Ἔτσι ἔκανε καί σέ τοῦτο τό ταξίδι. Ξαφνικά φύσηξε πουνέντες, ἀπό κείνους πού τύχαιναν μιά φορά τό μήνα. Γιά νά μή χάσει τόν εὐνοϊκό αὐτό καιρό ὁ καπετάνιος, πρόσταξε καί λύσανε τούς κάβους, σηκώσανε τήν ἄγκυρα κι ἁπλώσανε τά πανιά. Ὕστερα ἔριξε ἁγιασμό στή θάλασσα καί σάλπαρε μέ τή «Βασιλική», τήν τρικάταρτη μπρατσέρα του.
Μά πρίν φτάσει στόν κάβο τοῦ λιμανιοῦ, τό καΐκι τραβοῦσε ἴσα γιά τήν ξέρα. Τοῦ κάκου ὁ καπετάνιος στριφογύριζε τό διάκι δεξιά. Ἡ «Βασιλική» δέν ἄκουγε τιμόνι.
-Κάτω τά πανιά παιδιά, πιάστε τά κουπιά, θά τρακάρουμε! Φώναξε ὁ καπετάν Κυριάκος. Ρίξτε τήν ἄγκυρα κι ἐλᾶτε ὅλοι ἐδῶ.
Ἀμέσως ὅλο τό τσοῦρμο –βουτηχτάδες, κουπάδες, μοῦτσοι- συνάχτηκαν γύρω του. Ἔφερε ἐκεῖνος ἀπό τήν κάμαρα τόν Ἅη Νικόλα καί τόν Ταξιάρχη, καί, κρατώντας τό εὐαγγέλιο, τούς εἶπε ἐπίσημα:
-Θά ὁρκίστηκαν ὅλοι, μέ τήν σειρά, πώς δέν πήρατε τίποτα ἀπό Τόν Πανορμίτη, οὔτε γρόσια οὔτε τάματα οὔτε λουλούδια.
Ὁρκίστηκαν ὅλοι, ἐκτός ἀπό ἕνα καινούργιο βουτηχτή.
-Ὁρκίσου κι ἐσύ, Μιχάλη.
-Ἐγώ δέν ὁρκίζομαι. Δέν ὁρκίστηκα ποτέ.
-Μήπως ἔκλεψες τίποτα;
-Ἐγώ; Σ’ ὁρκ...
-Καλά, δέ σέ βιάζω, εἶπε ὁ καπετάνιος, καί τοῦ’ ριξε δυό ἄγριες ματιές.
Τό τρικάταρτο συνέχισε τό δρόμο του χωρίς ἐμπόδιο. Σέ τέσσερα μερόνυχτα βρεθήκανε στά περιγιάλια τῆς Μπαρμπαριᾶς κι ἄρχισαν τίς βουτιές. Ὅλοι οἱ βουτηχτάδες γέμιζαν καθημερινά τήν ἀπόχη τους μέ σφουγγάρια, καί μόνο ὁ Μιχάλης δέν μπόρεσε νά κάνει οὔτε μιά βουτιά, γιατί ἦταν συνέχεια θερμασμένος.
Ἕνα βράδυ ὁ καπετάν Κυριάκος τόν πῆρε στήν κάμαρά του, μπροστά στά εἰκονίσματα.
-Πές μου, τί ἔκλεψες τοῦ Ταξιάρχη;
-Ἕνα καραβάκι ἀσημένιο.
-Ποῦ εἶναι;
-Τό πούλησα.
-Ἄτιμε! ἀγρίεψε ὁ καπετάνιος. Τάξε στό Μεγαλόχαρο.
-Δέν τάζω. Αὐτό ἔχει τόσα. Μ’ ἕνα πού τοῦ’ κλεψα θά φτωχύνει;
-Ἥμαρτον, Πανορμίτη μου, ψθύρισε ὁ Κυριάκος. Τό μισό μου σφουγγάρι δικό σου.
Στήν ἐπιστροφή, δέκα μίλια μακριά ἀπό τή Σύμη, φύσηξε ἄγριος σορόκος. Οὐρανός καί θάλασσα ὅλα μαῦρα. Τά πανιά μαϊναρισμένα. Μόνο ἕνας παπαφίγκος ἀνεμίζει. Ὁ καπετάν Κυριάκος δεμένος στήν πρύμη, βαστᾶ τό τιμόνι, μά πού νά τόν ἀκούσει!
-Ἀνέβα, Μιχάλη καί κατέβασε τόν παπαφίγκο. Γρήγορα θά πνιγοῦμε!
Ἐκείνος ἀνεβαίνει τρέμοντας καί μαζεύει. Ἕνα πελώριο κύμα τραντάζει τά πλευρά τῆς «Βασιλικῆς» καί ὁ Μιχάλης τινάζεται στή θάλασσα.
-Τάξε, τάξε Μιχάλη, φωνάζει ὁ καπετάνιος.
-Βοήθεια, τά... , βοήθεια.... τάζω!
-Ρίχτε σφουγγάρια, παιδιά, στή θάλασσα, δέστε ἀπάνω καί φελλούς.
Ὅλοι, κουπάδες, βουτηχτάδες, ἁρπάζουν τσουβάλια γεμάτα σφουγγάρια, καί πετᾶνε στή θάλασσα.
-Πανορμίτη μου, κάνε νά πιάσουμε λιμάνι καί θά σοῦ φέρω τ’ ἀσημένιο καραβάκι μαλαματένιο, ἔταξε ὁ καπετάνιος.
Μιά ὥρα πάλεψαν ἄγρια μέ τό κύμα. Ὕστερα ὅλα ἡσύχασαν. Ὁ σορόκος ἔπαψε καί ἡ μπρατσέρα μπῆκε περίφανη στό λιμάνι. Τά σφουγγάρια ὅλα πεταμένα στή θάλασσα. Μά ὁ καπετάν Κυριάκος τά χαλαλίζει.
-Αὐτός πού μᾶς τά πῆρε, αὐτός θά μᾶς τά δώσει, παιδιά. Κατεβάστε τή βάρκα.
Ἡ βάρκα ξεκινάει, μά σέ λίγο ἀκούγονται φωνές ἀπ’ τό καϊκι:
-Καπετάν Κυριάκο! Καπετάνιο!
-Τί εἶναι μωρέ!
-Τά τσουβάλια μας, τά τσουβάλια μας ἦρθαν!
Ἡ βάρκα γυρίζει πίσω, μά, πρίν φτάσει, τρακάρει σ’ ἔνα μαῦρο ὄγκο.
-Τά σφουγγάρια μας! φωνάζει ὁ Μανωλιός.
Σηκώνεται ὁ καπετάν Κυριάκος, καί τί νά δεῖ! Τριγύρω στή βάρκα ἔπλεαν πέντε-ἕξι τσουβάλια, και σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτά ἦταν γαντζωμένος ὁ Μιχάλης!
Τόν πιάνουν ἀμέσως καί τόν ἀνεβάζουν ἀναίσθητο μαζί μέ τά σφουγγάρια στή «Βασιλική». Σκίζουν τά ροῦχα του, τρίβουν μέ ρούμι τήν καρδιά, τοῦ βάζουν ἀέρα ἀπ’ τό στόμα μέ τό φυσερό.
-Νερό, ψιθυρίζει ὁ ναυγαγός, καί ἀνοίγει τά μάτια του.
-Τάξε, Μιχάλη, τάξε στόν Ταξιάρχη.
-Τάζω.. συχωρᾶτε με.
Δυό δάκρυα κύλησαν ἀπό τά μάτια τοῦ καπετάν Κυριάκου.
-Πανορμίτη μου, συχώρα τον. Τό μισό μου σφουγγάρι δικό σου.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων» (σελ.241-244)
Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου
Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2007
Διαβάστε περισσότερα αποσπάσματα πατώντας Εμφανίσεις και θαύματα των Αγγέλων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου