Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος συγκαταλέγεται στοὺς Μεγαλομάρτυρες καὶ εἶναι
ἀπὸ τοὺς πιὸ λαοφιλεῖς Ἁγίους της Ἐκκλησίας μας. Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου - ἀρχὲς
τοῦ 4ου αἰῶνα, στὴν διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ.
Ἡ ἐποχή του ὑπῆρξε ἐποχὴ σκληρῶν διωγμῶν ἐναντίον τῆς Χριστιανικῆς πίστης.
Ὁ Γεώργιος εἶχε μεγάλο ἀξίωμα· ἦταν κόμης καὶ διακρινότανε σὲ ὅλες τὶς στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις γιὰ τὴν γενναιότητα καὶ τὴν ἀνδρεία του.
Παρ᾿ ὅλη ὅμως τὴν δόξα καὶ τὶς τιμὲς δὲν ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει τὰ πάντα καὶ νὰ ὁμολογήσει μὲ παῤῥησία μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα καὶ σὲ πολλοὺς ἄρχοντες τὴν Χριστιανική του πίστη. Ὑπέμεινε πολλὰ καὶ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ στὸ τέλος ἀναδείχτηκε Μεγαλομάρτυρας.
Εἶναι πολλὰ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὄχι μόνο αὐτὰ ποὺ ἀναφέρονται σὲ αὐτὸ τὸ βιβλιάριο, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα, ποὺ μέχρι σήμερα κάνει σ᾿ ὅσους προσφεύγουν μὲ πίστη στὶς πρεσβεῖες του.
Δεῖγμα τιμῆς ἀπὸ μέρους μας πρὸς τὸν Ἅγιο, ἀγαπητὲ ἀναγνώστη, εἶναι βέβαια καὶ ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης του καὶ τὰ πανηγύρια, ἀλλὰ πιὸ μεγάλο δεῖγμα τιμῆς εἶναι ἡ μίμηση τῆς ἁγίας ζωῆς του, γιατί «τιμὴ μάρτυρος» εἶναι ἡ «μίμηση μάρτυρος». Μίμηση τῆς ὁμολογίας, τῆς μαρτυρικῆς καὶ ἁγίας ζωῆς του.
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου μέχρι τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀνέβηκε στὸν θρόνο ὁ Διοκλητιανός, τὸ 283 μ.Χ., ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία μεγάλωσε πάρα πολύ, γιατί ἐπικρατοῦσε εἰρήνη. Οἱ Χριστιανοὶ πῆραν πολλὲς δημόσιες θέσεις, ἔκτισαν πολλοὺς καὶ μεγάλους ναούς, διάφορα σχολεῖα καὶ ὀργάνωσαν τὴν διοίκηση καὶ τὴν διαχείριση τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῆς φιλανθρωπίας.
Ὁ Διοκλητιανὸς ἀρχικὰ ἐργάστηκε γιὰ τὴν ὀργάνωση τοῦ κράτους του. Προσέλαβε στρατηγοὺς γιὰ βοηθούς του ποὺ τοὺς ὀνόμασε αὐτοκράτορες καὶ Καίσαρες κι ἀφοῦ πέτυχε νὰ ὑποτάξει τοὺς ἐχθροὺς τοῦ κράτους καὶ νὰ σταθεροποιήσει τὰ σύνορά του, στράφηκε στὰ ἐσωτερικὰ ζητήματα. Δυστυχῶς, στράφηκε ἐναντίον τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας γιὰ νὰ ἀνορθώσει τὴν εἰδωλολατρία. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο λοιπόν, κάλεσε τοὺς βοηθούς του Καίσαρες τὸ 303 μ.Χ. καὶ τοὺς στρατηγοὺς στὴν πρωτεύουσα τοῦ ἀνατολικοῦ Ῥωμαϊκοῦ κράτους σὲ τρεῖς γενικὲς συγκεντρώσεις. Ἀνάμεσά τους βρισκότανε καὶ ὁ Γεώργιος, ποὺ διακρίθηκε πολλὲς φορὲς στοὺς πολέμους.
Συγκεντρώθηκαν λοιπὸν ὅλοι, γιὰ νὰ πάρουν ἀποφάσεις γιὰ τὴν ἐξόντωση καὶ τὸν ἀφανισμὸ τῆς Χριστιανικῆς πίστης. Πρῶτος μίλησε ὁ Διοκλητιανὸς καὶ ἐπέβαλε σὲ ὅλους ν᾿ ἀναλάβουν τὸν ἐξοντωτικὸ ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅλοι ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ καταβάλουν κάθε προσπάθεια, γιὰ νὰ ἐξαλείψουν τὴν Χριστιανικὴ Θρησκεία ἀπὸ τὸ Ῥωμαϊκὸ κράτος. Τότε ὁ γενναῖος Γεώργιος σηκώθηκε καὶ εἶπε: «Γιατί, βασιλιὰ καὶ ἄρχοντες, θέλετε νὰ χυθεῖ αἷμα δίκαιο καὶ ἅγιο καὶ νὰ ἐξαναγκάσετε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ προσκυνοῦν καὶ νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα;» Καὶ διακήρυξε τὴν ἀλήθεια τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας καὶ τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ.
Μόλις τελείωσε, ὅλοι συγχυστήκανε μ᾿ αὐτὴ τὴν ὁμολογία του καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν νὰ μετανοήσει γιὰ ὅσα εἶπε, καταπραΰνοντας ἔτσι καὶ τὸν Διοκλητιανό. Ἀλλὰ ὁ Γεώργιος ἦταν σταθερὸς καὶ μὲ θάῤῥος διακήρυσσε τὴν Χριστιανική του πίστη.
Ὀργισμένος ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ τὸν κλείσουν στὴν φυλακὴ κὰ νὰ τοῦ περισφίγξουν τὰ πόδια στὸ ξύλο καὶ ἀφοῦ τὸν ξαπλώσουν ἀνάσκελα, νὰ βάλουν πάνω στὸ στῆθος του μεγάλη καὶ βαριὰ πέτρα.
Τὸ ἄλλο πρωὶ ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ τοῦ παρουσιάσουν τὸν Γεώργιο γιὰ νὰ τὸν ἀνακρίνει. Καὶ πάλι αὐτὸς ἔμεινε ἀκλόνητος στὴν ὁμολογία του καὶ παρ᾿ ὅλες τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ αὐτοκράτορα διακήρυττε τὴν πίστη του καὶ μιλοῦσε γιὰ τοὺς οὐρανίους θησαυρούς. Ὁ Διοκλητιανὸς ὀργίστηκε ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ διέταξε τοὺς δημίους νὰ δέσουν τὸν Ἅγιο σὲ ἕνα μεγάλο τροχὸ γιὰ νὰ κομματιαστεῖ τὸ σῶμα του. Μάλιστα εἰρωνεύτηκε τὴν ἀνδρεία τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν κάλεσε νὰ προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ὁ Γεώργιος εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ἀξίωνε νὰ δοκιμαστεῖ καὶ δέχτηκε μὲ εὐχαρίστησε νὰ ὑποστεῖ τὸ φοβερὸ αὐτὸ μαρτύριο, ποὺ χώριζε σὲ μικρὰ λεπτὰ κομμάτια ὁλόκληρο τὸ σῶμα του, ἐπειδὴ γύρω γύρω ἀπὸ τὸν τροχὸ ὑπῆρχαν μπηγμένα κοφτερὰ σίδερα, ποὺ μοιάζανε μὲ μαχαίρια. Πραγματικὰ μόλις ὁ τροχὸς κινήθηκε τὰ κοφτερὰ σίδερα ἄρχισαν νὰ κόβουν τὸ σῶμα του. Τότε ἀκούστηκε μία φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἔλεγε : «Μὴ φοβᾶσαι, Γεώργιε, γιατί ἐγὼ εἶμαι μαζί σου» καὶ ἀμέσως ἕνας ἄγγελος ἐλευθέρωσε τὸν Ἅγιο, λύνοντας τὸν ἀπὸ τὸν τροχὸ καὶ θεραπεύτηκε ὅλο τὸ καταπληγωμένο σῶμα του.
Ὁ Γεώργιος ἀφοῦ ἀπέκτησε τὸ θαυμάσιο παράστημά του, μὲ ὄψη ἀγγελική, παρουσιάστηκε στὸν Διοκλητιανὸ ποὺ εἶχε πάει μὲ ἄλλους νὰ κάνει θυσία. Μόλις τὸν εἶδαν ἔμειναν ὅλοι ἔκθαμβοι καὶ ἀπορημένοι. Μερικοὶ δὲ ἰσχυριζόντουσαν ὅτι εἶναι κάποιος ποὺ τοῦ μοιάζει καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι φάντασμα. Καθὼς ὅμως σχολιάζανε τὸ γεγονός, ἐμφανίστηκαν μπροστὰ στὸν βασιλιὰ δυὸ ἀπὸ τοὺς ἀξιωματικούς του, ὁ Πρωτολέοντας καὶ ὁ Ἀνατόλιος μὲ χίλιους στρατιῶτες καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Ὁ Διοκλητιανὸς θύμωσε τόσο ποὺ ἔγινε ἔξαλλος καὶ διέταξε νὰ τοὺς σκοτώσουν, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε ἀμέσως.
Ἔπειτα διέταξε νὰ γεμίσουν ἀμέσως ἕνα λάκκο μὲ ἀσβέστη καὶ νερὸ καὶ ἀφοῦ ῥίξουν μέσα τὸν Γεώργιο, νὰ τὸν ἀφήσουν μέσα τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες ἔτσι ποὺ νὰ διαλυθοῦν καὶ τὰ κόκκαλά του.
Πραγματικὰ οἱ δήμιοι ῥίξανε τὸν Ἅγιο στὸν ζεματιστὸ ἀσβέστη καὶ κλείσανε τὸ στόμα τοῦ λάκκου. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες ὁ Διοκλητιανὸς ἔστειλε στρατιῶτες νὰ ἀνοίξουν τὸ λάκκο. Μὲ μεγάλη τους ἔκπληξη ὅμως βρῆκαν τὸν Γεώργιο ὄρθιο, μέσα στὸν ἀσβέστη καὶ προσευχόταν. Τὸ γεγονὸς ἐντυπωσίασε καὶ προκάλεσε θαυμασμὸ καὶ ἐνθουσιασμὸ στὸ λαό, ποὺ φώναζε: «Ὁ Θεὸς τοῦ Γεωργίου εἶναι μεγάλος». Ὁ Διοκλητιανὸς ζήτησε ἐξηγήσεις ἀπὸ τὸν Γεώργιο, ποὺ ἔμαθε τὶς μαντικὲς τέχνες καὶ πὼς τὶς χρησιμοποιεῖ. Ὁ Γεώργιος τότε τοῦ ἀπάντησε ὅτι τὰ γεγονότα ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς θείας χάρης καὶ δύναμης καὶ ὄχι μαγείας καὶ γοητείας.
Ὁ Διοκλητιανὸς ὀργισμένος διέταξε νὰ τοῦ φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια μὲ σιδερένια καρφιὰ καὶ τὸν ἐξαναγκάσουν νὰ περπατᾷ. Ὁ Ἅγιος προσευχόταν καὶ περπατοῦσε χωρὶς νὰ πάθει τίποτα. Πάλι διέταξε νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ σκέφτηκε νὰ φωνάξει τοὺς ἄρχοντες γιὰ νὰ συσκεφτοῦν τί ἔπρεπε νὰ κάμουν στὸν Γεώργιο. Καὶ ἀφοῦ τὸν δείρανε τόσο πολύ με μαστίγια καὶ καταπλήγωσαν ὁλόκληρο τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου, τὸν παρουσίασαν στὸν Διοκλητιανό, ποὺ ἔμεινε ἔκπληκτος βλέποντας τὸν Γεώργιο νὰ λάμπει σὰν Ἄγγελος. Σκέφτηκε, λοιπόν, ὅτι τὸ φαινόμενο αὐτὸ ὀφειλόταν στὶς μαγικές του ἱκανότητες. Γι᾿ αὐτὸ κάλεσε τὸν μάγο Ἀθανάσιο, γιὰ νὰ λύσει τὰ μάγια τοῦ Γεωργίου.
Ἦλθε, λοιπὸν ὁ μάγος Ἀθανάσιος, κρατῶντας στὰ χέρια του δυὸ πήλινα ἀγγεῖα, ὅπου ὑπῆρχε δηλητήριο. Στὸ πρῶτο ἀγγεῖο τὸ δηλητήριο προξενοῦσε τρέλα, ἐνῷ στὸ δεύτερο τὸν θάνατο.
Ἀμέσως ὁδήγησαν τὸν Ἅγιο στὸν Διοκλητιανὸ καὶ στὸν μάγο Ἀθανάσιο. Ὁ βασιλιὰς διέταξε νὰ τοῦ δώσουν νὰ πιεῖ τὸ πρῶτο δηλητήριο. Ὁ Ἅγιος χωρὶς δισταγμὸ ἤπιε τὸ δηλητήριο τοῦ πρώτου δοχείου, ἀφοῦ προηγουμένως προσευχήθηκε, λέγοντας : «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ εἰπὼν κἂν θανάσιμόν τι πίω, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει, θαυμάστωσον νῦν τὰ ἐλέη σου». Καὶ δὲν ἔπαθε ἀπολύτως τίποτα.
Μόλις εἶδαν ὅτι δὲν ἔπαθε ἀπολύτως τίποτα, ὁ βασιλιὰς διέταξε νὰ τοῦ δώσει ὁ μάγος καὶ τὸ δεύτερο ἀγγεῖο. Τὸ ἤπιε καὶ αὐτὸ χωρὶς νὰ πάθει τὸ παραμικρό. Τότε ὅλοι ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα. Ὁ Διοκλητιανὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ ἐπειμένει ὅτι γιὰ νὰ μὴν πεθάνει ὁ Γεώργιος εἶχε δικά του μάγια. Ὁ μάγος Ἀθανάσιος ποὺ ἤξερε πόσο δραστικὰ ἦταν τὰ δηλητήρια, ἀφοῦ ἐγονάτισε μπροστὰ στὸν μάρτυρα, ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν ἀληθινὸ Θεό. Τότε ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε καὶ ἐφόνευσαν τὸν Ἀθανάσιο ἀμέσως. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔφθασε καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ Διοκλητιανοῦ Ἀλεξάνδρα, ποὺ ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν ἀληθινὸ Θεό. Καὶ ὁ σκληρὸς καὶ ἄκαρδος Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ τὴν φυλακίσουν καὶ τὴν ἑπομένη νὰ τῆς κόψουν τὸ κεφάλι. Ἡ Ἀλεξάνδρα ἐνῷ προσευχόταν στὴν φυλακή, παρέδωσε τὴν ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος κλείστηκε στὴν φυλακὴ καὶ τὴν νύκτα εἶδε στ᾿ ὄνειρό του τὸν Χριστό, ποὺ τοῦ ἀνάγγειλε ὅτι θὰ πάρει τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου καὶ θὰ ἀξιωθεῖ τῆς αἰωνίου ζωῆς. Σὰν ξημέρωσε διατάχθηκαν οἱ στρατιῶτες νὰ παρουσιάσουν μπροστά του τὸν Ἅγιο. Πραγματικὰ ὁ Ἅγιος ἐβάδιζε γεμάτος χαρὰ πρὸς τὸν βασιλέα, ἐπειδὴ προγνώριζε ὅτι ἔφτασε τὸ τέλος του. Μόλις λοιπὸν τὸν ἀντίκρισε ὁ Διοκλητιανός, τοῦ πρότεινε νὰ πᾶνε στὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνα γιὰ νὰ θυσιάσει στὸ εἴδωλό του. Ὅταν μπῆκε ὁ Ἅγιος στὸν ναό, ἐσήκωσε τὸ χέρι καὶ ἀφοῦ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ διέταξε τὸ εἴδωλο νὰ πέσει. Ἀμέσως τοῦτο ἔπεσε καὶ ἔγινε κομμάτια.
Ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων καὶ ὁ λαὸς τόσο πολὺ θύμωσαν, ποὺ φώναζαν στὸν βασιλέα νὰ θανατώσει τὸν Γεώργιο. Ὁ Διοκλητιανὸς ἔβγαλε διαταγὴ καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι.
Οἱ γονεῖς του Γεωργίου γιὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἐπενθοῦσαν καὶ ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητοι γιὰ τὸ χαμένο τοὺς παιδί. Καθημερινὰ ἐπήγαιναν στὴν ἐκκλησία καὶ γονατιστοὶ παρακαλοῦσαν θερμὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς φανερώσει τί ἀπέγινε τὸ ἀγαπημένο τους παιδί.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Γεώργιος ἀπὸ τὴν ἐξορία του προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ καὶ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ συναντηθεῖ μὲ τοὺς ἀγαπημένους του γονεῖς. Ἐπέρασε λοιπὸν ἕνας χρόνος ἀπὸ τότε ποὺ ἐξαφανίστηκε. Ἔφθασε μάλιστα καὶ ἡ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου καὶ οἱ γονεῖς, ποὺ πάντα εἶχαν τὴν ἐλπίδα ὅτι τὸ παιδί τους ζεῖ, ἐκάλεσαν τοὺς συγγενεῖς τους γιὰ δεῖπνο.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ Γεωργίου τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ πλύνει τὰ πόδια πρὶν ἀπὸ τὸ φαγητὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Γεώργιος πῆγε νὰ ζεστάνει νερό. Ὅλη τὴν ἡμέρα ὁ Γεώργιος ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιό του ποὺ γιόρταζε νὰ τὸν ἐλευθερώσει καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει κοντὰ στοὺς γονεῖς του. Μόλις τὸ νερὸ ἔβρασε καὶ τὸ ἑτοίμασε γιὰ τὸν ἀφέντη του, παρουσιάστηκε μπροστά του ὁ Ἅγιος ἔφιππος σ᾿ ἕνα ἄσπρο ἄλογο καὶ ἀφοῦ ἀνέβασε τὸν νέο σ᾿ αὐτὸ ἀμέσως, τὸν ἔφερε στὸ σπίτι του τὴν ὥρα ποὺ βρισκόταν ὅλοι οἱ καλεσμένοι στὸ τραπέζι. Ἔμειναν ὅλοι τότε ἔκθαμβοι καὶ ὅταν ἐκεῖνος τοὺς ἀφηγήθηκε τὸ θαῦμα μὲ κάθε λεπτομέρεια, ὅλοι γεμάτοι χαρὰ ἐδόξασαν τὸ Θεό.
Ἡ μάνα του ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ χάθηκε ὁ γιός της ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο νὰ τῆς φανερώσει τὸ χαμένο της παιδί. Ὁ Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος δὲν βράδυνε νὰ ἐκπληρώσει τὸν πόνο τῆς πονεμένης μάνας. Καὶ ἐνῷ ὁ νέος ἑτοιμαζόταν νὰ προσφέρει κρασὶ στὸν Ἀμιρᾶν, ὁ Ἅγιος Γεώργιος τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν μετέφερε στὴν μάνα του. Καὶ οἱ δυὸ δὲν πίστευαν στὰ μάτια τους. Ὅταν συνῆλθαν δόξαζαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο γιὰ τὸν παράξενο τρόπο τῆς ἀπελευθέρωσης.
Μόλις ἔκανε τὸ τάξιμο ἄρχισε νὰ παλεύει μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ ποὺ τὰ νίκησε. Ἀμέσως πῆγε στὸ σπίτι του καὶ μόνος του ἐφτίαξε τὸ σφουγγάτο καὶ τὄβαλε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα ἔφθασαν ἐκεῖ τρεῖς νέοι γιὰ νὰ προσκυνήσουν καὶ μόλις εἶδαν τὸ σφουγγάτο σκέφτηκαν νὰ τὸ φάνε. Καὶ εἶπαν μεταξύ τους: «Τί τὰ θέλει αὐτὰ ὁ Ἅγιος; Μήπως πρόκειται νὰ τὰ φάει;» Ἐκάθησαν, λοιπόν, καὶ ἔφαγαν τὸ σφουγγάτο στὰ σκαλοπάτια τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν θέλησαν νὰ φύγουν δὲν μποροῦσαν νὰ σηκωθοῦν, γιατί εἶχαν κολλήσει στὰ μαρμάρινα σκαλοπάτια. Ἔκαμαν τότε φτηνὰ τάματα στὸν Ἅγιο γιὰ νὰ ξεκολλήσουν, ἀλλὰ τίποτα. Ὅταν ἔκαμαν ἀκριβὸ τάμα, νὰ δώσει ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα φλωρί, τότε μόνο μπόρεσαν νὰ ξεκολλήσουν καὶ ν᾿ ἀπελευθερωθοῦν. Μόλις βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ πῆραν θάῤῥος, εἶπαν πρὸς τὸν Ἅγιο: «Ἅγιε Γεώργιε, τὰ σφουγγάτα σου εἶναι πολὺ ἀκριβά, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς δὲν θὰ ξαναγοράσουμε τίποτα ἀπὸ ἐσένα».
Ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια πῆρε ἄδεια ἀπὸ τὸν ἡγούμενό του καὶ ἔφυγε γιὰ νὰ συναντήσει τὸν ἱερέα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ποὺ τὸν εἶχε συμβουλεύσει νὰ βαπτισθεῖ. Ὅταν ἔφτασε ἐκεῖ ὁ ἱερέας δὲν τὸν ἀναγνώρισε. Ἀφοῦ τοῦ ἀποκάλυψε ποιὸς ἦταν, τοῦ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία του νὰ δεῖ τὸν Χριστό. Ὁ ἱερέας δόξασε τὸν Θεὸ καὶ τοῦ εἶπε: «πήγαινε παιδί μου στὸν θεῖο σου Ἀμιρᾶν καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη σου τόσο σ᾿ αὐτὸν ὅσο καὶ σ᾿ ἄλλους Σαρακηνούς». Ὁ μοναχὸς σὰν τὰ ἄκουσε αὐτὰ συγκινήθηκε καὶ ξεκίνησε ἀμέσως νὰ πάει στὴν πόλη, ὅπου ὁ θεῖος του ἦταν ἄρχοντας. Ὅταν ἔφτασε ἐκεῖ, περίμενε νὰ νυχτώσει καὶ ἀνέβηκε στὸν μιναρὲ τοῦ τζαμιοῦ καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει: «Τρέξτε ἐδῶ Σαρακηνοί, διότι θέλω νὰ σᾶς μιλήσω». Τότε οἱ Σαρακηνοὶ ἔτρεξαν μὲ λαμπάδες καὶ ὅταν εἶδαν τὸν μοναχό, ῥώτησαν τί εἶχε νὰ τοὺς πεῖ. Ὁ μοναχός τους εἶπε: «Μὲ ῥωτᾶτε τί ἔχω νὰ σᾶς πῶ; Λοιπόν σας ῥωτῶ: Ποῦ εἶναι ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀμιρᾶν, ποὺ ἔφυγε κρυφά;» Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν: «Ἂν μᾶς πεῖς ποὺ βρίσκεται θὰ σοῦ δώσουμε ὅσα λεφτὰ θέλεις». Ὁ μοναχὸς τοὺς εἶπε: «Ὁδηγῆστέ με στὸν Ἀμιρᾶν γιὰ νὰ σᾶς τὸ πῶ».
Ἀφοῦ ἅρπαξαν τὸν μοναχό, τὸν ὁδήγησαν μὲ μεγάλη χαρὰ στὸν Ἀμιρᾶν. «Αὐτὸς ὁ μοναχὸς γνωρίζει ποὺ εἶναι ὁ ἀνεψιός σου», τοὔπανε. Ὁ Ἀμιρὰς τότε ῥώτησε ἂν στ᾿ ἀλήθεια ξέρει ποὺ βρίσκεται. «Ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶμαι. Ὅμως τώρα εἶμαι Χριστιανὸς καὶ πιστεύω στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦμα, τὴν μία θεότητα καὶ ὁμολογῶ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν παρθένο Μαρία καὶ ἔκαμε στὸν κόσμο μεγάλα θαυμάσια καὶ ἀφοῦ σταυρώθηκε καὶ πῆγε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθισε στὰ δεξιά του Θεοῦ καὶ Πατέρα, πρόκειται νὰ ἔλθει ξανὰ γιὰ νὰ κρίνει ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους». Μόλις ἄκουσε αὐτὰ ὁ θεῖος του Ἀμιρὰς τοὖπε: «Τί ἔπαθες, ταλαίπωρέ μου, νὰ ἀφήσεις τὸ σπίτι σου, τὰ πλούτη σου, τὴν δόξα σου καὶ νὰ περπατεῖς περιφρονημένος σὰν ζητιάνος; Ἐπίστρεψε λοιπὸν στὴν θρησκεία σου καὶ παραδέξου σὰν προφήτη σου τὸν Μωάμεθ γιὰ νὰ ἐπανέλθεις ξανὰ στὴν προηγούμενή σου κατάσταση». Ὁ μοναχὸς τότε τοῦ εἶπε: «Ὅσα καλὰ εἶχα ποὺ ἤμουν Σαρακηνός, ἦταν μερίδα τοῦ διαβόλου. Αὐτὸ τὸ τρίχινο φόρεμά μου εἶναι τὸ καύχημα καὶ ὁ πλοῦτος μου. Τὸ Μωάμεθ ποὺ σᾶς πλάνεψε καὶ τὴν θρησκεία του, ἀποστρέφομαι ἐντελῶς».
Σὰν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἀμιρᾶς εἶπε πρὸς τοὺς Σαρακηνοὺς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, ὅτι ὁ ἀνεψιός του ἔχασε τὰ λογικά του καὶ νὰ τὸν διώξουν. Αὐτὸ βέβαια τὸ ἔκαμε γιὰ νὰ τὸν γλιτώσει ἀπὸ τὸ νόμο ποὺ προέβλεπε θανατικὴ ποινὴ στοὺς ὑβριστὲς τῆς θρησκείας. Ἐκεῖνοι μόλις ἄκουσαν τὸν Ἀμιρᾶν εἶπαν: «Ἀφήνεις ἐλεύθερο αὐτὸν ποὺ ὕβρισε τὸν προφήτη καὶ τὴν θρησκεία μας; Ἂς ἀρνηθοῦμε καὶ ἐμεῖς λοιπὸν τὴν θρησκεία μας καὶ ἂς γίνουμε Χριστιανοί». Ὁ Ἀμιρᾶς ἐπειδὴ φοβήθηκε τὸν ὄχλο μήπως ἐξαγριωθεῖ περισσότερο, ἔδωκε τὴν ἄδεια νὰ τὸν κάμουν ὅτι θέλουν. Ἐκεῖνοι τὸν ἅρπαξαν, τρίζοντας τὰ δόντια ἀπὸ τὴν λύσσα καὶ ἀφοῦ τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν λιθοβόλησαν, ἐνῷ ἐκεῖνος προσευχόταν κι εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, γιατί τὸν ἀξίωνε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας. Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τοῦ θαῤῥαλέου ὁμολογητῆ Σαρακηνοῦ.
Κάθε νύχτα πάνω ἀπὸ τὸν σωρὸ ἀπὸ τὶς πέτρες, φαινόταν ἕνα ἄστρο λαμπρὸ ποὺ φώτιζε τὸν κόσμο ἐκεῖνο. Οἱ Σαρακηνοὶ μάλιστα θαύμασαν τὸ γεγονός. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ ὁ Ἀμιρᾶς ἔδωσε ἄδεια στοὺς Χριστιανοὺς νὰ βγάλουν τὸ Ἅγιο λείψανο τοῦ μάρτυρα ἀπὸ τὶς πέτρες γιὰ νὰ τὸ θάψουν. Ὅταν λοιπὸν σήκωσαν τὶς πέτρες, βρῆκαν τὸ λείψανο «σῶον καὶ ἀβλαβές» καὶ ἀνέδιδε εὐωδία. Ἀφοῦ τὸ προσκύνησαν μὲ εὐλάβεια, τὸ ἐνταφίασαν μὲ ὕμνους καὶ ψαλμῳδίες στὸν Κύριο.
Κοντὰ στὴν πόλη ὑπῆρχε ἕνας δράκοντας φοβερὸς ποὺ καθημερινὰ ἅρπαζε ἀνθρώπους ἢ ζῷα καὶ τὰ κατάτρωγε. Οἱ κάτοικοι εἶχαν πανικοβληθεῖ καὶ ἀπόφευγαν νὰ περνοῦν ἀπὸ ἐκεῖ. Κάποτε ὁ βασιλιὰς συγκέντρωσε στρατὸ καὶ πῆγε γιὰ νὰ σκοτώσει τὸ ἄγριο θηρίο. Ὅμως δὲν πέτυχε καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος.
Ὅταν εἶδαν οἱ κάτοικοι ὅτι ὁ βασιλιὰς ἀπέτυχε νὰ σκοτώσει τὸν δράκοντα πῆγαν νὰ τὸν ῥωτήσουν γιατί δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ τρόπους νὰ ἐξοντώσει τὸ θηρίο. Τότε ὁ βασιλιάς, ὕστερα ἀπὸ συμβουλὴ ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, εἶπε στὸ πλῆθος: «Γνωρίζετε ὅτι ἐπιχειρήσαμε ἀρκετὲς φορὲς νὰ σκοτώσουμε τὸ θηρίο καὶ δὲν τὸ κατορθώσαμε, γιατί ἔτσι ἦταν τὸ θέλημα τῶν Θεῶν. Τώρα λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή τους, θὰ πρέπει ὁ καθένας μας νὰ στέλλει τὸ παιδί του γιὰ νὰ τὸ τρώει ὁ δράκοντας. Ἀκόμα καὶ ἐγὼ θὰ στείλω τὴν μοναδική μου κόρη, ὅταν ἔλθει ἡ σειρά της». Ἔτσι, λοιπόν, ὁ λαὸς ὑπάκουσε στὴν διαταγὴ τοῦ βασιλιᾶ γιατί δὲν μποροῦσε νὰ κάνει ἀλλιώτικα. Ἔστελναν, δηλαδὴ τὰ παιδιά τους μὲ δάκρυα καὶ μὲ θρήνους νὰ καταβροχθίζονται ἀπὸ τὸ θηρίο.
Ὅταν ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τῆς κόρης τοῦ βασιλιᾶ, ξετυλίχθηκαν τραγικὲς σκηνές. Ὁ βασιλιὰς κτυποῦσε τὸ στῆθος του καὶ τὸ πρόσωπό του, τραβοῦσε τὰ γένια του καὶ μὲ λυγμοὺς ἔλεγε: «Ἀλίμονο σὲ μένα τὸν ταλαίπωρο! Τί νὰ πρωτοκλάψω γλυκό μου παιδί; Τὸ χωρισμό μας ἢ τὸν ξαφνικό σου θάνατο ποὺ θὰ δῶ σὲ λίγο; Τί νὰ πρωτοθρηνήσω, ἀγαπημένο μου παιδί, τὸ κάλλος σου ἢ τὸν τρόμο, ποῦ σὲ λίγο θὰ νοιώσεις σὰν σὲ κατασπαράζει τὸ θηρίο; Ἀλίμονο, κόρη μου, ποὺ ἔλαμπες σὰν πολύφωτη λαμπάδα στὸ παλάτι μου καὶ περίμενα τὴν ὥρα ποὺ θὰ γιόρταζα τοὺς γάμους σου. Ποῦ θὰ βρῶ πιὰ παρηγοριὰ καὶ πῶς θὰ ζήσω μακριά σου; Τί τὴν θέλω τὴν ζωὴ καὶ τὰ παλάτια χωρὶς ἐσένα;» Αὐτὰ ἔλεγε ὁ ἀπαρηγόρητος βασιλιάς. Ἔπειτα γύρισε πρὸς τὸ πλῆθος καὶ εἶπε: «Ἀγαπητοί μου φίλοι καὶ ἄρχοντες, σᾶς ζητῶ νὰ μὲ συμπονέσετε. Σᾶς προσφέρω πλούτη ὅσα θέλετε καὶ ἀκόμα τὴν βασιλεία μου, ἀλλὰ νὰ μοῦ κάνετε μία χάρη. Νὰ μοῦ χαρίσετε τὸ μονάκριβο παιδί, ἀλλιώτικα ἀφῆστε καὶ ἐμένα νὰ πάω μαζί της.» Κανένας ὅμως δὲν συγκινήθηκε ἀπὸ τὰ λόγια του βασιλέα, γιατί αὐτὸς ἦταν ποὺ ἔβγαλε τὴν διαταγή, γιὰ νὰ βρίσκουν τὰ παιδιὰ τους τέτοιο οἰκτρὸ τέλος. Ἔτσι μὲ μία φωνὴ ὅλοι του εἶπαν, ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐφαρμοστεῖ καὶ στὸ παιδί του ἡ διαταγή του.
Σὰν δὲν μποροῦσε νὰ κάνει διαφορετικὰ ὁ βασιλιάς, τὴν συνόδευσε μέχρι τὴν πύλη τῆς πόλης. Ἀφοῦ τὴν ἀγκάλιασε καὶ τὴν φίλησε, τὴν παρέδωσε στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν λίμνη. Πραγματικὰ οἱ ἄνθρωποι τὴν ἄφησαν καὶ ἔφυγαν. Ὁ λαὸς ἔβλεπε μέσα ἀπὸ τὰ τείχη τὴν κόρη ποὺ καθόταν κοντὰ στὴν λίμνη καὶ περίμενε νὰ ἔλθει τὸ θηρίο γιὰ νὰ τὴν κατασπαράξει.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ μέγας Γεώργιος, ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη ὁμολογήσει τὴν Χριστιανική του πίστη, ἦταν κόμης καὶ ἀρχηγὸς στρατιωτικῆς μονάδας στὸ στράτευμα τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ἐπέστρεφε μάλιστα στὴν Καππαδοκία ἀπὸ μία ἐκστρατεία ποὺ ἔκανε μαζὶ μὲ τὸν Διοκλητιανό. Ἀπὸ Θεοῦ θέλημα πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν λίμνη καὶ ὅταν εἶδε τὸ νερό, θέλησε νὰ ποτίσει τὸ ἄλογό του καὶ νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ὁ ἴδιος. Ὅταν εἶδε τὴν κόρη νὰ κλαίει ἀσταμάτητα καὶ νὰ διακατέχεται ἀπὸ ἀγωνία καὶ τρόμο, τὴν πλησίασε καὶ τὴν ῥώτησε γιατί ἔκλαιγε καὶ ἀκόμη ποιὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ τὴν παρακολουθοῦσε ὁ λαὸς μέσα ἀπὸ τὰ τείχη. Ἡ κόρη τοῦ εἶπε ὅτι ἀδυνατοῦσε νὰ τοῦ διηγηθεῖ τὰ ὅσα συνέβησαν καὶ τὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ καβαλήσει τὸ ἄλογό του καὶ νὰ φύγει, ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε γιατί κινδύνευε νὰ χάσει τὴν ζωή του καὶ ἦταν τόσο νέος καὶ ὡραῖος. Ὁ Ἅγιος ἐπέμενε νὰ μάθει τί τῆς συνέβηκε. Καὶ αὐτὴ τοῦ εἶπε: «Εἶναι μεγάλη ἡ ἀφήγηση, κύριέ μου, καὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ τὰ ἀφηγηθῶ ὅλα με λεπτομέρειες. Μόνο σου λέγω καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ φύγεις τώρα ἀμέσως γιὰ νὰ μὴν πεθάνεις ἄδικα μαζί μου». Καὶ ὁ Ἅγιος της εἶπε: «Πές μου τὴν ἀλήθεια, γιατί κάθεσαι ἐδῶ καὶ ὁρκίζομαι στὸν Θεό, ποὺ πιστεύω ἐγώ, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἀφήσω μόνη, ἀλλὰ θὰ σὲ ἐλευθερώσω ἀπὸ τὸν θάνατο, ἀλλιώτικα θὰ πεθάνω καὶ ἐγὼ μαζί σου».
Τότε ἡ κόρη ἀναστέναξε πικρὰ καὶ διηγήθηκε στὸν Ἅγιο τὰ ὅσα συνέβησαν. Ἀφοῦ ἄκουσε ἐκεῖνος τὰ γεγονότα, ῥώτησε τὴν κόρη: «Σὲ ποιὸ Θεὸ πιστεύουν ὁ πατέρας σου καὶ ἡ μητέρα σου καὶ ὁ λαός;» Καὶ ἐκείνη τοῦ ἀποκρίθηκε: «Πιστεύουν στὸν Ἡρακλῆ καὶ στὴν μεγάλη θεὰ Ἄρτεμη». Ὁ ἅγιος τότε τῆς εἶπε: «Ἀπὸ σήμερα νὰ μὴν φοβᾶσαι οὔτε καὶ νὰ κλαίεις. Μόνο πίστεψε στὸν Χριστό, ποὺ πιστεύω ἐγώ, καὶ θὰ δεῖς τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ μου». Ἡ βασιλοπούλα ἀπάντησε στὸν Ἅγιο: «Πιστεύω, κύριέ μου, μ᾿ ὅλη μου τὴν ψυχὴ καὶ μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιά». Ὁ Ἅγιος συνέχισε: «Ἔχε θάῤῥος στὸν Θεὸ ποὺ δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ καὶ τὴν θάλασσα διότι ὁ Χριστὸς πρόκειται νὰ καταργήσει τὴν δύναμη τοῦ Θηρίου καὶ θὰ ἐλευθερωθοῦν καὶ ἀκόμα θὰ διώξουν τὸν φόβο τοῦ θηρίου ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου αὐτοῦ. Μεῖνε, λοιπόν, ἐδῶ καὶ μόλις δεῖς τὸ θηρίο νὰ ἔρχεται, φώναξέ μου».
Τότε ὁ Ἅγιος ἔκλεινε τὰ γόνατά του στὴ γῆ καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸ προσευχήθηκε καὶ εἶπε: «Ὁ Θεὸς ὁ Μεγάλος καὶ Δυνατὸς ποὺ κάθεται πάνω στὰ χερουβὶμ καὶ ἐπιβλέπει ἀβύσσους, ποὺ εἶναι εὐλογητὸς καὶ ὑπάρχει στοὺς αἰῶνες, σὺ γνωρίζεις ὅτι οἱ καρδίες εἶναι μάταιες, Σὺ φιλάνθρωπε Δεσπότη καὶ Κύριε ἐπίβλεψε καὶ τώρα σὲ μένα τὸν ταπεινὸ καὶ ἀνάξιο δοῦλο σου καὶ φανέρωσέ μου τὰ ἐλέη σου. Κάνε νὰ ὑποτάξω τὸ φοβερὸ αὐτὸ θηρίο γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι ὅτι ὑπάρχεις μαζί μου καὶ ὅτι εἶσαι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός». Τότε ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ τοὔλεγε: «Εἰσακούστηκε ἡ δέησή σου Γεώργιε, καὶ κάνε ὅπως θέλεις, διότι ἐγὼ θἆμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις τελείωσε τὴν προσευχή του ὁ Ἅγιος, φάνηκε τὸ ἄγριο θηρίο. Ὅταν τὸ εἶδε ἡ κόρη φώναξε: «Ἀλοίμονό μου, κύριέ μου! Ἔρχεται τὸ θηρίο γιὰ νὰ μὲ κατασπαράξει».
Τότε ὁ Ἅγιος ἔτρεξε γιὰ νὰ συναντήσει τὸ θηρίο. Ἦταν τὸ θηρίο φοβερό. Ἔβγαζε ἀπὸ τὰ μάτια του φωτιὰ καὶ ἦταν τόσο ἐξαγριωμένο καὶ ἀπαίσιο ποὺ παρουσίαζε θέαμα τρομερό. Ἀμέσως ὁ Ἅγιος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ καὶ εἶπε: «Κύριε ὁ Θεός μου, ἡμέρεψε γιὰ χάρη μου, ποὺ εἶμαι δοῦλος σου, τὸ θηρίο αὐτὸ γιὰ νὰ πιστέψει ὁ λαὸς στὸ ὄνομά Σου τὸ Ἅγιο». Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ φοβερὸς δράκοντας μὲ τὰ μεγάλα δόντια ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ἀλόγου τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνῷ κυλιόταν καὶ βρυχόταν, μόλις ἡ βασιλοπούλα εἶδε τὸ θέαμα, ἔνοιωσε χαρὰ μεγάλη. Καὶ ὁ Ἅγιος της εἶπε: «Βγάλε τὴν ζώνη σου καὶ δέσε μὲ αὐτὴ τὸν δράκοντα ἀπὸ τὸν λαιμό». Ἀμέσως τότε ἡ κόρη ἄφοβα ἔβγαλε τὴν ζώνη της καὶ ἔδεσε τὸ δράκοντα, καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Ἅγιο ποὺ τὴν γλίτωσε ἀπὸ τὸν βέβαιο θάνατο. Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ἄλογό του, εἶπε πρὸς τὴν βασιλοπούλα: «Σύρε τὸν δράκοντα μὲ τὴν ζώνη σου μέχρι τὴν πόλη».
Ὅταν εἶδαν οἱ κάτοικοι τὸ παράξενο θέαμα, τὴν κόρη δηλαδὴ νὰ σέρνει δεμένο τὸν δράκοντα, τράπηκαν σὲ φυγή. «Μὴ φοβᾶσθε, σταθεῖτε καὶ θὰ δεῖτε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία σας» τοὺς εἶπε ὁ Ἅγιος. Τότε σταμάτησαν ὅλοι ἀπορημένοι καὶ περίμεναν νὰ δοῦν τί θὰ τοὺς δείξει. Τοὺς προέτρεψε λοιπόν, νὰ πιστέψουν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ αὐτοὶ δέχτηκαν μὲ χαρά. Ἀφοῦ σήκωσε τὸ χέρι του κτύπησε μὲ τὸ ἀκόντιο τὸν δράκοντα καὶ τὸ φοβερὸ τέρας σκοτώθηκε. Ἔπειτα ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὴν βασιλοπούλα, τὴν παρέδωσε στὸν βασιλιά. Ὅλοι ἔνοιωσαν μεγάλη καὶ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀφοῦ γονάτισαν, καταφιλοῦσαν τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ εὐχαριστοῦσαν τὸν Πανάγαθο Θεό, διότι τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸ θηρίο κι ἔτσι σταμάτησε ἡ θυσία τῶν παιδιῶν τους.
Ὁ Ἅγιος κάλεσε ἀπὸ κάποια πόλη τῆς Ἀντιοχείας τὸν ἐπίσκοπο Ἀλέξανδρο καὶ βάπτισε τὸν βασιλιὰ καὶ τοὺς ἄρχοντες καὶ ὅλο τὸ λαό. Μέσα σὲ δεκαπέντε μέρες βάπτισε σαράντα πέντε χιλιάδες.
Ἀφοῦ λοιπὸν βαπτίστηκαν ὅλοι καὶ ἔγινε μεγάλη χαρὰ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό, ἔκτισαν καὶ μία μεγάλη ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος πῆγε νὰ τὴν δεῖ. Μόλις μπῆκε στὸ Ἅγιο βῆμα καὶ προσευχήθηκε, βγῆκε πηγὴ ἁγιάσματος καὶ σκορπίστηκε εὐωδία στὸν ναό. Ἡ πηγὴ αὐτὴ σῴζεται μέχρι σήμερα.
Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε τὸν βασιλιὰ καὶ τὸ λαό, ἔφυγε γιὰ τὴν πατρίδα του τὴν Καππαδοκία. Στὸ δρόμο του συνάντησε τὸ διάβολο μετασχηματισμένο σὲ μορφὴ ἀνθρώπου. Κρατοῦσε δυὸ ῥαβδιὰ στὰ ὁποῖα στηριζόταν σὰν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σὰν νικημένος καὶ καταφρονημένος στρατιώτης. Εἶπε, λοιπὸν μὲ ταπείνωση στὸν Ἅγιο: «Χαῖρε Γεώργιε». Ὁ Ἅγιος ἀμέσως κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ διάβολος καὶ τοῦ εἶπε: «Ποιὸς εἶσαι καὶ πῶς μὲ ξέρεις; Ἂν δὲν ἤσουνα ὁ πονηρὸς διάβολος δὲν θὰ μποροῦσες νὰ μὲ ξέρεις, ἀφοῦ ποτὲ ξανὰ δὲν μὲ ἔχεις δεῖ». Ὁ διάβολος ἀπάντησε: «Πὼς τολμᾷς νὰ ὑβρίζεις τοῦ ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ ῥωτᾷς ποιὸς εἶμαι ἐγώ; Μάθε νὰ μιλᾷς καλά». Ὁ Ἅγιος τότε ἀποκρίθηκε: «Ἂν εἶναι ἔτσι ὅπως μου τὰ λὲς καὶ εἶσαι Ἄγγελος, ἀκολούθησέ με. Ἂν ὅμως εἶσαι πνεῦμα πονηρό, νὰ μὴν μετακινηθεῖς ἀπὸ τὴν θέση σου». Μόλις τελείωσε τὸ λόγο τοῦ αὐτὸ ὁ Ἅγιος, ὁ διάβολος βρέθηκε δεμένος καὶ φώναξε δυνατά: «Ἀλοίμονό μου! Τί κακὴ ὥρα ἦταν αὐτὴ ποὺ σὲ συνάντησα! Τί κακὸ ἔπαθα νὰ πέσω στὰ χέρια σου ὁ ταλαίπωρος!».
Ὁ Ἅγιος βεβαιώθηκε ὅτι ἦταν πνεῦμα πονηρὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Σὲ ὁρκίζω στὸ Θεὸ νὰ μοῦ πεῖς τί ἐπρόκειτο νὰ μοῦ κάνεις». Καὶ ὁ δαίμονας εἶπε: «Ἐγὼ, Γεώργιε, εἶμαι ἀπὸ τὸ δεύτερο τάγμα τοῦ Σατανᾶ καὶ ὅταν ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸν οὐρανὸ καὶ διαχώριζε τὴν γῆ ἀπὸ τὰ νερὰ ἤμουνα παρών. Ἐγὼ ἔκαμα φοβερὲς βροντὲς καὶ ἀστραπές, ἐγὼ ἔδεσα κεφαλὲς καὶ τώρα ἀπὸ τὴν περηφάνια μου κατάντησα κάτω στὸν Ἅδη καὶ ἔγινα δαίμονας. Ἀλοίμονό μου, Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τὴν χάρη ποὺ σοῦ δόθηκε καὶ ἤθελα νὰ σὲ παραπλανήσω γιὰ νὰ μὲ προσκυνήσεις. Ἀλλὰ πλανήθηκα. Ἀλοίμονό μου τί κακὸ ἐζήτησα νὰ πάθω καὶ δὲν μπορῶ νὰ λυθῶ. Σὲ παρακαλῶ Γεώργιε, θυμήσου τὴν προηγούμενή μου εὐτυχία καὶ μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ ἐπιστρέψω στὴν ἄβυσσο γιατί σου τὰ εἶπα ὅλα». Τότε ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ὕψωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ εἶπε: «Σ᾿ εὐχαριστῶ Κύριέ μου, διότι μου παρέδωσες στὰ χέρια μου τὸν πονηρὸ δαίμονα, ποὺ πρόκειται νὰ σταλεῖ σὲ σκοτεινὸ τόπο γιὰ νὰ τιμωρεῖται αἰώνια». Μόλις εἶπε αὐτὰ ὁ Ἅγιος ἐπετίμησε καὶ ἀπόλυσε τὸ πονηρὸ πνεῦμα.
Βρῆκαν ἕνα χῶρο ὅπου ἔκτισαν μοναστήρι. Ἀφοῦ ἔκτισαν καὶ τὸν ναὸ σκέπτονταν πὼς νὰ τὸν ὀνομάσουν. Ἄλλοι ἔλεγαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὸν Ἅγιο Νικόλαο, ἄλλοι στὸν Ἅγιο Κλήμεντα, ἀρχιεπίσκοπο Ἀχρίδος ποὺ ἦταν καὶ συμπατριώτης τους καὶ ὁ καθένας γενικὰ ἤθελε νὰ δώσει στὸ ναὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἔτρεφε μεγαλύτερη εὐλάβεια. Ἐπειδή, λοιπόν, δὲν συμφωνοῦσαν ἀποφάσισαν νὰ προσφύγουν στὴν προσευχὴ στὸ Θεὸ καὶ νὰ δεηθοῦν ὥστε Αὐτὸς γιὰ νὰ ἀποφασίσει γιὰ νὰ διατάξει σὲ ποιὸν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Του θὰ ἀφιερώσουν τὸ ναὸ καὶ ποιὰν εἰκόνα θὰ ζωγραφίσουν στὸ ξύλο ποὺ ἑτοίμασαν. Προσευχήθηκαν καὶ οἱ τρεῖς, ὁ καθένας στὸ ἡσυχαστήριό του. Στὴν διάρκεια τῆς προσευχῆς τους διαχύθηκε ἀπὸ τὸν νεόκτιστο ναὸ ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς, λαμπρότερο ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου γύρω ἀπὸ τὰ κελιὰ τῶν μοναχῶν. Οἱ μοναχοὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβο καὶ ἀπορία καὶ ἔμειναν προσευχόμενοι ὅλη νύχτα.
Τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ ὅταν κατέβηκαν οἱ μοναχοὶ στὴν ἐκκλησία εἶδαν μὲ θαυμασμὸ ὅτι στὸ ξύλο ποὺ ἑτοίμασαν νὰ ζωγραφίσουν, ἐζωγραφίθη ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα καὶ Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ἀπ᾿ αὐτὴ μάλιστα ἔβγαινε ἡ λάμψη ποὺ φώτιζε τὰ ταπεινὰ ἡσυχαστήρια. Ἔτσι λοιπόν, ἀφιερώθηκε ἡ ἐκκλησία στὸν Ἅγιο Γεώργιο καὶ ἡ μονὴ ὀνομάσθηκε Ζωγράφου.
Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα ὑπῆρχε στὴν Μονὴ τοῦ Φανουὴλ ποὺ βρίσκεται στὴν Συρία κοντὰ στὴ Λύδδα. Σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ καθηγουμένου τῆς Μονῆς Φανουήλ, Εὐστρατίου, ὅταν κάποτε ὁ Θεὸς θέλησε, νὰ τιμωρήσει τὴν Συρία καὶ νὰ τὴν παραδώσει στοὺς Σαρακηνούς, ἡ ζωγραφιὰ τῆς εἰκόνας ξαφνικὰ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ ἀφοῦ ὑψώθηκε κρύφτηκε σὲ ἄγνωστο μέρος. Οἱ μοναχοὶ τότε, ἐπειδὴ φοβήθηκαν καὶ λυπήθηκαν ἀπὸ τὸ θαῦμα, ἀφοῦ γονάτισαν, προσεύχονταν στὸ Θεὸ θερμὰ καὶ μὲ δάκρυα καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀποκαλύψει ποὺ κρυβόταν τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὁ πανάγαθος Θεὸς ἄκουσε τὴν δέηση τῶν μοναχῶν καὶ ὁ Ἅγιος παρουσιάστηκε στὸν ἡγούμενο καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴ λυπᾶστε γιὰ μένα. Ἐγὼ βρῆκα γιὰ τὸν ἑαυτό μου Μονὴ τῆς Παναγίας στὸ Ἄθω. Ἂν θέλετε πηγαίνετε καὶ ἐσεῖς πρὸς τὰ ἐκεῖ, γιατί ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου εἶναι ἕτοιμη νὰ πέσει πάνω στὴν διεφθαρμένη Παλαιστίνη καὶ σχεδὸν σ᾿ ὅλη τὴν Οἰκουμένη, ἐπειδὴ οἱ Χριστιανοὶ ἁμαρτάνουν».
Ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τοὺς μοναχοὺς ὁ καθηγούμενος ἀνακοίνωσε τὰ συμβάντα. Ἔπειτα κάλεσε καὶ τοὺς προύχοντες τῆς πόλης Λύδδας καὶ τοὺς ἀνάγγειλε ὅσα συνέβησαν σχετικῶς μὲ τὴν ἁγία εἰκόνα. Ὕστερα τοὺς παράγγειλε τὰ ἑξῆς: «Ἐμεῖς φεύγουμε, γιὰ τὴν ἁγία πόλη τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὸν Ἅγιο Τάφο τοῦ Κυρίου καὶ ἂς γίνει τὸ θέλημά Του. Σεῖς ἐγκατασταθεῖτε στὴν Μονὴ γιὰ νὰ τὴν προφυλάξετε».
Μὲ δάκρυα ξεκίνησαν. Ἀφοῦ ἔφτασαν στὴν Ἰόππη βρῆκαν πλοῖο καὶ ἀναχώρησαν γιὰ τὸ ὄρος Ἄθω. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὲς μέρες ἔφτασαν στὴν μονὴ Ζωγράφου. Ὅταν μπῆκαν στὸ ναό, μὲ ἔκπληξη καὶ θαυμασμό, εἶδαν τὴν ζωγραφιὰ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ποὺ εἶχαν στὴν μονὴ Φανουήλ, νἆναι προσκολλημένη χωρὶς καμιὰ ἀλλοίωση σ᾿ ἕνα καινούργιο ξύλο. Τότε μὲ συγκίνηση καὶ δάκρυα γονάτισαν μπροστὰ στὴν εἰκόνα καὶ ἔλεγαν: «Γιατί μας προξένησες τόση λύπη, Μεγαλομάρτυρα Γεώργιε;». Οἱ μοναχοί της Ζωγράφου ἀποροῦσαν, γιατί συνέβησαν ὅλα αὐτὰ τὰ παράξενα. Ὅμως ἐκεῖνοι τοὺς διηγήθηκαν τὰ συμβάντα καὶ ὅλοι δόξαζαν ὁλόψυχα τὸν Κύριο καὶ τὸν Ἅγιο Γεώργιο. Τὸν δὲ καθηγούμενο Εὐστράτιο τὸν ἔκαμαν Ἡγούμενό τους.
Ἀπὸ τότε ἄρχισαν νὰ γίνονται ἀπὸ τὴν ἁγία εἰκόνα πολλὰ θαύματα. Γι᾿ αὐτὸ ὁ κόσμος πήγαινε στὴν μονὴ Ζωγράφου, νὰ προσκυνήσει τὸν Τροπαιοφόρο Γεώργιο. Ἡ φήμη τῶν θαυμάτων ἔφθασε μέχρι καὶ τὸν βασιλέα Λέοντα τὸν Σοφό, ποὺ ἦταν πολὺ εὐσεβής. Μάλιστα ἀποφάσισε νὰ πάει προσωπικὰ στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ χαρεῖ πνευματικὰ μὲ τὶς ψυχωφελεῖς συζητήσεις ποὺ θὰ ἔκανε μὲ τοὺς ἀσκητὲς Μωυσῆ, Ἀαρῶν καὶ Βασίλειο ποὺ ἔγιναν ξακουστοὶ γιὰ τὴν ἀρετή τους. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Λέοντα ἐπισκέφτηκε τὴν Μονὴ καὶ ὁ βασιλιὰς τῶν Βουλγάρων Ἰωάννης ἀπὸ τὸ Τίρναβο. Μὲ τὴν πλούσια βοήθειά του ἄρχισε νὰ κτίζεται ἡ μεγαλοπρεπὴς Μονὴ τοῦ Ζωγράφου. Ἀργότερα ἡ ἱερὰ Μονὴ κατεδαφίστηκε ἀπὸ τοὺς βαρβάρους καὶ τοὺς πειρατές. Ἡ τωρινὴ Μονὴ κτίστηκε ἀπὸ τὸν Ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας Στέφανο.
Ἡ Ἁγία εἰκόνα ἔχει μέχρι σήμερα τὸ ἄκρο τοῦ δάκτυλου κάποιου ὀλιγόπιστου Ἐπισκόπου. Αὐτὸς καταγόταν, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἀπ᾿ τὰ Βοδενὰ (Ἔδεσσα) καὶ ὅταν ἄκουσε γιὰ τὰ θαύματα τῆς εἰκόνας θέλησε μαζὶ μὲ τὴν συνοδεία του νὰ πάει νὰ διαπιστώσει ἂν πραγματικὰ ἦσαν ἀληθινὰ αὐτὰ ποὺ διαδίδονταν ἢ ἦσαν ἐφευρέσεις τῶν μοναχῶν, γιὰ λόγους φιλοχρηματίας. Ὅταν ἔφτασε στὸ Ἅγιον Ὄρος πῆγε καὶ στὴν Μονὴ τοῦ Ζωγράφου ὅπου οἱ μοναχοὶ ἐκεῖ τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ τὴν πρέπουσα τιμή. Στὴν συνέχεια τὸν ὁδήγησαν στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Ἅγιο Γεώργιο. Ἀλλὰ ὁ ἐπίσκοπος ἀντὶ νὰ φανεῖ ταπεινὸς καὶ σεμνὸς φάνηκε περήφανος καὶ ὀλιγόπιστος. Ἀφοῦ μὲ ἀδιαφορία εἶδε τὸν ναὸ στάθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ μὲ ἀλαζονικὸ ὕφος εἶπε πρὸς τοὺς μοναχούς: «Ὥστε αὐτὴ εἶναι ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα τοῦ Ἁγίου». Ἀμέσως ὅμως τὸ δάκτυλό του κόλλησε στὴν εἰκόνα καὶ μάταια προσπαθοῦσε νὰ τὸ ξεκολλήσει. Ἡ ἀγωνία του καὶ ὁ φόβος του μεγάλωσαν ὅσο ἀγωνιζόταν νὰ τὸ ξεκολλήσει. Κάθε φορὰ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸ ξεκολλήσει ἔνοιωθε πόνους γιατί αὐτὸ ἦταν κολλημένο πολὺ γερά. Στὸ τέλος ὁ δυστυχὴς ἐπίσκοπος δέχτηκε νὰ τοῦ κόψουν τὸ δάκτυλό του. Ἔτσι πῆρε μία γεύση τῆς γνησιότητας τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Ὑπάρχει κοντὰ στὸν κίονα τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ ποὺ βρίσκεται ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἡ πιὸ κάτω χειρόγραφη διήγηση:
Ἡ ἁγία εἰκόνα ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἀραβία καὶ βρέθηκε στὸ λιμάνι τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου. Ἡ ἀπροσδόκητη ἄφιξη τῆς εἰκόνας προκάλεσε ταραχὴ καὶ θόρυβο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Γιατί ἡ φήμη ἐξαπλώθηκε γρήγορα καὶ οἱ μοναχοὶ ἐρχόντουσαν ἀπ᾿ ὅλα τὰ μοναστήρια γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴν ἁγία εἰκόνα ποὺ μὲ θαῦμα φανερώθηκε στὸ λιμάνι. Μάλιστα κάθε μοναστήρι ἐπεδίωκε νὰ ἀποκτήσει τὸ θησαυρὸ αὐτὸ καὶ οἱ γέροντες ἀρνοῦνταν νὰ τὴν δώσουν στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου. Τελικὰ ἀποφάσισαν νὰ βάλουν κλῆρο καὶ νὰ δεχτοῦν τὴν ἀπόφαση τῆς ἁγίας εἰκόνας. Πραγματικὴ πῆραν ὁμόφωνα ἀπόφαση ὅλοι οἱ γέροντες νὰ φορτώσουν τὴν εἰκόνα σ᾿ ἕνα ξένο καὶ ἄγριο μουλάρι ποὺ δὲν ἤξερε τοὺς δρόμους καὶ τὰ Μοναστήρια καὶ ἀφοῦ τὸ ἀφήσουν ἐλεύθερο νὰ τὸ ἀκολουθήσουν ἀπὸ μακριά. Ἐκεῖ ποὺ θὰ σταματοῦσε θὰ ἔπρεπε νὰ μείνει ἡ εἰκόνα. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἀφοῦ ὁδήγησαν τὸ μουλάρι στὸ δρόμο Θεσσαλονίκης - Ἁγίου Ὄρους τὸ ἄφησαν στὴ θέλησή του. Καὶ τὸ μουλάρι μὲ ἀργὸ καὶ ἰσόμετρο περπάτημα σὰν νὰ ἔνοιωθε ὅτι μετέφερε ἱερὸ φορτίο πέρασε ἀπὸ δύσβατους τόπους, δάση καὶ ὑψώματα καὶ ἔφτασε στὴν Μονὴ Ζωγράφου καὶ στάθηκε ἀκίνητο σ᾿ ἕνα πολὺ ὡραῖο λόφο.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πληροφορήθηκαν ὅλοι ὅτι ἡ θέληση τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἦταν νὰ μείνει ἡ ἱερὴ εἰκόνα στὴ Μονὴ Ζωγράφου. Ὅλοι οἱ μοναχοὶ δέχτηκαν στὴ Μονὴ μὲ χαρὰ καὶ μὲ πνευματικὸ πανηγύρι τὴν ἱερὴ εἰκόνα καὶ τὴν τοποθέτησαν στὸν κίονα τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ. Τὸ μουλάρι ποὺ μετέφερνε τὴν ἁγία εἰκόνα πέθανε καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν τόπο ἐκεῖνο. Σὲ ἀνάμνηση γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς ἱερῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἔκτισαν στὸν λόφο ἕνα κελλὶ καὶ μικρὴ ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου.
Στὸ βορειοδυτικὸ κίονα, ποὺ στηρίζεται καὶ ὁ τροῦλος, εἶναι ἀναρτημένη καὶ ἄλλη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ποὺ γι᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ἡ πιὸ κάτω χειρόγραφη διήγηση στὴν Μονὴ Ζωγράφου.
Ὁ Ἡγεμόνας τῆς Μολδοβλαχίας Στέφανος εἶχε, ὅπως εἶναι γνωστό, συνέχεια πολέμους μὲ τοὺς Τούρκους. Κάποτε συγκεντρώθηκαν τὰ ἀναρίθμητα Τούρκικα ἀσκέρια, γιὰ νὰ τὸν ἀφανίσουν. Ὅταν εἶδε ὁ Στέφανος τὸ πλῆθος τοῦ ἐχθροῦ φοβήθηκε. Ἀμέσως ὅμως συνῆλθε καὶ μὲ θερμὴ προσευχὴ στὸ Θεὸ ζήτησε τὴν βοήθειά του. Στὸν ὕπνο του ἐμφανίστηκε ὁ Ἅγιος Γεώργιος ποὺ ἦταν λουσμένος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ θαυμάσιο φῶς καὶ μὲ μάτια ποὺ ἄστραφταν. Ὁ Στέφανος ἂν καὶ κοιμόταν φοβήθηκε πολύ. Τότε ὁ Ἅγιος του εἶπε: «Ἔχε θάῤῥος στὸν Κύριό σου καὶ μὴ φοβᾶσαι τὸ πλῆθος αὐτό. Αὔριο συγκέντρωσε ὅλο τὸ στράτευμά σου καὶ ὁδήγησέ το ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ μὲ φωνὲς πανηγυρικὲς καὶ σάλπιγγες καὶ θὰ δεῖς τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ πάντα σὲ βοηθᾷ. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ στάθηκα ἐδῶ γιὰ νὰ σοῦ ἀποκαλύψω ποιὸς θὰ νικήσει καὶ νὰ σοῦ ἀναφέρω ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζί σου καὶ ὅτι ἀκόμα καὶ ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω στὴν μάχη αὐτή. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἀνακαίνισε τὴν Μονὴ Ζωγράφου ποὺ εἶναι στὸ ὄνομά μου, καὶ ποὺ ἐρημώθηκε. Στεῖλε μάλιστα καὶ τὴν δική μου εἰκόνα ποὺ ἔχεις μαζί σου».
Ὁ Στέφανος πῆρε θάῤῥος ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου καὶ ἀκόμη ἀπὸ τὴν ὑπόσχεση ποὺ τοῦ ἔδωσε ὅτι θὰ τὸν βοηθοῦσε μὲ τὴν βοήθεια τῆς θείας χάρης. Ἀφοῦ μάλιστα ἔφερε καὶ τὴν ἁγία εἰκόνα μαζί του μὲ τὴν φωνὴ τῶν σαλπίγγων χτύπησε ξαφνικὰ σὰν λαίλαπας τὸν ὄγκο τῶν Ὀθωμανῶν καὶ τοὺς σύντριψε χωρὶς χρονοτριβή.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔστειλε καὶ τὴν ἁγία εἰκόνα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀνακαίνισε τὴν Μονὴ Ζωγράφου, σύμφωνα μὲ τὴν θέληση τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἀφιέρωσε σ᾿ αὐτὴν πολλὰ ἀφιερώματα.
Κάποιος Ῥῶσος συγγραφέας ἀναφερόμενος στὴν ἁγία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου γράφει τὰ ἑξῆς: «Μέσα στὸ 15ο αἰῶνα ἐφάνη καὶ ἄλλος εὐεργέτης τῆς Μονῆς Ζωγράφου, ὁ Στέφανος ποὺ ἦταν ἐπίσημος Ἡγεμόνας τῆς Μολδοβλαχίας, καὶ ἀγωνίστηκε πολλὲς φορὲς ἐναντίον τῶν Ὀθωμανῶν νικηφόρα. Ὅταν τὸν περικύκλωσαν κάποτε ἀμέτρητα πλήθη ἐχθροῦ σκεφτόταν μὲ ποιὸ τρόπο θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τοὺς περιβόλους τοῦ φρουρίου. Τότε φάνηκε πάνω στὸ τεῖχος ἡ μάνα του ποὺ τοῦ εἶπε: «Δὲν θὰ ἐπιτρέψω ποτὲ στοὺς ἐχθρούς σου ν᾿ ἀνοίξουν τὶς πύλες τοῦ φρουρίου σου. Ἂν δὲν νικήσεις καὶ δὲν μπορέσεις νὰ ἀντισταθεῖς σ᾿ αὐτοὺς στὸ πεδίο τῆς μάχης πολὺ λίγη ἐλπίδα σου ἀπομένει γιὰ τοὺς περιβόλους».
Ἐκεῖνο, λοιπόν, τὸ βράδυ φάνηκε ὁ Ἅγιος Γεώργιος στὸ συγχυσμένο Στέφανο καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ νικοῦσε. Ἐπίσης τὸν διέταξε νὰ ἀποστείλει τὴν ἁγία εἰκόνα ποὺ εἶχε πάντα μαζί του στὴν Μονὴ Ζωγράφου, καὶ νὰ τὴν ἀνακαινίσει γιατί ἦταν ἤδη ἐρημωμένη. Ἡ νίκη ἔστεψε τὸ Στέφανο ποὺ ἐκπλήρωσε τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος σῴζεται ἡ ἀρχαία προφορικὴ παράδοση καὶ γιὰ τὴν ἁγία εἰκόνα ποὺ ὑπῆρχε στοὺς χρόνους τῶν ἀσεβῶν εἰκονομάχων, ποὺ μὲ βασιλικὰ διατάγματα ἐκαίονταν οἱ ἅγιες καὶ σεβαστὲς εἰκόνες.
Στὰ χρόνια ἐκεῖνα λοιπὸν οἱ ὑπηρέτες τοῦ παράνομου βασιλιᾶ ἐρευνοῦσαν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ βρίσκουν τὶς ἅγιες εἰκόνες γιὰ νὰ τὶς συντρίψουν καὶ νὰ τὶς ῥίξουν στὴ φωτιά. Βρῆκαν λοιπὸν καὶ τὴν ἁγία αὐτὴ εἰκόνα καὶ τὴν ἔριξαν στὴν φωτιὰ γιὰ νὰ καεῖ. Ἀλλὰ μάταια ἐκοπίαζαν οἱ ἀνόητοι, διότι ἡ ἁγία εἰκόνα ἔμεινε ἄφλεκτος μέχρι ποὺ ἡ φωτιὰ ἔσβησε τελείως. Οἱ εἰκονομάχοι ὅταν εἶδαν ὅτι ἡ φωτιὰ πολὺ λίγο ἅρπαξε τὰ φορέματα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ πρόσωπο του τίποτα δὲν ἔπαθε ἀπόρησαν. Ἕνας μάλιστα περισσότερο ἀσεβὴς ἔμπηξε μαχαῖρι στὸ πηγοῦνι τοῦ Ἁγίου καὶ ἀμέσως ἔτρεξε καθαρὸ αἷμα. Τότε ὅλοι ὅσοι εἶδαν τὸ θαῦμα ἔφυγαν ὁ καθένας γιὰ τὸ σπίτι του. Ἕνας εὐσεβὴς Χριστιανὸς ἀφοῦ παρέλαβε τὴν ἁγία εἰκόνα καὶ ἦλθε στὴν θάλασσα, προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Κύριο γιὰ νὰ σταματήσει ἡ φρικτὴ θύελλα τῆς εἰκονομαχίας. Ἔπειτα ἀφοῦ γύρισε πρὸς τὴν Ἅγια εἰκόνα εἶπε: «Μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Τροπαιοφόρε Γεώργιε, σὺ ποὺ καὶ στὴ ζωὴ καὶ μετὰ τὸν θάνατο ἔκαμες ἄφλεκτη τὴν ἁγία εἰκόνα, διαφύλαξέ την καὶ τώρα ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ μετέφερέ την ὅπου ἐσὺ γνωρίσεις καὶ ἐπιθυμεῖς γιὰ νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεός μας». Καὶ μόλις τελείωσε ἔβαλε τὴν εἰκόνα στὴ θάλασσα.
Ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνος ἔφυγε. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος φρόντισε ὥστε ἡ ἁγία εἰκόνα νὰ φτάσει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου καὶ ἄλλες εἰκόνες ὁδήγησε ἡ θεία πρόνοια. Ἡ εἰκόνα τοποθετήθηκε κοντὰ στὴν Μονὴ Ξενοφῶντος ὅπου ἔτρεχαν τὰ ἰαματικὰ ὄξινα νερά. Ὑπῆρχε μάλιστα ἐκεῖ μία μικρὴ Μονὴ ἀφιερωμένη στὸ Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο.
Ἀκόμα σῴζεται ὁ μικρὸς αὐτὸς ναός, ὅπου οἱ μοναχοὶ σὰν εἶδαν τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τὴν μετέφεραν ἐκεῖ γεμάτοι χαρὰ καὶ εὐλάβεια. Ὕστερα ἔκτισαν ναὸ κοντὰ στὸ μικρὸ ναό. Ὅταν αὐξήθηκαν οἱ μοναχοὶ καὶ μεγάλωσε καὶ ἡ Μονὴ ὀνομάσθηκε τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Οἱ μοναχοὶ γιορτάζουν καθημερινὰ μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Γεώργιο καὶ τὸν Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο καὶ τοὺς μνημονεύουν στὶς ἀπολύσεις τῶν ἀκολουθιῶν.
Ἡ ἁγία εἰκόνα βρίσκεται στὸ μεγάλο Καθολικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸν ἀνατολικὸ κίονα τοῦ δεξιοῦ χοροῦ καὶ ἔχει ζωγραφισμένο ὁλόσωμο τὸν Μεγαλομάρτυρα καὶ σὲ ἔνδειξη τοῦ θαύματος φέρνει καὶ τὴν πληγὴ στὸ πηγοῦνι καὶ τὸ αἷμα του εἶναι πηγμένο σ᾿ αὐτή. Μέχρι σήμερα τὸ θαυμαστὸ φαινόμενο κηρύττει περίτρανα τὰ πάμπολλα θαύματα ποὺ ἔκανε καὶ κάνει ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας καὶ Τροπαιοφόρος Γεώργιος.
nektarios.gr
Ἡ ἐποχή του ὑπῆρξε ἐποχὴ σκληρῶν διωγμῶν ἐναντίον τῆς Χριστιανικῆς πίστης.
Ὁ Γεώργιος εἶχε μεγάλο ἀξίωμα· ἦταν κόμης καὶ διακρινότανε σὲ ὅλες τὶς στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις γιὰ τὴν γενναιότητα καὶ τὴν ἀνδρεία του.
Παρ᾿ ὅλη ὅμως τὴν δόξα καὶ τὶς τιμὲς δὲν ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει τὰ πάντα καὶ νὰ ὁμολογήσει μὲ παῤῥησία μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα καὶ σὲ πολλοὺς ἄρχοντες τὴν Χριστιανική του πίστη. Ὑπέμεινε πολλὰ καὶ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ στὸ τέλος ἀναδείχτηκε Μεγαλομάρτυρας.
Εἶναι πολλὰ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὄχι μόνο αὐτὰ ποὺ ἀναφέρονται σὲ αὐτὸ τὸ βιβλιάριο, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα, ποὺ μέχρι σήμερα κάνει σ᾿ ὅσους προσφεύγουν μὲ πίστη στὶς πρεσβεῖες του.
Δεῖγμα τιμῆς ἀπὸ μέρους μας πρὸς τὸν Ἅγιο, ἀγαπητὲ ἀναγνώστη, εἶναι βέβαια καὶ ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης του καὶ τὰ πανηγύρια, ἀλλὰ πιὸ μεγάλο δεῖγμα τιμῆς εἶναι ἡ μίμηση τῆς ἁγίας ζωῆς του, γιατί «τιμὴ μάρτυρος» εἶναι ἡ «μίμηση μάρτυρος». Μίμηση τῆς ὁμολογίας, τῆς μαρτυρικῆς καὶ ἁγίας ζωῆς του.
Βίος τοῦ Ἁγίου
Ὁμολογητὴς ὁ κόμης Γεώργιος
Ὁ Μεγαλομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, ὅταν ἦταν δέκα χρονῶν. Ἡ μητέρα του τὸν πῆρε μαζί της στὴν πατρίδα της τὴν Παλαιστίνη, ὅπου εἶχε καὶ τὰ κτήματά της. Ὁ Γεώργιος παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν μικρός, κατατάχθηκε στὸν στρατό, προήχθη δὲ σὲ μεγάλα ἀξιώματα καὶ ἔπαιρνε μέρος στὶς συνελεύσεις τῶν ἀνωτάτων ἀξιωματούχων τοῦ κράτους. Ὁ Διοκλητιανὸς τὸν ἐκτιμοῦσε πολύ.Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου μέχρι τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀνέβηκε στὸν θρόνο ὁ Διοκλητιανός, τὸ 283 μ.Χ., ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία μεγάλωσε πάρα πολύ, γιατί ἐπικρατοῦσε εἰρήνη. Οἱ Χριστιανοὶ πῆραν πολλὲς δημόσιες θέσεις, ἔκτισαν πολλοὺς καὶ μεγάλους ναούς, διάφορα σχολεῖα καὶ ὀργάνωσαν τὴν διοίκηση καὶ τὴν διαχείριση τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῆς φιλανθρωπίας.
Ὁ Διοκλητιανὸς ἀρχικὰ ἐργάστηκε γιὰ τὴν ὀργάνωση τοῦ κράτους του. Προσέλαβε στρατηγοὺς γιὰ βοηθούς του ποὺ τοὺς ὀνόμασε αὐτοκράτορες καὶ Καίσαρες κι ἀφοῦ πέτυχε νὰ ὑποτάξει τοὺς ἐχθροὺς τοῦ κράτους καὶ νὰ σταθεροποιήσει τὰ σύνορά του, στράφηκε στὰ ἐσωτερικὰ ζητήματα. Δυστυχῶς, στράφηκε ἐναντίον τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας γιὰ νὰ ἀνορθώσει τὴν εἰδωλολατρία. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο λοιπόν, κάλεσε τοὺς βοηθούς του Καίσαρες τὸ 303 μ.Χ. καὶ τοὺς στρατηγοὺς στὴν πρωτεύουσα τοῦ ἀνατολικοῦ Ῥωμαϊκοῦ κράτους σὲ τρεῖς γενικὲς συγκεντρώσεις. Ἀνάμεσά τους βρισκότανε καὶ ὁ Γεώργιος, ποὺ διακρίθηκε πολλὲς φορὲς στοὺς πολέμους.
Συγκεντρώθηκαν λοιπὸν ὅλοι, γιὰ νὰ πάρουν ἀποφάσεις γιὰ τὴν ἐξόντωση καὶ τὸν ἀφανισμὸ τῆς Χριστιανικῆς πίστης. Πρῶτος μίλησε ὁ Διοκλητιανὸς καὶ ἐπέβαλε σὲ ὅλους ν᾿ ἀναλάβουν τὸν ἐξοντωτικὸ ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅλοι ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ καταβάλουν κάθε προσπάθεια, γιὰ νὰ ἐξαλείψουν τὴν Χριστιανικὴ Θρησκεία ἀπὸ τὸ Ῥωμαϊκὸ κράτος. Τότε ὁ γενναῖος Γεώργιος σηκώθηκε καὶ εἶπε: «Γιατί, βασιλιὰ καὶ ἄρχοντες, θέλετε νὰ χυθεῖ αἷμα δίκαιο καὶ ἅγιο καὶ νὰ ἐξαναγκάσετε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ προσκυνοῦν καὶ νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα;» Καὶ διακήρυξε τὴν ἀλήθεια τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας καὶ τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ.
Μόλις τελείωσε, ὅλοι συγχυστήκανε μ᾿ αὐτὴ τὴν ὁμολογία του καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν νὰ μετανοήσει γιὰ ὅσα εἶπε, καταπραΰνοντας ἔτσι καὶ τὸν Διοκλητιανό. Ἀλλὰ ὁ Γεώργιος ἦταν σταθερὸς καὶ μὲ θάῤῥος διακήρυσσε τὴν Χριστιανική του πίστη.
Στὴ φυλακή
Ὀργισμένος ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ τὸν κλείσουν στὴν φυλακὴ κὰ νὰ τοῦ περισφίγξουν τὰ πόδια στὸ ξύλο καὶ ἀφοῦ τὸν ξαπλώσουν ἀνάσκελα, νὰ βάλουν πάνω στὸ στῆθος του μεγάλη καὶ βαριὰ πέτρα.
Τὸ ἄλλο πρωὶ ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ τοῦ παρουσιάσουν τὸν Γεώργιο γιὰ νὰ τὸν ἀνακρίνει. Καὶ πάλι αὐτὸς ἔμεινε ἀκλόνητος στὴν ὁμολογία του καὶ παρ᾿ ὅλες τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ αὐτοκράτορα διακήρυττε τὴν πίστη του καὶ μιλοῦσε γιὰ τοὺς οὐρανίους θησαυρούς. Ὁ Διοκλητιανὸς ὀργίστηκε ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ διέταξε τοὺς δημίους νὰ δέσουν τὸν Ἅγιο σὲ ἕνα μεγάλο τροχὸ γιὰ νὰ κομματιαστεῖ τὸ σῶμα του. Μάλιστα εἰρωνεύτηκε τὴν ἀνδρεία τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν κάλεσε νὰ προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ὁ Γεώργιος εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ἀξίωνε νὰ δοκιμαστεῖ καὶ δέχτηκε μὲ εὐχαρίστησε νὰ ὑποστεῖ τὸ φοβερὸ αὐτὸ μαρτύριο, ποὺ χώριζε σὲ μικρὰ λεπτὰ κομμάτια ὁλόκληρο τὸ σῶμα του, ἐπειδὴ γύρω γύρω ἀπὸ τὸν τροχὸ ὑπῆρχαν μπηγμένα κοφτερὰ σίδερα, ποὺ μοιάζανε μὲ μαχαίρια. Πραγματικὰ μόλις ὁ τροχὸς κινήθηκε τὰ κοφτερὰ σίδερα ἄρχισαν νὰ κόβουν τὸ σῶμα του. Τότε ἀκούστηκε μία φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἔλεγε : «Μὴ φοβᾶσαι, Γεώργιε, γιατί ἐγὼ εἶμαι μαζί σου» καὶ ἀμέσως ἕνας ἄγγελος ἐλευθέρωσε τὸν Ἅγιο, λύνοντας τὸν ἀπὸ τὸν τροχὸ καὶ θεραπεύτηκε ὅλο τὸ καταπληγωμένο σῶμα του.
Ὁ Γεώργιος ἀφοῦ ἀπέκτησε τὸ θαυμάσιο παράστημά του, μὲ ὄψη ἀγγελική, παρουσιάστηκε στὸν Διοκλητιανὸ ποὺ εἶχε πάει μὲ ἄλλους νὰ κάνει θυσία. Μόλις τὸν εἶδαν ἔμειναν ὅλοι ἔκθαμβοι καὶ ἀπορημένοι. Μερικοὶ δὲ ἰσχυριζόντουσαν ὅτι εἶναι κάποιος ποὺ τοῦ μοιάζει καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι φάντασμα. Καθὼς ὅμως σχολιάζανε τὸ γεγονός, ἐμφανίστηκαν μπροστὰ στὸν βασιλιὰ δυὸ ἀπὸ τοὺς ἀξιωματικούς του, ὁ Πρωτολέοντας καὶ ὁ Ἀνατόλιος μὲ χίλιους στρατιῶτες καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Ὁ Διοκλητιανὸς θύμωσε τόσο ποὺ ἔγινε ἔξαλλος καὶ διέταξε νὰ τοὺς σκοτώσουν, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε ἀμέσως.
Ἔπειτα διέταξε νὰ γεμίσουν ἀμέσως ἕνα λάκκο μὲ ἀσβέστη καὶ νερὸ καὶ ἀφοῦ ῥίξουν μέσα τὸν Γεώργιο, νὰ τὸν ἀφήσουν μέσα τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες ἔτσι ποὺ νὰ διαλυθοῦν καὶ τὰ κόκκαλά του.
Πραγματικὰ οἱ δήμιοι ῥίξανε τὸν Ἅγιο στὸν ζεματιστὸ ἀσβέστη καὶ κλείσανε τὸ στόμα τοῦ λάκκου. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες ὁ Διοκλητιανὸς ἔστειλε στρατιῶτες νὰ ἀνοίξουν τὸ λάκκο. Μὲ μεγάλη τους ἔκπληξη ὅμως βρῆκαν τὸν Γεώργιο ὄρθιο, μέσα στὸν ἀσβέστη καὶ προσευχόταν. Τὸ γεγονὸς ἐντυπωσίασε καὶ προκάλεσε θαυμασμὸ καὶ ἐνθουσιασμὸ στὸ λαό, ποὺ φώναζε: «Ὁ Θεὸς τοῦ Γεωργίου εἶναι μεγάλος». Ὁ Διοκλητιανὸς ζήτησε ἐξηγήσεις ἀπὸ τὸν Γεώργιο, ποὺ ἔμαθε τὶς μαντικὲς τέχνες καὶ πὼς τὶς χρησιμοποιεῖ. Ὁ Γεώργιος τότε τοῦ ἀπάντησε ὅτι τὰ γεγονότα ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς θείας χάρης καὶ δύναμης καὶ ὄχι μαγείας καὶ γοητείας.
Ὁ Διοκλητιανὸς ὀργισμένος διέταξε νὰ τοῦ φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια μὲ σιδερένια καρφιὰ καὶ τὸν ἐξαναγκάσουν νὰ περπατᾷ. Ὁ Ἅγιος προσευχόταν καὶ περπατοῦσε χωρὶς νὰ πάθει τίποτα. Πάλι διέταξε νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ σκέφτηκε νὰ φωνάξει τοὺς ἄρχοντες γιὰ νὰ συσκεφτοῦν τί ἔπρεπε νὰ κάμουν στὸν Γεώργιο. Καὶ ἀφοῦ τὸν δείρανε τόσο πολύ με μαστίγια καὶ καταπλήγωσαν ὁλόκληρο τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου, τὸν παρουσίασαν στὸν Διοκλητιανό, ποὺ ἔμεινε ἔκπληκτος βλέποντας τὸν Γεώργιο νὰ λάμπει σὰν Ἄγγελος. Σκέφτηκε, λοιπόν, ὅτι τὸ φαινόμενο αὐτὸ ὀφειλόταν στὶς μαγικές του ἱκανότητες. Γι᾿ αὐτὸ κάλεσε τὸν μάγο Ἀθανάσιο, γιὰ νὰ λύσει τὰ μάγια τοῦ Γεωργίου.
Ἀβλαβὴς ἀπὸ τὸ δηλητήριο
Ἦλθε, λοιπὸν ὁ μάγος Ἀθανάσιος, κρατῶντας στὰ χέρια του δυὸ πήλινα ἀγγεῖα, ὅπου ὑπῆρχε δηλητήριο. Στὸ πρῶτο ἀγγεῖο τὸ δηλητήριο προξενοῦσε τρέλα, ἐνῷ στὸ δεύτερο τὸν θάνατο.
Ἀμέσως ὁδήγησαν τὸν Ἅγιο στὸν Διοκλητιανὸ καὶ στὸν μάγο Ἀθανάσιο. Ὁ βασιλιὰς διέταξε νὰ τοῦ δώσουν νὰ πιεῖ τὸ πρῶτο δηλητήριο. Ὁ Ἅγιος χωρὶς δισταγμὸ ἤπιε τὸ δηλητήριο τοῦ πρώτου δοχείου, ἀφοῦ προηγουμένως προσευχήθηκε, λέγοντας : «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ εἰπὼν κἂν θανάσιμόν τι πίω, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει, θαυμάστωσον νῦν τὰ ἐλέη σου». Καὶ δὲν ἔπαθε ἀπολύτως τίποτα.
Μόλις εἶδαν ὅτι δὲν ἔπαθε ἀπολύτως τίποτα, ὁ βασιλιὰς διέταξε νὰ τοῦ δώσει ὁ μάγος καὶ τὸ δεύτερο ἀγγεῖο. Τὸ ἤπιε καὶ αὐτὸ χωρὶς νὰ πάθει τὸ παραμικρό. Τότε ὅλοι ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα. Ὁ Διοκλητιανὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ ἐπειμένει ὅτι γιὰ νὰ μὴν πεθάνει ὁ Γεώργιος εἶχε δικά του μάγια. Ὁ μάγος Ἀθανάσιος ποὺ ἤξερε πόσο δραστικὰ ἦταν τὰ δηλητήρια, ἀφοῦ ἐγονάτισε μπροστὰ στὸν μάρτυρα, ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν ἀληθινὸ Θεό. Τότε ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε καὶ ἐφόνευσαν τὸν Ἀθανάσιο ἀμέσως. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔφθασε καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ Διοκλητιανοῦ Ἀλεξάνδρα, ποὺ ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν ἀληθινὸ Θεό. Καὶ ὁ σκληρὸς καὶ ἄκαρδος Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ τὴν φυλακίσουν καὶ τὴν ἑπομένη νὰ τῆς κόψουν τὸ κεφάλι. Ἡ Ἀλεξάνδρα ἐνῷ προσευχόταν στὴν φυλακή, παρέδωσε τὴν ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἁγίου
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος κλείστηκε στὴν φυλακὴ καὶ τὴν νύκτα εἶδε στ᾿ ὄνειρό του τὸν Χριστό, ποὺ τοῦ ἀνάγγειλε ὅτι θὰ πάρει τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου καὶ θὰ ἀξιωθεῖ τῆς αἰωνίου ζωῆς. Σὰν ξημέρωσε διατάχθηκαν οἱ στρατιῶτες νὰ παρουσιάσουν μπροστά του τὸν Ἅγιο. Πραγματικὰ ὁ Ἅγιος ἐβάδιζε γεμάτος χαρὰ πρὸς τὸν βασιλέα, ἐπειδὴ προγνώριζε ὅτι ἔφτασε τὸ τέλος του. Μόλις λοιπὸν τὸν ἀντίκρισε ὁ Διοκλητιανός, τοῦ πρότεινε νὰ πᾶνε στὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνα γιὰ νὰ θυσιάσει στὸ εἴδωλό του. Ὅταν μπῆκε ὁ Ἅγιος στὸν ναό, ἐσήκωσε τὸ χέρι καὶ ἀφοῦ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ διέταξε τὸ εἴδωλο νὰ πέσει. Ἀμέσως τοῦτο ἔπεσε καὶ ἔγινε κομμάτια.
Ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων καὶ ὁ λαὸς τόσο πολὺ θύμωσαν, ποὺ φώναζαν στὸν βασιλέα νὰ θανατώσει τὸν Γεώργιο. Ὁ Διοκλητιανὸς ἔβγαλε διαταγὴ καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι.
Τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου
α) ἡ μεταφορὰ τῆς κολώνας
Μία γυναῖκα ἀγόρασε μία κολῶνα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν στείλει στὴν Ῥώμη ποὺ κτιζόταν ἐκεῖ μία ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Εἶδε λοιπὸν στὸ ὄνειρό της τὸν Ἅγιο, ποὺ μαζί της σήκωσε τὴν κολῶνα καὶ τὴν ἔριξαν στὴν θάλασσα. Ἡ κολῶνα βρέθηκε στὴν Ῥώμη μὲ μία ἐπιγραφὴ νὰ τοποθετηθεῖ στὸ δεξὶ μέρος τῆς ἐκκλησίας.β) Σωτηρία ἑνὸς αἰχμαλώτου στρατιώτη
Στὴν Παμφλαγονία τοῦ Πόντου τιμοῦσαν πολὺ τὸν Ἅγιο καὶ μάλιστα εἶχαν κτιστεῖ πρὸς τιμὴν του πολλοὶ ναοί. Ὅλοι τιμοῦσαν τὸν Ἅγιο τόσο ὥστε κάθε οἰκογένεια νὰ δίνει τὸ ὄνομά του σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρσενικὰ παιδιά της. Τοῦτο συνέβη καὶ σὲ μία εὐσεβὴ οἰκογένεια. Ἐμεγάλωσε τὸ παιδί της ποὺ ἦταν φρόνιμο, ἠθικό, συνετό, καὶ ὅταν ἔγινε εἴκοσι χρόνων τὸν κάλεσαν στὸ στρατό. Στὶς μάχες ποὺ ἔγιναν ἐναντίον τῶν βαρβάρων πολλοὶ Χριστιανοὶ μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ νεαρὸς Γεώργιος, ἔπεσαν σὲ ἐνέδρα, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλους ἔσφαξαν, ἄλλους ἔκαμαν ὑπηρέτες καὶ ἄλλους πώλησαν δούλους. Ὁ Γεώργιος ἔγινε ὑπηρέτης κάποιου ἀξιωματικοῦ, ποὺ τὸν ἐκτίμησε πολύ.Οἱ γονεῖς του Γεωργίου γιὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἐπενθοῦσαν καὶ ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητοι γιὰ τὸ χαμένο τοὺς παιδί. Καθημερινὰ ἐπήγαιναν στὴν ἐκκλησία καὶ γονατιστοὶ παρακαλοῦσαν θερμὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς φανερώσει τί ἀπέγινε τὸ ἀγαπημένο τους παιδί.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Γεώργιος ἀπὸ τὴν ἐξορία του προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ καὶ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ συναντηθεῖ μὲ τοὺς ἀγαπημένους του γονεῖς. Ἐπέρασε λοιπὸν ἕνας χρόνος ἀπὸ τότε ποὺ ἐξαφανίστηκε. Ἔφθασε μάλιστα καὶ ἡ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου καὶ οἱ γονεῖς, ποὺ πάντα εἶχαν τὴν ἐλπίδα ὅτι τὸ παιδί τους ζεῖ, ἐκάλεσαν τοὺς συγγενεῖς τους γιὰ δεῖπνο.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ Γεωργίου τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ πλύνει τὰ πόδια πρὶν ἀπὸ τὸ φαγητὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Γεώργιος πῆγε νὰ ζεστάνει νερό. Ὅλη τὴν ἡμέρα ὁ Γεώργιος ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιό του ποὺ γιόρταζε νὰ τὸν ἐλευθερώσει καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει κοντὰ στοὺς γονεῖς του. Μόλις τὸ νερὸ ἔβρασε καὶ τὸ ἑτοίμασε γιὰ τὸν ἀφέντη του, παρουσιάστηκε μπροστά του ὁ Ἅγιος ἔφιππος σ᾿ ἕνα ἄσπρο ἄλογο καὶ ἀφοῦ ἀνέβασε τὸν νέο σ᾿ αὐτὸ ἀμέσως, τὸν ἔφερε στὸ σπίτι του τὴν ὥρα ποὺ βρισκόταν ὅλοι οἱ καλεσμένοι στὸ τραπέζι. Ἔμειναν ὅλοι τότε ἔκθαμβοι καὶ ὅταν ἐκεῖνος τοὺς ἀφηγήθηκε τὸ θαῦμα μὲ κάθε λεπτομέρεια, ὅλοι γεμάτοι χαρὰ ἐδόξασαν τὸ Θεό.
γ) ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ γιοῦ τῆς χήρας
Στὴν Μυτιλήνη ἦλθαν πειρατὲς ἀπὸ τὴν Κρήτη γιὰ νὰ κλέψουν, λεηλατήσουν καὶ αἰχμαλωτίσουν ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερους μποροῦσαν. Σκέφθηκαν, λοιπόν, νὰ κάνουν τὴν ἐπιδρομή τους τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ποὺ ὅλοι θὰ βρισκόταν συγκεντρωμένοι στὴν ἐκκλησία. Πραγματικὰ οἱ κουρσάροι ἔκαναν τὴν ἐπίθεσή τους καὶ μεταξὺ αὐτῶν ποὺ αἰχμαλώτισαν ἦταν καὶ ἕνας πολὺ ὡραῖος νέος, ὁ γιὸς μίας πλούσιας χήρας. Οἱ κουρσάροι τὸν χάρισαν στὸν Ἀμιρᾶν τῆς Κρήτης ποὺ τὸν ἔβαλε ὑπηρέτη τῆς τράπεζάς του.Ἡ μάνα του ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ χάθηκε ὁ γιός της ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο νὰ τῆς φανερώσει τὸ χαμένο της παιδί. Ὁ Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος δὲν βράδυνε νὰ ἐκπληρώσει τὸν πόνο τῆς πονεμένης μάνας. Καὶ ἐνῷ ὁ νέος ἑτοιμαζόταν νὰ προσφέρει κρασὶ στὸν Ἀμιρᾶν, ὁ Ἅγιος Γεώργιος τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν μετέφερε στὴν μάνα του. Καὶ οἱ δυὸ δὲν πίστευαν στὰ μάτια τους. Ὅταν συνῆλθαν δόξαζαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο γιὰ τὸν παράξενο τρόπο τῆς ἀπελευθέρωσης.
δ) Εὐεργέτης, ἀλλὰ καὶ τιμωρός
Στὴν Παμφλαγονία ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος ναὸς πρὸς τιμὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καὶ στὴν πλατεῖα τοῦ ναοῦ τὰ παιδιὰ ἔπαιζαν διάφορα παιχνίδια. Ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ αὐτὰ δὲν μποροῦσε νὰ νικήσει σὲ κανένα ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀγωνίσματα, γι᾿ αὐτὸ τὰ ἄλλα τὸ εἰρωνεύονταν καὶ τὸ περιγελοῦσαν. Τότε στράφηκε πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸ βοηθήσει νὰ νικήσει καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τοῦ προσφέρει ἕνα σφουγγάτο, δηλαδὴ φαγητὸ ἀπὸ αὐγὰ τηγανισμένα μὲ κρεμμύδια καὶ μυρωδικά.Μόλις ἔκανε τὸ τάξιμο ἄρχισε νὰ παλεύει μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ ποὺ τὰ νίκησε. Ἀμέσως πῆγε στὸ σπίτι του καὶ μόνος του ἐφτίαξε τὸ σφουγγάτο καὶ τὄβαλε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα ἔφθασαν ἐκεῖ τρεῖς νέοι γιὰ νὰ προσκυνήσουν καὶ μόλις εἶδαν τὸ σφουγγάτο σκέφτηκαν νὰ τὸ φάνε. Καὶ εἶπαν μεταξύ τους: «Τί τὰ θέλει αὐτὰ ὁ Ἅγιος; Μήπως πρόκειται νὰ τὰ φάει;» Ἐκάθησαν, λοιπόν, καὶ ἔφαγαν τὸ σφουγγάτο στὰ σκαλοπάτια τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν θέλησαν νὰ φύγουν δὲν μποροῦσαν νὰ σηκωθοῦν, γιατί εἶχαν κολλήσει στὰ μαρμάρινα σκαλοπάτια. Ἔκαμαν τότε φτηνὰ τάματα στὸν Ἅγιο γιὰ νὰ ξεκολλήσουν, ἀλλὰ τίποτα. Ὅταν ἔκαμαν ἀκριβὸ τάμα, νὰ δώσει ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα φλωρί, τότε μόνο μπόρεσαν νὰ ξεκολλήσουν καὶ ν᾿ ἀπελευθερωθοῦν. Μόλις βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ πῆραν θάῤῥος, εἶπαν πρὸς τὸν Ἅγιο: «Ἅγιε Γεώργιε, τὰ σφουγγάτα σου εἶναι πολὺ ἀκριβά, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς δὲν θὰ ξαναγοράσουμε τίποτα ἀπὸ ἐσένα».
ε) Τιμωρία τοῦ Σαρακηνοῦ
Κάποιος Σαρακηνὸς ταξιδιώτης (ἀνεψιὸς τοῦ βασιλιᾶ τῆς Συρίας), σὰν εἶδε τὴν θαυμάσια ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, διέταξε τοὺς ὑπηρέτες του νὰ μεταφέρουν τὶς ἀποσκευές τους καὶ νὰ τὶς βάλουν στὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας, ἐπειδὴ θὰ ἔμεναν ἐκεῖ γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν καὶ ὕστερα νὰ συνέχιζαν τὸ δρόμο τους. Ὅμως ἀπαίτησε νὰ βάλουν καὶ τὶς δώδεκα καμῆλες μέσα στὴν ἐκκλησία. Οἱ ἱερεῖς τῆς ἐκκλησίας τὸν παρακάλεσαν νὰ μὴν βεβηλώσει τὴν ἐκκλησία τους. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐπέμενε καὶ ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα ψηλὸ σημεῖο τοῦ ναοῦ γιὰ νὰ τὶς παρακολουθεῖ. Ὅταν τὶς ὁδήγησαν λοιπὸν στὴν ἐκκλησία, ἀμέσως πέθαναν ὅλες. Τότε τὸ θαῦμα διαδόθηκε, ὁ δὲ Σαρακηνὸς ἐντυπωσιάσθηκε καὶ ζήτησε νὰ τὶς βγάλουν ἔξω καὶ νὰ τὶς θάψουν. Ἔμεινε στὴν ἐκκλησία μέχρι τὸ πρωὶ ποὺ ἦλθε ὁ ἱερέας γιὰ νὰ λειτουργήσει. Στὴ διάρκεια τῆς λειτουργίας, τὴν ὥρα τῆς μετουσίωσης τῶν τιμίων δώρων, ὁ Σαρακηνὸς εἶδε ὅραμα ὅτι ὁ ἱερέας ἀφοῦ πῆρε στὰ χέρια τοῦ ἕνα μικρὸ παιδί, τὸ ἔσφαξε καὶ τὸ αἷμα του χύθηκε στὸ Ἅγιο ποτήρι, καὶ τὸ σῶμα του ἀφοῦ τὸ ἔκοψε σὲ μικρὰ κομμάτια τὄβαλε στὸν ἱερὸ δίσκο. Ὅταν τελείωσε τὸ κοινωνικό, καὶ εἶδε ὁ Σαρακηνὸς τὸν ἱερέα νὰ μεταδίδει στὸ λαὸ τὶς σάρκες καὶ τὸ αἷμα τοῦ παιδιοῦ, θύμωσε πολύ. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ ζήτησε νὰ μάθει λεπτομέρειες καὶ νὰ πάρει ἐξηγήσεις. Ὁ ἱερέας τοῦ ἐξήγησε σχετικῶς μὲ τὴν θεία εὐχαριστία, καὶ ἀκόμα τοῦ εἶπε ὅτι ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἕνα ὅραμα ποὺ μόνο οἱ μεγάλοι πατέρες εἶδαν. Ἐγώ -τοῦ λέει ὁ ἱερέας- δὲν ἀξιώθηκα ποτὲ νὰ δῶ τὸ φρικτὸ αὐτὸ Μυστήριο καὶ μόνο ἄρτο καὶ κρασὶ βλέπω». Ἐξήγησε κατόπιν στὸν Ἄρχοντα Σαρακηνὸ τὸ θαυμαστὸ μυστήριο. Τότε ὁ Σαρακηνὸς θέλησε νὰ βαπτισθεῖ γιατί πίστεψε ὅτι ἡ Χριστιανικὴ πίστη ἦταν ἡ πιὸ ἀληθινή. Ὁ ἱερέας τότε τοῦ εἶπε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ βαπτισθεῖ, γιατί ὅταν θὰ τὸ μάθαινε ὁ θεῖος του, ποὺ ἦταν βασιλιὰς τῆς Συρίας, θὰ τὸν σκότωνε καὶ θὰ ἄρχιζε φοβερὸ διωγμὸ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Σαρακηνὸς πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ὑπῆρχε ἄλλος ἡγεμόνας, καὶ βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη. Ὕστερα μάλιστα ἀπὸ λίγες μέρες συμβουλεύτηκε τὸν Πατριάρχη τί ἔπρεπε νὰ κάνει γιὰ νὰ σωθεῖ. Τότε ὁ Πατριάρχης τὸν συμβούλευσε νὰ γίνει μοναχὸς στὸ ὄρος Σινᾶ. Καὶ πραγματικὰ ἔτσι ἔγινε.Ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια πῆρε ἄδεια ἀπὸ τὸν ἡγούμενό του καὶ ἔφυγε γιὰ νὰ συναντήσει τὸν ἱερέα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ποὺ τὸν εἶχε συμβουλεύσει νὰ βαπτισθεῖ. Ὅταν ἔφτασε ἐκεῖ ὁ ἱερέας δὲν τὸν ἀναγνώρισε. Ἀφοῦ τοῦ ἀποκάλυψε ποιὸς ἦταν, τοῦ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία του νὰ δεῖ τὸν Χριστό. Ὁ ἱερέας δόξασε τὸν Θεὸ καὶ τοῦ εἶπε: «πήγαινε παιδί μου στὸν θεῖο σου Ἀμιρᾶν καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη σου τόσο σ᾿ αὐτὸν ὅσο καὶ σ᾿ ἄλλους Σαρακηνούς». Ὁ μοναχὸς σὰν τὰ ἄκουσε αὐτὰ συγκινήθηκε καὶ ξεκίνησε ἀμέσως νὰ πάει στὴν πόλη, ὅπου ὁ θεῖος του ἦταν ἄρχοντας. Ὅταν ἔφτασε ἐκεῖ, περίμενε νὰ νυχτώσει καὶ ἀνέβηκε στὸν μιναρὲ τοῦ τζαμιοῦ καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει: «Τρέξτε ἐδῶ Σαρακηνοί, διότι θέλω νὰ σᾶς μιλήσω». Τότε οἱ Σαρακηνοὶ ἔτρεξαν μὲ λαμπάδες καὶ ὅταν εἶδαν τὸν μοναχό, ῥώτησαν τί εἶχε νὰ τοὺς πεῖ. Ὁ μοναχός τους εἶπε: «Μὲ ῥωτᾶτε τί ἔχω νὰ σᾶς πῶ; Λοιπόν σας ῥωτῶ: Ποῦ εἶναι ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀμιρᾶν, ποὺ ἔφυγε κρυφά;» Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν: «Ἂν μᾶς πεῖς ποὺ βρίσκεται θὰ σοῦ δώσουμε ὅσα λεφτὰ θέλεις». Ὁ μοναχὸς τοὺς εἶπε: «Ὁδηγῆστέ με στὸν Ἀμιρᾶν γιὰ νὰ σᾶς τὸ πῶ».
Ἀφοῦ ἅρπαξαν τὸν μοναχό, τὸν ὁδήγησαν μὲ μεγάλη χαρὰ στὸν Ἀμιρᾶν. «Αὐτὸς ὁ μοναχὸς γνωρίζει ποὺ εἶναι ὁ ἀνεψιός σου», τοὔπανε. Ὁ Ἀμιρὰς τότε ῥώτησε ἂν στ᾿ ἀλήθεια ξέρει ποὺ βρίσκεται. «Ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶμαι. Ὅμως τώρα εἶμαι Χριστιανὸς καὶ πιστεύω στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦμα, τὴν μία θεότητα καὶ ὁμολογῶ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν παρθένο Μαρία καὶ ἔκαμε στὸν κόσμο μεγάλα θαυμάσια καὶ ἀφοῦ σταυρώθηκε καὶ πῆγε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθισε στὰ δεξιά του Θεοῦ καὶ Πατέρα, πρόκειται νὰ ἔλθει ξανὰ γιὰ νὰ κρίνει ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους». Μόλις ἄκουσε αὐτὰ ὁ θεῖος του Ἀμιρὰς τοὖπε: «Τί ἔπαθες, ταλαίπωρέ μου, νὰ ἀφήσεις τὸ σπίτι σου, τὰ πλούτη σου, τὴν δόξα σου καὶ νὰ περπατεῖς περιφρονημένος σὰν ζητιάνος; Ἐπίστρεψε λοιπὸν στὴν θρησκεία σου καὶ παραδέξου σὰν προφήτη σου τὸν Μωάμεθ γιὰ νὰ ἐπανέλθεις ξανὰ στὴν προηγούμενή σου κατάσταση». Ὁ μοναχὸς τότε τοῦ εἶπε: «Ὅσα καλὰ εἶχα ποὺ ἤμουν Σαρακηνός, ἦταν μερίδα τοῦ διαβόλου. Αὐτὸ τὸ τρίχινο φόρεμά μου εἶναι τὸ καύχημα καὶ ὁ πλοῦτος μου. Τὸ Μωάμεθ ποὺ σᾶς πλάνεψε καὶ τὴν θρησκεία του, ἀποστρέφομαι ἐντελῶς».
Σὰν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἀμιρᾶς εἶπε πρὸς τοὺς Σαρακηνοὺς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, ὅτι ὁ ἀνεψιός του ἔχασε τὰ λογικά του καὶ νὰ τὸν διώξουν. Αὐτὸ βέβαια τὸ ἔκαμε γιὰ νὰ τὸν γλιτώσει ἀπὸ τὸ νόμο ποὺ προέβλεπε θανατικὴ ποινὴ στοὺς ὑβριστὲς τῆς θρησκείας. Ἐκεῖνοι μόλις ἄκουσαν τὸν Ἀμιρᾶν εἶπαν: «Ἀφήνεις ἐλεύθερο αὐτὸν ποὺ ὕβρισε τὸν προφήτη καὶ τὴν θρησκεία μας; Ἂς ἀρνηθοῦμε καὶ ἐμεῖς λοιπὸν τὴν θρησκεία μας καὶ ἂς γίνουμε Χριστιανοί». Ὁ Ἀμιρᾶς ἐπειδὴ φοβήθηκε τὸν ὄχλο μήπως ἐξαγριωθεῖ περισσότερο, ἔδωκε τὴν ἄδεια νὰ τὸν κάμουν ὅτι θέλουν. Ἐκεῖνοι τὸν ἅρπαξαν, τρίζοντας τὰ δόντια ἀπὸ τὴν λύσσα καὶ ἀφοῦ τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν λιθοβόλησαν, ἐνῷ ἐκεῖνος προσευχόταν κι εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, γιατί τὸν ἀξίωνε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας. Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τοῦ θαῤῥαλέου ὁμολογητῆ Σαρακηνοῦ.
Κάθε νύχτα πάνω ἀπὸ τὸν σωρὸ ἀπὸ τὶς πέτρες, φαινόταν ἕνα ἄστρο λαμπρὸ ποὺ φώτιζε τὸν κόσμο ἐκεῖνο. Οἱ Σαρακηνοὶ μάλιστα θαύμασαν τὸ γεγονός. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ ὁ Ἀμιρᾶς ἔδωσε ἄδεια στοὺς Χριστιανοὺς νὰ βγάλουν τὸ Ἅγιο λείψανο τοῦ μάρτυρα ἀπὸ τὶς πέτρες γιὰ νὰ τὸ θάψουν. Ὅταν λοιπὸν σήκωσαν τὶς πέτρες, βρῆκαν τὸ λείψανο «σῶον καὶ ἀβλαβές» καὶ ἀνέδιδε εὐωδία. Ἀφοῦ τὸ προσκύνησαν μὲ εὐλάβεια, τὸ ἐνταφίασαν μὲ ὕμνους καὶ ψαλμῳδίες στὸν Κύριο.
5) Ἡ κόρη τοῦ βασιλιᾶ γλιτώνει ἀπὸ τὸν δράκοντα
Στὴν Ἀνατολικὴ ἐπαρχία τῆς Ἀττάλειας καὶ στὴν πόλη Ἀλαγία βασίλευε κάποιος Σέλβιος ποὺ ἦταν πολὺ Χριστιανομάχος. Εἶχε βασανίσει πολλοὺς Χριστιανοὺς γιὰ ν᾿ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ ἔπειτα τοὺς φόνευε.Κοντὰ στὴν πόλη ὑπῆρχε ἕνας δράκοντας φοβερὸς ποὺ καθημερινὰ ἅρπαζε ἀνθρώπους ἢ ζῷα καὶ τὰ κατάτρωγε. Οἱ κάτοικοι εἶχαν πανικοβληθεῖ καὶ ἀπόφευγαν νὰ περνοῦν ἀπὸ ἐκεῖ. Κάποτε ὁ βασιλιὰς συγκέντρωσε στρατὸ καὶ πῆγε γιὰ νὰ σκοτώσει τὸ ἄγριο θηρίο. Ὅμως δὲν πέτυχε καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος.
Ὅταν εἶδαν οἱ κάτοικοι ὅτι ὁ βασιλιὰς ἀπέτυχε νὰ σκοτώσει τὸν δράκοντα πῆγαν νὰ τὸν ῥωτήσουν γιατί δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ τρόπους νὰ ἐξοντώσει τὸ θηρίο. Τότε ὁ βασιλιάς, ὕστερα ἀπὸ συμβουλὴ ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, εἶπε στὸ πλῆθος: «Γνωρίζετε ὅτι ἐπιχειρήσαμε ἀρκετὲς φορὲς νὰ σκοτώσουμε τὸ θηρίο καὶ δὲν τὸ κατορθώσαμε, γιατί ἔτσι ἦταν τὸ θέλημα τῶν Θεῶν. Τώρα λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή τους, θὰ πρέπει ὁ καθένας μας νὰ στέλλει τὸ παιδί του γιὰ νὰ τὸ τρώει ὁ δράκοντας. Ἀκόμα καὶ ἐγὼ θὰ στείλω τὴν μοναδική μου κόρη, ὅταν ἔλθει ἡ σειρά της». Ἔτσι, λοιπόν, ὁ λαὸς ὑπάκουσε στὴν διαταγὴ τοῦ βασιλιᾶ γιατί δὲν μποροῦσε νὰ κάνει ἀλλιώτικα. Ἔστελναν, δηλαδὴ τὰ παιδιά τους μὲ δάκρυα καὶ μὲ θρήνους νὰ καταβροχθίζονται ἀπὸ τὸ θηρίο.
Ὅταν ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τῆς κόρης τοῦ βασιλιᾶ, ξετυλίχθηκαν τραγικὲς σκηνές. Ὁ βασιλιὰς κτυποῦσε τὸ στῆθος του καὶ τὸ πρόσωπό του, τραβοῦσε τὰ γένια του καὶ μὲ λυγμοὺς ἔλεγε: «Ἀλίμονο σὲ μένα τὸν ταλαίπωρο! Τί νὰ πρωτοκλάψω γλυκό μου παιδί; Τὸ χωρισμό μας ἢ τὸν ξαφνικό σου θάνατο ποὺ θὰ δῶ σὲ λίγο; Τί νὰ πρωτοθρηνήσω, ἀγαπημένο μου παιδί, τὸ κάλλος σου ἢ τὸν τρόμο, ποῦ σὲ λίγο θὰ νοιώσεις σὰν σὲ κατασπαράζει τὸ θηρίο; Ἀλίμονο, κόρη μου, ποὺ ἔλαμπες σὰν πολύφωτη λαμπάδα στὸ παλάτι μου καὶ περίμενα τὴν ὥρα ποὺ θὰ γιόρταζα τοὺς γάμους σου. Ποῦ θὰ βρῶ πιὰ παρηγοριὰ καὶ πῶς θὰ ζήσω μακριά σου; Τί τὴν θέλω τὴν ζωὴ καὶ τὰ παλάτια χωρὶς ἐσένα;» Αὐτὰ ἔλεγε ὁ ἀπαρηγόρητος βασιλιάς. Ἔπειτα γύρισε πρὸς τὸ πλῆθος καὶ εἶπε: «Ἀγαπητοί μου φίλοι καὶ ἄρχοντες, σᾶς ζητῶ νὰ μὲ συμπονέσετε. Σᾶς προσφέρω πλούτη ὅσα θέλετε καὶ ἀκόμα τὴν βασιλεία μου, ἀλλὰ νὰ μοῦ κάνετε μία χάρη. Νὰ μοῦ χαρίσετε τὸ μονάκριβο παιδί, ἀλλιώτικα ἀφῆστε καὶ ἐμένα νὰ πάω μαζί της.» Κανένας ὅμως δὲν συγκινήθηκε ἀπὸ τὰ λόγια του βασιλέα, γιατί αὐτὸς ἦταν ποὺ ἔβγαλε τὴν διαταγή, γιὰ νὰ βρίσκουν τὰ παιδιὰ τους τέτοιο οἰκτρὸ τέλος. Ἔτσι μὲ μία φωνὴ ὅλοι του εἶπαν, ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐφαρμοστεῖ καὶ στὸ παιδί του ἡ διαταγή του.
Σὰν δὲν μποροῦσε νὰ κάνει διαφορετικὰ ὁ βασιλιάς, τὴν συνόδευσε μέχρι τὴν πύλη τῆς πόλης. Ἀφοῦ τὴν ἀγκάλιασε καὶ τὴν φίλησε, τὴν παρέδωσε στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν λίμνη. Πραγματικὰ οἱ ἄνθρωποι τὴν ἄφησαν καὶ ἔφυγαν. Ὁ λαὸς ἔβλεπε μέσα ἀπὸ τὰ τείχη τὴν κόρη ποὺ καθόταν κοντὰ στὴν λίμνη καὶ περίμενε νὰ ἔλθει τὸ θηρίο γιὰ νὰ τὴν κατασπαράξει.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ μέγας Γεώργιος, ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη ὁμολογήσει τὴν Χριστιανική του πίστη, ἦταν κόμης καὶ ἀρχηγὸς στρατιωτικῆς μονάδας στὸ στράτευμα τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ἐπέστρεφε μάλιστα στὴν Καππαδοκία ἀπὸ μία ἐκστρατεία ποὺ ἔκανε μαζὶ μὲ τὸν Διοκλητιανό. Ἀπὸ Θεοῦ θέλημα πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν λίμνη καὶ ὅταν εἶδε τὸ νερό, θέλησε νὰ ποτίσει τὸ ἄλογό του καὶ νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ὁ ἴδιος. Ὅταν εἶδε τὴν κόρη νὰ κλαίει ἀσταμάτητα καὶ νὰ διακατέχεται ἀπὸ ἀγωνία καὶ τρόμο, τὴν πλησίασε καὶ τὴν ῥώτησε γιατί ἔκλαιγε καὶ ἀκόμη ποιὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ τὴν παρακολουθοῦσε ὁ λαὸς μέσα ἀπὸ τὰ τείχη. Ἡ κόρη τοῦ εἶπε ὅτι ἀδυνατοῦσε νὰ τοῦ διηγηθεῖ τὰ ὅσα συνέβησαν καὶ τὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ καβαλήσει τὸ ἄλογό του καὶ νὰ φύγει, ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε γιατί κινδύνευε νὰ χάσει τὴν ζωή του καὶ ἦταν τόσο νέος καὶ ὡραῖος. Ὁ Ἅγιος ἐπέμενε νὰ μάθει τί τῆς συνέβηκε. Καὶ αὐτὴ τοῦ εἶπε: «Εἶναι μεγάλη ἡ ἀφήγηση, κύριέ μου, καὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ τὰ ἀφηγηθῶ ὅλα με λεπτομέρειες. Μόνο σου λέγω καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ φύγεις τώρα ἀμέσως γιὰ νὰ μὴν πεθάνεις ἄδικα μαζί μου». Καὶ ὁ Ἅγιος της εἶπε: «Πές μου τὴν ἀλήθεια, γιατί κάθεσαι ἐδῶ καὶ ὁρκίζομαι στὸν Θεό, ποὺ πιστεύω ἐγώ, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἀφήσω μόνη, ἀλλὰ θὰ σὲ ἐλευθερώσω ἀπὸ τὸν θάνατο, ἀλλιώτικα θὰ πεθάνω καὶ ἐγὼ μαζί σου».
Τότε ἡ κόρη ἀναστέναξε πικρὰ καὶ διηγήθηκε στὸν Ἅγιο τὰ ὅσα συνέβησαν. Ἀφοῦ ἄκουσε ἐκεῖνος τὰ γεγονότα, ῥώτησε τὴν κόρη: «Σὲ ποιὸ Θεὸ πιστεύουν ὁ πατέρας σου καὶ ἡ μητέρα σου καὶ ὁ λαός;» Καὶ ἐκείνη τοῦ ἀποκρίθηκε: «Πιστεύουν στὸν Ἡρακλῆ καὶ στὴν μεγάλη θεὰ Ἄρτεμη». Ὁ ἅγιος τότε τῆς εἶπε: «Ἀπὸ σήμερα νὰ μὴν φοβᾶσαι οὔτε καὶ νὰ κλαίεις. Μόνο πίστεψε στὸν Χριστό, ποὺ πιστεύω ἐγώ, καὶ θὰ δεῖς τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ μου». Ἡ βασιλοπούλα ἀπάντησε στὸν Ἅγιο: «Πιστεύω, κύριέ μου, μ᾿ ὅλη μου τὴν ψυχὴ καὶ μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιά». Ὁ Ἅγιος συνέχισε: «Ἔχε θάῤῥος στὸν Θεὸ ποὺ δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ καὶ τὴν θάλασσα διότι ὁ Χριστὸς πρόκειται νὰ καταργήσει τὴν δύναμη τοῦ Θηρίου καὶ θὰ ἐλευθερωθοῦν καὶ ἀκόμα θὰ διώξουν τὸν φόβο τοῦ θηρίου ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου αὐτοῦ. Μεῖνε, λοιπόν, ἐδῶ καὶ μόλις δεῖς τὸ θηρίο νὰ ἔρχεται, φώναξέ μου».
Τότε ὁ Ἅγιος ἔκλεινε τὰ γόνατά του στὴ γῆ καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸ προσευχήθηκε καὶ εἶπε: «Ὁ Θεὸς ὁ Μεγάλος καὶ Δυνατὸς ποὺ κάθεται πάνω στὰ χερουβὶμ καὶ ἐπιβλέπει ἀβύσσους, ποὺ εἶναι εὐλογητὸς καὶ ὑπάρχει στοὺς αἰῶνες, σὺ γνωρίζεις ὅτι οἱ καρδίες εἶναι μάταιες, Σὺ φιλάνθρωπε Δεσπότη καὶ Κύριε ἐπίβλεψε καὶ τώρα σὲ μένα τὸν ταπεινὸ καὶ ἀνάξιο δοῦλο σου καὶ φανέρωσέ μου τὰ ἐλέη σου. Κάνε νὰ ὑποτάξω τὸ φοβερὸ αὐτὸ θηρίο γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι ὅτι ὑπάρχεις μαζί μου καὶ ὅτι εἶσαι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός». Τότε ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ τοὔλεγε: «Εἰσακούστηκε ἡ δέησή σου Γεώργιε, καὶ κάνε ὅπως θέλεις, διότι ἐγὼ θἆμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις τελείωσε τὴν προσευχή του ὁ Ἅγιος, φάνηκε τὸ ἄγριο θηρίο. Ὅταν τὸ εἶδε ἡ κόρη φώναξε: «Ἀλοίμονό μου, κύριέ μου! Ἔρχεται τὸ θηρίο γιὰ νὰ μὲ κατασπαράξει».
Τότε ὁ Ἅγιος ἔτρεξε γιὰ νὰ συναντήσει τὸ θηρίο. Ἦταν τὸ θηρίο φοβερό. Ἔβγαζε ἀπὸ τὰ μάτια του φωτιὰ καὶ ἦταν τόσο ἐξαγριωμένο καὶ ἀπαίσιο ποὺ παρουσίαζε θέαμα τρομερό. Ἀμέσως ὁ Ἅγιος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ καὶ εἶπε: «Κύριε ὁ Θεός μου, ἡμέρεψε γιὰ χάρη μου, ποὺ εἶμαι δοῦλος σου, τὸ θηρίο αὐτὸ γιὰ νὰ πιστέψει ὁ λαὸς στὸ ὄνομά Σου τὸ Ἅγιο». Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ φοβερὸς δράκοντας μὲ τὰ μεγάλα δόντια ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ἀλόγου τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνῷ κυλιόταν καὶ βρυχόταν, μόλις ἡ βασιλοπούλα εἶδε τὸ θέαμα, ἔνοιωσε χαρὰ μεγάλη. Καὶ ὁ Ἅγιος της εἶπε: «Βγάλε τὴν ζώνη σου καὶ δέσε μὲ αὐτὴ τὸν δράκοντα ἀπὸ τὸν λαιμό». Ἀμέσως τότε ἡ κόρη ἄφοβα ἔβγαλε τὴν ζώνη της καὶ ἔδεσε τὸ δράκοντα, καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Ἅγιο ποὺ τὴν γλίτωσε ἀπὸ τὸν βέβαιο θάνατο. Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ἄλογό του, εἶπε πρὸς τὴν βασιλοπούλα: «Σύρε τὸν δράκοντα μὲ τὴν ζώνη σου μέχρι τὴν πόλη».
Ὅταν εἶδαν οἱ κάτοικοι τὸ παράξενο θέαμα, τὴν κόρη δηλαδὴ νὰ σέρνει δεμένο τὸν δράκοντα, τράπηκαν σὲ φυγή. «Μὴ φοβᾶσθε, σταθεῖτε καὶ θὰ δεῖτε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία σας» τοὺς εἶπε ὁ Ἅγιος. Τότε σταμάτησαν ὅλοι ἀπορημένοι καὶ περίμεναν νὰ δοῦν τί θὰ τοὺς δείξει. Τοὺς προέτρεψε λοιπόν, νὰ πιστέψουν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ αὐτοὶ δέχτηκαν μὲ χαρά. Ἀφοῦ σήκωσε τὸ χέρι του κτύπησε μὲ τὸ ἀκόντιο τὸν δράκοντα καὶ τὸ φοβερὸ τέρας σκοτώθηκε. Ἔπειτα ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὴν βασιλοπούλα, τὴν παρέδωσε στὸν βασιλιά. Ὅλοι ἔνοιωσαν μεγάλη καὶ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀφοῦ γονάτισαν, καταφιλοῦσαν τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ εὐχαριστοῦσαν τὸν Πανάγαθο Θεό, διότι τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸ θηρίο κι ἔτσι σταμάτησε ἡ θυσία τῶν παιδιῶν τους.
Ὁ Ἅγιος κάλεσε ἀπὸ κάποια πόλη τῆς Ἀντιοχείας τὸν ἐπίσκοπο Ἀλέξανδρο καὶ βάπτισε τὸν βασιλιὰ καὶ τοὺς ἄρχοντες καὶ ὅλο τὸ λαό. Μέσα σὲ δεκαπέντε μέρες βάπτισε σαράντα πέντε χιλιάδες.
Ἀφοῦ λοιπὸν βαπτίστηκαν ὅλοι καὶ ἔγινε μεγάλη χαρὰ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό, ἔκτισαν καὶ μία μεγάλη ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος πῆγε νὰ τὴν δεῖ. Μόλις μπῆκε στὸ Ἅγιο βῆμα καὶ προσευχήθηκε, βγῆκε πηγὴ ἁγιάσματος καὶ σκορπίστηκε εὐωδία στὸν ναό. Ἡ πηγὴ αὐτὴ σῴζεται μέχρι σήμερα.
Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε τὸν βασιλιὰ καὶ τὸ λαό, ἔφυγε γιὰ τὴν πατρίδα του τὴν Καππαδοκία. Στὸ δρόμο του συνάντησε τὸ διάβολο μετασχηματισμένο σὲ μορφὴ ἀνθρώπου. Κρατοῦσε δυὸ ῥαβδιὰ στὰ ὁποῖα στηριζόταν σὰν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σὰν νικημένος καὶ καταφρονημένος στρατιώτης. Εἶπε, λοιπὸν μὲ ταπείνωση στὸν Ἅγιο: «Χαῖρε Γεώργιε». Ὁ Ἅγιος ἀμέσως κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ διάβολος καὶ τοῦ εἶπε: «Ποιὸς εἶσαι καὶ πῶς μὲ ξέρεις; Ἂν δὲν ἤσουνα ὁ πονηρὸς διάβολος δὲν θὰ μποροῦσες νὰ μὲ ξέρεις, ἀφοῦ ποτὲ ξανὰ δὲν μὲ ἔχεις δεῖ». Ὁ διάβολος ἀπάντησε: «Πὼς τολμᾷς νὰ ὑβρίζεις τοῦ ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ ῥωτᾷς ποιὸς εἶμαι ἐγώ; Μάθε νὰ μιλᾷς καλά». Ὁ Ἅγιος τότε ἀποκρίθηκε: «Ἂν εἶναι ἔτσι ὅπως μου τὰ λὲς καὶ εἶσαι Ἄγγελος, ἀκολούθησέ με. Ἂν ὅμως εἶσαι πνεῦμα πονηρό, νὰ μὴν μετακινηθεῖς ἀπὸ τὴν θέση σου». Μόλις τελείωσε τὸ λόγο τοῦ αὐτὸ ὁ Ἅγιος, ὁ διάβολος βρέθηκε δεμένος καὶ φώναξε δυνατά: «Ἀλοίμονό μου! Τί κακὴ ὥρα ἦταν αὐτὴ ποὺ σὲ συνάντησα! Τί κακὸ ἔπαθα νὰ πέσω στὰ χέρια σου ὁ ταλαίπωρος!».
Ὁ Ἅγιος βεβαιώθηκε ὅτι ἦταν πνεῦμα πονηρὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Σὲ ὁρκίζω στὸ Θεὸ νὰ μοῦ πεῖς τί ἐπρόκειτο νὰ μοῦ κάνεις». Καὶ ὁ δαίμονας εἶπε: «Ἐγὼ, Γεώργιε, εἶμαι ἀπὸ τὸ δεύτερο τάγμα τοῦ Σατανᾶ καὶ ὅταν ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸν οὐρανὸ καὶ διαχώριζε τὴν γῆ ἀπὸ τὰ νερὰ ἤμουνα παρών. Ἐγὼ ἔκαμα φοβερὲς βροντὲς καὶ ἀστραπές, ἐγὼ ἔδεσα κεφαλὲς καὶ τώρα ἀπὸ τὴν περηφάνια μου κατάντησα κάτω στὸν Ἅδη καὶ ἔγινα δαίμονας. Ἀλοίμονό μου, Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τὴν χάρη ποὺ σοῦ δόθηκε καὶ ἤθελα νὰ σὲ παραπλανήσω γιὰ νὰ μὲ προσκυνήσεις. Ἀλλὰ πλανήθηκα. Ἀλοίμονό μου τί κακὸ ἐζήτησα νὰ πάθω καὶ δὲν μπορῶ νὰ λυθῶ. Σὲ παρακαλῶ Γεώργιε, θυμήσου τὴν προηγούμενή μου εὐτυχία καὶ μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ ἐπιστρέψω στὴν ἄβυσσο γιατί σου τὰ εἶπα ὅλα». Τότε ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ὕψωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ εἶπε: «Σ᾿ εὐχαριστῶ Κύριέ μου, διότι μου παρέδωσες στὰ χέρια μου τὸν πονηρὸ δαίμονα, ποὺ πρόκειται νὰ σταλεῖ σὲ σκοτεινὸ τόπο γιὰ νὰ τιμωρεῖται αἰώνια». Μόλις εἶπε αὐτὰ ὁ Ἅγιος ἐπετίμησε καὶ ἀπόλυσε τὸ πονηρὸ πνεῦμα.
Θαυματουργικὲς εἰκόνες τοῦ Ἁγίου στὸ Ἅγιον Ὄρος
α) ἡ εἰκόνα ποὺ μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Μονὴ Φανουήλ
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ (886-912) ἦσαν τρεῖς γνήσιοι ἀδελφοί, ὁ Μωυσῆς, ὁ Ἀαρῶν καὶ ὁ Βασίλειος καὶ ἡ καταγωγή τους ἦταν ἀπὸ τὴν μεγαλύτερη Λιγχίδα, ποὺ μετονομάστηκε ἀργότερα σὲ Ἀχρίδα. Αὐτοὶ λοιπὸν ἀποφάσισαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ κόσμο, τὸν πλοῦτο, τὴν δόξα καὶ νὰ πάρουν τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα. Ἔφτασαν στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ καὶ ἀφοῦ βρῆκαν ἥσυχο τόπο, κατασκεύασαν σκηνές, ὅπου ἔμεναν γιὰ ἀρκετὸ διάστημα καὶ συναντιόνταν μόνο τὴν Κυριακή. Διαδόθηκε, λοιπὸν ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς τους καὶ γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ ἔρχονταν κοντά τους καὶ δὲν ἔφευγαν.Βρῆκαν ἕνα χῶρο ὅπου ἔκτισαν μοναστήρι. Ἀφοῦ ἔκτισαν καὶ τὸν ναὸ σκέπτονταν πὼς νὰ τὸν ὀνομάσουν. Ἄλλοι ἔλεγαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὸν Ἅγιο Νικόλαο, ἄλλοι στὸν Ἅγιο Κλήμεντα, ἀρχιεπίσκοπο Ἀχρίδος ποὺ ἦταν καὶ συμπατριώτης τους καὶ ὁ καθένας γενικὰ ἤθελε νὰ δώσει στὸ ναὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἔτρεφε μεγαλύτερη εὐλάβεια. Ἐπειδή, λοιπόν, δὲν συμφωνοῦσαν ἀποφάσισαν νὰ προσφύγουν στὴν προσευχὴ στὸ Θεὸ καὶ νὰ δεηθοῦν ὥστε Αὐτὸς γιὰ νὰ ἀποφασίσει γιὰ νὰ διατάξει σὲ ποιὸν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Του θὰ ἀφιερώσουν τὸ ναὸ καὶ ποιὰν εἰκόνα θὰ ζωγραφίσουν στὸ ξύλο ποὺ ἑτοίμασαν. Προσευχήθηκαν καὶ οἱ τρεῖς, ὁ καθένας στὸ ἡσυχαστήριό του. Στὴν διάρκεια τῆς προσευχῆς τους διαχύθηκε ἀπὸ τὸν νεόκτιστο ναὸ ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς, λαμπρότερο ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου γύρω ἀπὸ τὰ κελιὰ τῶν μοναχῶν. Οἱ μοναχοὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβο καὶ ἀπορία καὶ ἔμειναν προσευχόμενοι ὅλη νύχτα.
Τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ ὅταν κατέβηκαν οἱ μοναχοὶ στὴν ἐκκλησία εἶδαν μὲ θαυμασμὸ ὅτι στὸ ξύλο ποὺ ἑτοίμασαν νὰ ζωγραφίσουν, ἐζωγραφίθη ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα καὶ Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ἀπ᾿ αὐτὴ μάλιστα ἔβγαινε ἡ λάμψη ποὺ φώτιζε τὰ ταπεινὰ ἡσυχαστήρια. Ἔτσι λοιπόν, ἀφιερώθηκε ἡ ἐκκλησία στὸν Ἅγιο Γεώργιο καὶ ἡ μονὴ ὀνομάσθηκε Ζωγράφου.
Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα ὑπῆρχε στὴν Μονὴ τοῦ Φανουὴλ ποὺ βρίσκεται στὴν Συρία κοντὰ στὴ Λύδδα. Σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ καθηγουμένου τῆς Μονῆς Φανουήλ, Εὐστρατίου, ὅταν κάποτε ὁ Θεὸς θέλησε, νὰ τιμωρήσει τὴν Συρία καὶ νὰ τὴν παραδώσει στοὺς Σαρακηνούς, ἡ ζωγραφιὰ τῆς εἰκόνας ξαφνικὰ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ ἀφοῦ ὑψώθηκε κρύφτηκε σὲ ἄγνωστο μέρος. Οἱ μοναχοὶ τότε, ἐπειδὴ φοβήθηκαν καὶ λυπήθηκαν ἀπὸ τὸ θαῦμα, ἀφοῦ γονάτισαν, προσεύχονταν στὸ Θεὸ θερμὰ καὶ μὲ δάκρυα καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀποκαλύψει ποὺ κρυβόταν τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὁ πανάγαθος Θεὸς ἄκουσε τὴν δέηση τῶν μοναχῶν καὶ ὁ Ἅγιος παρουσιάστηκε στὸν ἡγούμενο καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴ λυπᾶστε γιὰ μένα. Ἐγὼ βρῆκα γιὰ τὸν ἑαυτό μου Μονὴ τῆς Παναγίας στὸ Ἄθω. Ἂν θέλετε πηγαίνετε καὶ ἐσεῖς πρὸς τὰ ἐκεῖ, γιατί ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου εἶναι ἕτοιμη νὰ πέσει πάνω στὴν διεφθαρμένη Παλαιστίνη καὶ σχεδὸν σ᾿ ὅλη τὴν Οἰκουμένη, ἐπειδὴ οἱ Χριστιανοὶ ἁμαρτάνουν».
Ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τοὺς μοναχοὺς ὁ καθηγούμενος ἀνακοίνωσε τὰ συμβάντα. Ἔπειτα κάλεσε καὶ τοὺς προύχοντες τῆς πόλης Λύδδας καὶ τοὺς ἀνάγγειλε ὅσα συνέβησαν σχετικῶς μὲ τὴν ἁγία εἰκόνα. Ὕστερα τοὺς παράγγειλε τὰ ἑξῆς: «Ἐμεῖς φεύγουμε, γιὰ τὴν ἁγία πόλη τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὸν Ἅγιο Τάφο τοῦ Κυρίου καὶ ἂς γίνει τὸ θέλημά Του. Σεῖς ἐγκατασταθεῖτε στὴν Μονὴ γιὰ νὰ τὴν προφυλάξετε».
Μὲ δάκρυα ξεκίνησαν. Ἀφοῦ ἔφτασαν στὴν Ἰόππη βρῆκαν πλοῖο καὶ ἀναχώρησαν γιὰ τὸ ὄρος Ἄθω. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὲς μέρες ἔφτασαν στὴν μονὴ Ζωγράφου. Ὅταν μπῆκαν στὸ ναό, μὲ ἔκπληξη καὶ θαυμασμό, εἶδαν τὴν ζωγραφιὰ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ποὺ εἶχαν στὴν μονὴ Φανουήλ, νἆναι προσκολλημένη χωρὶς καμιὰ ἀλλοίωση σ᾿ ἕνα καινούργιο ξύλο. Τότε μὲ συγκίνηση καὶ δάκρυα γονάτισαν μπροστὰ στὴν εἰκόνα καὶ ἔλεγαν: «Γιατί μας προξένησες τόση λύπη, Μεγαλομάρτυρα Γεώργιε;». Οἱ μοναχοί της Ζωγράφου ἀποροῦσαν, γιατί συνέβησαν ὅλα αὐτὰ τὰ παράξενα. Ὅμως ἐκεῖνοι τοὺς διηγήθηκαν τὰ συμβάντα καὶ ὅλοι δόξαζαν ὁλόψυχα τὸν Κύριο καὶ τὸν Ἅγιο Γεώργιο. Τὸν δὲ καθηγούμενο Εὐστράτιο τὸν ἔκαμαν Ἡγούμενό τους.
Ἀπὸ τότε ἄρχισαν νὰ γίνονται ἀπὸ τὴν ἁγία εἰκόνα πολλὰ θαύματα. Γι᾿ αὐτὸ ὁ κόσμος πήγαινε στὴν μονὴ Ζωγράφου, νὰ προσκυνήσει τὸν Τροπαιοφόρο Γεώργιο. Ἡ φήμη τῶν θαυμάτων ἔφθασε μέχρι καὶ τὸν βασιλέα Λέοντα τὸν Σοφό, ποὺ ἦταν πολὺ εὐσεβής. Μάλιστα ἀποφάσισε νὰ πάει προσωπικὰ στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ χαρεῖ πνευματικὰ μὲ τὶς ψυχωφελεῖς συζητήσεις ποὺ θὰ ἔκανε μὲ τοὺς ἀσκητὲς Μωυσῆ, Ἀαρῶν καὶ Βασίλειο ποὺ ἔγιναν ξακουστοὶ γιὰ τὴν ἀρετή τους. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Λέοντα ἐπισκέφτηκε τὴν Μονὴ καὶ ὁ βασιλιὰς τῶν Βουλγάρων Ἰωάννης ἀπὸ τὸ Τίρναβο. Μὲ τὴν πλούσια βοήθειά του ἄρχισε νὰ κτίζεται ἡ μεγαλοπρεπὴς Μονὴ τοῦ Ζωγράφου. Ἀργότερα ἡ ἱερὰ Μονὴ κατεδαφίστηκε ἀπὸ τοὺς βαρβάρους καὶ τοὺς πειρατές. Ἡ τωρινὴ Μονὴ κτίστηκε ἀπὸ τὸν Ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας Στέφανο.
Ἡ Ἁγία εἰκόνα ἔχει μέχρι σήμερα τὸ ἄκρο τοῦ δάκτυλου κάποιου ὀλιγόπιστου Ἐπισκόπου. Αὐτὸς καταγόταν, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἀπ᾿ τὰ Βοδενὰ (Ἔδεσσα) καὶ ὅταν ἄκουσε γιὰ τὰ θαύματα τῆς εἰκόνας θέλησε μαζὶ μὲ τὴν συνοδεία του νὰ πάει νὰ διαπιστώσει ἂν πραγματικὰ ἦσαν ἀληθινὰ αὐτὰ ποὺ διαδίδονταν ἢ ἦσαν ἐφευρέσεις τῶν μοναχῶν, γιὰ λόγους φιλοχρηματίας. Ὅταν ἔφτασε στὸ Ἅγιον Ὄρος πῆγε καὶ στὴν Μονὴ τοῦ Ζωγράφου ὅπου οἱ μοναχοὶ ἐκεῖ τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ τὴν πρέπουσα τιμή. Στὴν συνέχεια τὸν ὁδήγησαν στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Ἅγιο Γεώργιο. Ἀλλὰ ὁ ἐπίσκοπος ἀντὶ νὰ φανεῖ ταπεινὸς καὶ σεμνὸς φάνηκε περήφανος καὶ ὀλιγόπιστος. Ἀφοῦ μὲ ἀδιαφορία εἶδε τὸν ναὸ στάθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ μὲ ἀλαζονικὸ ὕφος εἶπε πρὸς τοὺς μοναχούς: «Ὥστε αὐτὴ εἶναι ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα τοῦ Ἁγίου». Ἀμέσως ὅμως τὸ δάκτυλό του κόλλησε στὴν εἰκόνα καὶ μάταια προσπαθοῦσε νὰ τὸ ξεκολλήσει. Ἡ ἀγωνία του καὶ ὁ φόβος του μεγάλωσαν ὅσο ἀγωνιζόταν νὰ τὸ ξεκολλήσει. Κάθε φορὰ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸ ξεκολλήσει ἔνοιωθε πόνους γιατί αὐτὸ ἦταν κολλημένο πολὺ γερά. Στὸ τέλος ὁ δυστυχὴς ἐπίσκοπος δέχτηκε νὰ τοῦ κόψουν τὸ δάκτυλό του. Ἔτσι πῆρε μία γεύση τῆς γνησιότητας τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
β) Τὸ θαλάσσιο ταξίδι τῆς εἰκόνας ἀπὸ τὴν Ἀραβία
Ὑπάρχει κοντὰ στὸν κίονα τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ ποὺ βρίσκεται ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἡ πιὸ κάτω χειρόγραφη διήγηση:
Ἡ ἁγία εἰκόνα ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἀραβία καὶ βρέθηκε στὸ λιμάνι τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου. Ἡ ἀπροσδόκητη ἄφιξη τῆς εἰκόνας προκάλεσε ταραχὴ καὶ θόρυβο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Γιατί ἡ φήμη ἐξαπλώθηκε γρήγορα καὶ οἱ μοναχοὶ ἐρχόντουσαν ἀπ᾿ ὅλα τὰ μοναστήρια γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴν ἁγία εἰκόνα ποὺ μὲ θαῦμα φανερώθηκε στὸ λιμάνι. Μάλιστα κάθε μοναστήρι ἐπεδίωκε νὰ ἀποκτήσει τὸ θησαυρὸ αὐτὸ καὶ οἱ γέροντες ἀρνοῦνταν νὰ τὴν δώσουν στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου. Τελικὰ ἀποφάσισαν νὰ βάλουν κλῆρο καὶ νὰ δεχτοῦν τὴν ἀπόφαση τῆς ἁγίας εἰκόνας. Πραγματικὴ πῆραν ὁμόφωνα ἀπόφαση ὅλοι οἱ γέροντες νὰ φορτώσουν τὴν εἰκόνα σ᾿ ἕνα ξένο καὶ ἄγριο μουλάρι ποὺ δὲν ἤξερε τοὺς δρόμους καὶ τὰ Μοναστήρια καὶ ἀφοῦ τὸ ἀφήσουν ἐλεύθερο νὰ τὸ ἀκολουθήσουν ἀπὸ μακριά. Ἐκεῖ ποὺ θὰ σταματοῦσε θὰ ἔπρεπε νὰ μείνει ἡ εἰκόνα. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἀφοῦ ὁδήγησαν τὸ μουλάρι στὸ δρόμο Θεσσαλονίκης - Ἁγίου Ὄρους τὸ ἄφησαν στὴ θέλησή του. Καὶ τὸ μουλάρι μὲ ἀργὸ καὶ ἰσόμετρο περπάτημα σὰν νὰ ἔνοιωθε ὅτι μετέφερε ἱερὸ φορτίο πέρασε ἀπὸ δύσβατους τόπους, δάση καὶ ὑψώματα καὶ ἔφτασε στὴν Μονὴ Ζωγράφου καὶ στάθηκε ἀκίνητο σ᾿ ἕνα πολὺ ὡραῖο λόφο.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πληροφορήθηκαν ὅλοι ὅτι ἡ θέληση τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἦταν νὰ μείνει ἡ ἱερὴ εἰκόνα στὴ Μονὴ Ζωγράφου. Ὅλοι οἱ μοναχοὶ δέχτηκαν στὴ Μονὴ μὲ χαρὰ καὶ μὲ πνευματικὸ πανηγύρι τὴν ἱερὴ εἰκόνα καὶ τὴν τοποθέτησαν στὸν κίονα τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ. Τὸ μουλάρι ποὺ μετέφερνε τὴν ἁγία εἰκόνα πέθανε καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν τόπο ἐκεῖνο. Σὲ ἀνάμνηση γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς ἱερῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἔκτισαν στὸν λόφο ἕνα κελλὶ καὶ μικρὴ ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου.
γ) Ἀφιέρωση τῆς ἁγίας εἰκόνας ἀπὸ τὸν Ἡγεμόνα τῆς Μολδοβλαχίας Στέφανο
Στὸ βορειοδυτικὸ κίονα, ποὺ στηρίζεται καὶ ὁ τροῦλος, εἶναι ἀναρτημένη καὶ ἄλλη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ποὺ γι᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ἡ πιὸ κάτω χειρόγραφη διήγηση στὴν Μονὴ Ζωγράφου.
Ὁ Ἡγεμόνας τῆς Μολδοβλαχίας Στέφανος εἶχε, ὅπως εἶναι γνωστό, συνέχεια πολέμους μὲ τοὺς Τούρκους. Κάποτε συγκεντρώθηκαν τὰ ἀναρίθμητα Τούρκικα ἀσκέρια, γιὰ νὰ τὸν ἀφανίσουν. Ὅταν εἶδε ὁ Στέφανος τὸ πλῆθος τοῦ ἐχθροῦ φοβήθηκε. Ἀμέσως ὅμως συνῆλθε καὶ μὲ θερμὴ προσευχὴ στὸ Θεὸ ζήτησε τὴν βοήθειά του. Στὸν ὕπνο του ἐμφανίστηκε ὁ Ἅγιος Γεώργιος ποὺ ἦταν λουσμένος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ θαυμάσιο φῶς καὶ μὲ μάτια ποὺ ἄστραφταν. Ὁ Στέφανος ἂν καὶ κοιμόταν φοβήθηκε πολύ. Τότε ὁ Ἅγιος του εἶπε: «Ἔχε θάῤῥος στὸν Κύριό σου καὶ μὴ φοβᾶσαι τὸ πλῆθος αὐτό. Αὔριο συγκέντρωσε ὅλο τὸ στράτευμά σου καὶ ὁδήγησέ το ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ μὲ φωνὲς πανηγυρικὲς καὶ σάλπιγγες καὶ θὰ δεῖς τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ πάντα σὲ βοηθᾷ. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ στάθηκα ἐδῶ γιὰ νὰ σοῦ ἀποκαλύψω ποιὸς θὰ νικήσει καὶ νὰ σοῦ ἀναφέρω ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζί σου καὶ ὅτι ἀκόμα καὶ ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω στὴν μάχη αὐτή. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἀνακαίνισε τὴν Μονὴ Ζωγράφου ποὺ εἶναι στὸ ὄνομά μου, καὶ ποὺ ἐρημώθηκε. Στεῖλε μάλιστα καὶ τὴν δική μου εἰκόνα ποὺ ἔχεις μαζί σου».
Ὁ Στέφανος πῆρε θάῤῥος ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου καὶ ἀκόμη ἀπὸ τὴν ὑπόσχεση ποὺ τοῦ ἔδωσε ὅτι θὰ τὸν βοηθοῦσε μὲ τὴν βοήθεια τῆς θείας χάρης. Ἀφοῦ μάλιστα ἔφερε καὶ τὴν ἁγία εἰκόνα μαζί του μὲ τὴν φωνὴ τῶν σαλπίγγων χτύπησε ξαφνικὰ σὰν λαίλαπας τὸν ὄγκο τῶν Ὀθωμανῶν καὶ τοὺς σύντριψε χωρὶς χρονοτριβή.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔστειλε καὶ τὴν ἁγία εἰκόνα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀνακαίνισε τὴν Μονὴ Ζωγράφου, σύμφωνα μὲ τὴν θέληση τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἀφιέρωσε σ᾿ αὐτὴν πολλὰ ἀφιερώματα.
Κάποιος Ῥῶσος συγγραφέας ἀναφερόμενος στὴν ἁγία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου γράφει τὰ ἑξῆς: «Μέσα στὸ 15ο αἰῶνα ἐφάνη καὶ ἄλλος εὐεργέτης τῆς Μονῆς Ζωγράφου, ὁ Στέφανος ποὺ ἦταν ἐπίσημος Ἡγεμόνας τῆς Μολδοβλαχίας, καὶ ἀγωνίστηκε πολλὲς φορὲς ἐναντίον τῶν Ὀθωμανῶν νικηφόρα. Ὅταν τὸν περικύκλωσαν κάποτε ἀμέτρητα πλήθη ἐχθροῦ σκεφτόταν μὲ ποιὸ τρόπο θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τοὺς περιβόλους τοῦ φρουρίου. Τότε φάνηκε πάνω στὸ τεῖχος ἡ μάνα του ποὺ τοῦ εἶπε: «Δὲν θὰ ἐπιτρέψω ποτὲ στοὺς ἐχθρούς σου ν᾿ ἀνοίξουν τὶς πύλες τοῦ φρουρίου σου. Ἂν δὲν νικήσεις καὶ δὲν μπορέσεις νὰ ἀντισταθεῖς σ᾿ αὐτοὺς στὸ πεδίο τῆς μάχης πολὺ λίγη ἐλπίδα σου ἀπομένει γιὰ τοὺς περιβόλους».
Ἐκεῖνο, λοιπόν, τὸ βράδυ φάνηκε ὁ Ἅγιος Γεώργιος στὸ συγχυσμένο Στέφανο καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ νικοῦσε. Ἐπίσης τὸν διέταξε νὰ ἀποστείλει τὴν ἁγία εἰκόνα ποὺ εἶχε πάντα μαζί του στὴν Μονὴ Ζωγράφου, καὶ νὰ τὴν ἀνακαινίσει γιατί ἦταν ἤδη ἐρημωμένη. Ἡ νίκη ἔστεψε τὸ Στέφανο ποὺ ἐκπλήρωσε τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
δ) ἡ θαυμαστὴ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ποὺ βρίσκεται στὴν ἱερὰ Μονὴ Ξενοφῶντος
Στὸ Ἅγιον Ὄρος σῴζεται ἡ ἀρχαία προφορικὴ παράδοση καὶ γιὰ τὴν ἁγία εἰκόνα ποὺ ὑπῆρχε στοὺς χρόνους τῶν ἀσεβῶν εἰκονομάχων, ποὺ μὲ βασιλικὰ διατάγματα ἐκαίονταν οἱ ἅγιες καὶ σεβαστὲς εἰκόνες.
Στὰ χρόνια ἐκεῖνα λοιπὸν οἱ ὑπηρέτες τοῦ παράνομου βασιλιᾶ ἐρευνοῦσαν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ βρίσκουν τὶς ἅγιες εἰκόνες γιὰ νὰ τὶς συντρίψουν καὶ νὰ τὶς ῥίξουν στὴ φωτιά. Βρῆκαν λοιπὸν καὶ τὴν ἁγία αὐτὴ εἰκόνα καὶ τὴν ἔριξαν στὴν φωτιὰ γιὰ νὰ καεῖ. Ἀλλὰ μάταια ἐκοπίαζαν οἱ ἀνόητοι, διότι ἡ ἁγία εἰκόνα ἔμεινε ἄφλεκτος μέχρι ποὺ ἡ φωτιὰ ἔσβησε τελείως. Οἱ εἰκονομάχοι ὅταν εἶδαν ὅτι ἡ φωτιὰ πολὺ λίγο ἅρπαξε τὰ φορέματα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ πρόσωπο του τίποτα δὲν ἔπαθε ἀπόρησαν. Ἕνας μάλιστα περισσότερο ἀσεβὴς ἔμπηξε μαχαῖρι στὸ πηγοῦνι τοῦ Ἁγίου καὶ ἀμέσως ἔτρεξε καθαρὸ αἷμα. Τότε ὅλοι ὅσοι εἶδαν τὸ θαῦμα ἔφυγαν ὁ καθένας γιὰ τὸ σπίτι του. Ἕνας εὐσεβὴς Χριστιανὸς ἀφοῦ παρέλαβε τὴν ἁγία εἰκόνα καὶ ἦλθε στὴν θάλασσα, προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Κύριο γιὰ νὰ σταματήσει ἡ φρικτὴ θύελλα τῆς εἰκονομαχίας. Ἔπειτα ἀφοῦ γύρισε πρὸς τὴν Ἅγια εἰκόνα εἶπε: «Μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Τροπαιοφόρε Γεώργιε, σὺ ποὺ καὶ στὴ ζωὴ καὶ μετὰ τὸν θάνατο ἔκαμες ἄφλεκτη τὴν ἁγία εἰκόνα, διαφύλαξέ την καὶ τώρα ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ μετέφερέ την ὅπου ἐσὺ γνωρίσεις καὶ ἐπιθυμεῖς γιὰ νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεός μας». Καὶ μόλις τελείωσε ἔβαλε τὴν εἰκόνα στὴ θάλασσα.
Ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνος ἔφυγε. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος φρόντισε ὥστε ἡ ἁγία εἰκόνα νὰ φτάσει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου καὶ ἄλλες εἰκόνες ὁδήγησε ἡ θεία πρόνοια. Ἡ εἰκόνα τοποθετήθηκε κοντὰ στὴν Μονὴ Ξενοφῶντος ὅπου ἔτρεχαν τὰ ἰαματικὰ ὄξινα νερά. Ὑπῆρχε μάλιστα ἐκεῖ μία μικρὴ Μονὴ ἀφιερωμένη στὸ Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο.
Ἀκόμα σῴζεται ὁ μικρὸς αὐτὸς ναός, ὅπου οἱ μοναχοὶ σὰν εἶδαν τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τὴν μετέφεραν ἐκεῖ γεμάτοι χαρὰ καὶ εὐλάβεια. Ὕστερα ἔκτισαν ναὸ κοντὰ στὸ μικρὸ ναό. Ὅταν αὐξήθηκαν οἱ μοναχοὶ καὶ μεγάλωσε καὶ ἡ Μονὴ ὀνομάσθηκε τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Οἱ μοναχοὶ γιορτάζουν καθημερινὰ μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Γεώργιο καὶ τὸν Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο καὶ τοὺς μνημονεύουν στὶς ἀπολύσεις τῶν ἀκολουθιῶν.
Ἡ ἁγία εἰκόνα βρίσκεται στὸ μεγάλο Καθολικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸν ἀνατολικὸ κίονα τοῦ δεξιοῦ χοροῦ καὶ ἔχει ζωγραφισμένο ὁλόσωμο τὸν Μεγαλομάρτυρα καὶ σὲ ἔνδειξη τοῦ θαύματος φέρνει καὶ τὴν πληγὴ στὸ πηγοῦνι καὶ τὸ αἷμα του εἶναι πηγμένο σ᾿ αὐτή. Μέχρι σήμερα τὸ θαυμαστὸ φαινόμενο κηρύττει περίτρανα τὰ πάμπολλα θαύματα ποὺ ἔκανε καὶ κάνει ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας καὶ Τροπαιοφόρος Γεώργιος.
nektarios.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου