Ὀτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου
(Ἱστορικὴ προσέγγιση τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως)
Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀποτελεῖ τὸ μέγιστο γεγονός τα ἀνθρώπινης ἱστορίας, τέμνοντάς την στὴν πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστὸν ἐποχὴ καὶ ἀλλάζοντας τὴν ροὴ τῶν ἱστορικῶν πραγμάτων καὶ τὴν πορεία τοῦ κόσμου, ἀπὸ κατιοῦσα σὲ ἀνιοῦσα. Ὁ Θεός, ὁ κύριος τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας, κατέρχεται ἀπὸ τὰ ἀσύλληπτα ὕψη τῆς δόξας Του, εἰσέρχεται στὸν χρόνο καὶ περιορίζεται στὸν χῶρο, γιὰ νὰ ἐπιτελέσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως.
Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ κάμει τὸν ἄνθρωπο Θεό, σωστότερα, νὰ τοῦ δώσει τὴ δυνατότητα νὰ γίνει κατὰ χάριν Θεός. Νὰ τὸν καταστήσει ἀπελεύθερο ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ κληρονόμο τῆς βασιλείας Τοῦ (Γάλ.4,7).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας τὴν περίφημη ἐπιστολὴ τοῦ πρὸς στοὺς χριστιανούς της Γαλατίας (περιοχὴ τῆς Ἀγκύρας τῆς Μ. Ἀσίας), ἐπισημαίνει πὼς «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ, γενόμενον ὑπὸ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμου, ἵνα τους ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσει, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβομεν» (Γαλ.4,4).
Εἶναι ἡ πρώτη ἱστορικὴ προσέγγιση τοῦ κοσμοσωτηρίου γεγονότος ἀπὸ τὸ μεγάλο ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος ὡς τὸ ἀλάνθαστο στόμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πέρα ἀπὸ τὴν θεολογικὴ διάσταση, τονίζει καὶ τὴν ἱστορική του πτυχή.
Ἐν μέσῳ ἑνὸς ἀπίστευτου κυκεῶνα μυθικῶν δοξασιῶν καὶ ἀντιλήψεων τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, περὶ «σωτήρων θεῶν», ἐξαίρει τὴν ἱστορικὴ πτυχὴ τῆς σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ, σὲ συγκεκριμένο χρόνο καὶ χῶρο, γιὰ νὰ ἀποδείξει στοὺς ἀποδέκτες τῶν ἐπιστολῶν του, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μιὰ ἀόριστη μυθοπλασία, σὰν αὐτὲς τῶν παγανιστικῶν θρησκευμάτων, ἀλλὰ ἕνα ἱστορικὸ πρόσωπο.
Εἶναι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος παρακινούμενος ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη γιὰ τὸν πεσόντα στὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο, καταδέχτηκε νὰ γίνει ἄνθρωπος, κατὰ πάντα ὅμοιος μὲ τὸ πλάσμα Του. Εἰσῆλθε στὴν ἱστορία, κατέστη ὁ Θεάνθρωπος, γιὰ νὰ εἶναι ἡ σωτηρία πραγματικὴ καὶ ὄχι συμβολική.
Σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλο, γιὰ τὴν ὑλοποίηση τοῦ προαιωνίου σχεδίου τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, ὁ Θεὸς δημιούργησε τὶς κατάλληλες ἱστορικὲς συνθῆκες, ὥστε, ὅταν θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, νὰ ὑπάρχουν οἱ εὐνοϊκὲς ἐκεῖνες προϋποθέσεις γιὰ νὰ εὐοδωθεῖ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας καὶ νὰ διαδοθεῖ τὸ σωτήριο μήνυμα σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς οἰκουμένης.
Νὰ γίνει ἡ ἀπολύτρωση κτῆμα τὸ κάθε ἀνθρώπου καὶ δυνατότητα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ φῦλο, φυλή, χρῶμα, κοινωνική, οἰκονομικὴ καὶ κάθε ἄλλη διάκριση.
Σύμφωνα μὲ τὴν βιβλικὴ διδασκαλία καὶ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Θεός, εὐθὺς μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἔθεσε σὲ ἐφαρμογὴ τὸ προαιώνιο σχέδιό Του γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ πεσόντος ἀνθρώπου καὶ ὁλοκλήρου τῆς ὑλικῆς κτίσεως.
Δὲν ἐγκατέλειψε τὸν παραστρατημένο στὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο, ἀλλὰ μὲ ἀπόλυτο σεβασμὸ στὴν ἐλευθερία του, ὁδηγοῦσε τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία στὸν ὕψιστο σκοπό της, στὴν ἐν τῷ Σαρκωμένω Λόγῳ, ἀπολύτρωσή της.
Τοὺς ἀνήγγειλε ὅτι σὲ χρόνους μελλοντικοὺς θὰ ἔρθει «τὸ Σπέρμα τῆς Γυναικός», ὁ μυστηριώδης Γιὸς τῆς Γυναίκας, γιὰ νὰ συντρίψει τὸ κεφάλι τοῦ αἰτίου τῆς κακοδαιμονίας τους, τὸν νοητὸ ὄφη, τὸ διάβολο καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Γράφει τὸ ἱερὸ κείμενο τῆς Γενέσεως: «Καὶ ἔχθραν θήσω ἂνὰ μέσον σου καὶ ἂνὰ μέσον της γυναικὸς καὶ ἂνὰ μέσον του σπέρματός σου καὶ ἂνὰ μέσον του σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σοῦ τὴρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τὴρήσεις αὐτοῦ πτέρναν» (Γέν.3,15).
Εἶναι ἡ πρώτη μεγάλη προφητικὴ εἴδηση, τὸ λεγόμενο «Πρωτοευαγγέλιο», ἡ ὁποία χαράχτηκε βαθειὰ στὶς ψυχὲς τοῦ πρώτου ἀνθρωπίνου ζευγαριοῦ καὶ μεταδόθηκε σὲ ὅλους τοὺς ἀπογόνους τους, ὡς μιὰ ἀχτίδα ἐλπίδος καὶ γλυκιᾶς προσμονῆς γιὰ μελλοντική
λύτρωση ἀπὸ τὴν δίνη, ποὺ προκάλεσε ἡ πτώση.
Ὡς μιὰ ἐλπιδοφόρα παρηγοριὰ στὴν δυστυχία τους, ποὺ τοὺς συσσώρευσε ἡ ἀποστασία ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἁμαρτία.
Ἀργότερα, διὰ στόματος τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ, ἐκφράστηκε ἡ κρυφὴ προσμονὴ τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ κόσμου, ὡς «προσδοκία ἐθνῶν» (Γέν. 49,10).
Ὁ προαιώνιος Υἱὸς καὶ Λόγος Του θὰ ἀναλάμβανε νὰ ἀπολυτρώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος, διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. Θὰ γινόταν ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀπολυτρώσει τὸ ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ σατανᾶ, τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸ θάνατο.
Ἔτσι ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς πτώσεως ἄρχισε ἡ ὑλοποίηση τοῦ σχεδίου. Ὁ Ἄσαρκος Λόγος, δρῶντας μέσα στὴν ἱστορία μὲ ἀπόλυτη διακριτικότητα καὶ σεβασμὸ στὴν ἀνθρώπινη δραστηριότητα, προετοίμαζε, σταδιακὰ καὶ ἀθόρυβα, τὸ ἀνθρώπινο γένος νὰ δεχτεῖ τὴ σωτηρία του.
Στοὺς Ἑβραίους μίλησε μέσῳ τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἄλλων δικαίων, οἱ ὁποῖοι ἀνήγγειλαν, μὲ ἀρκετὴ σαφήνεια, τὸν ἐρχομό Του στὴ γῆ. Παράλληλα μίλησε καὶ σὲ διακεκριμένους ἀνθρώπους ἄλλων λαῶν, γιὰ τὸν ἐρχομό Του, προετοιμάζοντάς τους νὰ δεχτοῦν τὸ σωτήριο κήρυγμά Του. Πρόκειται γιὰ τὸν λεγόμενο «Σπερματικὸ Λόγο», ποὺ ἀναφέρουν οἱ Πατέρες. Αὐτὸς ἦταν ποὺ διατήρησε τὴν προσμονὴ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, Βορρᾶ καὶ Νότο, ὅλοι οἱ λαοὶ περίμεναν τὸν ἐρχομό Του, γι’ αὐτὸ καὶ ἔγινε δεκτὸ τὸ κήρυγμά Του καὶ διαδόθηκε σὲ ὅλο τὸν κόσμο, παρὰ τὰ τεράστια καὶ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, ποὺ εἶχε ἐγείρει ὁ διάβολος, μέσῳ τῶν ἐπιγείων ὀργάνων του, τοῦ παλιοῦ πτωτικοῦ κόσμου.
Ὅλες οἱ προχριστιανικὲς θρησκεῖες, παρὰ τὰ κραυγαλέα ἀρνητικά τους στοιχεῖα, ὅπως καὶ οἱ φιλοσοφίες, περιεῖχαν ἐλπιδοφόρες προσδοκίες γιὰ μιὰ μελλοντικὴ λύτρωση ἀπὸ ἕναν θεῖο λυτρωτή.
Κατευθύνοντας τὴν ἱστορία πρὸς τὸν τελεολογικό της σκοπὸ ὁ Ἄσαρκος Λόγος, ἀνέδειξε διακεκριμένα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἔγιναν ἄκοντα ὄργανα τοῦ θείου σχεδίου, ὅπως βασιλεῖς, στρατηγούς, πολιτικούς, νομοθέτες καὶ κοινωνικοὺς ἀναμορφωτές, ὡς ἄκοντες προωθητὲς τοῦ θείου σχεδίου.
Χωρὶς νὰ καταστρατηγήσει τὴν προσωπική τους ἐλευθερία καὶ βούληση, ὁδήγησε τὶς ἐπιλογές τους νὰ εἶναι κατευθυντῆρες καὶ βοηθητικὲς στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, προετοιμάζοντας τὴν ἀνθρωπότητα νὰ δεχτεῖ τὴν ἀπολύτρωση.
Ἡ προσδοκία περὶ τῆς ἐλεύσεως σωτῆρα τοῦ κόσμου γινόταν ὅλο καὶ πιὸ ἔντονη μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, παρὰ τὴν συνεχιζόμενη ἐξαχρείωση τῶν ἀνθρώπων. Ὅσο τὸ ἀνθρώπινο γένος βυθιζόταν στὴν κακοδαιμονία καὶ τὴν φρίκη, τόσο περισσότερο θέριευε ἡ ἀναμονὴ τοῦ θείου λυτρωτῆ.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ πλήρης κατάπτωση τῆς ἀνθρωπότητας κορυφώθηκε στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια, ὅπου ὁ Θεὸς ὅρισε νὰ σαρκωθεῖ ὁ Υἱός Του. Ἡ θεία βουλὴ ἔκρινε ὅτι τότε εἶχε ἔρθει ὁ κατάλληλος χρόνος νὰ ἔρθει ὁ Χριστὸς στὴ γῆ καὶ νὰ ἐπιτελέσει τὸ κοσμοσωτήριο ἔργο Του. Ὅτι εἶχαν ὡριμάσει οἱ συνθῆκες γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς δωρεᾶς τῆς σωτηρίας, τὸ κηρύγματός Του.
Ὅτι, ἐξ αἰτίας τῆς ἀπόγνωσής τους οἱ ἄνθρωποι, ἦταν εὔκολο νὰ ἀποδεχτοῦν τὴν ἀπολύτρωση. Αὐτὴ εἶναι ἄλλωστε μιὰ σημαντικὴ πτυχὴ τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία ἀποδεικνύει τὴν ἁπτὴ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι.
Ἔτσι κατανοεῖται ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἁλματώδης διάδοση τοῦ σωστικοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ ἡ ἑδραίωση τῆς Ἐκκλησίας του σὲ ὅλα τὰ ἔθνη.
Αὐτὸ τὸ μεγάλο θαῦμα ἀποδεικνύει τὴν μέριμνα τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπικρατήσουν εὐνοϊκὲς καὶ κατάλληλες συνθῆκες γιὰ νὰ εὐοδωθεῖ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Ἀναφέρουμε ὁρισμένες ἀπὸ αὐτές.
1) Ἡ πολιτικὴ ἑνοποίηση τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου.
Ὁ κατακερματισμὸς καὶ ὁ ἀπομονωτισμὸς τοῦ ἀρχαίου κόσμου ἔληξε μὲ τὶς ἐκστρατεῖες τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος δημιούργησε ἕνα ἀπέραντο πολυεθνικὸ κράτος, μὲ βάση τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, ἀφυπνίζοντας τοὺς βαρβαρικοὺς λαοὺς καί δίνοντας τοὺς τὴ δυνατότητα νὰ συναισθανθοῦν τὴν ἀνάγκη τῆς κοινωνικῆς, πνευματικῆς καὶ θρησκευτικῆς ἀναγέννησης.
Γενικὰ ὁ μεγάλος Μακεδόνας στρατηλάτης θεωρεῖται ὡς ὄργανο τῆς θείας πρόνοιας, καθότι, διὰ τῆς κατακτήσεως τοῦ μεγίστου μέρους τῆς τότε οἰκουμένης, ἑνοποίησε τοὺς λαούς, κάτω ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, γιὰ νὰ διευκολυνθεῖ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
Μὲ τὴ δημιουργία τῶν ἑλληνιστικῶν βασιλείων διαδόθηκε καὶ ἐπεκράτησε ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός, ἡ ἑλληνικὴ παιδεία καὶ ὁ ἑλληνικὸς τρόπος ζωῆς, μεταβάλλοντας σὲ κοσμοπολῖτες ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς οἰκουμένης.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ζῶντας καὶ σκεπτόμενοι ὡς Ἕλληνες, εἶχαν προαχθεῖ πολιτισμικὰ καὶ πνευματικά, καθιστάμενοι ἱκανοὶ νὰ κατανοήσουν ὑψηλὲς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἰδέες καὶ νὰ βιώσουν ἠθικὲς ἀξίες.
Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο, ὅτι ὁ Χριστὸς ἐπέλεξε νὰ ἀρχίσει τὸ ἔργο Του στὴν περιοχή της Γαλιλαίας, ὅπου κυριαρχοῦσε τὸ ἑλληνιστικὸ στοιχεῖο καὶ ἐπέλεξε καὶ κάλεσε τοὺς μαθητές Του ἀπὸ τοὺς μυημένους στὴν ἑλληνικὴ κουλτούρα κατοίκους της.
Δὲν εἶναι ἐπίσης τυχαῖο ὅτι, ἐνῷ στὴν περιοχή της Γαλιλαίας ὁ Κύριος κήρυττε καὶ δροῦσε ἀκόλλητα, μεγάλες δυσκολίες καὶ ἐχθρότητα ἀντιμετώπισε στὴν ἐθνικιστικὴ καὶ ἀπομονωμένη Ἰουδαία, ὅπου καὶ θανατώθηκε.
Ἰδιαίτερα σημαντικὴ ἱστορικὴ ἐξέλιξη ὑπῆρξε ἡ ρωμαιοκρατία. Οἱ Ρωμαῖοι κατέκτησαν τὸν ἑλληνιστικὸ κόσμο καὶ ἑδραίωσαν μιὰ ἰσχυρὴ αὐτοκρατορία ἀπὸ τὸν ἀτλαντικὸ ὠκεανὸ ὡς τὴν Ἰνδία, τὴ βόρειο Ἀφρικὴ καὶ τὶς ἐσχατιὲς τῆς βόρειας Εὐρώπης.
Τὰ σύνορα καταργήθηκαν, τὰ ἐθνικὰ διαχωριστικὰ ἔπεσαν.
Ἄνοιξαν τεράστιες ὁδικὲς ἀρτηρίες, ἀναπτύχθηκε ἡ ναυτιλία, ἐνισχύθηκε ἡ ἀσφάλεια, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διευκολυνθεῖ ἡ μετακίνηση ἀνθρώπων καὶ ἀγαθῶν σὲ ὁλόκληρη τὴν αὐτοκρατορία καὶ δι’ αὐτῶν οἱ ἰδέες.
Μόνο ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ σχετικὰ εὔκολη μετακίνηση τῶν ἀποστόλων νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὅλο τὸν κόσμο, φτάνοντας ὡς τὶς ἐσχατιὲς τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου.
Ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ πολυεθνικὸ κράτος θὰ ἦταν πολὺ δύσκολη ἡ μετακίνησή τους καὶ οἱ δυσκολίες τῆς ἱεραποστολῆς τους ἀνυπέρβλητες.
2) Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὡς διεθνὴς γλῶσσα τῆς ἐποχῆς.
Ἕνα ἄλλο σημαντικὸ στοιχεῖο εἶναι ἡ ἐπικράτηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, μᾶλλον τῆς ἑλληνιστικῆς κοινῆς, τῆς ἁπλουστευμένης ἑλληνικῆς, σὲ ὅλο τὸν κόσμο.
Ὁ καθένας, βρισκόμενος σὲ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς αὐτοκρατορίας, μποροῦσε νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὴν χρήση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ὑψίστης σημασίας εἶναι ἡ μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὰ ἑλληνικὰ (3ος π. Χ. αἰῶνας), μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνουν γνωστὲς στὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο οἱ προρρήσεις της γιὰ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία.
Ὁ Χριστὸς μίλησε στὴν Γαλιλαία προφανῶς στὰ ἑλληνικά, ὅπου οἱ κάτοικοι μᾶλλον δὲν γνώριζαν ἑβραϊκὰ (ἀραμαϊκά), ἢ ἀπαξιοῦσαν νὰ τὰ ὁμιλοῦν. Πάμπολλες ἀναφορὲς τῶν λόγων Του, προδίδουν ὅτι ὁ Κύριος μιλοῦσε (καὶ) ἑλληνικά.
Ἐκεῖ ἐπέλεξε τοὺς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι μιλοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ εἶχαν γαλουχηθεῖ μὲ κοσμοπολίτικες ἰδέες. Ἐπίσης τὰ Εὐαγγέλια γράφηκαν πρωτότυπα στὰ ἑλληνικά, γιὰ νὰ εἶναι κτῆμα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας.
Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ διαδοθεῖ τὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα σὲ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ μπορεῖ καὶ διαβάζει τὰ ἱερὰ κείμενα ὁ καθένας, σὲ κάθε μέρος τῆς οἰκουμένης. Οἱ ἀπόστολοι κήρυξαν τὴν χριστιανικὴ πίστη στὰ ἑλληνικά, τὴν ὁποία καταλάβαιναν ὅλοι. Ἡ Ἐκκλησία υἱοθέτησε στὴ λατρεία τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὅπως καὶ οἱ Πατέρες γιὰ τήν
διατύπωση τῶν δογμάτων, διότι εἶναι ἡ μοναδικὴ γλῶσσα, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἐκφράσει πληρέστερα τὶς ὑψηλὲς ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Δὲν εἶναι ἐπίσης τυχαῖο πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶχε ἑδραιωθεῖ καὶ ἀναπτυχθεῖ κύρια στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, στὴν Μ. Ἀσία καὶ τὴν Ἑλλάδα.
3) Ἡ θρησκευτικὴ παρακμὴ καὶ ἡ τάση γιὰ ἐνωθεΐα.
Στὰ ἑλληνιστικὰ καὶ ρωμαϊκὰ χρόνια ἔχουμε μιὰ πρωτόγνωρη πνευματικὴ κατάπτωση καὶ παρακμὴ τῶν παγανιστικῶν θρησκειῶν. Κυριαρχοῦσε τὸ φαινόμενο ἑνὸς ἀπίστευτου θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καὶ μιὰ ἰσχυρὴ τάση γιὰ ἑνοποίηση τῶν ἐθνικῶν θρησκειῶν, σὲ μιὰ νέα παγκόσμια θρησκεία, ἀποτελούμενη ἀπὸ στοιχεῖα τῶν παρηκμασμένων θρησκευμάτων.
Αὐτὸ φανέρωνε τὸ ἀνικανοποίητο θρησκευτικὸ αἴσθημα τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὶς χρεοκοπημένες παγανιστικὲς θρησκεῖες καὶ τὴν ἀναζήτηση ἄλλων, πιὸ ἐξευγενισμένων θρησκειῶν, μὲ πνευματικὸ ὑπόβαθρο καὶ μὲ παγκόσμια ἀποδοχὴ καὶ τὸ κυριότερο: νὰ ἱκανοποιοῦν τὸ αἴσθημα λύτρωσης, τὴν ὁποία δὲν ἔδιναν οἱ παγανιστικὲς θρησκεῖες.
Αὐτὸ ἀποδεικνύει τὴν δίψα τῶν ἀνθρώπων γιὰ πνευματικὴ λατρεία ἑνὸς μοναδικοῦ καὶ αἰώνιου παγκόσμιου Θεοῦ, τὴν ὁποία βρῆκαν στὸ χριστιανικὸ κήρυγμα καὶ γι’ αὐτὸ σημείωσε τέτοια θαυμαστὴ ἀποδοχή.
Ἐπίσης παρατηροῦμε αὐτὴ τὴν ἐποχή, τὴν ἀνάπτυξη ἑνὸς ἔντονου μυστικισμοῦ, τὴν ἐμφάνιση μυστηριακῶν θρησκευμάτων καὶ πρακτικῶν, ἐκφράζοντας τὴν ἀνάγκη μιᾶς μυστικῆς λύτρωσης.
Αὐτὴ ἡ τάση εὐνόησε τὴν ἀποδοχὴ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἡ ὁποία ἱκανοποιεῖ τὴν μυστικὴ διάσταση τῆς ἀπολυτρώσεως. Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας κατανοήθηκαν ὡς ὑπέρτερα τῶν μυστηριακῶν παγανιστικῶν τελετουργιῶν.
4) Ἡ κοινωνικὴ παρακμή
Ὅπως προαναφέραμε, ὁ κόσμος στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια βρισκόταν σὲ πρωτοφανῆ πνευματική, ἠθική, πολιτισμικὴ καὶ κοινωνικὴ παρακμή, φανερώνοντας ξεκάθαρα τὴν παντελῆ χρεοκοπία τοῦ ἀρχαίου προχριστιανικοῦ κόσμου.
Ὅ, τί εἶχε νὰ δώσει ὁ ἀρχαῖος κόσμος τὸ ἔδωσε καὶ ἐξάντλησε τὰ ἀποθέματα δυνάμεών του στὴν ἀνθρωπότητα. Ἰδιαίτερα στὰ χρόνια ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς ἡ κατάσταση ἦταν ἐφιαλτική.
Τὰ ἄγρια ἔνστικτα κυριαρχοῦσαν στὴν ἀτομική, οἰκογενειακὴ καὶ κοινωνικὴ ζωή. Κανένας σεβασμὸς δὲν ὑπῆρχε γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωή. Οἱ πόλεμοι, οἱ γενοκτονίες, ἡ βία, σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπιὰ ἦταν ἡ κυρίαρχη κατάσταση.
Ἡ δουλεία εἶχε πάρει ἀνεξέλεγκτες διαστάσεις, θεωρούμενοι οἱ δυστυχισμένοι δοῦλοι χειρότεροι καὶ φθηνότεροι ἀπὸ τὰ ἀνδράποδα καὶ τὰ ζῶα. Οἱ γυναῖκα θεωροῦνταν res (πρᾶγμα), σκεῦος ἡδονῆς τῶν ἀνδρῶν.
Ἡ πορνεία εἶχε γίνει ἱερὸς θεσμὸς καὶ θρησκευτικὴ τελετουργία (Ἱερὴ Πορνεία). Στὴ Ρώμη, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία κυριαρχοῦσε ἡ ἠθικὴ σήψη, ἡ ἱκανοποίηση τῶν πλέον ἀχαλίνωτων παθῶν.
Ἡ κοινωνία βρισκόταν σὲ κῶμα καὶ ψυχορραγοῦσε. Εἶναι γνωστὴ ἡ ρήση τοῦ μεγάλου Γάλλου ἀνθρωπιστῆ καὶ φιλοσόφου Σατωβριάνδου: «ἂν ὁ Χριστὸς ἐρχόταν λίγες δεκαετίες μετά, θὰ ἔβρισκε τὸ πτῶμα τῆς ἀνθρωπότητας»!
Αὐτὸν τὸν ἡμιθανῆ κόσμο βρῆκε ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ ἔδωσε ἐλπίδα καὶ ζωή. Ἀναμφίβολα, ἡ κοινωνικὴ παρακμὴ ἦταν καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ποὺ εὐνόησαν τὴν ἀποδοχὴ τοῦ λυτρωτικοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος.
5) Ἡ κληρονομιὰ τοῦ Βυζαντίου
Τέλος νὰ ἀναφέρουμε πὼς δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὴν ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία την διαδέχτηκε ἡ «βυζαντινή», ἡ ρωμαίικη χριστιανική, μέσα στὴν ὁποία, γιὰ χίλια καὶ πλέον χρόνια, ἑδραιώθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε ἡ Ἐκκλησία. Σὲ αὐτὴ ἔγινε ἡ μεγαλύτερη συνάντηση καὶ σύζευξη τῆς ἱστορίας, τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀπό
τοὺς Ἕλληνες Πατέρες, ὥστε, ἐπάνω σ’ αὐτὸν νὰ δομηθεῖ ὁ κατοπινὸς παγκόσμιος πολιτισμός. Σὲ αὐτὴ ἔγιναν θεσμοὶ οἱ σωτήριες ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ συνεχίζουν νὰ διαποτίζουν ὡς τὰ σήμερα τὰ δίκαια καὶ τὶς κοινωνικὲς δομὲς σὲ ὅλο τὸν πολιτισμένο κόσμο.
Μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ καὶ αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς ὡς μέρος τῆς θείας πρόνοιας.
Ἀρκούμαστε σὲ αὐτὰ τὰ λίγα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἀρκοῦν γιὰ νὰ δηλώσουν την ὠρίμαση τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος καὶ τὰ ὁποῖα ὁρίζουν τὸ Χριστὸ ὡς τὸν κύριο τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ χρόνου.
Γιὰ μᾶς τοὺς πιστοὺς ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου σημαίνει τὴν ἀναδημιουργία τοῦ τραυματισμένου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπου καὶ ὑλικοῦ κόσμου (Ρώμ.8,19), στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Λυτρωτής μας Κύριος γενόμενος μέτοχος τῆς ὑλικῆς κτήσεως, τὴν καθαγίασε καὶ τὴν ἔσωσε ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου καὶ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας.
Κατέστη ὁ Θεάνθρωπος, γιὰ νὰ εἶναι ἐς ἀεὶ ὁ σύνδεσμος τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας μὲ τὸν Θεὸ Δημιουργό. Μέσῳ αὐτοῦ συντελεῖται ἡ σωτηρία καὶ ὁδηγεῖται ὁ κόσμος στὸν τελεολογικό του σκοπό.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς καὶ ἀναντικατάστατος σωτῆρας, «ἐν ὦ δεῖ σωθῆναι ὑμᾶς» (Πάρξ.4,12).
Γιὰ τοῦτο ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπερτονίζει τὴν ἱστορικὴ διάσταση τοῦ κοσμοσωτηρίου γεγονότος καὶ συνάμα ἐπισημαίνει τὸ ὑπερφυσικό του χαρακτῆρα, διακηρύσσοντας: «ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον, Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄Τιμ.1,16).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου