Ὁμιλία (54η) ὅτι μετὰ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου θὰ εἶναι καὶ στοὺς ἐνάρετους μεγαλύτερη ἡ ἀμοιβὴ καὶ στοὺς ἀπειθεῖς περισσότερη ἡ τιμωρία καὶ περὶ διαφόρων παθῶν καὶ ἀρετῶν
Ἐκφωνήθηκε τὴν δέκατη (Ι΄) Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ, δηλαδή τὴν πρὸ τῶν προπατόρων
Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς
Ὁ παλαιὸς νόμος κήρυττε ὅτι ποιητὴς καὶ δεσπότης τοῦ οὐρανοῦ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ θεσμοθετοῦσε τὰ τότε θεάρεστα σὲ ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὸν νόμο, ἀλλὰ δὲν πρόσφερνε ἐπαγγελία οὐράνιων ἀγαθῶν, οὔτε ὑποσχόταν στοὺς ὑπάκουους κοινωνία πρὸς τὸν Θεὸ καὶ αἰώνια καὶ οὐράνια κληρονομιά.
Ἀφ’ ὅτου ὅμως κατέβηκε σ’ ἐμᾶς μὲ σάρκα ὁ παμβασιλέας Χριστός, ὥστε, ὅπως λέγει ὁ Ἴδιος, «νὰ καλέσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια», εἶναι μεγαλύτερες οἱ ἀμοιβὲς πρὸς ὅσους ὑπακούουν καὶ μετανοοῦν, πολιτεύονται μὲ τὰ ἔργα τῆς μετάνοιας σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τηροῦν τὶς περιλαμβανόμενες σ’ αὐτὸ θεῖες ἐντολές. Καὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς μεγαλύτερες, ἀλλὰ καὶ ἔχουν ἀσύγκριτη ὑπεροχὴ· γιατί μέσῳ αὐτῶν ἔχει ἐπαγγελθεῖ βασιλεία οὐρανῶν καὶ φῶς ἀνέσπερο καὶ υἱοθεσία οὐράνια καὶ σκηνώματα ὑπερκόσμια καὶ ζωὴ θεία καὶ αἰώνια, καὶ κάτι περισσότερο ἀπὸ αὐτὰ· γιατί λέγει, «θὰ γίνομε κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ», καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος λέγει, «ἐγὼ ἦρθα γιὰ νὰ ἔχετε ζωὴ καὶ ἀκόμη περισσότερα». Αὐτὰ ὅμως δὲν εἶναι ἦχος κενῶν λόγων, οὔτε ἀναφορὰ ἁπλῶν λέξεων, ἀλλὰ πράγματα ποὺ δὲν μετακινοῦνται καὶ ἐπιφυλάσσονται ἀληθινὰ ὡς ἔπαθλα γιὰ τοὺς πιστοὺς καὶ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ.
Ἑπομένως εἶναι ἀναγκαῖο αὐτοὶ ποὺ πρόκειται νὰ κερδίσουν τὰ ἔπαθλα ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ προηγουμένως νὰ ἐκτελέσουν τὰ ἀθλήματα, γιὰ νὰ καταστήσουν τοὺς ἑαυτούς των ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος χωρητοὺς στὶς οὐράνιες μονές, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο δεκτικοὺς καὶ χωρητικοὺς τῶν ἀγαθῶν ποὺ βρίσκονται σ’ αὐτές, ὥστε νὰ μὴ ἐπιχειρήσουν καὶ τὰ πραγματικὰ χειρότερα, ξεπέφτοντας ἀπὸ τὰ πραγματικὰ καλύτερα.
Γιατί εὔλογα καὶ κατὰ φυσικὸ λόγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνοι ποὺ ἁμάρταναν ἦταν ἀνεκτότεροι, καὶ λιγώτερη ἡ ἀκρίβεια τῶν ἐνταλμάτων, τώρα ὅμως σ’ αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν ἀμετανόητα ἐπιφυλάσσεται κρίση φοβερὴ καὶ κόλαση αἰώνια, πῦρ ἄσβεστο, σκότος ἐξώτερο, σκουλήκι ἀκοίμητο, ἐλεεινὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν, ὀδύνη καὶ θλίψη καὶ στενοχώρια, πένθος ἀτελείωτο καὶ ἀπαρηγόρητο, καὶ πέρα ἀπὸ αὐτά, ἢ καλύτερα πρὶν ἀπὸ αὐτά, ὁ παντοτινὸς χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ἀποξένωση ἀπὸ κάθε ἀγαθὸ ποὺ εὐφραίνει ἀληθινά.
Ὅτι βέβαια ὅσοι παρέβαιναν τὶς διατάξεις τοῦ νόμου πρὶν ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία ἦταν ἀνεκτότεροι, μετὰ τὸν νόμο ὅμως ἀπαιτεῖται μὲ μεγαλύτερη σφοδρότητα ἡ φύλαξη τῶν εὐαγγελικῶν παραγγελμάτων ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀναμένουν νὰ ἐπιτύχουν τὰ ὅσα ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός, ἂς μᾶς διδάξει ὁ μέγας Παῦλος. Γιατί λέγει· «ἂν ὁ λόγος ποὺ λαλήθηκε μέσῳ ἀγγέλων ἐπιβεβαιώθηκε καὶ κάθε παράβαση καὶ παρακοὴ ἔλαβε δίκαια μισθαποδοσία, πῶς ἐμεῖς θὰ ξεφύγομε ποὺ ἀμελήσαμε γιὰ τόσο σπουδαία σωτηρία, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔλαβε ἀρχὴ ἀπὸ τὸν Κύριο, ἔπειτα ἐπιβεβαιώθηκε σ’ ἐμᾶς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴν ἄκουσαν, ἐνῷ ὁ Θεὸς τὴν ἐπιβεβαίωνε παράλληλα μὲ σημεῖα καὶ τέρατα καὶ ποικίλα θαύματα καὶ διαμοιρασμὸ χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος σύμφωνα μὲ τὴ θέλησή του;».
Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέγει, «ὅταν ἁμαρτάνομε ἐμεῖς μετὰ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας, δὲν ἀπομένει πλέον θυσία γι’ ἁμαρτίες, ἀλλὰ φοβερὴ ἀναμονὴ κρίσεως καὶ ζῆλος πυρὸς ποὺ πρόκειται νὰ καταφάγει τοὺς ἀντίθετους».
Ἂς ἐπιβεβαιώσει ἐπίσης τὸν λόγο ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ποὺ ταλανίζει βέβαια τὶς πόλεις στὶς ὁποῖες ἔγιναν τὰ περισσότερα θαύματά του καὶ ὅμως δὲν μετανόησαν, λέγοντας, «ἀλλοίμονό σου, Χοραζὶν ἀλλοίμονό σου, Βηθσαϊδᾶ», καὶ προσθέτει ὅτι «ἡ γῆ τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας θὰ εἶναι ἀνεκτότερη τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, παρὰ ἐσεῖς», πρὸς ἐμᾶς ὅμως τί λέγει; «Ἂν δὲν ξεπεράσει ἡ δικαιοσύνη σας τὴ δικαιοσύνη τῶν Φαρισαίων καὶ Γραμματέων, δὲν θὰ εἰσέλθετε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Γιατί πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου οὔτε γιὰ τοὺς πρὸς τὸν Θεὸ ὅρκους ἐπιβαλλόταν καταδίκη μας οὔτε γιὰ τὴν μεταξύ μας ὀργὴ καὶ καταφρόνηση εἴχαμε νομοθετημένες τὶς εὐθύνες, ἀλλ’ οὔτε τὸ μὲ ἐμπάθεια κοίταγμα ξένης γυναίκας θεωροῦνταν γιὰ μᾶς μοιχεία, οὔτε το νὰ κατέχομε περιττὰ πράγματα καὶ νὰ μὴ δίνομε σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη μας ἀποδείκνυε ὅτι δουλεύομε στὸν Μαμμωνᾶ μὲ τὴ θέλησή μας, τώρα ὅμως θὰ δώσομε λόγο γιὰ ὅλες τὶς παραβάσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους καὶ θὰ μᾶς ζητηθεῖ ἡ εἰλικρίνεια καὶ ἡ ἀκρίβεια ὄχι μόνο τῶν ἔργων, ἀλλὰ καὶ τῶν λόγων, καὶ οὔτε τῶν λόγων μόνο, ἀλλὰ καὶ τῶν λογισμῶν. Γιατί λέγει, «ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου εἶναι πονηρός», δηλαδὴ ὁ ἐσωτερικὸς λογισμός, «ὅλο τὸ σῶμα σου εἶναι πονηρό».
Εἶπε βέβαια «ὀφθαλμὸς» στὸν ἑνικὸ ἀριθμό, γιὰ νὰ δείξει ὅτι μὲ αὐτὸν ὀνομάζει τὸν νοῦ· γιατί τοῦ σώματος οἱ ὀφθαλμοὶ δὲν εἶναι ἕνας.
Αὐτὸ δήλωσε καὶ μὲ αὐτὸ ποὺ πρόσθεσε, «ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι πονηρό», γιατί, ἀφοῦ εἶναι δύο οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ σώματος, ἂν εἶναι μόνο ὁ ἕνας τυφλός, δὲν ἔχει ὅλο τὸ σῶμα τὴν ἀβλεψία. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν εἶπε ὅτι ἐνεργεῖ μὲ πονηρὸ τρόπο, ἀλλ’ ὅτι εἶναι πονηρό, ἔδειξε φανερὰ ὅτι ὁμιλεῖ γιὰ τὴν κακὴ κατάσταση τῶν παθῶν μέσα στὴν ψυχὴ σχετικὰ μὲ τὴν ἁμαρτία· γι’ αὐτὸ καὶ προσθέτει λέγοντας, καὶ «ἂν τὸ μέσα σου φῶς», δηλαδὴ ὁ νοῦς καὶ ἡ διάνοια, «εἶναι σκότος, τὸ σκότος», δηλαδὴ τὸ σῶμα καὶ ἡ αἴσθηση, «πόσο θὰ εἶναι;».
Αὐτῆς τῆς κακῆς κατάστασης ποὺ ὑπάρχει στὰ κρυφὰ ὑποδεικνύοντας τὴ θεραπεία, παραγγέλλει νὰ προσευχόμαστε στὸν Πατέρα ποὺ βρίσκεται στὰ κρυφά, καὶ νὰ ἀσκοῦμε τὴν ἐλεημοσύνη στὰ κρυφά, καὶ νὰ καθαρίζομε μᾶλλον αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸ ποτήρι, δηλαδή τὸν μέσα μας ἄνθρωπο· γιατί ἔτσι καὶ τὰ ἐξερχόμενα ἀπὸ τὸ στόμα δὲν θὰ μολύνουν οὔτε θὰ μιαίνουν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ κάθε λόγος του θὰ εἶναι πρὸς ἁγιασμό του καὶ οἰκοδομὴ αὐτῶν ποὺ τὸν ἀκοῦνε. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ παραγγέλλει ἐπίσης νὰ ἔχει κανεὶς μαζί του γιὰ ἐπιβεβαίωση τῶν ἀμφιβαλλομένων τὴν ὁμολογία τῶν πραγμάτων, γιὰ τὴν ὁποία ἀλλοῦ ὁ Κύριος ἔλεγε· «νὰ εἶναι τὸ ναί σας ναί, καὶ τὸ ὄχι σας ὄχι· τὸ ἔξω ἀπὸ τὸ ναὶ καὶ ἀπὸ τὸ ὄχι προέρχονται ἀπὸ τὸν πονηρό».
Κανένας λοιπὸν ἀπὸ σᾶς, ἀδελφοί, νὰ μὴ τρέφει πονηροὺς λογισμούς, συντασσόμενος μὲ τὴν ἀκρισία μᾶλλον καὶ τὸ μῖσος καὶ τὴ μνησικακία καὶ τὴν κατάκριση, παρὰ μὲ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀλήθεια. Κανένας νὰ μὴ ρίχνει στὸ λυχνάρι τῆς καρδιᾶς του βόρβορο ἀντὶ γιὰ λάδι, δηλαδὴ τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς. Κανένας νὰ μὴν ἔχει στὴν κατοχὴ του θησαυροὺς πάνω στὴ γῆ, παραχώνοντας καὶ ἀποκλείοντας μ’ αὐτοὺς τὸ νοῦ του.
Κανένας νὰ μὴ προφέρει μὲ τὸ στόμα του τὰ ἀπὸ τὸν πονηρὸ ἔχοντας πρόχειρους τοὺς ὅρκους· γιατί αὐτὸς ποὺ φέρει στὴν ψυχή του τέτοια πράγματα καὶ τὰ βγάζει πρὸς τὰ ἔξω μὲ τὸ στόμα, καθιστᾶ τὸν ἑαυτό του κατοικητήριο καὶ ὄργανο καὶ ὑπηρέτη τοῦ πονηροῦ, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, πολὺ περισσότερο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι υἱὸς καὶ κληρονόμος τῆς ἐπηγγελμένης οὐράνιας καὶ αἰώνιας βασιλείας ἐκείνου. Γιατί πῶς θ’ ἀποκτήσει αὐτὴν αὐτὸς ποὺ φρονεῖ καὶ λέγει καὶ πράττει ὄχι τὰ θελήματα τοῦ ἀγαθοῦ Δεσπότη, ἀλλὰ τοῦ πονηροῦ ἀποστάτη;
Ἄρα λοιπὸν καὶ αὐτὸς ποὺ ἀποφεύγει τοὺς ὅρκους, νὰ μὴ λέγει ἁπλῶς τὸ ναὶ καὶ τὸ ὄχι, ἀλλὰ νὰ τὰ λέγει μὲ ὅλη τὴν ἀλήθεια, ὥστε καὶ τὰ πράγματα νὰ δείχνονται σύμφωνα μὲ τὰ λόγια. Γιατί ἔτσι θὰ εἶναι τὸ ναὶ ναὶ καὶ τὸ ὄχι ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ παραγγελία. Ἐὰν ὅμως ὁ λόγος δὲν στηρίζεται στὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ τὰ πράγματα ἀντίκεινται στὰ λόγια, τὸ ναὶ θὰ εἶναι ὄχι καὶ τὸ ὄχι ναί, κι ἔτσι πάλι ὄντας ψεῦδος θὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν Διάβολο.
Γιατί τὸ ψεῦδος προέρχεται ἀπὸ τὸν Διάβολο, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ πατέρας αὐτοῦ, καὶ ἀπὸ αὐτὸν οἰκειοποιεῖται καὶ υἱοθετεῖται αὐτὸς ποὺ ψευδολογεῖ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μέτοχος τοῦ Πνεύματος τῆς ἀλήθειας, οὔτε νὰ εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ ἀπόστολος γράφοντας πρὸς τοὺς Ἐφεσίους· «νὰ ἀνανεώνεσθε σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ νοῦ σας καὶ νὰ ντυθεῖτε τὸν νέο ἄνθρωπο ποὺ κτίσθηκε σύμφωνα μὲ τὸν Θεὸ πρὸς ἀληθινὴ δικαιοσύνη καὶ ἁγιότητα, καὶ ἀπορρίπτοντας τὸ ψεῦδος, νὰ λέγετε τὴν ἀλήθεια ὁ καθένας μὲ τὸν πλησίον του, γιατί εἴμαστε μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου».
Τί σημαίνει «νὰ ἀνανεώνεσθε σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ νοῦ σας καὶ νὰ ντυθεῖτε τὸν νέο ἄνθρωπο ποὺ κτίσθηκε σύμφωνα μὲ τὸν Θεὸ πρὸς ἀληθινὴ δικαιοσύνη καὶ ἁγιότητα»; Ὅταν ὁ Θεὸς παλαιὰ ἔπλασε τὸν προπάτορά μας Ἀδὰμ κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή του, δὲν ἔβαλε μέσα σ’ αὐτὸν καμμιὰ κακία, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ ἐμφύσησε σ’ αὐτὸν καὶ τὴ χάρη τοῦ θείου Πνεύματος ποὺ τὸν κρατοῦσε σὲ νεότητα καὶ τοῦ διατηροῦσε τὴν ὁμοίωση.
Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνος διέπραξε τὴ χειρίστη ἀδικία, μὴ ὑπακούοντας στὸν πλάστη του καὶ πιστεύοντας σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὸν φθόνησε, συμπαρατάχθηκε μὲ τὸ ψεῦδος, ἀποδεχόμενος ἐκεῖνον ποὺ παρουσίασε ψευδῆ τὴ θεία ἐντολή, ἀφοῦ ἐξέπεσε ἀπὸ τὴ θεία χάρη, κατέστη, ἀντὶ νέος, παλαιὸς καὶ ἐφθαρμένος, μὴ ὄντας σύμφωνα μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ καθ’ ὁμοίωση τοῦ ποιητῆ, οὔτε μπορῶντας νὰ γεννᾶ ὅμοιους μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὅμοιους μὲ τὸν ἑαυτό του, παλαιοὺς καὶ ἐφθαρμένους· γιατί μὲ τοὺς ἕτοιμους πρὸς φθορὰ συνυπάρχει ἡ παλαίωση.
Γι’ αὐτὸ γίνεται γιὰ μᾶς νέος Ἀδάμ, ποὺ δὲν παλαιώνει, «ὁ ὁποῖος ἁμαρτία δὲν διέπραξε οὔτε βρέθηκε δόλος στὸ στόμα του», τὸν ὁποῖο ἐμεῖς τώρα ἔχομε Πατέρα τοῦ μελλοντικοῦ αἰῶνα καὶ ἀρχηγὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Αὐτὸς καὶ τὶς ἁμαρτίες μας σήκωσε καὶ ἀφήρεσε ἀπὸ τὴ μέση την παλαίωση.
Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ντύθηκε γιὰ χάρη μας σάρκα ἀπὸ τὴν Παρθένο, τοῦ ὁποίου τὴ γέννηση ἀρχίσαμε νὰ προερτάζομε σήμερα, τιμῶντας τὴ μνήμη τῶν πρὸ τοῦ νόμου καὶ κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ νόμου πατέρων, γιατί ἔλαμψαν τότε ἐξ αἰτίας τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς θεοσέβειάς τους, τῶν ὁποίων εἶναι οἱ προρρήσεις καὶ πρὸς τοὺς ὁποίους δόθηκαν οἱ ἐπαγγελίες καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους προῆλθε κατὰ σάρκα ὁ Χριστός.
Αὐτὸς γεννιέται γιὰ μᾶς σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο μας, ἀπὸ Παρθένο ὅμως, ὥστε ἀπὸ μᾶς νὰ μᾶς ἀναπλάσει καὶ μέσῳ τοῦ θείου βαπτίσματος νὰ μᾶς ἀνακαινίσει καὶ νὰ μᾶς κάμει πάλι χωρητικοὺς τῆς χάριτος τοῦ θείου Πνεύματος, ντύνοντας μὲ ἀληθινὴ δικαιοσύνη καὶ ἁγιότητα ἐκεῖνον ποὺ πλάσθηκε σ’ αὐτὸν σύμφωνα μὲ τὸν Θεό, τὶς ὁποῖες αὐτὸς ἐπεξεργάσθηκε μόνος του, καταντροπιάζοντας βέβαια ὁλοκληρωτικὰ τὸν πονηρό, ἂν καὶ τὸν πρόσβαλε μὲ πολλοὺς τρόπους, ἀλλ’ ὑπακούοντας δίκαια μέχρι τὸ τέλος στὸν Πατέρα του, παρουσίασε τὴν πρὸς αὐτὸν ὑπακοὴ ὡς πρόξενο τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.
Αὐτὲς ὅμως τὶς ἀρετές, ἀφοῦ τὶς ἐκπλήρωσε ὁ ἴδιος, τὶς ἔδωσε σ’ ἐμᾶς νὰ τὶς φυλάγομε. Γιατί λέγει, «ὁ νόμος δόθηκε μέσῳ τοῦ Μωυσέως, ἡ χάρη καὶ ἡ ἀλήθεια πραγματοποιήθηκε μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἐμεῖς φυλάσσοντας αὐτές, κατὰ τὸν μέλλοντα βέβαια αἰῶνα θὰ λάβομε καὶ τὸ σῶμα νέο καὶ ἀνώτερο φθορᾶς, ἐνῷ τώρα ἀνανεωνόμαστε μὲ τὴν ὁμοφροσύνη καὶ συνένωση μὲ αὐτὸν μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ νοῦ μας, προκόβοντας μὲ τὴ χάρη αὐτοῦ καθημερινὰ πρὸς τὸ καλύτερο.
Γιατί ὅταν μᾶς ἀναγέννησε ὁ ἴδιος, δὲν μᾶς χώρισε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του· γιατί μᾶς γέννησε πνευματικά, ὄχι σαρκικά, καὶ ὅπως αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε κατὰ φύση ἀπὸ τὸν Πατέρα προαιώνια παραμένει ἀχώριστος ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα του, ἔτσι θέλει καὶ ἐμεῖς ποὺ γεννηθήκαμε κατὰ χάρη ἀπὸ αὐτὸν κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες νὰ εἴμαστε ἀχώριστοι ἀναμεταξύ μας καὶ ἀπὸ αὐτόν.
Καὶ αὐτὸ δηλώνοντας ἔλεγε πρὸς τὸν Πατέρα του γιὰ τοὺς μαθητές του ὁ Κύριος· «δῶσε, Πατέρα, σ’ αὐτοὺς νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα, ὅπως ἐγὼ εἶμαι μέσα σὲ σένα καὶ σὺ μέσα σὲ μένα, νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ μέσα σὲ μᾶς ἕνα ἀληθινά».
Γι’ αὐτὸ καὶ πάλι λέγει ἀλλοῦ· «ὁ Κύριος εἶναι κεφαλή μας, ἐνῷ ἐμεῖς μέλη μεταξύ μας». Καὶ ἐδῶ ὅμως, ἀφοῦ εἶπε «ντυθεῖτε τὸν νέο ἄνθρωπο», πρόσθεσε, «καὶ νὰ λέγετε ὁ καθένας πρὸς τὸν πλησίον του τὴν ἀλήθεια, γιατί εἴμαστε μέλη μεταξύ μας», ἐννοῶντας ἀκριβῶς αὐτό, ὅτι, ὅπως ὁ ὀφθαλμός, ποὺ εἶναι μέλος δικό μας, δὲν μᾶς παρουσιάζει τὸ φῶς σκότος καὶ τὸ σκότος φῶς, καὶ ὅπως αὐτὴ ἡ γλῶσσα, ποὺ εἶναι μέλος δικό μας, δὲν μᾶς παρουσιάζει τὸ γλυκὺ πικρὸ καὶ τὸ πικρὸ γλυκύ, ἀλλ’ ὅπως εἶναι τὸ καθένα πραγματικά, τέτοιο παρουσιάζεται σ' ἐμᾶς μὲ τὰ μέλη ποὺ μποροῦν νὰ τὰ κρίνουν, ἔτσι ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ποὺ φέρομε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ εἶναι μέλος ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, νὰ μὴ λέγει τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ γνωρίζεται ἀληθινὰ ἀπὸ αὐτὸν ἀλλιῶς εἶναι πλάνος καὶ ἀντίθετος, ἀλλ’ ὄχι μέλος καὶ οἰκεῖος.
Ἔτσι ἀκούσαμε ὅμως τὸν Κύριο νὰ λέγει καὶ γιὰ τὴν ὀργὴ· «αὐτὸς ποὺ ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρὶς λόγο, θὰ εἶναι ἔνοχος κατὰ τὴν κρίση, ἐνῷ ὅποιος τὸν λέγει, "βλάκα", θὰ εἶναι ἔνοχος στὸ συνέδριο· ὅποιος πάλι τὸν πεῖ, "μωρό", θὰ εἶναι ἔνοχος γιὰ τὴ γέεννα τοῦ πυρός».
Ἂν καὶ βέβαια φαίνονται μικρὰ αὐτά, ἀλλ’ ὅμως κλονίζουν καὶ καταστρέφουν τὸ μέγα ἀγαθὸ τῆς ἀγάπης καὶ παρέχουν εὐκαιρία στὸν Διάβολο. Γιατί λέγει· «νὰ μὴ σᾶς βρίσκει ἡ δύση τοῦ ἡλίου ἀκόμη ὀργισμένους, καὶ νὰ μὴ δίνετε τόπο νὰ δρᾶ ὁ Διάβολος».
Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ μὲ τὴν ἐπίταση καὶ παράταση τοῦ ἐξοργισμοῦ ἔφθασε σὲ ὕβρεις ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ προβεῖ σὲ συμφιλίωση, ἐκπίπτοντας ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀγάπης καὶ γεμίζοντας ἀπὸ τὸ ἀντίθετο σκότος, παρέχει τόπο στὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους, καὶ ἔχοντάς τον ἔνοικο κατὰ κάποιο τρόπο, ἀφοῦ εἶναι σὰν νὰ περιέχεται στὸν ἴδιο τώρα μ’ ἐκεῖνον τόπο, ὁπωσδήποτε θὰ πέσει μαζί του καὶ στὴν ἑτοιμασμένη γιὰ ἐκεῖνον γέεννα, ἀφοῦ εἶναι ἔνοχος καὶ ὑπεύθυνος, ἂν μὲ τὴ μετάνοια μαζὶ μὲ τὸ μῖσος πρὸς τὸν ἀδελφὸ δὲν βγάλει ἔξω καὶ τὸν ἀρχηγὸ καὶ πρωτοστάτη τοῦ μίσους.
Κάθε πικρία λοιπόν, ἀδελφοί, καὶ κάθε θυμὸς καὶ ὀργή, κραυγὴ καὶ βλασφημία, νὰ ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ σᾶς, μαζὶ μὲ κάθε κακία· γιατί, ἂν τὸ νὰ ποῦμε κάποιον μωρό, ὅταν τὸ λέμε μὲ ὀργή, κρίθηκε ἄξιο τέτοιας καταδίκης, τί θὰ ποῦμε γιὰ τὶς ἄλλες ὕβρεις καὶ βλασφημίες, στὶς ὁποῖες καταφεύγομε ὅταν κυριευόμαστε ἀπὸ τὸν θυμό;
Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, ἂς σπεύδομε νὰ καταπνίξομε τὸ φοβερὸ αὐτὸ θηρίο, τὸν θυμό, καὶ νὰ χαλιναγωγήσομε τὴ γλῶσσα μας· γιατί δίνομε σ’ αὐτὰ τόπο ἐναντίον τῆς ψυχῆς μας μᾶλλον, ὅταν τὸν δίνομε, καὶ ὄχι ἐναντίον αὐτῶν ποὺ μισοῦμε. Ἂν λοιπὸν κανεὶς ἀπὸ ὀργὴ λέγει τὴν ἀπαγορευμένη αὐτὴ λέξη, λέγοντας «μωρὸν» αὐτὸν ποὺ ἀπὸ εὐσέβεια εἶναι προσκολλημένος σὲ ἀδελφότητα, ἂς φρίξει ἀπὸ τὴ δεσποτικὴ ἀπόφαση καὶ ἂς μὴ ἐκτείνει τόσο πολὺ τὴν ὀργὴ· ἂν πάλι ὄχι ἀπὸ ὀργή, οὔτε τότε αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι δικαιολογημένα.
Γιατί λέγει, «κανένας σαπρὸς λόγος νὰ μὴ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα σας, ἀλλὰ νὰ βγαίνει λόγος ἀγαθὸς πρὸς οἰκοδομή, γιὰ νὰ δίνει χάρη σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀκοῦνε», καὶ «πορνεία καὶ πλεονεξία καὶ κάθε ἀκαθαρσία οὔτε κἂν ν’ ἀναφέρεται ἀνάμεσά σας, ὅπως πρέπει σὲ ἁγίους, καθὼς ἐπίσης καὶ αἰσχρότητα καὶ μωρολογία ἢ εὐτραπελία, τὰ μὴ πρέποντα πράγματα».
Τί σημαίνει «οὔτε κἂν ν’ ἀναφέρεται πορνεία ἀνάμεσά σας»; Δὲν τὸ χαρακτηρίζει ὡς ἔγκλημα τὸ νὰ ἀναφέρεται ἀπὸ ἄλλους· γιατί δὲν εἶναι στὸ χέρι μας νὰ τὸ παθαίνομε αὐτό, οὔτε εἶναι ὁπωσδήποτε ἔνοχος αὐτὸς ποὺ κακῶς ἀκούει. Κι αὐτὸ δηλώνοντας ἀλλοῦ, ὅτι βδελυρὸ δὲν εἶναι το νὰ λέγεται κανείς, ἀλλὰ τὸ νὰ εἶναι πόρνος, λέγει· «ἂν κάποιος ποὺ ὀνομάζεται πόρνος εἶναι πραγματικά, μὲ αὐτὸν οὔτε νὰ συντρώγετε».
Δὲν λέγει λοιπὸν ἐδῶ νὰ προσέχει κανεὶς αὐτό, τὸ νὰ μὴ ὀνομάζεται τέτοιος, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ ἀναφέρει μὲ τὴ γλῶσσα κανένα ἀπὸ τὰ ὀνόματα ποὺ προκαλοῦν ἀκαθαρσία· γι’ αὐτὸ καὶ πρόσθεσε συνάπτοντας μὲ τὸ παραπάνω τοῦτο, «καὶ αἰσχρότητα καὶ μωρολογία καὶ εὐτραπελία, ποὺ δὲν εἶναι πρέποντα». Σὲ ποιούς δὲν εἶναι πρέποντα; Στοὺς ἁγίους ποὺ ἀνέφερε παραπάνω. Γιατί, ἀφοῦ εἶπε, «κάθε ἀκαθαρσία οὔτε κἂν ν’ ἀναφέρεται ἀνάμεσά σας», δηλαδὴ οὔτε κἂν νὰ λέγεται ἀπὸ σᾶς, πρόσθεσε, «ὅπως πρέπει σὲ ἁγίους».
Ἁγίους βέβαια ἐδῶ δὲν λέγει αὐτοὺς ποὺ ἀναχώρησαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ βρίσκονται τώρα μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ δοξάζονται ἀπὸ ἐμᾶς ἐπειδὴ εὐαρέστησαν τελείως τὸν Θεὸ καὶ κατέκλεισαν τὴ ζωὴ τοὺς μὲ ἄριστο καὶ θεάρεστο τέλος, ἀλλ’ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔχουν παραδώσει τὸν ἑαυτό τους στὸν Θεὸ μέσῳ τοῦ βαπτίσματος στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί, ἂν τὸ σκεῦος ποὺ ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ εἶναι ἅγιο καὶ κάθε προσφορὰ σ’ αὐτό, καὶ μάλιστα αὐτὴ ποὺ προσφέρεται πρὸς ἁγιασμό, πολὺ περισσότερο εἶναι ἅγιος ὁ ἄνθρωπος ποὺ προσφέρθηκε στὸν Θεὸ μὲ ἅγιες συμφωνίες καὶ προσλήφθηκε μέσῳ τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας· γιατί ἀπὸ ἐκεῖ ἀπέκτησε καὶ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος τῆς ἁγιωσύνης.
Ἀλλὰ ποιές διαβεβαιώσεις καὶ ὑποσχέσεις δώσαμε, ὥστε νὰ προσληφθοῦμε ἀπὸ τὴν οὐράνια χάρη τοῦ Πνεύματος; Ὁπωσδήποτε, γιὰ νὰ μιλήσω μὲ συντομία, ὅτι θὰ ὑποταχθοῦμε στὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος λέγει, ἀγωνισθεῖτε «νὰ μπεῖτε ἀπὸ τὴ στενὴ πύλη, γιατί εἶναι πλατειὰ ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια καὶ πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποῦ μπαίνουν ἀπὸ αὐτή, ἀντίθετα εἶναι στενὴ ἡ πύλη καὶ γεμάτη θλίψη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή, καὶ λίγοι τὴ βρίσκουν».
Ἀπὸ τὴ στενὴ πύλη δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ οὔτε ὁ ντυμένος μὲ ὄγκο δόξας καὶ ὑπερηφάνειας, οὔτε ὁ φορτωμένος μὲ πλεονεξία καὶ φιλοκτημοσύνη, οὔτε ὁ ἀποχαυνωμένος ἀπὸ ἡδονὴ καὶ ἄνεση. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀταίριαστα στοὺς Χριστιανοὺς ἡ εὐτραπελία καὶ ἡ ἀστειότητα, γιατί προκαλεῖ στὴν ψυχὴ ἀποχαύνωση, οὔτε ἡ μωρολογία, γιατί εἶναι δεῖγμα ὑπερηφάνειας, οὔτε καὶ ἡ αἰσχρότητα τῶν λόγων, ὡς ἔναυσμα καὶ προτροπὴ πρὸς πορνεία, «ἀλλὰ μᾶλλον ταιριάζει εὐχαριστία», ὅπως συμπληρώνοντας λέγει ὁ Παῦλος.
Καὶ φαίνεται βέβαια ἀνακόλουθος πρὸς τὸν ἑαυτό του ὁ λόγος, ὅτι ταιριάζει στοὺς ἁγίους ὄχι αἰσχρότητα καὶ εὐτραπελία, «ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστία», εἶναι ὅμως καὶ πολὺ ἀκόλουθος. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐδῶ ἁγίους ὀνομάζει τοὺς ἁγιασμένους μὲ τὴ χάρη τοῦ βαπτίσματος στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ ἀκριβῶς λέγει πρὸς ἐμᾶς, ὅτι δηλαδή, ἀφοῦ ἐλάβαμε δωρεάν τη χάρη αὐτοῦ τοῦ εἴδους, δὲν ταιριάζει ν’ ἀσχολούμαστε μὲ τίποτε ἄλλο, παρὰ μὲ τὴν εὐχαριστία αὐτοῦ ποὺ μᾶς πρόσφερε αὐτὴ τὴ μεγαλοδωρεά, καὶ δὲν τὴν πρόσφερε ἁπλῶς, ἀλλὰ καὶ μᾶς τὴν ἔδωσε ὡς ἀρραβῶνα τῆς αἰώνιας κληρονομιᾶς ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκε, ἂν κρατήσομε μέχρι τὸ τέλος σταθερὰ μὲ τὴν ἀγαθοεργία τὸν ἀρραβῶνα αὐτόν.
Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ Κύριος στὰ εὐαγγέλια, «προσέχετε τοὺς ἑαυτούς σας, μήπως μὲ τὶς βιωτικὲς μέριμνες γίνουν βαρειὲς οἱ καρδιές σας». Γιατί, «ἂν ὁ κακὸς δοῦλος πεῖ, ἀργοπορεῖ νὰ ἔρθει ὁ Κύριός μου», καὶ ἀρχίσει νὰ πολεμᾶ καὶ ν’ ἀδιαφορεῖ, «θὰ ἔρθει ὁ Κύριος κάποια μέρα ποὺ δὲν τὸ περιμένει καὶ ὥρα ποὺ δεν τη γνωρίζει, καὶ θὰ τὸν διχοτομήσει» (δηλαδὴ θὰ τὸν ἀποκόψει ἀπὸ τὴ χάρη ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ) «καὶ θὰ τὸν τοποθετήσει μαζὶ μὲ τοὺς ὑποκριτές», οἱ ὁποῖοι ὑποκρίνονται καὶ ὀνομάζονται, ἀλλὰ δὲν εἶναι Χριστιανοί.
Αὐτὸ γνωρίζοντας ὁ μέγας Παῦλος προσθέτει καὶ ἐπιβεβαιώνει καὶ παραγγέλλει γράφοντας· «αὐτὸ νὰ γνωρίζετε, ὅτι κάθε πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, δηλαδὴ εἰδωλολάτρης, δὲν ἔχει κληρονομιὰ στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ. Κανένας νὰ μὴ σᾶς ἀπατᾶ μὲ κούφια λόγια· γιατί γι’ αὐτὰ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στοὺς υἱοὺς τῆς ἀπείθειας. Νὰ μὴ γίνεσθε λοιπὸν συμμέτοχοι αὐτῶν».
Καὶ φαίνεται βέβαια ὁ Παῦλος νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ διατυπώνει τὴ γνώμη του σκληρὰ· γιατί πόρνο ἐδῶ καὶ ἀκάθαρτο κάλεσε τὸν εὐτράπελο καὶ αἰσχρολόγο καὶ τὸν ἀπέκοψε ἀπὸ τὴν κληρονομιὰ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Ὁ Κύριος ὅμως νομοθετῶντας γιὰ μᾶς ξεπέρασε καὶ αὐτὴν τὴν ἀπόφαση· γιατί κάλεσε μοιχεία την ἀπὸ τὴν περίεργη θέα ἐπιθυμία στὴν ψυχή, ὥστε, καθαρίζοντας τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς μέσα στὴ διάνοια, νὰ ζοῦμε στὴ γῆ μὲ τρόπο ἀγγελικό. Γιατί γι’ αὐτὸ πραγματικὰ κατέβηκε αὐτὸς σὲ μᾶς, μένοντας στὸν οὐρανὸ ὡς Θεός, ὥστε καὶ ἐνῷ ἀκόμη ἐμεῖς μένομε στὴ γῆ νὰ μᾶς ἀνεβάσει στοὺς οὐρανοὺς μὲ τὸν ἀγγελικὸ τρόπο ζωῆς. Γι’ αὐτὸ πάλι λέγει ὁ Παῦλος· «τὸ δικό μας πολίτευμα βρίσκεται στὸν οὐρανό, ὅπου πρόδρομος γιὰ χάρη μας μπῆκε ὁ Ἰησοῦς».
Εὔχομαι καὶ ἐμεῖς, ἀκολουθῶντας αὐτόν, τώρα βέβαια μὲ τὸν θεοφιλῆ βίο, ἐνῷ στὸν μέλλοντα αἰῶνα μὲ τὴ θέαση τῶν ἀνέκφραστων καὶ αἰώνιων ἀγαθῶν ποὺ μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ, νὰ συνυπάρχομε καὶ νὰ ζοῦμε αἰώνια μ’ αὐτόν, δοξάζοντας αὐτὸν μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Γένοιτο.
(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμᾶ Ἔργα, ΕΠΕ, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»)
Ἀναδημοσίευση ἀπό Ἀναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου