Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 26 Απριλίου 2025

Πίστις καί ἐμπειρία τῶν αἰσθήσεων. Κυριακή τοῦ Θωμᾶ. Ἀρχ. Ἀθανασίου Μυτιληναίου

Πίστις καί ἐμπειρία τῶν αἰσθήσεων
Κυριακή τοῦ Θωμᾶ. (Ἰωάν. 20, 19-31)


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία (†) μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 7-5-2000
  Ὀφείλομε χάριτες, ἀγαπητοί μου, εἰς τὸν Ἀπόστολον τοῦ Χριστοῦ, Θωμᾶν, γιατί χάρις σὲ μιὰ δική του φυσικὴ δυσπιστία, ἡ θεία πρόνοια ἐπεφύλαξε ἄλλη μιὰ βαρυσήμαντη μαρτυρία γιὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι γνωστὴ ἡ περιπέτεια τοῦ Θωμᾶ. Ὁ Θωμᾶς ἀπεγοητεύθη μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ Διδασκάλου σὲ θάνατον. Ἔτσι, ἀπεχωρίσθη ἀπὸ τὸν ὅμιλο τῶν συμμαθητῶν του καὶ ἀπεχώρησε. Ἴσως πῆγε σπίτι του. Βαρὺ πρᾶγμα ἡ ἀπογοήτευσις καὶ ἡ διάψευσις τῶν ἐλπίδων. 
Γιατί μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἰησοῦ, ὅλα τέλειωσαν, ὅλα ἔσβησαν. Γι’ αὐτόν, ἐννοεῖται. Κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀπογοητευθεῖ, ὅλοι μας. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ κάποια στιγμὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν καταλάβει ἡ ἀπογοήτευση. Καὶ ὅπως λέγεται, ὅτι ἡ ἐλπίδα πεθαίνει τελευταία. Ἀλλὰ ἡ ἐλπίδα στὸν Θωμᾶ ἤδη εἶχε καὶ αὐτὴ πεθάνει. Σ΄αὐτούς τοὺς τύπους ποὺ ἡ ἐλπίδα πεθαίνει, εἶναι σὰν νὰ ἔχει πεθάνει καὶ ὁ Θεός... 

Ἡ εἴδησις ὅμως ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνεστήθη, διέτρεξε ὅλη τὴν χώρα. Ἀστραπιαία σὲ ὅλη τὴ χώρα. Ὁ Θωμᾶς, βέβαια, τὴν ἄκουσε τὴν εἴδηση τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλὰ δὲν τὴν ἐπίστευσε. Ὡστόσο ἔκανε τὸν κόπο νὰ ἐπιστρέψει εἰς τὸ ὑπερῶον ποὺ ἦσαν οἱ συμμαθηταί του νὰ δεῖ τί κάνουν. Τοὺς βρῆκε χαρούμενους, πολὺ χαρούμενους. Γιατί ζοῦσαν σὰν πραγματικότητα τὴν εἴδηση ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀνεστήθη. 
Ἐκεῖνος, ὅμως, ἔμενε εἰς τὴν δυσπιστία του. Τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι: «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον». «Ἔχομε δεῖ τὸν Κύριον». 
Ἐκεῖνος, ὅμως, ἀντέτεινε σ’ αὐτούς, ἐκεῖνο τὸ γνωστόν: «Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω». 

Αὐτὲς δὲ οἱ ἐπαναλήψεις ὅπως διετυπώθη ὁ λόγος τοῦ Θωμᾶ, ἐκεῖνο τὸ «ἴδω», «βάλω τὸν δάκτυλόν μου», ξανά, «βάλω τὸ χέρι μου», ὅλα αὐτὰ δείχνουν μία τρανταχτὴ ἀπιστία εἰς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἐπίστευε οὔτε τοὺς συμμαθητάς του. Θὰ τοῦ ἔλεγαν ψέματα;
 Δὲν τοὺς ἐπίστευε. Τὸ κεφάλι του, τὸ μυαλό του, ἡ διάνοιά του, δὲν μποροῦσε νὰ χωρέσει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος ἀνεστήθη. 
Μὰ δὲν θυμήθηκε τόσες φορὲς ποὺ ὁ Κύριος εἶπε ὅτι θὰ σταυρωθεῖ καὶ θὰ ἀναστηθεῖ τὴν τρίτη ἡμέρα;
 
Ἀλλὰ γιατί αὐτὸ μόνον διὰ τὸν Θωμᾶ; Μήπως οἱ ἄλλοι μαθηταί το θυμήθηκαν αὐτό; Ἐνῷ ἐπανειλημμένως ὁ Κύριος, μιὰ τελευταία φορὰ ποὺ ἀνέβαιναν πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, τοὺς πῆρε ἰδιαιτέρως καὶ τοὺς εἶπε: «Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθεῖ, θὰ ὑψωθεῖ, -δηλαδὴ θὰ σταυρωθεῖ-» κ.λπ. κ.λπ. 
Περίεργο, τὸν λόγον αὐτόν τον θυμήθηκαν ποιοί λέτε; Οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἰησοῦ. Γιατί; Πῆγαν καὶ εἶπαν στὸν Πιλάτο: «Ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶχε πεῖ ὅτι τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθεῖ. Λοιπόν, ἐπίτρεψε νὰ ἀσφαλιστεῖ τὸ μνημεῖον, νὰ σφραγισθεῖ, νὰ φυλαχθεῖ ἀπὸ στρατιῶτες» κ.λπ. 
Αὐτοί το θυμήθηκαν. Καὶ μάλιστα ἔκαναν καὶ σχόλιο ἐπάνω σ’ αὐτό. «Γιὰ νὰ μὴ γίνει», λέει, «ἡ ἐσχάτη πλάνη -δηλαδὴ ὅτι ἀνεστήθη- χείρων τῆς πρώτης (χειρότερη ἀπὸ τὴν πρώτη)». Ποιά ἦταν ἡ πρώτη πλάνη; Ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. Αὐτοὶ ὅλα τὰ θυμήθηκαν. 

Κάποτε ρώτησαν: «Ποιά μάτια εἶναι ἐκεῖνα ποὺ βλέπουν καλύτερα; Τὰ μαῦρα; Τὰ γαλανὰ μάτια;»
 Καὶ πῆραν τὴν ἀπάντηση: «Τὰ φθονερὰ μάτια βλέπουν πάρα πολὺ καλά». Ἐξετάζουν στὸν ἐχθρόν, στὸν φθονούμενον, ἐξετάζουν κάθε του κίνηση. Ἐδῶ εἶναι τώρα τὸ σπουδαῖο. 

Ὡστόσο, ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ὑπέπιπτε σὲ δύο βασικὰ λογικὰ λάθη· τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἔχομε ὑπόψιν μας, γιατί λίγο πολὺ ὅλοι πέφτομε ἢ πολλοί, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, πέφτουν σ’ αὐτὰ τὰ δύο λογικὰ λάθη. 
Τὸ πρῶτο λογικὸ λάθος εἶναι ὅτι ὁ Θωμᾶς νόμιζε ὅτι πραγματικότης εἶναι πᾶν ὅ,τι ὑποπίπτει εἰς τὰς αἰσθήσεις. 
«Τὸ εἶδα; Εἶναι πραγματικό. Τὸ ἔπιασα; Εἶναι πραγματικό. Τὸ ἄκουσα; Εἶναι πραγματικό». 
Ἐδῶ συναντᾶμε τὸν ὀρθολογιστικὸ τύπο ἀνθρώπου. Ὀρθολογιστικὸν τύπον. Δὲν δέχεται ὅ,τι δὲν περνᾶ ἀπὸ τὶς πέντε αἰσθήσεις. «Τότε θὰ δεχθῶ κάτι, ὅταν τὸ πιάσω, τὸ ἀκούσω κ.τ.λ.» ὅ,τι σᾶς εἶπα. 
Αὐτὸ πῶς λέγεται; Αἰσθησιοκρατία. Εἶναι πολλοὶ οἱ αἰσθησιοκράται. Ὅτι «τίποτα δὲν ὑπάρχει», λέει, «εἰς τὴν διάνοιαν, παρὰ μόνον ὅ,τι πέσει, παρὰ μόνον ὅ,τι φθάσει διαμέσου τῶν αἰσθήσεων». 
Τὸ ἔχομε μάθει καὶ στὸ σχολεῖο μας αὐτό. Καὶ ὅμως, ἀκόμη καὶ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμον τοῦ ἐπιστητοῦ, αὐτὸς ποὺ εἶναι γύρω μας, ὑπάρχουν πραγματικότητες ποὺ δὲν περνοῦν ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, προκειμένου νὰ λάβει γνώση ὁ νοῦς. Δὲν περνοῦν. Θὰ ποῦμε ὅτι αὐτὲς εἶναι ἀνύπαρκτες; Εἶναι φανταστικές; 
Λοιπόν, θὰ σᾶς πῶ ἔτσι γιὰ ἔνδειξη κάνα δυὸ τρία πραγματάκια. 
Τὸ ἄτομον τῆς ὕλης, γενικότερα, τὸ ἠλεκτρόνιο, αὐτὰ δὲν τὰ ἔχομε δεῖ. Μὴ σᾶς κάνει ἐντύπωση. Τὸ ἠλεκτρόνιο δὲν τὸ ἔχομε δεῖ. Μόνο ἀπὸ τὴ συμπεριφορά του τὸ κρίνομε. 
Τὸ ἄτομο δὲν τὸ ἔχομε δεῖ. Τὸ ἄτομο τῆς ὕλης εἶναι τόσο μικρό. Δὲν τὸ ἔχομε δεῖ. Μόνον ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ κρίνομε τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀτόμου. Καὶ πολὺ περισσότερο τὰ λεγόμενα «ὑπατομικὰ στοιχεῖα». 
Ἀκόμη, ἡ ἴδια ἡ δομὴ τοῦ ἀτόμου μᾶς εἶναι ἄγνωστη. Ἀπόδειξις; Ὑπάρχουν διάφορες θεωρίες γύρω ἀπὸ τὴ δομὴ τοῦ ἀτόμου. 
Οἱ ἀκτῖνες Χ, λέγω αὐτές, γιατί, ἔ, τοὐλάχιστον μία φορὰ θὰ πήγαμε στὸν γιατρὸ νὰ μᾶς ἀκτινογραφήσει. 
Εἴδατε πουθενὰ ἐσεῖς αὐτὲς τὶς ἀκτῖνες Χ; Κι ὅμως, ἔχομε κι ἄλλες ἀόρατες ἀκτῖνες, οἱ λεγόμενες «κοσμικὲς ἀκτῖνες». 
Αὐτὲς ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο. Φερειπεὶν ἀπὸ τὸν ἥλιον, ὅταν εἶναι στὴν πλευρὰ ἐκείνη -κι αὐτὸ συμβαίνει κάθε ἕνδεκα χρόνια- ποὺ ἔχομε τὶς λεγόμενες «κηλῖδες», ποὺ εἶναι στὸν ἥλιο. Αὐτὲς προξενοῦν μία κοσμικὴ ἀκτινοβολία. Καὶ εἶναι καὶ ἀρκετὰ ἐπικίνδυνη αὐτὴ ἡ κοσμικὴ ἀκτινοβολία. Ὡστόσο, δὲν τὴν βλέπομε αὐτὴν τὴν κοσμικὴν ἀκτινοβολία. 
Ἕνα ἠλεκτρομαγνητικὸ κῦμα, ποὺ φθάνει στὸ ραδιόφωνό μας, τὸ βλέπομε; Ἢ στὴν τηλεόρασή μας. Βλέπομε αὐτὸ τὸ κῦμα; 
Ἀσφαλῶς δὲν περνάει ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας. Οὔτε ἀπὸ τὰ μάτια μας, οὔτε ἀπὸ τὰ αὐτιά μας, οὔτε μετὰ θορύβου ἔρχεται κ.τ.λ. 
Ἐν τούτοις, ὅμως, εἶναι πραγματικότης αὐτό. Διότι τὴν ἀποκάλυψη τῆς παρουσίας ἑνὸς ἠλεκτρομαγνητικοῦ κύματος τὴν ἔχομε δεῖ ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο. Τί κάνει τὸ ραδιόφωνο; Ἀποκαλύπτει ἐκεῖνο ποὺ δὲν πέφτει στὶς αἰσθήσεις μας. Τὸ ἴδιο καὶ μιὰ εἰκόνα τῆς τηλεοράσεως. 

Ἐάν, λοιπόν, στοιχεῖα, ἔτσι ἁπλῶς, ἀπὸ τὸν γνωστό μας κόσμο σας εἶπα, ἐνδεικτικὰ αὐτὰ τὰ παραδείγματα, ἐάν, λοιπόν, στοιχεῖα τοῦ κόσμου τοῦ ἐπιστητοῦ, -αὐτὸν ποὺ τὸν βλέπομε τὸν κόσμον, τὸν ζοῦμε, εἴμεθα βυθισμένοι μέσα εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον- δὲν γίνονται ἀντιληπτὰ διὰ τῶν αἰσθήσεων, πόσο περισσότερο μία μεταφυσικὴ πραγματικότης; Πόσο περισσότερο; 
Θυμηθεῖτε, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια πίσω, ὁ πρῶτος ἀστροναύτης, ὁ Γκαγκάριν, ἐπῆγε... ἔ, ἐπῆγε στὸ διάστημα. Ὅταν γύρισε, ξέρετε τί εἶπε; «Δὲν εἶδα», λέει, «πουθενὰ τὸν Θεό!». Τί θὰ λέγαμε; Θὰ λέγαμε ... ἀφέλεια ποὺ ἐγγίζει τὴν μωρίαν. Ἔμεινε παροιμιώδης ἡ περίπτωση. «Δὲν εἶδα», λέγει, «πουθενὰ τὸν Θεό»...
 
Ἔχομε ὅμως καὶ τὸ δεύτερο λογικὸ λάθος, στὸ ὁποῖον ὑπέπεσε ὁ Ἀπόστολος κι ἐμεῖς ὑποκείμεθα εἰς αὐτὴν τὴν πτῶσιν. 
Εἶναι αὐτὸ ποὺ διατύπωσε ὁ ἴδιος ὁ Θωμᾶς. «Ἐὰν μὴ ἴδω, οὐ μὴ πιστεύσω». «Ἐὰν δὲν δῶ, δὲν θὰ πιστέψω». 
Ἐδῶ ἔχομε, ἂν τὸ ἀντιλαμβάνεστε, μιὰ λογικὴ ἀντίφαση. «Πιστεύω» σημαίνει ὅτι «δέχομαι κάτι ποὺ δὲν ἔχει ὑποπέσει εἰς τὶς αἰσθήσεις μου». 
Ἀντίθετα, ὅταν γνωρίσω κάτι, τότε περιττεύει ἡ πίστις, νὰ τὸ πιστέψω. Γιατί ἁπλούστατα ἡ γνῶσις καταργεῖ τὴν πίστιν. 
Ἔχω κλειδιὰ μέσα στὴν τσέπη μου. Εἶναι ἕνα παράδειγμα ποὺ τὸ ἔχω πεῖ πάμπολλες φορές. Δὲν πειράζει νὰ τὸ λέω καὶ τὸ ξαναλέω. Σέ σας τὸ ἔχω πεῖ πολλὲς φορές. Τὰ βλέπετε; Ὄχι. Πιστεύετε ὅτι ἔχω κλειδιὰ στὴν τσέπη μου; Μπορεῖ νὰ πεῖ ἄλλος «Ναί», ἄλλος νὰ πεῖ «Ὄχι, δὲν πιστεύω». 
Βγάζω τὰ κλειδιὰ ἀπὸ τὴν τσέπη μου καὶ σᾶς τὰ δείχνω. Τώρα, θέλετε δὲν θέλετε, ὄχι τὸ πιστεύετε, ἀλλὰ τώρα τὸ γνωρίζετε. 
Γιατί ἁπλούστατα ἡ γνῶσις καταργεῖ τὴν πίστιν. Παύω πιὰ νὰ πιστεύω ὅτι ἔχετε σεῖς στὴν τσέπη σας κλειδιά. Τώρα τὸ γνωρίζω κι ἐγώ. Γιατί τὰ βλέπω. 

Ἐκεῖνα ποὺ γνωρίζομε, σὲ σχέση μὲ ἐκεῖνα ποὺ δὲν γνωρίζομε, πρέπει νὰ σᾶς πῶ, εἶναι ἐλάχιστα. Ναί, ναί! 
Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ πάρομε ἀπόφαση, γιὰ νὰ εἴμεθα πραγματισταί. Εἶναι πάμπολλα πάμπολλα! Τὸ μεγαλύτερο ποσοστό, τὸ 98, τὸ 99, τὸ 99,1, τὸ 99,9 -ἂς μὴν προσδιορίσω- εἶναι γύρω μας καὶ μέσα μας ἕνας ἄγνωστος, ἄγνωστος κόσμος. 
Κάτι πάρα πολὺ λίγο μποροῦμε νὰ γνωρίζομε. Καὶ ἐφόσον εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ γνωρίσομε. Κάτι ποὺ ἀνήκει εἰς τὴν μεταφυσική, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ γνωρίσομε. 
Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὰ ἑξῆς. Εἶναι στὸ 13ο κεφάλαιο, στὴν Α΄προς Κορινθίους, ἐκεῖ ποὺ μιλάει γιὰ τὴν ἀγάπη. 
Λέει: «Βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον». «Βλέπομε», λέει- προσέξτε ἐδῶ- «ἐν ἐσόπτρῳ». Μέσῳ ἑνὸς καθρέπτου. 
Δηλαδὴ νὰ σᾶς πῶ, νὰ τοποθετηθῶ. Ἔχω μόνον ἕναν καθρέπτη ἐδῶ καὶ βλέπω τί γίνεται ἀπὸ πίσω μου. Αὐτὸ θὰ πεῖ «ἐν ἐσόπτρῳ». 
Καὶ βλέπω αἰνιγματωδώς. Ἐὰν αὐτὸς ὁ καθρέπτης εἶναι κοῖλος κ.λπ., θὰ δῶ τὰ ἀντικείμενα ποὺ εἶναι πίσω μου, ὅπως εἶναι πραγματικά; 
Ἢ θὰ τὰ δῶ ἀλλιώτικα, μὲ ἄλλο σχῆμα; «Θὰ δῶ», λέει, «τότε, τὸ πρόσωπον, τίνος; Τοῦ Χριστοῦ· προσωπικὰ ἐγώ, μὲ τὸ δικό μου τὸ πρόσωπο, θὰ δῶ Ἐκεῖνον». Τώρα; 
Ἐν αἰνίγματι βλέπομε. Ἐν αἰνίγματι. Θὰ ἔλεγα, μὲ τὴν εἰκόνα ἐδῶ, αἰνιγματωδὼς βλέπομε τὸν Χριστό. Καὶ τόσα ἄλλα πράγματα. Ἀκόμα, ἂν θέλετε, καὶ τὴν Θεία Τοῦ Πρόνοια. Ὅσο κι ἂν εἶναι φανερή, κι αὐτή, κατὰ κάποιο τρόπο, τὴν βλέπομε αἰνιγματωδώς. 

Γιὰ νὰ μὴ νομισθεῖ μόνον ὅτι ἦταν κάτι ποὺ τὸ εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος αὐτό, τὸ εἶχε πεῖ καὶ ὁ Πλάτων! Εἶναι γνωστὸ τὸ «σπήλαιον τοῦ Πλάτωνος». Εἶναι πάρα πολὺ χαρακτηριστικό. Ἐπιτρέψατέ μου κάτι νὰ πῶ. «Ὁ ἄνθρωπος», λέει, «μοιάζει σὰν νὰ εἶναι μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο. Ἀδυνατεῖ νὰ γυρίσει τὸ πρόσωπό του πρὸς τὸ ἄνοιγμα τοῦ σπηλαίου. Πάντα βλέπει στὸ βάθος τοῦ σπηλαίου. Ἀδύνατον νὰ δεῖ πρὸς τὸ ἄνοιγμα. 
Τότε», λέγει, «παρελαύνουν ἔξω ἀπὸ τὸ στόμιον τοῦ σπηλαίου, παρελαύνουν τὰ ἀντικείμενα. Ὑπάρχει», λέγει, «μία φωτιὰ· ἡ ὁποία ρίπτει τὶς ἀκτῖνες της ἐπάνω στ’ ἀντικείμενα, τῶν ὁποίων ἀντικειμένων οἱ σκιὲς προβάλλονται εἰς τὸ βάθος τοῦ σπηλαίου. 
Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πάντα εἶναι στραμμένος πρὸς τὸ βάθος τοῦ σπηλαίου, τί βλέπει; Βλέπει τὰ ἀντικείμενα; Ὄχι. Τί βλέπει; Βλέπει τὶς σκιὲς τῶν ἀντικειμένων». Εἶναι πάρα πολὺ ὡραῖο καὶ χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Πλάτωνος. 

Στὸν κόσμον αὐτόν, ἀγαπητοί μου, δὲν ξέρομε τὴν φύσιν τῶν ὄντων. Ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε, ὅ,τι καὶ νὰ κάνομε. Λέμε, φερειπείν, «Αὐτὸ εἶναι πράσινο». Ἂν βάλω πράσινα γυαλιά..., βεβαίως τὸ βλέπω πράσινο. Λέμε, «Ἕνα ἀντικείμενο εἶναι κόκκινο». Ἂν βάλω κόκκινα γυαλιά...- δηλαδὴ οἱ αἰσθήσεις μᾶς ἐξαπατοῦν. Ἤ, ἂν θέλετε, δὲν ἐπαρκοῦν, γιὰ νὰ μᾶς φανερώσουν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ὑπάρχουν. 

Αὐτά, λοιπόν, ποὺ εἶπε ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, ἦταν κι αὐτὸ ἕνα λάθος, αὐτὸ ποὺ κάνομε κι ἐμεῖς καθημερινά. Ξέρετε ὅτι... -μὲ συγχωρεῖτε, σήμερα λιγάκι τὰ πράγματα τὰ πῆρα δὲν ξέρω πῶς- ἕνα πρόβλημα εἶναι τὸ γνωσιολογικὸ εἰς τὴν ἐπιστήμη; Ἕνα πρόβλημα πρακτικῶς ἔ, ἐφικτόν. Ἀπόλυτα; Ἀδύνατον. Δηλαδὴ νὰ μποροῦμε νὰ γνωρίσομε τὰ πράγματα, τὰ ἀντικείμενα, στὴ δομή τους, κ.τ.λ. κ.τ.λ. Πῶς βλέπομε; Πῶς κρίνομε; Λέγεται «γνωσιολογικὸν πρόβλημα». 
Γιατί δὲν μποροῦμε εὔκολα νὰ προσεγγίσομε τὸ θέμα. Ἔχομε πολλὲς μετρήσεις, ἂν τὸ θέλετε, κάποιοι ποὺ ἀσχολοῦνται, πολλὲς μετρήσεις, νὰ βγάλομε κάποια συμπεράσματα κ.τ.λ. κ.τ.λ., νὰ βγάλομε ἕνα διάγραμμα, ἀλλὰ πάντοτε θὰ ὑπάρχει τὸ πρόβλημα πῶς βλέπομε. 

Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ ἡ ἀναγκαιότητα τῆς πίστεως. Ὑπάρχει. Καὶ τοῦτο γιὰ δύο λόγους. 
Πρῶτος λόγος: Ὁ νοῦς εἶναι πεπερασμένος. Καὶ ἐπὶ τῶν θεμάτων τοῦ ἐπιστητοῦ, τῆς Ἐπιστήμης, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο στὰ μεταφυσικὰ προβλήματα, στὰ μεταφυσικὰ θέματα. Δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ νοῦς μας ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ χωρέσει. Διδασκόμεθα στὸ σχολεῖο, ἐπὶ παραδείγματι, γιὰ πράγματα αἰσθητὰ καὶ τὰ ἀποδεχόμεθα μὲ τὴν πίστη στὸν διδάσκοντα. Μᾶς κάνει Γεωγραφία, ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη θυμᾶμαι, τὰ σχολικὰ χρόνια. Καὶ μᾶς λέει ὁ καθηγητὴς ὅτι ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἰαπωνίας εἶναι τὸ Τόκιο. «Κύριε καθηγητά, δὲν τὸ πιστεύω». Καὶ μοῦ λέει: «Πήγαινε στὴν Ἰαπωνία νὰ ἐξακριβώσεις ὅτι ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἰαπωνίας εἶναι τὸ Τόκιο». 
Πέστε μου, πόσες χιλιάδες χρόνια πρέπει νὰ ζεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος, πηγαίνοντας νὰ διαπιστώνει ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα διδάσκεται, γιὰ νὰ τὰ ἐξακριβώσει, γιατί δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ πιστέψει; Ὁρίστε... 

Ὅλος ὁ ὄγκος τῆς γνώσεως ποὺ ὑπάρχει καὶ ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἐπιστήμη, στηρίζεται εἰς τὴν πίστιν. Ναί. Θὰ μὲ διδάξει ὁ καθηγητής μου ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν θὰ μπορῶ νὰ ἰδῶ. Τὰ ἔχουν δεῖ ἄλλοι, τὰ ἔχουν μελετήσει ἄλλοι, τὰ ἔχουν μετρήσει ἄλλοι. 
Μόνο ἕνα μικρὸ μέρος ἀνήκει στὴν πειραματικὴ ἢ στὴν ἐμπειρική μας γνώση. Πολὺ μικρὸ μέρος. 

Δεύτερον, γιατί εἶναι ἀναγκαία ἡ πίστις. 
Ἡ γνῶσις καταργεῖ τὴν ἐλευθερία. Τὸ σκεφθήκατε αὐτὸ ποτέ; Ἐνῷ ἡ πίστις τὴν περισώζει. Τί; Τὴν ἐλευθερία; Μάλιστα. Λέμε: «Ἕνα σὺν ἕνα, ἴσον δύο». Σᾶς παρακαλῶ, μπορεῖτε νὰ τὸ ἀρνηθεῖτε αὐτό; Ὅτι ἕνα καὶ ἕνα κάνει δύο; Δὲν μπορεῖτε. Γιατί δὲν μπορεῖτε; Γιατί ἕνα καὶ ἕνα κάνει δύο! Ὁ νοῦς μου ἔτσι μὲ πληροφορεῖ. Ἄρα, λοιπόν, ἡ ἐλευθερία μου καταργήθηκε σ’ αὐτὴν τὴν γνῶσιν 1+1=; Βάζω ἕνα ἐρωτηματικό. Ἴσον; Ἀλλὰ θὰ τὸ δεχθῶ, εἴτε τὸ θέλω, εἴτε δὲν τὸ θέλω. Ὅτι 1+1=2. 

Γράφει ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας... ἔχει πολὺ ὡραῖα πράγματα ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας. Στὴν πρώτη του ἐπιστολὴ πρὸς Αὐτόλυκον τὰ ἑξῆς: «Ἀλλὰ ἀπιστεῖς; Γράφει στὸν Αὐτόλυκον-. Ὅταν ἔσται (Ὅταν θὰ εἶναι), τότε πιστεύσεις θέλων καὶ μὴ θέλων (ὅταν θὰ δεῖς τὴν πραγματικότητα, τότε θὰ πιστέψεις, εἴτε τὸ θέλεις, εἴτε δὲν τὸ θέλεις. -Ἀκούσατε;). 
Καὶ ἡ πίστις σου εἰς ἀπιστίαν λογισθήσεται (καὶ αὐτὸ ποὺ πίστεψες μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα, θὰ λογαριαστεῖ γιὰ σένα ὡς ἀπιστία) ἐὰν μὴ νῦν πιστεύσης (ἐὰν τώρα δὲν πιστεύσεις)». 
Φερειπείν, μπορεῖτε νὰ λέτε ὅτι πιστεύω, ὅταν σᾶς ἔδειξα τὰ κλειδιὰ ποὺ εἶχα στὴν τσέπη μου; Τώρα τὰ βλέπετε. Πάει ἡ πίστις. Δὲν ὑπάρχει.
 
Ἐνῷ λέμε: «Ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός». Τί σημαίνει αὐτό; Ἕνα σὺν ἕνα σὺν ἕνα, τί; Ὄχι ἴσον τρία. Ἴσον ἕνα. 1+1+1=1. 
Αὐτὸ τώρα εἶναι γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀνάποδο στὸ μυαλό μου. Εἶναι ἀντιλογικό. 1+1+1=1; Αὐτὸ εἶναι ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεός, ἀγαπητοί μου. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Τρία τὰ πρόσωπα. 
Ἔτσι αὐτὸ ἀνήκει στὸν χῶρο της... τὸν μυστικὸν χῶρον, τὸν πνευματικό, τὸν μεταφυσικὸν χῶρον. 
Ὥστε, λοιπόν, ἔχω ἀνάγκη τῆς πίστεως. Καὶ ἂν τὸ θέλετε, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα λέμε «ἐπιστημονικὴ θεωρία» -θεωρία!- δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα ἐπιστημονικὸ πιστεύω. Γιὰ νά ‘ρθει μία ἄλλη θεωρία, πληρεστέρα ἴσως καὶ νὰ ἀπορρίψει τὴν πρώτη. 
Ἢ ἂν θέλετε, νὰ ἔρθει πλήρης ἡ ἀλήθεια καὶ τότε δὲν χρειάζομαι πιὰ θεωρίες· ἔχω τὴν ἐπιστημονικὴν ἀλήθειαν. Ὑπάρχει πολὺ μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ θεωρίας ἐπιστημονικῆς καὶ ἀληθείας ἐπιστημονικῆς. 
Ἐκεῖ δέ, εἶναι γνωστό, σ’ αὐτὲς τὶς θεωρίες, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον βρίσκεται τὸ οἰκοδόμημα ὅλης τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς γνώσεως. 
Ἐξάλλου, ἐὰν ἡ νόησις καὶ ἡ ἐμπειρία εἶναι ἕνας τρόπος ὑπάρξεως, ἀλλὰ καὶ ἡ πίστις ὁμοίως εἶναι καὶ αὐτὴ ἕνας τρόπος ὑπάρξεως. 

Αὐτὰ ὅλα εἰπώθηκαν, ἀγαπητοί, στὴν ἀγάπη σας, μὲ τὴν ἀφορμὴ τοῦ Θωμᾶ, ποὺ ἤθελε νὰ πληροφορηθεῖ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν βοήθεια τῶν αἰσθήσεων. «Ἐὰν δὲν βάλω τὸ δάχτυλό μου, δὲν πιστεύω». Γι΄ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀπήντησε εἰς τὸν Θωμᾶ: « Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». 
Αὐτό, ὅτι «μὲ εἶδες, γι'αυτό ἐπίστευσες», ξέρετε τί εἶναι αὐτό; Μία ἀπάντησις ἐπίπληξης. «Ἄ, ἐπειδὴ μὲ εἶδες, γι' αὐτό τὸ πιστεύεις, ἔ; Καὶ σὲ διορθώνω: Νὰ γίνεις πιστός. Καὶ νὰ μὴν εἶσαι ἄπιστος. Μὴ στηρίζεσαι μόνον εἰς τὶς αἰσθήσεις σου». 

Ἀλλὰ ὁ Θωμᾶς ἦταν, ἀγαπητοί μου, καλοπροαίρετος ἄνθρωπος. Ἐξεπροσώπει ἐκείνους ποὺ δὲν δέχονται εὔκολα τὴν πίστιν. 
Ἀλλὰ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Γιὰ νὰ γίνει ὁ Θωμᾶς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, δὲν χρειάστηκε στὸ ξεκίνημά του τὴν πίστη; Σίγουρα ναί. 
Πολλοί, σήμερα, Χριστιανοί μας, δὲν δέχονται εὔκολα τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἕνα ἄλλο παράδειγμα αὐτό. Παρ' ὅτι πιστεύουν στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. 
Ἂν κάνω ἐδῶ ἕνα δημοψήφισμα θὰ δεῖτε ὅτι εἶναι πολλοί, οἱ ὁποῖοι δυσκολεύονται νὰ πιστέψουν στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἐνῷ πιστεύουν στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Παῦλος, μὲ πολλὰ ἐπιχειρήματα θὰ καταγράψει εἰς τοὺς Κορινθίους, ποὺ ἐδέχοντο μὲν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἐδέχοντο, ὅμως, τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Καὶ θὰ τοὺς πεῖ: «Ἀγνωσίαν Θεοῦ τὶνες ἔχουσι». 
Ποῦ ἦταν ἡ ἀγνωσία; Στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. «Πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω». «Τὸ λέω γιὰ ντροπή σας», λέει ὁ Παῦλος εἰς τοὺς Κορινθίους. 

Καὶ γιὰ νὰ ξαναγυρίσομε στὸ θέμα τοῦ Θωμᾶ, ὁ Θωμᾶς ἠξιώθη νὰ πεῖ τοὺς μεγάλους ἐκείνους λόγους: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»· ποὺ εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ τὴν ὁμολογία τοῦ Ναθαναήλ. Οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι τελικὰ ὁ Θωμᾶς... νὰ σᾶς πῶ, σὲ κάποια τροπάρια ἀναφέρεται ἔτσι, σὲ ἄλλα κάποια τροπάρια... χθεσινά, στὸν Ἑσπερινό, ἀλλιώτικα, ὁ Θωμᾶς φαίνεται ὅτι δὲν τόλμησε νὰ βάλει τὸ δάχτυλό του εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων. Οὔτε νὰ ψαύσει, νὰ ἀκουμπήσει τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν πληγὴ στὰ πλευρά. Ὄχι. Τρόμαξε ὁ Θωμᾶς. Καὶ εἶπε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». 

Ἀγαπητοί, «οἰκονομικά», λένε οἱ Πατέρες, «ἔδειξε ἀπιστία ὁ Θωμᾶς». Τί θὰ πεῖ «οἰκονομικά»; Κατ’ οἰκονομίαν τῆς Θείας Προνοίας. Ὥστε νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία μας «καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ». Ἀκούσατε. Ὑπάρχει κακὴ καὶ καλὴ ἀπιστία; 
Ἡ κακὴ εἶναι γνωστή. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ καλὴ ἀπιστία; Ναί. Ἡ καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ. 
Θὰ λέγαμε, μάλιστα, ὅτι τοῦ ὀφείλομε, ὅπως σᾶς εἶπα καὶ στὴν ἀρχή, εὐγνωμοσύνη. Ὅπως, ἡ ἀπουσία τοῦ Θωμᾶ ἀφήνει σὲ μᾶς κάποια πρακτικὰ συμπεράσματα ἀπὸ τὴν συμπεριφορά του. Νὰ τ’ ἀκούσομε. Νὰ μάθομε. Σὲ ἕναν πειρασμὸ τῆς ζωῆς νὰ μὴν ξεκόβομε ἀπὸ τὸν ὅμιλο τῶν ἀδελφῶν. Ὅπως τὸ ἔκανε ὁ Θωμᾶς. Καὶ τὴν ἔπαθε. 
Νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν πίστη τῶν ἀδελφῶν. Σὲ θέματα, μάλιστα, πνευματικῆς ζωῆς. Νὰ μὴν ἀπομονούμεθα ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς· ἀδελφοὺς Χριστιανούς, ἐννοῶ. Γιατί κινδυνεύομε νὰ μᾶς φάει ὁ λύκος διάβολος. Ὅπως συνέβη εἰς τὸν Ἰούδα. Μετενόησε, λέει, μετεμελήθη, ἀλλὰ δὲν πῆγε νὰ ζητήσει συγχώρεση ἀπὸ τὸν Χριστὸν ὁ Ἰούδας. Ἢ νὰ βρεῖ τοὺς μαθητάς, τοὺς συμμαθητάς του. Δὲν πῆγε. Καὶ κατέληξε στὴν αὐτοκτονία. 
Νὰ εἴμεθα ἀνακοινωτικοί, ὅπου καὶ ὅπως πρέπει. Ὅλα αὐτά μας σώζουν. Καὶ μὴ λησμονοῦμε ὅτι καὶ οἱ ἅγιοι μὲ τὰ λάθη τους μᾶς διδάσκουν. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ἀμήν. 


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ἀπομαγνητοφώνηση καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ: 

•    Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ. 
•    https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_832.mp3 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου