Θεραπεία τοῦ Παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ
Κυριακὴ Β΄ Νηστειῶν (Μάρκ. 2,1-12)
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως
«Καὶ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον διεπέρασε, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. Καὶ ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον. Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν, εἶπε τῷ παραλυτικῷ· ‘’Θάρσει, τέκνον, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι’’
(Καὶ ἀφοῦ μπῆκε σὲ ἕνα πλοῖο, πέρασε στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης, καὶ ἦλθε στὴ δική Του πόλη, τὴν Καπερναούμ. Τότε Τοῦ ἔφεραν ἕναν παράλυτο, ποὺ τὸν εἶχαν βάλει πάνω σ’ ἕνα κρεβάτι. Καὶ καθὼς ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὴν πίστη ποὺ εἶχε καὶ ὁ παράλυτος κι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν μετέφεραν, εἶπε στὸν παράλυτο, ὁ ὁποῖος ἀνησυχοῦσε καὶ φοβόταν μήπως οἱ ἁμαρτίες του γίνουν ἐμπόδιο στὴν θεραπεία του: ‘’Ἔχε θάρρος, παιδί μου˙ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου’’)» (Ματθ.9,1-2).
Δική Του πόλη ἐδῶ ὀνομάζει τὴν Καπερναοὺμ· διότι ἄλλη μὲν Τὸν ἔφερε στὸν κόσμο, ἡ Βηθλεέμ, ἄλλη Τὸν ἀνέθρεψε, ἡ Ναζαρέτ, καὶ ἄλλη Τὸν εἶχε διαρκῶς κάτοικό της, ἡ Καπερναούμ (πρβ.Ματθ.4,13: «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ.
(Ὅταν ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὁ Ἰωάννης παραδόθηκε στὴ φυλακὴ ἀπ’ τὸν βασιλιᾶ Ἀντίπα, ἀναχώρησε καὶ πῆγε στὴ Γαλιλαία. Κι ἀφοῦ ἄφησε τὴ Ναζαρέτ, πῆγε καὶ κατοίκησε στὴν Καπερναούμ, ἡ ὁποία ἦταν κτισμένη κοντὰ στὴν λίμνη της Γαλιλαίας, στὰ σύνορα τῶν φυλῶν Ζαβουλῶν καὶ Νεφθαλεὶμ)» καὶ Μάτθ.4,17:
«Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
(Ἀπό τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ κηρύττει συστηματικὰ καὶ νὰ λέει: ‘’Μετανοεῖτε, διότι πλησίασαν οἱ ἡμέρες ποὺ ὁ Μεσσίας θὰ ἐγκαθιδρύσει καὶ στὴ γῆ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ τὴ νέα, πνευματική, ἅγια καὶ οὐράνια ζωή, ἡ ὁποία θὰ μεταδίδεται μέσα στὴν Ἐκκλησία Του’’)»).
Ὁ παραλυτικὸς τῆς παρούσης διηγήσεως εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (Ἰω.5,5-18)· διότι ἐκεῖνος ἦταν κατάκοιτος κοντὰ στὴν κολυμβήθρα της Βηθεσδᾶ, ἐνῷ αὐτὸς ἐδῶ βρισκόταν στὴν Καπερναούμ. Καὶ ὁ ἕνας εἶχε τριάντα ὀκτὼ χρόνια παράλυτος, ἐνῷ γιὰ αὐτὸν ποὺ ἀναφέρεται ἐδῶ δὲν εἰπώθηκε τίποτε παρόμοιο.
Ἀκόμη, ἐκεῖνος δὲν εἶχε ἀνθρώπους ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσαν, ἐνῷ αὐτὸς ποὺ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο εἶχε τοὺς προστάτες του, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν μετέφεραν.
Ἐπίσης στὸν παραλυτικὸ τῆς Καπερναούμ, λέγει: «παιδί μου, σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου», ἐνῷ ἐκεῖνον ποὺ ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὸν ρωτᾶ: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; (Θέλεις νὰ γίνεις ὑγιής;)» (Ἰω.5,6).
Καὶ ἐκεῖνον τῆς Βηθεσδᾶ τὸν θεράπευσε μέρα Σάββατο, ἐνῷ αὐτὸν ἐδῶ ὄχι Σάββατο. Διότι, διαφορετικὰ θὰ τὸν κατηγοροῦσαν καὶ γι’ αὐτὸ οἱ Ἰουδαῖοι.
Ἀλλὰ ὅσον ἀφορᾶ αὐτὸν τῆς Καπερναοὺμ σιώπησαν γιὰ τὸ θέμα αὐτό, ἐνῷ στὸν ἄλλο ἔκαναν ἐπίθεση καὶ τὸν κατεδίωκαν.
Αὐτὰ δὲν τὰ εἶπα τυχαῖα, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ὑπάρχει διαφωνία μεταξὺ τῶν εὐαγγελιστῶν ἐὰν θεωρήσει ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν παραλυτικό.
Ἐσύ, ὅμως, πρόσεξε, σὲ παρακαλῶ, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἐπιείκεια τοῦ Κυρίου. Διότι καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὸν εἶχε ἀπομακρύνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ κοντά Του.
Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους των Γαδάρων, δὲν ἔφερε ἀντίσταση, ἀλλὰ ἀναχώρησε, ὄχι μακριά, βέβαια.
Καὶ πάλι μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ κατευθυνόταν πρὸς τὴν ἀπέναντι ὄχθη, ἐνῷ εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ περάσει καὶ πεζοπορῶντας διὰ τῆς παραλίας τῆς λίμνης· διότι δὲν ἤθελε συνεχῶς νὰ θαυματουργεί, γιὰ νὰ μὴν παραβλέψει τὴν ὑπόθεση τῆς θείας οἰκονομίας.
Ὁ Ματθαῖος, λοιπόν, λέγει ὅτι ἔφεραν ἁπλῶς τὸν παραλυτικὸ πρὸς τὸν Ἰησοῦ, ἐνῷ οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστὲς λέγουν ὅτι ξεσκέπασαν τὴ στέγη καὶ τὸν κατέβασαν (πρβ. Μάρκ.2,4: «Καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο.
(Καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους νὰ τὸν πλησιάσουν, ξεσκέπασαν τὴ σκεπὴ στὸ μέρος ὅπου βρισκόταν ὁ Κύριος, καὶ ἀφοῦ ἔκαναν ἕνα ἄνοιγμα, ἔριξαν ἀπὸ κεῖ κάτω σιγά – σιγὰ τὸ κρεβάτι, πάνω στὸ ὁποῖο ἦταν ξαπλωμένος ὁ παράλυτος)» καὶ Λούκ. 5,19: «Καὶ μὴ εὑρόντες ποίας εἰσενέγκωσιν αὐτὸν διὰ τὸν ὄχλον, ἀναβάντες ἐπὶ τὸ δῶμα διὰ τῶν κεράμων καθῆκαν αὐτὸν σὺν τῷ κλινιδὶῳ εἰς τὸ μέσον ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ.
(Καὶ ἐπειδὴ λόγῳ τῆς κοσμοπλημμύρας δὲν βρῆκαν ἀπὸ ποιά εἴσοδο νὰ τὸν βάλουν μέσα, ἀνέβηκαν στὴν ταράτσα τοῦ σπιτιοῦ, καὶ ἀφοῦ ἔβγαλαν μερικὰ κεραμίδια, τὸν κατέβασαν ἀπὸ ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὸ μικρὸ κρεβάτι του στὴ μέση, μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ)»).
Καὶ στὴ συνέχεια τοποθέτησαν τὸν ἀσθενῆ μπροστὰ στὸν Χριστό, χωρὶς νὰ ποῦν τίποτε, ἀλλὰ τὰ πάντα τὰ ἀνέθεσαν στὸν Ἰησοῦ.
Κατὰ τὴν ἀρχὴ τῆς δράσεώς Του καὶ ὁ Ἰησοῦς περιερχόταν ἀπὸ τόπου σὲ τόπο καὶ δὲ ζητοῦσε τόση μεγάλη πίστη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ Τὸν πλησίαζαν καὶ Τὸν παρακαλοῦσαν γιὰ κάτι. Ἐδῶ, ὅμως, ἦλθαν μόνοι τους καὶ πίστη ἐκδήλωσαν· διότι ἔγινε ἡ θαυματουργικὴ θεραπεία: «Ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν.
(Ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστη αὐτῶν)», λέγει ὁ εὐαγγελιστής, δηλαδὴ τὴν πίστη αὐτῶν ποὺ Τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὴ στέγη.
Ἐπειδὴ δὲν ζητεῖ πάντοτε τὴν πίστη ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς, ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι, ὅταν στεροῦνται τοῦ λογικοῦ τους ἢ ἔχουν χάσει τὶς αἰσθήσεις μὲ ἄλλο τρόπο λόγῳ τῆς νόσου. Στὴν προκειμένη περίπτωση ὑπῆρχε μᾶλλον καὶ ἡ πίστη τοῦ ἀσθενοῦς, διότι, διαφορετικά, δὲν θὰ δεχόταν νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τὴ στέγη, ἐὰν δὲν εἶχε πίστη.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔδειξαν τόσο μεγάλη πίστη, δείχνει καὶ ὁ Ἰησοῦς τὴν δύναμή Του, μὲ τὸ νὰ συγχωρήσει τὰ ἁμαρτήματα μὲ μεγάλη ἐξουσία καὶ νὰ ἀποδείξει μὲ ὅλα αὐτὰ ὅτι εἶναι ὁμότιμος μὲ Αὐτὸν ποὺ Τὸν γέννησε.
Σκέψου, τώρα· παραπάνω τὸ ἀπέδειξε αὐτὸ μὲ τὴ διδασκαλία, ὅταν τοὺς δίδαξε ὡς νὰ ἔχει ἐξουσία (πρβ. Μάτθ. 7, 28-29: «Καὶ ἐγένετο ὅτε συνετέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς.
(Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς τελείωσε τοὺς λόγους Τοῦ αὐτούς, τὰ πλήθη γιὰ πολλὴ ὥρα ἔμεναν ἐκστατικὰ καὶ ἔκπληκτα ἀπὸ τὴ διδασκαλία Του· διότι τοὺς δίδασκε πάντοτε μὲ ἐξουσία καὶ κῦρος, ὡς νομοθέτης καὶ κριτὴς καὶ αὐθεντικὸς γνώστης τῆς ἀλήθειας, καὶ ὄχι σὰν τοὺς γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὰ ὅσα ἔλεγαν ἀναφέρονταν στὸ νόμο καὶ τὶς παραδόσεις τῶν παλαιοτέρων)».
Ἐπίσης, στὴ θεραπεία τοῦ λεπροῦ, ὅταν ὁ λεπρὸς Τοῦ εἶχε ζητήσει νὰ τὸν θεραπεύσει (Ματθ.8,2:«Καὶ ἰδοὺ λεπρὸς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων· Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. (Καὶ νά, ἕνας λεπρὸς ἦλθε καὶ τὸν προσκυνοῦσε γονατιστὸς λέγοντας: ‘’Κύριε, ἐὰν θέλεις, ἔχεις τὴ δύναμη νὰ μὲ καθαρίσεις ἀπὸ τὶς πληγὲς καὶ τὰ ἐξανθήματα τῆς ἀκάθαρτης ἀρρώστιας μοῦ’’)» καὶ ὁ Ἰησοῦς του ἀπάντησε: «Θέλω, καθαρίσθητι. (Θέλω. Καθαρίσου)», καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ τὴν περίπτωση τοῦ ἑκατοντάρχου, ποὺ ὅταν Τοῦ εἶπε: «Μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου.
(Πὲς αὐτὸ ποὺ θέλεις μόνο μὲ ἕναν ἁπλὸ λόγο, καὶ θὰ γιατρευθεῖ ὁ δοῦλος μου)» (Ματθ. 8,8), ἔδειξε τὸν θαυμασμό Του καὶ τὸν ἐπαίνεσε περισσότερο ἀπὸ ὅλους.
Ἐπιπροσθέτως, τὸ ἀπέδειξε καὶ μὲ τὴ γαλήνευση τῆς θάλασσας, ὅταν μὲ τὸν λόγο Του μόνο τὴ χαλιναγώγησε (πρβ. Μάτθ.8,26: «Τότε ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη.
(Τότε, ἀφοῦ σηκώθηκε ὄρθιος, διέταξε μὲ αὐστηρότητα τοὺς ἀνέμους καὶ τὴ θάλασσα, κι ἀμέσως ἔγινε γαλήνη μεγάλη)»), καθὼς ἐπίσης καὶ στὴν περίπτωση ἐκείνη ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ δαίμονες παραδέχονται τὸν Κύριο ὡς κριτή (Ματθ.8,29: «Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;
(Ποιά σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ σὲ σένα, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες ἐδῶ πρόωρα, πρὶν ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς παγκόσμιας κρίσεως, γιὰ νὰ μᾶς βασανίσεις;)»), καὶ τοὺς ἐκδίωκε μὲ μεγάλη ἐξουσιαστικὴ δύναμη (Ματθ.8,28-34).
Ἐδῶ, πάλι, μὲ ἕνα τρόπο πιὸ θαυμαστὸ ἐξαναγκάζει τοὺς ἴδιους τοὺς ἐχθρούς Του νὰ ὁμολογήσουν τὴν ὁμοτιμία Του πρὸς τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὸ στόμα αὐτῶν καθιστᾶ αὐτὸ φανερό.
Ὁ ἴδιος, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς, δείχνοντας τὴ μετριοφροσύνη Του (διότι Τὸν περιέβαλε πολὺς κόσμος ποὺ ἀπέκλειε τὴν εἴσοδο, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὴ στέγη), δὲν ἔσπευσε ἀμέσως νὰ θεραπεύσει τὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο ἦταν ὁρατὸ ἀπὸ ὅλους, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς τους παίρνει ἀφορμὴ νὰ πράξει αὐτό.
Καὶ κατὰ πρῶτον θεράπευσε ἐκεῖνο ποὺ δὲ φαινόταν, ὅταν συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ.
Ἡ πράξη αὐτὴ ἔσωζε μὲν τὸν ἀσθενῆ, ἀλλὰ στὸν Ἰησοῦ δὲν ἔδιδε μεγάλη δόξα. Οἱ ἐχθροί του ὅμως, παρωθούμενοι ἀπὸ τὴν πονηρία τους καὶ ἐπιθυμῶντας νὰ Τὸν προσβάλλουν, δημιούργησαν χωρὶς νὰ τὸ θέλουν τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ γίνει πλήρως γνωστὸ καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς ἰάσεως τοῦ παραλυτικοῦ.
Πραγματικά, ὁ Κύριος μὲ τὴν εὐστροφία Του χρησιμοποίησε τὸ μῖσος τους γιὰ τὴ φανέρωση τοῦ θαύματος. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ταράσσονταν καὶ ἔλεγαν μέσα τους:
«Οὗτος βλασφημεῖ (Αὐτός βλασφημεῖ, διότι σφετερίζεται δικαίωμα ποὺ μόνον ὁ Θεὸς ἔχει)» (Ματθ. 9,3) καί: «Τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τὶς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός;
(Γιατί ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μιλάει ἔτσι καὶ ξεστομίζει βλασφημίες; Ποιός ἄλλος μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός;)» (Μάρκ.2,7), ἄς δοῦμε ποιά ἀπάντηση τοὺς ἔδωσε. Μήπως τοὺς διέλυσε τὴν ἄποψη αὐτήν; Διότι, ἐὰν δὲν ἦταν ἴσος πρὸς τὸν Θεό, ἔπρεπε νὰ τοὺς πεῖ:
‘’Γιατί μοῦ ἀποδίδετε φήμη ποὺ δὲ μοῦ ταιριάζει; Ἀπέχω πολὺ ἀπὸ τὴ δύναμη αὐτή’’. Δὲν εἶπε, ὅμως, τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἀντίθετα, βεβαίωσε καὶ ἐπικύρωσε τὸν συλλογισμό τους καὶ μὲ ὅσα εἶπε καὶ μὲ τὴν πραγματοποίηση τοῦ θαύματος.
Ἐπειδή, βέβαια, τὸ νὰ ὁμιλεῖ κανεὶς γιὰ τὸν ἑαυτό του φαινόταν ὅτι προκαλοῦσε τὴν ἀντίδραση τῶν ἀκροατῶν, γι’ αὐτὸ τὴν ἀντίληψη τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὸ ἄτομό Του τὴν ἐπιβεβαιώνει ὁ Κύριος διαμέσου τῶν ἄλλων. Καὶ τὸ ἄξιον θαυμασμοῦ εἶναι ὅτι αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει ὄχι μόνο διαμέσου τῶν φίλων, ἀλλὰ καὶ διαμέσου τῶν ἐχθρῶν Του. Διότι τόσος ἦταν ὁ πλοῦτος τῆς σοφίας Του. Διαμέσου τῶν φίλων τὸ πέτυχε ὅταν εἶπε: «Θέλω, καθαρίσθητι (Θέλω. Καθαρίσου)» στὸν λεπρὸ καὶ ἐπίσης ὅταν εἶπε γιὰ τὸν ἑκατόνταρχο: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσρὰὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον
(Ἀληθινά σᾶς λέω, τόσο μεγάλη πίστη δὲν βρῆκε οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἰσραηλῖτες, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ)» (Ματθ.8,10), ἐνῷ διὰ τῶν ἐχθρῶν τὸ πραγματοποιεῖ στὴν προκειμένη περίπτωση.
Ὅταν, λοιπόν, εἶπαν ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, παρὰ μόνο ὁ Θεός, πρόσθεσε: «ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας - τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρον σοῦ τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου
(γιὰ νὰ μάθετε λοιπὸν τώρα ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, ὁ ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητας καὶ ἔνδοξος Κριτής της κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία Του, ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ στὴ γῆ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, τότε λέει στὸν παράλυτο: ‘’Σήκω ὄρθιος καὶ πᾶρε στοὺς ὤμους σου τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου’’)» (Ματθ. 9,6 καὶ Μάρκ. 2,11).
Καὶ ὄχι μόνο ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ ἄλλοτε πάλι, ὅταν Τοῦ ἔλεγαν αὐτοί: «Περὶ καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομέν σέ, ἀλλὰ περὶ βλασφημίας, καὶ ὅτι σὺ ἄνθρωπος ὢν ποιεῖς σεαυτὸν Θεόν (Δὲν θέλουμε νὰ σὲ λιθοβολήσουμε γιὰ κάποιο καλὸ ἔργο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ λὲς ὅτι ἔκανες. Ἀλλὰ θέλουμε νὰ σὲ λιθοβολήσουμε γιὰ τὴ βλασφημία ποὺ ξεστόμισες, καὶ ἐπειδὴ ἐσύ, ἐνῷ εἶσαι ἄνθρωπος, παρουσιάζεις τὸν ἑαυτό σου γιὰ Θεὸ καὶ λὲς ὅτι εἶσαι ἕνα μὲ τὸν Θεό)» (Ἰω.10,33), και στὴν περίπτωση αὐτὴ ξανὰ δὲν ἀρνήθηκε τὴν ἀντίληψη αὐτὴ ἀλλὰ καὶ πάλι τὴν ἐπικύρωσε, ὅταν εἶπε:
«Εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ Πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοὶ· εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύσατε, ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ Πατὴρ κἀγὼ ἐν Αὐτῷ.
(Ἐάν δὲν κάνω τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα ποὺ μοῦ ζητᾶ ὁ Πατέρας μου καὶ μὲ βοηθᾶ νὰ τὰ ἐκτελῶ, καὶ οὐσιαστικὰ αὐτὰ εἶναι τὰ ἴδια τὰ ἔργα τοῦ Πατέρα μου, μὴν πιστεύετε στὴ μαρτυρία τοῦ στόματός μου καὶ στὶς δικές μου διαβεβαιώσεις. Ἐφόσον ὅμως ἐνεργῶ τὰ ἔργα τοῦ Πατέρα μου, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν πιστεύετε σὲ ὅ,τι λέω ἐγώ, πιστέψτε τοὐλάχιστον στὰ ἔργα αὐτά, γιὰ νὰ μάθετε καὶ νὰ ὁδηγηθεῖτε ἀπ’ αὐτὰ στὴν τέλεια πίστη.
Κι ἔτσι θὰ βεβαιωθεῖτε ὅτι μέσα μου εἶναι καὶ μένει ὁ Πατέρας μου, κι ἐγὼ εἶμαι καὶ μένω μέσα στὸν Πατέρα. Ἔχω δηλαδὴ ὡς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ τὴν ἴδια φύση μὲ τὸν Πατέρα, καὶ εἶμαι ἄπειρος καὶ ἐγώ, ὥστε νὰ χωράει μέσα μου ὁ Πατέρας. Εἴμαστε ἀχώριστοι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, διότι κι ἐγὼ εἶμαι καὶ μένω μέσα στὸν Πατέρα μου)» (Ἰω.10,37-38).
Στὴν περίπτωση τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναοὺμ ὅμως καὶ ἕνα ἄλλο σημεῖο τῆς θεότητάς Του καὶ τῆς ἰσοτιμίας Τοῦ πρὸς τὸν Πατέρα ἀποδεικνύει.
Ἐκεῖνοι λοιπὸν ἔλεγαν μέσα τους ὅτι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι ἀποκλειστικὴ δικαιοδοσία τοῦ Θεοῦ· ὁ Κύριος, ὅμως, ὄχι μόνο συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ δείχνει καὶ κάτι ἄλλο, τὸ ὁποῖο ἦταν γνώρισμα τοῦ Θεοῦ μόνο, τὸ νὰ ἀποκαλύπτει δηλαδή, τὶς ἀπόκρυφες σκέψεις τῶν ἀνθρώπων· διότι δὲν εἶχαν ἐκφράσει ἐνώπιον ὅλων ὅ, τί σκέπτονταν.
«Καὶ ἰδοὺ τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος βλασφημεῖ. καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; (Τότε ὅμως μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους: ‘’Αὐτὸς βλασφημεῖ, διότι σφετερίζεται δικαίωμα ποὺ μόνον ὁ Θεὸς ἔχει’’.
Ὁ Ἰησοῦς τὴν ἴδια στιγμὴ εἶδε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους τὶς σκέψεις τους καὶ εἶπε: ‘’Γιατί κάνετε μέσα στὶς καρδιές σας σκέψεις πονηρὲς καὶ κακοπροαίρετες;’’)» (Ματθ.9,3-4).
Ὡς πρὸς τὸ ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ γνωρίζει καλὰ τὰ ἀπόρρητα, ἄκουσε τί λέγει σχετικὰ ὁ προφήτης: «Μόνος γινώσκεις τὴν καρδίαν υἱῶν ἀνθρώπων (Ἐσύ μόνος γνωρίζεις τὶς καρδιὲς τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων)» (Β΄Παραλ. 6,30).
Καὶ πάλι: «Ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς ὁ Θεός (διότι ἐσύ, Θεέ μου, γνωρίζεις τὰ κρυφὰ ἐλατήρια τῶν ἀνθρώπων διότι ἐξετάζεις τὶς σκέψεις στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς καὶ τὰ ἀπόκρυφά τους συναισθήματα)» (Ψαλ.7,10).
Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰερεμίας λέγει: «Βαθεῖα ἡ καρδία παρὰ πάντα, καὶ ἄνθρωπός ἐστι· καὶ τὶς γνώσεται αὐτόν; ἐγὼ Κύριος ἐτάζων καρδίας καὶ δοκιμάζων νεφροὺς τοῦ δοῦναι ἑκὰστῳ κατὰ τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ κατὰ τοὺς καρποὺς τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτοῦ.
(Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βαθιὰ καὶ ἀνεξερεύνητη, περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος· καὶ ποιός μπορεῖ νὰ γνωρίσει σὲ βάθος καὶ πλάτος αὐτόν;
Ἐγὼ μόνο εἶμαι ὁ Κύριος καὶ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐξετάζω τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐρευνῶ τοὺς νεφρούς, γιὰ νὰ δίδω στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τοὺς δρόμους καὶ τοὺς τρόπους τῆς ζωῆς του καὶ μὲ τοὺς καρποὺς τῶν ἔργων του)» (Ἰερ.17,9).
Καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις εἶναι δυνατὸν νὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὁ Θεὸς μόνον ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίζει καλὰ ὅ,τι ὑπάρχει στὴ σκέψη τῶν ἀνθρώπων.
Δείχνοντας, λοιπόν, ὁ Κύριος ὅτι εἶναι Θεὸς ἴσος πρὸς τὸν Πατέρα ποὺ Τὸν γέννησε, ἐκεῖνο ποὺ σκέπτονταν μέσα τους -διότι φοβούμενοι τὸν κόσμο δὲν εἶχαν τὸ θάρρος νὰ διατυπώσουν ἐνώπιον ὅλων τὴ γνώμη τους αὐτή- αὐτὸ ἀποκαλύπτει καὶ τὸ καθιστᾶ φανερό, φερόμενος συγχρόνως καὶ στὴν παροῦσα στιγμὴ μὲ μεγάλη ἐπιείκεια. «Ἵνα τί (Γιατί)», ἔλεγε, «ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; (κάνετε μέσα στὶς καρδιές σας σκέψεις πονηρὲς καὶ κακοπροαίρετες;)» (Ματθ.9,4).
Μολονότι βέβαια, ἐὰν ἔπρεπε κάποιος νὰ ἀγανακτήσει, αὐτὸς ἦταν ὁ παράλυτος, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἐξαπατήθηκε καὶ νὰ πεῖ: «Ἄλλο ἦλθα νὰ θεραπεύσω, καὶ ἐσὺ θεραπεύεις ἄλλο; Διότι ἀπὸ ποῦ ἀποδεικνύεται ὅτι ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες μου;».
Τώρα ἐκεῖνος δὲν λέγει τίποτε παρόμοιο, ἀλλὰ ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό Του στὴ δικαιοδοσία τοῦ θεράποντος. Αὐτοί, ὅμως, ἐπειδὴ ἦσαν κακοήθεις καὶ γεμᾶτοι μῖσος, ἐπιβουλεύονται τὶς εὐεργεσίες τῶν ἄλλων.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τοὺς προσβάλλει μέν, ἀλλὰ τὸ κάνει μὲ κάθε λεπτότητα. Πραγματικά, «ἐάν», λέγει, «δὲν πιστεύετε σὲ ὅ,τι εἶπα προηγουμένως καὶ ἔχετε τὴ γνώμη ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ κομπασμό, ἰδοὺ προσθέτω καὶ κάτι ἄλλο σὲ αὐτό, τὸ ὅτι δηλαδή, ἀποκαλύπτω τὶς ἀπόκρυφες σκέψεις σας.
Καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτό, ἕνα ἀκόμη. Ποιό εἶναι λοιπὸν αὐτό; Τὸ ὅτι θὰ ἐνδυναμώσω τὸ σῶμα τοῦ παραλύτου».
Καὶ ὅταν μὲν ἀπευθυνόταν πρὸς τὸν παράλυτο, δὲν ὁμιλοῦσε κατὰ τρόπο ποὺ νὰ ἀποδεικνύει σαφῶς τὴν ἐξουσία Του. Διότι δὲν εἶπε «σοῦ συγχωρῶ τὶς ἁμαρτίες», ἀλλὰ «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου (σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου)».
Ὅταν ὅμως Τὸν ἀνάγκασαν ἐκεῖνοι, τότε πλέον καθαρότερα δείχνει τὴν ἐξουσία Του, ὅταν λέγει: «ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας (γιὰ νὰ μάθετε λοιπὸν τώρα ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, ὁ ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητας καὶ ἔνδοξος Κριτής της κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία Του, ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ στὴ γῆ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων)» (Ματθ.9,6).
Βλέπεις πόσο ἀπεῖχε ἀπὸ τοῦ νὰ μὴ θέλει νὰ θεωρεῖται ἴσος πρὸς τὸν Πατέρα; Διότι δὲν εἶπε ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλο ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἢ ὅτι τοῦ ἔδωσε ὁ Πατέρας τὴν ἐξουσία. «Ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς πείσω», λέγει, «ὅτι δὲ βλασφημῶ ὅταν κάνω τὸν ἑαυτό μου ἴσο μὲ τὸν Θεό».
Πραγματικά, σὲ κάθε περίπτωση ἐπιθυμεῖ νὰ φέρει ἀποδείξεις σαφεῖς καὶ ἀναντίρρητες, ὅπως ὅταν λέγει: «Ὓπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ.
(Πρόσεξε νὰ μὴν πεῖς σὲ κανένα τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας σου, ἀλλὰ πήγαινε καὶ δεῖξε τὸν ἑαυτό σου στὸν ἱερέα καὶ πρόσφερε τὸ δῶρο ποὺ ἔχει καθορίσει ὁ Μωυσῆς.
Γιὰ νὰ χρησιμεύσει ἡ ἐξέτασή σου ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ ἡ προσφορὰ τοῦ δώρου σου ὡς μαρτυρία καὶ ἀπόδειξη στὸν ἱερέα καὶ στοὺς Ἰουδαίους ὅτι καὶ ἐσὺ θεραπεύτηκες τελείως καὶ ἐγὼ δὲν ἦλθα νὰ καταργήσω τὸν νόμο)» (Ματθ.8,4).
Ἐπίσης, τὴν πεθερὰ τοῦ Πέτρου τὴν παρουσιάζει νὰ τὸν ὑπηρετεῖ (Ματθ.8,15: «Καὶ ἥψατο τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετὸς καὶ ἠγέρθη καὶ διηκόνει αὐτῷ. (Τότε ἄγγιξε τὸ χέρι της κι ἀμέσως ἔφυγε ὁ πυρετός, καὶ σηκώθηκε τελείως ὑγιὴς καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε, ἀφοῦ δὲν αἰσθανόταν οὔτε τὴν παραμικρὴ ἐξάντληση)») και ἐπιτρέπει νὰ πέσουν οἱ χοῖροι στὸν γκρεμό (Ματθ. 8,32: «Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν.
(Καὶ ἐπειδὴ αὐτοὶ ποὺ ἔτρεφαν τοὺς χοίρους τὸ ἔκαναν αὐτὸ παραβαίνοντας τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ποὺ ἀπαγόρευε ὡς ἀκάθαρτο τὸ χοιρινὸ κρέας, ὁ Κύριος τιμωρῶντας τὴν παρανομία τοὺς αὐτὴ εἶπε στοὺς δαίμονες: ‘’Πηγαίνετε’’. Κι αὐτοὶ βγῆκαν ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους καὶ πῆγαν στοὺς χοίρους. Καὶ ξαφνικὰ ὅλο τὸ κοπάδι τῶν χοίρων ὅρμησε μὲ μανία ἀπὸ τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ γκρεμοῦ πρὸς τὰ κάτω, στὴ θάλασσα, καὶ πνίγηκαν στὰ νερὰ τῆς λίμνης)»).
Κατὰ ὅμοιο τρόπο καὶ ἐδῶ πρὸς ἀπόδειξη τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν φέρει τὴ θεραπεία τοῦ σώματος, πρὸς ἀπόδειξη δὲ τῆς θεραπείας τοῦ σώματος τὸ ὅτι ὁ θεραπευμένος, πλέον, παραλυτικὸς σήκωσε τὸ κρεβάτι του, ὥστε νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦταν φαντασία.
Καὶ δὲν τὸ κάνει αὐτὸ προηγουμένως, παρὰ ἀφοῦ τοὺς ρώτησε: «Τί γὰρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει;
(Καὶ εἶναι πράγματι οἱ σκέψεις σας αὐτὲς κακόγνωμες καὶ κακοπροαίρετες, διότι, τί εἶναι εὐκολότερο, νὰ πεῖ κανείς: ‘’Εἶναι συγχωρημένες οἱ ἁμαρτίες σου’’, ἢ νὰ πεῖ: ‘’Σήκω ὄρθιος καὶ περπάτα’’; Ἐσεῖς θεωρεῖτε δυσκολότερο αὐτὸ τὸ τελευταῖο)» (Ματθ.9,5), λέγει.
Εἶναι φανερὸ ὅτι εὐκολότερο εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ σώματος· διότι ὅσο ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὸ σῶμα, τόσο περισσότερο προτιμότερο εἶναι το νὰ συγχωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματα αὐτοῦ· ἐπειδὴ ὅμως τὸ μὲν δὲν φαίνεται, ἐνῷ τὸ ἄλλο φαίνεται, πράττω τὸ ὑποδεέστερο μὲν ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ποὺ εἶναι περισσότερο ἐμφανές, ὥστε δι’αυτού νὰ ἀποδειχθεῖ καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι σπουδαιότερο καὶ ποὺ δὲν φαίνεται, ἀποκαλύπτοντας πλέον διὰ τῶν ἔργων Του αὐτὸ ποὺ εἶχε λεχθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή , ὅτι δηλαδὴ Αὐτὸς σηκώνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου (Ἰω.1,29:«Ἲδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.
(Νὰ Ἐκεῖνος ποὺ προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας καὶ μᾶς Τὸν ἀπέστειλε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ θυσιαστεῖ ὡς ἀρνὶ καὶ νὰ σηκώσει μὲ τὴ σφαγὴ καὶ τὴ θυσία Του ὁλόκληρη τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἐνοχὴ τοῦ κόσμου, καὶ ἔτσι νὰ τὴν ἐξαλείψει)»).
Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν θεράπευσε, τὸν ἀποστέλλει στὸ σπίτι του. Πάλι μὲ τὴν ἐνέργειά Του αὐτὴν φανερώνει τὴν ταπεινοφροσύνη Του καὶ ἀκόμη ὅτι τὸ γεγονὸς αὐτὸ ποὺ συνέβη δὲν ἦταν φανταστικὸ· διότι ἐκείνους ποὺ ἦταν μάρτυρες τῆς ἀσθένειας, τοὺς καθιστᾶ μάρτυρες καὶ τῆς πραγματικῆς θεραπείας.
«Ἐγώ, βέβαια, ἤθελα», λέγει, «διαμέσου τῆς δικῆς σου ἀσθένειας νὰ θεραπεύσω καὶ ἐκείνους ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι ὑγιεῖς, ἀλλὰ εἶναι ἀσθενεῖς πνευματικῶς.
Ἐπειδή, ὅμως, δὲν θέλουν, πήγαινε στὸ σπίτι σου, γιὰ νὰ θεραπεύσεις τοὺς οἰκείους σου».
Προσέχεις μὲ ποιόν τρόπο ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος; Θεραπεύει, λοιπόν, τὴν παράλυση τοῦ κάθε συστατικοῦ του ἀνθρώπου καὶ τὴ θεραπεία ποὺ εἶναι ἀθέατη τὴν ἀποδεικνύει μὲ ἐκείνη ποὺ εἶναι φανερή.
Ἀλλὰ ἐξακολουθοῦν ἀκόμη νὰ σύρονται στὸ χῶμα: «Ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.
(Ὅταν λοιπὸν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ εἶδαν αὐτὸ ποὺ ἔγινε, θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους τέτοια ἐξουσία, καθὼς τὸν Ἰησοῦ Τὸν θεωροῦσαν ὡς ἕναν ἐκ τῶν ἀνθρώπων, τὸ νὰ συγχωροῦνται δηλαδὴ οἱ ἁμαρτίες, καὶ συγχρόνως νὰ γιατρεύονται μὲ ἕνα λόγο ἀθεράπευτες ἀσθένειες τοῦ σώματος)» (Ματθ.9,8).
Τοὺς ἐμπόδιζε ἀκόμη ἡ σάρκα γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦν πλήρως τὴ θεότητά Του. Ἀλλὰ δὲν τοὺς μαλώνει, μὰ προχωρεῖ καὶ μὲ τὰ ἔργα Του τοὺς ἀφυπνίζει καὶ τοὺς ἐξυψώνει τὸ φρόνημα· διότι πρὸς τὸ παρὸν δὲν ἦταν μικρὸ νὰ τὸν θεωροῦν ἀνώτερο ἀπ΄όλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅτι ἔχει ἔλθει ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
Ἐπειδή, ἐὰν εἶχαν τέλεια βεβαιότητα γι’ αὐτὰ μέσα τους, τότε βαθμιαῖα θὰ ἀντιλαμβάνονταν ὅτι ἦταν καὶ τοῦ Θεοῦ υἱός.
Ἀλλὰ δὲν κατενόησαν καλὰ αὐτά, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ Τὸν πλησιάσουν· διότι ἔλεγαν πάλι: «Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ·ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; (’’Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό, διότι δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου’’.
Ἄλλοι ἔλεγαν: ‘’Πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς νὰ κάνει τέτοια ἀποδεικτικὰ καὶ σημαδιακὰ θαύματα;’’ Καὶ διαφωνοῦσαν μεταξύ τους)» (Ἰω.9,16).
Καὶ συνεχῶς αὐτὰ ἀνέφεραν, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὰ δικά τους πάθη.
Τὸ ἴδιο κάνουν καὶ σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ πιστεύουν ὅτι ὁ Θεὸς ἐκδικεῖται καὶ ἐκδηλώνουν μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὰ δικά τους πάθη, ἐνῷ πρέπει νὰ ἐξετάζουμε τὰ πάντα μὲ ἐπιείκεια· διότι ὁ Θεός, μποροῦσε, πραγματικά, νὰ ρίξει κεραυνὸ σὲ ἐκείνους ποὺ Τὸν βλασφημοῦν, ἀλλά, ἐν τούτοις, ἀνατέλλει γιὰ ὅλους τὸν ἥλιο καὶ βρέχει καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ παρέχει μὲ ἀφθονία.
Αὐτὸν πρέπει νὰ μιμούμαστε καὶ ἐμεῖς καὶ νὰ παρακαλοῦμε, νὰ συμβουλεύουμε, νὰ νουθετοῦμε μὲ πραότητα, χωρὶς νὰ ὀργιζόμαστε οὔτε νὰ γινόμαστε πραγματικὰ θηρία· διότι δὲν συμβαίνει καμία βλάβη στὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ βλασφημία, γιὰ νὰ θυμώσει. Ἀντίθετα, ὁ βλάσφημος ὁ ἴδιος δέχεται καὶ τὸ τραῦμα ἀπὸ τὴ βλασφημία του.
Γι’ αὐτό, λοιπόν, στέναξε, θρήνησε, διότι τὸ πάθος αὐτὸ εἶναι ἄξιο γιὰ δάκρυα.
Ἐπίσης, αὐτὸν ποὺ τραυματίστηκε τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὸν θεραπεύσει τόσο πολὺ ὅσο ἡ ἐπιείκεια. Πρόσεξε, ἐξάλλου μὲ ποιόν τρόπο μας ὁμιλεῖ ὁ ὑβρισθεὶς Θεὸς καὶ στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Στὴν Παλαιὰ λέγει: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἢ τί ἐλύπησά σε ἢ τί παρηνώχλησά σοι; ἀποκρίθητί μοί (Λαέ μου, τί κακὸ σοῦ ἔκαμα ἢ σὲ τί σὲ λύπησα ἢ σὲ τί σὲ παρενόχλησα; Ἀπάντησέ μου)» (Μιχ. 6,3), καὶ στὴν Καινή: «Σαοὺλ Σαούλ, τί μὲ διώκεις; (Σαύλε, Σαῦλε, γιατί μὲ καταδιώκεις;)» (Πράξ.9,4).
Καὶ ὁ Παῦλος, ἐπίσης, προτρέπει νὰ διδάσκουμε μὲ πραότητα τοὺς ἀντιφρονοῦντες. Ἀλλὰ καὶ ὅταν οἱ μαθητὲς πλησίασαν τὸν Χριστὸ καὶ ἤγειραν τὴν ἀξίωση νὰ κατεβεῖ φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό, τοὺς μάλωσε πολὺ καὶ τοὺς εἶπε: «Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς.
(Δὲν ξέρετε ἀκόμη τι διαθέσεων καὶ φρονημάτων ἀνθρώπους σὰς κάνει ἡ νέα πνευματικὴ δύναμη καὶ ζωὴ ποὺ μεταδίδει ἡ διδασκαλία μου καὶ ἡ χάρη τοῦ Πνεύματός μου. Δὲν εἶστε ἄνθρωποι καὶ διδάσκαλοι τοῦ πνεύματος τῆς ὀργῆς καὶ τιμωρίας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ τοῦ πνεύματος τῆς πραότητας, τῆς μακροθυμίας καὶ τῆς ἀγάπης, ποὺ δὲν καταστρέφει, ἀλλὰ σώζει)» (Λουκ.9,55).
Καὶ στὴν παροῦσα περίπτωση δὲν εἶπε: «ὦ μιαροὶ καὶ ἀγύρτες˙ ὦ ἐσεῖς ποὺ εἶστε γεμᾶτοι ἀπὸ φθόνο καὶ ἐχθροὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων».
Ἀλλὰ λέγει: «Γιατί σκέπτεστε πονηρὰ μέσα στὴν καρδιά σας;»
Κατὰ συνέπεια, πρέπει μὲ ἐπιείκεια νὰ ἀφανίζουμε τὰ νοσήματα· διότι ἐκεῖνος ποὺ θὰ γίνει καλύτερος πιεζόμενος ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο φόβο, γρήγορα θὰ ἐπιστρέψει ἐκ νέου στὴν πονηρία. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε προέτρεψε νὰ ἀφήσουν καὶ τὰ ζιζάνια, γιὰ νὰ δώσει τὴ δυνατότητα καὶ τὸν καιρὸ νὰ μετανοήσουν (πρβλ. Ματθ.13,30: «Ἂφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ, καὶ ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς· συλλέξατε πρῶτον τὰ ζιζάνια καὶ δήσατε αὐτὰ εἰς δέσμας πρὸς τὸ κατακαῦσαι αὐτά, τὸν δὲ σῖτον συναγάγετε εἰς τὴν ἀποθήκην μου.
(Ἀφήστε νὰ μεγαλώνουν καὶ τὰ δύο μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ. Καὶ τὸν καιρὸ τοῦ θερισμοῦ, δηλαδὴ τῆς τελικῆς κρίσεως, θὰ πῶ στοὺς θεριστὲς ἀγγέλους μου: ‘’Μαζέψτε πρῶτα τὰ ζιζάνια καὶ δέστε τα σὲ δεσμίδες γιὰ νὰ τὰ κατακάψετε. Δηλαδὴ ξεχωρίστε τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους καὶ ρῖξτε τοὺς ὅλους μαζὶ στὴ φωτιὰ τῆς αἰωνίου κολάσεως. Τὸ σιτάρι ὅμως μαζέψτε το στὴν ἀποθήκη μου. Τοὺς ἀγαθοὺς δηλαδὴ καὶ ἐνάρετους συνάξτε τους στὴν οὐράνια βασιλεία’’)»).
Πραγματικά, πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς μετανόησαν καὶ ἔγιναν σπουδαῖοι, ἐνῷ προηγουμένως ἦταν φαῦλοι, ὅπως εἶναι ὁ Παῦλος, ὁ τελώνης καὶ ὁ ληστὴς· διότι, ἐνῷ ἦσαν ζιζάνια, ἔγιναν σίτος ἐκλεκτός.
Βέβαια, ὅσον ἀφορᾶ τὰ σπέρματα αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, ἀλλὰ ἀναφορικὰ μὲ τὴ διάθεση τῶν ἀνθρώπων εἶναι πολὺ εὔκολο, διότι αὐτὴ δὲν ὑπόκειται στοὺς φυσικοὺς νόμους, ἀλλὰ ἔχει τιμηθεῖ μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς ἐκλογῆς.
Γι’ αὐτό, λοιπόν, ὅταν δεῖς ἕναν ἐχθρὸ τῆς ἀλήθειας νὰ τὸν φροντίσεις, νὰ τὸν ἐπιμεληθεῖς, νὰ τὸν ὁδηγήσεις πρὸς τὴν ἀρετή, νὰ δείξεις ἄριστο βίο, νὰ τοῦ μιλήσεις μὲ λόγους ἀπαλλαγμένους ἀπὸ κάθε κατηγορία.
(«Περὶ πάντα σεαυτὸν παρεχόμενος τύπον καλῶν ἔργων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀδιαφθορίαν, σέμνότητα, ἀφθαρσίαν, λόγον ὑγιῆ, ἀκατάγνωστον, ἵνα ὁ ἐξ ἐναντίας ἐντραπῇ μὴδὲν ἔχων πὲρὶ ἡμῶν λέγειν φαῦλον.
(Ἀλλά συγχρόνως πρέπει καὶ ἐσὺ νὰ συμπεριφέρεσαι ἔτσι, ὥστε σὲ ὅλα νὰ παρέχεις τὸν ἑαυτό σου ὑπόδειγμα καλῶν ἔργων.
Καὶ στὴν διδασκαλία ἀπόφευγε κάθε νόθευση, ἀλλὰ νὰ διδάσκεις ἀδιάφθορη τὴν ἀλήθεια καὶ ὅσα διδάσκεις νὰ ἐμπνέουν τὴ σεμνότητα, νὰ διακρίνονται γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς διδασκαλίας, νὰ εἶναι λόγος σωστὸς καὶ ὑγιής, ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς αἱρέσεως, ἀκατηγόρητος, ὥστε κάθε ἀντίπαλος καὶ ἐχθρὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ντροπιαστεῖ, καθὼς δὲν θὰ ἔχει νὰ λέει κανένα κακὸ γιά μας)» (Τίτ.2,8), νὰ τοῦ προσφέρεις προστασία καὶ κηδεμονία, νὰ χρησιμοποιήσεις κάθε τρόπο διορθώσεως, μιμούμενος τοὺς ἀρίστους ἰατρούς.
Διότι καὶ αὐτοὶ δὲν θεραπεύουν μὲ ἕναν τρόπο μόνο, ἀλλὰ ὅταν δοῦν ὅτι δὲν ὑποχωρεῖ ἡ πληγὴ στὸ ἀρχικὸ φάρμακο προσθέτουν ἄλλο καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ πάλι ἄλλο.
Καὶ ἄλλοτε μὲν κόπτουν, ἄλλοτε δὲ ἐπιδένουν. Καὶ ἐσύ, λοιπόν, ἀφοῦ γίνεις ἰατρὸς τῶν ψυχῶν, νὰ χρησιμοποιήσεις κάθε τρόπο θεραπείας σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ λάβεις ἀμοιβὴ καὶ γιὰ τὴ δική σου σωτηρία καὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια ποὺ ἔδωσες στοὺς ἄλλους.
Ὅλα νὰ τὰ κάνεις πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι θὰ δοξάζεσαι καὶ ὁ ἴδιος. (Α΄Βασ.2,30: «Τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω, καὶ ὁ ἐξουθενῶν με ἀτιμασθήσεται.
(Ἐγώ θὰ δοξάζω ἐκείνους, ποὺ μὲ δοξάζουν καὶ μὲ σέβονται, καὶ θὰ καταφρονήσω καὶ θὰ ἐξουθενώσω ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ καταφρονοῦν)»).
Τὰ πάντα λοιπὸν ἂς τὰ πράττουμε πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ λάβουμε τὴ μακάρια ἐκείνη κληρονομία, τὴν ὁποία εἴθε ὅλοι μας νὰ ἐπιτύχουμε, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ:
• http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλία ΚΘ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 10, σελίδες 279-297.
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 65, σελ. 92-100.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Διαβάστε περισσότερα πατῶντας: Κυριακή Β΄ Νηστειῶν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου