Κυριακὴ μετά τὴν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν (Γαλ.1,11-19)
«Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. (Σάς γνωστοποιῶ λοιπόν,αδελφοί, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς κήρυξα δὲν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη ἐπινόηση· διότι ὄχι μόνο οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι, ἀλλὰ κι ἐγὼ δὲν τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχθηκα ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ παρέλαβα μὲ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀπ' εὐθείας μοῦ φανέρωσε καὶ μοῦ ἀποκάλυψε τὸν Κύριο Ἰησοῦ)» (Γαλ.1,11-12).
Πρόσεξε ὅτι μὲ κάθε τρόπο ὑποστηρίζει αὐτὸ θερμῶς, ὅτι ἔγινε μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μὲ τὴν μεσολάβηση ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀφοῦ ὁ Ἴδιος αὐτοπροσώπως τὸν ἔκρινε ἄξιο νὰ ἀποκαλύψει σὲ αὐτὸν ὅλη τὴν ἀλήθεια.
Καὶ ποιά ἀπόδειξη ὑπάρχει γιὰ ὅσους ἀπιστοῦν, Παῦλε, ὅτι ὁ Θεός σοῦ ἀποκάλυψε αὐτοπροσώπως, καὶ ὄχι διαμέσου κάποιου ἄλλου, ἐκεῖνα τὰ ἀπόρρητα μυστήρια;
«Ἡ μεταστροφή μου ἀπὸ τὴν προηγούμενη κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόμουν», λέγει· «διότι ἂν ἐκεῖνος ποὺ ἐνήργησε τὴν ἀποκάλυψη δὲν ἦταν ὁ Θεός, δὲν θὰ δεχόμουνα τόσο ἀκαριαία μεταβολὴ· διότι ἐκεῖνοι μὲν οἱ ὁποῖοι διδάσκονται ἀπὸ ἀνθρώπους, ὅταν εἶναι διακαεῖς καὶ φανατικοὶ στὰ ἀντίθετα, χρειάζονται χρόνο καὶ ἐπινοητικότητα πολλὴ γιὰ νὰ πενθοῦν· ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος μεταβλήθηκε τόσο ἀκαριαῖα καὶ ἀνένηψε καὶ σὲ αὐτὸ ἀκόμη τὸ ἀποκορύφωμα τῆς μανίας στὸ ὁποῖο βρισκόταν καταδιώκοντας τοὺς Χριστιανούς, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἐπειδὴ ἀξιώθηκε θεϊκῆς ὁράσεως καὶ διδασκαλίας, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀμέσως ἐπανῆλθε στὴν τέλεια ὑγεία».
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀναγκάζεται νὰ διηγηθεῖ τὴν προηγούμενη του μεταστροφὴ καὶ καλεῖ αὐτοὺς ὡς μάρτυρας τῶν ὅσων ἔγιναν· «διότι γιὰ τὸ ὅτι μὲν ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ ἔκρινε ἄξιο γιὰ νὰ μὲ καλέσει ὁ ἴδιος αὐτοπροσώπως ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἐσεῖς δὲν γνωρίζετε- διότι πῶς εἶναι δυνατόν, ἐφόσον δὲν ἤσασταν παρόντες;
Ἀλλὰ τὸ ὅτι ἤμουν φανατικὸς διώκτης τὸ γνωρίζετε · διότι μέχρι καὶ ἐσᾶς διαδόθηκε ὁ φανατισμός μου, ἂν καὶ ἦταν μεγάλη ἡ ἀπόσταση μεταξὺ Παλαιστινίων καὶ Γαλατῶν· ὥστε δὲν θὰ ἔφθανε τόσο μακρὰ ἡ φήμη ἐὰν αὐτὰ ποὺ συνέβησαν δὲν γίνονταν μὲ τόση πολλὴ καὶ ἀνυπόφορη σὲ ὅλους ὑπερβολή».
Γιὰ τοῦτο καὶ λέγει: «Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν (Καὶ τὸ ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο μοῦ παραδόθηκε μὲ ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψη ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν Θεό, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴ δράση μου στὸ παρελθόν·, διότι ἀσφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιὰ τὴ διαγωγὴ ποὺ ἔδειξα κάποτε, ὅταν ἀκολουθοῦσα τὸν νόμο καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων. Ἀκούσατε δηλαδὴ ὅτι καταδίωκα ὑπερβολικὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὴν ἐξολοθρεύσω)» (Γαλ.1,13).
Βλέπεις πὼς τὸ καθένα τὸ γράφει μὲ ἔμφαση καὶ δὲν ντρέπεται; Ὄχι λοιπὸν ἁπλῶς ἐδίωκε, ἀλλὰ καὶ μὲ κάθε ὑπερβολή, καὶ ὄχι μόνο ἐδίωκε ἀλλὰ καὶ πολεμοῦσε, δηλαδὴ ἐπιχειροῦσε νὰ σβήσει τὴν ἐκκλησία, νὰ τὴν καταστρέψει καὶ νὰ τὴν κατακρημνίσει, νὰ τὴν ἀφανίσει· διότι αὐτὸ εἶναι ἔργο ἐκείνου ποὺ πολεμάει γιὰ κάτι.
«Καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. (Καὶ προόδευα στὸν ἰουδαϊσμὸ περισσότερο ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικους συμπατριῶτες μου καὶ ἔδειχνα περισσότερο ζῆλο ἀπ’ αὐτοὺς γιὰ τὶς παραδόσεις ποὺ κληρονομήσαμε ἀπὸ τοὺς πατέρες μας)» (Γαλ.1,14).
Γιὰ νὰ μὴ νομίσεις λοιπὸν ὅτι τὸ πρᾶγμα προερχόταν ἀπὸ θυμό, δείχνει ὅτι ἀπὸ ζῆλο τὰ ἔκανε ὅλα, ἂν καὶ ὄχι κατ’ ἐπίγνωση, οὔτε ἀπὸ κενοδοξία, οὔτε γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ κάποια ἔχθρα, ἀλλὰ «ἀπὸ ὑπερβολικὸ ζῆλο γιὰ τὶς παραδόσεις ποὺ κληρονομήσαμε ἀπὸ τοὺς πατέρες μας».
Ἐκεῖνο λοιπὸν τὸ ὁποῖο ἐννοεῖ ἐδῶ, εἶναι αὐτὸ· «ἐὰν ὅσα ἔκανα ἐναντίον τῆς ἐκκλησίας, τὰ ἔκανα κινούμενος ὄχι ἀπὸ ἀνθρώπινα πάθη, ἀλλὰ ἀπὸ ζῆλο θεϊκό- ἐσφαλμένο μέν, ἀλλὰ πάντως ζῆλο-, πῶς τώρα ποὺ τρέχω ὑπὲρ τῆς ἐκκλησίας καὶ ἔχω γνωρίσει τὴν ἀλήθεια εἶναι δυνατὸν νὰ ἐνεργῶ ἀπὸ κενοδοξία;
Διότι ἐὰν ὅταν ἔσφαλα δὲν ἐπικρατοῦσε σὲ μένα τέτοιο πάθος, ἀλλὰ ὁ ζῆλος τοῦ Θεοῦ μὲ ὁδήγησε σὲ αὐτὸ πολὺ περισσότερο, ὅταν γνώρισα τὴν ἀλήθεια, δικαίως θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ κάθε τέτοια ὑπόνοια· διότι συγχρόνως μεταστράφηκα πρὸς τὴν πίστη τῆς ἐκκλησίας καὶ ἀποστράφηκα κάθε ἰουδαϊκὴ προκατάληψη, καὶ ἐπέδειξα ἐδῶ πολὺ περισσότερο ζῆλο· πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι σημεῖο ὅτι ἀληθῶς μεταστράφηκα, καὶ ὅτι κατέχομαι ἀπὸ θεῖο ζῆλο· διότι, ἐὰν δὲν ἦταν αὐτό, τί ἄλλο, πές μου, θὰ προκαλοῦσε τόσο μεγάλη μεταβολὴ ὥστε νὰ ἀλλάξω τὴν τιμὴ μὲ τὴν ἀτιμία, τὴν ἄνεση μὲ τοὺς κινδύνους καὶ τὴν ἀνάπαυση μὲ τὴν ταλαιπωρία;
Τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι, παρὰ μόνο ὁ ἔρωτας τῆς ἀλήθειας».
«Ὃτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας μὲ ἐκ κοιλίας μήτρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ, ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι (Ὅταν ὅμως εὐαρεστήθηκε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ ξεχώρισε καὶ μὲ διάλεξε ἀπὸ τὸν καιρὸ ἀκόμη ποὺ ἤμουν στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου καὶ μὲ κάλεσε μὲ τὴ χάρη Του, χωρὶς ἐγὼ ἀπὸ τὰ ἔργα μου νὰ εἶμαι ἄξιος γιὰ μιὰ τέτοια ἐκλογή, νὰ ἀποκαλύψει στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου τὸν Υἱό Του, γιὰ νὰ Τὸν κηρύττω στὰ ἔθνη, ἀμέσως δὲν συμβουλεύτηκα σάρκα καὶ αἷμα, δηλαδὴ κάποιον θνητὸ ἄνθρωπο)» (Γαλ.1,15-16).
Πρόσεξε τί προσπαθεῖ νὰ δείξει ἐδῶ, ὅτι καὶ κατὰ τὸν χρόνο κατὰ τὸν ὁποῖο ἐγκαταλείφτηκε, γιὰ κάποια ἀπόρρητη οἰκονομία παραμελήθηκε· διότι ἐὰν ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητρός του προορίστηκε νὰ γίνει ἀπόστολος καὶ νὰ κληθεῖ σὲ αὐτὴν τὴ διακονία, κλήθηκε ὅμως τότε, καὶ μόλις κλήθηκε ὑπάκουσε, εἶναι φανερὸ ὅτι γιὰ κάποια ἀπόρρητη αἰτία ἀνέβαλλε ὁ Θεὸς μέχρι τότε.
Ποιά εἶναι λοιπὸν αὐτὴ ἡ οἰκονομία; Ἴσως ἔχοντας ἀκούσει τὸ προοίμιο ἔχετε ἀπορήσει γιατί δὲν κάλεσε αὐτὸν μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα· ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν κάνω μακρότερο τὸν λόγο, ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐπείγει, παρακαλῶ τὴν ἀγάπη σας νὰ μὴ μαθαίνει τὰ πάντα ἀπὸ ἐμένα, ἀλλὰ καὶ μόνοι σας νὰ ζητεῖτε, καὶ τὸν Θεὸ νὰ παρακαλεῖτε νὰ σᾶς ἀποκαλύπτει.
Καὶ σὲ σᾶς βέβαια ἔχει ἐκφωνηθεῖ κάποιος λόγος γι' αὐτά, ὅταν μιλούσαμε γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς ὀνομασίας αὐτοῦ καὶ γιὰ ποιό λόγο, ἐνῷ ὀνομαζόταν Σαῦλος, τὸν ὀνόμασε Παῦλο· ἂν ὅμως ἔχετε λησμονήσει, ἀφοῦ διαβάσετε ἐκεῖνο τὸ βιβλίο, θὰ τὰ γνωρίσετε ὅλα αὐτά.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως ἂς ἔλθουμε στὴ συνέχεια, καὶ ἂς ἐξετάσουμε πῶς δείχνει πάλι ὅτι τίποτε τὸ ἀνθρώπινο δὲν ἔγινε γύρω ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ ὅλα ἔγιναν ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος προνοοῦσε γι΄αυτόν μὲ πολλὴ φροντίδα.
«Καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ (Καὶ μὲ κάλεσε μὲ τὴ χάρη Του, χωρὶς ἐγὼ ἀπὸ τὰ ἔργα μου νὰ εἶμαι ἄξιος γιὰ μιὰ τέτοια ἐκλογὴ)»· «ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοὶ ἐστιν οὗτος (διότι Τὸν διάλεξα ἐγὼ)» ἔλεγε πρὸς τὸν Ἀνανία, «τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ (γιὰ νὰ βαστάσει καὶ νὰ διαδώσει τὸ κήρυγμα γιὰ τὸ ὄνομά μου καὶ τὸ εὐαγγέλιό μου, καὶ νὰ τὸ μεταφέρει μὲ τὶς περιοδεῖες του ἐνώπιον ἐθνικῶν καὶ βασιλέων καὶ τῶν σημερινῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραήλ)» (Πράξ.9,15), δηλαδὴ ἱκανὸς νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ ἐπιδείξει μέγα ἔργο· καὶ αὐτὴν τὴν αἰτία τῆς κλήσεως ἐκθέτει.
Ὁ Παῦλος, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, παντοῦ διακηρύττει ὅτι τὸ πᾶν εἶναι ἔργο τῆς χάριτος καὶ τῆς ἄρρητης φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ λέγοντας ἔτσι: «ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται ᾿Ιησοῦς Χρὶστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ' αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον (ἀλλά ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ἐλεήθηκα, γιὰ νὰ δείξει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ μένα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ὅλη τὴ μακροθυμία, ὥστε νὰ χρησιμεύσω ὡς ὑπόδειγμα σὲ ἐκείνους ποὺ πρόκειται νὰ πιστέψουν σὲ Αὐτὸν καὶ νὰ κληρονομήσουν ἔτσι τὴν αἰώνια ζωή)» (Α΄Τιμ.1,16).
Εἶδες ὑπερβολὴ ταπεινοφροσύνης; «Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἐλεήθηκα ἐγώ», λέγει, «γιὰ νὰ μὴν ἀπελπιστεῖ κανείς, ἐφόσον ἐγώ, ὁ κάκιστος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀπόλαυσα φιλανθρωπίας ἀπὸ τὸν Θεὸ»· διότι αὐτὸ φανερώνει ὅταν λέγει «γιὰ νὰ δείξει τὴν ὅλη μακροθυμία Του πρῶτα σὲ ἐμένα καὶ νὰ χρησιμεύσω ὡς πρότυπο σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μελλοντικῶς θὰ πιστέψουν σὲ Αὐτόν».
«ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί (νὰ ἀποκαλύψει στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου τὸν Υἱό Του)».
Ἀλλοῦ ἐπίσης λέγει ὁ Χριστός: «Οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὶς ἐστιν ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ, καὶ τὶς ἐστιν ὁ πατήρ, εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι (κανείς δὲν γνωρίζει τὸν Πατέρα στὸ βάθος καὶ στὴν οὐσία Του, παρὰ μόνο ὁ Υἱός. Σὲ κάποιο βαθμὸ βέβαια Τὸν γνωρίζει κι ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ὁ Υἱὸς θὰ θελήσει νὰ τοῦ Τὸν ἀποκαλύψει)» (Λουκᾶ 10,22).
Εἶδες ὅτι καὶ ὁ Πατὴρ ἀποκαλύπτει τὸν Υἱὸ καὶ ὁ Υἱὸς τὸν Πατέρα; Ἔτσι καὶ ὡς πρὸς τὴ δόξα καὶ ὁ Υἱὸς δοξάζει τὸν Πατέρα καὶ ὁ Πατὴρ τὸν Υἱὸ· «Δόξασόν σου τὸν υἱόν (δόξασε τὸν Υἱό σου καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση του)», λέγει, «ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σοῦ δοξὰσῃ σέ (για νὰ σὲ δοξάσει καὶ ὁ Υἱός σου μὲ τὴν ἀπολύτρωση καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία θὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴ θυσία Του αὐτὴ καὶ μὲ τὴν αἰώνια ἀρχιερατικὴ μεσιτεία του ποὺ θὰ ἀκολουθήσει μετὰ ἀπ’ αὐτή)» (Ἰωάν.17,1)· καὶ «ἐγὼ σὲ ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοὶ ἵνα ποιήσω (Ἐγώ γνωστοποίησα τὸ ὄνομά σου στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὑπάκουσα τελείως στὸ θέλημά σου, κι ἔτσι σὲ δόξασα πάνω στὴ γῆ· καὶ μὲ τὴ θυσία μου, τὴν ὁποία θὰ προσφέρω σὲ λίγο πάνω στὸν σταυρό, ὁλοκλήρωσα τελείως τὸ ἔργο ποὺ μοῦ ἔδωσες νὰ ἐπιτελέσω)» (Ἰωάν. 17,4).
Γιατί ὅμως δὲν εἶπε «νὰ ἀποκαλύψει τὸν Υἱὸ Του σὲ ἐμένα», ἀλλὰ «στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου»;
Γιὰ νὰ δείξει ὅτι τὰ τῆς πίστεως δὲν τὰ ἄκουσε μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ ὅτι καὶ ἀπὸ πολλὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγινε πλήρης, καθὼς ἡ ἀποκάλυψη κατέλαμπε τὴν ψυχή του καὶ εἶχε τὸν ἴδιο τόν Χριστὸ ὁ Ὁποῖος ὁμιλοῦσε μέσα του.
«ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν (γιὰ νὰ Τὸν κηρύττω στὰ ἔθνη)» · διότι, ὄχι μόνο τὸ νὰ πιστέψει, ἀλλὰ καὶ ἡ χειροτονία του ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔγινε· «διότι μοῦ ἀποκάλυψε τὸν ἑαυτό του, ὄχι μόνο γιὰ νὰ Τὸν δῶ, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ Τὸν φανερώσω καὶ σὲ ἄλλους».
Καὶ δὲν εἶπε ἁπλῶς «ἄλλους», ἀλλὰ «γιὰ νὰ κηρύττω Αὐτὸν στὰ ἔθνη», προαναγγέλλοντας ἤδη ἀπὸ ἐδῶ κεφάλαιο ἀπολογίας ὄχι μικρό, ἐνώπιον τῶν μαθητῶν· διότι δὲν ἦταν ἀπαραίτητο νὰ κηρύττει παρομοίως στοὺς Ἰουδαίους καὶ στὰ ἔθνη.
«Εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι (Ἀμέσως δὲν συμβουλεύτηκα σάρκα καὶ αἷμα, δηλαδὴ κάποιον θνητὸ ἄνθρωπο)».
Ἐδῶ ὑπαινίσσεται τοὺς ἀποστόλους, ἀποκαλῶντας αὐτοὺς ἔτσι ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση τους. Ἐὰν ὅμως καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους λέγει αὐτό, οὔτε ἐμεῖς θὰ φέρουμε ἀντίρρηση.
«Οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους (Οὔτε ἀνέβηκα στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ συναντήσω τοὺς ἀποστόλους ποὺ εἶχαν κληθεῖ πρὶν ἀπὸ μένα στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα)» (Γαλ.1,17).
Αὐτοὺς μὲν τοὺς λόγους, ἐὰν τοὺς ἐξετάσει κανεὶς αὐτοὺς καθ’ ἑαυτούς, φαίνονται ὅτι εἶναι πλήρεις ἀπὸ πολλὴ μεγαλοστομία καὶ ὅτι ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τὸ ἀποστολικὸ φρόνημα· διότι τὸ νὰ ἀποφασίζει κανεὶς στηριζόμενος μόνο στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μὴ συμβουλεύεται κανένα γιὰ τὴν ἀπόφασή του, φαίνεται ὅτι εἶναι σημεῖο ἀνοησίας· διότι «εἶδον (εἶδα)», λέει ὁ Παροιμιαστής, «ἄνδρα δόξαντα παρ᾿ αὑτῷ σοφὸν εἶναι, ἐλπίδα μέντοι ἔσχε μᾶλλον ἄφρων αὐτοῦ (ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος φαντάστηκε τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι, σοφὸς· μεγαλύτερη ἐλπίδα διορθώσεως ὑπάρχει γιὰ ἕναν ἄφρονα, παρὰ γιὰ τὸν αὐτοθαυμαζόμενο αὐτὸν δοκησίσοφο)» (Παροιμ.26,12)· καὶ «Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες (Ἀλίμονο σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι σοφοὶ ἀπέναντι στοὺς δικούς τους ὀφθαλμοὺς καὶ νουνεχεῖς κατὰ τὴ δική τους κρίση, ὡς τάχα τὰ πάντα νὰ γνωρίζουν)» (Ἠσ.5,21).
Καὶ ὁ ἴδιος πάλι: «Μὴ γίνεσθε φρόνιμοι παρ᾿ ἑαυτοῖς (Μὴ σχηματίζετε γιὰ τὸν ἑαυτό σας τὴν ψευδαίσθηση ὅτι εἶστε συνετοὶ καὶ ὅτι γνωρίζετε τὰ πάντα, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεστε τὶς συμβουλὲς τῶν ἄλλων)» (Ρωμ.12,16).
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ὁποῖος τόσα ἄκουσε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ ὁ ἴδιος παραινεῖ τὰ ἴδια σὲ ἄλλους δὲν θὰ περιέπιπτε σὲ τέτοιο σφάλμα ὄχι ἐπειδὴ ἦταν ὁ Παῦλος, ἀλλὰ οὔτε ὁ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος.
Ἀλλά, ὅπως εἶπα, αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἐξεταζόμενη ἡ φράση εἶναι δυνατὸν καὶ νὰ κάνει νὰ παραμονεύουν μὲ ἔχθρα καὶ νὰ ἐνοχλεῖ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἀκροατὲς· ἂν ὅμως δείξουμε τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία λέγονταν αὐτά, καὶ θὰ ἐπικροτήσουν καὶ θὰ θαυμάσουν ὅλοι ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τὰ εἶπε.
Αὐτὸ λοιπὸν ἂς κάνουμε· διότι δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζουμε τοὺς λόγους καθ’ ἑαυτούς, διότι τότε πολλὰ ἄτοπα θὰ ἀκολουθήσουν· οὔτε τὴ λέξη νὰ βασανίζουμε καθ’ ἑαυτήν, ἀλλὰ νὰ προσέχουμε στὸ πνεῦμα τοῦ γράφοντος· διότι καὶ στὶς δικές μας ὁμιλίες, ἐὰν δὲν χρησιμοποιοῦμε αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ ὑποστοῦμε τὴν ἐχθρότητα πολλῶν, καὶ ὅλα θὰ κατακρημνιστοῦν.
Καὶ τί χρειάζεται νὰ λέμε γιὰ τοὺς λόγους, ἐκεῖ ὅπου καὶ γιὰ τὰ πράγματα, ἂν δὲν τηρεῖ κανεὶς αὐτὸν τὸν κανόνα, ὅλα θὰ γίνουν ἄνω-κάτω;
Διότι καὶ οἱ ἰατροὶ καὶ κόπτουν καὶ θραύουν ὁρισμένα ὀστᾶ, ἀλλὰ καὶ οἱ ληστὲς πολλὲς φορὲς κάνουν αὐτά.
Πόσης ἀθλιότητας λοιπὸν θὰ ἦταν σημεῖο, ἂν δὲν μπορούσαμε νὰ διακρίνουμε τὸν ληστὴ ἀπὸ τὸν ἰατρό;
Ἐπίσης οἱ δολοφόνοι καὶ οἱ μάρτυρες τὰ ἴδια βασανιστήρια ὑπομένουν· ἀλλὰ ὑπάρχει μεγάλη ἀπόσταση μεταξὺ τῶν δύο.
Καὶ ἐὰν δὲν τηροῦμε αὐτὸν τὸν κανόνα, δὲν θὰ δυνηθοῦμε νὰ γνωρίσουμε αὐτά, ἀλλὰ καὶ τὸν Ἠλία θὰ ὀνομάσουμε δολοφόνο, καὶ τὸν Σαμουὴλ καὶ τὸν Φινεές, ἐνῷ τὸν Ἀβραὰμ καὶ παιδοκτόνο, ἐὰν πρόκειται νὰ ἐξετάζουμε τὰ πράγματα γυμνά, χωρὶς νὰ λαμβάνουμε ὑπόψη σὲ αὐτὰ τὴν προαίρεση ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τὰ πράττουν.
Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν καὶ τοῦ Παύλου τὴ σκέψη, γιὰ τὴν ὁποία ἔγραφε αὐτὰ· ἂς δοῦμε τὸν σκοπό του, καὶ ποιός ἦταν γενικῶς γιὰ τοὺς ἀποστόλους, καὶ τότε θὰ γνωρίσουμε μὲ ποιά προαίρεση λέγονταν αὐτὰ· διότι οὔτε ὑποτιμῶντας ἐκείνους, οὔτε ἐξυψώνοντας τὸν ἑαυτό του εἶπε αὐτὰ ἢ τὰ προηγούμενα· διότι πῶς εἶναι δυνατόν, ἐφόσον καὶ τὸν ἑαυτό του ἀναθεμάτισε;
Ἀλλὰ τὰ εἶπε αὐτά, διαφυλάττοντας παντοῦ τὴν ἀσφάλεια τοῦ εὐαγγελίου· διότι ἐπειδὴ ἔλεγαν ὅσοι τὸν πολεμοῦσαν ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀκολουθεῖ τοὺς ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐμπόδιζαν αὐτά, καὶ ὄχι τὸν Παῦλο ὁ ὁποῖος τὰ ἐμποδίζει, καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο σιγά-σιγά εἰσαγόταν ἡ ἰουδαϊκὴ πλάνη, ἀναγκάζεται νὰ ἀντισταθεῖ γενναίως πρὸς αὐτά, ὄχι ἐπειδὴ θέλει νὰ πεῖ κακὸ γιὰ τοὺς ἀποστόλους, ἀλλὰ θέλοντας νὰ καταστείλει τὴν ἀφροσύνη ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐσφαλμένως ἐξυψώνουν τοὺς ἑαυτούς τους.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν γράφει: «Δὲν συμβουλεύτηκα ἀνθρώπους»· διότι θὰ ἦταν ἡ μεγίστη ἀτοπία, αὐτὸς ὁ ὁποῖος διδάχτηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν Θεό, νὰ συμβουλεύεται ἀνθρώπους· διότι ὁ μὲν διδασκόμενος ἀπὸ ἀνθρώπους, δικαιολογημένα λαμβάνει ὡς κοινωνοὺς πάλι ἀνθρώπους· ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε ἐκείνης τῆς θείας καὶ μακαρίας φωνῆς, καὶ διδάχτηκε τὴ σοφία ἀπὸ Αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἔχει τὸν θησαυρό, γιὰ ποιό λόγο νὰ συμβουλεύεται ἀνθρώπους;
Διότι αὐτὸς θὰ ἦταν εὔλογο ὄχι νὰ μαθαίνει ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ διδάσκει ἀνθρώπους. Δὲν ἔλεγε αὐτὰ λοιπὸν ἀπὸ ἀφροσύνη, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει τὸ ἀξίωμα τοῦ δικοῦ του κηρύγματος.
«οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ἴεροσόλυμα (οὔτε ἀνέβηκα στὰ Ἱεροσόλυμα)», λέγει, «πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους (γιὰ νὰ συναντήσω τοὺς ἀποστόλους ποὺ εἶχαν κληθεῖ πρὶν ἀπὸ μένα στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα)» (Γαλ.1,17)· διότι ἐπειδὴ συνεχῶς αὐτὸ ἔλεγαν, ὅτι πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ἦσαν ἐκεῖνοι, ὅτι πρὶν ἀπὸ αὐτὸν κλήθηκαν, «δὲν ἀνῆλθα πρὸς ἐκείνους», λέγει· διότι ἐὰν ἔπρεπε νὰ συναντήσει τοὺς ἀποστόλους, Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τοῦ ἀποκάλυψε τὸ κήρυγμα, θὰ ἔδινε ἐντολὴ στὸν Παῦλο καὶ γι' αὐτό.
Τί λοιπόν, δὲν ἀνῆλθε ἐκεῖ; Βεβαίως καὶ ἀνῆλθε, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀνῆλθε ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μάθει κάτι ἀπὸ αὐτούς.
Πότε; Ὅταν στὴν πόλη των Ἀντιοχέων, ἡ ὁποία ἐπέδειξε πολὺ ζῆλο, ἔγινε κατὰ θεῖο θέλημα σύναξη γι’ αὐτὸ τὸ ἴδιο θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο πρόκειται καὶ τώρα καὶ συζητοῦσαν, ποιό ἀπὸ τὰ δύο πρέπει, νὰ περιτέμνονται οἱ ἐξ ἐθνῶν προερχόμενοι πιστοί, ἢ νὰ μὴν τοὺς ἀναγκάζουν νὰ ὑφίστανται τίποτε τέτοιο, τότε ἀνῆλθε αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας.
Πῶς λοιπόν, λέγει: «Δὲν ἀνῆλθα στὰ Ἱεροσόλυμα, οὔτε συμβουλεύτηκα τοὺς ἀποστόλους»; Διότι πρῶτα μὲν δὲν ἀνῆλθε ἀπὸ μόνος του, ἀλλὰ στάλθηκε ἀπὸ ἄλλους· καὶ δεύτερον δὲν ἦλθε γιὰ νὰ μάθει, ἀλλὰ γιὰ νὰ πείσει ἄλλους· διότι αὐτὸς μὲν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ αὐτὴν τὴ γνώμη εἶχε, τὴν ὁποία μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐπικύρωσαν καὶ οἱ ἀπόστολοι, ὅτι δηλαδὴ δὲν πρέπει νὰ περιτέμνονται· ἐπειδὴ δὲ ἕως τότε δὲν φαινόταν σὲ αὐτοὺς ὅτι εἶναι ἀξιόπιστος, ἀλλὰ ἀκολουθοῦσαν αὐτοὺς ποὺ βρίσκονταν στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀνῆλθε, ὄχι γιὰ νὰ γνωρίσει αὐτὸς κάτι περισσότερο, ἀλλὰ γιὰ νὰ πείσει ὅσους ἀντέλεγαν, ὅτι καὶ αὐτοὶ ποὺ βρίσκονταν στὰ Ἱεροσόλυμα αὐτὰ προτιμοῦν.
Ἔτσι καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κατανοοῦσε τὰ πρέποντα καὶ κανένα διδάσκαλο δὲν χρειαζόταν, ἀλλὰ αὐτὰ τὰ ὁποῖα μὲ πολλὴ διάκριση ἐπρόκειτο νὰ ἐπικυρώσουν οἱ ἀπόστολοι, αὐτὰ ὁ Παῦλος πρὶν ἀπὸ τὴ διάκριση εἶχε ἄνωθεν μέσα του ἀκλόνητα.
Καὶ γράφοντας γι' αὐτὰ ὁ Λουκᾶς ἔλεγε, ὅτι ἀπηύθυνε μακρὸ καὶ διεξοδικὸ λόγο γι' αὐτὰ ὁ Παῦλος πρὸς αὐτοὺς καὶ πρὶν ἔλθει στὰ Ἱεροσόλυμα (Πράξ.15,2: «Γενομένης οὖν στάσεως καὶ ζητήσεως οὐκ ὀλίγης τῷ Παὺλῳ καὶ τῷ Βαρνὰβᾳ πρὸς αὐτούς, ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ Βαρνάβαν καὶ τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς Ἱερουσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου (Ἐπειδή λοιπὸν δημιουργήθηκε ἀναστάτωση καὶ μεγάλη συζήτηση ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς καὶ στὸν Παῦλο καὶ τὸν Βαρνάβα, γιὰ νὰ τὰ ἀναιρέσουν αὐτά, ἀποφάσισαν νὰ ἀνεβοῦν ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας καὶ μερικοὶ ἄλλοι ἀπ’ αὐτοὺς στὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς πρεσβυτέρους, γιὰ νὰ λυθεῖ ἐκεῖ αὐθεντικὰ καὶ ὁριστικὰ τὸ ζήτημα αὐτό)»).
Ἐπειδὴ ὅμως στοὺς ἀδελφοὺς φάνηκε καλὸ νὰ μάθουν καὶ ἀπὸ ἐκείνους, ἀνῆλθε, ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ χάριν ἐκείνων.
Καὶ ἐὰν λέγει «δὲν ἀνῆλθα», εἶναι γιὰ νὰ πεῖ ὅτι οὔτε στὴν ἀρχὴ τοῦ κηρύγματος ἀνῆλθε, οὔτε ὅταν ἀνῆλθε, ἀνῆλθε γιὰ νὰ μάθει.
Καὶ μάλιστα καὶ τὰ δύο αὐτὰ γνωστοποιεῖ, λέγοντας «Εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι (Ἀμέσως δὲν συμβουλεύτηκα σάρκα καὶ αἷμα, δηλαδὴ κάποιον θνητὸ ἄνθρωπο)». Δὲν εἶπε ἁπλῶς «δὲν συμβουλεύτηκα», ἀλλὰ «ἀμέσως». Καὶ ἂν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἀνῆλθε, δὲν τὸ ἔκανε γιὰ νὰ προσλάβει κάτι.
«ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν (ἀλλὰ πῆγα στὴν Ἀραβία)». Κοίταξε κοχλάζουσα ψυχὴ· προσπαθοῦσε μὲ ζῆλο νὰ κυριεύσει τοὺς τόπους οἱ ὁποῖοι ἀκόμη δὲν εἶχαν καλλιεργηθεῖ, ἀλλὰ βρίσκονταν ἀκόμη σὲ ἀγριότερη κατάσταση· διότι ἐὰν ἀνέμενε μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους, ἐνῷ δὲν εἶχε τίποτε νὰ μάθει, θὰ ἐμποδιζόταν τὸ κήρυγμα· ἀλλὰ ἔπρεπε αὐτοὶ νὰ διαδώσουν τὸν λόγο παντοῦ.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν αὐτὸς ὁ μακάριος, κοχλάζοντας ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος, ἄρχιζε ἀμέσως τὴ διδασκαλία ἀνθρώπων βαρβάρων καὶ ἀγρίων, ἐκλέγοντας βίο πλήρη ἀγωνίας καὶ πολλοῦ κόπου.
Καὶ πρόσεξε τὴν ταπεινοφροσύνη· διότι ἀφοῦ εἶπε «ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν (πῆγα στὴν Ἀραβία)», πρόσθεσε καὶ «καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν (καὶ πάλι ἐπέστρεψα στὴ Δαμασκό)».
Δὲν λέγει τὰ κατορθώματά του, οὔτε ποιούς κατήχησε καὶ πόσους, ἂν καὶ βεβαίως ἀπὸ τότε ποὺ βαπτίστηκε τόσο ζῆλο ἔδειξε, ὥστε νὰ ταράσσονται οἱ Ἰουδαῖοι· καὶ τόση ὀργὴ προκάλεσε σὲ αὐτούς, ὥστε νὰ τὸν παραμονεύουν καὶ νὰ θέλουν νὰ τὸν φονεύσουν καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ Ἕλληνες· πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν θὰ συνέβαινε, ἐὰν δὲν πρόσθετε πολλοὺς πιστοὺς σὲ ἐκείνους ποὺ ἤδη εἶχαν πιστέψει.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡττῶντο στὴ διδασκαλία, ὁδηγοῦνταν σὲ φόνο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἦταν καθαρὸ σημεῖο τῆς νίκης τοῦ Παύλου.
Ἀλλὰ δὲν ἄφησε αὐτὸν ὁ Χριστὸς νὰ πεθάνει, προφυλάσσοντας αὐτὸν γιὰ νὰ συνεχίζει τὸ κήρυγμα.
Ἀλλὰ ὅμως τίποτε δὲν λέγει ἀπὸ τὰ κατορθώματα αὐτὰ· ἔτσι, ὅσα λέγει πάντα, δὲν τὰ λέγει ἀπὸ φιλοδοξία, οὔτε γιὰ νὰ νομιστεῖ ὁ μεγαλύτερος τῶν ἀποστόλων, οὔτε ὀργιζόμενος γιὰ τὸ ὅτι ὑποτιμᾶται, ἀλλὰ φοβούμενος μήπως ἀπὸ αὐτὸ προκληθεῖ ζημία στὸ κήρυγμα. Καὶ μάλιστα ὀνομάζει ἔκτρωμα τὸν ἑαυτό του, καὶ πρῶτο ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τελευταῖο ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἀνάξιο τῆς προσηγορίας τοῦ ἀποστόλου· καὶ αὐτὰ ἔλεγε αὐτὸς ὁ ὁποῖος κοπίασε περισσότερο ἀπὸ ὅλους, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι σημεῖο μεγάλης ταπεινοφροσύνης· διότι ὁ ἐκεῖνος ποὺ δὲν γνωρίζει κανένα καλὸ στὸν ἑαυτό του καὶ ὁμιλεῖ μὲ ταπεινὸ τρόπο γιὰ τὸν ἑαυτό του, δὲν εἶναι ταπεινόφρων, ἀλλὰ εὐγνώμονας· αὐτὸς ὅμως ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ τόσους στεφάνους λέγει τέτοια, ἐκεῖνος εἶναι αὐτὸς ποὺ γνωρίζει νὰ μετριοφρονεί.
«Καὶ πάλι ἐπέστρεψα», λέγει, «στὴ Δαμασκό». Καὶ ὅμως, πόσα θὰ πρέπει νὰ κατόρθωσε αὐτὸς ἐκεῖ; Διότι γιὰ τὴν πόλη αὐτὴν λέγει ὅτι τὴ φρουροῦσε ὁ ἐθνάρχης τοῦ βασιλέως Ἀρέτα, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ συλλάβει αὐτὸν τὸν μακάριο (Β΄Κορ.11,32: «Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι μὲ θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργὰνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ (Στὴ Δαμασκὸ ὁ διοικητὴς ποὺ εἶχε διοριστεῖ ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ Ἀρέτα, φρουροῦσε τὴν πόλη τῶν Δαμασκηνῶν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μὲ συλλάβει. Κι ἀπὸ κάποιο παράθυρο μὲ κατέβασαν κάτω μέσα σὲ δικτυωτὸ καλάθι, μέσα ἀπὸ κάποιο ἄνοιγμα τοῦ τείχους τῆς πόλεως, καὶ ξέφυγα ἀπὸ τὰ χέρια του)»)· πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἦταν μεγίστη ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ἔντονα καὶ μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις τὸν κατεδίωκαν οἱ Ἰουδαῖοι.
Ἀλλὰ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν λέγει ἐδῶ, οὔτε θὰ ἔγραφε αὐτὰ ἐκεῖ τότε, ἂν καὶ τότε δὲν ἔβλεπε ὅτι ἡ περίσταση ἀπαιτοῦσε τὴν διήγηση, ἀλλὰ θὰ τὸ ἀποσιωποῦσε· ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν καὶ τώρα, ποὺ λέγει ὅτι ἦλθε καὶ ἀπῆλθε, καθόλου δὲν προβάλλει τὰ ὅσα ἔγιναν ἐδῶ.
Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον ((Ἔπειτα, μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ εἶχα ἐπιστρέψει στὸν Χριστό, ἀνέβηκα στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ γνωρίσω ἀπὸ κοντὰ τὸν Πέτρο)» (Γαλ.1,18).
Τί θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ταπεινοφρονέστερο αὐτῆς τῆς ψυχῆς; Μετὰ ἀπὸ τόσα καὶ τέτοια κατορθώματα, μὴν ἔχοντας ἀνάγκη σὲ τίποτε τὸν Πέτρο, οὔτε τὴ διδασκαλία του, ἀλλὰ ἐνῷ ἦταν ἰσότιμος μὲ αὐτόν, διότι δὲν θὰ πῶ τίποτε περισσότερο ἕως ἐδῶ, ἀνέρχεται παρ΄όλ’ αὐτὰ στὸν Πέτρο ὡς πρὸς μεγαλύτερο καὶ πρεσβύτερο· καὶ αἰτία τῆς ἐκεῖ ἀποδημίας του εἶναι μόνο ἡ γνωριμία μὲ τὸν Πέτρο.
Βλέπεις πῶς ἀποδίδει σὲ αὐτοὺς τὴν πρέπουσα τιμή, καὶ ὄχι μόνο καλύτερο, ἀλλὰ οὔτε ἴσο μὲ ἐκείνους θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του;
Καὶ αὐτὸ εἶναι φανερὸ ἀπὸ αὐτήν την ἀποδημία· διότι ὅπως ἀκριβῶς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς δικούς μας ἀδελφοὺς ἀποδημοῦν πρὸς ἁγίους ἄντρες, ἔτσι αἰσθανόταν καὶ ὁ Παῦλος τότε, ὅταν ἀπῆλθε στὸν Πέτρο· ἢ μᾶλλον καὶ πολὺ ταπεινότερο· διότι οἱ μὲν σημερινοὶ ἀποδημοῦν γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν· ἐνῷ τότε ὁ μακάριος ἐκεῖνος, οὔτε γιὰ νὰ μάθει κάτι ἀπὸ αὐτόν, οὔτε γιὰ νὰ δεχτεῖ κάποια διόρθωση, ἀλλὰ μόνο γιὰ τοῦτο, γιὰ νὰ δεῖ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν τιμήσει μὲ τὴν παρουσία του· διότι «γιὰ νὰ γνωρίσω», λέγει, «τὸν Πέτρο».
Καὶ δὲν εἶπε «νὰ δῶ τὸν Πέτρο» ἀλλὰ «νὰ γνωρίσω τὸν Πέτρο», ὅπως λέγουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τὶς μεγάλες καὶ λαμπρὲς πόλεις.
Τόσο πολλοῦ κόπου θεωροῦσε ὅτι εἶναι ἄξιο καὶ τὸ νὰ δεῖ μόνο τὸν ἄντρα. Καὶ τοῦτο εἶναι φανερὸ καὶ ἀπὸ τὶς Πράξεις· διότι ὅταν ἦλθε στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀφοῦ μετέστρεψε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς καὶ κατόρθωσε τόσα, ὅσα κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τὴν Παμφυλία, τὴν Λυκαονία, τὴν Κιλικία, ὅλους ἀφοῦ διόρθωσε στὴν περιοχὴ ἐκείνη τῆς οἰκουμένης καὶ ἀφοῦ ὁδήγησε στὸν Χριστό, πρῶτα μὲν ἔρχεται στὸν Ἰάκωβο μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη, ὡς πρὸς μεγαλύτερο καὶ ἄξιο μεγαλύτερης τιμῆς.
Ὕστερα δέχεται νὰ τὸν συμβουλεύει ὁ Ἰάκωβος καὶ ἐνῷ συμβουλεύει ἀντίθετα τῶν τωρινῶν· διότι λέγει: «Θεωρεῖς, ἀδελφέ, πόσαι μυριάδες εἰσὶν Ἰουδαίων τῶν πεπιστευκότων, καὶ πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσι (Βλέπεις, ἀδελφέ, πόσο μεγάλος εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν Ἰουδαίων ποὺ ἔχουν πιστέψει στὸν Κύριο κι ἔγιναν Χριστιανοί. Κι ὅλοι αὐτοὶ μὲ ζῆλο ὑπερασπίζονται τὸ κῦρος τοῦ νόμου)» (Πράξ.21,20) -«τούτους παραλαβὼν ἁγνίσθητι σὺν αὐτοῖς καὶ δαπάνησον ἐπ᾿ αὐτοῖς ἵνα ξυρήσωνται τὴν κεφαλήν, καὶ γνῶσι πάντες ὅτι ὧν κατήχηνται περὶ σοῦ οὐδὲν ἐστιν, ἀλλὰ στοιχεῖς καὶ αὐτὸς τὸν νόμον φυλάσσων (Πάρ’ τους μαζί σου καὶ κάνε κι ἐσὺ μαζί τους τοὺς ἁγνισμοὺς ποὺ ὁρίζει ὁ μωσαϊκὸς νόμος. Καὶ πλήρωνε γι’ αὐτοὺς τὶς δαπάνες ποὺ θὰ χρειαστοῦν γιὰ τὶς θυσίες ποὺ πρέπει νὰ γίνουν γιὰ νὰ ξυρίσουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τὰ κεφάλια τους.
Κὰν’ τὸ αὐτό, κι ἔτσι θὰ μάθουν ὅλοι ὅτι ὅσα ἔχουν πληροφορηθεῖ γιὰ σένα εἶναι ἀνυπόστατα καὶ ὅτι κι ἐσὺ βαδίζεις καὶ συμπεριφέρεσαι σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸ νόμο)» (Πράξ.21,24).
Καὶ ξυρίστηκε καὶ ὅλους τοὺς ἰουδαϊκοὺς κανόνες ἐπιτέλεσε· διότι ὅπου μὲν δὲν βλαπτόταν τὸ εὐαγγέλιο, ἦταν ταπεινότερος ἀπὸ ὅλους· ὅταν ὅμως ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη ἔβλεπε μερικοὺς νὰ ἀδικοῦνται, δὲν χρησιμοποιοῦσε τοῦτο τὸ πλεονέκτημα· διότι τοῦτο δὲν θὰ ἦταν ταπεινοφροσύνη, ἀλλὰ θὰ ἔβλαπτε καὶ θὰ κατέστρεφε τοὺς μαθητές.
«Καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε (καὶ ἔμεινα κοντά του δεκαπέντε ἡμέρες)» (Γαλ.1,19).
Τὸ νὰ ἀποδημήσει μὲν λοιπὸν ἦταν γι΄αυτόν δεῖγμα μεγάλης ἐκτιμήσεως· ἀλλὰ τὸ καὶ νὰ παραμείνει τόσες ἡμέρες, ἦταν δεῖγμα φιλίας καὶ σφοδρότατης ἀγάπης. «ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου (Ἄλλον ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν εἶδα, παρὰ μόνο τὸν Ἰάκωβο, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Κυρίου)» (Γαλ.1,19).
Πρόσεξε πόσο μεγαλύτερη φιλία αἰσθάνεται γιὰ τὸν Πέτρο· διότι γι΄αυτόν ἀποδήμησε καὶ σὲ αὐτὸν διέμεινε. Αὐτὰ λοιπὸν λέγω συνεχῶς καὶ ζητῶ νὰ τὰ θυμᾶστε, ὥστε ὅταν ἀκούσετε αὐτὰ τὰ ὁποῖα φαίνεται ὅτι ἔχει πεῖ ἐναντίον τοῦ Πέτρου, κανεὶς νὰ μὴν ὑποπτευτεῖ τὸν ἀπόστολο· διότι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ αὐτός, γιὰ νὰ διορθώσει ἐκ τῶν προτέρων τοῦτο λέγει αὐτά, ὥστε, ὅταν λέει ὅτι «ἀντιστάθηκα στὸν Πέτρο», κανεὶς νὰ μὴν νομίσει ὅτι αὐτοὶ οἱ λόγοι προέρχονταν ἀπὸ ἔχθρα καὶ φιλονικία· «διότι σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν ἀνῆλθα», λέγει, «παρὰ μόνο γιὰ αὐτόν».
«Ἄλλον ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν εἶδα», λέγει, «παρὰ τὸν Ἰάκωβο». «Εἶδα», ὄχι «διδάχτηκα». Ἀλλὰ πρόσεξε μὲ πόση ἐκτίμηση ὀνόμασε καὶ τὸν Ἰάκωβο. Δὲν εἶπε ἁπλῶς «Ἰάκωβο», ἀλλὰ πρόσθεσε καὶ τὸν ἐπαινετικὸ λόγο, τόσο ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε φθόνο· διότι ἐὰν ἤθελε νὰ δηλώσει αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραφε, ἦταν δυνατὸν καὶ ἀπὸ ἄλλο γνώρισμα νὰ κάνει τοῦτο φανερό, καὶ νὰ πεῖ «τὸν υἱό του Κλωπά», ὅπως γράφει καὶ ὁ εὐαγγελιστής.
Δὲν εἶπε ὅμως ἔτσι, ἀλλὰ ἐπειδὴ τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀποστόλων αἰσθανόταν ὡς δικούς του, σὰν νὰ ἐξυψώνει τὸν ἑαυτό του, ἔτσι ἐπαινεῖ ἐκεῖνον. Δὲν ὀνόμασε λοιπὸν αὐτὸν ἔτσι, ἀλλὰ πῶς; «Τὸν ἀδελφὸ τοῦ Κυρίου».
Ἂν καὶ βεβαίως δὲν ἦταν κατὰ σάρκα ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἔτσι νομιζόταν· ἀλλὰ δὲν ἀπέφυγε οὔτε γι΄αὐτόν τὸν λόγο νὰ ἀποδώσει τὸ ἀξίωμα στὸν ἄντρα. Καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα δείχνει ὅτι πρὸς ὅλους τοὺς ἀποστόλους συμπεριφερόταν μὲ πολλὴ ἀγάπη, ὅπως ἦταν πρέπον σὲ αὐτόν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad galatas-commentarius.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολήν, κέφ. Α΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 206-229.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου