Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
ΟΙ κοσμικοὶ ἄνθρωποι εὔκολα ἐπαινοῦν τοὺς κληρικούς, ποὺ βάζουν νερὸ στὸ κρασί τους, ἔχουν τὶς ἴδιες μὲ ἐκείνους ἐπιλογὲς καὶ ἀδυναμίες καὶ δὲν κάνουν πνευματικὸ ἀγώνα. Αὐτούς, ποὺ κουβεντιάζουν γιὰ διάφορα θέματα, ἄσχετα μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἔχουν συνήθεια νὰ καπνίζουν, νὰ πίνουν, νὰ σαχλαμαρίζουν, νὰ λένε ἀνέκδοτα, νὰ ξεφαντώνουν σὰν τοὺς λαϊκούς, νὰ σέρνουν πρῶτοι τὸ χορὸ στὰ πανηγύρια καὶ ποτὲ νὰ μὴ διαφωνοῦν μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ τοὺς ἀκολουθοῦν, «γιατὶ καὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι εἶναι» καὶ ἄρα ἐπιτρέπεται νὰ ζοῦν κατὰ τρόπο κοσμικό.
Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ κληρικοὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ἄξιοι, ἀλλὰ ἁπλὰ βρέθηκαν στὴν ἱερωσύνη, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὸ ψωμὶ τῆς οἰκογένειάς τους. Καὶ δὲν πρέπει νὰ ἐλπίζει κανεὶς ὅτι αὔριο θὰ ἀλλάξουν καὶ θὰ συναισθανθοῦν ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦν εἶναι ἁμαρτωλός. Ἡ παρουσία τους δὲν προάγει τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅμως ἡ ἐλπίδα μας στρέφεται στοὺς ἄξιους κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ μένουν ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα καὶ σταθεροὶ στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἔχουν εὐαισθησία ἀπέναντι στὴν παράδοση καὶ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τηροῦν αὐτὰ ποὺ τόνιζε ὁ Μέγας Βασίλειος: «Δὲν παραδεχόμαστε νεώτερες διδασκαλίες, ποὺ γράφουν ἄλλοι καὶ μᾶς προσφέρουν. Οὔτε τολμοῦμε νὰ δώσουμε τὰ δημιουργήματα τοῦ δικοῦ μας μυαλοῦ, γιὰ νὰ μὴ καταστήσουμε ἀνθρώπινα τὰ λόγια, ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὴν εὐσέβεια· ἀλλὰ ὅσα ἀκριβῶς διδαχτήκαμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες αὐτὰ καὶ ἐμεῖς κηρύττουμε, ὅταν μᾶς ρωτοῦν».
Καὶ ἄλλοτε ἔλεγε στὸ λαό: «Σᾶς παρακαλοῦμε νὰ μὴ ζητᾶτε μὲ κάθε τρόπο, νὰ ἀκούσετε νὰ σᾶς λέμε αὐτὸ ποὺ σᾶς ἀρέσει, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἀρέσει στὸν Κύριο καὶ συμφωνεῖ μὲ τὶς Γραφὲς καὶ δὲν ἀντιμάχεται σὲ ὅσα λένε οἱ Πατέρες». Στὴν ἐποχή μου, ὅπου καὶ οἱ ἐκλεκτοὶ κινδυνεύουν ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀγρυπνοῦν οἱ χριστιανοὶ καὶ νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μοιάζει μὲ ἀνεξάντλητη πηγὴ καὶ μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει ὅλες τὶς ἀναζητήσεις τῶν ἀνθρώπων πάντα ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ ὑπάρχει ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγαθὴ προαίρεση.
Πονηροὶ καὶ περήφανοι ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ ξεδιψάσουν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ ἀρέσκονται νὰ σέρνονται στὶς λάσπες τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ δροσίζονται μὲ τὰ θολὰ καὶ δυσώδη νερὰ τοῦ βάλτου. Γι᾽ αὐτοὺς οἱ πιστοὶ ἔχουν ἕνα καὶ μοναδικὸ τρόπο βοήθειας, δηλαδὴ τὴν προσευχή. Ζητοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοὺς φωτίσει καὶνὰ τοὺς ταρακουνήσει, γιὰ νὰ συναισθανθοῦν τὴν πτώση τους.
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 2011 21 Φεβρουαρίου 2014
ΟΙ κοσμικοὶ ἄνθρωποι εὔκολα ἐπαινοῦν τοὺς κληρικούς, ποὺ βάζουν νερὸ στὸ κρασί τους, ἔχουν τὶς ἴδιες μὲ ἐκείνους ἐπιλογὲς καὶ ἀδυναμίες καὶ δὲν κάνουν πνευματικὸ ἀγώνα. Αὐτούς, ποὺ κουβεντιάζουν γιὰ διάφορα θέματα, ἄσχετα μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἔχουν συνήθεια νὰ καπνίζουν, νὰ πίνουν, νὰ σαχλαμαρίζουν, νὰ λένε ἀνέκδοτα, νὰ ξεφαντώνουν σὰν τοὺς λαϊκούς, νὰ σέρνουν πρῶτοι τὸ χορὸ στὰ πανηγύρια καὶ ποτὲ νὰ μὴ διαφωνοῦν μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ τοὺς ἀκολουθοῦν, «γιατὶ καὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι εἶναι» καὶ ἄρα ἐπιτρέπεται νὰ ζοῦν κατὰ τρόπο κοσμικό.
Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ κληρικοὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ἄξιοι, ἀλλὰ ἁπλὰ βρέθηκαν στὴν ἱερωσύνη, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὸ ψωμὶ τῆς οἰκογένειάς τους. Καὶ δὲν πρέπει νὰ ἐλπίζει κανεὶς ὅτι αὔριο θὰ ἀλλάξουν καὶ θὰ συναισθανθοῦν ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦν εἶναι ἁμαρτωλός. Ἡ παρουσία τους δὲν προάγει τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅμως ἡ ἐλπίδα μας στρέφεται στοὺς ἄξιους κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ μένουν ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα καὶ σταθεροὶ στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἔχουν εὐαισθησία ἀπέναντι στὴν παράδοση καὶ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τηροῦν αὐτὰ ποὺ τόνιζε ὁ Μέγας Βασίλειος: «Δὲν παραδεχόμαστε νεώτερες διδασκαλίες, ποὺ γράφουν ἄλλοι καὶ μᾶς προσφέρουν. Οὔτε τολμοῦμε νὰ δώσουμε τὰ δημιουργήματα τοῦ δικοῦ μας μυαλοῦ, γιὰ νὰ μὴ καταστήσουμε ἀνθρώπινα τὰ λόγια, ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὴν εὐσέβεια· ἀλλὰ ὅσα ἀκριβῶς διδαχτήκαμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες αὐτὰ καὶ ἐμεῖς κηρύττουμε, ὅταν μᾶς ρωτοῦν».
Καὶ ἄλλοτε ἔλεγε στὸ λαό: «Σᾶς παρακαλοῦμε νὰ μὴ ζητᾶτε μὲ κάθε τρόπο, νὰ ἀκούσετε νὰ σᾶς λέμε αὐτὸ ποὺ σᾶς ἀρέσει, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἀρέσει στὸν Κύριο καὶ συμφωνεῖ μὲ τὶς Γραφὲς καὶ δὲν ἀντιμάχεται σὲ ὅσα λένε οἱ Πατέρες». Στὴν ἐποχή μου, ὅπου καὶ οἱ ἐκλεκτοὶ κινδυνεύουν ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀγρυπνοῦν οἱ χριστιανοὶ καὶ νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μοιάζει μὲ ἀνεξάντλητη πηγὴ καὶ μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει ὅλες τὶς ἀναζητήσεις τῶν ἀνθρώπων πάντα ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ ὑπάρχει ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγαθὴ προαίρεση.
Πονηροὶ καὶ περήφανοι ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ ξεδιψάσουν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ ἀρέσκονται νὰ σέρνονται στὶς λάσπες τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ δροσίζονται μὲ τὰ θολὰ καὶ δυσώδη νερὰ τοῦ βάλτου. Γι᾽ αὐτοὺς οἱ πιστοὶ ἔχουν ἕνα καὶ μοναδικὸ τρόπο βοήθειας, δηλαδὴ τὴν προσευχή. Ζητοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοὺς φωτίσει καὶνὰ τοὺς ταρακουνήσει, γιὰ νὰ συναισθανθοῦν τὴν πτώση τους.
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 2011 21 Φεβρουαρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου