Τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν, Ἱππολύτου Ἱερομάρτυρα καὶ τῶν σὺν αὐτῷ,
Θεοφίλου τοῦ Νέου, Ἱππολύτου Πρεσβυτέρου, Φελισιανοῦ & Φιλιππιανοῦ
Μαρτύρων, Κυριακοῦ Ὁσίου, Πέτρου Βασιλέως, Ζήνωνος Νηστευτοῦ, Θεοδώρου
Μυτιληναίου, Ἀνάμνηση Θαύματος Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, Ἀνάμνηση
εὑρέσεως εἰκόνας Εὐαγγελίστριας, Χρυσῆς, Πελαγίας Ντιβέγιεβο.
Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες, Βασίλειος ὁ Μέγας, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Ἡ αἰτία γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὴν Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἑξῆς γεγονός:
Κατά
τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ (1081-1118), ὁ
ὁποῖος διαδέχθηκε στὴ βασιλικὴ ἐξουσία τὸν Νικηφόρο Γ’ τὸν Βοτενειάτη
(1078-1081), ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη φιλονικία ἀνάμεσα σὲ λόγιους
καὶ ἐνάρετους ἄνδρες.
Ἄλλοι θεωροῦσαν ἀνώτερο τὸν Μέγα Βασίλειο,
χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα καὶ ὑπέροχη φυσιογνωμία.
Ἄλλοι
τοποθετοῦσαν ψηλὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο καὶ τὸν θεωροῦσαν ἀνώτερο ἀπὸ τόν
Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Γρηγόριο καί, τέλος, ἄλλοι, προσκείμενοι στόν
Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, θεωροῦσαν αὐτὸν ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους,
δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Βασίλειο καὶ τὸν Χρυσόστομο.
Ἡ φιλονικία αὐτὴ εἶχε σάν
ἀποτέλεσμα νὰ διαιρεθοῦν τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν καὶ ἄλλοι ὀνομάζονταν
«Ἰωαννίτες», ἄλλοι «Βασιλεῖτες» καὶ ἄλλοι «Γρηγορίτες».
Στὴν ἔριδα
αὐτὴ ἔθεσε τέλος ὁ Μητροπολίτης Εὐχαΐτων, Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους. Αὐτός,
κατὰ τὴν διήγηση τοῦ Συναξαριστῆ, εἶδε σὲ ὀπτασία τοὺς μέγιστους αὐτούς
Ἱεράρχες, πρῶτα καθένα χωριστὰ καὶ στὴ συνέχεια καὶ τοὺς τρεῖς μαζί.
Αὐτοί του εἶπαν: «Ἐμεῖς, ὅπως βλέπεις, εἴμαστε
ἕνα κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μᾶς χωρίζει ἢ νὰ μᾶς
κάνει νὰ ἀντιδικοῦμε.
Ὅμως, κάτω ἀπὸ τὶς ἰδιαίτερες χρονικὲς συγκυρίες
καὶ περιστάσεις ποὺ βρέθηκε ὁ καθένας μας, κινούμενοι καὶ καθοδηγούμενοι
ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γράψαμε σὲ συγγράμματα καὶ μὲ τὸν τρόπο του ὁ
καθένας, διδασκαλίες ποὺ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους νὰ βροῦν τὸν δρόμο της
σωτηρίας.
Ἐπίσης, τὶς βαθύτερες θεῖες ἀλήθειες, στὶς ὁποῖες μπορέσαμε νά
διεισδύσουμε μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὶς συμπεριλάβαμε σέ
συγγράμματα ποὺ ἐκδώσαμε.
Καὶ ἀνάμεσά μας δὲν ὑπάρχει οὔτε πρῶτος, οὔτε
δεύτερος, ἀλλά, ἂν πεῖς τὸν ἕνα, συμπορεύονται δίπλα του καὶ οἱ δύο
ἄλλοι.
Σήκω, λοιπόν, καὶ δῶσε ἐντολὴ στοὺς φιλονικοῦντες νὰ σταματήσουν
τὶς ἔριδες καὶ νὰ πάψουν νὰ χωρίζονται γιὰ ἐμᾶς.
Γιατί ἐμεῖς, καὶ στήν
ἐπίγεια ζωὴ ποὺ εἴμασταν καὶ στὴν οὐράνια ποὺ μεταβήκαμε, φροντίζαμε καί
φροντίζουμε νὰ εἰρηνεύουμε καὶ νὰ ὁδηγοῦμε σὲ ὁμόνοια τὸν κόσμο.
Καί
ὅρισε μία ἡμέρα νὰ ἑορτάζεται ἀπὸ κοινοῦ ἡ μνήμη μας καὶ καθὼς εἶναι
χρέος σου, νὰ ἐνεργήσεις νὰ εἰσαχθεῖ ἡ ἑορτὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ νά
συνταχθεῖ ἡ ἱερὴ ἀκολουθία.
Ἀκόμη ἕνα χρέος σου, νὰ παραδόσεις στίς
μελλοντικὲς γενιὲς ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα γιὰ τὸν Θεό. Βεβαίως καὶ ἐμεῖς
θὰ συμπράξουμε γιὰ τὴ σωτηρία ἐκείνων ποὺ θὰ ἑορτάζουν τὴ μνήμη μας,
γιατί ἔχουμε καὶ ἐμεῖς παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».
Ἔτσι ὁ Ἐπίσκοπος
Εὐχαΐτων Ἰωάννης ἀνέλαβε τὴ συμφιλίωση τῶν διαμαχόμενων μερίδων,
συνέστησε τὴν ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου καὶ συνέγραψε καὶ κοινή
Ἀκολουθία, ἀντάξια τῶν τριῶν Μεγάλων Πατέρων.
Ἡ ἑορτὴ αὐτῆς τῆς
Συνάξεως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀποτελεῖ τὸ ὁρατὸ σύμβολο τῆς ἰσότητας καὶ τῆς
ἑνότητας τῶν Μεγάλων Διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι δίδαξαν μὲ τὸν ἅγιο βίο τους
τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐξ’ αἰτίας της
ταπεινώσεώς τους μπροστὰ στὴν ἀλήθεια, ἔχουν λάβει τὸ χάρισμα νά
ἐκφράζουν τὴν καθολικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι διδάσκουν δέν
εἶναι ἁπλῶς δική τους σκέψη ἢ προσωπική τους πεποίθηση, ἀλλὰ εἶναι
ἐπιπλέον ἡ ἴδια ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, γιατί μιλοῦν ἀπὸ τὸ βάθος της
καθολικῆς τῆς πληρότητας.
Περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνα μ.Χ. ἀνεγέρθη
ναὸς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, δίπλα
σχεδὸν στὴ μονή της Παναχράντου.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Τοὺς
τρεῖς μέγιστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητας, τοὺς τὴν οἰκουμένην
ἀκτῖσι, δογμάτων θείων πυρσεύσοντας, τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς
σοφίας, τοὺς τὴν κτίσιν πόσον, θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας,
Βασίλειον τὸν Μέγαν, καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, σὺν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη,
τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί,
συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν αὐτοὶ γὰρ τὴ Τριάδι, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεί
πρεσβεύουσι.
Ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Μάρτυρες
(Κενσουρίνος,
Σαβαΐνος, Χρυσῆ, Φήλιξ, Μάξιμος, Ἐρκούλιος, Βενέριος, Στυράκιος, Μηνάς,
Κόμοδος, Ἑρμῆς, Μαῦρος, Εὐσέβιος, Ρουστίκιος, Μονάγριος, Ἀμάνδινος,
Ὀλύμπινος, Κύπριος, Θεόδωρος ὁ Τριβούνιος, Μάξιμος Πρεσβύτερος, Ἀρχέλαος
Διάκονος, Κυριάκος Ἐπίσκοπος καὶ Μάξιμος ἕτερος Πρεσύτερος)
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἄθλησαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κλαυδίου Β’ (268-269 μ.Χ.) καὶ ἡγεμονίας Βικαρίου του Οὐλπίου Ρωμύλου.
Ὁ
Ἅγιος Κενσουρίνος κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ μαγίστρου καὶ τοῦ πρώτου της
συγκλήτου. Μετὰ ἀπὸ διαβολές, συνελήφθη καὶ κλείσθηκε στὴ φυλακή. Παρά
τὰ βασανιστήρια ἐκεῖνος ὁμολογοῦσε μὲ ἐπιμονὴ τὴν πίστη του στὸν Χριστό.
Ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος Κενσουρίνος στὴ φυλακή, εἴκοσι
στρατιῶτες πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο.
Ἡ
Ἁγία Χρυσῆ ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ στὸ τέλος τὴν ἔριξαν
στὴ θάλασσα. Τὴν ὑπηρέτη τῆς Μάρτυρος Χρυσῆς, Ἅγιο Σαβαΐνο, τὸν κτύπησαν
μὲ βαριὲς σφαῖρες στὸν αὐχένα, τὸν κρέμασαν σὲ ξύλο καὶ τοῦ κατέκαψαν
τὰ σπλάγχνα. Ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Κύριο.
Ὅταν ἄκουσε
γιὰ τὰ γενόμενα ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, παρουσιάσθηκε στόν
ἡγεμόνα καὶ διαμαρτυρόμενος τὸν ἔλεγξε. Ἐκεῖνος ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ καί
συνέλαβαν τὸν Ἅγιο Ἱππόλυτο μαζὶ μὲ τὴν ἀκολουθία του.
Μετὰ ἀπὸ τά
ραπίσματα καὶ τὶς κακώσεις, τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τούς
ἔριξαν στὴ θάλασσα. Ἔτσι τελειώθησαν οἱ Ἅγιοι καὶ ἔλαβαν τὸ στέφανο του
μαρτυρίου τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ὡς
τῶν Ἀποστόλων ὁμότροποι, καὶ τῆς οἰκουμένης Διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότη των
ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τὴ οἰκουμένη δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχῶν το
μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς
Τούς
Ἱεροὺς καὶ θεοφθόγγους Κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Διδασκάλων Κύριε,
προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γάρ
ἐκείνων καὶ τὸν κάματον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος δοξάζων
τοὺς Ἁγίους σου.
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Νέος
Πολλὰ παραδείγματα ἀδελφικῶν σχέσεων, στενῆς συνεργασίας κι ὑπέροχης αὐτοθυσίας συναντᾶμε στὴν ἱστορία καὶ ζωὴ διαφόρων λαῶν.
Αὐτὰ ὅμως ποὺ βρίσκουμε στὴν πορεία τοῦ λαοῦ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Κύπρου ξεπερνοῦν κάθε δυνατὴ φαντασία καὶ περιγραφή.
Ἀπό
τὰ πανάρχαια χρόνια ἡ ὁμοφροσύνη καὶ ἀλληλεγγύη τῶν κατοίκων τῶν δύο
αὐτῶν τμημάτων τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὑπῆρξε ἑνιαία καὶ ζηλευτή.
Κοινὴ παρουσιάζεται ἡ τύχη τους. Κοινὴ κι ἡ ἱστορία καὶ ὁ πολιτισμός τους. Καὶ δικαιολογημένα.
Ὁ
ἴδιος λαὸς εἶναι ποὺ κατοικεῖ καὶ στὰ δύο αὐτὰ μέρη. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια
μαρτυρεῖ καὶ διακηρύττει τόσον ἡ γλῶσσα καὶ Θρησκεία, καὶ ζωή των
κατοίκων τους, ὅσον κι οἱ περιπέτειες τους.
Ἕνα περιστατικό,
ἐξαιρετικὰ συγκινητικὸ μεταξὺ τόσων ἄλλων εἶναι καὶ τοῦτο, ποὺ συνέβη
στὰ μεσοβυζαντινὰ χρόνια (642-1071 μ.Χ.) μὲ ἥρωα, μάρτυρα καὶ ὁμολογητή
τὸν ἅγιο Θεόφιλο τὸν Νέο. Γι' αὐτὸν κι οἱ γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Ὁ
ὁμολογητὴς Θεόφιλος γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴν πάλαι ποτὲ βασιλίδα των
πόλεων καὶ πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς μας Αὐτοκρατορίας, την
Κωνσταντινούπολη.
Οἱ γονεῖς τοῦ πιστοὶ καὶ ἐνάρετοι χριστιανοὶ φρόντισαν
νὰ δώσουν στὸ παιδί τους ἀπὸ τὴν βρεφική του ἡλικία τὴν ἀνάλογη
χριστιανικὴ μόρφωση καὶ ἀνατροφή.
Ὁδηγό τους καὶ σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο
ἔβαλαν οἱ πιστοὶ γονεῖς τοῦ θείου ἀποστόλου τὰ θεόπνευστα λόγια. "Οἱ
πατέρες ἐκτρέφετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου". (Ἐφεσ.
στ', 4).
Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῶν προσπαθειῶν τους Θαυμαστό.
Μεγαλωμένος ὁ Θεόφιλος μὲ τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια καὶ μὲ πρότυπο τὴν ὅλη
ζωὴ τῶν γονιῶν του ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς συνομήλικές του ἀπὸ τὰ παιδικά του
χρόνια.
Αὐτὸ γίνεται συχνά. Τὸ παράδειγμα τῶν γονιῶν παίζει πάντα
βασικὸ ρόλο στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν.
Τί εὐλογία θὰ ἦταν, ἂν τήν
ἀλήθεια αὐτὴ εἶχαν συνέχεια μπροστὰ στὰ μάτια τους οἱ γονεῖς.
Εἰδικά
σήμερα ποὺ οἱ ποικίλοι πειρασμοὶ ἔχουν αὐξηθεῖ ὑπερβολικά, ἡ προσεκτική
ζωὴ τῶν γονιῶν πολλὰ κακὰ θὰ εἶχε προλάβει.
Πολλοὶ φυσικὰ καὶ τότε οἱ πειρασμοὶ καὶ τοῦ πονηροῦ οἱ παγίδες.
Μέ
τὰ ὅπλα ὅμως τῆς προσοχῆς καὶ προσευχῆς τὸ παιδὶ μεγάλωνε ἀνάλογα, ὥστε
ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ ἀξιωθεῖ νὰ ἀνέλθει καὶ στὸ ἀξίωμα τοῦ μέλους της
συγκλήτου καὶ νὰ εἶναι ἀπὸ ὅλους πρόσωπο σεβαστό.
Αὐτὸ ἔγινε την
ἐποχὴ ποὺ στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων
βρισκόντουσαν οἱ ὀρθόδοξοι βασιλεῖς Κωνσταντῖνος καὶ Εἰρήνη, ἡ δέ
Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἦταν διηρημένη διοικητικὰ σὲ ἐπαρχίες πού
ὀνομαζόντουσαν Θέματα.
Μιὰ τέτοια Ἐπαρχία -Θέμα- ἦταν κι ἡ Ἐπαρχία των
Κιβυρραιωτὼν ἀπὸ τὴν πόλη της Καρίας τα Κίβυρρα.
Οἱ κάτοικοι τοῦ θέματος αὐτοῦ ἦταν περίφημοι ναυτικοὶ κάτω ἀπὸ τὶς διαταγὲς καὶ τὴν καθοδήγηση τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων.
Γι'
αὐτὸ καὶ εἰς τὸν στόλο των Κιθυρραιωτῶν εἶχε ἀνατεθεῖ τότε ἡ ἐπιτήρηση
καὶ φύλαξη τῶν θαλασσῶν τῆς Μεσογείου καὶ ἰδιαίτερα τῆς θαλάσσιας ὁδοῦ
ποὺ διέρχεται μεταξὺ Κιλικίας καὶ Κύπρου.
Οἱ Ἄραβες - Σαρακηνοὶ καὶ τό
Ἰσλὰμ τοῦτο τὸν καιρὸ ἁλώνιζαν κυριολεκτικὰ αὐτὰ τὰ μέρη. Ὡς στρατηγός
τῶν Κιβυρραιωτῶν εἶχε ὁρισθεῖ τὴν ἐποχὴ αὕτη ὁ Θεόφιλος ποὺ διακρινόταν
γιὰ τὸν πατριωτισμὸ καὶ τὴν γενναιότητα του.
Τὸ ἔτος 800 μ.Χ. ὅπως
ἀναφέρει στὴ χρονογραφία του ὁ ἅγιος Θεοφάνης ποὺ ἦταν ἡγούμενος της
μονῆς τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ - ἡ μονὴ βρισκόταν στὴν περιοχή
Κωνσταντινουπόλεως - ἡ αὐτοκράτειρα Εἰρήνη στὸν Θεόφιλο εἶχε ἀναθέσει
τὴν εὐθύνη νὰ παρακολουθεῖ τὸν ἀραβικὸ στόλο ποὺ ἔγινε ὁ κακὸς δαίμων
τῆς Κύπρου.
Ο Θεόφιλος εἶχε μαζί του ἀκόμη δύο στρατηγοὺς γιὰ νὰ τόν
βοηθοῦν. Κι αὐτοὶ εἶχαν δώσει τὸν λόγο τους, ὅτι ποτὲς δὲν θά
ἐγκατέλειπαν τὸν ἀρχηγό, ἀλλὰ μαζί του θὰ ἦταν ἕτοιμοι καὶ νά
συναποθάνουν.
Πόσον εὔκολα μερικὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι δίνουμε ὑποσχέσεις.
Ἀλλὰ καί, πόσο εὐκολότερα τὶς ξεχνοῦμε.
Ἕνα πρᾶγμα ἀξίζει ἐδῶ πολύ
νὰ προσεχθεῖ. Ἡ χειρονομία τῆς Αὐτοκράτειρας Εἰρήνης.
Σὰν ὑπεύθυνη
ἀρχόντισσα τῆς μητέρας αὐτοκρατορίας φροντίζει μὲ κάθε τρόπο γιὰ τήν
ἀσφάλεια τῆς θυγατρὸς Κύπρου, ἑνὸς πολύτιμου τμήματος τῆς Βυζαντινῆς μας
αὐτοκρατορίας ποὺ κινδύνευε κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα ἀπὸ τὶς ἐπιδρομές των
βαρβάρων Σαρακηνῶν.
Ὅταν τὸ Βυζαντινὸ ναυτικὸ μὲ ἀρχηγὸ τὸν Θεόφιλο
ἔφθασε στὰ Μύρα της Λυκίας, ὅλοι οἱ στρατηγοὶ παρέκαμψαν τὸ ἀκρωτήριο
τῶν Χελιδονιῶν καὶ προχώρησαν νὰ εἰσέλθουν στὸν κόλπο της Ἀττάλειας.
Οἱ
Ἄραβες, ἀφοῦ ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἐκμεταλλευόμενοι τὸν καλὸ καιρό
καὶ τὴν ὑπάρχουσα γαλήνη περιφέρονταν ἥσυχοι στὸ πέλαγος μεταξὺ Κύπρου
καὶ Μ. Ἀσίας.
Κάποια στιγμὴ ποὺ οἱ στρατηγοὶ τῶν Βυζαντινῶν τοὺς
εἶδαν νὰ κινοῦνται ἥσυχοι καὶ ἀνενόχλητοι παρετάχθησαν καὶ ἑτοιμάσθηκαν
νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσουν.
Ὁ ἀρχηγὸς μάλιστα τῶν Κιβυρραιωτῶν Θεόφιλος,
ἄνδρας ρωμαλέος καὶ πολὺ ἱκανός, στὸ ἀντίκρισμα τῶν Σαρακηνῶν, ἔλαβε το
θάρρος καὶ προχώρησε μὲ τὸ πλοῖο του μπροστὰ ἀπὸ τὸν στόλο καὶ μὲ ὅλη τη
δύναμη κτύπησε τὸν ἐχθρό. Ἡ ἐπίθεση στὴν ἀρχὴ εἶχε μεγάλη ἐπιτυχία.
Οἱ
ἐχθροὶ κτυπημένοι ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς τὰ ἔχασαν καὶ ἑτοιμάζονταν νά
παραδοθοῦν. Ὅταν ὅμως οἱ στρατηγοὶ εἶδαν τὴν ἀνδρεία του Θεόφιλου καί
ἀντιλήφθησαν τὶς διαθέσεις τῶν Ἀράβων, ζήλευσαν τὴ δόξα του καὶ ἀφοῦ τόν
ἐγκατέλειψαν ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ναυμαχία.
Ο Θεόφιλος ὅμως ἀλύγιστος
συνέχισε τὸν ἀγῶνα γιὰ πολὺ χρόνο καὶ ὅταν ἀκόμη ἔμεινε μόνος μὲ τούς
ναῦτες ποὺ ἦταν στὸν δρόμωνά του.
Δυστυχῶς ἐπειδὴ τὰ πλοῖα των Σαρακηνῶν
ἦταν πολὺ περισσότερα, περικυκλώθηκε ἀπὸ αὐτὰ καὶ στὸ τέλος συνελήφθηκε
αἰχμάλωτος.
Τί μεγάλο κακὸ ἀλήθεια ἡ ζήλια! "Φθόνος οὐκ εἶδε
προτιμᾶν τὸ συμφέρον" λέγει κι ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ γενναῖος Θεόφιλος
μετὰ τὴ σύλληψη του μὲ τὰ χέρια δεμένα πισθάγκωνα ὁδηγήθηκε μπροστὰ στόν
ἀρχηγό των Σαρακηνῶν, τὸν τρομερὸ Χαλίφη της Βαγδάτης Ἀροὺν Ἀλ Ρασίντ.
Ὁ
τρομερὸς χαλίφης στὸ ἀντίκρισμα τοῦ παλικαριοῦ θαύμασε τὴ λεβεντιὰ πού
ἔβλεπε στὴν προσωπικότητα τοῦ κι ἀμέσως σκέφθηκε πῶς, ἂν μὲ τὸν τρόπο
τοῦ κατόρθωνε νὰ πείσει τὸ παλικάρι νὰ τὸν ἀκολουθήσει θὰ πετύχαινε την
πιὸ μεγάλη νίκη.
Μὲ προσποιητὴ λοιπὸν εὐγένεια, ὅταν ὁ Θεόφιλος πλησίασε
ἄρχισε νὰ τοῦ κάνει διάφορες προτάσεις, μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τοῦ χαρίσει
διάφορες δωρεές.
Σ' ὅλες αὐτὲς τὶς προτάσεις τοῦ Βάρβαρου χαλίφη ὁ πιστὸς καὶ ἄκαμπτος χριστιανὸς ἐπέδειξε ὅλο τὸ μεγαλεῖο του χαρακτῆρα του.
Στήν
πρόταση ἐξαναγκασμοῦ νὰ ἐγκαταλείψει τὴ θρησκεία του καὶ νὰ ἀσπασθεῖ
τὸν μωαμεθανισμὸ ὁ πιστὸς Θεόφιλος ὄχι μόνο ἀρνήθηκε ἀλλὰ καὶ ἔφτυσε στό
πρόσωπο τῶν ἀνθρώπων τοῦ Ρασὶντ λέγοντας:
«Ἡ χριστιανικὴ θρησκεία εἶναι
ἡ ἀποκάλυψη Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τήν
ὁποῖα ὁ κάθε πιστὸς ἐπιτυγχάνει ὄχι μόνο τὴν εὐτυχία ἀλλὰ καὶ τὴν αἰώνια
σωτηρία του».
Στην ἐπιμονή του Ἀροὺν Ἀλ Ρασίντ, ὅτι ὁ μωαμεθανισμός
εἶναι ἡ θρησκεία ποὺ ἀπεκάλυψε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο διὰ τοῦ προφήτου του
Μωάμεθ, ὁ Θεόφιλος δὲν δυσκολεύθηκε νὰ χλευάσει τὴν ἄθεη πίστη καὶ νά
εἰρωνευτεῖ τοὺς κρατοῦντες καὶ ὑβριστές του.
Τὴν ἄρνηση τοῦ ὁ
ὁμολογητὴς πλήρωσε μὲ ἕνα σωρὸ ὕβρεις καὶ ἐξευτελισμοὺς καὶ παραμονὴ σέ
σκοτεινὴ καὶ πολὺ ἀνθυγιεινὴ φυλακὴ ἐπὶ τετραετία ὁλόκληρο.
Κατά το
μακρὺ αὐτὸ διάστημα παρὰ τὰ συχνὰ καὶ ἀνείπωτα βασανιστήρια των
κρατούντων ὁ πιστὸς χριστιανὸς καὶ ἀλύγιστος ὁμολογητὴς ἔμεινε σταθερός
καὶ ἄκαμπτος.
Μπροστὰ στὰ μάτια του ἔχει πάντα τὰ λόγια Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου
μας. "Μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴ μή
δυναμένων ἀποκτεῖναι" (Μάτθ. Γ’, 28).
Ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα τοῦ μεγάλου
Ἀποστόλου. "Ὄυκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν
ἀποκαλυφθῆναι, εἰς ἡμᾶς" (Ρωμ. ἡ’, 18).
Δηλαδή μὴ φοβηθεῖτε ἀπό
ἐκείνους ποὺ θανατώνουν τὸ σῶμα δὲν ἔχουν ὅμως τὴ δύναμη νὰ θανατώσουν
τὴν ψυχή. Αὐτὰ ποὺ ὑποφέρουμε σ' αὐτὴ τὴ ζωὴ δὲν εἶναι τίποτε ἂν τά
συγκρίνουμε πρὸς τὴ δόξα ποὺ μέλλει νὰ μᾶς φανερωθεῖ καὶ νὰ δοθεῖ κάποια
μέρα σὲ μᾶς.
Με ὁδηγὸ τοῦτα τὰ λόγια καὶ συντροφιὰ τὴν προσευχὴ καί
τὴ βαθιά του πίστη περνᾶ τὶς ἥμερες καὶ τὶς ὧρες του στὴ φυλακὴ μὲ τό
μυαλό του δοσμένο στὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ ποὺ ὑπόσχεται καί
λέγει: "Τέκνον οὔδ' μὴ σὲ ἄνω οὐ μὴ σὲ ἐγκαταλείπω".
Παιδί μου, δὲν θά
σὲ ἀφήσω, ποτὲ δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω. Μεῖνε μόνο κοντά μου. Κοντά μου
καὶ "πιστὸς μέχρι θανάτου".
Πιστὸς μέχρι θανάτου περνᾶ κι ὁ Θεόφιλος τις
ἥμερες τοῦ στὴ βρώμικη φυλακὴ τοῦ βάρβαρου Σαρακηνοῦ.
Τέσσερα χρόνια
μαρτυρικῆς ζωῆς πέρασε ὁ ἀλύγιστος χριστιανὸς ἀγωνιστής. Μιὰ μέρα πού
οἱ βάρβαροι εἶχαν τὸ μπαϊράμι τοὺς ἔφεραν στὴ γιορτή τους καὶ τὸν πιστό
Θεόφιλο κι ἄρχισαν ἕνας – ἕνας νὰ τὸν προτρέπουν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν πίστη
τοῦ, νὰ ἀσπασθεῖ τὴ θρησκεία τους καὶ νὰ γιορτάσει μαζί τους. Ὁ Θεόφιλος
σὲ ὅλες τὶς προτάσεις τους αὐτὲς ἔδινε μιὰ ἀπάντηση.
Γεννήθηκα χριστιανός. Μεγάλωσα χριστιανός. Θὰ πεθάνω χριστιανός.
Στήν
ἀπάντηση τοῦ αὐτὴ ὕβρεις καὶ κτυπήματα δεχόταν ἀπὸ τῶν βαρβάρων τα
πλήθη. Κάποια στιγμὴ ποὺ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν βαρβάρων ἄρχισαν νὰ ὑβρίζουν καί
νὰ βλασφημοῦν τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Λυτρωτῆ μας, ὁ Θεόφιλος δὲν κρατήθηκε
ἀλλὰ ἀνταπέδωσε τὴν ὕβρη γιὰ τὴ θρησκεία τους καὶ τὰ πιστεύω τους.
Η
θαρραλέα του Θεόφιλου στάση καὶ ἀπάντηση εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νά
ὁδηγηθεῖ αὐτὸς στὴ μέση τοῦ διασκεδάζοντος πλήθους καὶ νὰ δεχθεῖ τον διά
ξίφους θάνατο.
Ἔτσι ἔκλεισε ἡ ζωὴ τοῦ ἀδούλωτου χριστιανοῦ. Τοῦτο
σημειώνει ὁ ἅγιος Θεοφάνης: "Τὴν διὰ ξίφους τιμωρίαν ὑπομείνας, μάρτυς
ἄριστος ἀνεδείχθη".
Τὸ λείψανο τοῦ γενναίου ὁμολογητοῦ καὶ νέου
μάρτυρος Θεοφίλου οἱ κατοικοῦντες ἐκεῖ χριστιανοὶ τὸ παρέλαβαν μὲ βαθύ
σεβασμὸ καὶ τὸ κήδεψαν μὲ κάθε τιμὴ καὶ εὐλάβεια. Ἡ μνήμη τοῦ ἀκλόνητου
χριστιανοῦ τιμᾶται ἀπὸ μὲν τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τὴν 30ὴ Ἰανουαρίου,
ἀπὸ δὲ τὴ Δυτικὴ τὴν 22α Ἰουλίου.
Για τὴν ἀγάπη τῆς μάνας Βυζαντινῆς
Αὐτοκρατορίας πρὸς τὴ θυγατέρα Κύπρο ἐπεστρατεύθη ὁ ἀθλητής, "Κρίμασιν
οἰς οἵδε Κύριος" ἡ ναυμαχία εἶχε τὸ θλιβερὸ ἀποτέλεσμα. Μὲ μιὰ ἄρνηση
τῆς πίστης ὁ Θεόφιλος θὰ μποροῦσε νὰ γλυτώσει τὴ ζωή του.
Ὁ ἀλύγιστος
ὅμως ἀγωνιστὴς προτίμησε νὰ ἐφαρμόσει τοῦ θείου Διδασκάλου τὰ λόγια πού
σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς τῆς Ἀποκαλύψεως. "Γίνου πιστὸς ἄχρι
θανάτου καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς". (Ἀποκάλυψη Β’ 10). Κι
ἔμεινε πιστὸς μέχρι θανάτου.
Τί εὐλογία τὰ λόγια αὐτὰ νὰ γινόντουσαν καὶ γιὰ μᾶς καὶ τὴ σημερινὴ νεολαία σύνθημα ζωῆς!
Ἅγιε Θεόφιλε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Τήν
φιλότητα πρὸς τὸν Δεσπότην, καθυπέγραψας, τῷ αἵματί σου, καὶ τὴν πλάνην
ἐναπέπνιξας, ἅγιε, ἡμισελήνου γενναίῳ φρονήματι, ἀνακηρύξας Χριστοῦ την
θεότητα, ὅθεν εἴληφας, Θεόφιλε παμμακάριστε, τὸ στέφος τῶν μαρτύρων ἐκ
Κυρίου σου.
Κοντάκιο. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σοῦ Σωτήρ.
Ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ
Ἅγιος Ἱππόλυτος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἦταν Πρεσβύτερος.
Μαρτύρησε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ σχίσματος τῶν αἱρετικῶν Νοβατιανῶν.
Οἱ Ἅγιοι Φελισιανός, Φιλιππιανὸς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φελισιανὸς καὶ Φιλιππιανὸς μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους στὴν Ἀφρική.
Ὁ Ὅσιος Κυριακὸς ὁ ἐν τῇ μονῇ Ἁγίου Σάββα Ἀσκήσαντας
Ὁ Ὅσιος Κυριακὸς ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε περὶ τὸν 7ο – 8ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος Βασιλέας τῶν Βουλγάρων
Ὁ
Ἅγιος Πέτρος ἦταν τσάρος τῆς Βουλγαρίας (927-967 μ.Χ.) καὶ υἱός τοῦ
βασιλέως Συμεῶν. Εἶχε νυμφευθεῖ την ἐγγονὴ τοῦ βασιλέως Ρωμανοῦ
Λεκαπηνοῦ (920-944 μ.Χ.), Μαρία, ἡ ὁποία μετονομάσθηκε σὲ Εἰρήνη, λόγῳ
τῆς εἰρήνης ποὺ ἐπικράτησε μεταξὺ Βυζαντινῶν καὶ Βουλγάρων.
Ὁ Ἅγιος
ἀγωνίσθηκε ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τῶν Βογομίλων ἀκολουθῶντας τη
διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου της Ρίλας. Μετὰ ἀπὸ ἕναν ἀνεπιτυχῆ πόλεμο
μὲ τὴν Οὑγγαρία καὶ τὴ Ρωσία, κοιμήθηκε τὸ ἔτος 967 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ζήνων ὁ Νηστευτὴς ἐκ Κιέβου
Ὁ Ὅσιος Ζήνων ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὰ σπήλαια τῆς Μεγάλης Λαύρας τοῦ Κιέβου τῆς Ρωσίας.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Μυτιληναῖος
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Χατζῆς, γεννήθηκε στοὺς Πύργους Θερμῆς τῆς Λέσβου. Ἔζησε τὸν 18ο αἰῶνα μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τῆς τουρκοκρατίας.
Στὸν οἰκισμὸ τῶν «Κάτω Πύργων», δίπλα στὸν ἐπαρχιακὸ δρόμο, πίσω ἀπὸ μία πολύχρονη πέτρινη βρύση, ὑπάρχουν σήμερα γκρεμισμένα τὰ τείχη ἑνὸς πυργόσπιτου, ποὺ οἱ πέτρες του μεταφέρθηκαν ἐπὶ γερμανικῆς κατοχῆς στὸν Καρά-τεπὲ τῆς Μυτιλήνης γιὰ νὰ χτιστοῦν σπίτια.
Σ’ αὐτὸ τὸ παλαιὸ πυργόσπιτο γεννήθηκε ὁ Ἅγιος Θεόδωρος. Ἐκ προγόνων Χριστιανός, ὅταν ἀνδρώθηκε, παντρεύτηκε εὐσεβῆ γυναῖκα, ἀποκτῶντας δύο παιδιά.
Ὁ μεγάλος ποιητὴς Ὀδυσσέας Ἐλύτης κατέθεσε στὸν βιογράφο του Ἰταλὸ Μάριο Βίττι τὴν πληροφορία ὅτι ἡ οἰκογένειά του κατάγεται ἀπ’ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν ὁποῖο μάλιστα τοποθετεῖ καὶ ὡς ἀρχὴ τοῦ γενεαλογικοῦ του δέντρου.
Σύμφωνα μὲ τοπικὴ παράδοση τῶν Παμφίλων (γειτονικοῦ χωριοῦ τῶν Πύργων Θερμῆς) ὁ Ἅγιος Θεόδωρος διέμενε κάποιο διάστημα σὲ πυργόσπιτο στὴν περιοχὴ «Βουναράκι», στὴ θέση τοῦ ὁποίου ὑπάρχει σήμερα ἡ κατοικία τοῦ Θεοδώρου Πετρέλλη. Ἐνδέχεται αὐτὸ νὰ ἦταν τὸ σπίτι ποὺ κρυβόταν ὁ Ἅγιος πρὶν συλληφθεῖ ἀπ’ τοὺς Τούρκους, δηλαδὴ τὸ σπίτι τοῦ ἐκ Παμφίλων Μητροπολίτη δράμας, γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα ὑπάρχει μεγάλο εξωκλῆσι τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου στην δράμα.
Ὁ μεγάλος ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν μὲ τὸ ὄνομα Θεόδωρος στὴν γύρω περιοχή των Παμφίλων ὀφείλετε σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση στὸν Νεομάρτυρα Θεόδωρο.
Ὁ Ἅγιος ἐργαζόταν ὡς ὑποδηματοποιὸς διατηρῶντας ἐργαστήρι ἐπὶ τῆς κεντρικῆς ἀγορᾶς τῆς Μυτιλήνης, στὸ Μπάς-φανάρι (σήμερα τὸ πρώην μαγαζὶ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου εἶναι στὴ γωνία τῶν ὁδῶν Αἰγαίου καὶ Ἑρμοῦ 110).
Κάποτε βρέθηκε σὲ κατάσταση ὀργῆς καὶ ἔγινε Μωαμεθανός. Συνῆλθε ὅμως, συναισθάνθηκε τὸ ἁμάρτημα τοῦ καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἐκεῖ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα, κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ προετοιμάστηκε γιὰ τὸ μαρτύριο.
Ἐπανῆλθε λοιπὸν στὴ Μυτιλήνη, παρουσιάστηκε στὸν κριτή, μὲ τόλμη ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ δήλωσε ὅτι ἡ μουσουλμανικὴ θρησκεία εἶναι ψεύτικη. Ὁ κριτὴς ἀμέσως ἐξέδωσε ἀπόφαση, νὰ θανατωθεῖ ὁ μάρτυρας μὲ ἀγχόνη καὶ κατόπιν τὸν παρέδωσε σ' ἄλλον ἄρχοντα, τὸν Ναζὶρ Ὀμὲρ ἀγᾶ, ποὺ προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις νὰ τὸν μεταπείσει.
Ὁ Ἅγιος ὅμως πρόβαλλε ἀκατάβλητο φρόνημα καὶ μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια, ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, ὅπου ἀφοῦ πρῶτα φίλησε τὸ σχοινὶ τῆς ἀγχόνης, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ ἔτσι δέχτηκε τὸ στεφάνι τῆς νίκης στὶς 30 Ἰανουαρίου 1785 μ.Χ.
Τὸ τίμιο λείψανο τοῦ ρίχτηκε στὴ θάλασσα, ἀλλὰ κατ' οἰκονομία Θεοῦ ἐκβράσθηκε στὰ νότια τῆς πόλης τῆς Μυτιλήνης.
Οἱ Χριστιανοί, περισυνέλλεξαν τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ ἐνταφίασαν χωρὶς νὰ ἀφήσουν ἴχνη τάφου, ἐπὶ σκοπὸ διαφυλάξεώς του, κάτω ἀπὸ τὸ δάπεδο τοῦ παρακείμενου ἐξωκλησιοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου στὴν τοποθεσία Μόθωνας, ἀποκρύπτοντας τὸ ἱερὸ λείψανο ἀπὸ τὰ βέβηλα μάτια τῶν τούρκων.
Ἐκεῖ ἔμεινε ἐνταφιασμένος 183 ἔτη, μέχρι τὴν εὐλογημένη ἡμέρα τῆς 4ης Σεπτεμβρίου 1967 μ.Χ., ποὺ βρέθηκαν τὰ Ἅγια λείψανά του, βάσει μαρτυριῶν τοῦ διαπρεποῦς Ἐκκλησιαστικοῦ συγγραφέως Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη (βλέπε 14 Ἰουλίου) καὶ ἄλλων συγγραφέων. Τὰ λείψανά του φυλάσσονται στὸν Ἱ.Ν. Ζωοδόχου Πηγῆς Βαρειᾶς.
Στὶς 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1985 μ.Χ., ὁ ἐφημέριος Πύργων Θερμῆς π. Μιχαὴλ Βουλγαρέλλης παραλαμβάνει τμῆμα τῶν ἁγίων λειψάνων τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου καὶ τελεῖται ἡ μετακομιδή του στὴν γενέτειρα τοῦ Ἁγίου.
Δωρεῖται ἔτσι, ἡ εὐλογία γιὰ νὰ τιμᾶται ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς στὸ ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου ποῦ εἶχε χτιστεῖ τὸ 1980 μ.Χ. στοὺς Πύργους Θερμῆς, μερίμνει τοῦ Ἱερομονάχου π. Παχωμίου Σούγιουλτζη καὶ συνδρομὲς πιστῶν
Ἀνάμνηση θαύματος Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου στὴ Ζάκυνθο
Ὁ
Μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος τιμᾶται ἰδιαίτερα τὴν ἡμέρα αὐτὴ στή
Ζάκυνθο, διότι συνδέθηκε μὲ τὴ σωτηρία τοῦ νησιοῦ ἀπὸ τὴν πανούκλα του
ἔτους 1688.
Τὸ ἔτος 1669 πρόσφυγες Κρῆτες ποὺ ἦλθαν στὸ νησί της
Ζακύνθου, ἔφεραν μαζί τους ἀρχαία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τὴν ὁποία
κατέθεσαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου του Κόλα.
Ἱερόσυλοι ὅμως,
ἀπογύμνωσαν αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἀργυρὴ ἐπένδυσή της.
Μετά ὀκτὼ ἡμέρες ὅλη ἡ
ἐκεῖ συνοικία προσβλήθηκε ἀπὸ λοιμό, ποὺ θεωρήθηκε ὡς θεία τιμωρία γιά
τὴν γενόμενη ἱεροσυλία.
Γιὰ τὸν ἐξιλασμό του ὁ λαὸς κατέφυγε σὲ νηστεία
καὶ προσευχὴ καὶ ἀποφάσισε τὴν ἀνέγερση ναοῦ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου
Γεωργίου.
Ὁ ἀναθηματικὸς αὐτὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Κομούτων ἤ
Καμαριώτης φέρει τὸ ἑξῆς ἐπίγραμμα: «Γεώργιον τε οἵα ναὸν σοὶ πόλις,
ἀνατίθησι τῆς ξένης σωτηρίας».
Ἀνάμνηση εὑρέσεως τῆς ἐν Τήνῳ Ἱερᾶς εἰκόνος Εὐαγγελιστρίας
Τὸ γεγονὸς ἔλαβε χώρα τὸ ἔτος 1823, χωρὶς νὰ ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αὐτό.
Ἁγία Χρυσῆ
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Χρυσῆ καταγόταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια, καὶ μαρτύρησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Κλαυδίου (περὶ τὸ 269 μ.Χ.).
Ὅταν συνελήφθη ἀπ' τοὺς εἰδωλολάτρες, στὴν ἀρχὴ ἄνοιξαν τὶς πλευρές της καὶ ἔκαψαν τὶς πληγές της μὲ ἀναμμένες λαμπάδες.
Ἔπειτα ἔσπασαν μὲ πέτρες τὰ σαγόνια της, καὶ μὲ μολύβδινα σφαιρίδια τὴ ράχη της.
Ἀλλὰ αὐτή, ἂν καὶ κατατραυματισμένη καὶ ἐνῷ πέθαινε, ὁμολογοῦσε τὴν πίστη της.
Ἡ δὲ θηριωδία τῶν φονέων της ἦταν τέτοια, ποὺ ἀφοῦ ἔθεσαν στὸ λαιμό της μεγάλη πέτρα, τὴν ἔριξαν στὸν βυθὸ τῆς θάλασσας.
Ἀλλὰ τί κι ἂν τὸ σῶμα της ἐξαφανίστηκε ἀπ' τὰ νερά, ἡ μνήμη της παρέμεινε αἰώνια καὶ ἀθάνατη, περισσότερο χρυσῆ ἀπὸ τὸ λαμπρότατο ὄνομα της.
Ὁσία Πελαγία του Ντιβέεβο
Ἡ Πελαγία Ἰβάνοβνα Σερεμπρενίκοβα γεννήθηκε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1809 μ.Χ. στὸ Ἀρζαμὰ τῆς Ρωσίας.
Οἱ γονεῖς της, Ἰβὰν Ἰβάνοβιτς Σουρίν, ἔμπορος στὸ ἐπάγγελμα καὶ ἡ μητέρα της Παρασκευὴ Ἰβάνοβνα Μπεμπέσεβα, ἀπόκτησαν ἀλλὰ δυὸ παιδιά, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Ἰωάννη.
Ὁ Ἰβὰν ἔφυγε γρήγορα ἀπὸ τὸ μάταιο τοῦτο κόσμο, ἀφήνοντας τὴν Παρασκευὴ σὲ νεαρὴ σχετικὰ ἡλικία μόνη μὲ τὰ τρία της παιδιά.
Ἡ τελευταία ξαναπαντρεύτηκε μὲ τὸν Ἀλεξέϊ Νικήτιτς Κορόλεφ, ἄνθρωπο αὐστηρὸ καὶ ἀνάλγητο - μιὰ συμπεριφορὰ ποὺ ἀκολουθήθηκε καὶ ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῆς πρώτης του γυναίκας, κάνοντας τὴ διαβίωση μέσα στὸ σπίτι γιὰ τὴν Πελαγία καὶ τ' ἀδέλφια της σωστὸ μαρτύριο.
Μικρὴ ἀκόμα ἡ ὅσια ἀρρώστησε βαριά, γιὰ νὰ μείνει στὸ κρεβάτι γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα.
Ὅταν ἐπί τέλους σηκώθηκε ἦταν ἕνας ἐντελῶς διαφορετικὸς ἄνθρωπος. Ἐνῷ προηγουμένως ἦταν ἐξαιρετικὰ ἔξυπνη μὲ πλήρη διαύγεια πνεύματος, τώρα ἄρχισε νὰ κάνει διάφορες ἀνοησίες.
Ἔβγαινε χειμωνιάτικα στὸν κῆπο, σήκωνε τὴ φούστα της, στεκόταν στὸ ἕνα πόδι καὶ στροβιλιζόταν γύρω-γύρω σὰν μπαλαρίνα, βγάζοντας ταυτόχρονα ἀκατανόητες κραυγές. Τὴ μάλωναν καὶ τὴν ἔδερναν χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα.
Ὅπως ἡ ἴδια ἢ μητέρα της ἀφηγήθηκε χρόνια μετά, εἶχε ὑποπτευθεῖ ὅτι ἀπὸ τότε ἢ Πελαγία πῆρε τὴν κλίση γιὰ τὴ σαλότητά της, παρ' ὅλο ποὺ τότε αὐτὸ ἦταν ὅτι χειρότερο γιὰ τὴν ἤδη ταλαιπωρημένη οἰκογένεια.
Μεγαλώνοντας ἡ Πελαγία ἔγινε μιὰ πολὺ ὡραία κοπέλα μὲ ξεχωριστὴ κορμοστασιά. Ἦταν ψηλή, στητή, μὲ φυσικὰ ὄμορφα χαρακτηριστικὰ στὸ πρόσωπο. Πολλοὶ γαμπροὶ ἀψηφοῦσαν τὴν παράξενη συμπεριφορά της καὶ τὴ ζητοῦσαν σὲ γάμο.
Ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς μητέρας της αὐτὸ ἦταν καλοδεχούμενο γιὰ μιὰ φτωχὴ ὀρφανῆ καὶ σαλὴ συνάμα. Ἡ Πελαγία ὅμως ἄκουγε μέσα της μυστικὴ φωνή, ποὺ τὴν καλοῦσε στὸν ἐρημικὸ δρόμο τῶν πραγματικῶν ἐραστῶν τοῦ θείου πόθου.
Ἡ ἐποχὴ ὅμως δὲν προσφερόταν γιὰ ἀνταρσία. Ἔτσι στὰ 19 της χρόνια παντρεύτηκε τὸ Σεργκέϊ Βασίλιεβιτς Σερεμπρένικωφ.
Ὁ γάμος ἔγινε στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου στὸν Ἀρζαμά, στὶς 23 Μαΐου 1828 μ.Χ.
Ὁ νεαρὸς σύζυγος τῆς θέλοντας νὰ τὴν βοηθήσει μὲ τὴν ἀλλόκοτη συμπεριφορά της, τὴν πῆρε μαζὶ μὲ τὴ μητέρα της στὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ (βλέπε 2 Ἰανουαρίου) στὸ ἐρημητήριό του στὸ Σαρώφ.
Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τοὺς καλωσόρισε, τοὺς ἔστειλε στὸ ἀρχονταρίκι κρατῶντας τὴν Πελαγία κοντά του γιὰ συνομιλία.
Ἀργότερα ὅταν ὁ Σεργκέϊ μὲ τὴν πεθερά του πῆγαν ξανὰ στὸ κελὶ νὰ δοῦν γιατί ἀργοπορεῖ ἡ Πελαγία, βρῆκαν τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ νὰ κάνει μιὰ ἐδαφιαία μετάνοια στὴν Ὁσία καὶ νὰ τῆς δίνει ἕνα κομποσχοίνι, ἀποκαλῶντας την Ματιούσκα.
Ὁ Ἰβὰν Ταμπάρτσεφ, συγκελιώτης τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ, ποὺ ἦταν παρών, ἀνέφερε ὅτι ὅταν ἡ Πελαγία ἔφυγε, τὸν πλησίασε ὁ Ἅγιος καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτὴ θὰ γινόταν ἕνα ἀστέρι ποὺ θὰ φώτιζε ὅλη τὴ Ρωσία.
Ἡ ἀλλόκοτη συμπεριφορά της ἐξόργιζε τὸν ἄντρα της. Ἔκανε ὁλονύχτιες ἀγρυπνίες, κοιμόνταν σὲ φέρετρα, ζητιάνευε, μοίραζε τὰ χρήματα ποὺ τῆς ἔδινε ὁ σύζυγός της στοὺς φτωχούς, γυρνοῦσε ἡμίγυμνη στοὺς δρόμους.
Τελικὰ ὁ ἄνδρας της τὴν ἔδιωξε ἀπὸ τὸ σπίτι. Ἔτσι ἐπέστρεψε στὸ σπίτι τῆς μητέρας της ὅπου τὴν περίμεναν νέες θλίψεις.
Τὰ παιδιά τοῦ πατριοῦ της τὴ μισοῦσαν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀλεξέϊ Νικήτιτς Κορόλεφ τὴν ἔδερνε.
Ἡ μικρότερη τοῦ κόρη τὴ φθονοῦσε ἰδιαίτερα καὶ ἔβαλε κάποιο καλὸ σκοπευτὴ νὰ τὴ σκοτώσει τὴν ὥρα ποὺ ἡ ὅσια γυρνῶντας στὴν πόλη ἔκανε τὶς «παλαβομάρες» της.
Ἀστοχῶντας ὅμως ἄκουσε τὴν Πελαγία νὰ τοῦ λέει ὅτι ἀντὶ αὐτὴν πυροβόλησε τὸν ἑαυτό του. Ἡ προφητεία αὕτη ἐπαληθεύτηκε μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό. Ὁ σκοπευτὴς αὐτοκτόνησε μὲ πυροβολισμό.
Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἡ μητέρα της ἀποφάσισε νὰ ξαναεπισκεφτεῖ τὸν ὅσιο Σεραφεὶμ στὸ Σαρώφ. Ἐκεῖ τοῦ ἀνάφερε τὰ γεγονότα ἀπὸ τὴν τελευταία τους ἐπίσκεψη μέχρι τὴ μέρα ἐκείνη καὶ ζήτησε τὴ συμβουλή του. Ὁ γέροντας ἀφοῦ ἄκουσε προσεχτικὰ ὅσα ἡ πονεμένη μάνα του εἶπε, τὴ συμβούλεψε νὰ μὴν δένουν την Πελαγία, ἀλλὰ νὰ τὴν ἀφήσουν ἐλεύθερη ν' ἀκολουθήσει τὸ θεάρεστο δρόμο της.
Ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη δὲν τὴν ἐμπόδιζαν νὰ κάνει ὅ,τι αὕτη ἤθελε.
Ὅλες σχεδὸν τὶς νύχτες τὶς περνοῦσε στὸ προαύλιο τοῦ ναοῦ, ὁποὺ στὸ ὕπαιθρο προσευχόταν ὁλονυκτὶς μὲ κατανυκτικότατα δάκρυα.
Τὶς μέρες ντυμένη μὲ κουρέλια γυρνοῦσε στοὺς δρόμους ὅπου οὐρλιάζοντας καλοῦσε τοὺς πάντες στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Πέρασαν ἔτσι τέσσερα χρόνια. Τὸ 1837 μ.Χ., ὅταν κοιμήθηκε ὁ ὅσιος Σεραφείμ, τὴ συνάντησε στὸ δρόμο ἡ γερόντισσα Ἰουλιανὴ Γρηγορίεβα, μοναχὴ στὸ μοναστήρι του Ντιβέγεβο, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὸ προορατικό της χάρισμα καὶ ζήτησε ἀπὸ τὴ μητέρα της Πελαγίας νὰ τῆς δώσει ἄδεια νὰ τὴν πάρει μαζί της.
Ἔτσι καὶ ἔγινε. Πρὶν φύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι ἡ Πελαγία ἔκανε ἐδαφιαία μετάνοια στοὺς συγγενεῖς της καὶ τοὺς εἶπε: «Συγχωρῆστε με, γιὰ τὴν ἀγάπη του Χρίστου. Δὲν θὰ ξαναγυρίσω κοντά σας ὥσπου νὰ πεθάνω».
Στὸ Ντιβέεβο συνέχισε τὴν ἀλλόκοτη συμπεριφορά της. Ἄλλες ἀδελφὲς τὴ σεβόνταν καὶ τὴν ἐκτιμοῦσαν, ἄλλες τὴ φοβοῦνταν, ἄλλες τὴν κορόϊδευαν, μερικὲς μάλιστα τὴν χτυποῦσαν.
Ἀπ' ὅταν ἀκόμα ἦταν στὴ ζωὴ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ἔτσι θεράπευσε τὸν καλλιτέχνη Μ. Π. Πετρὼφ τοῦ ὁποίου τὸ χέρι εἶχε παραλύσει.
Ἔσβησε ἀπὸ μακριὰ μιὰ φωτιά, ἐνῷ πολλοὶ τὴν ἔβλεπαν στὸν ὕπνο τους καὶ κατόπιν τοὺς θεράπευε.
Τέσσερα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή της προφήτεψε ὅτι ὁ ἰακωβινισμὸς καὶ ἡ τρομοκρατία θὰ ἐξαπλωθοῦν στὴ Ρωσία καὶ ὅτι θὰ σκοτώσουν τὸν τσάρο Ἀλέξανδρο τὸν Β’ γιὰ τὸν ὁποῖον ἔκλαιγε καὶ προσεύχονταν ἀσταμάτητα.
Μετὰ ἀπὸ 20 χρόνια σκληρῆς ζωῆς ἐμφανίστηκε στὸν ὕπνο της ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ καὶ τὴν προέτρεψε νὰ ἀποτραβηχθεῖ στὸ κελί της, ἀποφεύγοντας τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐκεῖ ζοῦσε κλαίγοντας καὶ προσευχόμενη. Τρέφονταν κυρίως μὲ μαῦρο ψωμὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔφτιαχνε μικρὲς μπαλίτσες τὶς ὁποῖες χρησιμοποιοῦσε ὡς κομποσχοίνι λέγοντας τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ.
Νιώθοντας τὸ θάνατο τῆς λίγες μέρες πρὶν κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἔβαλε μετάνοια σ' ὅλες τὶς ἀδελφὲς τῆς μονῆς.
Αὐτὸ ἔγινε τὸ Σάββατο 28 Ἰανουαρίου 1884 μ.Χ.
Στὶς 1.45 τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας 30 Ἰανουαρίου, ἡ Πελαγία Ἰβάνοβνα, ἄφησε τὴν τελευταία της πνοὴ καὶ ἡ πολυταλαιπωρημένη τῆς ψυχὴ πέταξε στὸν οὐρανό, στὰ χέρια τοῦ Νυμφίου της Χρίστου.
Τὴν ἔντυσαν μὲ τὰ ροῦχα ποὺ ἡ ἴδια ἀρεσκόταν νὰ φορᾶ. Μιὰ ἄσπρη μπλούζα, ἕνα σαραφάν, ἕνα μάλλινο σάλι καὶ τὸ κεφάλι της τὸ τύλιξαν μ' ἕνα ἄσπρο μεταξωτὸ μαντήλι. Τὴν ἔβαλαν σ' ἕνα φέρετρο κυπαρισσένιο καὶ ἔμεινε ἔτσι στὸ κελί της γιὰ ἐννιὰ μέρες, διάστημα κατὰ τὸ ὅποιο ἔκαναν τριάντα ἕως σαράντα τρισάγια ἡμερησίως καὶ ἔψαλλαν συνεχῶς ἀπὸ τὸ ψαλτήρι.
Τὴν ἔθαψαν πίσω ἀπὸ τὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγ. Τριάδος ὅπως εἶχε ἡ ἴδια προφητέψει ἑπτὰ χρόνια πρίν.
Πληροφορίες ἀπό saint.gr καί synaxarion.gr
Ἀπολυτίκια ἀπό youtube.com/@orthodoxmusic-8948
Ἀναδημοσίευση ἀπό Ἀναβάσεις
Κουμπιά
- Αρχική
- Οπτικό Αγιολόγιο
- Ιανουάριος
- Φεβρουάριος
- Μάρτιος
- Απρίλιος
- Μάιος
- Ιούνιος
- Ιούλιος
- Αύγουστος
- Σεπτέμβριος
- Οκτώβριος
- Νοέμβριος
- Δεκέμβριος
- Πατερικά
- Γεροντικά
- Ομιλίες
- Εσταυρωμένος
- Επικοινωνία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου