταται γιὰ μένα, καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους οἱ εὐσεβεῖς θὰ τὸν συμπαθοῦν καὶ θὰ τὸν τιμοῦν περισσότερο. Καὶ στὸν αἰῶνα ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθει, θὰ ἔχει ἀσφαλῶς αὐτὸς καὶ ζωὴ αἰώνια)») καὶ τὴν αἰωνιότητα στὴ μελλοντικὴ βασιλεία· ἔτσι ἀπὸ ὅσα ἤδη δόθηκαν καθιστᾶ ἀξιόπιστα καὶ τὰ μελλοντικά.
Τὸ ἴδιο κάνει ἐδῶ καὶ ὁ Ἰωάννης μὲ τὶς δύο βεβαιώσεις του· ὅτι θὰ βαπτίσει ἐν ἁγίω Πνεύματι καὶ ὅτι θὰ κατακάψει μὲ ἄσβεστο πῦρ.

Ἂν λοιπὸν δὲν βάπτιζε ἐν ἁγίω Πνεύματι τοὺς ἀποστόλους καὶ καθημερινὰ ὅλους ὅσοι ἐπιθυμοῦν, θὰ μποροῦσες νὰ ἀμφιβάλλεις καὶ γιὰ τὰ ἄλλα. Ἂν ὅμως ἔχει ἤδη πραγματοποιηθεῖ καὶ καθημερινὰ πραγματοποιεῖται ἐκεῖνο πού, κατὰ τὴ γνώμη μας, εἶναι τὸ ἀνώτερο καὶ δυσκολότερο καὶ ξεπερνᾶ κάθε λογική, πῶς θὰ ἀρνηθεῖς ὅτι εἶναι ἀληθινὸ αὐτὸ ποὺ καὶ εὔκολο εἶναι καὶ μέσα στὰ πλαίσια τοῦ λογικοῦ;
Ἐπειδὴ εἶπε ὅτι «βαπτίσει ἐν ἁγίω Πνεύματι καὶ πυρὶ» καὶ ὑποσχέθηκε στὴ συνέχεια μεγάλες δωρεές, γιὰ νὰ μὴν ἀδρανήσεις, ἐπειδὴ σοῦ συγχωρήθηκαν ὅλα, ἀνέφερε καὶ τὸ λιχνιστήρι καὶ τὴν κρίση ποὺ αὐτὸ ὑποδηλώνει.
«Μὴ νομίσετε», τοὺς λέγει, «ὅτι ἀρκεῖ τὸ βάπτισμα, ἂν γίνετε φαῦλοι ἔπειτα ἀπὸ αὐτό. Ἔχετε ἀνάγκη ἀπὸ ἀρετὴ καὶ πολλὴ προσοχή».
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν μὲ τὴν ἀξίνα τοὺς ὠθεῖ στὴ χάρη καὶ τὸ λουτρό, μετά τὴ χάρη ὅμως τοὺς φοβίζει ἀναφέροντας τὸ λιχνιστήρι καὶ τὴν ἄσβεστη φωτιά. Καὶ πρὸ τοῦ βαπτίσματος δὲν κάνει καμία διάκριση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ λέγει: «Πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται». Μετὰ τὸ βάπτισμα ὅμως κάνει κάποια διαίρεση, ἐπειδὴ πολλοὶ ἀπὸ ὅσους πίστεψαν ἐπρόκειτο νὰ παρουσιάσουν ζωὴ ὄχι ἄξια τῆς πίστεως.

Κανεὶς λοιπὸν ἂς μὴν ἀποδειχθεῖ ἄχυρο, ἂς μὴ γίνει παιχνίδι τοῦ ἀνέμου, καὶ ἂς μὴν παραδοθεῖ στὶς κακὲς ἐπιθυμίες, γιὰ νὰ τὸν μεταφέρουν πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ εὔκολα.
Ἂν μείνεις σιτάρι, ἀκόμη καὶ ἂν σὲ προσβάλει ὁ πειρασμός, δὲν θὰ πάθεις κανένα κακό. Διότι καὶ στὸ ἁλώνι οἱ πριονωτοὶ πυριτόλιθοι τῆς δουκάνης δὲν θρυμματίζουν τὸ σιτάρι.
Ἂν ὅμως βρεθεῖς νὰ ἔχεις τὴν ἀδυναμία τοῦ ἄχυρου, καὶ ἐδῶ θὰ σὲ κτυποῦν ὅλοι καὶ ἐκεῖ θὰ ὑποστεῖς τὴν αἰώνια τιμωρία.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, προτοῦ ριφθοῦν στὸ καμίνι ἐκεῖνο, γίνονται καὶ ἐδῶ τροφὴ τῶν ἀλόγων παθῶν, ὅπως τὸ ἄχυρο τροφὴ τῶν ἀλόγων ζώων. Ἐκεῖ πάλι γίνονται ὑλικὸ καὶ τροφὴ τῆς φωτιᾶς.
Τὸ νὰ πεῖ κατ' εὐθεῖαν ὅτι Αὐτὸς θὰ δικάσει γιὰ τὶς πράξεις, δὲν θὰ ἔκανε καὶ τόσο εὔκολα παραδεκτὸ τὸν λόγο.
Τὸ νὰ ἀναμείξει ὅμως τὴν παραβολὴ καὶ νὰ στηρίξει σὲ αὐτὴν ἐξ ὁλοκλήρου τὸν λόγο του δημιουργοῦσε περισσότερη πειθὼ καὶ προσείλκυσε τὸν ἀκροατὴ περισσότερο ἐγκαρδιωμένο.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον καὶ ὁ ἴδιος μὲ αὐτὴν τὴ γλῶσσα ἀπευθύνεται πρὸς αὐτούς.
Ἀναμειγνύει στοὺς λόγους τους τὶς λέξεις ἁλώνι, θερισμός, ἀμπέλι, πατητήρι, χωράφι, δίχτυ, ψάρεμα, πράγματα ποὺ συνηθισμένα τοὺς ἀπασχολοῦσαν.
Αὐτὸ ἔκανε καὶ ἐδῶ ὁ Βαπτιστὴς καὶ ὡς μέγιστη ἀπόδειξη τῶν λόγων του παρουσίασε τὴ δωρεὰ τοῦ Πνεύματος.
«Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐπιτελέσει τόσα μεγάλα,να συγχωρήσει ἁμαρτίες, νὰ χορηγήσει τὸ Πνεῦμα, θὰ μπορέσει πολὺ περισσότερο», τοὺς λέγει, «νὰ τὰ πραγματοποιήσει καὶ αὐτά».
Εἶδες πὼς ἀμέσως στὴ συνέχεια ἔκανε τὴν πρώτη καταβολὴ τοῦ μυστηρίου τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς κρίσεως;

«Καὶ γιὰ ποιό λόγο», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος, «δὲν ἀνέφερε τὰ τέρατα καὶ σημεῖα ποὺ θὰ πραγματοποιοῦσε ἀμέσως;»
Διότι τοῦτο ἦταν τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα καὶ γιὰ τοῦτον τὸν λόγο ἔγιναν ὅλα τὰ ἄλλα.
Ἀφοῦ ἔβαλε τὸ στεφάνωμα, τὰ περιέλαβε ὅλα, τὴν κατάλυση τοῦ θανάτου, τὴ λύση τῶν ἁμαρτημάτων, τὴν ἐξάλειψη τῆς κατάρας, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς ἀτελείωτους πολέμους, τὴν εἴσοδο στὸν παράδεισο, τὴν ἄνοδο στὸν οὐρανό, τὴ συμβίωση μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὴ συμμετοχὴ στὰ μελλοντικὰ ἀγαθά. Αὐτὰ ἐδῶ εἶναι ἡ ἐγγύηση ἐκείνων.
Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε τοῦτο, ἀνέφερε καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων καὶ τὰ θαύματά Του στὴ γῆ καὶ τὴ συμμετοχὴ στὴ βασιλεία Του καὶ τὰ ἀγαθὰ «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν (ἀλλὰ ἔγινε αὐτὸ σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γραφεῖ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη: ’’ἐκεῖνα ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς ἀπὸ καταβολῆς κόσμου γιὰ ὅσους Τὸν ἀγαποῦν εἶναι τέτοια, τὰ ὁποῖα μάτι δὲν εἶδε ποτὲ καὶ αὐτὶ δὲν ἔχει ἀκούσει καὶ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν ἔχει φανταστεῖ)» (Α΄Κορ.2,9).
Ὅλα αὐτά μας δόθηκαν ἀπὸ τὴν παραχώρηση ἐκείνη. Ἦταν λοιπὸν περιττὸ νὰ ὁμιλήσει γιὰ τὰ σημεῖα ποὺ θὰ πραγματοποιοῦνταν ἀμέσως καὶ ποὺ διαπιστώνονται ἀπὸ τὴν αἴσθηση.
Ἔπρεπε νὰ ὁμιλήσει γιὰ ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα χωροῦσε ἀμφιβολία. Ὅτι π.χ. εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅτι ξεπερνᾶ ἀσύγκριτα τὸν Ἰωάννη, ὅτι σηκώνει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, ὅτι θὰ ζητήσει λόγο γιὰ τὶς πράξεις μας· ἀκόμη ὅτι δὲν περιορίζεται στὴν παροῦσα ζωὴ ἡ τύχη μας, ἀλλὰ τὴν τιμωρία ποὺ τοῦ ἀξίζει θὰ τὴν λάβει καθένας ἐκεῖ.
Αὐτὰ νὰ μᾶς δώσει νὰ τὰ ἀντιληφτοῦμε μὲ τὴν αἴσθηση δὲν ἦταν δυνατό.

Γνωρίζοντας λοιπὸν αὐτά, ἂς δείξουμε πολλὴ προθυμία, ὅσο βρισκόμαστε μέσα στὸ ἁλώνι.
Εἶναι δυνατὸ ὅσο βρισκόμαστε ἐκεῖ μέσα νὰ μεταβληθοῦμε ἀπὸ ἄχυρο σὲ σιτάρι, ὅπως ἐξάλλου πολλοὶ ἀπὸ σιτάρι ἔγιναν ἄχυρο.
Ἂς μὴν ἀναπαυθοῦμε λοιπὸν καὶ ἂς μὴν παρασυρόμαστε ἀπὸ κάθε ἄνεμο· ἂς μὴ χωριζόμαστε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας, ὅσο μικροὶ καὶ ἀσήμαντοι καὶ ἂν φαίνονται· διότι καὶ τὸ σιτάρι εἶναι λιγότερο ἀπὸ τὸ ἄχυρο κατὰ τὸν ὄγκο, καλύτερο ὅμως κατὰ τὴν ποιότητα.
Μὴν προσέξεις λοιπὸν τὶς ἐξωτερικὲς λαμπρότητες· εἶναι προορισμένες γιὰ τὴ φωτιὰ· πρόσεξε τὴν ταπείνωση ποὺ ζητεῖ ὁ Θεός, τὴ στερεὰ καὶ ἀδιάλυτη, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ κοπεῖ, οὔτε καίεται ἀπὸ τὴ φωτιά.
Ἐξ αἰτίας τῶν ταπεινῶν μακροθυμεῖ καὶ γιὰ τὰ ἄχυρα· ἀπὸ τὴ συναναστροφὴ μὲ αὐτοὺς νὰ γίνουν καλύτεροι.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν ἔγινε ἀκόμη ἡ κρίση. Γιὰ νὰ στεφανωθοῦμε ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ, γιὰ νὰ περάσουν πολλοὶ ἀπὸ τὸ στρατόπεδο τῆς κακίας στὸ στρατόπεδο τῆς ἀρετῆς. Ἂς φρίξουμε λοιπὸν ἀκούγοντας τὴν παραβολὴ αὐτήν. Εἶναι ἄσβεστο ἐκεῖνο τὸ πῦρ.


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ:

•    http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
•    Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», ΕΠΕ, ἐκδ.οίκος «Τὸ Βυζάντιον», Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλίες Ι΄και ΙΑ΄, τόμος 9, σελίδες 321-372, Θεσσαλονίκη 1978.
•    Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 63, σελ. 210 -240.
•    Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
•    http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
•    Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», ΕΠΕ, ἐκδ.οίκος «Τὸ Βυζάντιον», Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλία Ι΄, τόμος 9,σελίδες 315-320, Θεσσαλονίκη 1978
•    Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 63, σελ. 207 -210. (https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLbUtJbURIc2hhZFE/view)
Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου