Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Ἀπάντησις εἰς τὴν ἐγκύκλιον τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου. Παῦλος Τρακάδας

Ἀπάντησις εἰς τὴν ἐγκύκλιον τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου


Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος

Α΄ Μέρος


«Τολμηρὸν γὰρ καὶ αὔθαδες καὶ ἀπουσίας ἐγγὺς ἐγχειρεῖν πειρᾶσθαι τὸν μήτε χωρεῖν αὐτὸν ἢ νοεῖν δυνάμενον» ( Ἀποτελεῖ τόλμημα καὶ θράσος καὶ πλησιάζει τὴν ἀνοησία νὰ θελήση κανένας νὰ δοκιμασθῆ στὰ ἴδια, ἐνῷ δὲν μπορεῖ νὰ εἰσχωρήση σ’ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ κατανοήση).
Νουθετικῶς ἔγραψεν αὐτὸ εἰς τὸ προοίμιον τῆς Μυσταγωγίας του ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, διὰ νὰ ἀποτρέψη μεταγενεστέρους νὰ ἀποπειραθοῦν καινοτομίας εἰς ζητήματα, τὰ ὁποῖα μετὰ βίας ὁ νοῦς τους ἀτενίζει μόνον καὶ οὔτε κἄν ἐγγίζει τὰ ὑπώρεια τοὺς ὅρους τῆς Θεολογίας».

  Πρὸ τοιαύτης περιπτώσεως εὑρισκόμεθα καὶ σήμερον, ὅπου ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Περιστερίου Γρηγόριος (Παπαθωμᾶς) διακατέχεται ἀπὸ τὴν ἀπόλυτον πεποίθησιν, ἤτοι φονταμενταλισμόν, ὅτι ἡ ἔξωσις τοῦ «Ἐσταυρωμένου» ἀπὸ τὸ Ἱ. Βῆμα εἶναι πρᾶξις ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ τεκμηριωμένη, τυφλωμένος ἀ­πὸ τὴν ἡμιμάθειαν, ἡ ὁποία ὡς γνωστὸν τυγχάνει χειροτέρα τῆς ἀμαθείας.
Τὰς ἀπόψεις του διεκίνησε δι’ Ἐγκυκλίου τῆς 30ῆς Ἰανουαρίου 2024, τὴν ὁποίαν ἐξέδωσε καὶ εἰς τευχίδιον μήπως καὶ πείση τοὺς ἀδαεῖς. Δὲν ἔχει διέλθει κἄν ἡ ὑποψία ἐκ τῆς σκέψεώς του ὅτι ὅσα γράφει δύνανται νὰ ὁδηγήσουν αὐτὸν εἰς Συνοδικὸν Δικαστήριον κατηγορούμενον τόσον ἐπὶ σκανδαλισμὸν τῶν πιστῶν, ὅσον ἐπὶ ἀνατροπὴν τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως καὶ ἐπὶ κηρυττομένης δημοσίως αἱρέσεως.
Ἤδη ὁ τίτλος «Ἡ λανθασμένη θεολογικὰ καὶ αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση τοῦ «Ἐσταυρωμένου  τῆς Μ. Παρασκευῆς» μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα (στὸ ἐσχατολογικὸ σημεῖο τῆς ἐκκλησίας)» περιέχει δύο ὀφθαλμοφανῆ λάθη, καθὼς οὔτε «Ἐσταυρωμένος τῆς Μ. Παρασκευῆς» ὑπάρχει, οὔτε τοπικὸ «ἐσχατολογικὸ σημεῖο» εἰς ἱ. ναόν. Θὰ σχολιάσωμεν αὐτὰ ὅμως εἰς τὸν οἰκεῖον τόπον.

Εἶναι ἡ Θ. Λειτουργία ἡ ἱστορικὴ πορεία τοῦ Χριστοῦ;


  Ὁ θεμελιώδης συλλογισμὸς τοῦ Σεβασμιωτάτου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου οἰκοδομοῦνται τὰ περισσότερα ἐπιχειρήματα, εἶναι ὅτι «πρόκειται γιὰ ἱστορικὴ πορεία, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὑπάρχει χρονολογικὴ σειρά, τάξη καὶ κανονικὴ λειτουργικὴ θέση τῶν γεγονότων αὐτῶν». Τὴν ἀπόλυτον αὐτὴν ταυτοποίησιν δὲν τὴν ἐδέχοντο οἱ Ἅγιοι, ἀλλὰ αἱρετικοὶ (Σούλτς, Ἡ Βυζαντινὴ Λειτουργία, μτφ. π. Δ. Τζέρπος, σ. 186):
  «Ὁ Νικόλαος Καβάσιλας δίδει ἐπίσης ἰδιαίτερη ἀξία στὴν παράλληλη ἀκολουθία τῶν γεγονότων στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ λειτουργία. Σ’ αὐτὸ προσεγγίζει τὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας -ὁ ὁποῖος, ἐν τούτοις ἀρκεῖται στὴν ἀπεικόνιση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν πορεία πρὸς τὸ πάθος μέχρι τὶς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος-, ἰδιαίτερα ὅμως τὸν Θεόδωρο Ἀνδίδων. Ἀντίθετα ὅμως, γιὰ τὸν Μάξιμο Ὁμολογητὴ καὶ τὸν Γερμανὸ Κωνσταντινουπόλεως ἡ συμβολική τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἰσχύει γιὰ ὁρισμένα μόνο τμήματα τῆς λειτουργίας, ἐνῷ ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος δὲν δίδει στὴ χρονικὴ διαδοχὴ τῶν γεγονότων ἰδιαίτερη σημασία».

Οὐδεὶς ἠρνήθη ποτὲ τὴν σύνδεσιν Θ. Λειτουργίας καὶ γεγονότων τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, ἐνῷ οἱ Ἅγιοι (Καβάσιλας, Μάξιμος, Γερμανός, Συμεὼν) δὲν ἐνδίδουν εἰς μίαν ὁλοκληρωτικὴν ταύτισιν, ὁ αἱρετικὸς Θεόδωρος Μοψουεστίας καὶ ὁ ἐλάχιστα γνωστὸς Θεόδωρος Ἀνδίδων, φαίνεται νὰ καταξιώνουν τὴν ἀπαίτησιν τοῦ Σεβ. Περιστερίου. Ἐὰν ἠδύνατο ὁ Σεβ. Περιστερίου νὰ κατανοήση τὴν διαφορὰν τοῦ Καβάσιλα ἀπὸ τὸν Μοψουεστίας, τότε θὰ ἀντελαμβάνετο διατί ὁ «Ἐσταυρωμένος» εὑρίσκεται ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης (Σούλτς, σ. 187):
  «Ἡ συμβολική τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ λειτουργία κορυφώνεται λοιπὸν καθαρὰ στὸν Νικόλαο μὲ τὴ μυστηριακὴ ἀνάμνηση τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ στὸν καθαγιασμό. Ἡ ξεχωριστὴ θέση αὐτῆς καθαυτῆς τῆς θυσίας, ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη φράση τοῦ ὑπομνήματός του τονίζει ὁ Νικόλαος, δὲν παραβλέπεται σὲ καμία στιγμή».

  Ὁ Καβάσιλας ὡς ὁ τελευταῖος τῶν ἑρμηνευτῶν τῆς Θ. Λειτουργίας ἀποτυπώνει τὴν ἀποκρυσταλλωθεῖσα παράδοσιν, ἡ ὁποία καὶ αἰτιολογεῖ πλήρως τὴν υἱοθέτησιν τοῦ «Ἐσταυρωμένου» ὡς ὑπογραμμίζουσα τὴν θυσίαν. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ ἀσπάζεται ὁ Σεβ. Περιστερίου ἐπιχειρῶν νὰ ἐπιστρέψη τὴν Θ. Λειτουργίαν εἰς μίαν ἐποχὴν προγενεστέραν τῆς ἐποχῆς τοῦ Καβάσιλα, ἀφοῦ ἡ θεολογικὴ προοπτική τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ Καβάσιλα ἐνσωματώνει μὲ αὐθόρμητον τρόπον τὸν Ἐσταυρωμένον.
  Ὡστόσον, ἐὰν ἀνατρέξη κανεὶς εἰς ἀρχαιοτέραν θεώρησιν τῆς Θ. Λειτουργίας, θὰ εὑρεθῆ πρὸ ἐκπλήξεως, ὅταν διαπιστώση ὅτι καὶ τότε τὸ ἱστορικὸν σχῆμα τοῦ Σεβ. Περιστερίου δὲν ἔχει καμίαν ἀντιστοιχίαν (Σούλτς, σ. 89-93):
  «Στὴν ἑρμηνεία ποὺ δίνει ὁ Μάξιμος… ἡ εἴσοδος τοῦ ἐπισκόπου στὸν κυρίως ναό, ποὺ εἰκονίζει τὴ γήινη σφαῖρα τοῦ κόσμου, ἀποτελεῖ τύπο τῆς ἐνανθρώπησης, ἐνῷ ἡ ἄνοδός του στὴν οὐράνια σφαῖρα τοῦ ἱεροῦ βήματος τύπο τῆς ἀνάληψης… Μία ἐντελῶς νέα κατάσταση διαμορφώνεται μετὰ τὸ εὐαγγέλιο μὲ τὴν κάθοδο τοῦ ἀρχιερέα ἀπὸ τὸ θρόνο του. Ἡ κάθοδος εἰκονίζει δηλαδὴ τὴν ἐπανέλευση τοῦ Χριστοῦ στὸ τέλος τῆς ἱστορίας, ὅταν τὸ χαρούμενο μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου θὰ ἔχει κηρυχτεῖ σ’ ὅλο τὸν κόσμο.
Τὴν ἐπανέλευση τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθεῖ ἡ κρίση, ἡ διαίρεση δηλαδὴ τῆς ἀνθρωπότητας, ὅπως αὐτὴ εἰκονίζεται μὲ τὴ διάκριση τῶν πιστῶν ἀπὸ τοὺς κατηχουμένους. Τέλος, μὲ τὴν «εἴσοδο τῶν σεπτῶν καὶ ἁγίων μυστηρίων» ἀρχίζει «εἰκονικὰ» ἡ ἀποκάλυψη τῆς δόξας τοῦ νέου αἰώνα… τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση ὥς τὴν ἀνάληψη, θεωρεῖται ἐδῶ ὡς μία ἑνιαία πράξη θέωσης τοῦ γήινου, ποὺ πολὺ συνοπτικὰ εἰκονίζει ἡ μικρὴ εἴσοδος, ἐνῷ στὴ μεγάλη εἴσοδο, σὰν μέσα ἀπὸ μία οὐράνια προοπτική, ἡ ἱστορικότητα τῆς σωτηρίας μόλις καὶ ὑποδηλώνεται… ἡ ἀκολουθία τῆς λειτουργίας ἐκφράζει τὴ συνεχῆ ἀναγωγικὴ προσπάθεια τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεό».

  Ὁ Σεβ. Περιστερίου ὅμως ἀγνοεῖ ἢ προσπερνᾶ ὅλη αὐτὴν τὴν ἑρμηνευτικὴν παράδοσιν, ἡ ὁποία δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ πρότυπόν του (δηλαδὴ ἐκεῖνο τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας) καὶ ἐπικαλεῖται πρὸς ὑπεράσπισίν του τὴν εὐχὴν κατὰ τὴν Ἁγίαν Ἀναφορὰν «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς…».
Αὐτὴ ὅμως διαψεύδει ἀντὶ νὰ ἐνισχύη τὴν ὑπόθεσιν, τὴν ὁποίαν ἐπιθυμεῖ νὰ ὑποστηρίξη, καθὼς ἐνῷ ἡ εὐχὴ καταλήγει μνημονεύουσα «τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας», ἐπειδὴ αὐτὴ δὲν «χωράει» εἰς τὸ σχῆμα τοῦ Σεβασμιωτάτου, ὁ ἴδιος παραμένει εἰς τὴν Ἀνάστασιν.
Κατηγορεῖ ὅσους ὑποστηρίζουν τὴν θέσιν τοῦ «Ἐσταυρωμένου» ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης ὡς ἀνατρέποντας τὴν «λειτουργικὴ θέση τῶν γεγονότων», ὅμως τὸ αὐτὸ δὲν πράττει καὶ ὁ ἴδιος, ὅταν σταματᾶ εἰς τὴν Ἀνάστασιν παραθεωρῶν τὴν «κρίσιν», δὲν εἶναι ἡ πραγματικὴ διαστρέβλωσις;
Τί ἀπέγινε; Δὲν ἔχει θέσιν; Διὰ νὰ ὑπερβῆ τὸ πρόβλημα ἀναφέρεται γενικῶς εἰς τὴν Βασιλείαν, γράφων «…καὶ μετὰ ἀκολουθοῦν τὰ ὑπόλοιπα γεγονότα, μὲ κορυφαία τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς τὰ παραθέτει ἡ εὐχὴ ποὺ ἀναφέρεται παραπάνω» (ἢ ἀλλοῦ «μετὰ τὰ γεγονότα ποὺ ἐπακολούθησαν, δηλ. τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Βασιλεία», πουθενὰ ἡ «Κρίσις»!) καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖον ἐπικρατεῖ ἡ τεραστία σύγχυσις.
  Τί ἀπέγινεν ἡ «Δευτέρα καὶ ἔνδοξος Παρουσία»; Πολὺ φοβούμεθα ὅτι τὴν ταυτίζει μὲ τὴν παρουσίαν τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ εἰς τὸ Ἅγιον Ποτήριον, γράφων (σ. 7) «…ἔπειτα τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή Του καὶ κατόπιν τὴν Βασιλεία καὶ τὸν Ἐρχομό του ὡς Ἀναστημένου ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, γιὰ νὰ Τὸν κοινωνήσουμε». Ἡ ταύτισις τῆς «Δευτέρας Παρουσίας» μὲ τὴν Θ. Κοινωνίαν εἶναι αἵρεσις.

Ἡ Ἄνω Καθέδρα


  Σύγχυσις ἐπικρατεῖ καὶ μὲ τὴν «Ἄνω Καθέδρα». Ἀρχικὰ γράφει (σ. 8) «τοποθετήσαμε ξανὰ καὶ πάλι τὸν Σταυρὸ μὲ τὸν Χριστὸ μόνιμα «Ἐσταυρωμένο τῆς Μ. Παρασκευῆς» μετὰ τὴν Βασιλεία καὶ πίσω ἀπὸ τὴν Ἄνω Καθέδρα, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα…», ὅπου φαίνεται νὰ ταυτίζη τὴν Ἁγία Τράπεζα μὲ τὴν Ἄνω Καθέδρα σύνηθες λάθος, τὸ ὁποῖον ὑπῆρχε καὶ εἰς τυπωμένα ἱερατικά.
Ἀλλοῦ γράφει (σ. 14): «πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καίει ἐκεῖ πάντοτε τὸ ἀκοίμητο καντήλι, γιατί εἶναι χῶρος τῆς Βασιλείας καὶ ἡ Ἄνω Καθέδρα», ὅπου μοιάζει νὰ εἶναι ἐφαπτόμενη σχεδὸν ἡ Ἄνω Καθέδρα μὲ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν.
Ἐνῷ εἰς ἕτερον σημεῖον (σ. 17) «πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Σύνθρονο, ἡμικυκλικά, τὴν Ἄνω Καθέδρα, ὅπου κάθεται «ὁ Ἐπίσκοπος μὲ τοὺς Πρεσβυτέρους»…», ὅπου ἡ Ἄνω Καθέδρα φαίνεται σὰν νὰ εἶναι ἄλλη ὀνομασία γιὰ τὸ Σύνθρονον.
Ποῦ ἀκριβῶς εὑρίσκεται τελικά, γνωρίζει; Ἐπίσης, ἡ Ἄνω Καθέδρα εἶναι τόπος τοῦ Πρεσβυτερίου (δηλ. τὸ Σύνθρονο) ἢ θέσις τῆς Ἁγίας Τριάδος (διότι εἰς τὴν σ. 8 γράφει «πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, στὸν χῶρο ποὺ διατηρεῖται λειτουργικὰ καὶ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ γιὰ τὰ Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος»);

  Διὰ τὴν σύγχυσιν τῶν τόπων τῆς «Ἄνω Καθέδρας» ἦτο ἐνήμερος ὁ Φουντούλης, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι αὐτὴ ταυτίζεται μὲ τὴν καθέδρα τοῦ Ἐπισκόπου εἰς τὸ Συνθρόνον.
Παραλλήλως καταγράφει τὰς παρερμηνείας, αἱ ὁποῖαι λόγῳ ἀπουσίας συνθρόνου εἰς τοὺς ἱ. ναοὺς ὡδήγησαν αὐτὴ νὰ ταυτίζεται ἄλλοτε μὲ τὴν Ἁγίαν Πρόθεσιν καὶ ἄλλοτε μὲ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν. Ἡ πλέον κρίσιμος παρατήρησις ὅμως εἶναι ἡ ἑξῆς (Φουντούλης, τ. Γ΄ , σ. 191):
«Ἀκριβῶς δὲ γιὰ τὴν εὐλογία αὐτή, τὸ «Εἰρήνη πᾶσι», ποὺ συνωδεύετο μὲ σταυρικὴ κίνησι τοῦ χεριοῦ τοῦ λειτουργοῦ, μιλᾶ ἡ εὐχὴ τῆς «καθέδρας τοῦ θυσιαστηρίου» τοῦ Βαρβερινοῦ κώδικος 336, γιὰ τὴν ὁποία ἔγινε λόγος ἀνωτέρω «Δέσποτα Κύριε ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, σῶσον τὸν λαόν σου καὶ εἰρήνευσον αὐτὸν τῇ δυνάμει τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος διὰ τοῦ τύπου τοῦ τιμίου σταυροῦ τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ…».

Ἰδού, ἑπομένως, εἷς ἀκόμη λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ἐτοποθετήθη ὁ «Ἐσταυρωμένος» εἰς τὴν σημερινήν του θέσιν: ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ἱ. ναῶν δὲν διέθετε Σύνθρονον, οὔτε Ἐπίσκοπον νὰ εὐλογῆ ἀπὸ τὴν «Ἄνω Καθέδρα», τοιουτοτρόπως εἰς θέσιν τῆς σταυρικῆς εὐλογίας ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου ἐτοποθετήθη εὐλόγως ὁ «Ἐσταυρωμένος».
Ἐπιπλέον, ἡ ἀρχαιολογία μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ καθέδρα αὐτὴ τοῦ Ἐπισκόπου ἐκοσμεῖτο ἀπὸ Σταυρόν. Ἂν μελετήση κανεὶς παλαιοχριστιανικὰ σύνθρονα θὰ ἐντοπίση ἀμέσως ὅτι εἰς μεγάλον ἀριθμὸν ἡ Ἄνω Καθέδρα φέρει σκαλισμένον εἴτε εἰς τὰ πλάγια (πχ. ἐπισκοπικὸς θρόνος τοῦ μουσείου Μυτιλήνης, θρόνος τῆς βασιλικῆς τῆς Καταπολιανῆς Πάρου) εἴτε εἰς τὴν ἐμπρόσθιον πλευρὰν (π.χ. θρόνος ἀρχιεπισκοπικοῦ μουσείου τῆς Ραβέννας) εἴτε εἰς τὴν ὀπίσθιον πλευρὰν (π.χ. θρόνος τῆς βασιλικῆς τῆς Ζάρα Δαλματίας) τὸν Τ. Σταυρόν, ἀπ’ ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος ἔδιδε τὴν σταυρικὴν εὐλογίαν.
Δὲν εἶναι ἀπολύτως θεολογικῶς συμβατὸν νὰ ἀντικατασταθῆ ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένον;

Ἐπιπροσθέτως, ὁ Ἐπίσκοπος εὑρισκόμενος κατὰ τὴν Θ. Λειτουργίαν «εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ» φέρει τὸ Ὠμόφορον, συμβολίζων «τὸν αἴροντα τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου», δηλ. τὸν Χριστὸν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ.
Ὅπως ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «Βασιλεὺς τῆς δόξης» ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ὁ Ἐπίσκοπος ἐνθρονίζεται ἐπὶ σταυροφερούσης καθέδρας, εὐλογῶν σταυροειδῶς τὸν λαὸν δεικνύων τὴν «Βασιλείαν τῆς δόξης τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» κατὰ τὴν Θ. Λειτουργίαν.
Ὡστόσον, οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι ὀλίγοι καὶ οἱ ἱ. ναοί, ναΐδρια, παρεκκλήσια κ.λπ. εἶναι χιλιάδες, ὁπότε τὴν ἀπουσίαν τοῦ Ἐπισκόπου σημαίνει πλέον ὁ «Ἐσταυρωμένος».

Ὀρθόδοξος Τύπος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου