Ἡ δαπάνη τῆς ἐλευθερίας
Κυριακὴ τοῦ Ἀσῶτου (Λουκᾶ 15,11-32)
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 11-02-1996
Πάνω σ’ αὐτὴν τὴν παραβολή, πρέπει, ὅπως εἴπαμε, νὰ καθρεπτίζονται οἱ λαοὶ καὶ οἱ γενεές. Μεστὴ εἰκόνων ἡ παραβολὴ αὐτή.
Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἐπειδὴ εἶναι ἀπέραντη παραβολή, ἂς ἀσχοληθοῦμε μόνον μὲ τὸν νεότερον υἱόν, τὸν ἄσωτον υἱόν. Κι ὄχι βεβαίως, παρὰ μόνον γιὰ νὰ δοῦμε τὴν δαπάνη τῆς ἐλευθερίας του. Τί κόστισε ἡ ἐλευθερία του. Βέβαια κάθε ἐλευθερία κοστίζει. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔκανε ἐλευθέρους. Δὲν ὑπάρχει ἀντίρρησις γι' αὐτό. Ἀλλὰ πολλὲς φορές, ὅμως, αὐτὴ ἡ ἐλευθερία, ὅταν ὁ ἄλλος θέλει νὰ μᾶς τὴν ἀφαιρέσει, κοστίζει.
Κοστίζει μέχρις αἵματος. Ὅπως εἶναι μιὰ ἐθνικὴ ἐλευθερία. Ἢ ὅπως εἶναι μιὰ κοινωνικὴ ἐλευθερία. Ἀλλὰ μιὰ χειραφέτηση ἀπὸ τὸν Θεὸ κοστίζει περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλου εἴδους ἐλευθερία.
Ἔτσι, ἂς διατρέξομε τὴν πορεία τοῦ νεοτέρου υἱοῦ. Ἦταν εὐτυχὴς εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα. Ἦταν πλούσιος ὁ πατέρας. Δὲν ἔλειπε τίποτε. Οὔτε εἶχε καμία δέσμευση, ὅπως ἐξάλλου φαίνεται κι ἀπὸ τὴ συνέχεια τῆς ἱστορίας. Εἶναι ὁ Θεὸς Πατὴρ πλούσιος σὲ ὅλα τὰ ἀγαθά. Ὅλα δικά Του εἶναι· δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰ μὴν εἶναι δικό Του. Καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὰ παιδιά Του.
Καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ ἔχουν πλούσιο πατέρα, ἔχουν αὐτὰ ποὺ ἔχει ὁ πατέρας. Τοὺς ἔδωσε τὸ αὐτεξούσιο. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος πλοῦτος ἀπὸ τὸ αὐτεξούσιο, τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως...
Σὲ τέτοιο ἅπλωμα, σὲ τέτοια ἔκταση, ποὺ νὰ φθάνει νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Θεόν, ἀκόμη καὶ νὰ Τὸν ὑβρίσει.
Ἔχει δώσει αὐτὴν τὴν ἐλευθερίαν ὁ Θεὸς εἰς τὸν ἄνθρωπον. Εἶναι πολὺ μεγάλο κεφάλαιο ἡ ἐλευθερία. Κι ὅλα τ΄ ἄλλα τὰ ἀγαθά.
Καὶ νὰ μιὰ πρώτη πρόταση. Λέγει ὁ νεότερος υἱὸς εἰς τὸν πατέρα, ξαφνικά, χωρὶς λόγον... Θὰ μοῦ πεῖτε: «Ξαφνικά;»
Βέβαια μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν ἀναφέρονται εἰς τὴν παραβολήν. Ποιός ξέρει, αὐτὲς οἱ λεγόμενες «διακινούμενες ἰδέες», αὐτὲς οἱ λεγόμενες «μοντέρνες θεωρίες»... Τὶς διάβασε; Τὶς ἄκουσε; Ἔκανε συντροφιὰ μὲ ἄλλους καὶ τὶς πῆρε;
Τὸ θέμα εἶναι ὅτι κάποια στιγμὴ νὰ πεῖ στὸν πατέρα του: «Δός μοὶ τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». «Δῶσε μου ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ἀνήκει ἀπὸ τὴν περιουσία μου». Ποιά περιουσία σου, νεαρέ μου; Ποιά περιουσία σου; Καὶ γιατί σοῦ ἀνήκει; Θὰ σοῦ δώσει ὁ πατέρας σου. Νὰ τὸ πάρομε κατ’ ἄνθρωπον. Θὰ σοῦ δώσει ὁ πατέρας σου. Γιατί βιάζεσαι; Γιατί θέλεις νὰ φύγεις; Τί θέλεις νὰ κάνεις;
Ὁ ἄνθρωπος, βλέπομε, ζητᾶ τὴν χειραφέτησή του ἀπὸ τὸν Θεό. Θέλει νὰ μὴν εἶναι κοντὰ στὸν Θεό. Ζητᾶ δὲ νὰ συναποκομίσει ὅ,τι ὁ Θεὸς τοῦ ἔχει δώσει. Καὶ μάλιστα ὅ,τι ἀποτελεῖ -ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι, κατ΄ἄνθρωπον- προῖκα, περιουσία.
Ἐδῶ ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ περιουσία; Εἶναι ἡ προῖκα τῆς ἐλευθέρας ἀνθρωπίνης του προσωπικότητος. Εἶναι τὸ «κατ’ εἰκόνα».
Παμμέγιστη προῖκα· τὴν ὁποία προῖκα δὲν ἔχουν οὔτε οἱ ἅγιοι ἄγγελοι. Ὁ ἄνθρωπος, σὲ κάποιο σημεῖο, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους. Εἶναι πλουσιότερος ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους. Στοὺς ἁγίους ἀγγέλους, παρ' ὅτι εἶναι λογικὰ ὄντα, δὲν ἀναφέρεται ὅτι εἶναι «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ»· διότι ἁπλούστατα τὸ «κατ’ εἰκόνα» δὲν περιορίζεται εἰς τὴν λογικήν. Οὔτε ἀκόμη καὶ εἰς τὴν ἐλευθερίαν τὴν ὁποίαν ἔχουν οἱ ἄγγελοι. Γι' αὐτό καὶ κάποιοι ἔφυγαν ἀπὸ τὸν Θεό. Κι ἔγιναν δαίμονες.
Τὸ «κατ’ εἰκόνα» εἶναι πολὺ βαθύτερο. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔπαιρνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴν ἀνθρωπίνη Του φύση, τὴν ἀνθρωπίνη μας φύση, αὐτὸ ἀποτελεῖ στὸ σύνολό του τὸ «κατ’ εἰκόνα». Δὲν εἶναι μόνο εἰς τὴν ψυχὴν· εἶναι καὶ εἰς τὸ σῶμα.
Προσέξατέ το αὐτό. Ἴσως πολλοὶ δὲν τὸ γνωρίζουν αὐτό. Ὅτι τὸ «κατ’ εἰκόνα» ἐπεκτείνεται καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ἀνθρωπίνη φύση.
Λέγει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος ὅτι ἐπειδὴ ἀκόμη δὲν εἶχε ἐμφανισθεῖ ἡ Ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου, γι' αὐτό ἡ Παλαιὰ Διαθήκη λέγει «κατ΄εἰκόνα Θεοῦ» καὶ ἔτσι νομίζομε ὅτι ἀναφέρεται μόνον εἰς τὴν ψυχήν.
«Δὲν ἦτο», λέγει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, «ἡ πλήρης ἔκφρασις, ἡ πλήρης διατύπωσις». Καὶ δὲν ἔγινε βεβαίως ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κατ’ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ ἐνηνθρώπησε, ἔστω κι ἂν ἡ Ἐνανθρώπησίς Του εἶναι μεταγενεστέρα.
Δὲν ἔκανε ὁ Θεὸς Λόγος τὸν Ἀδὰμ τέτοιον, γιὰ νὰ γίνει ὁ Θεὸς Λόγος αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Ἀδάμ. Ἀλλὰ ὁ Ἀδὰμ ἔγινε ἐκεῖνο ποὺ ἤθελε νὰ γίνει ὁ Θεὸς Λόγος. Καὶ ἡ εἰκόνα, λοιπόν, αὐτή, εἶναι στὴν πληρότητα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ὄχι μόνον εἰς τὴν ψυχήν.
Ἔτσι ἐπῆρε αὐτὸ τὸ «κατ΄εἰκόνα» ὁ ἄνθρωπος. Λέγει δὲ ὁ ἄνθρωπος καθ’ ἑαυτόν: «Αἰσθάνομαι ὡριμότητα. Δὲν ἔχω ἀνάγκη πλέον ἠγεμονεύσεως ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἔχω ἀπεριόριστες δυνατότητες τοῦ νοῦ. Ἐπινοῶ ὅ,τι θέλω. Ἀναπτύσσω πολιτισμὸν ὅπως τὸν θέλω.
Ἡ τεχνολογία εἶναι στὰ χέρια μου. Μπορῶ, λοιπόν, νὰ ἀναπτύξω ἀκόμη καὶ κώδικα κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς καὶ εὐταξίας. Καὶ ἠθικῆς κώδικα μπορῶ νὰ ἀναπτύξω ἐγώ. Δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ μοῦ πεῖ ὁ Θεὸς τί πρέπει νὰ κάνω. Δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ τὶς ἐντολές Του. Δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιον. Εἶμαι αὐτάρκης.
Ἐγὼ ὅ,τι ἐπινοήσω, ἐγὼ ὅ,τι θέλω. Τὰ μπορῶ ὅλα. Κι ἂν σήμερα δὲν μπορῶ ὅλα, αὔριο θὰ μπορῶ». Καὶ σημειώνει ἡ παραβολή: «Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν – «οὐσία» θὰ πεῖ περιουσία- αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως».
Λέει ἕνας ἀρχαῖος σχολιαστής: «Τὸ ‘’ἀπεδήμησεν’’, οὐ τοπικῶς νοήσεις ἀλλὰ προαιρετικῶς». Ὄχι ὅτι ἔφυγε καὶ πῆγε σὲ ἄλλο τόπο –ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών- ἀλλὰ ἔφυγε προαιρετικά. Μὲ τὴν προαίρεσή του φεύγει. «Ἀπὸ Θεοῦ ἀπέστη καὶ ὁ Θεὸς ἀπ’ αὐτοῦ. (Ἔφυγε ἀπ’ τὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς ἀπ’ αὐτόν)».
Καὶ ὅπως λέγει ὁ Ἱερὸς Αὐγουστῖνος: «Ἡ μακρινὴ χώρα σημαίνει πλήρη ἐπιλησμοσύνη τοῦ Θεοῦ». Καὶ τὸ εἴδαμε αὐτό. Ξέχασαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ οἱ ἄνθρωποι. Κάποιες λίγες γενεὲς μετὰ ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, ξέχασαν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Κι ἐπειδὴ εἶναι ἔμφυτο τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα, ἔμφυτον, ὅσες φορὲς ἔγινε προσπάθεια νὰ ἐκριζωθεῖ, ματαιοπόνησαν, εἴτε οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὸν ἑαυτό τους, εἴτε γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν την α-θρησκείαν, τὴν ἀθεΐαν εἰς τὸ σύνολο τὸ ὁποῖο κατοικοῦν, μένουν· εἶναι ἔμφυτο τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα· γι' αὐτό, ἀφοῦ ἐλησμόνησαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἔφυγαν ἀπὸ προσώπου Θεοῦ, πολὺ φυσικὸ ἦτο νὰ λατρεύσουν αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἦταν μπροστά τους.
Καὶ τὸ ὁποῖο θεωροῦσε ὁ ἄνθρωπος σὰν μεγαλύτερό του, ἀνώτερό του. Τὴν φύσιν. Τὴν κτίσιν. Ἀπέναντί μας ἔχομε τὸν Ὄλυμπο, ἀγαπητοί μου. Κι ὁ ἄνθρωπος λατρεύει τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως. Τὸν κεραυνὸ τοῦ Δία. Κ.ο.κ. Τὴν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Λέει ὅτι ὁ Ποσειδῶν μὲ τὴν τρίαινά του, τὴν ταράσσει. Στέκεται μπροστὰ στὴ σοφία καὶ τὴν ὀνομάζει «θεὰ Ἀθηνᾶ»· κ.ο.κ.
Γιὰ νὰ συμπληρώσει σὲ αὐτὸ τό –ἐπιτρέψατέ μου τὴ λέξη- σ’ αὐτὸ τὸ «φευγιό», σ’ αὐτὴν τὴν ἀναχώρηση, ὁ Ζιγαβηνός: «Πόρρω τοῦ Θεοῦ γίνονται οἱ ἁμαρτάνοντες, οὐκ ἀναχωρήσει τόπου, ἀλλ΄ ἀναχωρήσει τῆς ἀρετῆς». «Ἐκεῖνοι ποὺ ἁμαρτάνουν, ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Θεόν».
Ὄχι βεβαίως σὲ σχέση μὲ τὸν τόπον, γιατί εἴπαμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών, ἀλλὰ σὲ σχέση μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ μὲ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅτι ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πεπερασμένος, κάποτε ἀναζητᾶ νὰ φύγει καὶ τοπικῶς.
Γιατί ἴσως ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών. Θέλει νὰ φύγει, θέλει νὰ φύγει, ὅταν ἡ συνείδησή του τὸν πληροφορεῖ γιὰ κάτι ἄσχημο...
Κάποτε ἕνας βασιλιᾶς τοῦ Βυζαντίου, εἶχε σκοτώσει τὸν ἀδελφό του, γιὰ νὰ μὴν τοῦ πάρει τὸν θρόνο. Ὑπέφερε πολύ. Ἄλλαζε δωμάτια μέσα στὸ παλάτι. Δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει. Ἐπῆγε εἰς τὴν Σικελίαν γιὰ ἕνα ταξίδι ἀναψυχῆς. Ἐκεῖ δέ, κατὰ τὸ «οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαὶρᾳ ἀποθανοῦνται», κάποιοι τὸν ἐδολοφόνησαν. Γύρευε ὅμως κάπου νὰ πάει. Ποῦ; Πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο. Νὰ μὴν τὸν βλέπει ὁ Θεός. Ὁ Θεός, ὅμως, εἶναι πανταχοῦ παρών.
Ἐπῆγε, λέει, εἰς χώραν μακράν. Ἡ μακρὰ χώρα εἶναι ἔμβλημα τῆς χειραφετήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔμβλημα εἶναι. Ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ θυμᾶται τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἐνοχλεῖ. Τοῦ θυμίζει -νὰ χρησιμοποιήσω μιὰ σύγχρονη ἔκφραση- τοῦ θυμίζει κατεστημένο.
Τὸ ἔχει διακηρύξει διὰ πολλῶν. Ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι κατεστημένον. Ταλαίπωρε, φτωχὲ ἄνθρωπε, εἶπες τὸν ἥλιο «κατεστημένον»;
Φτωχὲ ἄνθρωπε, εἶπες τὸ ψωμὶ «κατεστημένον»; Ἀνόητε ἄνθρωπε, εἶπες τὸν ἀέρα «κατεστημένον»;
Γιὰ νὰ θὲς νὰ τὰ ἀλλάξεις αὐτά; Αἰσθάνεται δέσμευση τῆς ἐλευθερίας του. Καὶ θεωρεῖ τὸν Θεόν, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, κακοῦργον!
Ποὺ τοῦ δεσμεύει τὴν ἐλευθερία. Κατάσταση δὲ πνιγηρά, ἀνυπόφορη, κοντὰ στὸν Θεό.
Καὶ ἐκεῖ –σημειώνει ὁ Κύριος – «διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ», «ἐκεῖ μακράν», «διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ», σκόρπισε τὴν περιουσία του. Αὐτὸ τὸ «διεσκόρπισεν» δείχνει αὐτὸ ποὺ λέγει πάλι ἕνας ἐκκλησιαστικὸς ἑρμηνευτής, ὅτι «διέφθειρεν τὴν τῆς ψυχῆς εὐγένειαν». Διότι τί εἶναι παρακαλῶ ἡ «οὐσία», ἡ περιουσία; Τὸ «κατ’ εἰκόνα», σᾶς εἶπα.
Ἐκεῖ τὸ κατέστρεψε, τὸ διέφθειρε. Διεστράφη τὸ «κατ’ εἰκόνα». Ἐπαλαιώθη τὸ «κατ’ εἰκόνα». Ὅλες οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου, μετεστράφησαν, παρεδόθησαν στὴν διαστροφή, στὸν δαιμονισμό. Ἔγινε ἐφευρέτης κακῶν.
Ἡ φράσις εἶναι τοῦ ἁγίου Ἰακώβου του Ἀδελφοθέου. Ὁ νοῦς στρέφεται στὴν ἐξόντωση τοῦ συνανθρώπου. Τὸ συναίσθημα ὑπηρετεῖ τὴν ποικίλη ἡδονή.
Ἡ βούλησις; Ἀκάθεκτη ζητᾶ τὴν πραγμάτωση τῆς ἀποστασιαζομένης εὐημερίας. Μιᾶς εὐημερίας μακρὰν τοῦ Θεοῦ.
Καὶ λέγει ὁ Θεοφύλακτος: «Ἐπειδὰν γὰρ ὁ ἄνθρωπος ἀποστῇ ἀπὸ Θεοῦ καὶ μακρὰν ἑαυτὸν ποιήσει τοῦ θείου φόβου, πάντα τὰ θεῖα δῶρα ἐκδαπανᾷ». Ἐφόσον φεύγει, ἐφόσον ἐξορίζει τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, τότε ὅ,τι δῶρα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, αὐτά τα ἐκδαπανά, τὰ ξοδεύει, τὰ διασκορπίζει, τὰ σπαταλᾶ.
Ἀλλὰ τί δαπανᾶ; Τὴν ἴδια του τὴν προσωπικότητα. Τί δαπανᾶ; Τὴν ἴδια του τὴν ὕπαρξη. Κι αὐτό, γιὰ νὰ ἀποκτήσει δῆθεν, τάχα, τὴν ἐλευθερία του. Καὶ συνεπῶς τὸ κόστος αὐτῆς τῆς κακῶς νοουμένης ἐλευθερίας, εἶναι τρομακτικὰ τεράστιον. Ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος αὐτοκαταστρέφεται.
Τί σημαίνει «ζῶν ἀσώτως»; Λέγει ὁ Ζηγαβηνός: «Ἀφειδῶς, ἀκρατῶς, ἀκολάστως». Προσπαθεῖ νὰ σπαταλήσει. Εἶναι ἡ βάναυση σπατάλη τῶν ταλάντων ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὰν προῖκα του. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα... Αὐτὰ ποὺ ἀκοῦτε ὅταν διαβάζομε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, παρακαλῶ ξέρετε ποῦ νὰ πηγαίνει ὁ νοῦς μας;
Στὴν ἐποχή μας, στὸ περιβάλλον μας, γύρω μας. Ἀνάγλυφη ἐκφράζεται ἡ παραβολὴ αὐτή. Καί... τὸ ἀποτέλεσμα;
«Δαπανήσαντος - ὅπως σημειώνει ὁ Λουκᾶς στὸ Εὐαγγέλιό του- δὲ αὐτοῦ πάντα (ὅλα τὰ ξόδεψε) ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς».
«Σὲ ἐκεῖνον τὸν τόπο», λέγει, «ἔγινε λιμός, πεῖνα, δυνατὴ πεῖνα». Τί ἐδαπάνησε; Τὰ πάντα. Καὶ ἀνθρωπίνη ἀξιοπρέπεια καὶ ἠθικὴ καὶ ὑγεία ψυχῆς καὶ σώματος καὶ χρήματα. Καὶ ἐστάλη νὰ βόσκει χοίρους. Ἔγινε χοιροβοσκός. Χοιροβοσκὸς τῶν παθῶν του.
Γιατί χοῖροι εἶναι τὰ πάθη μας, γουρούνια εἶναι τὰ πάθη μας. Κι ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ βοσκήσει αὐτὰ τὰ πάθη του.
Νὰ ἀναζητήσει λίγη εὐτυχία, λίγη ἀναψυχή. Ἀλλὰ στὰ πάθη δὲν ὑπάρχει χαρά.
Ὑπάρχει –προσέξτε- ὁ φαῦλος κύκλος ἡδονῆς καὶ ὀδύνης. Ἡ ἡδονὴ φέρνει τὴν ὀδύνη. Κι ὅταν ζητήσεις λίγο πάλι ἡδονή, διὰ νὰ φευγατίσεις, νὰ ἀπομακρύνεις τὴν ὀδύνη, σοῦ δημιουργεῖ αὐτὴ ἡ νέα ἡδονή, μεγαλύτερη ὀδύνη. Φαῦλος κύκλος...
Καὶ σ’ αὐτὸν τὸν φαῦλον κύκλον, γίνεται ὁ ἄνθρωπος μία τραγικὴ ὕπαρξις. Τὰ «κεράτια», τὰ χαρούπια, τὰ «κεράτια» ποὺ τρώγανε οἱ χοῖροι, δὲν δίνουν εὐφροσύνη, δὲν δίνουν χαρά, δὲν δίνουν ἀνάπαυση. Εἶναι τροφὴ γιὰ τὰ ζῶα. Ὄχι γιὰ ἀνθρώπους.
Προσέξτε, τὸ λέγω μεταφορικῶς. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἐξομοιοῦται μὲ τὰ ζῶα. Εἶναι ὁ θλιβερὸς ἀπολογισμός, ποὺ ἀναφέρει ὁ Θεὸς διὰ στόματος ψαλμωδοῦ: «Καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε (Κι ὁ ἄνθρωπος, ὑπάρχων ἐν τιμῇ, ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν τὸ κατάλαβε, δὲν τὸ ἔνιωσε, δὲν τὸ ἔβαλε στὸ μυαλό του) παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». Συγκρίθηκε, συνεκρίθη μὲ τὰ ἀνόητα, τὰ μὴ ἔχοντα λογικὴ ζῶα καὶ ὁμοιώθηκε μαζί τους.
Εἴπαμε ὅτι ἡ παραβολή, ἀγαπητοί, τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, εἶναι μία εἰκόνα. Μία εἰκόνα ὅλων τῶν γενεῶν. Ἰδιαίτατα μία εἰκόνα τῆς γενεᾶς μας. Ὄχι τῶν νέων ἀνθρώπων. Ὄχι τῶν νέων ἀνθρώπων... Ἀλλὰ τῶν ἀνθρώπων. Μικρῶν καὶ μεγάλων! Τοὺς νέους τους ἐδίδαξε ἡ παλαιοτέρα γενεά. Συνεπῶς ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὅλη ἡ γενεά, ἁπαξάπασα. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι ἄξιος πολλῶν δακρύων, ἐκεῖ ποὺ ἔχει ἤδη φθάσει.
Σ’ αὐτὸ βοηθοῦν: Ἡ σύγχρονη παιδαγωγική. «Ἄσε τὸ παιδὶ νὰ κάνει ὅ,τι θέλει. Μὴν τὸ καταπιέζεις». Ἡ σύγχρονη παιδαγωγική. Χειραφετημένη ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ σύγχρονες διακινούμενες ὑλιστικὲς ἰδέες καὶ θεωρίες περὶ ζωῆς. Δηλαδὴ ἀρνητικὲς βιοθεωρίες.
Τὸ ὀλέθριο παράδειγμα τῶν ταγῶν μιᾶς κοινωνίας. Ἔτσι ποὺ νὰ σιχαίνεσαι πιὰ νὰ τοὺς βλέπεις καὶ νὰ τοὺς ἀκοῦς. Σ’ ὅλους τοὺς τομεῖς.
Ὁ εὔκολος πλουτισμὸς· ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐγκληματικότητα σὰν τὸ ἰδεῶδες κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς.
Ἡ ὀκνηρία τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ποὺ ζητᾶ λίγο κόπο, μεγάλην ἀμοιβήν. Ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν εὐαγγελικῶν ἀξιῶν.
Ὅλα αὐτὰ ὅμως ποῦ ὁδηγοῦν; Ἀσφαλῶς σὲ ἕνα ἀδιέξοδο. Στὴν κατάπτωση, στὴν παρακμή, στὴ φτώχεια. Φτώχεια ὄχι μόνο ἀπὸ χρήματα, ἀλλὰ φτώχεια ἀπὸ ἰδέες. Φτώχεια ἀπὸ αἰσθήματα. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔγινε σκληρός, ἀνάλγητος, ἐκμεταλλευτὴς τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου.
Καὶ πῶς μποροῦμε νὰ βγοῦμε, θὰ μοῦ πεῖτε, ἀπὸ τὸ τρομερὸ αὐτὸ ἀδιέξοδο; Ἡ παραβολὴ μᾶς δείχνει τὴν λύση. Μᾶς δείχνει τὴν κάθαρση. Ὁ στραπατσαρισμένος υἱός, ἄσωτος υἱός, σκέφτηκε νὰ γυρίσει πίσω στὸν πατέρα. Νὰ γυρίσει πίσω στὸν Θεό.
Καὶ νὰ τοῦ πεῖ: «Πατέρα μου, ἔκανα λάθος. Συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με. Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγομαι παιδί σου.
Νόμισα ὅτι ἡ ἐλευθερία δὲν ἔχει δαπάνη. Δὲν φαντάστηκα ποτὲ μία τόσο φοβερὴ δαπάνη, ποὺ πρέπει νὰ πληρώσει κανείς, γιὰ μιὰ ἐλευθερία μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἔγινα κουρελὴς καὶ ἀπ' ἔξω καὶ ἀπὸ μέσα. Κουρελιάστηκε ἡ ψυχή μου. Πουθενὰ δὲν ἔχω ἀνάπαυση». Ἀλλὰ αὐτό, ὅμως, εἶναι τὸ ἄλλο ἥμισυ τῆς παραβολῆς. Τὸ ἕνα μισὸ μᾶς δείχνει τὸ κατάντημα. Τὸ ἄλλο μισὸ μᾶς δείχνει τὴν ἐπιστροφή. Καὶ ποὺ εἶναι ἡ κάθαρση τοῦ δράματος. Ἀλλὰ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος θὰ σκεφθεῖ νὰ ἐπιστρέψει στὸν Θεό;
Ἀγαπητοί, ἡ μετάνοια ὅλα τὰ διορθώνει. Ἐκεῖ πρέπει νὰ φθάσομε. Μὲ μιὰ σωστὴ αὐτογνωσία, μὲ ταπείνωση, αὐτογνωσία, σὰν πρόσωπα, σὰν λαός, σὰν γενιά. Περιθώρια δὲν μένουν πλέον. Ἡ Ἐκκλησία μας σαλπίζει αὐτὴν τὴν παραβολήν. Πρὸς ὑπόμνησιν. Ὅποιος ὡρίμασε στὴν ἀποστασία καὶ δοκίμασε τοὺς καρπούς της καὶ ζύγισε τὸ πόσο κοστίζει ἡ ἐλευθερία ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ἂς σκεφθεῖ.
Ὁ Πατέρας στὸν οὐρανὸ περιμένει. Περιμένει μὲ χέρια ἀνοιχτά. Καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ δώσει τὴν στολὴ τὴν πρώτη. Ἐκείνη ποὺ πήραμε στὸ Βάπτισμα. Καὶ τὴν καταλερώσαμε. Καὶ νὰ μᾶς ἀποκαταστήσει. Ναί, ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶναι ἕτοιμος νὰ μᾶς θεώσει.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_664.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου