Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 26 Απριλίου 2025

Δύο ὄψεις τῆς ἀπιστίας. Κυριακή τοῦ Θωμᾶ. Ἀρχ. Ἀθανασίου Μυτιληναίου

Δύο ὄψεις τῆς ἀπιστίας
Κυριακή τοῦ Θωμᾶ (Ἰωάν. 20, 20-29)

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ (†) γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 8-5-1994
  Μία ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Ἰησοῦ, ἀγαπητοί μου, εἶναι καὶ αὐτή, παρόντος τοῦ Θωμᾶ· ποὺ ἔλαβε χώραν ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου μας.
Σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής: «Μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ -ἐννοεῖται συμπεριλαμβανομένων τῶν δύο Κυριακῶν, ἔτσι γίνεται ἡ ἀρίθμησις, ἕξι ἐνδιάμεσες καὶ δύο Κυριακές, ὀκτώ- πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν».
Αὐτὰ σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Καὶ ὁ Κύριος, ἀποτεινόμενος εἰς τὸν Θωμᾶν, ὀκτὼ ἡμέρες μετά, τοῦ λέγει: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρα σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός».
Ἐδῶ, μὲ τὶς ἴδιες λέξεις ποὺ ἔλεγε ὁ Θωμᾶς, ὅτι «ἂν δὲν βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων ...» κ.λπ. «δὲν θὰ πιστεύσω», μὲ τὶς ἴδιες λέξεις τὸν καλεῖ ὁ Κύριος τώρα νὰ προβεῖ σὲ ἐκεῖνον τὸ ὁποῖον ἤδη εἶχε πεῖ.
 
Ἦταν, ἀλήθεια, ὁ Θωμᾶς ἄπιστος; Καὶ τώρα ἐλέγχεται ἀπὸ τὸν Κύριον; Ὁ Θωμᾶς, ἀγαπητοί μου, δὲν ἦταν ἄπιστος. Γιατί ἀλλιώτικα πῶς θὰ ἀκολουθοῦσε τὸν Κύριον ὡς Μεσσίαν; Ὅπως Τὸν ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταί. Ἦταν ἡ ἀπιστία του μπροστὰ σὲ ἕνα ἁπλῶς περιστατικὸ· ποὺ δὲν τὸ χωροῦσε τὸ μυαλό του.
Ἦταν σὰν τὴν ἀπιστία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ποὺ τὸν κάλεσε ὁ Κύριος στὴ λίμνη τῆς Γενησαρὲτ νὰ περιπατήσει ἐπὶ τῶν κυμάτων. Κι ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ περιπατεῖ. Κάποια στιγμὴ ὅμως, εἶδε, λέει, τὸν ἄνεμον ἐναντίον, δηλαδὴ ἀντίθετον, φοβήθηκε.
Καὶ τὶ τοῦ εἶπε ὁ Κύριος; Ἐμεῖς εἴπαμε τὴν λέξη «φοβήθηκε». Τί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος; «Εἰς τί ἐδίστασας, ὀλιγόπιστε;».
Ὥστε πάλι στὸ θέμα τῆς πίστεως ἀναφέρθηκε ὁ Κύριος. Λέγει ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς: «Τὸ δὲ ἀπιστῆσαι, διστάσαι ἔστι καὶ μερισθῆναι».
Τί θὰ πεῖ «νὰ ἀπιστήσεις»; Νὰ διστάσεις. Καὶ νὰ μεριστεῖς. Αὐτὸ τὸ «μερισθῆναι», νὰ μερισθεῖς, σημαίνει νὰ χωριστεῖ κανεὶς ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἦταν ἡνωμένος προηγουμένως. Νὰ μερισθεῖ ὁ λογισμὸς ἀνάμεσα στὸ «ναὶ» καὶ στὸ «ὄχι». Αὐτὸ εἶναι ἕνας δισταγμός. Νὰ τὸ κάνω ἢ νὰ μὴν τὸ κάνω; Νὰ τὸ δεχθῶ ἢ νὰ μὴν τὸ δεχθῶ;

Στὴν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τοῦ Θωμᾶ, χθὲς στὸν Ἑσπερινό, στὰ κεκραγάρια, ἀκοῦμε: «Ὦ καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, τῶν πιστῶν τὰς καρδίας εἰς ἐπίγνωσιν ἦξε». «῏Ω καλὴ ἀπιστία», λέει, «τοῦ Θωμᾶ· ποὺ τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν τὶς ὁδήγησε εἰς τὴν ἐπίγνωσιν».
Ὄχι στὴν γνῶσιν· εἰς τὴν ἐπίγνωσιν. Δηλαδὴ στὴν βαθυτέρα κατανόηση τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς φύσεως τοῦ ἀναστημένου σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔδωσε, δηλαδή, μία πάρα πολὺ καλὴ εὐκαιρία ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, νὰ συνειδητοποιήσουν καὶ νὰ συνειδητοποιοῦν οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν τὶς πραγματικὲς διαστάσεις τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
 
Πάλι ἕνα κεκραγάριο λέγει: «Σοῦ γὰρ ἀπιστοῦντος -σὰν νὰ ὁμιλεῖ ὁ Χριστός, βάζει τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ὑμνογράφος στὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ- οἱ πάντες ἔμαθον (Σοῦ, τοῦ Θωμᾶ ἀπιστοῦντος οἱ πάντες ἔμαθον) τὰ πάθη καὶ τὴν Ἀνάστασίν μου κράζειν μετά σου· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα Σοί». «Ἔμαθαν», λέει, «οἱ πάντες, τὸ περιεχόμενο τῶν παθῶν μου, ὅτι ἦταν ἑκούσιον τὸ πάθος- αὐτὸ ἦταν τὸ περιεχόμενον τῶν παθῶν- τὸ περιεχόμενο τῆς Ἀναστάσεώς μου καὶ νὰ κράζουν μαζὶ μὲ σένα, κατανοοῦντες καὶ ἐπιγνόντες: ‘’Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα Σοί’’».
 
Μᾶς κάνει ἐντύπωση, ἀγαπητοί, ὅτι ὁ ὑμνογράφος ἀποκαλεῖ ἐδῶ τὴν ἀπιστίαν τοῦ Θωμᾶ, «καλήν». Ὑπάρχει καὶ καλὴ ἀπιστία; Ὁπωσδήποτε ναί. Γιὰ νὰ ἀναφέρεται... Καὶ ποιά εἶναι τὰ γνωρίσματα αὐτὰ τῆς καλῆς ἀπιστίας;
Πρῶτον, ὅταν ἀποκλείει αὐτὴ ἡ καλὴ ἀπιστία, ἀποκλείει τὴν εὐπιστίαν. Χωρίς, βεβαίως, νὰ φθάνει στὸ ἄλλο ἄκρο, στὸ νὰ ὀρθολογίζει.
Ἡ εὐπιστία, δηλαδὴ εὖ + πιστεύω, «εὔκολα πιστεύω» -θὰ τὸ φανταστεῖτε;- λυμαίνεται, καταστρέφει τὴν ὀρθὴν πίστιν καὶ εἶναι ἕνα σοβαρὸ μειονέκτημα εἰς τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι εὔπιστος. Καὶ ὄχι μόνο σὲ θέματα θρησκείας, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν καθημερινότητα.
Πόσες φορὲς βλέπομε ἀνθρώπους ποὺ δυστυχῶς «χαύουν», ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ αὐτὴ ἡ λέξις, χαύουν ὅ,τι τοὺς ποῦν, ἀνεξέλεγκτα.
Αὐτὸ λέγεται «εὐπιστία». Ἀκόμη καὶ ἡ αἵρεσις νὰ τοὺς προβληθεῖ, τὴν ἀποδέχονται. Γιατί; Εἶναι εὔπιστοι. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο.
Νὰ γιατί ἡ εὐπιστία λυμαίνεται τὴν ὀρθὴν πίστιν. Ἡ εὐπιστία εἶναι μία πίστις ρηχὴ· ποὺ δὲν ἔχει λάβει μέρος σὲ αὐτὴν ὁ νοῦς. Ὁ ὅλος ἄνθρωπος πρέπει νὰ λάβει μέρος.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ὀρθολογισμός, τὸ ἄλλο ἄκρον, ποὺ δέχεται μόνον ὅ,τι κατανοεῖ ὁ νοῦς καὶ ἀπορρίπτει ὅτι δὲν κατανοεῖ, κι αὐτὸ εἶναι μία ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Οὔτε ὀρθολογισμός, οὔτε εὐπιστία προφανῶς.

Ἀκόμη, ἡ καλὴ ἀπιστία προϋποθέτει καλοπιστία καὶ ἀγαθὴν προαίρεσιν. Νὰ εἶσαι ὁ καλόπιστος ἄνθρωπος. Νὰ μὴν εἶσαι ἐκεῖνος ποὺ διαρκῶς –θὰ τὸ δοῦμε λίγο πιὸ κάτω- ὁ διαρκῶς ἀντιρρησίας. Ὄχι. Νὰ τὸ σκεφθεῖς, νὰ τὸ νιώσεις, νὰ ἔχεις ἀγαθὴν προαίρεσιν καὶ νὰ τὸ ἀποδεχθείς.
Ἀκόμη, μπορεῖ νὰ προέρχεται αὐτὴ ἡ καλὴ ἀπιστία ἀπὸ μία παρανόηση. Γιατί δὲν κατάλαβες κάτι. Καὶ στὸ τέλος νὰ μένεις ἄπιστος. Ὄχι ἀπὸ διάθεση ἀπιστίας ὅμως.
Ἀκόμη, ὅπως ὁ Θωμᾶς, ποὺ τί εἶπε; Ἐδῶ παρενόησε τὰ πράγματα. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου», εἶπε.
Ὅταν τὰ πράγματα τὰ ἀντελήφθη νὰ τοποθετοῦνται σωστά. Χωρὶς νὰ χρησιμοποιήσει, χωρὶς νὰ χρησιμοποιήσει, παρὰ τὴν προτροπὴν τοῦ Κυρίου, «Ἔλα», λέει, «φέρε τὸ δάχτυλό σου καὶ βάλει εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων», χωρὶς νὰ χρησιμοποιήσει οὔτε τὸ δάχτυλό του, οὔτε τὴν παλάμη του, τὸ χέρι του, νὰ ψαύσει τὴν λογχισμένη πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸ τὸ ξέρομε, διότι πιὸ κάτω θὰ τοῦ πεῖ ὁ Κύριος: «ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας». Δὲν εἶπε «ἐψηλάφησάς με», ἀλλὰ «ἑώρακάς με». Διότι μόλις εἶδε τὸν Κύριο μπροστά του ὁ Θωμᾶς, ἀμέσως ἀπέρριψε τὴν ἀπιστία του. Δὲν ἔμεινε στὴν ἀπιστία, νὰ πεῖ: «Ἄ, γιὰ στάσου, νὰ βάλω τὸ δάχτυλό μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, νὰ περάσει τὸ δάκτυλό μου ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ποὺ ἄνοιξαν τὰ καρφιά». Ὄχι. Καὶ τὸ ἔχομε αὐτὸ σὰν μαρτυρία ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: «Γιατί μὲ εἶδες, ἐπίστευσες». Δὲν εἶπε: «Γιατί μὲ ἐψηλάφησες, ἐπίστευσες».
Βλέπετε, λοιπόν, ὅτι ἐδῶ ἔχομε μία παρανόηση τῶν πραγμάτων.
 
Μπορεῖ ἀκόμη ἡ καλὴ ἀπιστία νὰ προέρχεται καὶ ἀπὸ μίαν ἄγνοιαν. Ὅπως ὁ Ναθαναήλ. Θυμηθεῖτε τὸν Ναθαναὴλ ποὺ ἔλεγε γιὰ τὸν Ἰησοῦ: «Δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι ἐκ Ναζαρέτ;». «Μπορεῖ κάτι καλὸ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ;». Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Φίλιππος: «Ἔρχου καὶ ἴδε», «Ἔλα καὶ θὰ δεῖς».
Γιατί ἔδειξε αὐτὴν τὴν ἀντίσταση ὁ Ναθαναήλ; Ὁ ὁποῖος ὅταν εἶδε τὸν Χριστὸ ξέρετε τί εἶπε; «Σὺ εἶσαι ὁ Διδάσκαλος, ὁ Βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ».
Πωπω! Ὁμολογία! Γιατί; Ἀπὸ μίαν ἄγνοια. Ποῦ ἦταν ἡ ἄγνοιά του; Ὅτι ὁ Μεσσίας ἔρχεται ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ. Ἔτσι ἔλεγαν οἱ προφητεῖες. Ἄλλο τώρα ὅτι ὁ Κύριος, ναί, ἐγεννήθη στὴν Βηθλεέμ. Ναί, ἦτο ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Βεβαίως, γιατί ὁ Δαβὶδ στὴν Βηθλεὲμ γεννήθηκε. Ἀλλὰ δὲν εἶχε τὴν πλήρη γνώση ὅτι ὁ Ἰησοῦς, διωκόμενος ἀπὸ τὸν Ἡρώδη, ἔφυγε εἰς τὴν Αἴγυπτο, ἐπανερχόμενος ὁ Ἰωσήφ, ἔμαθε ὅτι ἀντὶ τοῦ Ἡρώδου ἐβασίλευε ὁ Ἀρχέλαος· φοβήθηκε καὶ πῆγε στὴ Ναζαρέτ, ἐπάνω στὴ Γαλιλαία. Ἀπὸ μία ἄγνοια εἶπε: «Μπορεῖ κάτι καλὸ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ;»
 
Στὸν χῶρο τῆς ἀγνοίας, δυστυχῶς, εὑρίσκονται οἱ περισσότεροι Χριστιανοί μας· ποὺ ὅταν, ὅμως, διαφωτιστοῦν, τότε δὲν ἀπιστοῦν.
Πόσοι ἄνθρωποι ἔμειναν στὴν ἄγνοια, κάποια στιγμὴ διαφωτίστηκαν καὶ πίστεψαν. Κι ἔγιναν θερμοί, θερμότατοι Χριστιανοί.
Μπορεῖ ἀκόμη, ἀγαπητοί μου, ἡ καλὴ ἀπιστία νὰ προέρχεται καὶ ἀπὸ ἕναν ζῆλον οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν.
Νὰ εἶναι κανεὶς κολλημένος, προσκολλημένος σὲ κάτι καὶ νὰ νομίζει αὐτὸ ὅτι εἶναι σωστό, ὄχι κάτι ἄλλο.
Ἐδῶ σίγουρα ἀνήκει ὁ Παῦλος· ὁ ὁποῖος ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ στὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολή του ὅτι «κατὰ ζῆλον διώκων τὴν Ἐκκλησίαν».
«Ἀπὸ ἕναν ὑπερβολικὸ ζῆλο ἐδίωκα τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν μποροῦσα νὰ κατανοήσω τί ἦτο ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του».
Τί νὰ ποῦμε; Νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Παῦλος ἔγινε θερμὸς Χριστιανός; Μόνο θερμός; Ὁ θερμότερος τῆς Ἱστορίας.
 
Ἀκόμη, ἡ καλὴ ἀπιστία θέλει νὰ ἐρευνήσει, θέλει νὰ ἐμβαθύνει. Μὴν εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ ποῦμε... νὰ πάρομε λίθον ἀναθέματος κατὰ τοῦ Θωμᾶ, ὅταν εἶπε: «Νὰ βάλω τὸ δάκτυλό μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων». Ναί, βέβαια, γιὰ μιὰ στιγμὴ ζήτησε κάτι τὸ ἀντιφατικό. Ποιό ἦταν τὸ ἀντιφατικό; Ἀφοῦ δεῖ, νὰ πιστέψει. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀντιφατικό. Μὰ πῶς θὰ πιστέψεις ὅταν δεῖς; Ὅταν δεῖς, τότε δὲν πιστεύεις· τότε γνωρίζεις. Γιὰ νὰ πιστέψεις, πρέπει νὰ μὴ δεῖς. Αὐτὸ τὸ ἀντιφατικὸ δίπολο ἔζησε ὁ Θωμᾶς.
Ὡστόσο, ὅμως, εἶχε ἕνα καλὸ στοιχεῖο. Ἤθελε νὰ ἐρευνήσει. Δὲν ἦταν ἕτοιμος νὰ χάψει –ξαναχρησιμοποιῶ τὸ ρῆμα- ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο θὰ τοῦ προσεφέρετο. Ἀλλὰ ἤθελε νὰ ἐρευνήσει, ἤθελε νὰ ἐμβαθύνει. Γιατί; Γιὰ νὰ ἑδραιωθεῖ. Νὰ ξέρει σίγουρα τί πιστεύει. Γιὰ νὰ δώσει καὶ τὴν ζωή του. Ὅπως τὴν ἔδωσε τὴν ζωή του ὁ Θωμᾶς γιὰ τὸν Χριστό. Γιατί; Γιατί βεβαιώθηκε.

Ἔτσι, ὁ πιστὸς ἤ, καλύτερα, ὁ ἔχων τὴν καλὴν ἀπιστίαν, τὸν βλέπετε γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ κάτι, νὰ ἔχει ἕναν δισταγμὸ γιὰ κάτι, ὄχι ἀπὸ κακὴ προαίρεση. Τρέχει στὶς Γραφές, μελετάει, μελετάει, γιὰ νὰ βρεῖ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ζητάει. Καὶ ὅλες αὐτὲς τὶς μορφὲς τῆς καλῆς ἀπιστίας, ὁ Κύριος τὶς ἀνέχεται. Καὶ ἀναμένει τὴν ὡρίμανση τῆς ὀρθῆς πίστεως. Γι' αὐτό εἶπε: «Καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πίστός».
Προσέξτε, αὐτὴ ἡ λέξις «Μὴ γίνου», πού ‘ναι χρόνος παρατεταμένος, μὴ γίνεσαι· δείχνει ὅτι ὁ Θωμᾶς ἐβρίσκετο στὸν δρόμο νὰ γίνει ἄπιστος.
Ἐδῶ εἶναι ἕνα ἐπικίνδυνο σημεῖο. Εἶναι ἕνα κρίσιμο σημεῖο· ποὺ μποροῦμε τελικὰ νὰ φθάσομε στὴν ἀπιστία. Ναὶ· νὰ φθάσομε στὴν ἀπιστία. Γι’ αὐτό τοῦ εἶπε: «Μὴ γίνου», δηλαδὴ «Μὴν προχωρεῖς στὸν δρόμο τῆς διαρκοῦς ἀντιρρήσεως». Πρόσεξε, γιατί μπορεῖς νὰ βρεθεῖς στὴν ἄλλη πλευρά.
Ὅταν, τελικά, ἡ κρίσις χρονίζει καὶ δὴ πολὺ χρονίζει, τότε μπορεῖ νὰ μείνομε ἄπιστοι. Δυστυχῶς. Κρίσιμο σημεῖο, σᾶς τὸ ξαναλέγω. Γι' αὐτό ἀπαιτεῖται μεγίστη προσοχή. Πρέπει ὅλα νὰ διασαφίζονται μέσα εἰς τὴν συνείδησή μας.

Ἄλλο πρᾶγμα, ὅμως, εἶναι ὅταν κάτι δὲν τὸ κατανοῶ. Προσέξατέ το. Τί ἔχομε κατανοήσει ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή; Ἂν ὑπάρχουν χίλια πράγματα, δὲν ξέρω ἂν ἔχομε κατανοήσει τα δέκα. Τόσο πολύ; Ναί, τόσο πολύ. Μόνο ἐὰν ἀρχίσομε νὰ κατανοοῦμε περισσότερο καὶ περισσότερο, τότε θὰ ἀντιληφθοῦμε πράγματι ὅτι ὑπάρχει μία συντριπτικὴ διαφορά, γνώσεως καὶ ἀγνοίας.
Ἀλλὰ κάτι ποὺ δὲν ξέρω, τὸ ἀφήνω στὴν γνώση, σὰν γνώση, ἂν θέλετε, εἰς τὸ μέλλον. Καὶ ὄχι νὰ ἐξαρτᾶται ἡ πίστις μου ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀγνοῶ. Δὲν τὸ ξέρω. Ἀλλὰ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸ ἡ πίστις μου.
Τὸ ξαναλέγω. Κάποτε κάνομε, καὶ τὸ ἔχω ἀκούσει καὶ ἀπὸ ἄλλους ἀνθρώπους αὐτὸ καὶ σὲ μένα μοῦ συμβαίνει, κάποτε κάνομε δέκα χρόνια, εἴκοσι, πενῆντα χρόνια, γιὰ νὰ κατανοήσομε κάτι. Καὶ ἀκόμα τελικὰ νὰ μὴν κατανοήσομε πολλὰ πράγματα. Τί σημαίνει αὐτό;
Θὰ πρέπει νὰ ἐξαρτᾶται ἡ πίστις μας ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ δὲν κατανοήσαμε; Ἄπαγε! Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξει.
Ἡ ἄγνοιά μας σὲ κάποια σημεῖα, δὲν πρέπει νὰ ἐπηρεάζει τὴν πίστη μας. Λέμε: «Δὲν τὸ ξέρω, δὲν τὸ καταλαβαίνω. Ἔ, ἂν ὁ Θεὸς κάποτε μὲ φωτίσει, θὰ τὸ καταλάβω. Ἐὰν δὲν μὲ φωτίσει, δὲν θὰ τὸ καταλάβω».
Ἂν τὸ θέλετε, καὶ γιὰ παρηγορία, γιατί ἔτσι εἶναι κι ἡ ἀλήθεια, δὲν εἶναι παρηγορία ἁπλῆ, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ θὰ τὰ μάθομε ὅλα. Τί θὰ μάθομε; Ὅ,τι πρέπει νὰ μάθομε.

Εἶναι, ὅμως, καὶ ἡ πλευρὰ τῆς κακῆς, ἀγαπητοί μου, ἀπιστίας. Ἐκείνης τῆς κατακριτέας καὶ τῆς κολασίμου ἀπιστίας. Τί εἶναι ἀπιστία;
Λέγει πάλι ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς: «Ἀπόστασις οὖσα τῆς πίστεως». «Τὸ νὰ ἀπέχεις, τὸ νὰ ἔχεις μία ἀπόσταση ἀπὸ τὴν πίστη».
Καὶ πάλι ὁ ἴδιος λέγει: «Τὸ μὲν ἀπιστεῖν τῇ ἀληθεὶᾳ θάνατον φέρει». Βεβαίως. «Τὸ νὰ ἀπιστεῖς εἰς τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἐπιμένεις νὰ ἀπιστεῖς εἰς τὴν ἀλήθεια, αὐτὸ θὰ σοῦ φέρει θάνατον».
Καὶ λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸ ἀπιστεῖν ἀμετανόητα, κόλασις ἐστιν». «Τὸ νὰ ἀπιστεῖς ἐπιμένοντας καὶ χωρὶς νὰ μετανοεῖς, αὐτὸ γιὰ σένα παρασκευάζει κόλασιν». Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα, ἀγαπητοί, ἡ παραμονὴ στὴν ἀπιστία καὶ ἡ μὴ δυνατότητα πίστεως. Εἶναι τόσο φοβερὸ καὶ τόσο βασανίζεται ὁ ἄνθρωπος...
 
Ἔχω ἕνα φίλο, ὁ ὁποῖος διάβασε κάποτε στὰ νεανικά του χρόνια ἀρνητικὴ φιλολογία καὶ τοῦ κατέστρεψε τὴν πίστη, ὅ,τι διάβασε.
Καλὸ παιδὶ ἦταν. Μέχρι σήμερα δὲν μπορεῖ νὰ πιστέψει. Μοῦ ‘γραφε κάποτε ἕνα γράμμα καὶ νὰ λέει... ἔλεγε ἐκεῖ: «Θεέ μου, σὲ παρακαλῶ –σχῆμα:- πᾶρε με ἀπὸ τὸ αὐτὶ καὶ ὁδήγησέ με στὴν πίστη, γιατί δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω». Τὸ ζητοῦσε καὶ δὲν μποροῦσε.
Εἶχα μιὰ δασκάλα, σὲ ἕνα μουσικὸ ὄργανο. Ζεῖ αὐτὴ ἡ γυναῖκα. Ἐνενῆντα τόσο ἐτῶν εἶναι. Πάρα πολὺ μορφωμένη. Μὲ γλῶσσες, μὲ μόρφωση ποικίλη. Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ γυναῖκα μέχρι σήμερα, δὲν μπορεῖ νὰ πιστέψει. Θυμᾶμαι, μοῦ εἶχε πεῖ κάποτε γιὰ τὸν καθηγητή τον Καρμίρη, τὸν Γιάννη Καρμίρη, τὸν μακαρίτη, καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, μακαρίτης, Ἀκαδημαϊκός:
«Θέλω νὰ τὸν ρωτήσω κάποια φορά, νὰ τοῦ πῶ, μὰ ἐσὺ πιστεύεις αὐτὰ τὰ πράγματα, ὁλόκληρος καθηγητὴς καὶ ὁλόκληρος Ἀκαδημαϊκός;»
Δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει. Καὶ δὲν μπορεῖ μέχρι σήμερα νὰ πιστέψει. Εἶναι φοβερό!

Ὅπως εἶναι μυστήριον ἡ πίστις, ἐπιτρέψατέ μου νὰ πῶ, ἔτσι μυστήριον εἶναι καὶ ἡ ἀπιστία. Καὶ δὲν τὸ ἀποκαλῶ ἐγὼ μυστήριον τὸ θέμα τῆς ἀπιστίας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸ ἀποκαλεῖ καὶ τὸ λέει αὐτὸ γιὰ τὸν λαό του, τοὺς Ἑβραίους. «Μυστήριον», λέει, «εἶναι ἡ ἀπιστία τοῦ λαοῦ αὐτοῦ». Εἶναι μυστήριον.
Εἶναι, λοιπόν, πολὺ φοβερὸ πρᾶγμα νὰ μένει κανεὶς στὴν ἀπιστία. Εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ δαιμονικό! Σᾶς εἶπα, κάτι περισσότερο. Γιατί; Διότι τὰ δαιμόνια καὶ πιστεύουν καὶ φρίττουν πιστεύοντα, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος, ὁ Ἀδελφόθεος.
Πιστεύουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὄχι μόνον ὑπαρκτός, ἀλλὰ καὶ ἀληθής. Πιστεύουν τὰ δαιμόνια στὴν αἰωνία δική των καταδίκη.
Ἀκόμη... τί ἔλεγαν μάλιστα, θυμηθεῖτε ἐκεῖ πού... «Ἦλθες», λέει, «πρὸ τῆς ὥρας μας, πρὸ καιροῦ -διὰ στόματος Γεργεσηνοῦ - ἦρθες νὰ μᾶς βασανίσεις πρὸ καιροῦ».
Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ βασανισμός; «Νὰ μᾶς στείλεις εἰς τὴν κόλαση;». Διότι στὴν κόλαση δὲν εἶναι ἀκόμη οἱ δαίμονες. «Γι' αὐτό, ἐπίτρεψε», λέει, «νὰ πᾶμε στοὺς χοίρους».

Ἔτσι ὁ ἄπιστος εἶναι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸν δαίμονα. Καὶ ἐμφανίζεται ἡ ἀπιστία, ἡ δαιμονικὴ αὐτὴ ἀπιστία, μὲ τὰ ἑξῆς γνωρίσματα:
Κατ' ἀρχάς, σὰν διαστροφὴ τῆς ἀληθείας. Διαστροφὴ τῆς ἀληθείας. Ἀπὸ μιὰ δαιμονικὴ διάθεση. Ξέρετε οἱ δαίμονες μᾶς βάζουν νὰ ἀπιστοῦμε, οἱ ἴδιοι δὲν ἀπιστοῦν. Παρὰ τὴν πληροφόρηση ποὺ μποροῦμε νὰ ἔχομε καὶ τὴν κατανόηση ποὺ μποροῦμε νὰ ἔχομε, ἐμεῖς ἐπιμένομε, ἀπὸ μιὰ δαιμονικὴ διάθεση, ὅπως σᾶς εἶπα, ἐπιμένομε νὰ διαστρέφομε τὴν ἀλήθεια. Τέτοιοι ὑπῆρξαν οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ Φαρισαῖοι, οἱ Γραμματεῖς, οἱ νομικοί.
Ὅταν ἐπὶ παραδείγματι, μιλοῦσε ὁ Κύριος, ξέρετε τί ἔλεγαν; «Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια». Αὐτὸ δὲν εἶναι διαστροφὴ τῆς ἀληθείας;
Θέλετε ἀκόμη; Ὅταν πῆγαν οἱ στρατιῶται, οἱ στρατιῶται καὶ εἶπαν: «Ἀνεστήθη ὁ Ἰησοῦς» - τρομερὸ πρᾶγμα!- τοὺς εἶπαν: «Σούτ! Πᾶρτε λεφτὰ καὶ πεῖτε ὅτι δὲν ἀνεστήθη».
Πέστε μου, αὐτὸ εἶναι ἢ δὲν εἶναι δαιμονικὴ διαστροφὴ τῆς ἀληθείας; Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πιστέψει ποτέ; Ἀκοῦστε. Ποτέ. Γιατί; Διότι ἐβλασφήμησε κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι μία μορφὴ βλασφημίας κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀκόμη, ἡ φοβερὴ αὐτὴ ἀπιστία ἐμφανίζεται σὰν κακοπιστία. Κατὰ τὸ «Οὐ μὲ πείσεις, κἂν μὲ πείσῃς». «Κι ἂν ἀκόμη μὲ πείσεις, ἐγὼ θὰ μένω στὴν ἀπιστία μου». Πρόκειται, ἀκόμη, γιὰ μιὰ ἐγωιστικὴ ἐπιμονή. Πραγματικὰ ἐγωιστικὴ ἐπιμονή.
Ἀκόμη, μπορεῖ κανεὶς νὰ κινεῖται στὸν χῶρο τῆς ἀπιστίας ἀπὸ συμφέροντα. Γιατί σοῦ λέει: «Ἂν ὁμολογήσω, χάνω κάποια συμφέροντα».
Ἐννοεῖται, ἐδῶ ἔχομε μιὰ μυωπικὴ θεώρηση τῶν πραγμάτων. Ὡστόσο ἀκοῦστε τί ἔλεγαν οἱ Φαρισαῖοι στὸ Συμβούλιο ποὺ κάνανε καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, τί νὰ κάνουν μὲ τὸν Ἰησοῦ. «Πολλὰ θαύματα», λέγουν, «κάνει, τί θὰ γίνομε μ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, τί θὰ γίνει; «Ἐὰν ἀφῶμεν αὐτόν (ἐὰν τὸν ἀφήσομε) οὕτω (ἔτσι νὰ πράττει), πάντες πιστεύσουσι εἰς αὐτόν (ὅλοι θὰ πιστέψουν εἰς αὐτόν).
Καὶ ἐλεύσονται οἱ Ρωμαῖοι - ἦταν ὑπὸ ρωμαϊκὴν κατοχήν- καὶ ἀροῦσι ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος».
Γιατί κύριοι, θὰ σᾶς πολεμήσουν οἱ Ρωμαῖοι ἐὰν πιστεύσετε εἰς τὸν Ἰησοῦν; Ἐπειδὴ θὰ προεβάλλετο βασιλιᾶς; Καὶ θὰ ἀντέλεγε εἰς τὸν Καίσαρα; Δὲν εἶναι αὐτό. Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε νὰ γίνει βασιλιᾶς ἐδῶ. Βασιλιᾶς τῶν καρδιῶν μόνον. Ὄχι ἐπίγειος βασιλιᾶς.
Τί φοβόσαστε; Τί φοβόσαστε; Κι ἀκόμη, ἐὰν ἦταν ἀληθινὸς Μεσσίας, δὲν θὰ κατετρόπωνε τοὺς Ρωμαίους; Καὶ θὰ ἐλεύθερωνε τὸν λαό Του, τὸ ἔθνος Του; Τί φοβόσαστε;
Ἀλλὰ ἁπλούστατα, ὅλοι αὐτοί, μὲ τὴν παρουσία τῶν Ρωμαίων ζούσανε μιὰ χαρά, εἶχαν χρήματα, ἤτανε φίλοι –ὅπως λέγαμε Γερμανόφιλοι, Ἰταλόφιλοι, ποὺ λέγαμε κάποτε ἐμεῖς στὴν Κατοχή- ἔτσι καὶ ἐδῶ, ἦσαν Ρωμαιόφιλοι. Εἶχαν συμφέροντα. «Τὰ συμφέροντα μας αὐτά, ἂν Τὸν ἀποδεχθοῦμε, θὰ τὰ χάσομε». Φοβερὸ πρᾶγμα...

Ἐὰν ἀκόμη ἐμφανίζεται ἡ ἀπιστία... πῶς λέτε; Σὰν ψυχολογία τῆς μάζης. Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ ψυχολογία τῆς μάζης; Ἐκείνη ποὺ ἐμφανίζεται στὰ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα, γιατί τὸ κόμμα δὲν πιστεύει. Δὲν πιστεύω κι ἐγώ. Γιατί τὸ κόμμα δὲν πιστεύει. Ἢ γιατί εἶναι μόδα σήμερα νὰ μὴν πιστεύομε. Καὶ νὰ μὴν ἀναφέρομε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἀνωριμότητα προσωπικότητος, ἐπιπολαιότητα, γιατί ὄχι καὶ βλακεία;

Ἀκόμη ὑπαγορεύει τὴν ἀπιστία ὁ διεφθαρμένος βίος. Μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ 3ο κεφάλαιο: «Ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ».
Βαθύτερο ψυχογράφημα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει, ἀπ’ αὐτὸ ποὺ μᾶς καταθέτει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης.
Ἀγαπητοί, δεινὸν ἡ ἀπιστία. Στὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου, ὅπου ὁ πλούσιος ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ νὰ σταλεῖ ὁ Λάζαρος, δηλαδὴ νὰ ἀναστηθεῖ ὁ Λάζαρος καὶ νὰ τὸν δοῦν τ’ ἀδέλφια του, εἶχε, λέει, πέντε ἀδέλφια καὶ νὰ τοὺς πεῖ: «Ξέρετε τί φοβερὸς εἶναι ὁ Ἅδης, ξέρετε ὁ ἀδελφός σας εἶναι στὸν Ἅδη καὶ βασανίζεται... γιατί ἅμα δοῦν νεκρὸ θὰ πιστέψουν». «῏Ω παιδάκι μου», τοῦ λέει ὁ Ἀβραάμ, «οὔτε ἂν ἀναστηθεῖ νεκρός, θὰ πιστέψουν! Ἔχουν τὶς Γραφές. Δὲν πιστεύουν στὶς Γραφές; Κι ἀνάστασις νεκροῦ νὰ γίνει, δὲν θὰ πιστέψουν». Θὰ ποῦν... «νεκροφάνεια», θὰ ποῦν... «πνευματιστικὸν φαινόμενον», θὰ ποῦν... δὲν ξέρω τί θὰ ποῦν. Δὲν θὰ πιστέψουν.

Ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ διορθώθηκε ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἀπὸ κακοπιστία, οὔτε ἀπὸ πονηρὴ διάθεση. Γι' αὐτό ἦταν καλὴ ἡ ἀπιστία του, ὅπως προηγουμένως εἴπαμε! Μάλιστα λέει ἕνα Κεκραγάριο: «Τότε ὁ Θωμᾶς οἰκονομικῶς οὐχ εὑρέθη μετ’ αὐτῶν». Δὲν βρέθηκε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δέκα, «οἰκονομικῶς». Τί θὰ πεῖ «οἰκονομικῶς»; Τὸ οἰκονόμησε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ λείπει, νὰ δείξει τὴν ἀπιστία αὐτή, ὥστε ἡ ἀπιστία αὐτὴ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν πίστη τῶν μελλοντικῶν πιστῶν μέσα εἰς τὴν Ἱστορία.
Ἔτσι ἡ πίστις καὶ ἡ ἀπιστία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν κακὴ ἢ τὴν ἀγαθὴ διάθεση τῆς προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πίστις σὰν ἄκτιστη ἐνέργεια, ἔρχεται ἔξωθεν, ἔρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Γίνεται ἢ δὲν γίνεται ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἐὰν ἡ προαίρεσίς του εἶναι ἀγαθὴ ἢ εἶναι κακή. Ὅταν γίνει ἀποδεκτή, τότε ἀνακλᾶται ὡς πίστις τοῦ ἀνθρώπου, πίσω στὸν Θεό. Εἶναι ἄκτιστη ἐνέργεια.

Ὡστόσο, ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε εἴκοσι αἰῶνες μετὰ τὸν Θωμᾶ, εἴμεθα μακαριότεροι ἐκείνου. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός: «Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες».
Ὅταν ἐμεῖς πιστέψαμε στὸ κήρυγμα καὶ στὴ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων, εἴμεθα μακαριότεροι ἐκείνων ποὺ εἶδαν καὶ ἄκουσαν καὶ ψηλάφησαν τὸν Ἀναστάντα Κύριον.
Εἴδατε τὸν Ἀπόστολο σήμερα, τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ποὺ λέει: «Ἐκεῖνον ποὺ ψηλάφησαν τὰ χέρια μας, εἴδαμε, ἀκούσαμε».
Πήραμε τὴν μαρτυρία τους. Πάντως εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, ποὺ οἰκονομικὰ ἐπέτρεψε τὴν ἀπουσία τοῦ Θωμᾶ, γιὰ νὰ ἔχομε ἐμεῖς βεβαιοτέρα τὴν Ἀνάσταση. Ἔτσι κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν Θωμᾶ ἀναφωνοῦμε στὸν ἀναστάντα Κύριον: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ἀπομαγνητοφώνηση καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ:

•    Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
•    https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_599.mp3

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου