Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γιὰ τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῶν Χριστουγέννων

Γιὰ τὴν κατὰ σάρκα Γέννηση τοῦ Κυρίου μας Ιησοῦ Χριστοῦ

Ὑπομνηματισμὸς τῶν χωρίων Λουκᾶ 2,1-11

Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας

«Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην. αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου. καὶ ἐπορεύοντο πάντες ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν (: Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰωάννη ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Καίσαρα Αὔγουστο διάταγμα νὰ ἐγγραφοῦν στοὺς δημόσιους φορολογικοὺς καταλόγους ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ κόσμου ποὺ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Ρωμαίων.
Ἡ ἀπογραφὴ αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ποὺ ἔγινε στὴν Ἰουδαία, τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡγεμόνας τῆς Συρίας ἦταν ὁ Κυρήνιος (καὶ διακρίνεται ἔτσι ἀπὸ τὴ δεύτερη ἀπογραφή, τὴν ὁποία ἔκανε ἀργότερα πάλι ὁ ἴδιος).Καὶ ὅλοι πήγαιναν νὰ ἐγγραφοῦν στοὺς φορολογικοὺς καταλόγους, καθένας στὴν πόλη ἀπὸ τὴν ὁποία καταγόταν ἡ οἰκογένειά του)» (Λουκά 2, 1-3).
Κατὰ τρόπο ὠφέλιμο καὶ ἀναγκαῖο ὁ εὐαγγελιστὴς ἐπισήμανε τὸν χρόνο τῆς γέννησης τοῦ Σωτῆρα μας.
Γιὰ νὰ μάθουμε δηλαδὴ ὅτι δὲν ὑπῆρχε στοὺς Ἰσραηλῖτες βασιλιᾶς ἀπὸ τὴ φυλή του Δαβίδ, ἀλλὰ εἶχαν ἐκλείψει ἄρχοντες ποὺ νὰ προέρχονταν ἀπὸ αὐτούς, δικαιολογημένα ἀναφέρει τα θεσπίσματα τοῦ Καίσαρα, ἐπειδὴ εἶχε στὴν ἐξουσία του μεταξὺ ἄλλων καὶ τὴν Ἰουδαία. Ἔτσι λοιπὸν διέταξε νὰ γίνει ἀπογραφή.
«Ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυΐδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυΐδ (: Ἀνέβηκε λοιπὸν καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ναζαρὲτ ὅπου ἔμενε, στὴν Ἰουδαία, στὴν πόλη του Δαβὶδ ποὺ ὀνομάζεται Βηθλεέμ, ἐπειδὴ καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Δαβὶδ)» (Λουκᾶ 2,4).
 
Τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο βέβαια, κατεβάζοντας τὴ γενεαλογία στὸν Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴ γενεαλογία του ἀπὸ τὴ γενεά του Δαβίδ-ὁ ὁποῖος Δαβὶδ καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα-, ἔδειξε μὲ αὐτὸ ὅτι καὶ ἡ Παρθένος ἀνῆκε στὴ φυλή του Δαβίδ, γιατί ὁ θεῖος νόμος ὅριζε οἱ γάμοι νὰ γίνονται ἀπὸ τὴν ἴδια φυλή.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἐξάγγελος τῶν οὐρανίων δογμάτων, ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος, διασαφηνίζει ὁλοφάνερα τὴν ἀλήθεια, βεβαιώνοντας ὅτι ὁ Κύριος ἀνέτειλε ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα (Ἐβρ.7,14: «Πρόδηλον γὰρ ὅτι ἐξ Ἰούδα ἀνατέταλκεν ὁ Κύριος ἡμῶν (: Διότι εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Κύριός μας σὰν ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἀνέτειλε ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα)»).
Καὶ εἶναι βέβαια διαφορετικὲς οἱ φύσεις ποὺ ἑνώθηκαν σὲ ἑνότητα πραγματική, ὅμως ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ Υἱὸς ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὶς δύο, χωρὶς βέβαια νὰ καταργεῖται ἡ διαφορὰ τῶν φύσεων ἐξ αἰτίας τῆς ἑνώσεώς τους· διότι ἔγινε ἕνωση δύο φύσεων.
Γι' αὐτὸ ὁμολογοῦμε ἕναν Χριστό, ἕνα Υἱό, ἕνα Κύριο. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ἀσύγχυτη ἔννοια τῆς ἑνώσεως, κηρύσσουμε Θεοτόκο καὶ τὴν ἁγία Παρθένο, ἐπειδὴ ἀπὸ αὐτὴν ὁ Θεὸς Λόγος ἔλαβε σάρκα (Ἰω. 1,14: «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας (: Γιὰ νὰ ἐντυπωθεῖ περισσότερο στὸν καθένα Ποιός ἐπιτέλεσε τὴν ὑπερφυσικὴ αὐτὴ γέννηση καὶ υἱοθεσία, ἐπαναλαμβάνω ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε μέσα στὸν χρόνο ἄνθρωπος.
Καὶ ἔχοντας ὡς σκηνὴ καὶ ὡς ναὸ ἅγιο τὴν ἀνθρώπινη φύση, παρέμεινε μὲ πολλὴ οἰκειότητα μεταξύ μας σὰν ἕνας ἀπὸ μᾶς.
Κι ἐμεῖς χορτάσαμε νὰ βλέπουμε μὲ τὰ μάτια μας τὴν ὑπέρλαμπρη καὶ θεοπρεπῆ δόξα Του, ἡ ὁποία φανερωνόταν μὲ τὰ θαύματά Του καὶ τὴ διδασκαλία Του καὶ τὴ λαμπρότητα τῆς ἀναμάρτητης καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἁγίας ζωῆς Του.
Ἦταν δόξα ποὺ δὲν πῆρε ὡς χάρισμα καὶ δωρεά, ὅπως τὴν παίρνουν τὰ λογικὰ δημιουργήματα, ἀλλὰ τὴν εἶχε φυσικὴ ἀπὸ τὸν Πατέρα Του, ὡς Υἱὸς μονάκριβος ποὺ ἦταν˙ Υἱὸς γεμᾶτος χάρη, μὲ τὴν ὁποία τότε θαυματουργοῦσε καὶ τώρα μᾶς ἀναγεννᾶ, καὶ γεμᾶτος ἀλήθεια, μὲ τὴν ὁποία μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς διδάσκει)») καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς σύλληψης ἕνωσε στὸν ἑαυτό Του τὸν ναὸ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ αὐτήν.
Γιατί βλέπουμε ὅτι δύο φύσεις ἑνώθηκαν μεταξύ τους μὲ ἕνωση ἀδιάσπαστη, κατὰ τρόπο ἀσύγχυτο καὶ ἀδιαίρετο. Γιατί ἡ σάρκα εἶναι σάρκα, καὶ ὄχι θεότητα, ἂν καὶ ἔγινε σάρκα τοῦ Θεοῦ, ὅμοια καὶ ὁ Λόγος εἶναι Θεὸς καὶ ὄχι σάρκα, ἂν καὶ κατ’ οἰκονομία ἔκανε δική Του τὴ σάρκα.
Καὶ μολονότι οἱ φύσεις ποὺ συνῆλθαν σὲ ἑνότητα εἶναι διαφορετικὲς καὶ ἄνισες μεταξύ τους, ὅμως εἶναι καὶ μοναδικὸς Αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε καὶ ἀπὸ τὶς δύο, καὶ δὲν πρέπει νὰ διαιροῦμε τὸν ἕνα Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ σὲ ἄνθρωπο χωριστὰ καὶ σὲ Θεὸ χωριστά, ἀλλὰ λέμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἕνας καὶ ὁ αὐτός, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὴ διαφορὰ τῶν φύσεων καὶ τὶς διαφυλάσσει ἀσύγχυτες μεταξύ τους.
«ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ (: Καὶ πῆγε ἐκεῖ γιὰ νὰ ἀπογραφεῖ μαζὶ μὲ τὴ Μαρία, τὴ γυναῖκα ποὺ ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ αὐτόν, ἡ ὁποία ἦταν ἔγκυος. Καὶ δηλώθηκε ὡς ἔγκυος, ἔτσι ὥστε καὶ ὁ Κύριος, τὸν ὁποῖο βάσταζε στοὺς κόλπους της, νὰ καταγραφεῖ ὡς φορολογούμενος ἀπὸ τὸν ρωμαϊκὸ νόμο)» (: Λουκᾶ 2,5).
 
Ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι ὁ Ἰωσὴφ εἶχε μνηστευθεῖ τὴ Μαρία, δείχνοντας ὅτι μόνο μὲ τὴ μνηστεία ἔγινε ἡ σύλληψη καὶ ἡ παράδοξη γέννηση τοῦ Ἐμμανουὴλ καὶ ὅτι δὲν ἀκολούθησε τοὺς νόμους τῆς φύσεως.
Γιατί ἡ ἁγία Παρθένος δὲν γέννησε μὲ τὴν καταβολὴ ἀνθρωπίνου σπέρματος. Καὶ γιὰ ποιό λόγο ἄραγε ἔγινε αὐτό; Ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ ὅλων, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, σύμφωνα μὲ τὶς Γραφές, γεννήθηκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, γιὰ νὰ παραπέμψει τη χάρη καὶ σὲ μᾶς.
Γιατί ἐπρόκειτο καὶ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε παιδιὰ ὄχι ἀνθρώπων, ἀλλὰ μᾶλλον τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τὴ μέσῳ τοῦ Πνεύματος ἀναγέννηση τὴν ἀποκτήσαμε μὲ πρῶτο τὸν Χριστό, ὥστε ὁ ἴδιος νὰ γίνει πρῶτος σὲ ὅλα, ὅπως λέγει ὁ πάνσοφος Παῦλος (Κολ.1,18: «Καὶ αὐτὸς ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας· ὃς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν αὐτὸς πρωτεύων (: Καὶ Αὐτὸς ἀπὸ τὸν Ὁποῖο τὰ πάντα συγκρατοῦνται εἶναι ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ ἱδρυτής της, ὁ πρῶτος ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, γιὰ νὰ γίνει Αὐτὸς καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση Τοῦ πρῶτος σὲ ὅλα˙ πρῶτος δηλαδὴ καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν Ἀνάσταση)»).

Μὲ πάρα πολὺ μεγάλη πρόνοια ὁ καιρὸς τῆς ἀπογραφῆς ἔστειλε τὴν ἁγία Παρθένο στὴ Βηθλεέμ, γιὰ νὰ δοῦμε νὰ πραγματοποιεῖται καὶ ἄλλη προφητεία.
Γιατί, ὅπως εἴπαμε, ἔχει γραφεῖ: «Καὶ σύ, Βηθλεέμ, οἶκος τοῦ Ἐφραθά, ὀλιγοστὸς εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ μοὶ ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος (: Κι ἐσὺ Βηθλεέμ, ποὺ ἀλλιῶς ὀνομάζεσαι καὶ οἶκος Ἐφραθά, μικρὴ εἶσαι μεταξὺ τῶν πόλεων τοῦ Ἰούδα. Δὲν ἔχεις οὔτε χιλίους κατοίκους. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐσένα θὰ προέλθει πρὸς δόξα δική μου ἕνας ἄντρας ὁ ὁποῖος θὰ γίνει ἄρχοντας τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ ἐνέργεια Αὐτοῦ ξεπερνᾶ τὴν ἀρχὴ τῶν ἡμερῶν τῆς δημιουργίας)» (Μιχ.5,1).
Πρὸς αὐτοὺς ὅμως ποὺ λένε ὅτι, ἐὰν ἡ Παρθένος ἦρθε σὲ σαρκικὴ μείξη, εἶχε διαφθαρεῖ, ἂν πάλι δὲν ἦρθε σὲ σαρκικὴ μείξη, τότε γεννήθηκε κατὰ φαντασία, λέμε: Ὁ προφήτης λέγει ὅτι ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ θὰ εἰσέλθει, θὰ ἐξέλθει καὶ ἡ πύλη θὰ παραμείνει κλεισμένη (Ιεζ.44,2: «Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται, καὶ οὐδεὶς μὴ διὲλθῃ δι᾿ αὐτῆς, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσρὰὴλ εἰσελεύσεται δι᾿ αὐτῆς, καὶ ἔσται κεκλεισμένη (:Καὶ μοῦ εἶπε ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Κύριος: "Ἡ πύλη αὐτὴ θὰ παραμείνει κλειστὴ· δὲν πρόκειται νὰ ἀνοιχτεῖ καὶ κανεὶς δὲν θὰ περάσει ἄλλοτε μέσα ἀπὸ αὐτήν, διότι θὰ διέλθει δι’ αὐτῆς ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, καὶ θὰ μένει πλέον κλειστή")»).
Καὶ ἐφόσον ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα κατὰ τρόπο ἀσύγχυτο, ἀφοῦ ὁπωσδήποτε συνελήφθη χωρὶς ἀνθρώπινο σπέρμα, γεννήθηκε μὲ τρόπο ἀμόλυντο.
«Καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι (: Καὶ γέννησε τὸν πρῶτο καὶ μονογενῆ υἱό της καὶ Τὸν περιτύλιξε μὲ σπάργανα καὶ Τὸν ἔβαλε μέσα στὴ φάτνη, διότι δὲν ὑπῆρχε γι’ αὐτοὺς τόπος στὸ πανδοχεῖο ποὺ στάθμευσαν γιὰ νὰ περάσουν τὴ νύχτα, λόγῳ τῆς συρροῆς πολλῶν ξένων ποὺ ἦλθαν νὰ ἀπογραφοῦν)» (Λουκᾶ 2,7).

Ποιόν «πρωτότοκο» ἄραγε; «Πρωτότοκο» ὀνομάζει ἐδῶ, ὄχι αὐτὸν ποὺ εἶναι πρῶτος μεταξὺ ἀδελφῶν, ἀλλὰ τὸν καὶ πρῶτο καὶ μόνο· γιατί ὑπάρχει καὶ κάποιο τέτοιο εἶδος μὲ τὴ σημασία τοῦ πρωτοτόκου.
Καθ' ὅσον καὶ πρῶτος εἶναι, ὅταν ἡ Γραφὴ Τὸν ἀποκαλεῖ τὸν Μόνο, ὅπως τὸ: «Οὕτως λέγει ὁ Θεὸς ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραὴλ ὁ ρυσάμενος αὐτὸν Θὲὸς σαβαὼθ· ἐγὼ πρῶτος καὶ ἐγὼ μετὰ ταῦτα· πλὴν ἐμοῦ οὐκ ἔστι Θεός (: Ἔτσι λέγει ὁ Θεός, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Ὁποῖος τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ δουλεία, ὁ Θεὸς τῶν οὐρανίων δυνάμεων: "Ἐγὼ εἶμαι πρῶτος καὶ πρὶν ἀπὸ Ἐμένα δὲν ὑπῆρχε κανείς, διότι εἶμαι ἄναρχος. Καὶ Ἐγὼ θὰ εἶμαι μετὰ ἀπὸ αὐτὰ αἰωνίως, διότι εἶμαι ἀτελεύτητος.
Ἐκτὸς ἀπὸ Ἐμένα δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς καὶ οἱ λεγόμενοι ὡς θεοὶ εἶναι ψευδεῖς καὶ ἀνύπαρκτοι")» (Ἠσ.44,6).
Για νὰ δείξει λοιπὸν ὅτι ἡ Παρθένος δὲν γέννησε ἁπλὸ ἄνθρωπο, πρόσθεσε καί -τὸ ἐπίθετο- «τὸν πρωτότοκον»· γιατί δὲν εἶχε ἄλλο υἱό, μένοντας παρθένος, ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνον τοῦ Πατέρα, γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Δαβὶδ φωνάζει: «Κἀγὼ πρωτότοκον θήσομαι αὐτόν, ὑψηλὸν παρὰ τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς (: Καὶ Ἐγὼ θὰ Τὸν καταστήσω πρωτότοκο νὰ ἀπολαμβάνει ἐξαιρετικὰ προνόμια καὶ θὰ Τὸν ἀναδείξω ἐνδοξότατο καὶ μέγα μεταξὺ τῶν βασιλέων τῆς γῆς)» (Ψαλμ.88,28).
 
Αὐτὸν τὸν ἀναφέρει καὶ ὁ πάνσοφος Παῦλος λέγοντας: «Ὃταν δὲ πάλιν εἰσαγὰγῃ τὸν πρωτότοκον εἰς τὴν οἰκουμένην, λέγει· καὶ προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ (: Καὶ ὅταν θὰ εἰσαγάγει μὲ δόξα καὶ δύναμη τὸν Υἱὸ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὶν δημιουργηθεῖ ὅλη ἡ κτίση, γιὰ νὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη, λέει: "Νὰ Τὸν προσκυνήσουν ὅλοι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ".
Ὁ Υἱὸς λοιπὸν ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος εἶναι Κύριος καὶ τῶν ἀγγέλων)» (Ἐβρ.1,6).
Ἔπειτα πῶς εἰσῆλθε στὴν οἰκουμένη; Γιατί βρίσκεται ἔξω ἀπὸ αὐτήν, ὄχι βέβαια τοπικά, ἀλλὰ κατὰ τρόπο φυσικό.
Γιατί ὡς πρὸς τὴ φύση Του εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη.
Καὶ εἰσῆλθε σὲ αὐτὴν ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ διετέλεσε μέρος της λόγῳ τῆς σάρκωσής Του. Γιατί, ἂν καὶ ἦταν μονογενὴς ὡς Θεός, ἐπειδὴ ἔγινε ἀδελφός μας, γι' αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε πρωτότοκος, ὥστε, ἔχοντας γίνει ἀρχὴ τῆς υἱοθεσίας τῶν ἀνθρώπων, νὰ μᾶς προετοιμάσει νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς υἱοὶ τοῦ Θεοῦ.
 
Νὰ πιστεύεις λοιπὸν ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς «πρωτότοκος» εἰπώθηκε ἐξ αἰτίας τῆς οἰκονομίας. Γιατί ὡς πρὸς τὴ θεότητα εἶναι μονογενής. Ἐπίσης εἶναι μονογενής, ἐπειδὴ εἶναι Λόγος προερχόμενος ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ δὲν ἔχει φυσικοὺς ἀδελφούς, οὔτε συντάσσεται μὲ κάποιον ἄλλον, γιατί εἶναι ἕνας καὶ μόνος ὁ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· πρωτότοκος βέβαια λέγεται λόγῳ τῆς συγκατάβασής Του μὲ τὰ κτίσματα.
Ὅταν λοιπὸν ὀνομάζεται μονογενής, χωρὶς νὰ παρουσιάζεται γι’ Αὐτὸν καμία αἰτιολογία, γιὰ τὴν ὁποία εἶναι μονογενής, αὐτὸ λέγεται βέβαια, ἀλλὰ ἀόριστα, ἐπειδὴ εἶναι Μονογενὴς Θεὸς στὸν κόλπο τοῦ Πατέρα (Ἰω. 1,18: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο (: Καὶ ἦταν φυσικὸ ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ λάβουμε τὴν τέλεια ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας· διότι τὸν Θεὸ δὲν Τὸν ἔχει δεῖ κανεὶς ποτέ. Ὁ Υἱός, ποὺ μόνο Αὐτὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατρὸς καὶ εἶναι μέσα στοὺς κόλπους του ἀχώριστος πάντοτε ἀπὸ Αὐτόν, Ἐκεῖνος μᾶς ἐξήγησε καὶ μᾶς γνώρισε τὸν Θεό)»).
Καὶ ὅταν οἱ ἅγιες Γραφὲς Τὸν ὀνομάζουν πρωτότοκο, ἀμέσως προσθέτουν καὶ ποιῶν εἶναι πρωτότοκος, καὶ τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ἔχει τὴν προσωνυμία αὐτὴ· γιατί Τὸν λέγουν «πρωτότοκο μεταξὺ πολλῶν ἀδελφῶν» ( βλ. Ρωμ.8,29: «ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς (: αὐτοί δὲν εἶναι τυχαῖα πρόσωπα· διότι ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴν παγγνωσία Του προγνώρισε ὁ Θεὸς ὡς ἀξίους, αὐτοὺς καὶ προόρισε γιὰ νὰ γίνουν ὅμοιοι καὶ νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἴδια ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ τροφὴ πρὸς τὴν ἔνδοξη κατάσταση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ εἶναι Αὐτὸς πρωτότοκος μεταξὺ πολλῶν ἀδελφῶν)»), καὶ «πρωτότοκο ἀπὸ τοὺς νεκροὺς» (βλ. Κολ.1,18: «Καὶ αὐτὸς ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας· ὃς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν αὐτὸς πρωτεύων (: Καὶ Αὐτὸς ἀπὸ τὸν Ὁποῖο τὰ πάντα συγκρατοῦνται εἶναι ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ ἱδρυτής της, ὁ πρῶτος ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, γιὰ νὰ γίνει Αὐτὸς καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση Του πρῶτος σὲ ὅλα˙ πρῶτος δηλαδὴ καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν Ἀνάσταση)»), τὸ ἕνα βέβαια ἐπειδὴ ἔγινε ὅμοιος μὲ ἐμᾶς σὲ ὅλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ τὸ ἄλλο ἐπειδὴ πρῶτος Αὐτὸς ἀνέστησε τὴ δική Του σάρκα μὲ ἀφθαρσία.
Καὶ εἶναι μονογενὴς βέβαια κατὰ φύση, ἐπειδὴ εἶναι μόνος Θεὸς ἀπὸ Πατέρα Θεό, καὶ μόνος ἀπὸ μόνον, Θεὸς ποὺ ἀνέλαμψε ἀπὸ Θεό, καὶ φῶς ἀπὸ φῶς, ἐνῷ πρωτότοκος γιὰ μᾶς εἶναι, ὥστε, ἐπειδὴ ὀνομάζεται πρωτότοκος τῶν δημιουργημάτων, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ νὰ σώζονται αὐτὰ ποὺ ἔχουν σχέση μὲ Αὐτόν.
Γιατί, ἐὰν πρέπει Αὐτὸς νὰ εἶναι ὁπωσδήποτε πρωτότοκος, θὰ μένουν ὁπωσδήποτε καὶ αὐτοὶ τῶν ὁποίων εἶναι πρωτότοκος, ἐάν, ὅμως, σύμφωνα μὲ τὸν Εὐνόμιο (: ἡγετικὴ μορφὴ τῆς ριζοσπαστικῆς ἀρειανικὴς αἵρεσης τῶν Ἀνομοίων), λέγεται πρωτότοκος ἀπὸ τὸν Θεό, ἐπειδὴ γεννήθηκε πρῶτος ἀπὸ τοὺς πολλούς, εἶναι ὅμως πρωτότοκος καὶ ἀπὸ τὴν Παρθένο, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ ἀπὸ αὐτήν, ὡς πρῶτος ἀπὸ ἄλλον.
Ἐὰν πάλι εἶναι μόνος, ἀλλὰ δὲν γεννήθηκε πρὶν ἀπὸ ἄλλους, ὀνομάστηκε ἀπὸ τὴ Μαρία πρωτότοκος, ἄρα εἶναι πρωτότοκος καὶ ἀπὸ τὸν Θεό, ὄχι ὡς πρῶτος ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ ὡς μόνος ποὺ γεννήθηκε.
Ἐπίσης, ἐὰν τὰ πρῶτα ὁμολογοῦνται αἴτια τῶν δεύτερων, καὶ πρῶτο αἴτιο ἦταν ὁ Θεὸς καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τότε αἴτιος αὐτῶν ποὺ λέγονται υἱοὶ εἶναι ὁ Υἱός, ἐπειδὴ τὴν ὀνομασία την ἔλαχαν ἀπὸ Ἐκεῖνον.
Ἄρα ὁ αἴτιος τῶν δευτέρων υἱῶν θὰ μποροῦσε δίκαια νὰ ὀνομάζεται πρωτότοκος, ὄχι ἐπειδὴ ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ ἐκείνους, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔγινε πρῶτος αἴτιος τῆς ὀνομασίας τοῦ υἱοῦ σὲ αὐτούς.
Καὶ ὅπως τὸ νὰ λέγεται πρῶτος ὁ Πατέρας (γιατί λέγει μέσῳ τοῦ Ἠσαΐα: «Οὕτως λέγει ὁ Θεὸς ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσρὰὴλ ὁ ρυσάμενος αὐτὸν Θεὸς σαβαὼθ· ἐγὼ πρῶτος καὶ ἐγὼ μετὰ ταῦτα· πλὴν ἐμοῦ οὐκ ἔστι Θεός (: Ἔτσι λέγει ὁ Θεός, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Ὁποῖος τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ δουλεία, ὁ Θεὸς τῶν οὐρανίων δυνάμεων:
"Ἐγὼ εἶμαι πρῶτος καὶ πρὶν ἀπὸ Ἐμένα δὲν ὑπῆρχε κανείς, διότι εἶμαι ἄναρχος. Καὶ Ἐγὼ θὰ εἶμαι μετὰ ἀπὸ αὐτὰ αἰωνίως, διότι εἶμαι ἀτελεύτητος. Ἐκτὸς ἀπὸ Ἐμένα δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς καὶ οἱ λεγόμενοι ὡς θεοὶ εἶναι ψευδεῖς καὶ ἀνύπαρκτοι")»: Ἠσ.44,6), δὲν θὰ ἀναγκάσει ὁπωσδήποτε τοὺς μετὰ ἀπὸ Αὐτὸν νὰ Τὸν θεωροῦν συγγενῆ, ἔτσι, ἀκόμα καὶ ἂν λέγεται πρῶτος τῆς κτίσεως ὁ Υἱός, δηλαδὴ πρωτότοκος πρὶν ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση, δὲν θὰ εἶναι ὁπωσδήποτε ἕνας ἀπὸ τὰ δημιουργήματα, ἀλλά, ὅπως ὁ Πατέρας δείχνοντας ὅτι ὁ ἑαυτός Του εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν ὅλων, ἔλεγε: «Ἐγὼ εἶμαι πρῶτος» (Ἠσ.44,6), ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς λέγεται πρῶτος τῆς κτίσεως, γιατί μέσῳ Αὐτοῦ ἔγιναν ὅλα, καὶ Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ ὅλων τῶν κτισμάτων, ὡς Κτίστης καὶ Δημιουργός.
«καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι (: καὶ τὸν περιτύλιξε μὲ σπάργανα καὶ τὸν ἔβαλε μέσα στὴ φάτνη, διότι δὲν ὑπῆρχε γι’ αὐτοὺς τόπος στὸ πανδοχεῖο ποὺ στάθμευσαν γιὰ νὰ περάσουν τὴ νύχτα, λόγῳ τῆς συρροῆς πολλῶν ξένων ποὺ ἦλθαν νὰ ἀπογραφοῦν)» (Λουκᾶ 2,7).
Βρῆκε τὸν ἄνθρωπο ἀποκτηνωμένο, γι΄αὐτό τοποθετήθηκε στὴ φάτνη ἀντὶ τροφῆς, ὥστε, μεταβάλλοντας τὴν κτηνώδη ζωή μας, νὰ ἐπανέλθουμε στὴ φρόνηση ποὺ ταιριάζει στὸν ἄνθρωπο, καὶ ὅσοι εἴμαστε κτηνώδεις στὴν ψυχή, ἀφοῦ προσέλθουμε στὴ δική μας τράπεζα, δηλαδὴ στὴ φάτνη, νὰ μὴ βροῦμε πιὰ χόρτο, ἀλλὰ τὸν οὐράνιο ἄρτο, τὸ σῶμα τῆς ζωῆς.
 
«καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν (: καὶ τὸν περιτύλιξε μὲ σπάργανα)» (Λουκᾶ 2,7)
Ὅταν βλέπεις βρέφος σπαργανωμένο, νὰ μὴν περιορίσεις τὸν νοῦ σου μόνο στὴ σαρκικὴ γέννησή Του, ἀλλὰ ἀνέβα ὑψηλότερα γιὰ νὰ δεῖς τὴ θεοπρεπῆ δόξα Του· ἀνέβα στὸν οὐρανό.
Ἔτσι θὰ Τὸν δεῖς στὰ ἀνώτατα ὕψη νὲ ἔχει τὴν ὑπέρτατη δόξα, θὰ Τὸν δεῖς νὰ κάθεται πάνω σὲ ὑψηλὸ καὶ μετέωρο θρόνο, θὰ ἀκούσεις τὰ Σεραφεὶμ νὰ Τὸν ὑμνολογοῦν καὶ νὰ λένε ὅτι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ εἶναι γεμᾶτα μὲ τὴ δόξα Του.
Αὐτὸ ὅμως ἔχει γίνει καὶ στὴ γῆ. Γιατί δόξα τοῦ Θεοῦ περιέβαλε μὲ λάμψη τοὺς ποιμένες καὶ πλῆθος ἀγγέλων τῆς οὐράνιας στρατιᾶς δοξολογοῦσαν τὸν Χριστό.
Πάρα πολλοὶ βέβαια ἅγιοι προφῆτες εἶχαν γεννηθεῖ κατὰ καιρούς, ὅμως κανένας ἀπὸ ἐκείνους δὲν δοξολογήθηκε ποτὲ μὲ τὴ φωνὴ ἀγγέλων. Γιατί ἦταν ἄνθρωποι καὶ στὰ δικά μας μέτρα, γνήσιοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν γεννήθηκε ἔτσι. Γιατί εἶναι Θεὸς καὶ Κύριος καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔστειλε τοὺς προφῆτες, καὶ ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός: «Ὅτι τὶς ἐν νεφέλαις ἰσωθήσεται τῷ Κυρίῳ; καὶ τὶς ὁμοιωθήσεται τῷ Κυρὶῳ ἐν υἱοῖς Θεοῦ; (: Γιατί ποιός στὶς νεφέλες καὶ στὰ ὑπερνέφελα ὕψη τοῦ οὐρανοῦ ἄγγελος ἢ ἀρχάγγελος θὰ ἐξισωθεῖ ἢ θὰ τολμήσει νὰ παραβληθεῖ πρὸς τὸν Κύριο;
Ἢ ποιός μεταξὺ τῶν οὐράνιων ἀγγέλων καὶ τῶν κατὰ χάριν υἱῶν τοῦ Θεοῦ θὰ ἐμφανίσει τὸν ἑαυτό του ὅμοιο πρὸς τὸν Κύριο;)» (Ψαλμ.88,7).
Γιατί σὲ ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε κάτω ἀπὸ ζυγὸ καὶ φυσικὴ δουλεία, ἀπονέμεται ἀπὸ Αὐτὸν ὑπὸ μορφὴ χάριτος τὸ ὄνομα τῆς ὑιότητας, ὁ Χριστὸς ὅμως εἶναι ἡ Ἀλήθεια, δηλαδὴ ὁ κατὰ φύση Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, ἀκόμα καὶ ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος· γιατί ἔχει μείνει αὐτὸ ποὺ ἦταν, ἂν καὶ προσέλαβε αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν.
 
Ὅτι ὅμως εἶναι ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ λέγω, θὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει πάλι ὁ προφήτης Ἠσαΐας λέγοντας: «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τὲξεται Υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ. Βοῦτυρον καὶ μὲλι φάγεται, πρὶν ἢ γνῶναι αὐτόν, ἢ πρὸελέσθαι πονηρά, ἐκλέξεται τὸ ἀγαθόν· διότι πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἀπειθεῖ πονηρίᾳ τοῦ ἐκλέξασθαι τὸ ἀγαθόν (: Νὰ, ἡ παρθένος, ποὺ δὲν γνώρισε ἄνδρα, θὰ συλλάβει ὑπερφυῶς στὴ γαστέρα της καὶ θὰ γεννήσει υἱό, καὶ ὅσοι θὰ πιστεύουν σὲ Αὐτόν, θὰ Τὸν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ, ὄνομα ἑβραϊκὸ ποὺ σημαίνει ’’O Θεὸς εἶναι μαζί μας".
Θὰ φάει βούτυρο καὶ μέλι, ὅπως καὶ τὰ συνηθισμένα νήπια τῶν ἀνθρώπων, καὶ μὲ αὐτὰ θὰ τραφεῖ.
Προτοῦ ὅμως ἔλθει στὴν ἡλικία αὐτὴν κατὰ τὴν ὁποία θὰ μπορεῖ νὰ γνωρίσει ἢ νὰ προτιμήσει τὰ πονηρά, θὰ ἐκλέγει τὸ ἀγαθό, διότι δὲν θὰ ὑπάρχει σὲ αὐτὸ πονηρὴ κλίση, ὅπως σὲ ἐμᾶς τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀναμάρτητος.
Ναὶ· βέβαια τὸ παιδὶ αὐτό, προτοῦ νὰ ἔλθει σὲ ἡλικία κατὰ τὴν ὁποία θὰ διακρίνει τὸ ἀγαθὸ ἢ τὸ κακό, λόγῳ τῆς ἀγαθότητάς του θὰ ἀπειθεῖ στὴν πονηρία, γιὰ νὰ ἐκλέγει καὶ νὰ προτιμᾶ τὸ ἀγαθό)» (Ἠσ. 7,14-16).
Ἂν καὶ βέβαια πῶς δὲν εἶναι σὲ ὅλους φανερὸ ὅτι παιδὶ νεογέννητο καὶ ποὺ μόλις ἀρχίζει νὰ ἀναπτύσσεται, καὶ δὲν ἔχει ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὴν ἡλικία τὴν ἱκανότητα νὰ σκεφτεῖ, εἶναι ἀνίκανο νὰ διακρίνει τὸ κακὸ καὶ τὸ καλὸ πρᾶγμα; Γιατί δὲν γνωρίζει ἀπολύτως τίποτε.
Ὅμως στὴν περίπτωση τοῦ Σωτῆρα ὅλων Χριστοῦ ἦταν θαῦμα μεγάλο καὶ ἐξαίσιο· γιατί ἔτρωγε βέβαια σὰν βρέφος ποὺ ἦταν ἀκόμα βούτυρο καὶ μέλι.
Βούτυρο ἀσφαλῶς ὀνομάζει ὁ προφήτης τὸ γάλα τῆς Παρθένου, ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν γινόταν μὲ γυναικεῖο τρόπο καὶ ἀπὸ ἡδονὴ καὶ ἐλεύθερη ροή, ἀλλὰ ἦταν πηγμένο καὶ στερεό, μὴ ἔχοντας τὴν πίκρα τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ τὴ γλυκύτητα τοῦ μελιοῦ, ἀφοῦ ὅλα τὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι γλυκύτερα ἀπὸ τὸ μέλι καὶ τὴν κηρύθρα.
 
Μόλις γεννήθηκε ὁ Χριστὸς καταλεηλατήθηκε καὶ ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου. Λατρευόταν βέβαια στὴ Δαμασκὸ καὶ εἶχε πολλοὺς ποὺ τὸν προσκυνοῦσαν, ἀλλὰ τὸν καιρὸ τοῦ τοκετοῦ τῆς ἁγίας Παρθένου συντρίφτηκε καὶ ἡ δύναμη τῆς τυραννικῆς ἐξουσίας ἐκείνου· καθ' ὅσον οἱ ἐθνικοὶ σαγηνεύονταν γιὰ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια.
Γιατί ἡ θεόπνευστη Γραφὴ συνηθίζει νὰ ὀνομάζει τὸν Θεὸ τῶν ὅλων μὲ διάφορα ὀνόματα καὶ νὰ ἐπινοεῖ τὶς ὀνομασίες Του πολλὲς φορὲς ἀνάλογα μὲ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν κατὰ καιρούς.
Αὐτὸ ἔχει τηρηθεῖ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Γιατί εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ ἀποδείξει ἡ ρήση: «Ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον (: Γρήγορα λαφυραγώγησε, μὲ πολλὴ ὁρμὴ λεηλάτησε)» (Ἠσ. 8,3).
Γιατί ἐξουσία Του ὑπῆρξε ὁ σταυρός, μὲ τὸν ὁποῖο βασίλευσε στὴ γῆ, ἀφοῦ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔγινε ὑπάκουος στὸν Πατέρα μέχρι θανάτου σταυρικοῦ.
Πρόσεξε, ἀγαπητέ μου, καὶ κατανόησε, ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἁγιάστηκαν μὲ τὴν πίστη δὲν κατέληξαν στὶς συνήθειες τῶν ἐθνικῶν, ἀλλὰ μᾶλλον στὶς δικές τους συνήθειες προσαρμόστηκαν ἐκεῖνοι ποὺ κλήθηκαν.
Τὰ θηρία βέβαια, ὁ λύκος καὶ τὸ λιοντάρι, ἡ ἀρκούδα καὶ ἡ λεοπάρδαλη τρώγουν κρέατα, ἐνῷ τὰ ἥμερα ζῶα, τὰ ἐρίφια, τὰ ἀρνιὰ καὶ τὰ μοσχάρια τρῶνε χόρτο.
Ἀλλὰ ὅμως λέγει ὅτι τὰ θηρία θὰ βοσκήσουν μαζὶ μὲ τὰ ἥμερα, καὶ θὰ τρώγουν τὶς δικές τους τροφές. Δὲν κατέληξαν δηλαδὴ τὰ ἥμερα στὶς συνήθειες τῶν ἀγρίων, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνα μεταπήδησαν, ὅπως εἶπα, στὶς δικές τους.
Γιατί μετακινήθηκαν ἀπὸ τὴν ἄγρια πίστη τους στὴν ἡμερότητα ποὺ ταιριάζει στοὺς ἁγίους. Μεταβλήθηκαν μέσῳ τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ λύκοι ἔγιναν ἀρνιά.
Γιατί αὐτὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ἐξημέρωνε καὶ συνένωνε, ὅπως εἶπα, τοὺς δύο λαοὺς στὸ θεοφιλὲς φρόνημα. Αὐτὸ τὸ διακήρυξε παλαιὰ καὶ ὁ ἱεροφάντης Μωυσῆς λέγοντας: «Εὐφράνθητε, ἔθνη μετὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ» (: Γεμίστε ἀπὸ εὐφροσύνη καὶ τὰ ἄλλα ἔθνη μαζὶ μὲ τὸν ἰσραηλίτικο λαὸ Του)» (Δευτ.32,43) καὶ «Δότε μεγαλωσύνην Κυρὶῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν (: Δοξολογήστε καὶ μεγαλύνετε Κύριο τὸν Θεό μας)» (Δευτ.32,3).

Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἦταν σαρκωμένος μὲ τρόπο ἀνέκφραστο, ἦταν ὁ μόνος ποὺ γνώριζε τὸ ἀγαθό, καὶ ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ αὐτὸ ἦταν γνώρισμα τῆς οὐσίας, τῆς πάνω ἀπὸ ὅλες. Γιατί αὐτὸ ποὺ ἀπὸ τὴ φύση του καὶ σταθερὰ καὶ ἀμετάβλητα εἶναι ἀγαθό, ταιριάζει ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο σὲ αὐτὴν· γιατί σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Σωτῆρα: «Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός (: Κανείς δὲν εἶναι πραγματικὰ ἀγαθὸς ἀπὸ τὴ φύση του καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός)» (Μάρκ.10,18).

Λοιπόν, μὴ δεῖς ἁπλῶς σὰν βρέφος αὐτὸν ποὺ βρίσκεται ξαπλωμένος στὴ φάτνη, ἀλλὰ μὲ τὴ δική μας πτωχεία τὸν πλούσιο ὡς Θεό, καὶ γι΄αὐτό δοξολογούμενο ἀκόμα καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἅγιους ἀγγέλους, τέτοιος ποὺ ἦταν καὶ ὁ ὕμνος: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία (: Δοξασμένος ἂς εἶναι ὁ Θεὸς στὰ ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ ἀπ’ τοὺς ἀγγέλους ποὺ κατοικοῦν ἐκεῖ˙ καὶ στὴ γῆ ὁλόκληρη, ποὺ εἶναι ταραγμένη ἀπ’ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ βίαια πάθη της, ἂς βασιλεύσει ἡ θεία εἰρήνη· διότι ὁ Θεὸς ἐκδήλωσε τώρα ἐξαιρετικὰ τὴν εὔνοια καὶ τὴν εὐαρέσκειά Του στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Του)» (Λουκᾶ 2,14).
Γιατί οἱ ἄγγελοι βέβαια καὶ ὅλες οἱ ἀνώτερες δυνάμεις, διατηρῶντας τὴν τάξη ποὺ ἔχει ἀπονεμηθεῖ σὲ αὐτές, ἔχουν εἰρήνη μὲ τὸν Θεὸ· γιατί μὲ κανένα τρόπο δὲν παραμελοῦν αὐτὸ ποὺ ἀρέσει σὲ Αὐτόν, ἀλλὰ εἶναι σταθεροὶ στὴ δικαιοσύνη καὶ τὸν ἁγιασμό.
Ἐμεῖς ὅμως οἱ ταλαίπωροι, προβάλλοντας στὰ θελήματα τοῦ Κυρίου τὶς δικές μας ἐπιθυμίες, καταντήσαμε στὴ θέση τῶν ἐχθρῶν Του.
Αὐτὸ ὅμως ἔχει καταργηθεῖ μὲ τὸν Χριστό, γιατί Αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας, καὶ μᾶς ἕνωσε μέσῳ τοῦ ἑαυτοῦ Του μὲ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα, βγάζοντας ἀπὸ τὴ μέση τὴν ἁμαρτία ποὺ μᾶς κάνει ἐχθρούς Του καὶ δικαιώνοντάς μας μὲ τὴν πίστη, ἀλλὰ καὶ καλῶντας κοντὰ Του αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται μακριά.

Καὶ μὲ ἄλλον τρόπο, ἕνωσε τοὺς δύο λαοὺς σὲ ἕνα καινούργιο ἄνθρωπο, κάνοντας εἰρήνη καὶ συμφιλιώνοντας καὶ τοὺς δύο σὲ ἕνα σῶμα μὲ τὸν Πατέρα (πρβ. Ἐφ. 2,14-16: «Αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ
(: Πλησιάστε καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὶς διαθῆκες Του μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας.
Αὐτὸς ἔκανε καὶ τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους κόσμους, τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸν Ἐθνισμό, ἕνα.
Αὐτὸς γκρέμισε καὶ κατέλυσε τὸν τοῖχο ποὺ δημιουργοῦσε ὁ φραγμὸς τοῦ νόμου ποὺ ὀρθωνόταν ἀνάμεσα στοὺς δύο λαοὺς καὶ τοὺς χώριζε.
Κατέλυσε δηλαδὴ τὴν ἔχθρα τῶν δύο λαῶν, ἀφοῦ κατάργησε μὲ τὸ αἷμα Του τὸν νόμο τῶν ἐντολῶν, ὁ ὁποῖος, ἐνῷ περιεῖχε ἐπιβλητικὲς προσταγές, δὲν ἔδινε ὅμως καὶ τὴ χάρη γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ καὶ τὴν τήρηση τῶν προσταγμάτων αὐτῶν.
Καὶ κατήργησε τὸν νόμο, ἔτσι ὥστε ἑνώνοντας τοὺς δύο λαοὺς μὲ τὸν ἑαυτό Του νὰ δημιουργήσει ἕνα νέο ἄνθρωπο, μιὰ νέα ἀνθρωπότητα, καὶ ἔτσι νὰ φέρει εἰρήνη μεταξύ τους˙ καὶ μὲ τὸν σταυρικὸ Του θάνατο νὰ συμφιλιώσει καὶ τοὺς δύο λαοὺς μὲ τὸν Θεό, ἑνωμένους τώρα σὲ ἕνα σῶμα, ἀφοῦ προηγουμένως θὰ θανάτωνε τὴν ἔχθρα μὲ τὸν θάνατό Του)»).
 
Γιατί θέλησε ὁ Θεὸς νὰ συνάψει τὰ πάντα στὸν ἑαυτό Του, ἑνώνοντάς τα κάτω μὲ τὰ οὐράνια, καὶ νὰ κάνει ἕνα ποίμνιο αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ (βλ. Ἐφ.1,10: «Εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν, ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐν αὐτῷ (:Σκοπός τοῦ σχεδίου αὐτοῦ ἦταν ἡ τακτοποίηση τοῦ οἴκου Του, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας Του.
Ἡ τακτοποίηση καὶ οἰκονομία αὐτὴ θὰ πραγματοποιοῦνταν ὅταν θὰ συμπληρώνονταν οἱ καθορισμένοι χρόνοι καὶ θὰ ἐρχόταν ὁ κατάλληλος καιρὸς γιὰ νὰ συνενώσει τὰ πάντα στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ φέροντάς τα σὲ κοινωνία μαζί Του˙ δηλαδὴ καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς, ποὺ ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους ἦταν τελείως χωρισμένοι ἀπὸ τὸν οὐράνιο κόσμο.
Καὶ ἔκανε τὴν ἕνωση αὐτὴ διαμέσου τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ)»). Ἔγινε λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιὰ μᾶς εἰρήνη καὶ εὐδοκία.

«Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χὼρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νὺκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν (: Στὴν περιοχὴ ἐκείνη ὑπῆρχαν μερικοὶ ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἔμεναν ἔξω στὴν ὕπαιθρο καὶ φύλαγαν τὸ κοπάδι τους παραμένοντας μὲ τὴ σειρά τους ἄγρυπνοι ὁρισμένες ὧρες τὴ νύχτα)» (Λουκᾶ 2,8).
Στοὺς ποιμένες λοιπὸν πρῶτα ἀποκαλύπτεται τὸ μυστήριο ποὺ ὑμνοῦσαν οἱ ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι προτύπωναν ἐκείνους ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ποιμάνουν τὴν Ἐκκλησία· γιατί αὐτοὶ πρῶτοι ἔπρεπε νὰ ἀκούσουν τὸ «ἐπὶ γῆς εἰρήνη», γιατί καὶ οἱ πνευματικοὶ ποιμένες ἐπρόκειτο νὰ ἀναφωνοῦν τὴν εἰρήνη σὲ ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπίσης, τὸ πρόσωπο τῶν ποιμένων καὶ ἡ χαρὰ ποὺ προκλήθηκε σὲ αὐτοὺς μὲ τὴν ἀποκάλυψη, σημαίνει ὁλοκάθαρα ὅτι ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς ἦρθε στὸ πλανώμενο πρόβατο.
Γιατί τοὺς ποιμένες συνήθως τίποτε δὲν τοὺς εὐχαριστεῖ τόσο πολύ, ὅσο ἡ ἀνεύρεση τοῦ προβάτου ποὺ χάθηκε, πρᾶγμα ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ βρεῖ κάποιος ἄλλος, παρὰ μόνο ὁ ἀρχιποιμένας ὁ Χριστός.
Ἔπειτα, ἐπειδὴ ἡ Βηθλεὲμ σημαίνει «οἶκος ἄρτου», ποῦ ἔπρεπε νὰ μεταβοῦν γρήγορα μετὰ τὸ κήρυγμα τῆς εἰρήνης, παρὰ στὸν πνευματικὸ οἶκο τοῦ οὐράνιου ἄρτου, δηλαδὴ στὴν Ἐκκλησία, στὴν ὁποία μυστικὰ καθημερινὰ ἱερουργεῖται ὁ ἄρτος ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ δίνει ζωὴ στὸν κόσμο;
Οἱ ποιμένες ἔχουν γίνει ἡ ἀρχὴ αὐτῶν ποὺ μυοῦνται στὰ μυστήρια. Ὁ τύπος λοιπὸν ἀποβλέπει πάλι στὴν ἀλήθεια. Γιατί στοὺς πνευματικοὺς ποιμένες ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό Του, γιὰ νὰ Τὸν κηρύξουν στοὺς ἄλλους, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ τότε ποιμένες, διδάχτηκαν βέβαια ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους, τρέχοντας ὅμως πληροφόρησαν τοὺς ἄλλους.
Δηλαδὴ ἄγγελοι κάνουν ἀρχὴ τῶν κηρυγμάτων σχετικὰ μὲ Αὐτὸν καὶ δοξολογοῦν ὡς Θεὸ Αὐτὸν ποὺ κατὰ σάρκα γεννήθηκε ἀπὸ γυναῖκα μὲ τρόπο παράδοξο.
Γιατί ἦταν Θεὸς μὲ τὴ δική μας μορφὴ ὁ Κύριος τῶν ὅλων, γιὰ νὰ καταργήσει τὴν κατάρα ποὺ εἶχε ἐπιβληθεῖ στὴν πρώτη γυναῖκα.
Γιατί εἰπώθηκε πρὸς αὐτήν: «Ἐν λύπαις τὲξῃ τέκνα (: Μὲ πόνους θὰ γεννᾶς παιδιά)» (Γέν.3,16).
Ὅσο λοιπὸν γεννοῦσαν ἀνθρώπους γιὰ τὸν θάνατο, ἔφεραν τὸ κεντρὶ τοῦ πόνου τῆς κατάρας, ὅταν ὅμως γυναῖκα γέννησε κατὰ σάρκα τὸν Ἐμμανουήλ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ζωή, καταργήθηκε ἡ δύναμη τῆς κατάρας, καὶ μαζὶ μὲ τὸν θάνατο ἀποσβέστηκε καὶ τὸ νὰ γεννοῦν μὲ λῦπες οἱ ἐπίγειες μητέρες.

Θέλεις νὰ μάθεις καὶ ἄλλην αἰτία τοῦ πράγματος; Θυμήσου τὸν σοφότατο Παῦλο ποὺ εἶχε γράψει γιὰ τὸν Χριστό: «Τὸ γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου, ἐν ᾧ ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός, ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί, ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα
(: Καὶ μὲ ἐλευθέρωσε διότι ἐκεῖνο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κατορθώσει ὁ νόμος, ὄχι διότι ἦταν ἀτελής, ἀλλὰ διότι δὲν παρεῖχε καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γι' αὐτό δὲν μποροῦσε νὰ κατανικήσει τὴν ἀντίσταση τοῦ σαρκικοῦ μας φρονήματος, τὸ ἔφερε σὲ αἴσιο πέρας ὁ Θεός.
Ὁ Θεὸς δηλαδή, γιὰ νὰ ἐξαλείψει τὴν ἁμαρτία, ἔστειλε τὸν Υἱὸ Του μὲ σάρκα, ἡ ὁποία ἔμοιαζε μόνο, ἀλλὰ δὲν ἦταν καὶ πραγματικὰ σάρκα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔτσι καταδίκασε καὶ κατανίκησε τὴν ἁμαρτία μέσῳ τῆς σάρκας τοῦ Υἱοῦ Του, ἡ ὁποία, ἂν καὶ ἀναμάρτητη, ὑπέστη τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ παραδόθηκε σὲ θάνατο.
Ἑπομένως, ὅλα ὅσα ἀπαιτοῦσε ἀπὸ μᾶς ὁ νόμος ὡς δίκαιο, ἐφαρμόστηκαν πλήρως ἀπὸ μᾶς, οἱ ὁποῖοι πολιτευόμαστε τώρα ὄχι σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὶς ὑπαγορεύσεις τῶν ἀνώτερων πνευματικῶν μας δυνάμεων, ὅπως τὶς φωτίζει καὶ τὶς ἐνισχύει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα)» (Ρωμ.8,3-4).
Τί ἐννοεῖ λοιπὸν ὅταν λέγει ὅτι ὁ Υἱὸς στάλθηκε «μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἁμαρτωλῆς σάρκας»;
Φωλιάζει βέβαια στὰ μέλη τοῦ σώματός μας ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ παράνομη ὁρμὴ τῶν ἔμφυτων ἐπιθυμιῶν, ὁ Θεὸς Λόγος ὅμως ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, εἶχε σάρκα ἅγια καὶ πραγματικὰ πάναγνη, καὶ ὅμοια βέβαια μὲ τὴ δική μας σάρκα, ἀλλὰ ὄχι πιὰ καὶ σὰν αὐτήν.
Γιατί ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς τοὺς ἔμφυτους στὰ δικά μας σώματα, ἐπειδὴ ἡ ὁρμὴ καὶ ἡ κλίση μας ὁδηγεῖ σὲ αὐτὰ ποὺ δὲν εἶναι ἐπιτρεπτά. Αὐτὴ λοιπὸν ἦταν ἡ αἰτία τῆς σάρκωσης τοῦ Σωτῆρα.

«Καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὃς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ (: Ὅμως ὁ ἄγγελος τοὺς εἶπε: "Μὴ φοβᾶστε˙ χαρεῖτε· διότι, νά, σᾶς ἀναγγέλλω μιὰ χαρμόσυνη εἴδηση ποὺ θὰ φέρει μεγάλη χαρὰ καὶ σὲ σᾶς καὶ σὲ ὅλο τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ θὰ εἶναι χαρὰ ὅλου τοῦ λαοῦ, διότι γεννήθηκε σήμερα γιὰ σᾶς Σωτῆρας, ὁ ὁποῖος ὡς ἄνθρωπος βέβαια εἶναι ὅμοιος μὲ σᾶς, ἀλλὰ εἶναι καὶ χρισμένος μὲ τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος˙ ὡς Θεὸς ὅμως εἶναι καὶ Κύριός σας. Καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη τοῦ Δαβίδ, πρὸς τὸν ὁποῖο δόθηκαν οἱ ὑποσχέσεις ὅτι ἀπὸ τὸ γένος του θὰ προέλθει ὁ Χριστὸς")» (Λουκᾶ 2,10-11).
Μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε ὅτι ἦταν ἀρχάγγελος ἐκεῖνος ποὺ ἔφερε τὸ εὐχάριστο μήνυμα στοὺς ποιμένες, κατεβαίνοντας μαζὶ μὲ τὴν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του στρατιά, γιὰ νὰ φέρει τὴν εὐχάριστη εἴδηση τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔστω καὶ ἂν τότε συνομιλοῦσε μὲ αὐτοὺς ἐντελῶς μόνος, χωρὶς νὰ φαίνεται μὲ τὰ μάτια τους ἡ ὑφιστάμενή του στρατιά, ἐπειδὴ ἀπὸ τὴ φύση της εἶναι ἀόρατη.


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον


ΠΗΓΕΣ:

•    Ἁγίου Κυρίλλου, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματικὴ εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αἰγαίου, ἐρευνητικὸ ἔργο «Οἱ δρόμοι τῆς πίστης: Ψηφιακὴ Πατρολογία»
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam .pdf)
•    Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας Ἅπαντα τὰ ἔργα, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Α΄», τόμος 25, κεφάλαιο 2ο, σελ. 171-187.
•    Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.
•    https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
•    https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
•    Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου