Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν πρώτη ὁμιλία «Περὶ Μετανοίας»
σχετικὰ μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως
Ἦταν δύο ἀδέλφια, τὰ ὁποῖα, ἀφοῦ μοιράστηκαν ἀναμεταξύ τους τὴν πατρικὴ περιουσία, ὁ ἕνας ἔμεινε στὸ σπίτι, ἐνῷ ὁ ἄλλος ἔφυγε σὲ μακρινὴ χώρα. Ἐκεῖ, ἀφοῦ κατέφαγε ὅλα ὅσα τοῦ δόθηκαν, δυστύχησε καὶ ὑπέφερε μὴ ὑπομένοντας τὴν ντροπὴ ἀπὸ τὴ φτώχεια. (Λουκᾶ 15, 11 κ.ε.).
Αὐτὴ τὴν παραβολὴ θέλησα νὰ σᾶς τὴν πῶ, γιὰ νὰ μάθετε, ὅτι ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτημάτων καὶ μετὰ τὸ Βάπτισμα, ἐὰν εἴμαστε προσεκτικοί.
Καὶ τὸ λέγω αὐτὸ ὄχι γιὰ νὰ σᾶς κάνω ἀδιάφορους, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς ἀπομακρύνω ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. Γιατί ἡ ἀπόγνωση μᾶς προξενεῖ χειρότερα κακὰ καὶ ἀπὸ τὴ ραθυμία.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ υἱὸς ἀποτελεῖ τὴν εἰκόνα ἐκείνων ποὺ ἁμάρτησαν μετὰ τὸ Βάπτισμα. Καὶ ὅτι φανερώνει ἐκείνους ποὺ ἁμάρτησαν μετὰ τὸ Βάπτισμα, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὀνομάζεται «υἱός». Γιατί κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομασθεῖ υἱὸς χωρὶς τὸ Βάπτισμα.
Ἐπίσης διέμενε στὴν πατρικὴ οἰκία καὶ μοιράστηκε ὅλα τὰ πατρικὰ ἀγαθά, ἐνῷ πρὶν ἀπὸ τὸ Βάπτισμα δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ λάβει τὴν πατρικὴ περιουσία, οὔτε νὰ δεχθεῖ κληρονομία. Ὥστε μὲ ὅλα αὐτά μας ὑπαινίσσεται τὸ σύνολο τῶν πιστῶν.
Ἐπίσης ἦταν ἀδελφὸς ἐκείνου ποὺ εἶχε προκόψει. Ἀδελφὸς ὅμως δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει χωρὶς τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση.
Αὐτὸς λοιπόν, ἀφοῦ ἔπεσε στὴ χειρότερη μορφὴ κακίας, τί λέγει; «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου. (Θα σηκωθῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα μου)» (Λουκᾶ 15,18).
Γι’ αὐτὸ ὁ πατέρας του τὸν ἄφησε καὶ δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ φύγει στὴν ξένη χώρα, γιὰ νὰ μάθει καλὰ μὲ τὴν πεῖρα, πόση εὐεργεσία ἀπολάμβανε ὅταν βρισκόταν στὸ σπίτι. Γιατί πολλὲς φορὲς ὁ Θεός, ὅταν δὲν πείθει μὲ τὸ λόγο Του, ἀφήνει νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὴν πεῖρα τῶν πραγμάτων, πρᾶγμα βέβαια ποὺ ἔλεγε καὶ στοὺς Ἰουδαίους.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν τοὺς ἔπεισε, οὔτε τους προσέλκυσε, ἀπευθύνοντας σὲ αὐτοὺς ἀμέτρητους λόγους μὲ τοὺς προφῆτες, τοὺς ἄφησε νὰ διδαχθοῦν μὲ τὴν τιμωρία, λέγοντάς τους: «Παιδεύσει σὲ ἡ ἀποστασία σου, καὶ ἡ κακία σου ἐλέγξει σέ (Θὰ σὲ διδάξει ἡ ἀποστασία σου καὶ θὰ σὲ ἐλέγξει ἡ κακία σου)» (Ἴερ. 2, 19)· γιατί ἔπρεπε νὰ Τοῦ εἶχαν ἐμπιστοσύνη ἀπὸ πρίν. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν τόσο πολὺ ἀναίσθητοι, ὥστε νὰ μὴν πιστεύουν στὶς παραινέσεις καὶ τὶς συμβουλές Του, θέλοντας νὰ προλάβει τὴν ὑποδούλωσή τους στὴν κακία, ἐπιτρέπει νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα, ὥστε ἔτσι νὰ τοὺς κερδίσει καὶ πάλι.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἄσωτος ἔφυγε στὴν ξένη χώρα καὶ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα ἔμαθε πόσο μεγάλο κακὸ εἶναι νὰ χάσει κανεὶς τὸ πατρικό του σπίτι, ἐπέστρεψε, καὶ ὁ πατέρας του τότε δὲν τοῦ κράτησε κακία, ἀλλὰ τὸν δέχτηκε μὲ ἀνοιχτὴ ἀγκαλιά.
Γιατί ἄραγε; Ἐπειδὴ ἦταν πατέρας καὶ ὄχι δικαστής. Καὶ στήθηκαν τότε χοροὶ καὶ συμπόσια καὶ πανηγύρια καὶ ὅλο τὸ σπίτι ἦταν φαιδρὸ καὶ χαρούμενο.
Τί μοῦ λὲς τώρα, ἄνθρωπέ μου; Αὐτὲς εἶναι οἱ ἀμοιβὲς τῆς κακίας; Ὄχι τῆς κακίας οἱ ἀμοιβές, ἄνθρωπε, ἀλλὰ τῆς ἐπιστροφῆς.
Ὄχι τῆς πονηρίας, ἀλλὰ τῆς μεταβολῆς πρὸς τὸ καλύτερο.
Καὶ ἀκοῦστε καὶ τὸ σπουδαιότερο: Ἀγανάκτησε γι’ αὐτὰ ὁ μεγαλύτερος υἱός. Ὁ πατέρας ὅμως τὸν προσέγγισε κι αὐτὸν μιλῶντας του μὲ πραότητα, τοῦ εἶπε: «Τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σὰ ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
(Παιδί μου, ἐσὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου. κι ὅλα ὅσα ἔχω, δικά σου εἶναι. Ἔπρεπε λοιπὸν κι ἐσὺ νὰ εὐφρανθεῖς καὶ νὰ χαρεῖς, διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο μὲ τόση περιφρόνηση μιλᾶς, ἦταν νεκρός, καὶ ἀναστήθηκε. Ἦταν χαμένος, καὶ βρέθηκε)» (Λουκᾶ 15,31-32).
Ὅταν πρέπει νὰ διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δὲν εἶναι ὥρα τώρα γιὰ δικαστήρια, οὔτε γιὰ λεπτομερῆ ἐξέταση, ἀλλὰ εἶναι ὥρα μόνο φιλανθρωπίας καὶ συγνώμης». Κανένας ἰατρός, ποὺ ἔχει ἀμελήσει ὁ ἴδιος νὰ δώσει φάρμακο στὸν ἀσθενῆ, δὲν ζητεῖ εὐθύνες ἀπ’ αὐτὸν γιὰ τὴν ἀταξία του καὶ οὔτε τὸν τιμωρεῖ. Καὶ ἂν ἀκόμα χρειαζόταν νὰ τιμωρηθεῖ ὁ ἄσωτος, τιμωρήθηκε ἀρκετὰ ζῶντας στὴν ξένη χώρα.
«Τόσο λοιπὸν χρόνο στερήθηκε τὴ συντροφιά μας καὶ ἔζησε παλεύοντας μὲ τὴν πεῖνα, τὴν ἀτίμωση καὶ τὰ χειρότερα κακά».
Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ πατέρας: «ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε, ἦταν νεκρὸς καὶ ξαναβρῆκε τὴ ζωή του». «Μὴ βλέπεις», λέγει, «τὰ παρόντα, ἀλλὰ σκέψου τὸ μέγεθος τῆς προηγούμενης συμφορᾶς. Ἀδελφὸ βλέπεις, ὄχι ξένο. Στὸν πατέρα του ἐπέστρεψε, ποὺ ξεχνάει τὰ περασμένα ἢ καλύτερα ποὺ θυμᾶται ἐκεῖνα μόνο τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ τὸν ὁδηγήσουν σὲ συμπάθεια καὶ ἔλεος, σὲ στοργὴ καὶ εὐσπλαχνία τέτοια ποὺ ταιριάζει στοὺς γονεῖς».
Γι’ αὐτὸ δὲν εἶπε ἐκεῖνα ποὺ ἔπραξε ὁ ἄσωτος, ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ ἔπαθε. Δὲν λυπήθηκε ὅτι κατέφαγε τὴν περιουσία του, ἀλλὰ ὅτι περιέπεσε σὲ ἀμέτρητα κακά.
Ἔτσι ἔψαχνε μὲ τόση προθυμία καὶ μὲ ἀκόμα μεγαλύτερη νὰ βρεῖ τὸ χαμένο πρόβατο. Καὶ ἐδῶ βέβαια γύρισε πίσω ὁ ἴδιος ὁ υἱός, ἐνῷ στὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Ποιμένα ἔφυγε ὁ ἴδιος ὁ ποιμένας. Καὶ ἀφοῦ βρῆκε τὸ χαμένο πρόβατο τὸ ἔφερε πίσω, καὶ χαιρόταν πολὺ περισσότερο γι’ αὐτό, παρὰ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα τα σωσμένα. Καὶ πρόσεχε πῶς ἔφερε πίσω τὸ χαμένο πρόβατο: Δὲν τὸ μαστίγωσε, ἀλλὰ μεταφέροντάς το καὶ βαστάζοντάς το στοὺς ὤμους του, τὸ παρέδωσε πάλι στὸ κοπάδι.
Γνωρίζοντας λοιπὸν αὐτά, ὅτι ὄχι μόνο δὲν μᾶς ἀποστρέφεται ὅταν ἐπιστρέφουμε κοντά Του, ἀλλὰ μᾶς δέχεται μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη μὲ τοὺς ἄλλους ποὺ ἔχουν προκόψει στὴν ἀρετή. Καὶ ὅτι ὄχι μόνο δὲν μᾶς τιμωρεῖ, ἀλλὰ καὶ ἔρχεται νὰ ἀναζητήσει τοὺς πλανημένους. Καὶ ὅταν τοὺς βρεῖ, χαίρεται περισσότερο ἀπ ὅσο χαίρεται γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν σωθεῖ. Οὔτε πρέπει νὰ ἀπελπιζόμαστε ὅταν εἴμαστε στὴν κατηγορία τῶν κακῶν, ἀλλὰ οὔτε ὅταν εἴμαστε καλοὶ νὰ ἔχουμε θάρρος.
Ἀσκῶντας τὴν ἀρετὴ νὰ φοβόμαστε μήπως πέσουμε, στηριζόμενοι στὸ θάρρος μας. Καὶ ὅταν ἁμαρτάνουμε νὰ μετανοοῦμε. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶπα ἀρχίζοντας τὴν ὁμιλία, αὐτὸ λέγω καὶ τώρα: Εἶναι προδοσία τῆς σωτηρίας μας αὐτὰ τὰ δύο, δηλαδὴ καὶ τὸ νὰ ἔχουμε θάρρος ὅταν εἴμαστε ἐνάρετοι, καὶ τὸ νὰ ἀπελπιζόμαστε ὅταν εἴμαστε πεσμένοι στὴν κακία.
Γι΄ αὐτὸ ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ ἀσφαλίσει ἐκείνους ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἀρετή, ἔλεγε: «Ὁ δοκῶν ἑ)στάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ.
(Ἀπό τὰ διδακτικὰ λοιπὸν αὐτὰ παραδείγματα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραήλ, βγαίνει τὸ συμπέρασμα ὅτι ὅποιος ἔχει τὴν ἰδέα ὅτι στέκεται καλὰ στὰ πόδια του, ἂς προσέχει μὴν πέσει ὅπως ἔπεσαν καὶ οἱ Ἰσραηλῖτες ποὺ ἀνέφερα)» (Α’ Κόρ. 10, 12].
Καὶ πάλι: «Ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μοῦ τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι. (Ἀλλά ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου καὶ τὸ μεταχειρίζομαι ὡς δοῦλο, γιὰ νὰ μὴν ἀποδοκιμαστῶ καὶ ἀποδειχτῶ ἀνάξιος τοῦ βραβείου ἐγὼ ὁ ἴδιος ποὺ κήρυξα σὲ ἄλλους καὶ μὲ τὴ δική μου προτροπὴ καὶ διδασκαλία αὐτοὶ πῆραν τὸ βραβεῖο)» (Α’ Κόρ. 9, 27).
Ἀνορθώνοντας πάλι τοὺς πεσμένους καὶ διεγείροντάς τους σὲ μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε ἔντονα στοὺς Κορινθίους γράφοντας τὰ ἑξῆς: «Μὴ πάλιν ἐλθόντα μὲ ταπεινὼσῃ ὁ Θεὸς μου πρὸς ὑμᾶς καὶ πενθήσω πολλοὺς τῶν προημαρτηκότων καὶ μὴ μετανοησάντων ἐπὶ τῇ ἀκαθαρσὶᾳ καὶ πορνεὶᾳ καὶ ἀσελγεὶᾳ ᾗ ἔπραξαν.
(Φοβᾶμαι μήπως, ὅταν ἔλθω σὲ σᾶς, μὲ ταπεινώσει πάλι ὁ Θεός, ὅπως μὲ ταπείνωσε καὶ στὸ προηγούμενο ταξίδι μου, καὶ πενθήσω πολλοὺς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τυχὸν ἁμαρτήσει πρὶν ἀπὸ τὸ νέο μου αὐτὸ ταξίδι καὶ δὲν μετανόησαν γιὰ τὴν ἀκαθαρσία καὶ πορνεία καὶ ἀσέλγεια ποὺ διέπραξαν)» (Β’ Κόρ. 12, 21).
Γιὰ νὰ δείξει ὅτι εἶναι ἄξιοι θρήνων ὄχι τόσο ἐκεῖνοι ποὺ ἁμαρτάνουν, ὅσο ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μετανοοῦν γιὰ τὰ ἁμαρτήματά τους.
Καὶ ὁ προφήτης πάλι λέγει: «Μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται; ὁ ἀποστρέφων οὐκ ἀναστρέφει; (Μήπως ἐκεῖνος ποὺ πέφτει δὲν σηκώνεται, ἡ ἐκεῖνος ποὺ παίρνει στραβὸ δρόμο δὲν ἐπιστρέφει;)» (Ἰερ. 8, 4).
Γι΄αὐτό καὶ ὁ Δαυὶδ παρακαλεῖ αὐτοὺς ἀκριβῶς, λέγοντας: «Σήμερον, ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ.
(Σήμερα ποὺ ὁ Θεὸς μιλᾶ στὸν καθένα μας, μακάρι νὰ ἀκούσετε τὴ φωνὴ Του ἡ ὁποία μᾶς προσκαλεῖ καὶ μᾶς λέει: ’’Μὴν κάνετε μὲ τὴν ἀνυπακοὴ σκληρὲς τὶς καρδιές σας, ὅπως ἔγινε στὴ Ραφιδεὶν καὶ στὴν ἔρημο Κάδης, τὸν καιρὸ ποὺ μὲ πίκραναν οἱ πρόγονοί σας, τὴν ἡμέρα ποὺ δοκίμαζαν καὶ προκαλοῦσαν τὴν δύναμή μου καὶ τὴν δικαιοσύνη μου στὴν ἔρημο")» (Ψάλμ. 94, 8).
Ὅσο, λοιπόν, θὰ ὑπάρχει τὸ σήμερα, ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε, ἀλλὰ ἔχοντας ἐλπίδα πρὸς τὸν Κύριο καὶ ἔχοντας κατὰ νοῦ τὸ πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας Του, ἀφοῦ ἀποτινάξουμε καθετὶ τὸ πονηρὸ ἀπὸ τὴ σκέψη μας, ἂς ἀσκοῦμε μὲ πολλὴ προθυμία καὶ ἐλπίδα τὴν ἀρετή, καὶ ἂς ἐπιδείξουμε μετάνοια μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας.
Ἔτσι ἀφοῦ ἀπαλλαχθοῦμε ἀπ’ ὅλα τὰ ἁμαρτήματά μας ἐδῶ στὴ γῆ, νὰ μπορέσουμε μὲ θάρρος νὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ ἐπιτύχουμε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τὴν ὁποία εὔχομαι νὰ ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/de-paenitentia-sermo-1.pdf
• Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1987, τόμος 30, σελίδες 104-111.
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 9, σελ. 22-24.
• Παν. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, ἐκδ. Ὁ Σωτήρ, Ἀθήνα 1997
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Παν. Τρεμπέλα,Το Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα 2016
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου