Διακήρυξη ἐπιστημόνων
των
Paul A. Byrne (πρώην πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Καθολικών), Cicero
G. Coimbra (καθηγητής Κλινικής Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σάο
Πάολο στη Βραζιλία), Robert Spaemann (ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας στο
Πανεπιστήμιο του Μονάχου), Mercedes Arzú Wilson πρόεδρος του Αμερικανού
Ιδρύματος για την Οικογένεια και της Παγκόσμιας Οργάνωσης για την
Οικογένεια)
Στις 3-4 Φεβρουαρίου 2005 η παπική Ακαδημία
Επιστημών, σε συνεργασία με την Παγκόσμια Οργάνωση για την Οικογένεια
φιλοξένησαν συνδιάσκεψη στο Βατικανό με θέμα τα «Σημεία του Θανάτου». Το
παρόν κείμενο είναι βασισμένο στις εργασίες που υποβλήθηκαν στην παπική
Ακαδημία Επιστημών καθώς και στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα κατά τη
διημερίδα. Η συνδιάσκεψη συνεκλήθη από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’ με σκοπό
την επανεξέταση των σημείων του θανάτου και την επαλήθευση, σε καθαρά
επιστημονικό επίπεδο, της εγκυρότητας των εγκεφαλικών κριτηρίων του
θανάτου.
Σε μήνυμά του προς την Ακαδημία Επιστημών, ο Πάπας δήλωσε το
Φεβρουάριο του 2005 ότι η [Καθολική] Εκκλησία υποστηρίζει «την πρακτική
της μεταμοσχεύσεως οργάνων από θανόντες» και προειδοποίησε ότι οι
μεταμοσχεύσεις είναι αποδεκτές μόνο όταν διεξάγονται με τρόπο «που
εγγυάται το σεβασμό προς τη ζωή και τον άνθρωπο».
ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Το 1968 τα κριτήρια του Χάρβαρντ για τον καθορισμό
του εγκεφαλικού θανάτου δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση του Αμερικανικού
Ιατρικού Συλλόγου με τον τίτλο «Ορισμός του μη αναστρέψιμου κώματος».
Αυτό το άρθρο εστερείτο αποδεικτικών στοιχείων, τόσο από πλευράς
επιστημονικής έρευνας, όσο και από πλευράς περιπτώσεων ασθενών. Γι’ αυτό
και η πλειονότητα των επιστημόνων στη συνδιάσκεψη της Ρώμης δήλωσαν ότι
τα κριτήρια του Χάρβαρντ δεν είχαν επιστημονική εγκυρότητα.
Το 2002 δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα παγκόσμιας
έρευνας στη Νευρολογία, σύμφωνα με τα οποία «δεν υπάρχει παγκόσμια
ομοφωνία για τα διαγνωστικά κριτήρια» και αναγνωρίζεται η ύπαρξη «άλυτων
θεμάτων παγκοσμίως». Πράγματι, μεταξύ 1968 και 1978 κοινοποιήθηκαν
τουλάχιστον 30 ανόμοια σετ κριτηρίων, στα οποία έκτοτε έχουν προστεθεί
πολύ περισσότερα. Κάθε νέο σετ κριτηρίων τείνει να είναι λιγότερο
αυστηρό από τα προηγούμενα και κανένα δεν βασίζεται στην επιστημονική
μέθοδο της παρατήρησης και της επαληθεύσιμης υπόθεσης.
Πολλοί ιατροί, οι οποίοι αισθάνονται ότι
παραβιάζεται ο Ιπποκρατικός Όρκος με την αποδοχή τόσο διαφορετικών
μεταξύ τους κριτηρίων, αισθάνονται την ανάγκη να αποκαλύψουν την πλάνη
του «εγκεφαλικού θανάτου», διότι διακυβεύεται η καλή φήμη του ιατρικού
επαγγέλματος.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ
Στην παρουσίασή του στην παπική Ακαδημία Επιστημών ο
Robert Spaemann, διακεκριμένος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο
του Μονάχου, παρέθεσε τα λόγια του Πάπα Πίου ΧΙΙ, ο οποίος διακήρυττε
ότι «η ανθρώπινη ζωή συνεχίζεται όταν οι βασικές λειτουργίες της
εκδηλώνονται, ακόμα και με τη βοήθεια τεχνητών διαδικασιών».
Ο καθηγητής Spaemann επεσήμανε ότι «η επιστήμη δεν
προϋποθέτει πλέον τη ‘φυσιολογική’ κατανόηση της ζωής και του θανάτου.
Στην πραγματικότητα ακυρώνει τη φυσιολογική ανθρώπινη αντίληψη,
ονομάζοντας ‘νεκρά’, ανθρώπινα όντα που γίνεται αντιληπτό ότι ζουν
ακόμα. Αυτή η νέα προσέγγιση στον ορισμό του θανάτου, συνέχισε ο
Γερμανός επιστήμονας, αντικατοπτρίζει διαφορετικές προτεραιότητες.
Δεν
είναι πια το όφελος του θνήσκοντος … αλλά τα συμφέροντα άλλων ανθρώπων
που ανακηρύττουν νεκρό όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τον άνθρωπο που
πεθαίνει …Αυτά τα συμφέροντα δεν είναι τα συμφέροντα του ασθενούς, αφού
στοχεύουν στο να τον εξουδετερώσουν ως υποκείμενο των δικών του
συμφερόντων το ταχύτερο δυνατόν». Ο καθηγητής Spaemann παρέθεσε ακόμα τα
λόγια Γερμανού αναισθησιολόγου: «Οι εγκεφαλικά νεκροί δεν είναι νεκροί,
αλλά θνήσκοντες».
ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
Ο Dr Paul Byrne, νεογνολόγος από το Οχάιο,
κατέθεσε: «Όλα τα σημεία ζωής των ‘δοτών’ είναι ακόμα παρόντα πριν τη
λήψη των οργάνων, για παράδειγμα : σταθερή θερμοκρασία σώματος και
πίεση, η καρδιά χτυπάει, τα ζωτικά όργανα, όπως το συκώτι και τα νεφρά,
λειτουργούν και ο δότης αναπνέει με τη βοήθεια αναπνευστήρα». Και
συνέχισε: «Μετά τον πραγματικό θάνατο, τα μη διπλά ζωτικά όργανα δεν
μπορούν να μεταμοσχευτούν».
Αλλά η σημαντική ερώτηση είναι : «είναι ηθικά επιτρεπτό να τερματιστεί μία ζωή για να σωθεί μία άλλη;»
«Στην ιατρική προστατεύουμε, διατηρούμε, παρατείνουμε τη ζωή και
αναβάλλουμε το θάνατο. Ο στόχος μας είναι να διατηρήσουμε σώμα και ψυχή
ενωμένα…Η παρατήρηση της παύσεως της λειτουργίας του εγκεφάλου ή κάποιου
άλλου σωμα-τικού οργάνου δεν αποτελεί ένδειξη καταστροφής αυτού του
οργάνου, πόσο μάλλον θανάτου».
Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ
Κάποιοι συμμετέχοντες στη συνδιάσκεψη του
Φεβρουαρίου υπερασπίστηκαν τη χρήση των κριτηρίων του «εγκεφαλικού
θανάτου». Ο Dr Stewart Youngner, από το Πανεπιστήμιο του Οχάιο,
παραδέχτηκε ότι οι «εγκεφαλικά νεκροί» δότες είναι ζωντανοί, αλλά
ισχυρίστηκε ότι αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί εμπόδιο για τη λήψη των
οργάνων τους.
O Dr Conrado Estol, νευρολόγος από το Μπουένος Άιρες, ο
οποίος είναι υπέρ της απόκτησης οργάνων για μεταμοσχεύσεις, παρουσίασε
ένα δραματικό βίντεο ενός ανθρώπου που είχε διαγνωστεί «εγκεφαλικά
νεκρός», ο οποίος προσπάθησε να ανασηκωθεί και να σταυρώσει τα χέρια
του· παρόλο που ο Dr Estol διαβεβαίωσε το ακροατήριο ότι ο δότης ήταν
πτώμα. Ο Dr Didier Houssin, Γάλλος μεταμοσχευτής, αναγνώρισε τις
δυσκολίες που προκύπτουν από τις διαφορές των ποικίλων κριτηρίων του
εγκεφαλικού θανάτου.
Παρατήρησε ότι «ο θάνατος είναι ιατρικό γεγονός,
βιολογική διαδικασία, φιλοσοφικό ζήτημα και επίσης κοινωνικό γεγονός.
Είναι δύσκολο για μια κοινωνία να αποδεχτεί ότι ένας άνθρωπος είναι
ζωντανός σε έναν τόπο και νεκρός σε κάποιον άλλο». Ο Dr Jean-Didier
Vincent υποστήριξε την έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου», αλλά ερωτηθείς
για την περίπτωση μιας εγκύου που έχει διαγνωστεί «εγκεφαλικά νεκρή» και
συνεχίζει -με μηχανική υποστήριξη- την εγκυμοσύνη της, παράγοντας
μάλιστα και γάλα για το αγέννητο παιδί της, παραδέχτηκε ότι μπορεί να
υπάρχει ελάχιστη ορμονική παραγωγή στον εγκέφαλό της. [δείγμα δηλαδή εγκεφάλου που λειτουργεί]
Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΝΟΙΑΣ
Στην παρουσίασή του στη συνδιάσκεψη ο Dr Cicero
Coimbra, κλινικός νευρολόγος στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο στη
Βραζιλία, καταδίκασε έντονα τη σκληρότητα της δοκιμασίας της άπνοιας,
κατά την οποία αποσύρεται η μηχανική αναπνευστική στήριξη από τον ασθενή
μέχρι και 10 λεπτά, ώστε να προσδιοριστεί αν θα αρχίσει αυτός να
αναπνέει αυτόνομα. Αυτό αποτελεί μέρος της διαδικασίας που ακολουθείται
πριν δηλωθεί ένας ασθενής με εγκεφαλική βλάβη «εγκεφαλικά νεκρός». Ο Dr
Coimbra διευκρίνισε ότι αυτή η δοκιμασία εμποδίζει σημαντικά την πιθανή
ανάρρωση ενός ασθενούς με εγκεφαλική βλάβη και μπορεί να προκαλέσει
ακόμα και το θάνατο. «Ένας μεγάλος αριθμός ασθενών με εγκεφαλική βλάβη,
ακόμα και σε βαθύ κώμα, μπορούν να επανέλθουν σε μια φυσιολογική ζωή…
Ωστόσο, η δοκιμασία της άπνοιας (η οποία θεωρείται το πιο σημαντικό βήμα
για τη διάγνωση του ‘εγκεφαλικού θανάτου’) μπορεί να επιφέρει μη
αναστρέψιμη ενδο-κρανιακή διαταραχή της κυκλοφορίας, ή ακόμα και
καρδιακή παύση».
Ο Dr Coimbra κατέληξε ότι η δοκιμασία της άπνοιας
θα έπρεπε να θεωρείται ανήθικη και να ανακηρυχτεί παράνομη ως μία
απάνθρωπη ιατρική διαδικασία. Αν οι συγγενείς πληροφορούνταν για τη
σκληρότητα και τον κίνδυνο της διαδικασίας, δήλωσε, οι περισσότεροι θα
αρνούνταν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους. Ο Dr Yoshio Watanabe,
καρδιολόγος από την Ιαπωνία, συμφώνησε λέγοντας ότι αν οι ασθενείς δεν
υποβάλλονταν στη δοκιμασία της άπνοιας, θα είχαν 60% πιθανότητα
αποκατάστασης στη φυσιολογική ζωή, με έγκαιρη θεραπευτική υποθερμία.
Το ζήτημα της πιθανής ανάρρωσης ασθενών με
εγκεφαλική βλάβη απασχόλησε επίσης τον Dr David Hill, Βρετανό
αναισθησιολόγο και λέκτορα στο Cambridge. Ο Dr Hill παρατήρησε : «Θα
πρέπει να τονιστεί πρώτον ότι κάποιες λειτουργίες, ή τουλάχιστον κάποια
δραστηριότητα στον εγκέφαλο, ακόμα συνεχίζονται· και δεύτερον ότι ο
μόνος σκοπός που δηλώνεται ένας ασθενής ‘νεκρός’, αντί για ‘θνήσκων’
είναι η απόκτηση βιώσιμων οργάνων για μεταμόσχευση…Η χρήση αυτών των
κριτηρίων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ερμηνευτεί ως όφελος για τον
ασθενή που πεθαίνει, αλλά μόνον (αντίθετα με τις Ιπποκρατικές αρχές) ως
πιθανό όφελος για τον παραλήπτη των οργάνων αυτού του ασθενούς».
«Η ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ»
Ο Dr Hill ανέφερε ότι η υιοθέτηση των κριτηρίων του
εγκεφαλικού θανάτου έλυσε το παλαιότερο πρόβλημα των αποτυχημένων
μεταμοσχευτικών προσπαθειών λόγω της καταστροφής των οργάνων που
λαμβάνονταν μετά το θάνατο του ασθενούς, «επιτρέποντας την απόκτηση
ζωτικών οργάνων πριν την απόσυρση της μηχανικής υποστήριξης και χωρίς να
υπάρχουν οι νομικές συνέπειες που κανονικά θα ακολουθούσαν αυτήν την
πρακτική».
Ο Dr Hill παρατήρησε ότι η αποδοχή του κόσμου για αυτά τα νέα
κριτήρια οφείλεται στη σχετική διαφήμιση, αλλά και στην άγνοια για τις
εμπλεκόμενες διαδικασίες. «Δεν γίνεται γενικά αντιληπτό», είπε, «ότι η
μηχανική υποστήριξη δεν αποσύρεται πριν ληφθούν τα όργανα· ούτε ότι
χρειάζεται κάποια μορφή αναισθησίας στην οποία υποβάλλεται ο δότης κατά
τη διάρκεια της εγχείρισης».
Όσο όμως αυξάνεται η γνώση των διαδικασιών,
επεσήμανε, τόσο η άρνηση των συγγενών για αφαίρεση οργάνων αυξάνεται,
όπως για παράδειγμα στη Βρετανία, όπου το ποσοστό άρνησης αυξήθηκε από
30% που ήταν το 1992, σε 44% το 2004.
Μάλιστα ο Dr Hill ανέφερε ότι στο
Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχει αυξανόμενη πίεση των πολιτών να υπογράψουν και
να έχουν πάντα μαζί τους κάρτες δωρητών που εξουσιοδοτούν τους γιατρούς
να χρησιμοποιήσουν τα ζωτικά τους όργανα. Σήμερα μόνο το 19% του
πληθυσμού της χώρας έχουν εγγραφεί ως δωρητές οργάνων, αλλά τα έντυπα
κυκλοφορίας των οχημάτων, οι αιτήσεις για άδεια οδήγησης, και λοιπά
δημόσια έγγραφα έχουν ειδικά «√ κουτάκια» όπου οι πολίτες καλούνται να
δώσουν εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή τους· ακόμα και τα παιδιά
ενθαρρύνονται να υπογράψουν.
Όλα αυτά τα έγγραφα αναφέρουν ότι τα όργανα
μπορούν να ληφθούν «μετά το θάνατό μου», αλλά δεν υπάρχει πουθενά
ορισμός του τι ορίζεται ως «θάνατος». Η αποδοχή των μεταμοσχεύσεων
στηρίζεται στην έλλειψη κατανόησης που έχει ο κόσμος για τη διαδικασία.
Ο επίσκοπος στο Lincoln, Nebraska, ο Fabian
Bruskewitz, τόνισε ότι «κανείς αξιοσέβαστος, κατηρτισμένος …θεολόγος δεν
έχει πει ότι οι λόγοι του Ιησού “Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα
τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού” (Ιω. 15, 13) αποτελούν
εντολή ή ακόμα άδεια για συγκατάθεση προς αυτοκτονία ώστε να συνεχιστεί η
γήινη ζωή κάποιου άλλου».
Ο επίσκοπος παρατήρησε ότι η σύγχρονη
τεχνολογία επιτρέπει στους γιατρούς να παρακολουθήσουν την εγκεφαλική
δραστηριότητα «στα εξωτερικά 1 ή 2 εκατοστά του εγκεφάλου». Και ρωτά:
«έχουμε λοιπόν ηθική βεβαιότητα η οποία θα μπορούσε καθ’ οιονδήποτε
τρόπο να θεωρηθεί αποδεικτική, σχετικά με την ύπαρξη, πόσο μάλλον με την
παύση της εγκεφαλικής δραστηριότητας;»
Υπό το φως των σημαντικών ερωτημάτων για την
εγκυρότητα των κριτηρίων του «εγκεφαλικού θανάτου», ο Καθηγητής
Φιλοσοφίας Joseph Seifert υποστήριξε ότι θα πρέπει να επικαλεστούμε την
αληθινή και εμφανή ηθική αρχή ότι «ακόμα και μια ελάχιστη λογική
αμφιβολία να υπάρχει ότι οι πράξεις μας σκοτώνουν ένα άλλο ανθρώπινο ον,
θα πρέπει να απέχουμε από αυτές».
ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ TOY ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Από τη μία πλευρά η Εκκλησία αναγνωρίζει, συνεπής
προς την παράδοσή της, ότι η ιερότητα όλης της ανθρώπινης ζωής από τη
σύλληψη έως το φυσικό τέλος πρέπει να γίνεται απολύτως σεβαστή και να
υποστηρίζεται. Από την άλλη, μια κοσμική κοινωνία τείνει να δώσει
μεγαλύτερη έμφαση στην ποιότητα ζωής.
Η Καθολική Εκκλησία υπήρξε πάντοτε αντίθετη προς
την καταστροφή της ανθρώπινης ζωής πριν τη γέννησή της διαμέσου
εκτρώσεως και εξίσου καταδικάζει τον πρόωρο τερματισμό της ζωής ενός
αθώου δότη ώστε να παραταθεί η ζωή κάποιου άλλου διαμέσου της
μεταμοσχεύσεως μη διπλών ζωτικών οργάνων.
«Είναι ηθικώς ανεπίτρεπτο να
επέλθει ακρωτηριασμός που θα προκαλέσει την αναπηρία ή ακόμα και το
θάνατο ενός ανθρώπου, ακόμα και για να καθυστερήσει ο θάνατος άλλων. Δεν
είναι ποτέ θεμιτό να σκοτώσουμε έναν άνθρωπο για να σώσουμε κάποιον
άλλον».
«Ούτε μπορούμε να παραμείνουμε σιωπηλοί ενώπιον άλλων ύπουλων, αλλά όχι λιγότερο σοβαρών μορφών ευθανασίας».
«Ο θάνατος ενός ανθρώπου αποτελεί μοναδικό γεγονός,
που συνίσταται στην πλήρη διάλυση του ενός και ενιαίου συνόλου που
είναι το πρόσωπο. Ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα του χωρισμού της ψυχής
από το σώμα του ανθρώπου». [Σημείωση : Τα λόγια του Πάπα στις 29/8/2000]
«Η παραδοχή της μοναδικής αξιοπρέπειας του
ανθρωπίνου προσώπου έχει μία επιπλέον συνέπεια: τα ζωτικά όργανα που δεν
βρίσκονται διπλά στο σώμα μπορούν να αφαιρεθούν μόνο μετά το θάνατο,
δηλαδή από το σώμα κάποιου που είναι σίγουρα νεκρός. Αυτή η απαίτηση
είναι αυτονόητη, διότι το να ενεργήσουμε διαφορετικά θα σήμαινε σκόπιμα
να προκαλέσουμε το θάνατο του δότη για να διαχειριστούμε τα όργανά του».
[Σημείωση: Τα λόγια του Πάπα στο 18ο Διεθνές Συνέδριο της Εταιρείας
Μεταμοσχεύσεων στις 29/8/2000]
Ο φυσικός ηθικός νόμος αποκλείει την
αφαίρεση προς μεταμόσχευση ζωτικών μη διπλών οργάνων από ένα πρόσωπο που
δεν είναι σίγουρα νεκρό. Η δήλωση του «εγκεφαλικού θανάτου» δεν είναι
επαρκής ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ένας ασθενής είναι
σίγουρα νεκρός. Ούτε είναι επαρκής για να καταλήξουμε σε ηθική
βεβαιότητα.
Πολλοί στην ιατρική και επιστημονική κοινότητα
ισχυρίζονται ότι τα εγκεφαλικά κριτήρια θανάτου είναι επαρκή για να
οδηγηθούμε σε ηθική βεβαιότητα σχετικά με τον ίδιο το θάνατο. Όμως,
αυξανόμενες ιατρικές και επιστημονικές αποδείξεις αντικρούουν αυτόν τον
ισχυρισμό. Τα νευρολογικά κριτήρια μόνα τους δεν είναι αρκετά για να
οδηγήσουν σε ηθική βεβαιότητα σχετικά με το θάνατο, και είναι απολύτως
ανίκανα να οδηγήσουν σε απτή βεβαιότητα ότι έχει επέλθει ο θάνατος.
Είναι καταφανές ότι δεν υπάρχει ένα νευρολογικό
κριτήριο, κοινό για τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, για να ορίσει το
βέβαιο θάνατο. Αλλά χρησιμοποιούνται διαφορετικά σετ νευρολογικών
κριτηρίων χωρίς να υπάρχει παγκόσμια ομοφωνία.
Τα νευρολογικά κριτήρια δεν είναι επαρκή για τη
δήλωση του θανάτου όταν λειτουργεί το καρδιο-αναπνευστικό σύστημα. Αυτά
τα νευρολογικά κριτήρια ελέγχουν την απουσία ορισμένων συγκεκριμένων
εγκεφαλικών αντανακλαστικών.
Η δοκιμασία της άπνοιας -η απομάκρυνση της
αναπνευστικής στήριξης- διατάσσεται ως μέρος της νευρολογικής διάγνωσης
και κατά παράδοξο τρόπο εφαρμόζεται για να διασφαλίσει τη μη
αναστρεψιμότητα. Όμως, η δοκιμασία της άπνοιας βλάπτει την έκβαση, ή
προκαλεί ακόμα και το θάνατο, σε ασθενείς με βαριά εγκεφαλική βλάβη.
Υπάρχουν συντριπτικές ιατρικές και επιστημονικές
αποδείξεις ότι η πλήρης και μη αναστρέψιμη παύση όλης της εγκεφαλικής
δραστηριότητας (στον εγκέφαλο, στην παρεγκεφαλίδα και στο στέλεχος του
εγκεφάλου) δεν αποτελεί απόδειξη θανάτου. Η πλήρης παύση της εγκεφαλικής
δραστηριότητας δεν μπορεί να αξιολογηθεί επαρκώς. Η μη αναστρεψιμότητα
αποτελεί πρόγνωση και όχι γεγονός υποκείμενο σε ιατρική παρατήρηση.
Η διάγνωση του θανάτου με νευρολογικά κριτήρια
μόνο, αποτελεί θεωρία και όχι επιστημονικό γεγονός. Δεν αρκεί για να
εξαλειφθεί η υπόθεση ύπαρξης ζωής.
Κανένας απολύτως νόμος δεν πρέπει να προσπαθεί να
καταστήσει θεμιτό αυτό που είναι εγγενώς κακό. «Επαναλαμβάνω για άλλη
μια φορά ότι ένας νόμος που παραβιάζει το φυσικό δικαίωμα ενός ανθρώπου
στη ζωή είναι άδικος και, ως τέτοιος, δεν είναι έγκυρος ως νόμος. Για
αυτό το λόγο κάνω επείγουσα έκκληση σε όλους τους πολιτικούς αρχηγούς να
μην περνούν νόμους, οι οποίοι, αψηφώντας την αξιοπρέπεια του ανθρωπίνου
προσώπου, υποσκάπτουν το ίδιο το οικοδόμημα της κοινωνίας».
Ο τερματισμός μιας αθώας ζωής αναζητώντας τη
σωτηρία μιας άλλης, όπως στην περίπτωση της μεταμόσχευσης μη διπλών
ζωτικών οργάνων, δεν μετριάζει το κακό της αφαίρεσης μιας αθώας
ανθρώπινης ζωής. Το κακό δεν πρέπει να γίνεται, ακόμα και όταν μπορεί να
προκύψει καλό από αυτό.
ΟΙ ΥΠΟΓΡΑΦΟΝΤΕΣ:
01. J.A. Armour, ιατρός, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Sacred Heart, Montreal, Quebec.
02. Fabian Bruskewitz, επίσκοπος στο Lincoln, Nebraska
03. Paul A. Byrne, πρώην πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Καθολικών, Αμερική.
04. Pilar Mercado Calva, καθηγητής, Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Anahuac, Μεξικό.
05. Cicero G. Coimbra, καθηγητής Κλινικής Νευρολογίας, Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο Σάο Πάολο, Βραζιλία.
06. William F. Colliton,
συντ. καθηγητής Μαιευτικής και Γυναικολογίας, Ιατρική Σχολή του
Πανεπιστημίου George Washington , Virginia.
07. Joseph C. Evers,
κλινικός ιατρός, αναπληρωτής καθηγητής Παιδιατρικής, Ιατρική Σχολή του
Πανεπιστημίου Georgetown, Washington, DC.
08. David Hill, ομότιμος
διευθυντής αναισθησιολογίας στο νοσοκομείο Addenbrooke and λέκτορας στο
Πανεπιστήμιο του Cambridge, Αγγλία.
09. Ruth Oliver, ψυχίατρος, Kingston, Ontario.
10.Michael Potts, πρόεδρος του Τμήματος Θρησκείας και Φιλοσοφίας, Methodist College, Fayetteville, North Carolina.
11.Josef Seifert,
καθηγητής Φιλοσοφίας στη Διεθνή Ακαδημία Φιλοσοφίας, Vaduz, Λίχτενσταϊν,
επίτιμο μέλος της Ιατρικής Σχολής του Παπικού Καθολικού Πανεπιστημίου
στο Σαντιάγκο, Χιλή.
12.Robert Spaemann, ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Μονάχου, Γερμανία.
13.Robert F. Vasa, επίσκοπος στο Baker, Oregon.
14.Yoshio Watanabe, διευθυντής καρδιολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Nagoya Tokushukai, Ιαπωνία.
15.Mercedes Arzú Wilson, πρόεδρος του Αμερικανικού Ιδρύματος για την Οικογένεια και της Παγκόσμιας Οργάνωσης για την Οικογένεια.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Θεωρούμε τη Διακήρυξη αυτή ιδιαίτερα σημαντική. Από
αυτήν προκύπτει ξεκάθαρα ότι ο προηγούμενος Πάπας και το Βατικανό, παρά
την αντίθετη θέση που είχαν το 2000, επανεξέτασαν το θέμα του
«εγκεφαλικού θανάτου» σε ειδική Συνδιάσκεψη και το 2005 κατεδίκασαν τις
μεταμοσχεύσεις από «εγκεφαλικά νεκρούς».
________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου