Ἕνα ἀπό τά πολλά θαύματα τοῦ Ταξιάρχη στό Μανταμάδο τῆς Λέσβου, μέ προσωπική παρουσία του, εἶναι καί ἡ θεραπεία ἑνός παιδιοῦ, τοῦ Βασίλη Καραστήρη ἀπό τήν Ἀθήνα.
Ἐνῶ ἔπαιζε ὁ μικρός, ἔπεσε καί χτύπησε ἄσχημα στό κεφάλι. Τόν μετέφεραν στό νοσοκομεῖο, ὅπου διαπίστωσαν πώς εἶχε μείνει τυφλός καί παράλυτος.
Ὁ διευθυντής κάλεσε τούς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ στό γραφεῖο του καί τούς εἶπε:
-Ἡ κατάσταση εἶναι σοβαρή. Χρειάζεται ἄμεση ἐπέμβαση, ἀλλά οἱ ἐλπίδες ἐπιτυχίας εἶναι σχεδόν μηδαμινές, μία ὥς δύο στίς ἑκατό. Πρέπει ν’ ἀποφασίσετε ἔγκαιρα, πρίν εἶναι ἀργά.
Ἡ μητέρα ἔνιωσε νά χάνει τόν κόσμο. Ὁ πατέρας ρώτησε:
-Δέν ὑπάρχει ἄλλη λύση, ἄλλη ἐλπίδα, γιατρέ μου;
-Δυστυχῶς, ὄχι.
Ἔσκυψε τότε καί ὑπέγραψε. Τό παιδί ὁδηγήθηκε στό χειρουργεῖο. Ἐνῶ τό ἑτοίμαζαν γιά τήν ἐγχείρηση, καθώς διηγήθηκε ἀργότερα τό ἴδιο, τό σκοτάδι τῶν ματιῶν τοῦ διαλύθηκε, κι ἕνα φωτεινό ὅραμα πῆρε τή θέση του:
Βρέθηκε μπροστά σ’ ἕνα ναό μέ καμάρες, πού ἡ πρόσοψή τους ἦταν χτισμένη μέ κόκκινες πέτρες. Ἀπό τήν ἀνοιχτή του πόρτα ἔβγαινε ἕνα ἐκτυφλοτικό φῶς.
Ὁ Βασιλάκης πλησίασε στήν πόρτα, καί τί νά δεῖ! Ἕνα ὡραῖο παλληκάρι, λουσμένο στό φῶς, εἶχε ἁπλώσει τά χέρια του καί τόν καλοῦσε: ῾῾Ἔλα Βασίλη, μή φοβᾶσαι, θά γίνεις καλά. Ἐγώ θά ὁδηγῶ στήν ἐγχείρηση τό χέρι τοῦ γιατροῦ’’.
Τό παιδί πλησίασε, γονάτισε μπροστά του, ἀγκάλιασε τά πόδια τοῦ νέου κι ἀκούμπησε τό κεφάλι του στόν ἀριστερό μηρό. Τότε ἐκεῖνος ἅπλωσε τό χέρι του καί χάιδεψε τό κεφάλι τοῦ μικροῦ.
Πρίν χαθεῖ ἡ ὀπτασία, τά παιδικά μάτια πρόλαβαν καί εἶδαν στό βάθος τοῦ ναοῦ μιά εἰκόνα μαυριδερή μέ ἀσημένιες φτεροῦγες.
Ἡ ἐγείριση πέτυχε. Ἡ ὅραση καί οἱ κινήσεις τῶν μελῶν ἐπανῆλθαν. Οἱ γιατροί ἀπέδωσαν τήν ἐπιτύχία σέ θαῦμα. Ἦταν 8 Νοεμβρίου, ἑορτή τῶν παμμεγίστων Ταξιαρχῶν.
Πέρασαν χρόνια. Ἔγιναν πολλές ἀλλ’ ἄκαρπες ἀναζητήσεις. Ὥσπου μιά μέρα, σέ τηλεοπτική παρουσίαση, ἀναγνώρισε ἀνέλπιστα καί μέ συγκίνηση ὁ Βασίλης τό ναό τῆς ὁπτασίας του. Καί πῆγε προσκυνητής στόν Ταξιάρχη, γιά νά προσφέρει τά δάκρυα τῆς εὐγνωμοσύνης του στό σωτήρα τῆς ζωῆς του.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
Ἐνῶ ἔπαιζε ὁ μικρός, ἔπεσε καί χτύπησε ἄσχημα στό κεφάλι. Τόν μετέφεραν στό νοσοκομεῖο, ὅπου διαπίστωσαν πώς εἶχε μείνει τυφλός καί παράλυτος.
Ὁ διευθυντής κάλεσε τούς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ στό γραφεῖο του καί τούς εἶπε:
-Ἡ κατάσταση εἶναι σοβαρή. Χρειάζεται ἄμεση ἐπέμβαση, ἀλλά οἱ ἐλπίδες ἐπιτυχίας εἶναι σχεδόν μηδαμινές, μία ὥς δύο στίς ἑκατό. Πρέπει ν’ ἀποφασίσετε ἔγκαιρα, πρίν εἶναι ἀργά.
Ἡ μητέρα ἔνιωσε νά χάνει τόν κόσμο. Ὁ πατέρας ρώτησε:
-Δέν ὑπάρχει ἄλλη λύση, ἄλλη ἐλπίδα, γιατρέ μου;
-Δυστυχῶς, ὄχι.
Ἔσκυψε τότε καί ὑπέγραψε. Τό παιδί ὁδηγήθηκε στό χειρουργεῖο. Ἐνῶ τό ἑτοίμαζαν γιά τήν ἐγχείρηση, καθώς διηγήθηκε ἀργότερα τό ἴδιο, τό σκοτάδι τῶν ματιῶν τοῦ διαλύθηκε, κι ἕνα φωτεινό ὅραμα πῆρε τή θέση του:
Βρέθηκε μπροστά σ’ ἕνα ναό μέ καμάρες, πού ἡ πρόσοψή τους ἦταν χτισμένη μέ κόκκινες πέτρες. Ἀπό τήν ἀνοιχτή του πόρτα ἔβγαινε ἕνα ἐκτυφλοτικό φῶς.
Ὁ Βασιλάκης πλησίασε στήν πόρτα, καί τί νά δεῖ! Ἕνα ὡραῖο παλληκάρι, λουσμένο στό φῶς, εἶχε ἁπλώσει τά χέρια του καί τόν καλοῦσε: ῾῾Ἔλα Βασίλη, μή φοβᾶσαι, θά γίνεις καλά. Ἐγώ θά ὁδηγῶ στήν ἐγχείρηση τό χέρι τοῦ γιατροῦ’’.
Τό παιδί πλησίασε, γονάτισε μπροστά του, ἀγκάλιασε τά πόδια τοῦ νέου κι ἀκούμπησε τό κεφάλι του στόν ἀριστερό μηρό. Τότε ἐκεῖνος ἅπλωσε τό χέρι του καί χάιδεψε τό κεφάλι τοῦ μικροῦ.
Πρίν χαθεῖ ἡ ὀπτασία, τά παιδικά μάτια πρόλαβαν καί εἶδαν στό βάθος τοῦ ναοῦ μιά εἰκόνα μαυριδερή μέ ἀσημένιες φτεροῦγες.
Ἡ ἐγείριση πέτυχε. Ἡ ὅραση καί οἱ κινήσεις τῶν μελῶν ἐπανῆλθαν. Οἱ γιατροί ἀπέδωσαν τήν ἐπιτύχία σέ θαῦμα. Ἦταν 8 Νοεμβρίου, ἑορτή τῶν παμμεγίστων Ταξιαρχῶν.
Πέρασαν χρόνια. Ἔγιναν πολλές ἀλλ’ ἄκαρπες ἀναζητήσεις. Ὥσπου μιά μέρα, σέ τηλεοπτική παρουσίαση, ἀναγνώρισε ἀνέλπιστα καί μέ συγκίνηση ὁ Βασίλης τό ναό τῆς ὁπτασίας του. Καί πῆγε προσκυνητής στόν Ταξιάρχη, γιά νά προσφέρει τά δάκρυα τῆς εὐγνωμοσύνης του στό σωτήρα τῆς ζωῆς του.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων» (σελ.230-231)
Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου
Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2007
Διαβάστε περισσότερα αποσπάσματα πατώντας Εμφανίσεις και θαύματα των Αγγέλων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου