Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τὸν πλούσιο νεανίσκο. Κυριακή ΙΓ΄ Λουκᾶ. Ἱερός Χρυσόστομος

Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τὸν πλούσιο νεανίσκο ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή
Κυριακή ΙΓ΄ Λουκᾶ (Λουκ.18,18-27)

«Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Ματθ.19,16)

Ἁγίου Ἱωάννου Χρυσοστόμου

Ὁρισμένοι κατηγοροῦν τὸν νέο αὐτὸν ὡς ὕπουλο καὶ πονηρὸ μὲ τὴ σκέψη ὅτι πλησίασε τὸν Ἰησοῦ μὲ σκοπὸ νὰ Τὸν πειράξει· ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀρνηθῶ ὅτι ἦταν φιλάργυρος καὶ δοῦλος τῶν χρημάτων, ἐπειδὴ καὶ ὁ Χριστὸς τὸν ἔλεγξε ὡς ἄνθρωπο αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ὕπουλο ὅμως δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τὸν ὀνομάσω μὲ κανένα τρόπο, καὶ διότι δὲν εἶναι ἀσφαλές το νὰ ἐπιχειρεῖ κανεὶς νὰ κρίνει τὰ ἄγνωστα πράγματα καὶ ἰδίως ὅταν πρόκειται γιὰ κατηγορίες, καὶ γιὰ τὸν πρόσθετο λόγο ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος ἔχει ἀναιρέσει αὐτὴν τὴν ὑποψία· καθ' ὅσον λέγει ὅτι «Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν προσδραμὼν ἔἷς καὶ γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν(:Και ἐνῷ ἔβγαινε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ σπίτι στὸν δρόμο, ἔτρεξε κοντὰ Τοῦ ἕνας ἄνθρωπος καὶ ἀφοῦ γονάτισε μπροστά Του, Τοῦ ἔθετε ἐρωτήσεις)»[Μάρκ.10,17] καὶ ὅτι «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν(:ο Ἰησοῦς τότε τὸν κοίταξε μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον καὶ τὸν συμπάθησε)»[Μάρκ.10,21].
Εἶναι, ὡστόσο, μεγάλη καὶ τυραννικὴ ἡ δύναμη τῶν χρημάτων καὶ αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ ἀπὸ τὴν περίπτωση αὐτὴ· διότι καὶ ἂν ἀκόμη εἴμαστε ὡς πρὸς τὰ ἄλλα ἐνάρετοι, αὐτὴ τὰ καταστρέφει ὅλα τὰ ἄλλα. Δικαίως λοιπὸν καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν ὀνόμασε ρίζα ὅλων γενικῶς τῶν κακῶν[βλ. Α΄Τιμ.6,9-10: «Οἱ δὲ βοὺλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ πὰγίδα καὶ ἐπιθυμίας πὸλλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βὺθίζουσι τὸὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν. ῥίζὰ γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς(:Όσοι ἔχουν προσκόλληση στὸ χρῆμα καὶ θέλουν νὰ γίνουν πλούσιοι, πέφτουν σὲ πειρασμὸ καὶ παγίδα καὶ σὲ πολλὲς ἐπιθυμίες ἀνόητες καὶ βλαβερές, οἱ ὁποῖες βυθίζουν τοὺς ἀνθρώπους στὴν καταστροφὴ καὶ στὴν ἀπώλεια. Πέφτουν σὲ πειρασμὸ καὶ καταστρεπτικὴ παγίδα διότι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία. Μερικοὶ μάλιστα λόγῳ τῆς φιλαργυρίας τους κυριεύτηκαν ἀπὸ σφοδρὴ καὶ ἀκόρεστη ἐπιθυμία γιὰ τὸ χρῆμα καὶ γι' αὐτὸ ἀποπλανήθηκαν ἀπὸ τὴν πίστη καὶ ἔμπηξαν γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους σὰν καρφιὰ πολλοὺς πόνους καὶ ἀγωνίες)»].
Γιὰ ποιό λόγο λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἔδωσε τέτοιου εἴδους ἀπάντηση, λέγοντας ὅτι «κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθός»; Ἐπειδὴ τὸ νεαρὸ ἐκεῖνο ἀρχοντόπουλο Τὸν πλησίασε σὰν νὰ ἦταν κάποιος ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ δάσκαλος τῶν Ἰουδαίων· γιὰ τοῦτο λοιπὸν καὶ ὡς ἄνθρωπος συζητεῖ μαζί του. Καθ' ὅσον σὲ πολλὲς περιπτώσεις δίνει ἀπάντηση στὶς σκέψεις ἐκείνων ποὺ Τὸν πλησιάζουν, ὅπως ὅταν λέγει: «Ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν(:Εμείς οἱ Ἰουδαῖοι προσκυνοῦμε ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον)»[Ιω.4,22] καί «Ἐὰν ἐγὼ μαρτυρῶ πὲρὶ ἐμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μοῦ οὐκ ἔστιν ἀληθής(: Ἴσως μοῦ πεῖτε: "Ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε σὲ αὐτὰ ποὺ λὲς γιὰ τὸν ἑαυτό σου, διότι στηρίζονται στὴ δική σου ἐγωιστικὴ μαρτυρία". Πράγματι. Ἐὰν ἐγὼ ὁ ἴδιος ἀπὸ μόνος μοῦ ἔδινα μαρτυρία γιὰ τὸν ἑαυτό μου, ἡ μαρτυρία μου θὰ μποροῦσε νὰ μὴν εἶναι ἀξιόπιστη)»[Ιω.5,31].
Ὅταν λοιπὸν λέγει ὅτι «κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθός», δὲν τὸ λέγει αὐτὸ μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκλείσει τὸν ἑαυτό Του ἀπὸ τὸ ὅτι εἶναι ἀγαθός, μὴ σκεφθεῖς κάτι τέτοιο· διότι δὲν εἶπε, «γιὰ ποιόν λόγο μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό; Δὲν εἶμαι ἀγαθός», ἀλλὰ ὅτι «κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθὸς»· δηλαδὴ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀκόμη ὅταν τὸ λέγει, δὲν τὸ λέγει γιὰ νὰ ἀποκλείσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα, ἀλλὰ τὸ λέγει ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ πρόσθεσε: «Εἰ μὴ ἔἷς ὁ Θεός (:παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός)». Καὶ δὲν εἶπε «παρὰ μόνο ὁ Πατήρ μου» γιὰ νὰ μάθεις ὅτι δὲν φανέρωσε τὸν ἑαυτό Του στὸν νεανίσκο.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ προηγουμένως ἀποκαλοῦσε τοὺς ἀνθρώπους «πονηρούς», λέγοντας: «Εἰ ὁὗν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πὸσῳ μᾶλλον ὁ πὰτὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;(:Εάν ὅμως ἐσεῖς, ἐνῷ εἶστε ἀτελεῖς καὶ διεφθαρμένοι ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, γνωρίζετε νὰ δίδετε ὠφέλιμα πράγματα στὰ τέκνα σας, πόσο περισσότερο ὁ οὐράνιος Πατέρας σας, ποὺ εἶναι γεμᾶτος ἀγαθότητα, θὰ δώσει καλὰ καὶ ὠφέλιμα σὲ ἐκείνους ποὺ τὸ ζητοῦν;)»[Ματθ.7,11]. Καθ' ὅσον καὶ στὴν περίπτωση ἐκείνη τοὺς ὀνόμασε «πονηρούς», θεωρῶντας ὄχι ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση πονηρὴ (διότι τὸ «ἐσεῖς» δὲν σημαίνει ὅλοι ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι),αλλά τοὺς ὀνόμασε ἔτσι συγκρίνοντας τὴν ἀγαθότητα τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ· γιὰ τοῦτον τὸν λόγο καὶ πρόσθεσε: «πόσο περισσότερο ὁ οὐράνιος Πατέρας σας, ποὺ εἶναι γεμᾶτος ἀγαθότητα, θὰ δώσει καλὰ καὶ ὠφέλιμα σὲ ἐκείνους ποὺ τὸ ζητοῦν;»
Ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος: «ποιά ἀνάγκη ὑπῆρχε ἢ ποιά ὠφέλεια, ὥστε νὰ δώσει αὐτὴν τὴν ἀπάντηση;». Ἀνεβάζει τὸν πλούσιο αὐτὸ νέο πνευματικὰ ὀλίγον κατ΄ολίγον καὶ τὸν διδάσκει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὴν κολακεία, ἀποσπῶντας τον ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πράγματα καὶ προσηλώνοντάς τον στὸν Θεό, καὶ τὸν πείθει νὰ ζητεῖ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ καὶ νὰ γνωρίσει Αὐτὸν ποὺ πράγματι εἶναι ἀγαθὸς καὶ ρίζα καὶ πηγὴ ὅλων τῶν ἀγαθῶν καὶ σὲ Αὐτὸν νὰ ἀποδίδει τὶς τιμὲς· διότι καὶ ὅταν λέγει: «Ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥἀββὶ· ἔἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστὸς· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοὶ ἐστε(: Ἐσεῖς ὅμως νὰ μὴ δεχθεῖτε νὰ σᾶς ὀνομάσουν οἱ ἄνθρωποι ‘’ραββί’’, δηλαδή ‘’διδάσκαλε’’· διότι ἕνας εἶναι ὁ Διδάσκαλός σας, ὁ Χριστὸς· ὅλοι ἐσεῖς εἶστε ἀδελφοί)»[Ματθ.23,8], τὸ λέγει ἐν συγκρίσει πρὸς τὸν ἑαυτό Του καὶ γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἀρχὴ ὅλων γενικῶς τῶν ὄντων. Οὔτε βέβαια ἦταν μικρὴ ἡ προθυμία ποὺ ἔδειξε ὁ νεανίσκος τότε, καθ' ὅσον κατελήφθη ἀπὸ τέτοια ἔντονη ἐπιθυμία γιὰ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἄλλοι μὲν πείραζαν τὸν Κύριο, ἄλλοι Τὸν πλησίασαν μόνο γιὰ νὰ θεραπεύσει τὶς ἀσθένειές τους ἢ τὶς ἀσθένειες τῶν συγγενῶν τους ἢ τῶν ξένων, αὐτὸς ὅμως καὶ Τὸν πλησίασε μὲ κάθε εἰλικρίνεια καὶ συζητοῦσε μὲ πραγματικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ· διότι ἦταν μὲν ἡ ψυχή του εὔφορη καὶ πλούσια, ἀλλὰ ὅμως τὸ πλῆθος τῶν ἀκανθῶν κατέπνιγε τὸν σπόρο.
Πρόσεχε λοιπὸν πῶς ἦταν τὴν στιγμὴ ἐκείνη προετοιμασμένος γιὰ τὴν ὑπακοὴ τῶν προσταγμάτων· διότι λέγει: «Τί ποὶήσας ζῶὴν αἰώνιον κληρονομήσω;(:Τι νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;)»[Λουκ.18,18].Έτσι ἦταν προετοιμασμένος πρὸς ἐφαρμογὴ τῶν ὅσων θὰ τοῦ ἔλεγε. Ἐὰν ὅμως Τὸν πλησίασε μὲ σκοπὸ νὰ τὸν πειράξει, θὰ μᾶς τὸ ἔλεγε ὁπωσδήποτε ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ αὐτό, πρᾶγμα ποὺ τὸ κάνει καὶ στὶς ἄλλες περιπτώσεις, ὅπως δηλαδὴ στὴν περίπτωση τοῦ Φαρισαίου ἐκείνου νομοδιδάσκαλου ποὺ προσπαθοῦσε νὰ παγιδεύσει τὸν Ἰησοῦ μὲ τὶς ἐρωτήσεις ποὺ Τοῦ ὑπέβαλλε [βλ.Ματθ.22,34-36:«Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τὸὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ ἐπηρώτησεν ἔἷς ἐξ αὐτῶν, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ;(:Οι Φαρισαῖοι ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀποστόμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, μαζεύτηκαν στὸ ἴδιο μέρος ὅπου ἦταν καὶ Ἐκεῖνος μαζὶ μὲ τοὺς Σαδδουκαίους καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, νομοδιδάσκαλος, Τὸν ρώτησε δοκιμάζοντάς Τόν, γιὰ νὰ δεῖ ποιά ἀπόκριση θὰ ἔδινε καὶ Τοῦ εἶπε: ‘’Διδάσκαλε, ποιά εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἐντολὴ στὸν νόμο;)»].
Ἐὰν ὅμως ὑποθέσουμε ὅτι καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς τὸ ἀποσιώπησε, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ Τὸν ἀφήσει ἀπαρατήρητο, ἀλλὰ θὰ Τὸν ἤλεγχε κατὰ τρόπο φανερὸ ἢ καὶ θὰ ἔκανε κάποιον ὑπαινιγμό, ὥστε νὰ μὴ σχηματισθεῖ ἡ ἐντύπωση ὅτι πλανήθηκε καὶ διέφυγε τὴν προσοχή του καὶ ζημιωθεῖ ἔτσι περισσότερο. Ἐὰν ἐπίσης Τὸν εἶχε πλησιάσει μὲ σκοπὸ νὰ Τὸν πειράξει, δὲν θὰ ἔφευγε λυπημένος γιὰ ὅσα ἄκουσε· διότι αὐτὸ κανεὶς ποτὲ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους δὲν τὸ ἔπαθε, ἀλλὰ ἐξαγριώνονταν ὅταν τοὺς ἔκλεινε τὰ στόματα. Ὅμως δὲν συνέβη αὐτὸ στὸν νέο, ἀλλὰ φεύγει καταλυπημένος, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ ὄχι μικρὴ ἀπόδειξη ὅτι δὲν Τὸν πλησίασε μὲ πονηρὴ διάθεση, ἀλλὰ μὲ ἐξασθενημένη, καὶ ἐπιθυμεῖ μὲν τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλ΄ ὅμως εἶναι κατακυριευμένος ἀπὸ ἄλλο φοβερότατο πάθος.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε: «Εἰ θέλεις εἰς τὴν ζῶὴν εἰσελθεῖν, τήρησον τὰς ἐντολάς(:Εάν θέλεις νὰ εἰσέλθεις στὴν αἰώνια καὶ μακάρια ζωή, τήρησε σὲ ὅλη τὴ ζωή σου τὶς ἐντολές)», ὁ νέος ρωτάει: «Πόίας;(:Ποιες ἐντολές;)» ὄχι μὲ σκοπὸ νὰ Τὸν πειράξει, μη γένοιτο, ἀλλὰ ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι ἄλλες εἶναι ἐκεῖνες οἱ ἐντολές, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου, ποὺ θὰ τοῦ χάριζαν τὴν αἰώνια ζωή, πρᾶγμα ποὺ χαρακτηρίζει τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι κυριευμένος ἀπὸ σφοδρὴ ἐπιθυμία. Ἔπειτα, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς του εἶπε νὰ φυλάττει τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου, ἀπαντᾶ: «Διδάσκαλε ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου(:Διδάσκαλε, ὅλα αὐτὰ τὰ τήρησα ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια)»[Μάρκ.1,20]. Καὶ δὲν σταμάτησε μέχρι ἐδῶ, ἀλλὰ πάλι ἐρωτᾶ· «Τί ἔτι ὑστερῶ; (:Τί ἄλλο μοῦ λείπει ἀκόμη;)»[Ματθ.19,20], πρᾶγμα ποὺ ἀποδείκνυε καὶ αὐτὸ τὴν μεγάλη ἐπιθυμία του. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἦταν μικρὸ πρᾶγμα τὸ ὅτι νόμιζε ὅτι ὑστερεῖ σὲ κάτι, καὶ τὸ ὅτι θεωροῦσε ἀνεπαρκεῖς τὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου γιὰ νὰ ἐπιτύχει αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμοῦσε.
Τί κάνει λοιπὸν ὁ Χριστός; Ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ δώσει κάποια μεγάλη ἐντολή, προσθέτει τὰ ἔπαθλα καὶ λέγει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σοῦ τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς τοῖς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανοῖς, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοί (:Ἐὰν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανοὺς· καὶ τότε ἔλα καὶ ἀκολούθησέ με)»[Ματθ.19.21].
Εἶδες πόσα βραβεῖα καὶ πόσους στεφάνους ὁρίζει γι΄ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα; Ἐὰν ὅμως τὸν πείραζε, δὲν θὰ τοῦ ἔλεγε αὐτά. Τώρα ὅμως καὶ τὸ λέγει, καὶ γιὰ νὰ τὸν προσελκύσει, τοῦ φανερώνει ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλος ὁ μισθός, καὶ ἀφήνει τὸ πᾶν στὴ διάθεσή του, ἐπικαλύπτοντας μὲ ὅλα ὅσα λέγει τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι βαριὰ ἡ παραίνεση. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν καὶ πρὶν πεῖ τὸ ἀγώνισμα καὶ τὸν κόπο, τοῦ φανερώνει τὸ βραβεῖο, λέγοντας: «ἐὰν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος», καὶ τότε τοῦ λέγει: «πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς πτωχοὺς» καὶ ἀμέσως πάλι ἀναφέρει τὰ βραβεῖα: «καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανοὺς· καὶ τότε ἔλα καὶ ἀκολούθησέ με». Καθ' ὅσον το νὰ ἀκολουθεῖ Αὐτόν, ἦταν πολὺ μεγάλη ἀνταμοιβή.
«Καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς». Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ λόγος ἦταν γιὰ τὰ χρήματα καὶ τὸν συμβούλευε νὰ ἀπαλλαχθεῖ ἀπὸ ὅλα, γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν τοῦ ἀφαιρεῖ αὐτὰ ποὺ ἔχει, ἀλλὰ ὅτι τοῦ προσθέτει καὶ ἄλλα σὲ αὐτὰ ποὺ ἔχει, τοῦ ἔδωσε περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶπε νὰ δώσει· καὶ ὄχι μόνο περισσότερα, ἀλλὰ καὶ τόσο σπουδαιότερα, ὅσον εἶναι ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἀκόμη περισσότερο. Θησαυρὸ ὀνόμασε τὴν μεγαλοδωρία τῆς ἀνταμοιβῆς, μὲ σκοπὸ νὰ δείξει τὴ μονιμότητα καὶ τὴν ἀσφάλειά της, ὅπως δηλαδὴ ἦταν δυνατὸν νὰ ὁδηγήσει τὸν νέο στὴ γνώση, χρησιμοποιῶντας ἀνθρώπινα παραδείγματα.
Ἑπομένως, δὲν ἀρκεῖ νὰ περιφρονεῖ κανεὶς τὰ χρήματα, ἀλλὰ πρέπει νὰ δώσει τροφὴ στοὺς πτωχοὺς καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα, νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό, δηλαδὴ νὰ πράττει ὅλες τὶς ἐντολές του καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμος ἀκόμη καὶ γιὰ σφαγὴ χάριν Αὐτοῦ καὶ γιὰ καθημερινὸ θάνατο· διότι: «Εἴ τὶς θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταὺρὸν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοί(:Εάν κάποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει, νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ λάβει τὸν σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθεῖ)»[Λουκά 9,23]. Ὥστε εἶναι πολὺ πιὸ ἀνώτερη ἡ ἐντολὴ αὐτή το νὰ θυσιάζει κανεὶς τὴν ζωή του ἀπὸ τὸ νὰ περιφρονήσει τὰ χρήματα, καὶ δὲν εἶναι μικρὴ ἡ συμβολὴ τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὰ χρήματα στὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς αὐτῆς.
«Ἀκὸύσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθεν λυπούμενος(:Αφού ὅμως ἄκουσε ὁ νεανίσκος αὐτά, ἔφυγε λυπημένος)». Καὶ στὴ συνέχεια γιὰ νὰ δείξει ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι δὲν ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔπαθε κάτι τὸ φυσικό, λέγει: «Ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πόλλά (:διότι εἶχε πολλὰ χρήματα)». Δὲν εἶναι δηλαδὴ κυριευμένοι ἀπὸ τὸ ἴδιο πάθος αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ὀλίγα καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πάρα πολὺ μεγάλη περιουσία· διότι τότε γίνεται πιὸ τυραννικὸς ὁ πόθος τους γιὰ τὰ χρήματα. Συμβαίνει δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ δὲν θὰ πάψω νὰ τὸ λέγω, ὅτι ἡ προσθήκη τῶν ἑκάστοτε ἀποκτωμένων χρημάτων ἀνάπτει κατὰ πολὺ περισσότερο τὴν φλόγα καὶ κάνει πιὸ πτωχοὺς αὐτοὺς ποὺ τὰ ἀποκτοῦν, καθ' ὅσον ἐμβάλλει σὲ αὐτοὺς μεγαλύτερη ἐπιθυμία γι΄ αὐτὰ καὶ τοὺς κάνει νὰ αἰσθάνονται πολὺ περισσότερο τὴν φτώχειά τους.
Καὶ πρόσεχε λοιπὸν καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ποιά δύναμη παρουσίασε τὸ πάθος αὐτὸ· διότι ἐκεῖνον ποὺ ἦλθε πρὸς τὸν Κύριο μὲ χαρὰ καὶ προθυμία, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς τὸν προέτρεψε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὰ χρήματα, τόσο πολὺ τὸν ἐξουθένωσε καὶ κατέβαλε τὶς δυνάμεις του, ὥστε δὲν τὸν ἄφησε οὔτε κἂν νὰ ἀπαντήσει σὲ ὅσα τοῦ εἶπε, ἀλλὰ ἔφυγε σιωπηλός, σκυθρωπὸς καὶ καταλυπημένος.
Τί λέγει λοιπὸν ὁ Χριστός; «Πλὸύσιος δὺσκόλως εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν(: Δύσκολα θὰ εἰσέλθουν οἱ πλούσιοι στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν)», κατηγορῶντας ὄχι τὰ χρήματα, ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ εἶναι δοῦλοι σὲ αὐτά. Ἐὰν ὅμως θὰ εἰσέλθει δύσκολα ὁ πλούσιος στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πολὺ πιὸ δύσκολα θὰ εἰσέλθει ὁ πλεονέκτης· διότι ἐὰν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν το νὰ μὴ δίδει κανείς, σκέψου πόση φωτιὰ ἐπισωρεύει το νὰ παίρνει καὶ τὰ πράγματα τῶν ἄλλων. Ἀλλὰ μὲ ποιό σκοπὸ ἔλεγε στοὺς μαθητὲς Τοῦ ὅτι δύσκολα θὰ εἰσέλθει ὁ πλούσιος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐφόσον ἦσαν φτωχοὶ καὶ δὲν εἶχαν τίποτε; Μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς διδάξει νὰ μὴν ντρέπονται τὴν φτώχεια καὶ ἀπολογούμενος κατὰ κάποιο τρόπο πρὸς αὐτοὺς γιὰ τὸ ὅτι δὲ θὰ τοὺς ἐπέτρεπε νὰ ἔχουν τίποτε.
Ἀφοῦ λοιπὸν τοὺς εἶπε ὅτι εἶναι δύσκολο, ἐν συνεχείᾳ τονίζει ὅτι εἶναι καὶ ἀδύνατο, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀδύνατο, ἀλλὰ ἀδύνατο σὲ ὑπερβολικὸ βαθμό, πρᾶγμα ποὺ τὸ φανέρωσε μὲ τὸ παράδειγμα τῆς καμήλου καὶ τῆς βελόνης. Διότι λέγει: «Εὐκοπώτερόν ἐστιν κάμηλον διὰ τρύπήματος ῥἀφίδος διελθεῖν ἢ πλὸύσιον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ (:Εὐκολότερο εἶναι νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρῦπα ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ ὁ πλούσιος νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ)». Ἀποδεικνύεται λοιπὸν ἐξ αὐτοῦ ὅτι δὲν θὰ εἶναι τυχαία ἡ ἀμοιβὴ ἐκείνων ποὺ εἶναι πλούσιοι καὶ μποροῦν νὰ ζοῦν μὲ εὐσέβεια. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ εἶπε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ δείξει δηλαδή, ὅτι χρειάζεται πολλὴ χάρη ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνος ποὺ πρόκειται νὰ τὸ κατορθώσει αὐτό. Ἐπειδὴ λοιπὸν ταράχθηκαν οἱ μαθητές του εἶπε: «Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστιν, παρὰ δὲ Θὲῷ πάντα δυνατά ἐστιν(:Στους ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, στὸ Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά)»[Ματθ. 19,26].
Καὶ γιὰ ποιόν λόγο οἱ μαθητὲς ταράσσονται, κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ἦσαν φτωχοὶ οἱ ἴδιοι καὶ μάλιστα πάρα πολὺ φτωχοί; Γιὰ ποιά αἰτία λοιπὸν ἀνησυχοῦν; Ἐπειδὴ πονοῦσαν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων καὶ ἔτρεφαν μεγάλη στοργὴ πρὸς ὅλους καὶ θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς διδασκάλους τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λοιπὸν ἔτρεμαν καὶ εἶχαν κυριευτεῖ ἀπὸ φόβο γιὰ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως, καὶ συνεπῶς εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ παρηγοριά. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἀφοῦ πρῶτα τοὺς κοίταξε, εἶπε: «Αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Θεό». Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ τὸ ἥμερο καὶ πρᾶο βλέμμα Του παρηγόρησε τὴ γεμάτη ἀπὸ ταραχὴ σκέψη τους καὶ διέλυσε τὴν ἀγωνία τους(διότι αὐτὸ τὸ ἔκανε φανερὸ ὁ εὐαγγελιστὴς μὲ τὴ λέξη «ἐμβλέψας»), στὴ συνέχεια τοὺς καθησυχάζει καὶ μὲ τὰ λόγια του, ἀφοῦ παρουσίασε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔτσι τοὺς γέμισε μὲ θάρρος. Ἀλλὰ ἐὰν θέλεις νὰ μάθεις καὶ τὸν τρόπο καὶ πῶς θὰ μποροῦσε τὸ ἀδύνατο νὰ γίνει δυνατό, ἄκου· διότι δὲν εἶπε μὲ τὸν σκοπὸ αὐτὸν τοὺς λόγους «αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Θεό», γιὰ νὰ μὴν ἀπελπιστεῖς δηλαδὴ καὶ νὰ παραιτηθεὶς μὲ τὴ σκέψη ὅτι εἶναι ἀδύνατα, ἀλλὰ τὰ εἶπε μὲ σκοπὸ ὥστε ἀφοῦ κατανοήσεις τὸ μέγεθος τοῦ κατορθώματος, νὰ σπεύσεις μὲ εὐκολία στὸν ἀγῶνα καὶ ἐπικαλούμενος καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στοὺς καλοὺς αὐτοὺς ἀγῶνες σου, νὰ ἐπιτύχεις τὴν αἰώνια ζωή.
Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι πλούσιος; Ἂν ἀπαρνηθεῖ τα ὑπάρχοντά του, ἂν μοιράσει τὰ χρήματά του, ἂν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία του. Τὸ ὅτι λοιπὸν αὐτὸ δὲν εἶναι ἔργο μόνο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ εἶπε αὐτὸ μὲ σκοπὸ νὰ δείξει τὸ μέγεθος τοῦ κατορθώματος, ἄκουσε τὰ ὅσα λέγει στὴν συνέχεια.
Διότι ὅταν ὁ Πέτρος εἶπε: «Ἰδὸὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι(:Να ἐμεῖς ἐγκαταλείψαμε τὰ πάντα καὶ σὲ ἀκολουθήσαμε)»[Ματθ.19,27] καὶ ρώτησε «τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;(:τι ἄραγε θὰ μᾶς δοθεῖ ὡς ἀμοιβή;)», ὁρίζοντας τὸν μισθὸ γιὰ ἐκείνους, πρόσθεσε: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοί, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθὶσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φὺλὰς τοῦ Ἰσραήλ. καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζῶὴν αἰώνιον κληρονομήσει(:Αληθινά σᾶς λέω ὅτι ἐσεῖς ποὺ μὲ ἀκολουθήσατε ὅταν ξαναγεννηθεῖ ὁ κόσμος καὶ θὰ ἔχει συντελεστεῖ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὁπότε θὰ καθίσει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σὲ θρόνο λαμπρό, ἀντάξιο τῆς δόξας Του, θὰ καθίσετε καὶ ἐσεῖς σὲ δώδεκα θρόνους δικάζοντας τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ ὁ καθένας ποὺ ἐγκατάλειψε σπίτια, ἀδελφούς, ἀδελφές, πατέρα ἢ μητέρα, γιὰ νὰ μένει ἑνωμένος καὶ νὰ μὴ χωριστεῖ μὲ ἐμένα, θὰ λάβει ἑκατονταπλάσια σὲ αὐτὴν τὴ ζωὴ καὶ θὰ κληρονομήσει καὶ τὴν αἰώνια ζωή)»[Ματθ. 19,28-29].
Ἔτσι τὸ ἀδύνατο γίνεται δυνατό. Ἀλλὰ θὰ πεῖ κάποιος: «Πῶς αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ πραγματοποιηθεῖ; Πῶς εἶναι δυνατὸ αὐτὸς ποὺ κατακυριεύτηκε μία φορὰ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία αὐτοῦ τοῦ εἴδους νὰ ἀπαρνηθεῖ τὰ χρήματά του;». Ἂν ἀρχίσει νὰ μοιράζει τα ὑπάρχοντά του καὶ νὰ περικόπτει τὰ περιττὰ πράγματα· διότι ἔτσι θὰ προχωρήσει καὶ πιὸ πέρα καὶ θὰ προχωρήσει στὸ ἑξῆς εὐκολότερα.
Μὴ ζητήσεις, λοιπόν, νὰ ἀνεβεῖς ἀμέσως, ἐὰν σοῦ φαίνεται δύσκολο τὸ διὰ μιᾶς ἀνέβασμα, ἀλλὰ ἀνέβαινε ἤρεμα καὶ σιγά-σιγά τὴν κλίμακα αὐτὴν ποὺ σὲ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανὸ· διότι, ὅπως ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ πυρετό, ἔχοντας μέσα τους εὐκολοερέθιστη καὶ πλεονάζουσα χολή, ὅταν προσθέσουν τροφὲς καὶ ποτά, ὄχι μόνο δὲν σβήνουν τὴ δίψα τους, ἀλλὰ καὶ ἀνάπτουν τὴ φλόγα, ἔτσι καὶ οἱ φιλοχρήματοι, ὅταν προσθέτουν τὰ χρήματα στὴν πονηρὴ αὐτὴν ἐπιθυμία, ποὺ εἶναι πολὺ πιὸ εὐκολοερέθιστη ἀπὸ ἐκείνη τὴ χολή, τὴν ἀνάπτουν ἀκόμη περισσότερο. Τίποτε λοιπὸν δὲν καθησυχάζει αὐτὴ τὴ φιλοχρηματία τόσο, ὅσο ἡ ἀπομάκρυνση κατ’ ἀρχὴν τῆς ἐπιθυμίας τοῦ κέρδους, ὅπως ἀκριβῶς βέβαια καὶ τὴν εὐκολοερέθιστη χολὴ τὸ λίγο φαγητὸ καὶ ἡ ἀποβολή. «Ἀλλά», θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάποιος, «πῶς θὰ γίνει αὐτό;». Ἐὰν κατανοήσεις, ὅτι ὅσο μὲν αὐξάνονται τὰ πλούτη σου, ποτὲ δὲ θὰ σταματήσει ἡ δίψα σου γι' αὐτὰ καὶ νὰ βασανίζεσαι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ περισσότερου, ὅταν ὅμως ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά σου, θὰ μπορέσεις καὶ τὴν ἀσθένεια αὐτὴν νὰ τὴν καθησυχάσεις.
Μὴν περιβάλλεσαι λοιπὸν ἀπὸ περισσότερα, γιὰ νὰ μὴν ἐπιδιώκεις ἀκατόρθωτα πράγματα καὶ ὑποφέρεις ἀθεράπευτα καὶ νὰ γίνεσαι ἔτσι, ἀπὸ τὴν ἐπίδραση αὐτῆς τῆς λύσσας, ἐλεεινότερος ἀπὸ ὅλους. Διότι πές μου: Ποιός θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε βασανίζεται καὶ ὑποφέρει, αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ πολυτελῆ φαγητὰ καὶ ποτὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἀπολαύσει ὅπως θέλει ἢ αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι κυριευμένος ἀπὸ τέτοια ἐπιθυμία; Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι βασανίζεται αὐτὸς ποὺ ἔχει μὲν αὐτὴν τὴν ἐπιθυμία, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀπολαύσει αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμεῖ. Τόσο δηλαδὴ ὀδυνηρὸ εἶναι αὐτό, τὸ νὰ διψᾶ καὶ νὰ μὴν πίνει, ὥστε, θέλοντας ὁ Χριστὸς ἂν μᾶς παρουσιάσει μὲ παράδειγμα τὴν γέενα, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ τὴν περιγράψει καὶ νὰ παρουσιάσει τὸν πλούσιο νὰ κατακαίεται ἔτσι[πρβ. Λουκᾶ 16,19-31]· τιμωροῦνταν δηλαδὴ μὲ τὸ ὅτι ἐπιθυμοῦσε μία σταγόνα νεροῦ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἀπολαύσει.
Ἐκεῖνος, λοιπόν, ποὺ περιφρονεῖ τὰ χρήματα κατάπαυσε τὴν ἐπιθυμία αὐτήν, ἐνῷ αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ πλουτεῖ καὶ νὰ ἀποκτήσει περισσότερα, τὴν ἄναψε περισσότερο τὴν ἐπιθυμία του καὶ οὐδέποτε ἀρκεῖται σὲ αὐτὰ ποὺ ἔχει· ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ἀποκτήσει ἄπειρα τάλαντα, ἐπιθυμεῖ ἄλλα τόσα· καὶ ἂν τὰ ἀποκτήσει καὶ αὐτά, ἐπιθυμεῖ καὶ πάλι ἄλλα διπλάσια ἀπὸ αὐτά, καὶ προχωρῶντας, εὔχεται καὶ τὰ ὄρη καὶ ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα καὶ ὅλα γενικῶς νὰ γίνουν πρὸς χάριν του χρυσός, κατεχόμενος ἀπὸ μία νέα μορφὴ φοβερῆς μανίας, ποὺ δὲν μπορεῖ ἔτσι νὰ σβήσει ποτέ. Καὶ γιὰ νὰ μάθεις ὅτι τὸ κακὸ αὐτὸ δὲν σταματᾶ μὲ τὴν προσθήκη, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀφαίρεση, πρόσεξε τὸ ἑξῆς: Ἐὰν κάποτε σοῦ γεννιόταν ἡ παράλογη ἐπιθυμία νὰ πετάξεις καὶ νὰ μεταβεῖς κάπου διὰ τοῦ ἀέρος, πῶς θὰ μποροῦσες νὰ σβήσεις αὐτὴν τὴν παράλογη ἐπιθυμία σου; Μὲ τὸ νὰ κάνεις φτερὰ καὶ νὰ κατασκευάσεις ἄλλα ὄργανα ἢ μὲ τὸ νὰ πείσεις τὸν λογισμό σου ὅτι ἐπιθυμεῖ ἀκατόρθωτα πράγματα καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐπιχειρεῖ κανένα ἀπὸ αὐτά; Ὁλοφάνερο εἶναι μὲ τὸ νὰ πείσεις τὸν λογισμό σου ὅτι ἡ ἐπιθυμία σου αὐτὴ δὲν ἔχει καμία λογικὴ βάση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑλοποιηθεῖ.
«Ἀλλά», θὰ πεῖ κάποιος, «τὸ νὰ πετάξει κανεὶς μέσῳ τοῦ ἀέρα εἶναι ἀδύνατο». Ὅμως καὶ αὐτὸ εἶναι πιὸ ἀκατόρθωτο, τὸ νὰ βρεῖς δηλαδὴ τέρμα γιὰ τὴν ἀκόρεστη ἐπιθυμία σου. Καθ' ὅσον εἶναι εὐκολότερο, ἂν καὶ εἴμαστε ἄνθρωποι, νὰ πετάξουμε, παρὰ μὲ τὴν προσθήκη του ἐπιπλέον νὰ σταματήσουμε τὴ σφοδρὴ αὐτὴν ἐπιθυμία· διότι ὅταν εἶναι κατορθωτὰ αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμοῦμε, εἶναι δυνατὸν νὰ παρηγορηθεῖ κανεὶς καὶ μὲ τὴν ἀπόλαυση, ὅταν ὅμως εἶναι ἀκατόρθωτα, μία πρέπει νὰ εἶναι τότε ἡ φροντίδα μας, πῶς νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμία μας, διότι δὲν εἶναι δυνατὸ κατὰ ἄλλο τρόπο νὰ ξανακερδίσουμε τὴν ψυχή μας.
Ἑπομένως γιὰ νὰ μὴ στενοχωριόμαστε γιὰ περιττὰ πράγματα, ἀφοῦ ἀποβάλουμε τὴν σφοδρὴ ἐπιθυμία γιὰ τὰ χρήματα, ποὺ συνεχῶς μᾶς λυπεῖ καὶ οὐδέποτε ἀνέχεται νὰ σταματήσει, ἂς στραφοῦμε πρὸς μιὰ ἄλλη, ποὺ μᾶς κάνει μακαρίους καὶ εἶναι πολὺ εὔκολη, καὶ ἂς ἐπιθυμήσουμε τοὺς θησαυροὺς τῶν οὐρανῶν· διότι πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴν δὲν ὑπάρχει οὔτε κόπος τόσο μεγάλος, τὸ δὲ κέρδος εἶναι ἀπερίγραπτο, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτύχει ἐκεῖνος ποὺ κατὰ κάποιον τρόπον ἐπαγρυπνεῖ, φροντίζει καὶ περιφρονεῖ τὰ παρόντα· ἐνῷ ἀντιθέτως αὐτὸς ποὺ εἶναι δοῦλος τῶν ὑλικῶν πραγμάτων καὶ ἔχει δώσει ἐξ ὁλοκλήρου τὸν ἑαυτό του σὲ αὐτὰ ἅπαξ καὶ διὰ παντός, ὁπωσδήποτε αὐτὸς θὰ ἀναγκαστεῖ κάποτε νὰ τὰ ἀποχωριστεῖ.
Ἀναλογιζόμενος ὅλα αὐτά, βγάλε ἀπὸ μέσα σου τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία τῆς διαρκοῦς ἀπόκτησης χρημάτων. Βέβαια οὔτε καὶ αὐτὸ μπορεῖς νὰ μοῦ πεῖς ὅτι σοῦ δίνει μὲν αὐτὴ τὰ παρόντα, ἀλλὰ ὅμως σοῦ στερεῖ τὰ μέλλοντα· καὶ ἂν ἀκόμη βέβαια συνέβαινε αὐτό, θὰ ἦταν χειρότερη κόλαση καὶ τιμωρία. Τώρα ὅμως οὔτε αὐτὸ εἶναι δυνατὸ· διότι μαζὶ μὲ τὴ γέενα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ γέενα ἐκείνη, καὶ στὴν ἐδῶ ζωή σου γίνεται πρόξενος χειρότερης κολάσεως. Καθ' ὅσον ἡ ἐπιθυμία αὐτὴ πολλὲς οἰκίες κατέστρεψε καὶ φοβεροὺς πολέμους ὑποκίνησε καὶ ὁδήγησε κατ’ ἀνάγκη τὴ ζωὴ σὲ βίαιο θάνατο· καὶ πρὶν ἀπὸ τοὺς κινδύνους μάλιστα αὐτοὺς καταστρέφει τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς καὶ κατέστησε πολλὲς φορές, αὐτὸν ποὺ διακατέχεται ἀπὸ αὐτήν, δειλό, ἄνανδρο, θρασύ, ψεύτη, συκοφάντη, ἅρπαγα, πλεονέκτη καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο χειρότερο.
Ἀλλὰ μήπως καταγοητεύεσαι, ὅταν βλέπεις τὴ λάμψη τῶν χρημάτων καὶ τὸ πλῆθος τῶν ὑπηρετῶν καὶ τὸ κάλλος τῶν οἰκοδομημάτων καὶ τὶς τιμὲς ὅταν διέρχεσαι ἀπὸ τὴν ἀγορά; Ποιά λοιπὸν θεραπεία θὰ μπορέσει νὰ βρεθεῖ γιὰ τὸ πονηρὸ αὐτὸ τραῦμα; Ἂν σκεφτεῖς, πῶς καταντοῦν ὅλα αὐτὰ τὴν ψυχή σου, πῶς τὴν καθιστοῦν σκοτεινή, ἔρημη, αἰσχρὴ καὶ ἄσχημη· ἂν ἀναλογιστεῖς μὲ τὴ βοήθεια πόσων κακῶν ἀποκτήθηκαν αὐτά, μὲ πόσους κόπους φυλάσσονται μέχρι τέλους, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκόμη ἀποφύγει κανεὶς ὅλων τὶς ἁρπαγές, ὅταν ἔλθει ὁ θάνατος, πολλὲς φορὲς ὁδηγεῖ αὐτὰ στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σου, ἐνῷ ἐσένα σὲ παίρνει γυμνὸ ἀπὸ ὅλα καὶ φεύγει, χωρὶς νὰ σύρεις ἀπὸ πίσω σου τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά, παρὰ μόνο τὰ τραύματα καὶ τὶς πληγές, τὰ ὁποῖα πῆρε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἡ ψυχὴ καὶ φεύγει.
Ὅταν λοιπὸν δεῖς κάποιον νὰ λάμπει ἐξωτερικὰ ἀπὸ τὰ ἐνδύματά του καὶ τὴ μεγάλη ἀκολουθία του, ἀνάλυσε λεπτομερῶς τὴ συνείδησή του, καὶ θὰ βρεῖς μέσα της πολλὴ πονηρία καὶ θὰ δεῖς νὰ ὑπάρχει μέσα της πολλὴ σκόνη. Ἀναλογίσου τὸν Παῦλο, τὸν Πέτρο· σκέψου τὸν Ἰωάννη, τὸν Ἠλία· ἤ, καλύτερα, σκέψου τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ κλείνει τὴν κεφαλή Του. Γίνε μιμητὴς Ἐκείνου καὶ τῶν δούλων Ἐκείνου καὶ νὰ φέρεις στὴ φαντασία σου τὸν ἀπερίγραπτο πλοῦτο αὐτῶν. Ἐὰν ὅμως γιὰ μία στιγμὴ ρίξεις τὸ βλέμμα σου πρὸς τὰ χρήματα καὶ σκοτιστεῖ καὶ πάλι τὸ μυαλό σου, ὅπως ἀκριβῶς στὴν περίπτωση κάποιου ναυαγίου τὴ στιγμὴ ποὺ ἔρχεται ἡ καταιγίδα, ἄκουσε τὴν ἀπόφαση τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέγει ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὁ πλούσιος νὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἀπόφαση αὐτὴν θέσε τὰ ὄρη, τὴ γῆ καὶ τὴν θάλασσα καὶ κάνε τὰ ὅλα αὐτά, ἐὰν θέλεις, μὲ τὴ σκέψη σου χρυσὸ· θὰ διαπιστώσεις λοιπὸν τότε ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τὴ ζημία ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτά.
Καὶ ἐσὺ μὲν σκέπτεσαι τόσα καὶ τόσα στρέμματα γῆς, καὶ τὶς δέκα ἢ εἴκοσι οἰκίες ἢ καὶ περισσότερες, καὶ τὰ τόσο πολλὰ ἰδιωτικὰ λουτρὰ καὶ τοὺς χίλιους δούλους ἢ τὶς δύο χιλιάδες αὐτῶν, καὶ τὰ ἀργυροστόλιστα καὶ χρυσοστόλιστα ὀχήματα, ἐγὼ ὅμως σοῦ λέγω τὸ ἑξῆς: Ἐὰν ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς τοὺς πλουσίους, ἐγκατέλειπε αὐτὴν τὴν πτωχεία (διότι αὐτὰ εἶναι πτωχεία ἐν συγκρίσει μὲ ἐκεῖνα ποὺ πρόκειται νὰ σᾶς πῶ), καὶ ἀποκτοῦσε ὁλόκληρο κόσμο καὶ ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς εἶχε τόσους πολλοὺς ἀνθρώπους, ὅσοι τώρα κατοικοῦν σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς καὶ τῆς θάλασσας, καὶ εἶχε ὁ καθένας ὅλη τὴν οἰκουμένη, καὶ τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα, καὶ παντοῦ εἶχε οἰκοδομήματα καὶ πόλεις καὶ ἔθνη, καὶ ἀπὸ παντοῦ ἔρρεε πρὸς χάριν τοῦ ἀντὶ ὕδατος, ἀντὶ πηγῶν, χρυσός, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν αὐτὰ τὰ τόσα πλούτη ὅτι ἀξίζουν τρεῖς ὀβολούς, ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ ἀποκλειστεῖ ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· διότι ἐὰν τώρα, ἐπιθυμῶντας νὰ ἀποκτήσουν χρήματα, βασανίζονται ὅταν δὲν ἐπιτύχουν στὴν προσπάθειά τους αὐτή, ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ λάβει γνώση τῶν ἀπορρήτων ἐκείνων ἀγαθῶν, τί θὰ ἀρκοῦσε τότε γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει; Δὲν ὑπάρχει τίποτε.
Μὴ μοῦ προβάλλεις λοιπὸν τὴν ἀφθονία τῶν χρημάτων, ἀλλὰ νὰ σκέπτεσαι πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ζημία ποὺ ὑφίστανται οἱ ἐραστὲς αὐτῆς, οἱ ὁποῖοι ἀντὶ τούτων χάνουν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ παθαίνουν τὸ ἴδιο πρᾶγμα ποὺ παθαίνει κάποιος, ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ συμβεῖ νὰ ἐκπέσει ἀπὸ τὴν τιμητική του θέση στὰ ἀνάκτορα, ποὺ θεωρεῖ πολὺ σπουδαῖο πρᾶγμα τὴ μία σωρὸ κοπριὰ ποὺ ἔχει. Καθ' ὅσον ὡς πρὸς τίποτε δὲν διαφέρει ἡ συγκέντρωση τῶν χρημάτων ἀπὸ ἐκείνη, ἀλλὰ μᾶλλον εἶναι καὶ καλύτερη· διότι ἡ μὲν κοπριὰ εἶναι χρήσιμη καὶ γιὰ τὴ γεωργία καὶ γιὰ τὴ θέρμανση τοῦ λουτροῦ καὶ γιὰ ἄλλα παρόμοια, ὁ κρυμμένος ὅμως μέσα στὴν γῆ χρυσὸς δὲν εἶναι χρήσιμος γιὰ κανένα ἀπὸ αὐτά. Καὶ μακάρι νὰ ἦταν μόνο ἄχρηστος· ὅμως τώρα ἀνάπτει καὶ πολλὲς καμίνους σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔχει, ἐὰν συμβεῖ νὰ μὴν τὸν χρησιμοποιεῖ ὅπως πρέπει· διότι τὰ περισσότερα κακὰ προέρχονται ἀπὸ αὐτόν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν οἱ μὲν εἰδωλολάτρες ἀποκαλοῦσαν τὴ φιλαργυρία ‘’ἀκρόπολη τῶν κακῶν’’, ὁ δὲ μακάριος Παῦλος τὴ χαρακτήρισε κατὰ τρόπο καλύτερο καὶ παραστατικότερο, ὀνομάζοντας αὐτήν ‘’ρίζα ὅλων τῶν κακῶν’’.
Ἔχοντας λοιπὸν ὑπόψη ὅλα αὐτά, ἂς μάθουμε νὰ εἴμαστε μιμητὲς τῶν πραγμάτων ἐκείνων ποὺ εἶναι ἄξια μιμήσεως. Ὄχι τὶς λαμπρὲς οἰκοδομές, οὔτε τοὺς πλούσιους ἀγρούς, ἀλλὰ τοὺς ἄνδρες ἐκείνους ποὺ ἔχουν πολλὴ παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐκείνους ποὺ εἶναι πλούσιοι στὸν οὐρανό, τοὺς κυρίους τῶν θησαυρῶν ἐκείνων, τοὺς πραγματικὰ πλουσίους, τοὺς πτωχοὺς χάριν τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὥστε καὶ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν νὰ ἐπιτύχουμε μὲ τὴν χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μετὰ τοῦ ὁποίου στὸν Πατέρα μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει δόξα, δύναμις καὶ τιμή, τώρα κα πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος


ΠΗΓΕΣ:

•    https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

•    Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, Ὑπόμνημα στὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖον, ὁμιλία ΞΓ΄, σελίδες 209-233.

•    Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 67, σελ. 195- 207.

•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

•    Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν ἁπλὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

•    Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016

•    http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου