Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ
Κυριακὴ ΙΔ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 18,35-43)
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ διαβάζεται ὡς εὐαγγέλιο μία ὡραία σύντομη περικοπὴ ἐκ τοῦ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου, ποὺ διηγεῖται ἕνα θαῦμα.
Ἀλλὰ ἕνα θαῦμα μόνο ἔκανε ὁ Χριστός; Ἔκανε πολλά, ἀναρίθμητα θαύματα.
Ἂν μπορῇς νὰ μετρήσῃς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης, τὶς σταγόνες τῶν ὠκεανῶν, τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, τότε θὰ μπορέσῃς νὰ μετρήσῃς καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Σωστὰ εἶπαν ὅτι, κι ἂν ὁ οὐρανὸς γίνῃ χαρτὶ κ᾽ ἡ θάλασσα μελάνι, δὲν φτάνουν γιὰ νὰ γραφτοῦν τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ μας. Γι᾽ αὐτὸ τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέ- λιο κλείνει μὲ τὰ λόγια· Λίγα εἶν᾽ ἐδῶ γραμμέ- να, ὑπάρχουν κι ἄλλα πολλά, ποὺ ἂν καθένα ἀπ᾽ αὐτὰ ἱστορηθῇ, ὁ κόσμος ὅλος νομίζω δὲν θὰ χωρέσῃ τὰ βιβλία ποὺ θὰ γραφτοῦν (βλ. Ἰω. 21,25). Ἀλλ᾽ ἂς ἔλθουμε στὸ σημερινὸ θαῦμα.
Τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, στὴν πόλι Ἰεριχὼ κατοικοῦσε ἕνας ἄνθρωπος τυφλός. Δὲν μποροῦσε νὰ ἐργασθῇ καὶ κατήντησε ζητιάνος· στεκόταν σὲ δρόμους καὶ σταυροδρόμια, ἅπλωνε τὸ χέρι καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη. Αὐτὸ γινόταν χρόνια.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα ἀκούει θόρυβο –ἡ ἀκοή του ἦταν ἐν τάξει–, νὰ περνάῃ πλῆθος. Ἀπόρησε καὶ ρώτησε· –Τί συμβαίνει;
–Περνάει ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, τοῦ λένε. Μόλις τ᾽ ἄκουσε ἔνιωσε ἐλπίδα· πίστευε ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήσῃ.
Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν νὰ χάσῃ τὴν εὐκαιρία – γιατὶ οἱ εὐκαιρίες χάνονται. Ἀμέσως ἀπὸ ᾽κεῖ ποὺ ἦταν ἀρχίζει νὰ φωνάζῃ· «Ἰησοῦ Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Φώναξε μιά, δυό, τρεῖς, μὰ καμμία ἀπάντησις. Εἶνε ἀδιάφορος ὁ Ἰησοῦς; Ὄχι, ἀλλὰ δοκίμαζε τὴν πίστι του. Καὶ ἡ πίστι τοῦ τυφλοῦ ἀποδείχθηκε μεγάλη.
Οἱ ἄνθρωποι γύρω του τὸν ἐπέπλητταν. Σώπα, τοῦ ἔλεγαν, μὴ φωνάζεις, σταμάτα, μᾶς ἐνοχλεῖς. Ἐκεῖνος ὅμως ἐξακολουθοῦσε νὰ φωνάζῃ ἐντονώτερα· «Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. 18,38-39). Ὁ Χριστὸς σταματάει, τὸν καλεῖ κοντὰ καὶ τὸν ρωτάει·
–Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Κι αὐτὸς τί ἀπαντᾷ; Δὲ ζήτησε οὔτε χρήματα οὔτε οἰκόπεδα οὔτε σπίτια οὔτε ἄλλα ὑλικὰ ἀγαθά· ζήτησε τί; ἕνα ἀνεκτίμητο πρᾶγμα.
–Κύριε, λέει, θέλω «ἵνα ἀναβλέψω». Καὶ τότε ὁ Χριστός, μὲ ὅση εὐκολία ἐμεῖς στρίβουμε τὸ διακόπτη τοῦ ἠλεκτρικοῦ καὶ φωτίζεται τὸ σπίτι, μὲ τόση κι ἀκόμη μεγαλύτερη, ὁ Κύριος τοῦ εἶπε·
–«Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (ἔ.ἀ. 18,42). Ναί, εἶνε αὐτὸς ποὺ κάποτε εἶπε «Γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς» (Γέν. 1,3). Κι ἀμέσως ὁ τυφλὸς εἶδε τὸ φῶς του καὶ ἀκολούθησε τὸ Χριστὸ δοξάζοντας τὸ Θεό.
Αὐτὸ εἶνε τὸ θαῦμα τὸ σημερινό. Θὰ μοῦ πῆτε τώρα· Τί σχέσι ἔχει αὐτὸ μ᾽ ἐμᾶς; ἐμεῖς δόξα τῷ Θεῷ δὲν εἴμαστε τυφλοί, ἔχουμε μάτια… Ἀκριβῶς διότι ἔχουμε μάτια, πρέπει νὰ αἰσθανθοῦμε περισσότερο τὸ θαῦμα καὶ νὰ δοξάσουμε τὸ Θεό, διότι μᾶς ἔδωσε μεταξὺ τῶν ἄλλων κι αὐτὴ τὴ μεγάλη δωρεά.
Τί εἶνε τὸ μάτι; Ἕνα θαῦμα. Δὲν τὸ λέμε ἐμεῖς, τὸ λένε ἐπιστήμονες μεγάλοι· εἶνε μιὰ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Καὶ ποιός τὸ κατασκεύασε; Ἂν σᾶς πῇ κάποιος ὅτι μιὰ φωτογραφικὴ μηχανὴ φύτρωσε μόνη της στὰ χωράφια, ποιός θὰ τὸ πιστέψῃ; Οἱ φωτογραφικὲς μηχανὲς κατασκευάζονται σὲ ἐργοστάσια π.χ. τῆς Ἰαπωνίας.
Μπροστὰ στὸ μάτι ὅμως τί εἶνε καὶ ἡ καλύτερη φωτογραφικὴ μηχανή; Ἕνα ἀτελὲς ἔργο ἀνθρώπου. Ἐνῷ τὸ μάτι εἶνε ἡ τέλεια μηχανή. Οἱ ὀφθαλμίατροι τὸ μελετοῦν, μὰ ποιός μπορεῖ νὰ πῇ ὅτι ἐξιχνίασε ὅλα τὰ μυστικά του! Τὸ εἶπα καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω· φτάνει ἕνα μάτι ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Νὰ πιστεύουμε λοιπὸν καὶ νὰ εὐγνωμονοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὰ μάτια ποὺ μᾶς ἔδωσε.
Προχθὲς ἦρθε στὴ Φλώρινα ἀπὸ τὴν Ἀλβανία μιὰ γυναίκα μὲ μερικὰ παιδάκια, καὶ ἑνὸς ἀπ᾽ αὐτὰ εἶχε χαλάσει τὸ μάτι του. Ἄχ, ἔλεγε ἡ γυναίκα, ἂν μποροῦσες νὰ τὸ κάνῃς καλὰ νὰ δῇ τὸ φῶς του!…
Πόσο ἀγνώμονες, πόσο ἀχάριστοι εἴμαστε! Πρέπει νὰ ὑποστοῦμε κάποια βλάβη στὰ μάτια, γιὰ νὰ ἐκτιμήσουμε τὴν ἀξία τους.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὰ φυσικὰ μάτια ὑπάρχουν καὶ μάτια πνευματικά. Ἕνας φιλόσοφος τῶν νεωτέρων χρόνων εἶπε, ὅτι οἱ αἰσθήσεις δὲν εἶνε πέντε· ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη ἕκτη αἴσθησι, ποὺ εἶνε ἀνώτερη. Αὐτὴ ἡ ἕκτη αἴσθησι ὀνομάζεται πίστι.
Μὲ τὰ ὑλικὰ μάτια βλέπουμε τὰ ὁρατὰ δημιουργήματα, μὲ τὴν πίστι βλέπουμε τὰ ἀόρατα· κ᾽ εἶνε μεγάλο πρᾶγμα αὐτό. Ἡ ἱστορία ἀναφέρει, ὅτι τὸν 4ο αἰῶνα στὴν Ἀλεξάνδρεια ἔζησε ἕνας θεολόγος ποὺ λεγόταν Δίδυμος καὶ ἦταν τυφλός. Ἐν τούτοις μὲ θεία φώτισι εἶχε γίνει σπουδαῖος διδάσκαλος καὶ κήρυκας. Αὐτὸν συνάντησε κάποτε ὁ μέγας Ἀντώνιος καὶ τοῦ λέει· Δίδυμε, σὲ μακαρίζω· δὲν ἔχεις βέβαια μάτια σωματικά, ἀλλὰ τέτοια μάτια ἔχουν καὶ τὰ ζῷα· ἐσὺ ἔχεις κάτι ἄλλα μάτια, ποὺ εἶνε σπάνια στὸν κόσμο· ἔχεις τὰ μάτια τῆς πίστεως!
Ὑπάρχουν σήμερα τέτοια μάτια; Πολὺ σπάνια. Ἀμφιβάλλω ἂν τέτοια μάτια ἔχῃ ἕνας μέσα στοὺς ἑκατό, ἕνας μέσα στοὺς χίλιους. Ὁ Χριστὸς ἔχει προφητεύσει, ὅτι θά ᾽ρθουν χρόνια ποὺ ἡ πίστι θὰ εἶνε κάτι πολὺ σπάνιο (βλ. Λουκ.18,8).
Καὶ σήμερα βλέπουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουν. Γέμισε ὁ κόσμος σχολειά, γυμνάσια καὶ πανεπιστήμια μὲ πλῆθος σχολές· ἡ ἐποχή μας φαντάζει ὡς ἐποχὴ τῶν φώτων. Ἐν τούτοις, μὲ τόσους δασκάλους καὶ τόση γνῶσι, ἀπὸ πλευρᾶς ψυχικοῦ πολιτισμοῦ ἔχουμε σκοτάδι, εἴμαστε τυφλοί.
Εἴμαστε πιὸ πίσω ἀπὸ ᾽κεῖ ποὺ ἦταν οἱ ἀγράμματοι πρόγονοί μας. Ἐκεῖνοι δὲν εἶχαν πολλὰ σχολειά, εἶχαν ὅμως πίστι, μάτια πίστεως· ἔβλεπαν καὶ δόξαζαν τὸ Θεὸ κ᾽ ἔλεγαν μὲ δάκρυα «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν…».
Σήμερα αὐτὴ ἡ πίστις ἔλειψε, ξαναγύρισε τὸ σκοτάδι· κι ὅπως εἶπε ὁ Γκαῖτε, ἕνας νεώτερος φιλόσοφος, «ἰδού ἐγὼ μὲ τόσα φῶτα τυφλός, τυφλὸς ὅπως καὶ πρῶτα».
Ζήτημα, μέσα σὲ χιλιάδες ἀνθρώπους, ἕνας νὰ πιστεύῃ. Κι αὐτὸς ποὺ πιστεύει ὑφίσταται τὸ μαρτύριο τοῦ τυφλοῦ, ποὺ τοῦ ἔλεγαν Σώ- πα, μὴ μιλᾷς, σκάσε! Σήμερα, ἂν παρουσιαστῇ στὸν κόσμο κάποιος ποὺ πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ κηρύττει μὲ θάρρος τὸ λόγο του, ἀκοῦς νὰ τοῦ λένε τὸν πικρὸ λόγο· Σώπα, σώπα!…
Παρ᾿ ὅλες ὅμως τὶς ἐπιπλήξεις, πρέπει νὰ ἐξακολουθήσουμε νὰ κηρύττουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Σκοτάδια ἔχουμε, κι ὁ κόσμος βαδίζει στὰ τυφλά. Λείπει τὸ φῶς. Γιατὶ τὸ μάτι δὲ βλέπει μόνο του· βλέπει μὲ τὸν ἥλιο. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἥλιος, δὲ θὰ βλέπαμε.
Γιὰ νὰ δοῦμε ἀπαιτεῖται συνεργασία ἥλιου καὶ ματιῶν. Ἔτσι καὶ στὰ πνευματικά· χρειαζόμαστε «τὸ φῶς», καὶ «τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν» εἶνε ἕνας καὶ μόνο, ὁ Χριστός, «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» (ἀπολυτ. Χριστουγ.) ποὺ «φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 1,9). Γι᾿ αὐτὸ ἂς μιμηθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὸν τυφλὸ τοῦ εὐαγγελίου, κι ἂς ποῦμε ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας τὸ «Κύριε, ἐλέησον».
Τί μεγάλη δύναμι, ἀδελφοί μου, ἔχει τὸ «Κύριε, ἐλέησον»! Ἀλλὰ ἐμεῖς τὸ λέμε ἔτσι ψυχρά· ζοῦμε ῥεμαλοειδῶς. Ἂν πᾶτε στὴ ῾Ρωσία, στὴ Μόσχα ποὺ ὕστερα ἀπὸ 75 χρόνια ἄνοιξαν οἱ ἐκκλησιές, θὰ δῆτε ὅτι τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τὸ λένε ὅλοι οἱ πιστοί, ὄχι μόνο ὁ ψάλτης, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε σ᾿ ἕνα σκοτάδι, ἂς μιμηθοῦμε τὸν τυφλό, ἂς ποῦμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μας.
Στὴ θεία Λειτουργία, ἀπ᾽ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾽ εὐχῶν…», ἑκατὸ φορὲς λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Παρακαλοῦμε γιὰ ὅλες τὰς περιπτώσεις τῆς ζωῆς.
Ἂς ποῦμε λοιπὸν κ᾽ ἐμεῖς ἕνα «Κύριε, ἐλέησον»· νὰ τὸ ποῦν οἱ γονεῖς γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ παιδιὰ γιὰ τοὺς γονεῖς, οἱ δάσκαλοι γιὰ τοὺς μαθητὰς καὶ οἱ μαθηταὶ γιὰ τοὺς δασκάλους, οἱ πλούσιοι γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ οἱ φτωχοὶ γιὰ τοὺς πλουσίους, οἱ γέροι γιὰ τοὺς νέους καὶ οἱ νέοι γιὰ τοὺς γέρους. Νὰ τὸ ποῦμε ὅλοι τώρα· γιατὶ ἔρχεται συμφορά, καὶ τότε θά ᾽νε ἀργά!
Ἡ πατρίδα μας κυκλώνεται ἀπὸ ἐχθρούς· ἐμεῖς στὰ σύνορα τὸ αἰσθανόμαστε. Οἱ ἐχθροὶ περιμένουν. Μόλις δοθῇ τὸ σύνθημα, θά ᾽χουμε πόλεμο. Τὰ ἐγγόνια τοῦ Κεμὰλ ἑτοιμάζουν στρατιά, στρατιὰ τοῦ Αἰγαίου, γιὰ νὰ ὁρμήσουν. Μᾶς κυκλώνουν ἐχθροὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ὅλοι «Κύριε, ἐλέησον» τὴ μικρή μας πατρίδα, νὰ παραμείνῃ ἐλεύθερη.
«Κύριε, ἐλέησον» τὴν Ἐκκλησία μας, νά ᾽νε ἐλευθέρα καὶ ζῶσα μέσα στὸν κόσμο αὐτόν.
Καὶ νὰ θυμώμαστε τὴν προσευχὴ ποὺ ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· «Κύριε φώτισόν μου τὸ σκότος». Φώτισε τὸ σκοτάδι μας, Κύριε.
Νὰ μᾶς φωτίσῃ ὁ Θεός, ὥστε νὰ πράττουμε τὰ πρέποντα καὶ τὰ εὐάρεστα, καὶ νὰ δοξάζουμε κ᾽ ἐμεῖς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγ. Σκέπης Πτολεμαΐδος τὴν 26-1-1992 μὲ ἄλλο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 16-11-2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου