Κυριακῆς πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Ματθ. 1,1-25
Ἑρμηνεία τῆς ευαγγελικῆς περικοπῆς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο
Ἂς ἐγερθοῦμε καὶ ἂς μὴν κοιμόμαστε πλέον, διότι βλέπω τὶς πύλες νὰ ἀνοίγονται γιὰ χάρη μας. Ὅμως ἂς εἰσέλθουμε μὲ μεγάλη τάξη καὶ φόβο, ἀμέσως μόλις πατήσουμε τὰ πρόθυρα τῆς πόλεως. Ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ πρόθυρα;
«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ, υἱοῦ Ἀβραάμ (: Κατάλογος γενεαλογικὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Δαυίδ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀβραάμ)» (Ματθ.1,1).
Τί λέγεις, λοιπόν, Ματθαῖε; Μᾶς ὑποσχέθηκες ὅτι θὰ μᾶς ὁμιλήσεις γιὰ τὸν μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐσὺ μᾶς μνημονεύεις τον Δαβίδ, ἕναν ἄνθρωπο ποὺ γεννήθηκε ὕστερα ἀπὸ ἀναρίθμητες γενεὲς καὶ ὑποστηρίζεις ὅτι αὐτὸς εἶναι καὶ πατέρας καὶ πρόγονος τοῦ Ἰησοῦ;
Περίμενε, ἀγαπητὲ ἀδελφέ, καὶ μὴ ζητεῖς νὰ τὰ μάθεις ὅλα μεμιὰς ἀλλὰ σιγὰ καὶ κατ’ ὀλίγον.
Στὰ πρόθυρα στέκεσαι ἀκόμη, στὰ προπύλαια. Γιατί λοιπὸν βιάζεσαι νὰ εἰσέλθεις στὰ ἄδυτα; Ἀκόμη δὲν παρατήρησες καλὰ ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα. Διότι δὲν σοῦ διηγοῦμαι ἀκόμη ἐκείνη τὴν προαιώνια γέννηση —ἀλλὰ οὔτε καὶ αὐτὴν ποὺ ἐπακολούθησε— διότι εἶναι ἀνέκφραστη καὶ ἀπόρρητη.
Ἄλλωστε πρὶν ἀπὸ ἐμένα, σοῦ τὸ εἶπε αὐτὸ καὶ ὁ Ἠσαΐας, ὁ ὁποῖος προφητεύοντας τὸ Πάθος καὶ τὸ μεγάλο ἐνδιαφέρον Του γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, γεμᾶτος κατάπληξη γιὰ τὸ ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς, τί ἔγινε καὶ ποῦ κατέβηκε, ἀναφώνησε μὲ δυνατὴ καὶ ἰσχυρὴ φωνή, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Τὴν γενεὰν αὐτοῦ τὶς διηγήσεται; (: Ποιός δύναται νὰ ἐκθέσει μὲ λεπτομέρειες τὴν καταγωγή Του;)» (Ἠσ.53,8).
Ὥστε τώρα δὲν κάνω λόγο γιὰ ἐκείνη τὴν οὐράνια γέννηση, ἀλλὰ γιὰ τὴν κάτω, αὐτὴν ποὺ συνέβη στὴ γῆ καὶ συνοδεύτηκε ἀπὸ πολλοὺς μάρτυρες. Μὰ καὶ τὰ ἀναφερόμενα σὲ αὐτὴν γεγονότα ἔτσι θὰ σᾶς τὰ διηγηθῶ, ὅπως δηλαδή, εἶναι δυνατὸ νὰ ὁμιλήσω περὶ αὐτῶν μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πραγματικὰ οὔτε τὴν ἐπίγεια Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ παρουσιάσει κανεὶς μὲ σαφήνεια, ἐφόσον καὶ αὐτὴ προκαλεῖ μεγάλη φρίκη. Λοιπόν, νὰ μὴ νομίσεις ὅτι ἀκοῦς ἀσήμαντα πράγματα, ὅταν ἀκοῦς νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν Γέννηση αὐτήν.
Ἀντίθετα, νὰ ἔχεις τὸ μυαλό σου σὲ ἑτοιμότητα καὶ νὰ αἰσθανθεὶς ἀμέσως φρίκη, ὅταν ἀκούσεις ὅτι ὁ Θεὸς ἦλθε στὴ γῆ.
Διότι τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦταν τόσο ἀπροσδόκητο, ὥστε καὶ οἱ ἄγγελοι ἔστησαν χορὸ γι’ αὐτὸ καὶ ἔψαλαν τὸ καλὸ ποὺ ἀπέρρευσε ἀπ΄ αὐτὸ γιὰ τὴν οἰκουμένη.
Ἐπίσης, καὶ οἱ προφῆτες παλαιότερα δοκίμασαν κατάπληξη, διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (: εμφανίστηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους)» (Βαρούχ,3,8).
Πραγματικά, ἦταν πολὺ παράδοξο νὰ πληροφορηθεῖς ὅτι ὁ Θεὸς ὁ ἀπόρρητος, ὁ ἀνέκφραστος, ὁ ἀπερινόητος καὶ ἴσος μὲ τὸν Πατέρα, διῆλθε ἀπὸ τὴν μήτρα τῆς Παρθένου, καταδέχτηκε νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ γυναῖκα καὶ νὰ ἔχει προγόνους τον Δαβὶδ καὶ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸ ἀκόμα φρικτότερο, τὶς γυναῖκες ἐκεῖνες ἦταν τόσο ἁμαρτωλές.
Ἄκουσὲ τὰ αὐτὰ καὶ σήκω χωρὶς καμία ταπεινὴ ὑποψία, ἀλλὰ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς νὰ αἰσθανθεῖς θαυμασμό, ὅτι δηλαδὴ ἐνῷ εἶναι Υἱὸς τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ, καὶ μάλιστα γνήσιος Υἱός, ἐν τούτοις ἀνέχθηκε νὰ ἀκούσει ὅτι εἶναι υἱὸς καὶ τοῦ Δαβίδ, γιὰ νὰ σοῦ δώσει τὴ δυνατότητα νὰ γίνεις υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Ἀνέχθηκε νὰ γίνει πατέρας Του ἕνας δοῦλος (: ὁ Δαβίδ), για νὰ σοῦ δώσει ὡς πατέρα τὸν Κύριο, μολονότι εἶσαι δοῦλος.
Εἶδες ποιά εἶναι ἀμέσως ἀπὸ τὰ προοίμια ἡ καλὴ ἀγγελία; Ἂν ἀμφιβάλλεις γιὰ ὅ,τι σὲ ἀφορᾶ, πίστεψέ το ἀπὸ ὅ,τι ἀφορᾶ Ἐκεῖνον.
Διότι εἶναι βέβαια πολὺ δυσκολότερο γιὰ τὸν ἀνθρώπινο λογισμὸ νὰ γίνει ὁ Θεὸς ἄνθρωπος, παρὰ νὰ ὑπάρξει ὁ ἄνθρωπος υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἀκούσεις λοιπὸν ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι υἱός του Δαβὶδ καὶ τοῦ Ἀβραάμ, νὰ μὴν ἀμφιβάλεις τότε, ὅτι καὶ ἐσύ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀδάμ, θὰ γίνεις υἱὸς τοῦ Θεοῦ· διότι δὲν ταπείνωσε βέβαια τόσο πολὺ τὸν ἑαυτό του ἄδικα καὶ παράλογα, ἂν δὲν σκόπευε νὰ μᾶς ἀνυψώσει.
Γεννήθηκε κατὰ σάρκα, γιὰ νὰ γεννηθεῖς ἐσὺ πνευματικὰ· γεννήθηκε ἀπὸ γυναῖκα, γιὰ νὰ πάψεις ἐσὺ νὰ εἶσαι υἱὸς γυναίκας.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἡ γέννηση ἔγινε δύο εἰδῶν· ὅμοια μὲ τὴ δική μας, ἀλλὰ καὶ ὑπερβαίνουσα τὴ δική μας. Τὸ νὰ γεννηθοῦμε ὅμως ὄχι ἀπὸ αἷμα, μήτε ἀπὸ θέλημα σαρκὸς καὶ ἀνδρὸς ἀλλὰ ἀπὸ Πνεῦμα ἅγιο, προμήνυε τὴ μελλοντικὴ γέννησή μας ποὺ μᾶς ὑπερβαίνει καὶ ποὺ σκόπευε νὰ μᾶς χαρίσει μέσῳ τοῦ Πνεύματος.
Τὸ ἴδιο νόημα εἶχαν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα. Τέτοιο ἦταν τὸ βάπτισμα· εἶχε κάτι ἀπὸ τὸ παλαιὸ καὶ κάτι ἀπὸ τὸ νέο. Τὸ παλαιὸ τὸ φανέρωνε τὸ ὅτι βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν προφήτη, ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος ὑπογράμμισε τὸ νέο. Καὶ ὅπως κάποιος ποὺ στέκεται στὸ μεταίχμιο δύο πραγμάτων ποὺ ἀπέχουν τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, τὰ ἑνώνει, ἂν ἁπλώσει τὶς χεῖρες του ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο μέρος, ἔτσι ἔκανε καὶ αὐτὸς· ἕνωσε τὴν παλαιὰ μὲ τὴ νέα, τὴ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη, τὰ δικά Του μὲ τὰ δικά μας.
Εἶδες τὴν ἀστραπὴ τῆς πόλεως, μὲ πόση φεγγοβολὴ σὲ περιέλαμψε ἀπὸ τὴν ἀρχή; Πῶς σοῦ ἔδειξε ἀμέσως τὸν βασιλιᾶ στὴ δική σου μορφή, σὰν νὰ εἶστε σὲ στρατόπεδο;
Διότι ἐκεῖ ὁ βασιλέας δὲν ἐπιδεικνύει φανερὰ πάντοτε τὸ ἀξίωμά του, ἀλλὰ ἀφήνει τὴν πορφύρα καὶ τὸ στέμμα, καὶ ἐνδύεται συχνὰ τὴ στολὴ τοῦ στρατιώτη. Καὶ ἐκεῖ μὲν γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωριστεῖ καὶ προσελκύσει πρὸς τὸν ἑαυτό του τοὺς ἐχθρούς, ἐνῷ ἐδῶ τὸ ἀντίθετο, γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωριστεῖ καὶ κάνει τὸν ἐχθρὸ νὰ ἀποφύγει τὴ συμπλοκὴ μαζί του καὶ προκαλέσει τὴν ταραχὴ ὅλων τῶν δικῶν του· διότι ἀποβλέπει στὴ σωτηρία καὶ ὄχι στὸν τρόμο.
Γιὰ τοῦτο καὶ ἔδωσε στὸν ἑαυτό Του τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Τὸ ὄνομα Ἰησοῦς δὲν εἶναι βέβαια ἑλληνικό. Ὑπάρχει στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα καὶ στὴν ἑλληνικὴ ἐξηγεῖται Σωτῆρας. Καὶ Σωτῆρας ὀνομάζεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἔσωσε τὸν λαό Του.
Εἶδες πῶς ἔδωσε φτερὰ στὸν ἀκροατή; Ἐνῷ μίλησε γιὰ τὰ συνηθισμένα, μὲ αὐτὰ φανέρωσε συνάμα σὲ ὅλους ἐμᾶς τα πέρα ἀπὸ προσδοκία. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ ὀνόματα εἶχαν μεγάλη διάδοση μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων. Ἐπειδὴ τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν ἦσαν παράδοξα, προέτρεξαν οἱ τύποι τῶν ὀνομάτων, ὥστε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ διαλυθεῖ κάθε θόρυβος γιὰ μιὰ καινοτομία.
Ὡς γνωστὸν Ἰησοῦς λέγεται ἐκεῖνος ποὺ διαδέχτηκε τὸν Μωυσῆ καὶ εἰσήγαγε τὸν λαὸ στὴ γῆ τῆς Ἐπαγγελίας (Στοὺς Ἀριθμούς, τέταρτο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (13,17), μαθαίνουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς του Ναυὴ ὀνομαζόταν προηγουμένως Αὐσή.
Σὲ Ἰησοῦ τὸν μετονόμασε ὁ Μωυσῆς μετὰ τὴν ἀποστολή του μαζὶ μὲ ἄλλους ἕνδεκα ἐκπροσώπους τῶν φυλῶν πρὸς κατασκόπευση τῆς γῆς Χαναάν).
Εἶδες τὸν τύπο; Πρόσεξε τὴν ἀλήθεια. Ἐκεῖνος (:ο Ἰησοῦς του Ναυὴ) τὸν ἔφερε στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, Αὐτός (:ο Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς) στὸν οὐρανὸ καὶ στὰ οὐράνια ἀγαθά.
Ἐκεῖνος μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μωυσῆ, Αὐτὸς μετὰ τὴν παύση τῆς ἰσχύος τοῦ νόμου. Ἐκεῖνος ὡς ἡγέτης τοῦ λαοῦ, Αὐτὸς ὡς βασιλέας.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀκούσεις Ἰησοῦς καὶ ἐξ αἰτίας της ὀμωνυμίας παραπλανηθεῖς, πρόσθεσε: «Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαύΐδ». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυὴ δὲν προερχόταν ἀπὸ τὴ γενεά του Δαβίδ, ἀλλὰ ἀπὸ ἄλλη φυλή.
Καὶ γιὰ ποιόν λόγο ὀνομάζει ὁ εὐαγγελιστὴς τὸ Εὐαγγέλιό του «βίβλον γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ (: κατάλογο γενεαλογικὸ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ)», μολονότι δὲν περιλαμβάνει μόνο τὴ γέννηση, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴ θεία οἰκονομία;
Ἁπλούστατα, διότι ὁλόκληρου τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας αὐτὸ εἶναι τὸ κεφάλαιο, καθὼς καὶ ἡ ἀρχὴ καὶ ρίζα ὅλων τῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα προέκυψαν γιὰ ἐμᾶς.
Δηλαδὴ ὅπως ἀκριβῶς ὁ Μωυσῆς ὀνομάζει τὴν συγγραφή του «βίβλον γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς (: βιβλίο τῆς δημιουργίας τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς)», έστω κι ἂν δὲν κάνει λόγο μόνο γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλα ὅσα βρίσκονται μεταξὺ αὐτῶν, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς ἔδωσε ὀνομασία στὸ βιβλίο του ἀπὸ τὸ βασικότερο σημεῖο τῶν ἀγαθῶν.
Πραγματικά, τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο προκαλεῖ μεγαλύτερη κατάπληξη καὶ ὑπερβαίνει κάθε ἐλπίδα καὶ προσδοκία εἶναι τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Ἀφοῦ συνέβη αὐτό, ὅλα τὰ ἄλλα γεγονότα γενικῶς ἀκολουθοῦν κατὰ λογικὴ σειρὰ καὶ τάξη.
Καὶ γιατί δὲν εἶπε πρῶτα «υἱοῦ Ἀβραὰμ» καὶ ἔπειτα νὰ προσθέσει «υἱοῦ Δαύΐδ»;
Ὄχι βέβαια, ὅπως νομίζουν μερικοί, διότι ἤθελε νὰ παρουσιάσει τὴν γενεαλογία ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω, διότι σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση θὰ μποροῦσε νὰ ἐργαστεῖ ὅπως ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ καὶ φθάνει μέχρι τὸν Ἀδὰμ· τώρα ὅμως κάνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο.
Γιὰ ποιό λόγο λοιπὸν ἀνέφερε πρῶτα τον Δαβίδ; Ἐπειδὴ ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι ἀνέφεραν καὶ θυμοῦνταν τὸν Δαβὶδ διαρκῶς καὶ λόγῳ τῆς δόξας του καὶ λόγῳ τοῦ μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος ποὺ εἶχε μεσολαβήσει ἀπὸ τὸν θάνατό του, διότι δὲν εἶχε βέβαια πεθάνει πρὸ τόσων πολλῶν ἐτῶν, ὅσο ὁ Ἀβραάμ.
Ἐξάλλου εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε δώσει ὑποσχέσεις καὶ στοὺς δύο, ἀλλὰ ἡ ὑπόσχεση πρὸς τὸν Ἀβραάμ, ὡς πολὺ παλαιὰ λησμονοῦνταν, ἐνῷ ἡ ἄλλη ὡς πολὺ πρόσφατη καὶ νεότερη, διαδιδόταν ἀπὸ ὅλους.
Οἱ ἴδιοι ἐξάλλου οἱ Ἰουδαῖοι λέγουν:« Οὐκ ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ἔρχεται ὁ Χριστός; (: Δέν εἶπε ἡ Γραφὴ ὅτι ὁ Χριστὸς κατάγεται ἀπὸ τὸ γένος του Δαβὶδ καὶ ἔρχεται ἀπὸ τὸ χωριὸ Βηθλεέμ, ὅπου γεννήθηκε καὶ ἔζησε ὁ Δαβίδ;)» (Ἰω. 7, 42).
Ἐν τούτοις κανεὶς δὲν Τὸν ὀνομάζει «Υἱόν Ἀβραὰμ» ἀλλὰ ὅλοι «Υἱὸν Δαυίδ», διότι ὅπως εἶπα προηγουμένως ὁ Δαβὶδ διατηρεῖτο καλύτερα στὴ μνήμη ὅλων καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ λίγου σχετικὰ χρόνου ἀπὸ τὸν θάνατό του καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἐνδόξου βασιλείας του.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀκριβῶς καὶ ὅσους τιμοῦσαν ὡς βασιλεῖς ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν ἔδιναν σὲ αὐτοὺς τὸ ὄνομά του καὶ αὐτοὶ καὶ ὁ Θεός.
Καὶ ὁ Ἰεζεκιήλ, ὡς γνωστό, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι προφῆτες ἔλεγαν ὅτι θὰ ἔλθει καὶ θὰ ἀναστηθεῖ πρὸς χάριν του Δαβίδ.
Δὲν ἐννοοῦσαν ἐκεῖνον ποὺ εἶχε πεθάνει, ἀλλὰ τοὺς ζηλωτὲς τῆς ἀρετῆς ἐκείνου.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς λέγει στὸν Ἐζεκία: «Καὶ ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης δι᾿ ἐμὲ καὶ διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου (: Ἐγώ θὰ ὑπερασπίσω τὴν πόλη αὐτὴν γιὰ ἐμένα καὶ πρὸς χάριν τοῦ δούλου μου Δαβίδ)» (Δ΄Βασ.19,34)· ἔλεγε καὶ στὸν Σολομῶντα ἐπίσης ὅτι «καὶ οὐ μὴ λάβω τὴν βασιλείαν ὅλην ἐκ χεὶρὸς αὐτοῦ, διότι ἀντιτασσόμενος ἀντιτάξομαι αὐτῷ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ, διὰ τὸν Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου, ὃν ἐξελεξάμην αὐτόν (: δὲν θὰ ἀφαιρέσω ὅλο τὸ βασίλειό του ἀπὸ τὰ χέρια του, ἀλλὰ θὰ ἀντιταχθῶ ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ θὰ διατηρήσω αὐτὸν στὴν βασιλεία του, γιὰ ὅσο χρόνο ζεῖ.
Τοῦτο δὲ πρὸς χάριν τοῦ δούλου μου Δαυίδ, τὸν ὁποῖο ἐγὼ ἐξέλεξα ὡς βασιλέα)» (Γ΄Βασ.11,34).
Εἶχε μεγάλη δόξα ὁ Δαβὶδ καὶ πλησίον τοῦ Θεοῦ καὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀρχίζει ἀμέσως ἀπὸ τὸν πιὸ γνωστὸ καὶ ἀνατρέχει στὸν πατέρα· θεώρησε περιττὸ νὰ ἀναφερθεῖ σὲ πιὸ μακρινὸ χρόνο ἀπευθυνόμενος πρὸς Ἰουδαίους. Αὐτοὶ οἱ δύο θαυμάζονταν περισσότερο ὁ ἕνας ὁ προφήτης καὶ βασιλέας (:ὁ Δαβίδ), ὁ ἄλλος ὡς πατριάρχης καὶ προφήτης (: ὁ Ἀβραάμ).
Ἴσως κάποιος νὰ ρωτήσει: «Πῶς ἀποδεικνύεται ὅμως ὅτι ὁ Ἰησοῦς κατάγεται ἀπὸ τὸν Δαβίδ; Διότι ἐὰν γεννήθηκε μόνο ἀπὸ γυναῖκα, χωρὶς τὴ συνεργασία ἀνδρός, πῶς θὰ βεβαιωθοῦμε ὅτι εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ, ἀφοῦ ἡ Παρθένος δὲν ἔχει θέση στὴ γενεαλογία;».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ τίθενται δύο ζητούμενα· γιὰ ποιό λόγο ἡ Παρθένος δὲν γενεαλογεῖται καὶ γιατί μνημονεύεται ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὲς ὁ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος κανένα ρόλο δὲν παίζει στὴ Γέννηση.
Τὸ δεύτερο ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται περιττό, ἐνῷ τα πρῶτο φαίνεται σὰν ἔλλειψη.
Ποιό πρόβλημα λοιπὸν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐρευνήσουμε πρῶτα; Τὸ πῶς ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ Παρθένος κατάγεται ἀπὸ τὸν Δαβίδ.
Καὶ πῶς θὰ μάθουμε ὅτι εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ; Ἄκουσε λοιπὸν ποιά ἐντολὴ δίνει ὁ Θεὸς στὸν Γαβριήλ, νὰ μεταβεῖ «πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρὶ, ᾧ ὄνομα Ἰὤσὴφ, ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυῒδ καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ (: σὲ μία παρθένα κόρη ποὺ ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ ἕναν ἄντρα ποὺ λεγόταν Ἰωσήφ. Ἡ παρθένος αὐτὴ κόρη καταγόταν ἀπὸ τὴ γενιά του Δαβίδ, καὶ τὸ ὄνομά της ἦταν Μαριάμ)» (Λουκ. 1, 27).
Ποιά σαφέστερη ἀπόδειξη ζητεῖς ἀπὸ αὐτήν, ὅταν ἀκοῦς ὅτι ἡ Παρθένος κατάγεται ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Δαβίδ;
Συνεπῶς ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερὸ ὅτι καὶ ὁ Ἰωσὴφ εἶχε τὴν ἴδια καταγωγή, διότι, ὡς γνωστόν, ὑπῆρχε νόμος ὁ ὁποῖος δὲν ἐπέτρεπε νὰ λαμβάνει κανεὶς σύζυγο ἀπὸ ἄλλη φυλή, παρὰ μόνο ἀπὸ τὴ δικιά του. Ἀλλὰ καὶ ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ προέλεγε ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ κατάγεται ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα, οὐδὲ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἂν ἔλθῃ ᾧ ἀπόκειται· καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν (: Δὲν θὰ ἐκλείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ ἀρχηγὸς ἀπὸ τὴ γενιά του, μέχρις ὅτου ἔλθει Ἐκεῖνος, στὰ χέρια τοῦ Ὁποίου ἀπόκεινται οἱ ἐξουσίες· καὶ Αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσμονὴ τῶν λαῶν, ὁ Μεσσίας)» (Γέν. 49, 10).
Ἡ προφητεία αὐτὴ βέβαια φανερώνει ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ἀλλὰ δὲν ἀποδεικνύει ἀκόμη ὅτι ἀνήκει στὸ γένος του Δαβίδ.
Μὰ μήπως στὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα ὑπῆρχε ἕνα μόνο γένος, δηλαδὴ τὸ γένος του Δαβίδ; Ὄχι βέβαια. Ἀντίθετα ὑπῆρχαν καὶ πολλὰ ἄλλα γένη. Καὶ συνέβαινε κάποιος νὰ κατάγεται μὲν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα, χωρὶς ὅμως νὰ ἀνήκει στὸ γένος του Δαβίδ.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν ὑποστηρίζεις αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, σοῦ ἀφαίρεσε αὐτὴν τὴν ὑποψία ὁ Εὐαγγελιστής, ὅταν εἶπε ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Δαβίδ.
Ἂν ὅμως θέλεις νὰ πεισθεῖς περὶ αὐτοῦ μὲ διαφορετικὸ συλλογισμό, δὲ θὰ δυσκολευτῶ νὰ σοῦ παρουσιάσω καὶ ἄλλη μία ἀπόδειξη. Λοιπόν, δὲν ἀπαγορευόταν μόνο νὰ λάβουν σύζυγο ἀπὸ ἄλλη φυλή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλη οἰκογένεια, μὴ συγγενικὴ δηλαδή.
Συνεπῶς ἐὰν τὴ φράση «ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Δαβὶδ» τὴν ἀποδώσουμε στὴν Παρθένο, εὐσταθεῖ ἡ ἔκφραση, ἐὰν ὅμως τὴν ἀποδώσουμε στὸν Ἰωσήφ, πάλι τὸ ἴδιο ἐπιτυγχάνουμε.
Πραγματικά, ἐὰν ὁ Ἰωσὴφ καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Δαβίδ, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λάβει σύζυγο ἀπὸ ἄλλο γένος, παρὰ μόνο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ καὶ ὁ ἴδιος καταγόταν.
Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν συμμορφώθηκε στὸ νόμο αὐτό; Μὰ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς πρόφτασε καὶ διαβεβαίωσε ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ἦταν δίκαιος (πρβλ. Μάτθ.1,19:«Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν (: Κι ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀρραβωνιαστικός της, ὅταν ἀντιλήφτηκε τὴν ἐγκυμοσύνη, ἐπειδὴ ἦταν ἐνάρετος καὶ ἀγαθὸς καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴ διαπομπεύσει γιὰ δημόσιο παραδειγματισμό, σκέφτηκε νὰ τῆς δώσει μυστικὰ διαζύγιο)»), ὥστε νὰ μὴν ὑποστηρίζεις τὴν ἄποψη αὐτή, ἀλλά, ἀφοῦ πληροφορηθεῖς τὴν ἀρετή του, νὰ καταλάβεις καὶ αὐτό, ὅτι δηλαδή, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ παραβεῖ τὸν νόμο· διότι πῶς μποροῦσε νὰ γίνει παραβάτης τοῦ νόμου χάριν τῆς ἡδονῆς, αὐτός, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴ μεγάλη τοῦ φιλανθρωπία καὶ ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε πάθος, τὴ στιγμὴ ποὺ δὲ θέλησε νὰ τιμωρήσει τὴν παρθένο, μολονότι ἡ ὑποψία τὸν προωθοῦσε σὲ αὐτό;
Ἐπίσης, αὐτὸς ποὺ σκέφθηκε ἀνώτερα ἀπὸ τὸν νόμο (διότι τὸ νὰ τὴν ἀφήσει ἐλεύθερη, καὶ μάλιστα νὰ τὴν ἀπελευθερώσει κρυφά, εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου σκεπτόμενου ἀνώτερα ἀπὸ τὸν νόμο), πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ διαπράξει κάτι παράνομο, ὅταν μάλιστα, δὲν τὸν ὑποχρέωνε καμία αἰτία;
Ἑπομένως τὸ ὅτι ἡ Παρθένος καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος του Δαβὶδ ἀποδεικνύεται ὁλοφάνερα ἀπὸ τὰ παραπάνω. Εἶναι, ὅμως, ἀνάγκη νὰ ποῦμε στὴ συνέχεια γιὰ ποιό λόγο δὲν παρέθεσε τὴν γενεαλογία τῆς Παρθένου, ἀλλὰ γενεαλόγησε τὸν Ἰωσὴφ μόνο.
Γιὰ ποιό λόγο, λοιπόν; Διότι δὲν ὑπῆρχε νόμος στοὺς Ἰουδαίους νὰ γενεαλογοῦνται οἱ γυναῖκες. Γιὰ νὰ συμμορφωθεῖ ὅμως πρὸς τὴ συνήθεια καὶ νὰ μὴ δώσει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἀπὸ τὸ προοίμιο ἀκόμη τὴν παραβαίνει, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποσιώπησε τοὺς προγόνους της καὶ ἔδωσε τὴν γενεαλογία τοῦ Ἰωσήφ. Ἂν ὅμως ἔκανε αὐτὸ γιὰ τὴν Παρθένο, θὰ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι καινοτομεί.
Ἐὰν πάλι ἀγνοοῦσε ἐντελῶς τὸν Ἰωσήφ, δὲ θὰ ἤμασταν σὲ θέση νὰ πληροφορηθοῦμε τοὺς προγόνους της.
Συνεπῶς μὲ σκοπὸ νὰ μάθουμε ποιά ἦταν ἡ Μαρία καὶ ἀπὸ ποιούς καταγόταν, ἀλλὰ συγχρόνως νὰ μείνει ἀμετακίνητη καὶ ἡ ἐπιταγὴ τοῦ νόμου, γενεαλόγησε τὸν μνηστῆρα καὶ μᾶς ἀπέδειξε ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὸ γένος του Δαβίδ.
Ἀφοῦ ὅμως ἀποδείχθηκε αὐτό, ἀποδείχθηκε συγχρόνως καὶ ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδὴ καὶ ἡ Παρθένος καταγόταν ἀπὸ τὸ ἴδιο γένος, καθ' ὅσον, ὅπως παραπάνω ἀνέφερα, ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ δὲ θὰ δεχόταν νὰ λάβει σύζυγο ἀπὸ διαφορετικὴ οἰκογένεια.
Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναφέρουμε καὶ ἄλλο λόγο περισσότερο μυστικό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἀποσιωπήθηκαν οἱ πρόγονοι τῆς παρθένου.
Τὴν αἰτία αὐτὴν δὲν εἶναι ὥρα νὰ τὴν ἀποκαλύψουμε, ἐπειδὴ εἶναι πολλὰ ὅσα ἔχουν εἰπωθεῖ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἂς σταματήσουμε ἐδῶ τὸν λόγο γιὰ τὰ ζητήματα αὐτὰ καὶ ἂς κρατήσουμε στὸ ἑξῆς μὲ ἀκρίβεια ὅσα ἀποκαλύψαμε σὲ σᾶς.
Τὸ γιατί π.χ. μνημόνευσε τὸν Δαβὶδ πρῶτα, γιατί ἀποκάλεσε τὸ σύγγραμμά του «Βίβλον γενέσεως», γιατί εἶπε «τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ », πῶς ἡ γέννηση εἶναι καὶ δὲν εἶναι κοινή, ἀπὸ ποῦ φάνηκε ὅτι ἡ Μαρία προέρχεται ἀπὸ τὸ γένος του Δαβὶδ καὶ γιὰ ποιό λόγο περιλήφθηκε στὴ γενεαλόγηση τοῦ Ἰωσήφ, ἐνῷ ἀποσιωπήθηκαν οἱ δικοί της οἱ πρόγονοι.
Βρισκόμαστε στὴν τρίτη ὁμιλία τῆς σειρᾶς αὐτῆς καὶ δὲν κατορθώσαμε ἀκόμη νὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν ἐξέταση τοῦ προοιμίου. Δὲν ἔκανα ἑπομένως λάθος, ὅταν ἔλεγα ὅτι τὸ περιεχόμενό του εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του πολὺ βαθύ. Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς ἀσχοληθοῦμε σήμερα μὲ τὰ ἀμέσως ἑπόμενα.
Τί εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνο, ποὺ θὰ ἐξετάσουμε τώρα; Τὸ ἑξῆς: γιὰ ποιό λόγο περιλαμβάνεται στὸ γενεαλογικὸ δένδρο τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ δὲν συνέβαλε καθόλου στὴν γέννηση.
Σὲ προηγούμενη ὁμιλία ἀνέφερα ἤδη μιὰ αἰτία. Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νὰ σᾶς ἐκθέσω καὶ τὴν ἄλλη, ἡ ὁποία εἶναι περισσότερο μυστικὴ καὶ ἀπόρρητη ἀπὸ τὴν προηγούμενη. Ποιά εἶναι αὐτή; Τὸ ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν ἤθελε νὰ ἀποκαλύψει στοὺς Ἰουδαίους, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἡ Ἐκκλησία βρισκόταν στὴν ἀρχὴ τῆς ἱδρύσεώς της, ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἐκ Παρθένου.
Μὴν ταράσσεστε, ὅμως, γιὰ τὸ παράδοξο αὐτοῦ ποὺ λέγεται· διότι δὲν εἶναι δική μου γνώμη, ἀλλὰ τῶν ἀποστολικῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν θαυμαστοὶ καὶ περίφημοι ἄνδρες (Ἀποστολικοί Πατέρες ὀνομάζονται ἱστορικὰ καὶ γραμματολογικὰ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἐκεῖνοι συγγραφεὶς τοῦ 2ου αἰ. π.Χ. Βαρνάβας, Κλήμης ὁ Ρώμης, Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, Πολύκαρπος Σμύρνης, ὁ Ἑρμᾶς καὶ ὁ Παπίας.
Ἔζησαν καὶ ἔδρασαν εὐθὺς μετὰ τοὺς Ἀποστόλους, δηλαδὴ κατὰ τὰ τέλη τοῦ πρώτου αἰῶνα καὶ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ δευτέρου).
Πραγματικά, ἐὰν πολλὰ γεγονότα ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς τὰ παρουσίασε συνεσκιασμένα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅπως ὅταν ὀνόμαζε τὸν ἑαυτό Του «Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου», καὶ δὲν μᾶς φανέρωσε καθαρὰ σὲ κάθε περίπτωση τὴν ἰσότητά Του πρὸς τὸν Πατέρα, γιατί παραξενεύεσαι, ἐὰν καὶ τότε τὸ ἀπέκρυψε αὐτό, οἰκονομῶντας κάποιο θαυμαστὸ καὶ μέγα γεγονός;
«Καὶ ποιό ἦταν ἄξιο θαυμασμοῦ;», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος ἴσως. Τὸ νὰ διασωθεῖ ἡ Παρθένος καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν πονηρὴ ὑποψία.
Διότι, ἐὰν ἀποκαλυπτόταν αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στοὺς Ἰουδαίους, ἀσφαλῶς θὰ θανάτωναν μὲ λιθοβολισμὸ τὴν Παρθένο, κακοποιῶντας την ἐξ αἰτίας τῆς ἀποκαλύψεως αὐτῆς, καὶ θὰ τὴν καταδίκαζαν γιὰ μοιχεία.
Ἐὰν γιὰ ἄλλες πράξεις τοῦ Κυρίου, γιὰ τὶς ὁποῖες πολλὲς φορὲς εἶχαν ἀντίστοιχα παραδείγματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, συμπεριφέρονταν φανερὰ μὲ ἀναίδεια (ἔτσι π.χ. ἐπειδὴ ἐξεδίωκε τοὺς δαίμονες Τὸν ὀνόμαζαν δαιμονισμένο καὶ ἐπειδὴ θεράπευε κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, Τὸν θεωροῦσαν ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ, μολονότι βέβαια πολλὲς φορὲς στὸ παρελθὸν εἶχε καταλυθεῖ ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου) σκέψου τί ὑπάρχει, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ τὸ ὑποστήριζαν, ἐὰν καὶ αὐτὸ ἀποκαλυπτόταν;
Εἶχαν βέβαια ὡς συμπαραστάτη στοὺς ἰσχυρισμούς τους ὁλόκληρο τὸ παρελθόν, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου δὲν εἶχε παρουσιαστεῖ παρόμοιο γεγονὸς πρὶν ἀπὸ αὐτό. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὕστερα ἀκόμη κι ἀπὸ τόσα πολλὰ θαύματα θεωροῦσαν τὸν Ἰησοῦ ὡς υἱὸ τοῦ Ἰωσήφ, πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ πιστεύουν πρὶν κἂν δοῦν θαύματα ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο;
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ γενεαλογεῖται ὁ Ἰωσὴφ καὶ μνηστεύεται τὴν Παρθένο. Ὅταν ὅμως ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἦταν δίκαιος καὶ ἀξιοθαύμαστος ἄνθρωπος, χρειάστηκε πολλὲς ἀποδείξεις, δηλαδὴ καὶ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀγγέλου καὶ τὴν ἀποκάλυψη μέσῳ τῶν ὀνείρων, καθὼς καὶ τὴ μαρτυρία τῶν προφητῶν γιὰ νὰ παραδεχθεῖ τὸ συμβάν, πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ παραδεχθοῦν τὴν ἰδέα αὐτὴ οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν πονηροὶ καὶ διεφθαρμένοι καὶ διέκειντο τόσο ἐχθρικὰ ἀπέναντι στὸν Ἰησοῦ;
Ὁπωσδήποτε θὰ τοὺς ἔφερνε μεγάλη σύγχυση τὸ παράδοξο καὶ πρωτοφανὲς αὐτὸ γεγονὸς καὶ ἀκόμη τὸ ὅτι δὲν εἶχαν, ἔστω καὶ μία προφορικὴ μαρτυρία ἀπὸ τοὺς προγόνους τους ὅτι συνέβη κάτι παρόμοιο στὴν ἐποχή τους.
Ἐκεῖνος, ὅμως, ὁ ὁποῖος μιὰ φορὰ θὰ πίστευε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ διατύπωνε πλέον ἀμφιβολίες γιὰ τὸν τρόπο τῆς γεννήσεως. Ὅποιος ὅμως θεωρεῖ Αὐτὸν πλάνο καὶ ἀσεβῆ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ σκανδαλισθεῖ περισσότερο ἀπὸ τὴ γέννηση καὶ νὰ μὴν ὁδηγηθεῖ πρὸς ἐκείνη τὴν ὑποψία;
Ἑπομένως γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀπόστολοι δὲν διακηρύσσουν ἀμέσως τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς ἐκ Παρθένου γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν ἀρχὴ· μιλοῦν ὡστόσο κυρίως συνεχῶς καὶ ἀναφέρουν πολλὰ γιὰ τὴν ἀνάσταση, ἐπειδὴ ὑπῆρχαν πολλὰ παραδείγματα γι’ αὐτὴν ἀπὸ τὸ παρελθόν, μολονότι, βέβαια, δὲν ἦσαν ἀπολύτως ὅμοια μὲ αὐτή. Τὸ ὅτι ὅμως γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο δὲν τὸ ἀναφέρουν συνεχῶς.
Μὰ οὔτε καὶ ἡ ἴδια ἡ Μητέρα τόλμησε νὰ δώσει δημοσιότητα σὲ αὐτὸ τὸ γεγονός. Κοίταξε, λοιπόν, τί λέγει ἡ Παρθένος καὶ πρὸς τὸν ἴδιο τόν Ἰησοῦ: «Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ ὁ πατήρ σου ἐζητοῦμέν σέ (: Ὁ πατέρας σου καὶ ἐγὼ σὲ ζητούσαμε μὲ μεγάλη ἀνησυχία)» (Λουκ. 2,48).
Συνεπῶς ἐὰν δὲ γινόταν πιστευτὸ αὐτό, δὲν θὰ γινόταν βέβαια πιστευτὸ καὶ ὅτι εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ.
Ἐὰν πάλι, δὲν γινόταν πιστευτὸ αὐτό, θὰ προέκυπταν στὴ συνέχεια καὶ πολλὰ ἄλλα κακὰ (ὅπως π.χ. ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής: «Ἂλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γρὰφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χρὶστὸς ἔρχεται; (: Ἄλλοι ἔλεγαν: "Αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας Χριστός". Ἄλλοι ἔλεγαν: ‘’Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ὁ Μεσσίας· διότι μήπως ὁ Μεσσίας εἶναι νὰ ἔρθει ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; Δὲν εἶπε ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅτι ὁ Μεσσίας Χριστὸς θὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ γένος του Δαβὶδ καὶ ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Βηθλεέμ, ὅπου γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε ὁ Δαβίδ;’’)» (Ιω.7,42)).
Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, οὔτε καὶ οἱ ἄγγελοι ἀνακοινώνουν σὲ ὅλους αὐτό, παρὰ μόνο στὴ Μαρία καὶ τὸν Ἰωσὴφ τὸ ἀποκαλύπτουν, ἐνῷ, ὅταν γνωστοποιοῦσαν τὴ Γέννηση στοὺς ποιμένες, δὲν πρόσθεσαν καὶ τὸ χαρακτηριστικό της αὐτό.
Ἀλλὰ γιὰ ποιά αἰτία, ἐνῷ ὅταν μνημόνευσε τὸν Ἀβραὰμ καὶ ἀνέφερε ὅτι ἀπέκτησε ὡς γιό του τὸν Ἰσαὰκ καὶ ὅτι ὁ Ἰσαὰκ στὴ συνέχεια ἀπέκτησε τὸν Ἰακώβ, δὲν ἀνέφερε καὶ τοὺς ἀδελφούς του (: ἀδερφοί τοῦ Ἀβραὰμ ἦταν ὁ Ναχὼρ καὶ ὁ Ἀαρῶν, ἐνῷ τοῦ Ἰακὼβ αὐτὸς ποὺ παρακάτω ἀναφέρεται, ὁ Ἠσαύ), ἐνῷ ὅταν ἔφθασε στὸν Ἰακώβ, μνημόνευσε καὶ τὸν Ἰούδα καὶ τοὺς ἀδελφούς του;
Μερικοί, λοιπόν, ὑποστηρίζουν ὅτι ἀποσιώπησε τὸν Ἠσαὺ ἐξ αἰτίας τοῦ κακοῦ του χαρακτῆρα καὶ τῶν προηγούμενων πονηρῶν ἐνεργειῶν του.
Ἐγώ, ὅμως, δὲν θὰ δεχθῶ τὴν ἄποψη αὐτὴ· διότι ἐὰν συνέβαινε αὐτό, τότε γιατί λίγο παρακάτω ἀνέφερε τέτοιας χαμηλῆς ἠθικῆς ὑπόστασης γυναῖκες στὴ γενεαλογία Του;
Πραγματικά, ἀπὸ τὰ ἀντίθετα ἀποδεικνύεται ἐδῶ ἡ δόξα τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδή, δὲν δοξάζεται ἐπειδὴ εἶχε μεγάλους προγόνους, ἀλλὰ ἐπειδὴ καταγόταν ἀπὸ μικροὺς καὶ ἀφανεῖς.
Διότι στὸν διάσημο προσδίδει μεγάλη δόξα το νὰ κατορθώσει νὰ ταπεινωθεῖ πάρα πολύ.
Μὰ γιατί λοιπὸν δὲν τοὺς ἀνέφερε; Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι δὲν εἶχαν τίποτε τὸ κοινὸ μὲ τὸ γένος τῶν Ἰσραηλιτῶν, δηλαδὴ οἱ Σαρακηνοί, οἱ Ἰσμαηλίτες καὶ οἱ Ἄραβες καὶ ὅσοι κατάγονταν ἀπὸ τοὺς προγόνους αὐτούς.
Ὥστε γι’ αὐτό τους ἀποσιώπησε, ἀλλὰ σπεύδει νὰ ἀναφέρει τοὺς προγόνους τοῦ Ἰησοῦ καὶ τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ.
Γι’ αὐτὸ λέγει: «Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰούδαν καὶ τὸὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ». Στὸ σημεῖο λοιπὸν αὐτὸ χαρακτηρίζεται τὸ ὑπόλοιπο γένος τῶν Ἰουδαίων.
«Ἰὁύδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ». Τί ἐπιδιώκεις, ἄνθρωπε, ὑπενθυμίζοντας ἱστορία, ἡ ὁποία περιέχει παράνομη συνουσία; Καὶ γιατί τὸ λέγει αὐτό; Ἀσφαλῶς, ἐὰν κάποιος κατέγραψε τὴν γενεαλογία ἀνθρώπου καταγόμενου ἀπὸ ἀσήμαντο γένος, ἦταν φυσικὸ νὰ ἀπέκρυπτε αὐτὰ τὰ γεγονότα.
Τώρα, ὅμως, ποὺ γενεαλογεῖ τὸν Σαρκωθέντα Θεό, ὄχι μόνο δὲν πρέπει νὰ ἀποσιωπᾶ αὐτά, ἀλλὰ ἀντιθέτως, πρέπει νὰ τὰ φέρει στὴ δημοσιότητα, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν πρόνοια καὶ τὴν δύναμη Αὐτοῦ· διότι γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν σκοπὸ κατῆλθε ὁ Κύριος στὴ γῆ, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ ἀποφύγει τὶς δικές μας ἁμαρτίες, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὶς ἐξαφανίσει.
Ὅπως ἀκριβῶς προκαλεῖ τὸν θαυμασμό, ὄχι ἐπειδὴ πέθανε, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὑπέστη σταυρικὸ θάνατο. (Εἶναι, βέβαια, ἐπονείδιστος αὐτὸς ὁ θάνατος, ἀλλὰ ὅσο πιὸ ἐπονείδιστος εἶναι, τόσο πιὸ φιλάνθρωπο ἀποδεικνύει τὸν Ἰησοῦ).
Τὸ ἴδιο εἶναι δυνατὸν νὰ λεχθεῖ καὶ γιὰ τὴ Γέννηση. Δὲν εἶναι, δηλαδή, δίκαιο νὰ θαυμάζουμε Αὐτὸν μόνο ἐπειδὴ περιεβλήθη τὸ σῶμα καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ καταδέχθηκε νὰ ἔχει αὐτοῦ τοῦ εἴδους τοὺς συγγενεῖς, χωρὶς σὲ καμία περίπτωση νὰ αἰσθανθεῖ ντροπὴ γιὰ τὰ δικά μας κακά. Καὶ αὐτὸ τὸ διακήρυσσε ἀπὸ τὴν ἴδια τήν ἀρχὴ τῆς γεννήσεως ὅτι δηλαδή, γιὰ κανένα ἀπὸ τὰ δικά μας δὲν ντρέπεται, διδάσκοντας καὶ ἐμᾶς μὲ τὸ παράδειγμά Του νὰ μὴ νιώθουμε ντροπὴ γιὰ τὴν κακία τῶν προγόνων μας, ἀλλὰ ἕνα μόνο νὰ ἐπιθυμοῦμε διακαῶς, τὴν ἀρετή.
Διότι, ἀφοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζημιωθεῖ ὁ ἐνάρετος ἔστω καὶ ἂν ἡ μητέρα του εἶναι ἀλλόφυλη, ἔστω καὶ ἂν εἶναι πόρνη, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὁτιδήποτε ἄλλο· διότι, ἀφοῦ δὲν εἶναι καθόλου προσβλητικὴ γιὰ τὸν ἴδιο τόν πόρνο ποὺ μετανόησε ἡ προηγούμενη ζωή του, πολὺ περισσότερο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἐνοχλητικὴ γιὰ τὸν ἐνάρετο ἡ ἀνηθικότητα τῶν προγόνων του, ἐπειδὴ ἡ μητέρα του ἦταν πόρνη καὶ μοιχαλίδα. Καὶ τὰ ἔκανε αὐτὰ ὄχι μόνο γιὰ νὰ διδάξει ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δαμάσει τὸν ἐγωισμὸ τῶν Ἰουδαίων. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὶς ψυχικές τους ἀρετὲς καὶ πρόβαλλαν παντοῦ τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἀβραὰμ μὲ τὴν ἐσφαλμένη σκέψη ὅτι μποροῦν νὰ στηρίζονται στὴν ἀρετὴ τῶν προγόνων τους, τοὺς διδάσκει ἐξ ἀρχῆς ὅτι πρέπει νὰ καυχόμαστε ὄχι γιὰ τοὺς προγόνους μας, ἀλλὰ γιὰ τὰ δικά μας κατορθώματα.
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ἐπιδιώκει καὶ κάτι ἄλλο, νὰ δείξει ὅτι ὅλοι εἶναι ἁμαρτωλοί, ἀκόμη καὶ οἱ πρόγονοί τους. Ὁ πατριάρχης τους, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πῆραν καὶ τὸ ἐθνικό τους ὄνομα, εἶναι γνωστὸ ὅτι ὑπέπεσε σὲ μεγάλη ἁμαρτία· διότι παρουσιάζεται ἡ Θάμαρ καὶ τὸν κατηγορεῖ γιὰ τὴν πορνεία του. Καὶ ὁ Δαβὶδ ἐπίσης ἀπέκτησε τὸν Σολομῶντα ἀπὸ γυναῖκα μὲ τὴν ὁποία περιέπεσε στὴν πορνεία, τὴ Βηρσαβεέ. Καὶ ἀφοῦ δὲν κατόρθωσαν οἱ σπουδαῖοι νὰ μὴν παραβοῦν τὸν μωσαϊκὸ νόμο, πολὺ περισσότερο δὲν τὸ κατόρθωσαν οἱ ἀσήμαντοι. Καὶ ἀφοῦ τὸν παρέβαιναν, ἦσαν ἁμαρτωλοὶ ὅλοι καὶ ἦταν ἀναγκαία ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀνέφερε καὶ τοὺς δώδεκα πατριάρχες, γιὰ νὰ ἀμβλύνει πάλι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν ἐγωισμό τους γιὰ τὴν καταγωγὴ τοὺς ἀπὸ σπουδαίους προγόνους· διότι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν γεννηθεῖ ἀπὸ μητέρες δοῦλες. Ἀλλὰ ἡ κοινωνικὴ διαφορὰ τῶν γονέων δὲν ἔγινε αἰτία διαφορᾶς καὶ τῶν παιδιῶν, διότι ἦσαν ὅλοι ἐξίσου καὶ πατριάρχες καὶ φύλαρχοι. Διότι ἡ Ἐκκλησία μας ὑπερέχει σὲ αὐτό. Αὐτὴ ἔχει τὴν πρωτοκαθεδρία γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῆς ἀρετῆς μας, ἐπειδὴ ἔχει ὡς πρότυπο ὅσα συμβαίνουν στοὺς οὐρανούς. Ἑπομένως, ἂν εἶσαι δοῦλος ἢ ἐλεύθερος, δὲν ἔχεις οὔτε κέρδος οὔτε ζημία ἀπὸ αὐτό, ἀλλὰ ὑπάρχει ἕνας ὅρος ἀπαράβατος, ἡ ψυχικὴ διάθεση καὶ ὁ χαρακτῆρας σου.
Ἐκτὸς ἀπὸ ὅσα εἴπαμε, ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἀναφέρει αὐτὴν τὴν ἱστορία. Δὲν ἀνέφερε δηλαδὴ χωρὶς λόγο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Φαρές, καὶ τὸν Ζαρὰ· διότι, ἀφοῦ ἀναφέρει τον Φαρές, ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ γενεαλογοῦσε τὸν Χριστό, δὲ χρειαζόταν καὶ ἦταν περιττὸ νὰ ἀναφέρει καὶ τὸν Ζαρά. Γιατί λοιπὸν τὸν ἀνέφερε; Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τοὺς γεννήσει ἡ Θάμαρ καὶ ἄρχισε ὁ τοκετός, ἔβγαλε πρῶτος τὸ χέρι ὁ Ζαρά. Μόλις τὸ εἶδε ἡ μαμή, τὸ ἔδεσε μὲ κάτι κόκκινο, γιὰ νὰ γνωρίζουν τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ παιδιά. Ἀλλὰ μόλις τὸ ἔδεσε τράβηξε τὸ παιδὶ τὸ χέρι του καὶ μόλις τὸ τράβηξε, προηγήθηκε ὁ Φαρὲς καὶ ἀκολούθησε ὁ Ζαρά. Ὅταν τὰ εἶδε αὐτὰ ἡ μαμή, εἶπε: «Τί διεκόπη διὰ σὲ φραγμός; (: Γιατί ἔφυγε ἀπὸ τὸ μέσο ὁ φραγμὸς τοῦ προηγουμένου ἀδελφοῦ καὶ ἄνοιξε γιὰ σένα ὁ δρόμος;)» (Γέν.38,29). Βλέπεις πόσο παράξενος εἶναι αὐτὸς ὁ ὑπαινιγμός; Καὶ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τυχαία ἡ ἀναγραφή του. Δὲν ἔχει δηλαδὴ σκοπὸ ἡ διήγηση νὰ μᾶς κάνει γνωστὸ τί εἶπε ἡ μαμή. Οὔτε ἔχει σκοπὸ νὰ μᾶς μάθει ὅτι ἔβγαλε πρῶτος τὸ χέρι του ὁ δεύτερος.
Ποιό εἶναι λοιπὸν τὸ βαθύτερο νόημα; Τὴν πρώτη ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα μᾶς τὴ δίνει τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ· διότι Φαρὲς σημαίνει διαίρεση καὶ διακοπή. Τὴ δεύτερη μᾶς τὴ δίνει τὸ ἴδιο τὸ περιστατικό. Διότι δὲν ἦταν φυσικὸ νὰ βγάλει τὸ χέρι του καὶ νὰ τὸ ἀποσύρει πάλι μόλις τὸ ἔδεσαν. Ἡ κίνηση λοιπὸν αὐτὴ δὲν ὀφειλόταν οὔτε σὲ λογικὴ σκέψη οὔτε σὲ φυσικὴ κατάσταση. Ἴσως βέβαια νὰ εἶναι φυσικὸ νὰ προπορευτεῖ τὸ χέρι τοῦ ἑνὸς καὶ νὰ γεννηθεῖ πρῶτος ὁ ἄλλος. Δὲν εἶναι ὅμως σύμφωνο πρὸς ὅσα συμβαίνουν κατὰ τὴ γέννηση νὰ ἀποσύρει τὸ χέρι του καὶ νὰ ἀφήσει τὸν ἄλλο νὰ περάσει. Ἀλλὰ βρισκόταν ἐκεῖ, κοντὰ στὰ παιδιά, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ρύθμιζε ὅσα γίνονταν καὶ σχεδὸν μᾶς ζωγράφιζε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν εἰκόνα ὅσων ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν.
Τί σημαίνουν λοιπὸν αὐτά; Μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐξέτασαν μὲ προσοχὴ αὐτὰ τὰ πράγματα, λένε ὅτι αὐτὰ τὰ παιδιὰ συμβολίζουν τοὺς δύο λαούς. Ἔπειτα λένε ὅτι δὲν παρουσιάστηκε τὸ παιδὶ ὁλόκληρο, ἀλλὰ τὸ χέρι του τεντωμένο, καὶ τὸ ἀπέσυρε μετὰ ἀπὸ λίγο, γιὰ νὰ μάθεις ὅτι ἀκτινοβόλησε πρῶτα ὁ δεύτερος λαὸς μὲ τὸν τρόπο ζωῆς του καὶ ἀκολούθησε ὁ πρῶτος λαός. Γεννήθηκε λοιπὸν ὁ πρῶτος ἀδελφὸς μετὰ τὴ γέννησή του δευτέρου. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τοὺς δύο λαούς. Κατὰ τοὺς χρόνους δηλαδὴ τοῦ Ἀβραάμ (: ὁ Ἀβραὰμ τοποθετεῖται ἱστορικῶς μεταξὺ τοῦ 23ου καὶ 20οῦ π.Χ. Ὁ Μωυσῆς τὸν 13ο αἰ. π.Χ.) ἐμφανίζεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ πολιτεία, ἡ ὁποία ὅμως παρήκμασε ἐν τῷ μεταξὺ καὶ παρουσιάστηκε ὁ ἰουδαϊκὸς λαὸς καὶ ὁ μωσαϊκὸς νόμος καὶ τότε ἔχουμε τὴν ἐμφάνιση ὁλόκληρου τοῦ νέου λαοῦ καὶ τῶν νόμων του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν εἶπε ἡ μαῖα: «Τί διεκόπη διὰ σὲ φραγμός;». Διότι ἦλθε ἐν τῷ μεταξὺ ὁ μωσαϊκὸς νόμος καὶ ἔθεσε φραγμὸ στὸν ἀσύδοτο τρόπο ζωῆς τῶν Ἰσραηλιτῶν.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὀνομάζει πράγματι πολὺ συχνὰ φραγμὸ τὸν νόμο. Καὶ ὁ προφήτης ὁμιλεῖ ὡς ἑξῆς: «Καθεῖλες τὸν φρὰγμὸν αὐτῆς καὶ τρυγῶσιν αὐτὴν πάντες οἱ παραπορευόμενοι τὴν ὁδόν (: Γιατί τώρα γκρέμισες τὸν φράκτη ποὺ ὁλόγυρα τὴν περιέβαλε, τὴν προστασία σου, ὥστε ὅλοι οἱ διερχόμενοι ἀπὸ τὴν ὁδὸ διαβάτες νὰ τρυγοῦν τοὺς καρπούς της;)» (Ψαλμ.79,13). Καὶ «φρὰγμὸν περιέθηκα (: ἔστησα ὁλόγυρα φράκτη)»[Ησ.5,2]. Καὶ ὁ Παῦλος: «Αὐτὸς γὰρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας(:διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη ὅλων μας, ὁ ὁποῖος τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸν Ἐθνισμό, τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους αὐτοὺς κόσμους, τοὺς ἔκανε ἕνα. Αὐτὸς γκρέμισε καὶ κατέλυσε τὸν τοῖχο ποὺ δημιουργοῦσε ὁ φραγμὸς τοῦ νόμου ποὺ ὀρθωνόταν ἀνάμεσα στοὺς δύο λαοὺς καὶ τοὺς χώριζε)» (Εφ.2,14).
Ἄλλοι πάλι λένε ὅτι μὲ τὴ φράση «τί διεκόπη διὰ σὲ φραγμός;» γίνεται ὑπαινιγμὸς γιὰ τὸν νέο λαὸ· διότι Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἦλθε καὶ κατάργησε τὸν νόμο.
Βλέπεις ὅτι δὲν εἶναι λίγοι καὶ ἀσήμαντοι οἱ λόγοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ἀναφέρει τὴ Ρούθ (: ἡ Ροὺθ ἦταν Μωαβίτισσα. Ἡ παροχὴ βοήθειας ἀπὸ αὐτὴν στοὺς Ἰσραηλῖτες κατασκόπους θεωρήθηκε ὡς ἀναγνώριση καὶ ὑποταγὴ τῶν εἰδωλολατρῶν στὸ θέλημα τοῦ ἑνὸς καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ τῶν Ἰσραηλιτῶν) καὶ τὴ Ραάβ, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ πρώτη ἦταν ἀπὸ ἄλλη φυλὴ καὶ ἡ δεύτερη ἦταν πόρνη, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖς ὅτι ἦλθε γιὰ νὰ ἐξαλείψει ὅλες τὶς κακίες μας· διότι ἦρθε γιὰ νὰ διαδραματίσει ρόλο ἰατροῦ καὶ ὄχι δικαστοῦ. Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνοι πῆραν πόρνες γιὰ γυναῖκες τους, ἔτσι πῆρε καὶ ὁ Θεὸς καὶ προστάτεψε τὴν ἀνθρωπότητα, ποὺ εἶχε γίνει πόρνη καὶ ἀνήθικη. Μερικοὶ προφῆτες μάλιστα λένε ὅτι αὐτὸ ἔγινε παλιότερα στὴν ἐκκλησία τῶν Ἰσραηλιτῶν, τὴ συναγωγή. Ἀλλὰ ἐκείνη ἀποδείχτηκε ἀχάριστη πρὸς τὸν προστάτη της. Ἡ Ἐκκλησία μας ἀντίθετα ἀπαλλάχτηκε ὁριστικὰ ἀπὸ τὶς προγονικὲς ἁμαρτίες καὶ παραμένει ἀκλόνητα πιστὴ στὸν Νυμφίο της.
Πρόσεξε λοιπὸν ὅτι, ὅσα συνέβησαν μὲ τὴν Ρούθ, εἶναι ὅμοια μὲ τὰ δικά μας. Ἐκείνη δηλαδὴ ἦταν ἀλλόφυλη καὶ εἶχε καταντήσει πολὺ πτωχή. Ὅταν τὴν εἶδε ὅμως ὁ Βοόζ, δὲν ἔλαβε ὑπόψη τὴν ἀνέχειά της οὔτε θεώρησε ἀποκρουστικὴ τὴν καταγωγή της. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ Χριστός, ἂν καὶ βρῆκε τὴν Ἐκκλησία ἀλλόφυλη, εἰδωλολατρικὴ δηλαδή, καὶ σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, τὴν ἔκανε μέτοχο τῶν μεγάλων Τοῦ ἀγαθῶν. Ἀλλὰ ὅπως δὲ θὰ ἔκανε αὐτὸν τὸν ἐπιτυχημένο γάμο ἡ Ρούθ, ἂν δὲν ἐγκατέλειπε προηγουμένως τὸν πατέρα της καὶ δὲν ντρόπιαζε τὴν πατρική της οἰκογένεια καὶ τοὺς ὁμοφύλους καὶ τὴν πατρίδα καὶ τοὺς συγγενεῖς της, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸν Νυμφίο της, ἐπειδὴ ἐγκατέλειψε τὴν νοοτροπία τῶν προγόνων μας.
Αὐτὸ ἀκριβῶς τῆς λέγει καὶ ὁ προφήτης Δαβὶδ ἀπευθυνόμενος πρὸς αὐτήν: «Ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου(:λησμόνησε ἐντελῶς τὸν λαό, στὸν ὁποῖον μέχρι τώρα ἀνῆκες, καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν πατρικό σου οἶκο. Τότε ὁ βασιλέας Νυμφίος σου θὰ ἀγαπήσει τὸ κάλλος σου)» (Ψαλμ.44,11-12). Αὐτὸ ἔκανε καὶ ἡ Ρούθ. Γιὰ τοῦτο ἔγινε μητέρα βασιλέων, ὅπως ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία μας· διότι ἀπὸ τὴ Ροὺθ κατάγεται ὁ Δαβίδ. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἤθελε ὁ Ματθαῖος νὰ τοὺς φιλοτιμήσει καὶ νὰ τοὺς πείσει νὰ μὴν εἶναι ἐγωιστές, περιέλαβε στὴ γενεαλογία ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα καὶ ἀνέφερε τὶς γυναῖκες αὐτές. Ἡ Ροὺθ λοιπὸν γέννησε ἔμμεσα τὸν μέγα βασιλέα Δαβίδ, ὁ ὁποῖος δὲν αἰσθάνεται καμία ντροπὴ γι' αὐτό.
Εἶναι λοιπὸν σφάλμα, εἶναι μεγάλο σφάλμα νὰ θεωρεῖται κανεὶς ἠθικὸς ἢ ἀνήθικος, ἀσήμαντος ἢ σημαντικὸς ἐξ αἰτίας τῆς ἀρετῆς ἢ τῶν ἐλαττωμάτων τῶν προγόνων του, ἀλλά- ἂς πῶ κάτι ποὺ θὰ θεωρηθεῖ πολὺ παράξενο- ἀκτινοβολεῖ περισσότερο ὅποιος δὲν κατάγεται ἀπὸ λαμπροὺς προγόνους, ἀλλὰ εἶναι ἐνάρετος ὁ ἴδιος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν πρέπει ἀσφαλῶς νὰ καμαρώνει κανεὶς γιὰ τὴν καταγωγή του, ἀλλά, ἀφοῦ λάβει ὑπόψη του τοὺς προγόνους τοῦ Κυρίου, ἂς ἀποβάλει κάθε ἐγωισμὸ καὶ ἂς ὑπερηφανεύεται γιὰ τὰ δικά του κατορθώματα. Μᾶλλον ὅμως ἂς μὴν ὑπερηφανεύεται οὔτε γιὰ αὐτά. Διότι αὐτὴ ἡ νοοτροπία ἔφερε τὸν Φαρισαῖο σὲ κατώτερη θέση ἀπὸ τὸν τελώνη. Ἂν θέλεις λοιπὸν νὰ θεωρηθεῖ μεγάλο τὸ κατόρθωμά σου, μὴν ὑπερηφανεύεσαι γιὰ αὐτό. Ἔτσι θὰ ἀποδείξεις ὅτι εἶναι μεγαλύτερο. Μὴ νομίσεις ὅτι ἔκανες κάτι καὶ ἐξάντλησες ὅλες σου τὶς δυνατότητες· διότι ἂν ὅταν εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴ συνειδητοποιήσαμε τὴν πραγματική μας κατάσταση, γινόμαστε ἐνάρετοι, ὅπως ἀκριβῶς συνειδητοποίησε καὶ ὁ τελώνης, πόσο μᾶλλον θὰ συμβεῖ αὐτό, ἂν εἴμαστε ἐνάρετοι καὶ θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς;
Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ ταπεινοφροσύνη μᾶς μεταβάλλει ἀπὸ ἁμαρτωλοὺς σὲ ἐνάρετους- ἂν καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ταπεινοφροσύνη, ἀλλὰ εὐγνωμοσύνη-, ἀφοῦ λοιπὸν ἡ εὐγνωμοσύνη ἔχει τόση ἐπίδραση ἐπὶ τῶν ἁμαρτωλῶν, σκέψου πόσο μπορεῖ νὰ ἐπιδράσει ἡ ταπεινοφροσύνη ἐπὶ τῶν ἐναρέτων. Μὴν καταστρέψεις λοιπὸν τοὺς κόπους σου, μὴν ἀχρηστεύσεις τοὺς ἱδρῶτες σου, μὴν τρέχεις ἄδικα, ἀφοῦ μετὰ ἀπὸ πάρα πολλὰ τρεχάματα σπαταλᾶς ἄδικα τοὺς κόπους σου· διότι ὁ Κύριος γνωρίζει καλύτερα καὶ ἀπὸ ἐσένα τὰ κατορθώματά σου. Καὶ δὲν παραλείπει νὰ ἀμείψει οὔτε καὶ ἕνα ποτήρι κρύο νερὸ ποὺ προσφέρεις. Ἂν δώσεις ἔστω καὶ μία δραχμή, ἂν ἀναστενάζεις ἁπλῶς, θὰ τὸ δεχτεῖ μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση καὶ θὰ τὸ λάβει ὑπόψη Του καὶ θὰ σὲ ἀμείψει γενναῖα γιὰ αὐτό.
Γιατί διηγεῖσαι τὰ κατορθώματά σου καὶ μᾶς τὰ προβάλλεις κάθε στιγμή; Δὲν γνωρίζεις ὅτι δὲν θὰ σὲ ἐπαινέσει ὁ Θεὸς ἂν ἐπαινεῖς συνεχῶς τὸν ἑαυτό σου; Ὅπως δὲν θὰ πάψει νὰ σὲ ἐπαινεῖ ἀσφαλῶς ἐνώπιον ὅλων, ἂν ἐλεεινολογεῖς τὸν ἑαυτό σου· διότι δὲν θέλει βεβαίως νὰ μειώσει τὴν ἀξία τῶν προγόνων σου. Τί λέω δὲν θέλει νὰ μειώσει τὴν ἀξία τους; Εἶναι βέβαιο ὅτι κάνει τὸ πᾶν καὶ φροντίζει νὰ σὲ ἀμείψει γενναῖα καὶ γιὰ τὸ παραμικρὸ καὶ ἐπιζητεῖ νὰ βρεῖ κάποια ἀφορμή, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση.
«Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες (: Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν παραπάνω κατάλογο, ὅλες οἱ γενιὲς ποὺ ἔζησαν ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τον Δαβίδ, ὅπως ἀριθμοῦνται ἀπὸ τοὺς συντάκτες τοῦ καταλόγου, εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις· καὶ οἱ γενιὲς ἀπὸ τὸν Δαβὶδ μέχρι τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι μεταφέρθηκαν ὡς αἰχμάλωτοι στὴ Βαβυλῶνα εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις· καὶ οἱ γενιὲς ποὺ ἔζησαν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι μεταφέρθηκαν στὴ Βαβυλῶνα μέχρι τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις)» (Ματθ.1,17).
Σὲ τρεῖς ὁμάδες διέκρινε ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅλες τὶς γενιές, διότι ἤθελε νὰ δείξει ὅτι δὲν βελτιώθηκαν οὔτε μὲ τὶς ἀλλαγὲς τῆς πολιτειακῆς τους καταστάσεως, ἀλλὰ διατήρησαν τὰ ἴδια ἐλαττώματα καὶ μὲ τὸ ἀριστοκρατικὸ πολίτευμα καὶ μὲ τὴ βασιλεία καὶ μὲ τὸ ὀλιγαρχικό. Καὶ ὅτι δὲν ἔγιναν περισσότερο ἐνάρετοι οὔτε ὑπὸ τὴν ἡγεσία μεγάλων ἀρχηγῶν οὔτε ἱερέων οὔτε βασιλέων.
Ἀλλὰ γιατί παρέλειψε τρεῖς βασιλεῖς στὴ μεσαία ὁμάδα καὶ γιατί εἶπε ὅτι εἶναι δεκατέσσερις οἱ γενιὲς τῆς τελευταίας ἀφοῦ ἀναφέρει δώδεκα;
Τὸ πρῶτο ζήτημα ἀφήνω νὰ τὸ ἐρευνήσετε ἐσεῖς· διότι δὲν εἶναι σκόπιμο νὰ σᾶς ἑρμηνεύονται τὰ πάντα, γιὰ νὰ μὴ γίνετε ἀδιάφοροι γιὰ τὴν προσωπικὴ ἔρευνα. Μᾶλλον ὅμως θὰ σᾶς δώσω τὴν ἀπάντηση καὶ στὸ πρῶτο πρόβλημα, ὥστε νὰ μὴ συναντᾶτε δυσκολίες κατὰ τὴν ἔρευνα, διότι ἡ ἔρευνα ἔχει νὰ μᾶς ἀποδείξει κάτι βαθύ. Γιὰ ποιό λόγο, λοιπόν, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν ἐποχή του Δαβὶδ μέχρι τοὺς χρόνους τοῦ Ἰεχονίου καὶ τῆς βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας βασίλευσαν δεκαεπτὰ βασιλιᾶδες, ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι εἶναι δεκατέσσερις γενεές;
Ἐὰν βέβαια εἶχε ὡς ἔργο του νὰ ἀναγράψει τὶς διαδοχὲς τῶν βασιλέων, ἴσως δικαιολογημένα θὰ τὸν κατηγοροῦσε κανεὶς ὅτι παραποιεῖ τὴ σειρὰ τῶν βασιλέων· διότι ἐνῷ σύμφωνα μὲ τὰ βιβλία τῶν Βασιλειῶν καὶ τῶν Παραλειπομένων ὕστερα ἀπὸ τὸν Ἰωρὰμ τὸν υἱὸ τοῦ Ἰωσαφάτ, βασίλευσαν τρία πρόσωπα, ὁ Ὀζίας, ὁ Ἰωάθαμ καὶ ὁ Ἄχαζ, ὁ εὐαγγελιστὴς ὅμως ἀφοῦ παρέλειψε τοὺς τρεῖς πρώτους, ποὺ βασίλευσαν μετὰ τὸν υἱὸ τοῦ Ἰωσαφὰτ Ἰωράμ, συνδέει πρὸς αὐτόν τον Ὀζία, τὸν Ἰωάθαμ καὶ τὸν Ἄχαζ, ἀποσιωπῶντας τοὺς τρεῖς ἀναφερθέντες ἐνδιάμεσους. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐπειδὴ σκοπός του δὲν ἦταν νὰ παρουσιάσει τὴ σειρὰ τῶν βασιλέων, διότι τότε θὰ ἔπρεπε νὰ κατηγορούσαμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου ὡς ἐσφαλμένο.
Ὅμως δὲν θέλησε νὰ παρουσιάσει τὴν διαδοχὴ τῶν βασιλέων, ἀλλὰ νὰ ἀριθμήσει τοὺς προγόνους· διότι αὐτὸ θέλει, ὅταν λέγει: «Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες (: Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν παραπάνω κατάλογο, ὅλες οἱ γενιὲς ποὺ ἔζησαν ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τον Δαβίδ, ὅπως ἀριθμοῦνται ἀπὸ τοὺς συντάκτες τοῦ καταλόγου, εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις· καὶ οἱ γενιὲς ἀπὸ τὸν Δαβὶδ μέχρι τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι μεταφέρθηκαν ὡς αἰχμάλωτοι στὴ Βαβυλῶνα εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις· καὶ οἱ γενιὲς ποὺ ἔζησαν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι μεταφέρθηκαν στὴ Βαβυλῶνα μέχρι τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις)» (Ματθ.1,17).
Ἀλλὰ δὲν εἶναι δεκατέσσερις διαδοχικοὶ βασιλεῖς. Συνεπῶς, δίκαια ἀπαλλάσσεται ἀπὸ κάθε κατηγορία. Ἐπειδὴ ὅμως μερικοὶ νομίζουν ὅτι μποροῦσε νὰ τὶς ὀνομάσει καὶ διαδοχὲς καὶ νὰ γράψει ὡς ἑξῆς· «ὅλες λοιπὸν οἱ γενεὲς ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τον Δαβὶδ εἶναι διαδοχὲς δεκατέσσερις καὶ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία στὴ Βαβυλῶνα γενεὲς δεκατέσσερις», ἐὰν βέβαια, τὸ ἔλεγε αὐτό, τότε τὸ καθετὶ θὰ λεγόταν δικαιολογημένα. Ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ ἐλεγχθεῖ ὅτι παραχαράσσει τὴν ἱστορία. Τώρα ὅμως, ὅπως προεῖπα, ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ παρουσιάσει τὶς γενεὲς καὶ ὄχι τὶς διαδοχές. Ἐνῷ λοιπὸν στὰ βιβλία τῶν Βασιλειῶν καὶ τῶν Παραλειπομένων ἱστοροῦνται οἱ διαδοχὲς τῶν βασιλέων καὶ ὄχι οἱ γενεές, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἀντίθεση μεταξὺ αὐτῶν καὶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ.
«Γενεὰ» δὲν μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε τὸν χρόνο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς συμβαίνει μερικοὶ νὰ ζήσουν λίγο χρόνο καὶ νὰ πεθάνουν πρὶν ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία. Ἄλλοι πάλι φτάνουν μέχρι τὴν ἡλικία τοῦ παιδιοῦ, ἄλλοι στὴν ἐφηβικὴ ἡλικία καὶ ἄλλοι γίνονται ἄνδρες. Τέλος ἄλλοι φτάνουν σὲ βαθὺ γῆρας. Ποιά λοιπὸν θὰ θεωρήσει κανεὶς ὡς γενεά, ὅταν ὁ ἕνας, ἐπὶ παραδείγματι, φτάνει μέχρι τὸ δέκατο ἔτος τῆς ἡλικίας του, ἄλλος μέχρι τὸ εἰκοστό, ἄλλος μέχρι τὸ πεντηκοστό, ἄλλος μέχρι τὸ ἑβδομηκοστὸ καὶ ἄλλος ὑπερβαίνει καὶ τὸ ἑκατοστό; Καὶ αὐτὸ δὲν παρατηρεῖται μόνο στοὺς παλαιούς, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐποχή μας. Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ ὀνομάζουμε τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου γενεά;
Ἀλλὰ δὲν μποροῦμε πάλι, νὰ ὀνομάσουμε γενεὰ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ φτάνει μέχρι τῆς ἀπόκτησης τέκνων, διότι ἄλλοι μὲν νυμφεύτηκαν καὶ ἀπέκτησαν τέκνα προτοῦ νὰ γίνουν εἴκοσι ἐτῶν, ἐνῷ ἄλλοι, ὅταν ὑπερέβησαν τὰ τριάντα. Καὶ μεταξὺ τῶν συνομηλίκων μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ ὅτι ἄλλοι μὲν ἀπέκτησαν μόνο ἕνα παιδί, ἄλλοι πάλι ἀπέκτησαν τέσσερα, ὥστε νὰ δοῦν τοὺς ἐγγονούς τους στὰ πενῆντα ἔτη τους, ἐνῷ ἄλλοι στὰ ἑβδομῆντα τους δὲν εἶδαν κανένα παιδί.
Πῶς πρέπει συνεπῶς νὰ ἀριθμήσουμε τὶς γενεές; Μὲ βάση αὐτοὺς ποὺ ζοῦν πολλὰ χρόνια ἢ μὲ βάση αὐτοὺς ποὺ ζοῦν λίγα χρόνια; Μὲ βάση αὐτοὺς ποὺ ἀποκτοῦν ἀμέσως παιδιὰ ἢ μὲ βάση αὐτοὺς ποὺ καθυστεροῦν νὰ τεκνοποιήσουν; Μὲ βάση ἐκείνους ποὺ βλέπουν μόνο τὰ πρῶτα παιδιὰ ἢ μὲ βάση ἐκείνους ποὺ ἀντικρίζουν πολλὲς γενεές;
Ὅταν λοιπὸν ἐξεταστοῦν αὐτὰ κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο βλέπουμε ὅτι ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, ἐπειδὴ δὲν σκόπευε νὰ ἐκθέσει τὶς διαδοχὲς τῶν βασιλέων, ἀλλὰ τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων, δὲν ἔδωσε μεγάλη σημασία στὴ σειρὰ τῶν βασιλέων, ὅπως ὑπάρχει στὴν ἱστορία, ἀλλὰ ἀριθμῶντας ὅπως αὐτὸς γνωρίζει, παίρνει τόσους βασιλεῖς, ὅσοι τοῦ ἦσαν ἀρκετοὶ γιὰ νὰ συμπληρώσει τις δεκατέσσερις γενεές. Ἔτσι, διατηρεῖται πλήρης ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν καὶ καθόλου δὲν ἀντιφάσκει πρὸς τὶς εἰδήσεις τῆς ἱστορίας. Ἡ πρώτη ἀπορία λύθηκε πλέον.
Πρέπει ὅμως νὰ μιλήσω καὶ γιὰ τὸ δεύτερο πρόβλημα. Γιατί, ἐνῷ οἱ ἀναφερόμενοι ἀπὸ τὸν Ἰεχονία μέχρι τὸν Ἰωσὴφ εἶναι δώδεκα, λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι εἶναι γενεὲς δεκατέσσερις; Γιὰ τὴν ἴδια αἰτία. Διότι, ὅπως εἶπα, δὲν ἤθελε νὰ ἀναγράφει διαδοχὲς ἀλλὰ γενεές. Συμβαίνει ὅμως πολλὲς φορὲς στοὺς μακρόβιους καὶ τοὺς πολυχρόνιους ἀνθρώπους νὰ γίνονται λίγες διαδοχὲς ἀνδρῶν, ἐνῷ οἱ γενεὲς εἶναι πλήρεις. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν σκέψη αὐτή, ἐνῷ ἀπὸ τὸν Δαβὶδ μέχρι τὴν αἰχμαλωσία τῆς Βαβυλώνας ἀναφέρονται περισσότεροι στὶς διαδοχές, οἱ γενεές, ὅμως, ἦσαν λιγότερες. Διότι σὲ δεκαεπτὰ διαδοχὲς ἀνδρῶν ἀναφέρθηκαν δεκατέσσερις γενεές. Κατὰ τὸν ἴδιο συλλογισμό, συνεπῶς, καὶ τώρα σὲ δώδεκα γενεὲς ἀνδρῶν συμπληρώνονται οἱ δεκατέσσερις γενεές, ἐπειδὴ ὅπως εἶναι φυσικό, οἱ δώδεκα ἦσαν πιὸ μακρόβιοι καὶ πολυχρόνιοι καὶ ἦσαν ἀρκετοὶ γιὰ νὰ συμπληρωθοῦν οἱ δεκατέσσερις γενεές. Μιὰ ἀπάντηση λοιπὸν στὸ πρόβλημα αὐτὸ εἶναι αὐτή.
Ἀλλὰ καὶ σύμφωνα μὲ ἄλλο συλλογισμὸ θὰ μποροῦσες νὰ ἐρευνήσεις καὶ ἐδῶ νὰ βρεῖς δεκατέσσερις ἄνδρες ἀναφερόμενους καὶ στὴν παροῦσα διαδοχὴ· σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορία, ἐὰν στοὺς δώδεκα συναριθμήσεις καὶ τὸν ἴδιο τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος θεωρήθηκε υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ. Θὰ μποροῦσες ἐπίσης νὰ προσθέσεις σὲ αὐτοὺς καὶ τὸν Ἰεχονία, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὴ Βαβυλῶνα, καὶ ὄχι ἐκεῖνον ποὺ βασίλευσε στὴν Ἱερουσαλὴμ πρὶν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία· διότι ὑπῆρξαν δύο ἄντρες ποὺ εἶχαν τὸ ὄνομα Ἰωακεὶμ μετά τον Ἰωσία, ὁ υἱός του Ἰωσίου, ὁ ὁποῖος τὸν διαδέχτηκε στὴ βασιλεία τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ υἱὸς αὐτοῦ, δεύτερος Ἰωακείμ. Αὐτοὶ ὀνομάστηκαν καὶ Ἰεχονίας, ὅταν ἐξελληνίστηκε τὸ ὄνομά τους. Ὁ πρῶτος λοιπὸν Ἰωακείμ, ποὺ κι αὐτὸς λεγόταν καὶ Ἰεχονίας, ἦταν υἱὸς τοῦ πρώτου Ἰεχονίου καὶ ἐγγονός του Ἰωσίου, ἐὰν ὑπολογιστεῖ σὲ ὅσους γενεαλογοῦνται μετὰ τὴν αἰχμαλωσία μέχρι τοῦ Χριστοῦ, τότε, θὰ μᾶς δώσει πλήρη τὸν ἀριθμὸ τῶν δεκατεσσάρων γενεῶν.
Τὸ ὅτι ὑπῆρξαν δύο Ἰωακεὶμ θὰ τὸ μαρτυρήσει τὸ βιβλίο τῶν Βασιλειῶν, τὸ ὁποῖο λέγει τὰ ἑξῆς: «Καὶ ἐβασίλευσε φαραὼ Νεχαὼ ἐπ᾿ αὐτοὺς τὸν Ἐλιακὶμ υἱὸν Ἰωσίου βασιλέως Ἰούδα ἀντὶ Ἰωσίου τοῦ πὰτρὸς αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰὠακεὶμ· καὶ τὸν Ἰωάχαζ ἔλαβε καὶ εἰσήνεγκεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ (: Ὁ βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου ὁ Νεχαὼ ἐνθρόνισε ὡς βασιλέα στὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα τὸν Ἐλιακίμ, ἄλλο υἱό του Ἰωσίου, ἀντὶ τοῦ Ἰωσίου τοῦ πατρός του. Ὁ Νεχαὼ ἄλλαξε τὸ ὄνομα τοῦ Ἐλιακὶμ σὲ Ἰωακείμ. Τὸν δὲ Ἰωάχαζ πῆρε καὶ μετέφερε στὴν Αἴγυπτο, ὅπου καὶ πέθανε ὁ Ἰωάχαζ)» (Δ΄Βασ. 23,34). Στὴ συνέχεια λέγει ὅτι αὐτὸς πέθανε καὶ ἐνταφιάστηκε μὲ τοὺς πατέρες του. Ἔπειτα, λέγει, ὅτι βασίλευσε ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωακείμ. Κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς βασιλείας του, τοῦ ἐπιτέθηκε ὁ Ναβουχοδονόσορας ὁ βασιλέας τῆς Βαβυλώνας στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ πολιόρκησε αὐτὴν καὶ ἀφοῦ τὴν κυρίευσε, μετέφερε καὶ τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τοὺς ἄλλους στὴ Βαβυλῶνα. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ δεύτερος Ἰωακείμ, ποὺ ἀπὸ τὸν προφήτη Ἰερεμία ἔχει ὀνομαστεῖ Ἰεχονίας, ἦταν ἐγγονὸς καὶ ὄχι υἱός του Ἰωσίου. Γι' αὐτὸ τὸν λόγο δικαιολογημένα ἂς ὑπολογιστεῖ στὴν τρίτη γενεαλογία τῶν δεκατεσσάρων γενεῶν ἀπὸ τὸν Ἰεχονία μέχρι τὸν Χριστό, ἐνῷ ὁ πατέρας του, ἐπειδὴ ἦταν υἱός του Ἰωσίου, ἂς ἀριθμηθεῖ στὶς προηγούμενες γενεές. Ἔτσι, συμπληρώνεται ὁ ἀριθμὸς τῶν δεκατεσσάρων τελευταίων γενεῶν· διότι σὲ αὐτές, νομίζω, ὅτι ὑπολογίζει καὶ τὸν χρόνο τῆς αἰχμαλωσίας.
Θὰ σᾶς μιλήσω λοιπὸν καὶ γιὰ τὸ δεύτερο. Νομίζω ὅτι στὸ σημεῖο αὐτὸ ὑπολογίζει ὡς μία γενεὰ τὸν χρόνο τῆς αἰχμαλωσίας (ὁ Ναβουχοδονόσωρ ὁ Β΄, ὁ ὁποῖος βασίλευσε γιὰ 43 ἔτη (604-561 π. Χ.), ἐκστράτευσε ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ, τὴν κυρίευσε, τὴν κατέσκαψε καὶ ἐξανδραπόδισε τοὺς κατοίκους] καὶ ὡς ἄλλη τὸν ἴδιο τόν Χριστὸ καὶ ἔτσι Τὸν συνδέει στενότατα μὲ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Ὀρθὰ ἐπίσης ὑπενθυμίζει καὶ τὴν αἰχμαλωσία ἐκείνη καὶ ὑποδηλώνει ὅτι δὲ συνετίστηκαν ἀκόμη καὶ τότε ποὺ ἐξέπεσαν στὴν κατάσταση ἐκείνη. Ἑπομένως ὅλα ἀποδεικνύουν ὅτι ἦταν ἀνάγκη νὰ ἔλθει στὸν κόσμο ὁ Χριστός.
Τίθεται τὸ ἐρώτημα: Γιατί λοιπὸν δὲν κάνει τὸ ἴδιο καὶ ὁ Μᾶρκος καὶ δὲν ἀναφέρει τὴ γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐκθέτει μὲ συντομία τὰ πάντα; Νομίζω ὅτι ὁ Ματθαῖος ἄρχισε τὸ ἔργο του πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ τὴ γενεαλογία ἀναφέρει μὲ ἀκρίβεια καὶ τὰ σημαντικότερα ἐκθέτει μὲ λεπτομερέστερο τρόπο. Ὁ Μᾶρκος ἔγραψε μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον, γι’ αὐτὸ ἀκολούθησε συντομότερη ὁδό, διότι ἦσαν πολλὰ ὅσα εἶχαν γραφεῖ καὶ εἶχαν γίνει μέχρι τότε.
Σὲ αὐτὰ ἐπιπλέον ἔδινε μεγαλύτερη σημασία ὁ ἰουδαϊκὸς λαός. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἦταν ἑπόμενο νὰ ἔχουμε διαφορετικὸ προοίμιο στὸν καθένα. Καὶ ἂν ἔγιναν θαύματα σὲ διάφορες ἐποχὲς ἔγιναν γιὰ τοὺς βαρβάρους, γιὰ νὰ πιστέψουν πολλοὶ καὶ γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅποτε τοὺς πέταξαν οἱ ἐχθροί, νόμισαν ὅτι αὐτὸ συνέβη, διότι οἱ θεοὶ ἐκείνων ἦταν ἰσχυροί. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη στὴν Αἴγυπτο καὶ γι' αὐτὸ δημιουργήθηκε ἐκεῖ μεγάλη σύγχυση. Καὶ ἀργότερα στὴ Βαβυλῶνα, ὅπου τὰ σχετικὰ μὲ τὴν κάμινο καὶ τὰ ὄνειρα τοῦ Ναβουχοδονόσορα. Ἔγιναν ἀκόμη θαύματα καὶ ὅταν ἦταν μόνοι τους στὴν ἔρημο, ὅπως ἔγιναν καὶ μετὰ τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου· διότι καὶ στὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἔγιναν πολλὰ θαύματα, ὅταν ἀπομακρυνόμασταν ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Ἔπειτα σταμάτησαν, ἐπειδὴ ἔπεσε παντοῦ ὁ σπόρος τῆς εὐσέβειας. Καὶ ἂν ἔγιναν, ἔγιναν λίγα καὶ σποραδικά, ὅπως π.χ. ὅταν σταμάτησε ὁ ἥλιος νὰ φωτίζει ἐξ αἰτίας τρομερῶν γεγονότων.
Τότε γιατί ὁ Λουκᾶς παραθέτει τὴ γενεαλογία καὶ μάλιστα μὲ περισσότερα στοιχεῖα; Ἀφοῦ ὁ Ματθαῖος προετοίμασε τὸν δρόμο, ἐπιθυμεῖ καὶ ὁ Λουκᾶς νὰ μᾶς διδάξει κάτι περισσότερο.
Πέραν αὐτῶν, ὁ κάθε εὐαγγελιστὴς μιμήθηκε τὸν διδάσκαλό Του. Δηλαδὴ ὁ μὲν Λουκᾶς μιμήθηκε τὸν Παῦλο, τοῦ ὁποίου ὁ λόγος ἔρεε πλουσιότερος καὶ ταχύτερος τῶν ποταμῶν, ὁ δὲ Μᾶρκος τὸν Πέτρο, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε τὴ βραχυλογία.
Ἀλλὰ γιὰ ποιό λόγο ὁ Ματθαῖος δὲν πρόσθεσε στὴν ἀρχὴ τῆς ἀφηγήσεώς του, ὅπως ὁ προφήτης, τὴν φράση: «Ὅρασις, ἣν εἶδεν Ἡσαΐας(:Αποκαλυπτικά ὁράματα, τὰ ὁποῖα ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ εἶδε καὶ ἄκουσε ὁ Ἠσαΐας)» (Ησ.1,1) ἤ «Ἀκούσατε τὸν λόγον τοῦτον, ὃν ἐλάλησε Κύριος (: Ἀκούσατε αὐτὸν τὸν λόγο, τὸν ὁποῖο εἶπε ὁ Κύριος)»[Αμ.3,1], ὅπως ἔκαναν οἱ προφῆτες; Διότι ἔγραφε πρὸς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι κατέχονταν ἀπὸ αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του καὶ τὸν πρόσεχαν πάρα πολύ.
Ἐξάλλου, καὶ τὰ περιεχόμενα στὸ Εὐαγγέλιο θαύματα μαρτυροῦσαν τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων Του καὶ οἱ ἀναγνῶστες ἦσαν πολὺ σταθεροὶ στὴν πίστη. Ἀντίθετα, στὴν ἐποχὴ τῶν προφητῶν δὲν πραγματοποιοῦνταν τόσο πολλὰ θαύματα, γιὰ νὰ ἀποδεικνύουν τὴν ἀξιοπιστία τους καὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ ἤκμασε ἡ τάξη τῶν ψευδοπροφητῶν, τοὺς ὁποίους καὶ πρόσεχε περισσότερο ὁ ἰουδαϊκὸς λαός. Συνεπῶς, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἦσαν ἀναγκαῖα τὰ προοίμια αὐτοῦ τοῦ εἴδους στοὺς προφῆτες. Βέβαια, μερικὲς φορές, ἔγιναν καὶ θαύματα, ἀλλὰ αὐτὰ συνέβησαν γιὰ τοὺς βαρβάρους, γιὰ νὰ πολλαπλασιαστοῦν οἱ προσήλυτοι καὶ νὰ ἀποδειχτεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ὅσες φορὲς δηλαδὴ αἰχμαλωτίστηκαν καὶ πίστεψαν οἱ ἀντίπαλοί τους ὅτι τοὺς νίκησαν, ἐπειδὴ τάχα οἱ θεοί τους ἦσαν ἰσχυροί, ὅπως συνέβη στὴν Αἴγυπτο ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναχώρησε πολὺς λαὸς ἀνάμεικτος καὶ στὴ συνέχεια στὴ Βαβυλῶνα μὲ τὰ περιστατικὰ τῆς καμίνου καὶ τῶν ὀνείρων (βλ. βιβλίο τοῦ Δανιήλ). Ἐπίσης ἔγιναν θαύματα καὶ στὴν ἔρημο ὅταν ἦσαν μόνοι τους, ἀλλὰ καὶ σὲ μᾶς πολλὰ θαυμαστὰ γεγονότα, μαρτυροῦνται ὅτι συνέβησαν κατὰ τὸν χρόνο ποὺ ἀφήναμε τὴν πλάνη[όταν δηλαδὴ ἀπὸ εἰδωλολάτρες γίνονταν Χριστιανοί).
Στὴ συνέχεια ὅμως ὅταν ἡ πίστη πρὸς τὸν Θεὸ φυτεύτηκε σὲ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς γῆς, ἔπαψαν τὰ θαύματα. Τώρα ἐὰν καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ συνέβησαν καὶ ἄλλα θαύματα, αὐτὰ ἦσαν ὀλίγα καὶ σποραδικά. Ὅπως ὅταν ὁ ἥλιος σταμάτησε τὴν πορεία του καὶ γύρισε πίσω (πρβ. Ἴησ. Ναυὴ 10, 12-14: «Τότε ἐλάλησεν Ἰησοῦς πρὸς Κύριον, ᾗ ἡμὲρᾳ παρέδωκεν ὁ Θὲὸς τὸν Ἀμὸῤῥαῖον ὑποχείριον Ἰσραήλ, ἡνίκα συνέτριψεν αὐτοὺς ἐν Γαβαὼν καὶ συνετρίβησαν ἀπὸ προσώπου υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ εἶπεν Ἰησοῦς· στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα Αἰλών. Καὶ ἔστη ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη ἐν στάσει, ἕως ἠμύνατο ὁ Θὲὸς τὸὺς ἐχθροὺς αὐτῶν. Καὶ ἔστη ὁ ἥλιος κατὰ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, οὐ προεπορεύετο εἰς δὺσμὰς εἰς τέλος ἡμέρας μιᾶς. Καὶ οὐκ ἐγένετο ἡμέρα τοιαύτη οὐδὲ τὸ πρότερον οὐδὲ τὸ ἔσχατον, ὥστε ἐπακοῦσαι Θὲὸν ἀνθρώπου, ὅτι Κύριος συνεξεπολέμησε τῷ Ἰσραήλ (: Κατά τὴν ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία εἶχε ἤδη ἀποφασίσει καὶ παραδώσει ὁ Κύριος ὑποχειρίους τοὺς Ἀμορραίους στοὺς Ἰσραηλῖτες, ὅταν δηλαδὴ συνέτριψε αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς στὴν Γαβαῶν καὶ συνετρίβησαν πράγματι ἐνώπιον τῶν Ἰσραηλιτῶν, εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὸν Κύριο: "Ἂς σταθεῖ ὁ ἥλιος ἐπάνω ἀπὸ τὴν Γαβαῶν καὶ ἡ σελήνη ἐπάνω ἀπὸ τὴν κοιλάδα Αἰλῶν". Καὶ πράγματι στάθηκε ὁ ἥλιος καὶ ἔμεινε στὴ θέση της ἡ σελήνη, μέχρις ὅτου ὁ Θεὸς ἀπέκρουσε τελείως τοὺς ἐχθροὺς τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ὁ ἥλιος σταμάτησε ἀκίνητος στὸ μέσο του οὐρανοῦ. Δὲν προχωροῦσε πρὸς δυσμὰς γιὰ μία ὁλόκληρη ἡμέρα. Τόσο μεγάλη καὶ ἐπιφανὴς ἡμέρα δὲν ἔγινε ποτὲ προηγουμένως, οὔτε στὸ ἀπώτατο, οὔτε στὸ ἐγγὺς παρελθόν, νὰ ἀκούσει δηλαδὴ ὁ Θεὸς τέτοια αἴτηση ἀπὸ ἄνθρωπο. Καὶ ἔγινε αὐτὸ τὸ πρωτοφανὲς καὶ μοναδικὸ θαῦμα, διότι ὁ Κύριος πολέμησε μᾶζα μὲ τοὺς Ἰσραηλῖτες)»).
Εἶναι ἐπίσης δυνατὸν νὰ διαπιστώσει κανεὶς ἐπίσης ὅτι ἔγιναν θαύματα καὶ στὴ δική μας ἐποχή. Πραγματικά, καὶ στὸν καιρό μας, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν ἐκείνου ποὺ ξεπέρασε στὴν ἀπιστία ὅλους, τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη, συνέβησαν πολλὰ καὶ παράδοξα. Δηλαδή, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἐπιχείρησαν νὰ ἀνοικοδομήσουν τὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντα (ἔπειτα ἀπὸ σχετικὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, γιὰ νὰ διαψεύσουν τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως σχετικὰ μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ μάλιστα μέσα στὸν ἐκ νέου οἰκοδομηθέντα ναὸ τοῦ Σολομῶντα), φωτιὰ ξεπήδησε ἀπὸ τὰ θεμέλια, κατατρομοκρατῶντας τους καὶ τοὺς ἀπέτρεψε ὅλους ἀπὸ τὴ συνέχεια τοῦ ἔργου αὐτοῦ. Καὶ ὅταν ὁ ταμίας καὶ θεῖος καὶ συνονόματος τοῦ Ἰουλιανοῦ, Ἰουλιανὸς βεβήλωνε τὰ ἱερὰ σκεύη, ἀποδεικνύοντας μὲ πρωτοφανῆ τρόπο τὴν ἀσέβειά του, αὐτὸς μὲν γέμισε σκουλήκια ποὺ τὸν ἔφαγαν ἐσωτερικὰ καὶ ἔπεσε νεκρός, ἐνῷ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς ἔπαθε διάρρηξη ἀπὸ τὸ περσικὸ δόρυ ποὺ τὸν διατρύπησε στὴν κοιλιακή του χώρα καὶ χύθηκαν ἔξω ὅλα τὰ σπλάχνα του καὶ ἔτσι ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ χωρὶς νὰ τελειώσει τὸ ἀσεβέστατο ἔργο του (πρβ. γιὰ τὴν ἔκφραση αὐτή- «ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ»- στὶς Πράξεις, 1,18 ὅπου ὁ ἀπόστολος Πέτρος κάνει ἀναφορὰ στὸν Ἰούδα ποὺ εἶχε παρόμοιο τέλος: «Οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ (: Ὁ Ἰούδας λοιπὸν ἀπὸ τὸν μισθὸ ποὺ πῆρε ὡς ἀμοιβὴ γιὰ τὴν ἀδικία καὶ τὸ ἔγκλημα τῆς προδοσίας του ἀπέκτησε κάποιο χωράφι. Καὶ ὅταν αὐτοκτόνησε, ἔπεσε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ κρεμάστηκε μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς καὶ ἔπαθε διάρρηξη στὴν κοιλιακή του χώρα καὶ χύθηκαν ἔξω ὅλα τὰ σπλάχνα του)»). Ἀλλά καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι στέρεψαν οἱ πηγές, ὅταν τελέστηκαν εἰδωλολατρικὲς θυσίες σὲ αὐτές, καὶ τὸ ὅτι ἄρχισε ἡ πεῖνα στὶς πόλεις μὲ τὴν εἴσοδο τοῦ βασιλέως Ἰουλιανοῦ, ὑπῆρξε μέγιστο θαῦμα.
Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἐνεργεῖ συνήθως κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπο. Ὅταν αὐξηθοῦν πάρα πολὺ περισσεύσουν κάπου τὰ κακὰ καὶ δεῖ ὅτι στὸν τόπο ἐκεῖνο οἱ ἄρχοντες κακουργοῦν καὶ οἱ ἀρχόμενοι παραλογίζονται φοβερὰ ἀπὸ τὴν καταπίεση ποὺ ὑφίστανται, τότε φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους τὴ δύναμή Του. Ἔτσι ἐνήργησε γιὰ τοὺς Ἰουδαίους μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Βαβυλώνας ἀπὸ τοὺς Πέρσες (τότε ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς στὸν Πέρση βασιλιᾶ Κῦρο τὸν Β΄ νὰ νικήσει στὸν πόλεμο τοὺς Βαβυλώνιους, καὶ ἔπειτα ἀφοῦ κατέλαβε καὶ τὴν ἴδια τή Βαβυλῶνα τὸ 538 π. Χ., παραχώρησε τὴν ἄδεια στοὺς Ἰουδαίους νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ἱερουσαλήμ).
Ἔγινε λοιπὸν φανερὸ ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅτι δὲν ἐνέργησε ἄσκοπα καὶ τυχαῖα ὁ Ματθαῖος, ὅταν διέκρινε σὲ τρεῖς ὁμάδες τοὺς προγόνους τοῦ Χριστοῦ. Καὶ πρόσεξε ἀπὸ ποῦ ἀρχίζει καὶ ποῦ τελειώνει. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ στὸν Δαβίδ. Ἀπὸ τὸν Δαβὶδ στὴ μετοικεσία στὴ Βαβυλῶνα. Ἀπὸ τὴ μετοικεσία στὸν ἴδιο τόν Χριστό. Καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου ἀναφέρει καὶ τοὺς δύο μαζί, τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Ἀβραάμ, καὶ στὴν ἀνακεφαλαίωση ἐπίσης τοὺς ἀναφέρει καὶ τοὺς δύο. Διότι, ὅπως εἶπα ἄλλοτε, σὲ αὐτοὺς εἶχαν δοθεῖ οἱ ὑποσχέσεις.
Γιατί ὅμως δὲν ἀνέφερε τὴν κάθοδο τῶν Ἰουδαίων στὴν Αἴγυπτο, ὅπως ἀναφέρει τὴ μετοικεσία τους στὴ Βαβυλῶνα; Διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν φοβοῦνταν πλέον τοὺς Αἰγύπτιους, ἔτρεμαν ὅμως ἀκόμη τοὺς Βαβυλώνιους. Καὶ διότι ἡ κάθοδος στὴν Αἴγυπτο ἦταν γεγονὸς παλαιό, ἐνῷ ἡ μετοικεσία ἦταν νέο καὶ εἶχε γίνει πρόσφατα. Καὶ διότι στὴν Αἴγυπτο τοὺς ὁδήγησαν οἱ ἁμαρτίες τους, ἐνῷ στὴ Βαβυλῶνα τους ἔσυρε ἡ ἀσέβειά τους.
Ἂν ἐπιχειρούσαμε νὰ διερευνήσουμε τὰ ὀνόματα, ὅπως π.χ. ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, ἀπὸ τὸν Σολομῶντα, ἀπὸ τὸν Ζωροβάβελ, θὰ ὁδηγούμασταν σὲ πολλὰ συμπεράσματα μὲ μεγάλη σημασία γιὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Διότι δὲν τοὺς δόθηκαν τυχαίως αὐτὰ τὰ ὀνόματα. Ὅμως, γιὰ νὰ μὴ γίνω ἐνοχλητικὸς ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ἐκτάσεως τῆς ὁμιλίας μου, θὰ ἀφήσω αὐτὰ καὶ θὰ προχωρήσω στὰ πάρα πολὺ σημαντικὰ ποὺ ἀναφέρει στὸ εὐαγγέλιό του ὁ Ματθαῖος ἀμέσως παρακάτω.
«Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός (: Καὶ ὁ Ἰακὼβ γέννησε τὸν Ἰωσήφ, τὸν ἀρραβωνιαστικὸ τῆς Μαρίας. Ἀλλὰ καὶ ἡ Μαρία καταγόταν ἀπὸ τὸ ἴδιο γένος ἀπὸ τὸ ὁποῖο καταγόταν καὶ ὁ Ἰωσήφ. Ἀπὸ τὴ Μαρία αὐτή, ἡ ὁποία ἦταν ἀπόγονος τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ Ἀβραάμ, γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς ποὺ ἐπονομάζεται Χριστός)» (Ματθ.1,16).
Ἀφοῦ λοιπὸν κατονόμασε ὅλους τοὺς προγόνους καὶ ἔφτασε στὸν Ἰωσήφ, δὲν σταμάτησε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἀλλὰ πρόσθεσε: «Ὁ Ἰωσήφ, ὁ ἄνδρας τῆς Μαρίας», ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι ἐξ αἰτίας της τὸν περιέλαβε στὸ γενεαλογικὸ δέντρο ποὺ ἀνέφερε. Ἔπειτα ἀκούγοντας τὴ φράση «ἄνδρα Μαρίας», γιὰ νὰ μὴ νομίσεις ὅτι γεννήθηκε σύμφωνα μὲ τὸν κοινὸ νόμο τῆς φύσης, πρόσεξε πῶς τὸ διορθώνει αὐτὸ μὲ τὰ παρακάτω ποὺ λέει. Ἄκουσες, λέει, τὴν λέξη ἄνδρας, ἄκουσες τὴν λέξη μητέρα, ἄκουσες τὸ ὄνομα ποὺ ὁρίσθηκε γιὰ τὸ παιδί, ἄκουσε λοιπὸν καὶ τὸ πῶς γεννήθηκε αὐτό: «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν (: Ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινε μὲ τὸν ἑξῆς ὑπερφυσικὸ καὶ πρωτοφανῆ τρόπο)» (Ματθ.1,18). Γιὰ ποιά γέννηση μοῦ μιλᾶς; Πές μου, ἂν καὶ ἀνέφερες τοὺς προγόνους. Θέλω ὅμως νὰ μοῦ μιλήσεις καὶ γιὰ τὸ πῶς ἔγινε ἡ γέννηση. Εἶδες πὼς ἀνέβασε ψηλὰ τὸν ἀκροατή; Καθὼς ἐπρόκειτο κάτι πιὸ καινούργιο νὰ πεῖ, ὑπόσχεται νὰ μιλήσει καὶ γιὰ τὸν τρόπο.
Πρόσεξε τὴν ἄριστη συμφωνία τῶν λεγομένων. Δὲν πηγαίνει ὁ συγγραφέας κατ' εὐθεῖαν στὴ γέννηση, ἀλλὰ πρῶτα μᾶς θυμίζει σὲ ποιά σειρὰ βρισκόταν ἂν ἀρχίσουμε νὰ μετρᾶμε ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ (Γέν.49,10: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν (: Δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὴν φυλὴ Ἰούδα καὶ ἀρχηγὸς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του, μέχρις ὅτου ἔλθει Ἐκεῖνος, στὰ χέρια τοῦ ὁποίου ἀπόκεινται οἱ ἐξουσίες. Αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσμονὴ τῶν λαῶν, ὁ Μεσσίας)»), σὲ ποιά σειρὰ ἀπὸ τὸν Δαβίδ, σὲ ποιά ἀπὸ τὴ μετανάστευση ἀπὸ τὴ Βαβυλῶνα, καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ ἀναγκάζει τὸν ἀκριβολόγο ἀκροατὴ νὰ ἐρευνήσει τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐτῶν, ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ὁ Χριστός, γιὰ τὸν ὁποῖο προφήτευσαν οἱ προφῆτες.
Ἂν μετρήσεις τὶς γενιὲς καὶ πεισθεὶς ἀπὸ τὸ μέτρημα τῶν χρόνων ὅτι αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνος γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦν οἱ προφῆτες, εὔκολα θὰ παραδεχτεῖς καὶ τὸν θαυματουργικὸ τρόπο τῆς γεννήσεώς Του. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ πεῖ κάτι πάρα πολὺ σπουδαῖο, ὅτι δηλαδὴ γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο, προτοῦ νὰ λογαριάσει τὸν χρόνο, συγκαλύπτει αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε «τὸν ἄνδρα τῆς Μαρίας», μᾶλλον συντομεύει τὴν ἴδια τή διήγηση τῆς γεννήσεως. Ἀπαριθμεῖ λοιπὸν ἀπὸ δῶ καὶ πέρα τὰ χρόνια, θυμίζοντας στὸν ἀκροατή, ὅτι Αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι Ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ εἶπε ὅτι θὰ ἔλθει ἀφοῦ ἐξέλιπαν στὸ μέλλον οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων.
Γι’ Αὐτὸν ὁ προφήτης Δανιὴλ προφήτευσε ὅτι θὰ ἔλθει, ἀφοῦ περάσουν πολλὲς χρονικὲς περίοδοι ποὺ τὶς ὀνομάζει «ἑβδομάδες» (Δαν.9,25-27: «Καὶ γνὼσῃ καὶ συνήσεις· ἀπὸ ἐξόδου λόγου τοῦ ἀποκριθῆναι καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερουσαλὴμ ἕως χριστοῦ ἡγουμένου ἑβδομάδες ἑπτὰ καὶ ἑβδομάδες ἑξηκονταδύο· καὶ ἐπιστρέψει καὶ οἰκοδομηθήσεται πλατεῖα καὶ τεῖχος, καὶ ἐκκενωθήσονται οἱ καιροί. καὶ μετὰ τὰς ἑβδομάδας τὰς ἑξηκονταδύο ἐξολοθρευθήσεται χρῖσμα, καὶ κρῖμα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ· καὶ τὴν πόλιν καὶ τὸ ἅγιον διαφθερεῖ σὺν τῷ ἡγουμὲνῳ τῷ ἐρχομὲνῳ καὶ ἐκκοπήσονται ἐν κατακλυσμῷ, καὶ ἕως τέλους πολέμου συντετμημένου τάξει ἀφανισμοῖς. καὶ δυναμώσει διαθήκην πολλοῖς, ἑβδομὰς μία· καὶ ἐν τῷ ἡμίσει τῆς ἑβδομάδος ἀρθήσεταί μου θυσία καὶ σπονδή, καὶ ἐπὶ τὸ ἱερὸν βδέλυγμα τῶν ἐρημώσεων, καὶ ἕως τῆς συντελείας καιροῦ συντέλεια δοθήσεται ἐπὶ τὴν ἐρήμωσιν (: Μάθε καὶ κατανόησε καλά, ὅτι ἀπὸ τὴν ἡμέρα, ποὺ θὰ ἐκδοθεῖ διάταγμα γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Ἱερουσαλήμ, μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ θὰ ἐμφανιστεῖ ὁ ἄρχοντας, ὁ ὁποῖος θὰ ἔχει χρισθεῖ ἀπὸ Ἐμένα, θὰ περάσουν ἑπτὰ ἑβδομάδες ἐτῶν καὶ ἄλλες ἑξῆντα δύο ἑβδομάδες ἐτῶν. Μετὰ τὶς πρῶτες ἑπτὰ ἑβδομάδες θὰ ἐπιστρέψουν οἱ Ἰουδαῖοι αἰχμάλωτοι καὶ θὰ ἀνοικοδομηθεῖ ἡ πλατεῖα καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως καὶ θὰ πραγματοποιηθοῦν ἔτσι οἱ πρῶτοι καιροί. Καὶ μετὰ τὴν παρέλευση τῶν ἑξῆντα δύο ἑβδομάδων ἐτῶν, θὰ θανατωθεῖ ὁ χριστὸς Κυρίου, ὁ Σωτῆρας, χωρὶς νὰ ὑπάρχει καμία ἀπολύτως ἁμαρτία καὶ αἰτία θανάτου γι' Αὐτόν. Ἡ πόλη τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ ἅγιος ναὸς θὰ καταστραφοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ἡγουμένους, τοὺς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Οἱ κάτοικοι θὰ κατακλυσθοῦν ἀπὸ συμφορὲς καὶ ἕνας ξένος λαὸς θὰ ἀναλάβει πόλεμο κατὰ τοῦ Ἰσραήλ, ἐνῷ μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου θὰ ἐπιφέρει φοβερὲς καταστροφὲς καὶ τρομεροὺς ἀφανισμούς. Κατὰ μία ἑβδομάδα ἐτῶν ὁ Χριστὸς θὰ συνάψει καὶ θὰ καταστήσει ἰσχυρὴ καὶ ἔγκυρη μία νέα διαθήκη. Καὶ κατὰ τὸ μέσο τῆς ἑβδομάδας αὐτῆς, ποὺ θὰ προσφερθεῖ ἡ μεγάλη θυσία τοῦ λυτρωτῆ Χριστοῦ, θὰ τεθεῖ ὁριστικὸ πλέον τέρμα στὶς παλαιὲς θυσίες καὶ σπονδές. Καὶ στὸν ναό μου καὶ τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, θὰ εἰσέλθουν βδελυρὲς δυνάμεις καταστροφῆς καὶ ἐρημώσεως. Τέρμα ὅμως στὴν καταστροφὴ αὐτὴ θὰ τεθεῖ ὅταν συμπληρωθεῖ ὁ ὁρισμένος χρόνος)»). Ἂν θελήσει κάποιος τὰ χρόνια ποὺ περιλαμβάνονται σὲ αὐτὲς τὶς χρονικὲς περιόδους ποὺ ὁ ἄγγελος ἀνέφερε στὸν Δανιήλ, νὰ τὰ ἀριθμήσει ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν οἰκοδόμηση τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ φθάσει στὴν γέννησή Του, θὰ δεῖ ὅτι συμφωνοῦν ἀπόλυτα αὐτὰ μὲ ἐκεῖνα ποὺ προφητεύτηκαν.
Νὰ σοῦ πῶ λοιπὸν πῶς γεννήθηκε; «Μνηστευθείσης τῆς μὴτρὸς αὐτοῦ (: Ἀφού μνηστεύθηκε ἡ μητέρα του Μαρία)». Δὲν εἶπε ἡ παρθένος, ἀλλὰ ἁπλὰ ἡ μητέρα, γιὰ νὰ γίνει πιὸ εὔκολα ἀποδεκτὸς αὐτὸς ὁ λόγος. Γι’ αὐτὸ προετοιμάζει πρῶτα τὸν ἀκροατὴ νὰ προσδοκᾶ νὰ ἀκούσει κάτι συνηθισμένο, καὶ ἀφοῦ τὸ πετυχαίνει αὐτό, τότε τὸν ξαφνιάζει μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ παράδοξου γεγονότος, λέγοντας ὅτι: «πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γὰστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου (: προτού αὐτοὶ νὰ συνευρεθοῦν βρέθηκε ἔγκυος μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)». Δὲν εἶπε: «Προτοῦ νὰ ὁδηγηθεῖ αὐτὴ στὸ σπίτι τοῦ γαμπροῦ», γιατί ἤδη κατοικοῦσε ἐκεῖ. Ὑπῆρχε ἔθιμο στοὺς παλιούς, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὶς γυναῖκες ποὺ μνηστεύονταν νὰ τὶς κρατοῦν στὸ σπίτι τους, πρᾶγμα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ συναντήσει κανεὶς νὰ συμβαίνει καὶ στὶς μέρες μας. Γιὰ παράδειγμα οἱ γαμπροὶ τοῦ Λὼτ κατοικοῦσαν μαζί του στὸ σπίτι του. Κι αὐτὴ λοιπὸν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ κατοικοῦσε στὸ σπίτι του.
Ρωτᾶς γιατί δὲν ἔμεινε ἔγκυος ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὶν μνηστευθεῖ κάποιον ἄντρα; Ὅπως εἶπα ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ συγκαλύψει αὐτὸς ὁ ἀρραβωνιαστικὸς τὸ γεγονὸς τῆς ἐγκυμοσύνης τῆς Παρθένου καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἡ Παρθένος ἀπὸ κάθε πονηρὴ ὑπόνοια. Γιατί ὅταν αὐτός, ποὺ κυρίως ὀφείλει νὰ εἶναι ζηλιάρης περισσότερο ἀπὸ ὅλους, ἀποδεικνύεται ὅτι ὄχι μόνο δὲν τὴν ἐκθέτει, οὔτε τὴν ἐξευτελίζει, ἀλλὰ τὴν ἀποδέχεται καὶ τὴν περιποιεῖται μετὰ τὴν κύηση, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς ἂν δὲν ἦταν ἀπόλυτα βέβαιος ὁ ἴδιος, ὅτι ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προερχόταν αὐτὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ, δὲν θὰ συγκρατιόταν ὁ ἴδιος καὶ δὲν θὰ ἔκανε ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ ἔκανε.
Ἀκριβῶς μὲ ἔντονο τρόπο ἔγραψε καὶ τὸ «Βρέθηκε ἔγκυος», ποὺ συνηθίζεται νὰ λέγεται γιὰ παράδοξα καὶ ἀνέλπιστα πράγματα, ποὺ δὲν τὰ περιμένει κανεὶς νὰ συμβοῦν. Μὴν προχωρεῖς λοιπὸν περισσότερο, μὴν ζητᾶς ν’ ἀκούσεις κάτι πέρα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν, μὴ λές: «Πῶς τὸ ἔκανε αὐτὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ γίνει ἀπὸ μία παρθένο;». Ἂν εἶναι ἀδύνατο νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ δημιουργικὴ φύση διαμορφώνει τὰ πράγματα, πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ ἀπαντήσουμε στὰ παραπάνω ὅταν θαυματουργεὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; Τὰ λέω ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὴ στενοχωρεῖς τὸν Εὐαγγελιστὴ οὔτε νὰ τὸν ἐνοχλεῖς μέσα σου συνέχεια μὲ τέτοιες ἐρωτήσεις. Ἀφοῦ εἶπε ποιός ἔκανε τὸ θαῦμα, ἔκλεισε τὴν ὑπόθεση. Λέει: «πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γὰστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου(:προτού αὐτοὶ νὰ συνευρεθοῦν βρέθηκε ἔγκυος μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)». Δηλαδή : «Τίποτε περισσότερο δὲν γνωρίζω, παρὰ ὅτι αὐτὸ ποὺ συνέβη ἔγινε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».
Πρέπει νὰ νιώθουν ντροπὴ ὅσοι λεπτολογοῦν τόσο πολὺ μὲ τὴ θεϊκὴ αὐτὴ Γέννηση. Γιατί ἂν αὐτὴ ἡ γέννηση ποὺ ἔχει μύριους μάρτυρες καὶ ποὺ ἔχει προαναγγελθεῖ πρὶν ἀπὸ τόσα πολλὰ χρόνια καὶ ἀποκαλύφθηκε καὶ ἐξετάσθηκε λεπτομερῶς ἀπὸ πολλούς, κανεὶς ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἑρμηνεύσει, δὲν εἶναι τελείως τρελοὶ αὐτοὶ ποὺ περιεργάζονται τὸ ἀπόρρητο αὐτὸ γεγονὸς καὶ τὸ ἐξετάζουν μὲ περιέργεια; Γιατί οὔτε ὁ Γαβριήλ (βλ.Ματθ.1,20: «Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου (: διότι τὸ παιδὶ ποὺ συνέλαβε μέσα της προέρχεται ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)»), οὔτε ὁ Ματθαῖος μπόρεσαν νὰ ποῦν κάτι παραπάνω, παρὰ μόνον ὅτι αὐτὸ συνέβη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὸ πῶς συνέβη αὐτὸ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μὲ ποιό τρόπο, κανεὶς ἀπὸ τοὺς δύο δὲν προσπάθησε νὰ τὸ ἑρμηνεύσει, οὔτε βέβαια αὐτὸ ἦταν δυνατόν. Μὴ νομίσεις, ἀκροατή, ὅτι ἔμαθες τὰ πάντα ἀκούγοντας ὅτι αὐτὰ συνέβησαν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί πολλὰ ἀγνοοῦμε ἀκόμη κι ἂν πληροφορούμασταν πὼς ὁ Ἄπειρος βρίσκεται στὴ μήτρα, πὼς Αὐτὸς ποὺ συγκρατεῖ τὸ σύμπαν κυοφορεῖται ἀπὸ γυναῖκα, πὼς γεννᾶ ἡ Παρθένος καὶ παραμένει παρθένος. Πές μου, πῶς δημιούργησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα αὐτὸν τὸν ναό, δηλαδὴ τὸν Χριστό; Πῶς ἔλαβε ὁ Κύριος ἕνα μέρος τῆς σάρκας Του ἀπὸ τὴ μήτρα καὶ τὸ αὔξησε αὐτὸ καὶ τὸ μορφοποίησε; Τὸ ὅτι προῆλθε ἀπὸ τὴν σάρκα τῆς Παρθένου, τὸ δήλωσε λέγοντας: «τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν (: τὸ παιδὶ ποὺ συνέλαβε μέσα της)»· καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶπε: «ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός γενόμενον ὑπὸ νόμον (: ὅταν ὅμως συμπληρώθηκε ὁ χρόνος ποὺ εἶχε ὁρίσει ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο τὸν Υἱό Του, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ γυναῖκα καὶ ὑποτάχθηκε στὸν Μωσαϊκὸ νόμο)» (Γαλ.4,4), ἀποστομώνοντας αὐτοὺς ποὺ ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Χριστὸς ἐμφανίστηκε σὰν νὰ πέρασε ἀπὸ κάποιο σωλῆνα.
Ἂν συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί χρειαζόταν ἡ μήτρα; Ἂν συνέβαινε αὐτό, τότε δὲν θὰ εἶχε τίποτε κοινὸ μὲ μᾶς ὁ Χριστός, θὰ εἶχε κάποια ἄλλη σάρκα κι ὄχι ὅμοια μὲ τὴ δική μας. Πῶς ὅμως θὰ καταγόταν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἰεσσαί; Πῶς θὰ ἦταν ἡ ράβδος; Πῶς θὰ ὀνομαζόταν υἱὸς ἀνθρώπου; Πῶς θὰ εἶχε μητέρα τὴ Μαριάμ; Πῶς θὰ καταγόταν ἀπὸ τὸ σπέρμα του Δαβίδ; Πῶς πῆρε τελικὰ μορφὴ δούλου; Πῶς «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο (: ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε μέσα στὸν χρόνο ἄνθρωπος)»; Πῶς γράφει στοὺς Ρωμαίους ὁ Παῦλος: «Ἐξ ὧν ὁ Χρὶστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θέός; (: Ἀπό αὐτοὺς τοὺς μακαριστοὺς πατέρες κατάγεται ὁ Χριστὸς ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεὸς ἐξουσιαστὴς ὅλων, ἄξιος νὰ ὑμνεῖται στοὺς αἰῶνες)» (Ρώμ.9,5). Τὸ ὅτι ὅμως κατάγεται ἀπὸ μᾶς καὶ ἀπὸ τὸ δικό μας φύραμα καὶ ἀπὸ τὴν παρθενικὴ μήτρα, ἀποδεικνύεται κι ἀπ’ αὐτὰ καὶ ἀπὸ ἄλλα πολὺ περισσότερα. Τὸ πῶς συνέβησαν αὐτά, δὲν εἶναι καθόλου γνωστό. Λοιπὸν μὴν ἐρευνᾶς καὶ ἐσύ, ἀναγνώστη, ἀλλὰ δέξου τὴν ἀποκάλυψη καὶ μὴν περιεργάζεσαι αὐτὸ ποὺ ἀποσιώπησε ὁ Θεός.
«Ἰὤσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν (: Ὁ Ἰωσήφ, ὁ μνηστῆρας αὐτῆς, ὅταν ἀντιλήφθηκε τὴν ἐγκυμοσύνη,(πήρε τὴν ἀπόφαση νὰ διαλύσει την μνηστεία)·επειδή ὅμως ἦταν ἐνάρετος καὶ εὔσπλαχνος καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴν διαπομπεύσει πρὸς δημόσιο παραδειγματισμό, σκέφτηκε νὰ τὴ διώξει μυστικὰ χωρὶς νὰ ἀνακοινώσει σὲ κανένα τὶς ὑποψίες του)» (Ματθ.1,19).
Ἀφοῦ ἀνέφερε ὅτι ὁ Ἰησοῦς γεννήθηκε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ χωρὶς νὰ λάβει χώρα σαρκικὴ ἕνωση, ὁλοκληρώνει ὁ Ματθαῖος τὴν διήγησή του καὶ ἀπὸ μιὰ ἄλλη σκοπιά. Γιὰ νὰ μὴ δώσει τὸ δικαίωμα στὸν ὁποιονδήποτε νὰ ἐρωτᾶ: «Πῶς ἀποδεικνύεται αὐτό; Ποιός εἶδε ἢ ἄκουσε ὅτι συνέβη ποτὲ κάποιο παρόμοιο γεγονός;» Ἐπίσης, γιὰ νὰ μὴν ὑποπτευθεὶς ὅτι ὁ μαθητὴς ἀπὸ εὔνοια πρὸς τὸν Διδάσκαλο ἐπινοεῖ ὅλα αὐτά, ἐμφανίζει ὁ Ματθαῖος τὸν Ἰωσὴφ νὰ συνηγορεῖ, μὲ ὅσα ἔπαθε μὲ τὶς ὑποψίες του ποὺ διαλύθηκαν ἀπὸ τὸν ἄγγελο, στὸ νὰ γίνουν πιστευτά τα λεχθέντα, σὰν νὰ μᾶς λέγει σχεδὸν μὲ αὐτὰ ποὺ γράφει ὅτι «ἐὰν δὲν πιστεύεις σὲ ἐμένα καὶ θεωρεῖς ὕποπτη τὴ μαρτυρία μου, νὰ πιστέψεις στὸν ἴδιο τὸν μνηστῆρα τῆς Μαρίας».
Διότι λέγει: «Ἰὤσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν (: Καὶ ὁ Ἰωσήφ, ὁ ἀρραβωνιαστικός της, ἐπειδὴ ἦταν ἐνάρετος)» (Ματθ.1,19). «Δίκαιο» ἐδῶ ὀνομάζει τὸν σὲ ὅλα ἐνάρετο. Βέβαια, δικαιοσύνη εἶναι το νὰ ἀποφεύγει κανένας τὴν πλεονεξία, ἀλλὰ δικαιοσύνη ὀνομάζεται καὶ ἡ ἀρετὴ στὸ σύνολό της. Καὶ μάλιστα ἡ Γραφὴ χρησιμοποιεῖ μὲ αὐτὴ τὴ σημασία τὴν ἔννοια τῆς δικαιοσύνης, ὅπως ὅταν λέγει· «Ἄνθρωπος δίκαιος, ἀληθινός» (Ιώβ, 1,1) καὶ ἀλλοῦ: «Ἦσαν δὲ δίκαιοι ἀμφότεροι (: Ἦσαν καὶ οἱ δύο δίκαιοι)»[Λουκ. 1,16). Ὥστε «ἐπειδὴ ἦταν δίκαιος» δηλαδὴ καλοκάγαθος καὶ ἐπιεικὴς καὶ σὲ ὅλα ἐνάρετος, «σκέφτηκε νὰ τῆς δώσει διαζύγιο μυστικά». Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἀναφέρει τὸ γεγονὸς πρὶν ὁ Ἰωσὴφ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ μὴν δείξεις ἀπιστία πρὸς ὅσα συνέβησαν ὕστερα ἀπὸ τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας. Βέβαια, μιὰ τέτοια γυναῖκα δὲν ἦταν ἄξια νὰ ὑποστεῖ μόνο τὴν διαπόμπευση, τὸν δημόσιο ἐξευτελισμὸ πρὸς παραδειγματισμό, ἀλλὰ ὁ νόμος διέτασσε νὰ τιμωρηθεῖ κιόλας .
Ὅμως ὁ Ἰωσὴφ ὄχι μόνο τὴ μεγαλύτερη ἐκείνη τιμωρία ἀλλὰ καὶ τὴ μικρότερη δὲν ἐπέτρεψε, δηλαδὴ τὴν διαπόμπευση. Γιατί ὄχι μόνο νὰ τὴν τιμωρήσει δὲν ἤθελε, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ τὴ διαπομπεύσει πρὸς παραδειγματισμό. Βλέπεις, λοιπόν, ἄνθρωπο εὐσεβῆ καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὸ τυραννικότατο πάθος τῆς ζήλειας; Γνωρίζετε, βέβαια, πόσο μεγάλο πάθος εἶναι ἡ ζήλεια. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος γνώριζε καλὰ αὐτὰ τὰ θέματα, λέγει: «Μὲστὸς γὰρ ζήλου θὺμὸς ἀνδρός· οὐ φὲίσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως (: Εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ζηλότυπη ἐκδίκηση ὁ θυμὸς τοῦ ἄνδρα τῆς μοιχαλίδας γυναίκας. Δὲν θὰ δείξει ἔλεος, ὅταν θὰ δικάζεται ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου)» (Παροιμ. 6,34)· καί: «Σκλὴρὸς ὡς ᾅδῇς ζῆλος (: Ἡ ζήλεια εἶναι σκληρὴ σὰν τὸν Ἅδη)» (Ἄσμ.8,6) .
Καὶ ἐμεῖς, ὅμως, γνωρίζουμε πολλοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θὰ προτιμοῦσαν νὰ χάσουν τὴ ζωή τους, παρὰ νὰ κυριευτοῦν ἀπὸ ζηλότυπη καχυποψία. Ἐδῶ βέβαια δὲν ἐπρόκειτο ἁπλὰ περὶ ὑποψίας, ἐφόσον ἔγινε ἀντιληπτὸς ὁ ὄγκος τῆς κοιλιᾶς. Ἦταν ὅμως τόσο πολὺ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴ ζήλεια ὁ Ἰωσήφ, ὥστε δὲν θέλησε νὰ προξενήσει λύπη στὴν Παρθένο, οὔτε καὶ μὲ τὴν πλέον ἀσήμαντη τιμωρία. Ἐπειδὴ ὅμως ἀφ' ἑνὸς μὲν ἦταν ἀπόδειξη ὅτι παραβαίνει τὸν νόμο, ἐὰν τὴν κρατοῦσε στὸ σπίτι του, ἀφ' ἑτέρου δὲ τὸ νὰ τὴν διαπομπεύσει καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὸ δικαστήριο σήμαινε σὰν νὰ τὴν ἀνάγκαζε νὰ ὑποστεῖ τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου, γι’ αὐτὸ δὲν ἔκανε τίποτε ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ συμπεριφέρεται πλέον κατὰ τρόπο ἀνώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ὁρίζει ὁ νόμος.
Ἔπρεπε, βέβαια, νὰ ὑπάρχουν πολλὰ δείγματα ὑψηλῆς, ἀνώτερης συμπεριφορᾶς, ἐκεῖ ποὺ παρουσιάστηκε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἥλιος, χωρὶς ἀκόμη νὰ ἀνατείλει, καταυγάζει μὲ τὸ φῶς του τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς γῆς, κατὰ ὅμοιο τρόπο καὶ ὁ Χριστός, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀνατείλει ἀπὸ τὴν μήτρα ἐκείνη καὶ προτοῦ νὰ γεννηθεῖ, φώτισε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ προφῆτες σκιρτοῦσαν ἀπὸ χαρὰ πρὶν νὰ γεννηθεῖ, οἱ γυναῖκες προέλεγαν τὰ μέλλοντα (Λουκ.1,42-43: «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ κὰρπὸς τῆς κοιλίας σου· καὶ πόθεν μοὶ τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μοῦ πρὸς με; (: Εἶσαι εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐσὺ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη γυναῖκα. Καὶ εἶναι εὐλογημένο καὶ τὸ ἔμβρυο ποὺ βλάστησε στὴν κοιλιά σου ὡς καρπὸς ἄχραντος καὶ παρθενικός. Καὶ πῶς μοῦ ἔγινε αὐτὴ ἡ τιμή; Ποιά ἀρετὴ ἢ ἀξία ἔχω ἐγώ, ὥστε νὰ ἔλθει νὰ μὲ ἐπισκεφτεῖ ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μου;)») καὶ ὁ Ἰωάννης πρὶν νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του τῆς Ἐλισάβετ ἀναπήδησε ἀπὸ ἀγαλλίαση (Λουκ. 1,44: «Ἰδὸὺ γὰρ ὡς ἐγένετο ἡ φὼνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σοῦ εἰς τὰ ὦτά μου, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου (: Καὶ εἶσαι πραγματικὰ ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μου, διότι νά, μόλις ἦλθε στὰ αὐτιά μου ἡ φωνὴ τοῦ χαιρετισμοῦ σου, ἀναπήδησε μέσα στὰ σπλάχνα μου τὸ βρέφος μὲ ἀσυγκράτητη χαρά)»).
Ἔτσι καὶ ὁ Ἰωσὴφ συμπεριφέρθηκε μὲ μεγάλη λεπτότητα, ἀφοῦ οὔτε τὴν κατήγγειλε, οὔτε τὴν διαπόμπευσε, παρὰ ἀποπειράθηκε μονάχα νὰ τὴν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ἐνῷ λοιπὸν τὰ πράγματα εἶχαν φθάσει σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ ὅλοι βρίσκονταν σὲ ἀμηχανία, ἐμφανίζεται ὁ ἄγγελος γιὰ νὰ λύσει ὅλες τὶς ἀπορίες.
Ἀξίζει, ὅμως, νὰ ἐξετάσουμε γιὰ ποιό λόγο δὲν μίλησε προηγουμένως ὁ ἄγγελος, δηλαδή, προτοῦ νὰ σκεφθεῖ αὐτὸ ὁ Ἰωσήφ, ἀλλά, ὅταν τὸ σκέφθηκε, τότε ἐμφανίζεται. «Ταῦτα γὰρ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος(:ενώ ὅμως σκεπτόταν αὐτά)», λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου» (Ματθ. 1,20) ἔρχεται. Βέβαια, ὁ ἴδιος ἄγγελος εἶχε ἀναγγείλει τὴν εὐχάριστη εἴδηση πρὸς τὴν Θεοτόκο, πρὶν ἀκόμη συλλάβει. Τὸ γεγονὸς ὅμως αὐτὸ δημιουργεῖ νέα ἀπορία. Δηλαδὴ ἐὰν ὁ ἄγγελος δὲν τὸ ἔλεγε στὸν Ἰωσήφ, γιὰ ποιό λόγο τὸ ἀποσιώπησε ἡ Παρθένος, ὅταν τὸ πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν ἄγγελο καὶ ἐνῷ ἔβλεπε τὸν μνηστῆρα της νὰ κατέχεται ἀπὸ σύγχυση, δὲν τοῦ ἔλυσε τὴν ἀπορία; Ἀκόμη, γιὰ ποιό λόγο δὲν μίλησε ὁ ἄγγελος προτοῦ νὰ θορυβηθεῖ ὁ Ἰωσήφ;
Εἶναι ὡστόσο ἀνάγκη νὰ ἐπιλύσουμε πρῶτα τὴν προγενέστερη ἀπορία. Γιατί λοιπὸν δὲν τὸ εἶπε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ ἄγγελος στὸν Ἰωσήφ, ὥστε νὰ μὴ βρεθεῖ σὲ τέτοια ἀμηχανία; Γιὰ νὰ μὴ δείξει ἀπιστία καὶ πάθει ὅ,τι ἔπαθε ὁ Ζαχαρίας (Λουκ.1,8-20). Πραγματικά, ὅταν βρισκόμαστε μπροστὰ στὸ θαυμαστὸ γεγονὸς καὶ τὸ βλέπουμε, τότε λοιπὸν εἶναι εὔκολο νὰ πιστέψουμε σὲ αὐτό. Ὅταν ὅμως δὲν ἔχει κἂν ἀρχίσει νὰ πραγματοποιεῖται ἀκόμη, τότε δὲν γίνεται ἐξίσου εὔκολα παραδεκτὸ αὐτὸ ποὺ λέγεται. Συνεπῶς, γι΄αυτό τὸν λόγο δὲν τὸ ἀνήγγειλε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ ἄγγελος στὸν Ἰωσὴφ καὶ γιὰ τὴν ἴδια αἰτία τὸ ἀποσιώπησε καὶ ἡ Παρθένος. Νόμισε δηλαδὴ ὅτι δὲν θὰ γινόταν πιστευτὴ ἀπὸ τὸν μνηστῆρα, ὅταν θὰ ἀνήγγειλε εἴδηση παράδοξη· ἀντιθέτως, θὰ τὸν ἐξόργιζε περισσότερο, ἐὰν τοῦ γεννιόταν ἡ ὑποψία ὅτι προσπαθοῦσε νὰ καλύψει μιὰ ἁμαρτία ποὺ εἶχε διαπραχθεῖ. Διότι ὅταν ἀκόμα κι αὐτὴ ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ δεχθεῖ τόσο μεγάλη χάρη, δεικνύει ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ ἐρωτᾶ: «Πῶς ἔσται τοῦτο ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γίνώσκω; (: Πώς θὰ γίνει τὸ πρωτοφανὲς καὶ πρωτάκουστο τοῦτο μυστήριο, καὶ πῶς θὰ συλλάβω καὶ θὰ γεννήσω ἀφοῦ δὲν ἔχω συζυγικὴ σχέση μὲ ἄντρα;)» (Λουκ. 1,34), πολὺ περισσότερο θὰ ἐξέφραζε ἀμφιβολίες ἐκεῖνος (: ὁ Ἰωσὴφ) δεδομένου μάλιστα ὅτι θὰ πληροφορεῖτο τὴν παράδοξη εἴδηση ἀπὸ τὴ γυναῖκα ἡ ὁποία μποροῦσε νὰ ἐγείρει κάθε ὑποψία.
Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ἡ Παρθένος δὲν λέγει τίποτε στὸν Ἰωσὴφ γιὰ τὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ ἀγγέλου. Ὅταν ὅμως ἔφθασε ἡ κατάλληλη εὐκαιρία, ἐμφανίζεται ὁ ἄγγελος. Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα: Γιατί δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο καὶ στὴν Παρθένο καὶ δὲν ἐπανέλαβε τὸν εὐαγγελισμὸ μετὰ τὴν κύηση; Ἀναμφίβολα, γιὰ νὰ μὴν βρισκόταν σὲ ταραχὴ καὶ μεγάλη ἀνησυχία καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς κυοφορίας. Ἦταν, βέβαια, φυσικό, ἀφοῦ δὲν θὰ γνώριζε τὴν πραγματικὴ σημασία τοῦ γεγονότος, νὰ σκεφθεῖ κάτι ἄτοπο γιὰ τὸν ἑαυτό της καὶ νὰ ἀποπειραθεῖ νὰ θέσει τέλος στὴ ζωή της μὲ ἀπαγχονισμὸ ἢ μὲ ξίφος, μὴν ὑποφέροντας τὴ μεγάλη ντροπὴ· διότι ἡ Παρθένος ἦταν θαυμαστὴ καὶ φανερώνει τὴν ἀρετή της ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ὅταν λέγει ὅτι ὅταν ἄκουσε τὸν χαιρετισμὸ τοῦ ἀγγέλου, δὲν ἄφησε τὸν ἑαυτό της νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ χαρά, οὔτε δέχτηκε ἀδιαμαρτύρητα αὐτὸ ποὺ τῆς εἰπώθηκε, ἀλλὰ ἀντιθέτως καταλήφθηκε ἀπὸ ταραχὴ καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ ποιά σημασία καὶ ποιό σκοπὸ νὰ εἶχε ὁ χαιρετισμὸς αὐτός (Λουκ. 1,28-29: «Καὶ εἰσελθὼν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν. ἡ δὲ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπὶ τῷ λὸγῳ αὐτοῦ, καὶ διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς ὁὗτος (: Μόλις μπῆκε ὁ ἄγγελος στὸ δωμάτιό της, τῆς εἶπε: "Χαῖρε ἐσύ, ποὺ εἶσαι προικισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ πολλῆς καὶ ἐξαιρετικὲς χάριτες. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου καὶ Αὐτὸς σὲ γέμισε μὲ τὶς χάριτές Του. Ἔχεις εὐλογηθεῖ ἐσὺ ὅσο καμία ἄλλη γυναῖκα". Αὐτὴ ὅμως, ὅταν εἶδε τὸν ἄγγελο, ταράχτηκε πολὺ ἀπ΄ τὸν λόγο ποὺ τῆς εἶπε καὶ σκεπτόταν μέσα της ποιά σημασία καὶ ποιό σκοπὸ νὰ εἶχε ἄραγε ὁ χαιρετισμὸς αὐτός)»). Συνεπῶς, αὐτὴ ἡ ὁποία ἦταν τόσο γνωστὴ γιὰ τὴν ἀρετή της, ἀσφαλῶς, θὰ ἔχανε τὰ λογικά της ἀπὸ τὴν λύπη της, ὅταν θὰ σκεπτόταν τὴν ντροπή, ἀφοῦ μάλιστα δὲν πίστευε ὅτι ἦταν δυνατὸ ὅσα καὶ ἂν ἔλεγε, νὰ πείσει κάποιον ἀπὸ ὅσους τὴν ἄκουγαν ὅτι τὸ γεγονὸς δὲν ἦταν πράξη μοιχείας.
Γιὰ νὰ μὴ συμβοῦν λοιπὸν ὅλα τὰ παραπάνω, ἐμφανίστηκε ὁ ἄγγελος πρὸ τῆς συλλήψεως· διότι ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένη ταραχῆς ἡ κοιλιὰ ἐκείνη στὴν ὁποία εἰσῆλθε ὁ Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος, καὶ ἀκόμη, νὰ εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε σύγχυση ἡ ψυχή, ἡ ὁποία κρίθηκε ἄξια νὰ ὑπηρετήσει τόσο μεγάλα μυστήρια.
Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους, λοιπόν, ὁμιλεῖ ὁ ἄγγελος στὴν Παρθένο πρὸ τῆς συλλήψεως, ἐνῷ στὸν Ἰωσὴφ ἐμφανίζεται κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς γεννήσεως περίπου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ πολλοὶ οἱ ὁποῖοι ἀπὸ μεγάλη ἀφέλεια δὲν γνωρίζουν καλὰ τὰ πράγματα, τὸ θεώρησαν ὅτι εἶναι διαφωνία μεταξὺ τῶν εὐαγγελιστῶν. Ἐπειδή, δηλαδή, ὁ Λουκᾶς γράφει ὅτι ὁ ἄγγελος ἔφερε τὴ χαρμόσυνη εἴδηση στὴ Μαρία, ἐνῷ ὁ Ματθαῖος στὸν Ἰωσὴφ (γι’ αὐτὸ δημιουργοῦν τὴν ὑποτιθέμενη διαφωνία), χωρίς νὰ γνωρίζουν ὅτι ἔλαβαν χώρα καὶ οἱ δύο ἐμφανίσεις. Τὴν περίπτωση αὐτὴν πρέπει νὰ λαμβάνουμε ὑπόψη καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴ διήγηση, διότι ἔτσι θὰ δώσουμε ἀπάντηση σὲ πολλὲς φαινομενικὲς διαφωνίες.
Ἐμφανίζεται λοιπὸν ὁ ἄγγελος, ὅταν ὁ Ἰωσὴφ καταλήφθηκε ἀπὸ ταραχή. Ἀσφαλῶς ἀναβάλλει τὴν ἐμφάνισή του καὶ γιὰ ὅσα εἴπαμε παραπάνω, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ἡ εὐσέβεια τοῦ Ἰωσήφ. Ὅταν ὅμως ἐπρόκειτο νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ ἔργο, ἔρχεται πλέον ὁ ἄγγελος.
«Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος, ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων (:Ἐνῷ ὅμως σκεπτόταν αὐτά, ἰδού, ἕνας ἄγγελος τοῦ Κυρίου φάνηκε στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ εἶπε)». Βλέπεις τὴν ἐπιείκεια τοῦ ἀνδρός; Ὄχι μόνο, διότι δὲν τὴν τιμώρησε, ἀλλὰ καὶ διότι σὲ κανένα δὲν εἶπε τίποτε, οὔτε καὶ στὴν ἴδια ποὺ θεωροῦσε ὡς ὕποπτη. Ἀντίθετα, σκεπτόταν μυστικὰ μέσα του, στὴν προσπάθειά του νὰ κρύψει τὴν αἰτία καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τήν Παρθένο. Πραγματικά, δὲν εἶπε ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ἤθελε νὰ τὴν ἐκδιώξει βίαια ἀπὸ τὰ σπίτι του, παρὰ ὅτι ἤθελε νὰ τῆς δώσει κρυφὰ διαζύγιο. Τόσο πολὺ ἤρεμος καὶ ἐπιεικὴς ἦταν ὁ ἄνθρωπος αὐτός.
«Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος, ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ (: Καθώς λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ συλλογιζόταν αὐτά, ἕνας ἄγγελος φάνηκε στὸ ὄνειρό του)». Ἀλλὰ γιατί δὲν ἔρχεται φανερὰ ὁ ἄγγελος, ὅπως στοὺς ποιμένες, τὸν Ζαχαρία καὶ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ ἔρχεται στὸ ὄνειρο τοῦ Ἰωσήφ; Ἦταν τόσο πολὺ πιστὸς ὁ Ἰωσήφ, ὥστε δὲν χρειαζόταν τὴν ἐμφάνιση αὐτὴ ἐνώπιόν του γιὰ νὰ πιστέψει τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου. Ἀντίθετα, ἡ Παρθένος ἐπειδὴ εὐαγγελιζόταν πολὺ σπουδαιότερη εἴδηση καὶ ἀπὸ αὐτὴν ἀκόμη ποὺ ἄκουσε ὁ Ζαχαρίας, χρειαζόταν καὶ πρὸ τοῦ γεγονότος παράδοξη ἐμφάνιση. Ἐπίσης, οἱ ποιμένες βρίσκονταν σὲ περισσότερο πνευματικὰ ἀκαλλιέργητη καὶ ἀπολίτιστη κατάσταση (καὶ γι’ αὐτὸ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ πιὸ ἔντονη καὶ πιὸ θαυμαστὴ ἐμφάνιση). Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως δέχεται εὔκολα τὴν ἀποκάλυψη διότι τοῦ ἔγινε μετὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς ἐγκυμοσύνης καὶ ἐνῷ ἡ ψυχή του εἶχε πλέον κυριευθεῖ ἀπὸ τὴν πονηρὴ καχυποψία, ἀλλὰ ἦταν καὶ ἕτοιμη νὰ δεχθεῖ τὶς ἀγαθὲς ἐλπίδες, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ ἐμφανιζόταν κάποιος ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε μὲ εὐκολία πρὸς αὐτές. Γι’ αὐτὸ καὶ μαθαίνει τὴν εὐχάριστη πληροφορία μετὰ τὴν ὑποψία ποὺ ἄρχισε νὰ τὸν βασανίζει, γιὰ νὰ τοῦ χρησιμεύσει τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὡς ἀπόδειξη τῶν λεγομένων.
Πραγματικά, ἐνῷ τὰ σκέφθηκε κατ’ ἰδίαν ὅλα αὐτά, χωρὶς νὰ πεῖ τίποτε σὲ κανέναν ἄλλον, καὶ ἄκουσε τὸν ἄγγελο νὰ τοῦ ὁμιλεῖ γιὰ τὶς σκέψεις του αὐτές, τοῦ πρόσφερε πλέον μιὰ ἀδιάσειστη ἀπόδειξη ὅτι εἶχε ἔλθει ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ· διότι μόνο ὁ Θεὸς ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ γνωρίζει τὶς ἀπόκρυφες ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς. Κοίταξε, λοιπόν, πόσα πράγματα λαμβάνουν χώρα καὶ ἀφ' ἑνὸς μὲν ἀποδεικνύεται ἡ εὐσέβεια τοῦ Ἰωσήφ, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἐνισχύει τὴν πίστη του τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀναγγελία ἔγινε στὴν κατάλληλη στιγμή, ἀλλὰ ἐπιπλέον καὶ τὸ ὅλο περιστατικὸ δὲν γεννᾶ ὑποψίες ἀναληθείας, διότι φανερώνει ὅτι ἔπαθε ὅ,τι ἦταν φυσικὸ νὰ πάθει ἕνας ἄντρας.
Μὲ ποιό τρόπο ὅμως τὸν ὁδηγεῖ πρὸς τὴν πίστη ὁ ἄγγελος; Ἄκουσε καὶ θαύμασε τὴ σοφία τῆς ἀφηγήσεως. Ὅταν ἦλθε, λοιπόν, ὁ ἄγγελος λέγει: «Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου (: Ἰωσήφ, ἀπόγονε τοῦ Δαυίδ, μὴ διστάσεις καὶ μὴ φοβηθεὶς νὰ παραλάβεις στὸν οἶκο σου τὴν Μαριάμ, τὴν ἁγνὴ καὶ πιστὴ μνηστή σου)» (Ματθ. 1,20). Ἀμέσως δηλαδὴ τοῦ ὑπενθυμίζει τον Δαβίδ, ἀπὸ τὸ γένος τοῦ ὁποίου ἔμελλε νὰ προέλθει ὁ Χριστὸς καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ταραχθεῖ, ἀφοῦ τοῦ ὑπενθύμισε τὴν ὑπόσχεση, ἡ ὁποία εἶχε δοθεῖ πρὸς ὁλόκληρο τὸ γένος, μὲ τὸ νὰ τὸν προσφωνήσει ἀπὸ τοὺς προγόνους του. Διότι γιὰ ποιό ἄλλο λόγο τὸν ὀνόμασε «υἱὸ τοῦ Δαυίδ»;
«Μὴ φοβηθῇς (: Νὰ μὴ δοκιμάσεις κανένα φόβο)», λέγει. Βέβαια, ὁ Θεὸς σὲ ἄλλες περιπτώσεις δὲν κάνει τὸ ἴδιο, ἀλλὰ ὅταν κάποιος ὅπως π.χ. ὁ Ἀβιμέλεχ ἔκανε ἀπρεπεῖς σκέψεις γιὰ κάποια γυναῖκα, χρησιμοποίησε πρὸς αὐτὸν ὁ Θεὸς αὐστηρότερες λέξεις καὶ τὶς συνόδευσε ἀπὸ ἀπειλή, μολονότι καὶ ἐκεῖ ἡ συμπεριφορὰ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἄγνοιας. Δηλαδή, καὶ ἐκεῖνος ὁ ἴδιος ὁ βασιλιᾶς των Γεράρων, ὁ Ἀβιμέλεχ, χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅτι ἡ Σάρα εἶναι σύζυγος καὶ ὄχι ἀδελφὴ τοῦ Ἀβραὰμ ὅπως νόμιζε, ἔλαβε τὴ Σάρα γιὰ νὰ τὴν ἔχει ὡς σύζυγό του, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα τὸν ἐπέπληξε ὁ Θεός (Γέν. 12,10-20 καὶ 20, 1-18· εἰδικότερα, βλ. Γέν.20, 3 : «Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Θὲὸς πρὸς Ἀβιμέλεχ ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα καὶ εἶπεν· ἰδοὺ σὺ ἀποθνήσκεις πὲρὶ τῆς γυναικός, ἧς ἔλαβες, αὕτη δὲ ἐστι σὺνῳκηυῖα ἀνδρί (: Ὁ Θεὸς ὅμως παρουσιάστηκε στὸν Ἀβιμέλεχ κατὰ τὴν νύκτα στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ εἶπε· "ἰδοὺ ἐσὺ πεθαίνεις ἀμέσως μετὰ ὡς τιμωρία, ἐξ αἰτίας τῆς γυναικός, τὴν ὁποία ἔλαβες, διότι αὐτὴ εἶναι σύζυγος ἄλλου ἀνδρός, τοῦ Ἀβραάμ")»). Στὴν προκειμένη ὅμως περίπτωση ὁ Θεὸς φέρεται μὲ μεγαλύτερη ἐπιείκεια, διότι εἶναι μεγίστη ἡ σπουδαιότητα τῶν γεγονότων ποὺ ἐπιτελοῦνται, ἀλλὰ καὶ ἡ μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν διαφορά, ὥστε δὲν θεωρεῖται ἀπαραίτητη ἡ ἐπίπληξη.
Μὲ τὸ νὰ πεῖ «μὴ δοκιμάσεις κανένα φόβο» ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰωσὴφ εἶχε κυριευθεῖ ἀπὸ φόβο μήπως ἔλθει ἀντιμέτωπος πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐὰν τὴν ἐκλάμβανε ὡς μοιχαλίδα· διότι διαφορετικὰ δὲν θὰ σχεδίαζε νὰ τὴν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ σπίτι του. Μὲ ὅλα αὐτὰ λοιπόν, ἀποδεικνύει ὅτι ὁ ἄγγελος ἦλθε ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τοῦ ἀποκαλύπτει καὶ τοῦ φανερώνει τὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματα, τὰ ὁποῖα δοκίμασε.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου, δὲν σταμάτησε ἐκεῖ, ἀλλὰ πρόσθεσε: «τὴν γυναῖκα σου». Βέβαια, δὲν θὰ τὴν ἀποκαλοῦσε μὲ τέτοιο τρόπο, ἐὰν εἶχε διαφθαρεὶ καὶ εἶχε φερθεῖ μὲ ἀνήθικο τρόπο προδίδοντάς τον. Μάλιστα ὅταν λέγει «γυναῖκα», ἐννοεῖ τὴν μνηστή, ὅπως ἀκριβῶς συνηθίζει ἡ Γραφὴ νὰ ὀνομάζει «γαμπροὺς» τοὺς μνηστῆρες καὶ πρὸ τοῦ γάμου.
Τί σημαίνει ὅμως ἡ λέξη «νὰ παραλάβει»; Νὰ τὴν κρατήσει στὸ σπίτι του, ἐπειδὴ μὲ τὴ σκέψη του τῆς εἶχε δώσει πλέον διαζύγιο. «Συνεπῶς αὐτὴν τὴν ὁποία ἔχεις ἀπομακρύνει ἤδη μὲ τὰ σχέδιά σου», λέγει, «νὰ τὴν κρατήσεις κοντά σου. Σοῦ τὴν παραδίδει ὁ Θεός, ὄχι οἱ γονεῖς της. Σοῦ τὴν παραδίδει, ὅμως, ὄχι ὡς σύζυγο, ἀλλὰ ἁπλῶς γιὰ νὰ κατοικεῖς μαζί της, καὶ σοῦ τὴν παραδίδει διαμέσου τῆς δικῆς μου φωνῆς». Ὅπως δηλαδή, ἀργότερα, ὁ Χριστὸς παρέδωσε τὴ Μητέρα Του στὸν μαθητὴ (Ἰω. 19, 26-27: «Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μὴτρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου ·εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια (: Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, ὅταν εἶδε τὴ μητέρα Του καὶ τὸν μαθητὴ ποὺ ἀγαποῦσε νὰ στέκεται ἐκεῖ κοντά, λέει στὴν μητέρα του: ‘’ Γυναῖκα, νὰ ποιός ἀπὸ τώρα θὰ εἶναι γιός σου’’. Ἔπειτα λέει στὸν μαθητή:’’ Νὰ ἡ μητέρα σου’’. Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν πῆρε ὁ μαθητὴς στὸ κατάλυμά του)»), ἔτσι καὶ τώρα τὴν παραδίδει στὴν προστασία τοῦ Ἰωσήφ.
Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ ἔθιξε τὸ θέμα τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ἀνέφερε τὴν πονηρὴ ὑποψία ποὺ ὡς τότε βασάνιζε τὸν Ἰωσὴφ γιὰ τὴν Μαρία, ἀλλὰ κατὰ τρόπο περισσότερο εὐγενῆ καὶ διακριτικὸ ὁ ἄγγελος τὴν ἐξαφάνισε, μὲ τὸ νὰ δώσει τὴν ἐξήγηση τοῦ ἐπικείμενου τοκετοῦ. Ἔτσι ἀποδείκνυε ὅτι ἐκείνη ἡ αἰτία, ἡ ὁποία τὸν ἔκανε νὰ νιώσει φόβο καὶ ἤθελε νὰ ἀπομακρύνει τὴν Παρθένο ἀπὸ τὸ σπίτι του, αὐτὴ ἀκριβῶς ἦταν ποὺ θὰ τὸν ἔκανε νὰ ἐνεργήσει σωστά, ἐὰν ἔπαιρνε τὴν Παρθένο κοντά του καὶ τῆς πρόσφερε τὴν προστασία του κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ του. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διέλυσε πλήρως τὴν ἀγωνία τοῦ Ἰωσήφ, μὲ τὴν ἀφθονία τῆς πειστικότητας τῶν λόγων του· διότι δὲν λέγει μόνο ὅτι ἡ Παρθένος εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν ὑποψία τῆς παράνομης συνευρέσεως, ἀλλὰ ἐπιπλέον ἐξηγεῖ ὅτι κυοφορεῖ κατὰ τρόπο ὑπερβαίνοντα τοὺς φυσικοὺς νόμους. «Συνεπῶς, ὄχι μόνο νὰ διώξεις τελείως τὸν φόβο σου, ἀλλὰ καὶ νὰ χαίρεσαι ὑπερβολικά».
«Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου (: διότι τὸ παιδὶ ποὺ κυοφορεῖται μέσα της ἔχει συλληφθεῖ ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)» (Ματθ.1,20). Παράδοξο εἶναι τὸ περιεχόμενο τῶν λόγων αὐτῶν καὶ ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρώπινη νόηση καὶ τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Πῶς λοιπὸν μποροῦσε νὰ τὸ πιστέψει ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ Ἰωσὴφ δηλαδή, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε πεῖρα ἀπὸ παρόμοια λόγια; «Μὰ φυσικὰ ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη τῶν προηγούμενων γεγονότων», λέγει. Διότι γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν σκοπό του φανέρωσε ὁ ἄγγελος ὅλες γενικῶς τὶς σκέψεις του, δηλαδή, τὰ συναισθήματά του, τοὺς φόβους του καὶ ὅ, τί διανοήθηκε νὰ πράξει, γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ πιστέψει καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὶς ἀποκαλύψεις αὐτές. Καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ παρελθόντος τὸν ὁδηγεῖ πρὸς τὴν πίστη, ἀλλὰ μᾶλλον ἀπὸ τὰ μέλλοντα νὰ ἀκολουθήσουν: «Τέξεται υἱόν» (: Θὰ γεννήσει ἕνα γιό)»,λέγει, «καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦ(:και ἐσὺ ποὺ ἀπὸ τὸν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀναγνωρίζεσαι ὡς προστάτης του, θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα ’’Ἰησοῦς’’, τὸ ὁποῖο σημαίνει ‘’σωτῆρας’’)» (Ματθ.1,21).
«Ἑπομένως, νὰ μὴν ἔχεις τὴν ἰδέα ὅτι εἶσαι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση νὰ προσφέρεις τὶς ὑπηρεσίες σου στὴν τακτοποίηση τῶν ζητημάτων τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὸ νεογέννητο, ἐπειδὴ ἡ γέννησή Του ἔχει ὡς αἰτία τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· διότι, μολονότι δὲν ἔπαιξες κανένα ρόλο στὴ γέννηση καὶ παρέμεινε ἀνέπαφη ἡ Παρθένος, ἐν τούτοις σοῦ ἀναθέτω τὸ ἑξῆς καθῆκον, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ γνώρισμα τοῦ πατέρα, χωρὶς βέβαια νὰ καταστρέφει τὴν ἰδιότητα τῆς παρθενίας,δηλαδή νὰ δώσεις τὸ ὄνομα στὸ παιδί. Ἐσύ, λοιπόν, θὰ τὸ ὀνομάσεις. Ἔστω κι ἂν δὲν εἶναι δικό σου τὸ παιδί, θὰ ἐκτελέσεις χάριν αὐτοῦ τὰ καθήκοντα ποὺ ἀνήκουν στὸν πατέρα. Γι’ αὐτὸ ἀμέσως σοῦ δίδω τὴ θέση τοῦ πατέρα γιὰ τὸ παιδὶ ποὺ γεννιέται, μὲ τὸ νὰ σοῦ ἀναθέσω νὰ δώσεις τὸ ὄνομα σὲ αὐτό».
Ἔπειτα γιὰ νὰ μὴ δημιουργηθεῖ ἡ ὑποψία στὸν ὁποιονδήποτε ὅτι εἶναι πραγματικὸς πατέρας, ἄκουσε μὲ πόση προσοχὴ ὁμιλεῖ στὴ συνέχεια: «Θὰ γεννήσει», λέγει, «υἱό». Δὲν εἶπε: «Θὰ σοῦ γεννήσει γιό», ἀλλὰ ἁπλῶς «θὰ γεννήσει» χωρὶς νὰ προσδιορίσει τὴ φράση· διότι δὲν γεννοῦσε τὸν Ἰησοῦ χάριν τοῦ Ἰωσήφ, ἀλλὰ Τὸν χάριζε στὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη.
Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἦλθε ὁ ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ φέροντας τὸ ὄνομα, γιὰ νὰ ἀποδείξει καὶ μὲ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὅτι ἡ γέννηση ἦταν ἄξια θαυμασμοῦ, διότι ὁ Θεὸς ἀπὸ ὑψηλὰ ἔστειλε μὲ τὸν ἄγγελο τὸ ὄνομα στὸν Ἰωσήφ. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα δὲν στερεῖτο περιεχομένου. Ἀντίθετα, περιέκλειε ἕνα θησαυρό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πήγαζαν ἀναρίθμητα καλά. Γι’ αὐτὸ καὶ ἑρμηνεύει αὐτὸ ὁ ἄγγελος καὶ συντελεῖ στὸ νὰ δημιουργηθοῦν ἀγαθὲς ἐλπίδες. Ἔτσι ὁδηγεῖ τὸν Ἰωσὴφ πρὸς τὴν πίστη. Βέβαια, συνηθίζουμε νὰ δείχνουμε μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον γι’ αὐτὰ τὰ θέματα, γι’ αὐτὸ καὶ πιστεύουμε εὐκολότερα στὰ εὐχάριστα.
Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ ὅλα αὐτὰ ὁδήγησε τὸν Ἰωσὴφ πρὸς τὴν πίστη, δηλαδή, μὲ τὴν ἀποκάλυψη τῶν γεγονότων τοῦ παρελθόντος, τὴν ἐξαγγελία τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, τὴν περιγραφὴ τῆς παρούσης καταστάσεως καὶ τὴ γνωστοποίηση τῆς τιμῆς ποὺ ἀποδιδόταν σ’ Ἐκεῖνον ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ, στὴν κατάλληλη στιγμὴ ἐμφανίζει καὶ τὸν προφήτη νὰ διακηρύττει ὅλα αὐτὰ γενικῶς[Ματθ. 1,21: «Τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λὰὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν (: Καὶ θὰ γεννήσει υἱό, καὶ ἐσύ -ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὸν νόμο θεωρεῖσαι προστάτης καὶ πατέρας Του- θὰ Τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ (δηλαδὴ Θεό- Σωτῆρα), διότι Αὐτὸς θὰ σώσει πράγματι τὸν λαό Του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους)»). Προτοῦ ὅμως νὰ ἐπικαλεσθεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς τὴ μαρτυρία τοῦ προφήτη Ἠσαΐα γιὰ νὰ ἐπικυρώσει ὅλα αὐτά, προλέγει ὁ ἄγγελος στὸν Ἰωσὴφ τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα θὰ προέλθουν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ γιὰ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Καὶ ποιά εἶναι αὐτά; Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἡ τέλεια ἀπάλειψη αὐτῶν. «Αὐτὸς γὰρ (: Διότι Αὐτός)», λέγει, «σώσει τὸν λὰὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν (:θὰ σώσει τὸν λαό Του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του)».
Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀποδεικνύεται ὁ θαυμαστὸς καὶ παράδοξος χαρακτῆρας τῆς σωτηρίας αὐτῆς· διότι δὲν ὑπόσχεται τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αἰσθητοὺς πολέμους ἢ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ βαρβάρους λαούς, ἀλλὰ κάτι ποὺ εἶναι πολὺ σπουδαιότερο ἀπὸ αὐτά, δηλαδή, τὴ λύτρωση ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν μπόρεσε κανεὶς νὰ κάνει στὸ παρελθόν. Θὰ ρωτήσει, βέβαια, κάποιος: «Καὶ γιὰ ποιό λόγο εἶπε ‘’τὸν λαό Του’’ καὶ δὲν πρόσθεσε καὶ τὰ ἄλλα ἔθνη;». Γιὰ νὰ μὴν προξενήσει ἀμέσως φόβο στὸν ἀκροατή του. Ἀλλὰ σὲ ἐκεῖνον ποὺ μὲ προσοχὴ ἄκουγε τὰ λόγια, ὑπέδειξε ὅτι συμπεριέλαβε καὶ τοὺς ἄλλους λαοὺς· διότι λαὸς τοῦ Ἰησοῦ δὲν ἦσαν μόνο οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ ὅλοι ὅσοι πήγαιναν νὰ μαθητεύσουν κοντά Του καὶ δέχονταν τὴ σωτηριώδη γνώση ποὺ πήγαζε ἀπὸ Αὐτόν.
Πρόσεξε ἀκόμη μὲ ποιό τρόπο μας παρουσίασε καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν ὀνόμασε «λὰὸν αὐτοῦ» τὸν ἰουδαϊκὸ λαὸ· διότι αὐτὸ δὲν ὑποδεικνύει τίποτε ἄλλο, παρὰ ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ Υἱὸς αὐτὸς ποὺ γεννιέται καὶ ὅτι ἐδῶ ὁ ἄγγελος ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Βασιλέα τοῦ οὐρανοῦ, δεδομένου ὅτι καμία ἄλλη δύναμη δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες, παρὰ μόνο ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Συνεπῶς, ἀφοῦ μᾶς προσφέρθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μία τόσο μεγάλη δωρεά, ἂς πράττουμε τὸ πᾶν γιὰ νὰ μὴν φανοῦμε ἀχάριστοι γιὰ μιὰ τόσο μεγάλη εὐεργεσία. Διότι ἐνῷ καὶ προτοῦ νὰ μᾶς δοθεῖ ἡ τιμὴ αὐτὴ ἦσαν ἄξιες τιμωρίας οἱ διαπραττόμενες ἁμαρτίες, πολὺ περισσότερο θὰ εἶναι μετὰ τὴν προσφορὰ τῆς ἀνέκφραστης αὐτῆς Δωρεᾶς. Καὶ τὴν σκέψη αὐτὴ δεν τη λέγω τυχαία τώρα, ἀλλὰ ὁδηγοῦμαι πρὸς αὐτήν, ἐπειδὴ βλέπω πολλοὺς νὰ περνοῦν τὸν καιρό τους, μετὰ τὸ βάπτισμα μὲ μεγαλύτερη ἀμεριμνησία ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν γνωρίσει ἀκόμη τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια καὶ δὲ διαθέτουν κανένα χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς τους. Στὴν αἰτία αὐτὴν ὀφείλεται τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ξεχωρίσει εὔκολα κάποιος, οὔτε στὴν ἀγορά, οὔτε στὴν Ἐκκλησία, ποιός εἶναι πιστὸς καὶ ποιός ὁ ἄπιστος, ἐκτὸς ἐὰν παρευρίσκεται κανένας κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς τελέσεως τῶν μυστηρίων καὶ δεῖ ἄλλους μὲν νὰ ἐξέρχονται, ἄλλους δὲ νὰ παραμένουν ἐντὸς τοῦ ναοῦ.
Ἔπρεπε βέβαια νὰ διακρινόμαστε ὄχι ἀπὸ τὸν τόπο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Πραγματικά, ἐνῷ τὰ ἀξιώματα τῶν εὑρισκομένων ἐκτὸς τῆς πίστεώς μας διακρίνονται, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀπὸ τὰ ἀνάλογα ἐξωτερικὰ γνωρίσματα, τὰ δικά μας πρέπει νὰ ξεχωρίζουν ἀπὸ τὴν ψυχική μας ἀνωτερότητα· διότι ὁ πιστὸς δὲν πρέπει νὰ ξεχωρίζει μόνο ἀπὸ τὸ ὄνομα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν νέο τρόπο ζωῆς. Ὁ πιστὸς πρέπει νὰ εἶναι φῶς καὶ ἁλάτι τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως δὲν εἶσαι σὲ θέση νὰ φωτίζεις τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ συγκρατεῖς τὴ δική σου σήψη, ἀπὸ ποῦ θὰ μπορέσουμε νὰ σὲ γνωρίσουμε; Μήπως ἐπειδὴ βαπτίστηκες; Ὅταν ὅμως δὲν ζεῖς καὶ ἀνάλογη ζωή, τὸ βάπτισμα εἶναι ἕνα ἐφόδιο ποὺ σὲ ὁδηγεῖ στὴν τιμωρία. Διότι τὸ μέγεθος τῆς τιμῆς συντελεῖ στὴν αὔξηση τῆς τιμωρίας ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν τὴν διάθεση νὰ ζοῦν ἀντάξια πρὸς τὴν τιμὴ ποὺ τοὺς προσφέρθηκε. Ἀσφαλῶς, ὁ πιστὸς δὲν εἶναι δίκαιο νὰ διακρίνεται μόνο ἀπὸ ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσα ὁ ἴδιος πρόσφερε. Ἐπίσης, πρέπει νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ πάσης ἀπόψεως, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν τρόπο τοῦ βαδίσματος, ἀπὸ τὸ βλέμμα του, ἀπὸ τὴν ἐνδυμασία του καὶ ἀπὸ τὴν ὁμιλία του. Αὐτὰ βέβαια δὲν τὰ εἶπα γιὰ νὰ ρυθμίσουμε τὴ ζωή μας ἀποβλέποντας στὴν ἐπίδειξη, ἀλλὰ τὰ εἶπα γιὰ τὴν ὠφέλεια αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι προσέχουν τὸν ἑαυτό τους[...].
«Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥἠθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος·Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γὰστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός (: Μὲ ὅλο αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς ὑπερφυσικῆς συλλήψεως τῆς Παρθένου, πραγματοποιήθηκε πλήρως καὶ ἐπαληθεύτηκε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μέσῳ τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες εἶχε πεῖ: ‘’Νά, ἡ παρθένος, ποὺ δὲν γνώρισε ἄνδρα, θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει υἱό, καὶ ὅσοι θὰ πιστεύουν σὲ Αὐτόν, θὰ Τὸν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ, ὄνομα ἑβραϊκὸ ποὺ σημαίνει ’’ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας’’)» (Ματθ.1,22-23).
Ὅταν λέγει «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν» ὁμιλεῖ, ὅσο τοῦ εἶναι δυνατό, ὅπως ἀξίζει στὸ θαῦμα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶδε ὅλο τὸ πλάτος καὶ τὸ βάθος τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἔγινε πραγματικότητα ὅ,τι δὲν ἦταν δυνατὸ οὔτε νὰ φανταστοῦμε καὶ ὅτι καταλύθηκαν οἱ φυσικοὶ νόμοι καὶ ἐπῆλθε συμφιλίωση καὶ κατέβηκε ὁ ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους πρὸς τὸν κατώτερο ἀπὸ ὅλους καὶ ἐξαφανίστηκε τὸ χάσμα καὶ ἐξουδετερώθηκαν τὰ ἐμπόδια καὶ συνέβησαν καὶ ἄλλα πολὺ περισσότερα, μᾶς παρουσίασε μὲ μία μικρὴ φράση τὸ θαῦμα. Εἶπε: «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥἠθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος(:Με ὅλο αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς ὑπερφυσικῆς συλλήψεως τῆς Παρθένου, πραγματοποιήθηκε πλήρως καὶ ἐπαληθεύτηκε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μέσῳ τοῦ προφήτη Ἠσαΐα)» (Μάτθ.1,22). «Δὲν πρέπει», λέγει, «νὰ νομίσεις ὅτι τοῦτο ἀποφασίστηκε τώρα. Σχεδιάστηκε ἀπὸ πολὺ παλαιά». Αὐτὸ φρόντισε νὰ τὸ δείξει παντοῦ ὁ Παῦλος. Παραπέμπει ἐπίσης ὁ ἄγγελος τὸν Ἰωσὴφ στὸν Ἠσαΐα, ὥστε καὶ ἂν δυσπιστήσει ὅταν σηκωθεῖ ἀπὸ τὸν ὕπνο, πρὸς τὰ λόγια του, ἐπειδὴ λέχτηκαν τώρα, νὰ θυμηθεῖ τὰ λόγια του προφήτη τὰ ὁποῖα ἄκουγε σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ νὰ τὰ κατανοήσει. Στὴν Παρθένο δὲν εἶπε τίποτε ἀπὸ αὐτὰ διότι ἦταν νεαρὴ καὶ δὲν εἶχε τὴν ἀπαιτούμενη πεῖρα. Ἀπευθύνεται πρὸς τὸν ἄνδρα μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπειδὴ ἦταν εὐσεβὴς καὶ μελετοῦσε τοὺς προφῆτες.
Πρὸ ὀλίγου εἶπε: «Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου» (Ματθ.1,20). Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀφοῦ ἀνέφερε τὸν προφήτη, τοῦ ἐμπιστεύεται τὴν λέξη «παρθένος». Διότι ἂν δὲν ἄκουγε πρῶτα τὰ λόγια του Ἠσαΐα, δὲ θὰ παρέμενε ἀτάραχος στὸ ἄκουσμα τῆς λέξεως «παρθένος». Ἐνῷ τώρα θὰ ἄκουγε ὄχι κάτι τὸ παράξενο· ἀλλὰ κάτι μὲ τὸ ὁποῖο εἶχε ἐξοικειωθεῖ καὶ τὸ εἶχε μελετήσει πρὸ πολλοῦ στὸ βιβλίο τοῦ προφήτη. Γιὰ τοῦτο ἀναφέρει τον Ἠσαΐα ὁ ἄγγελος, γιὰ νὰ γίνει εὐπρόσδεκτος ὁ λόγος. Καὶ δὲν ἀρκεῖται σὲ αὐτὸ ἀλλὰ ἀναφέρει ὡς πηγὴ τῆς προφητείας τὸν Θεὸ· διότι δὲν λέγει ὅτι τὰ λόγια εἶναι του Ἠσαΐα, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ παντός. Γιὰ τοῦτο δὲν εἶπε γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ ρηθὲν ἀπὸ τὸν Ἠσαΐα, ἀλλά : «τὸ ῥἠθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου» · διότι μόνο τὸ στόμα ἦταν του Ἠσαΐα. Πηγὴ τῆς προφητείας ἦταν ὁ οὐρανός.
Λέγει ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ Ἠσαΐα: «Διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον (: Γι’ αὐτὸ θὰ δώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος σὲ σᾶς σημεῖο, θαῦμα μέγα καὶ καταπληκτικὸ)» καὶ ἔπειτα ἀναφέρει τὴ συγκεκριμένη προφητεία. Τί λέγει λοιπὸν αὐτὴ ἡ προφητεία; «Ἰδὸὺ ἡ παρθένος ἐν γὰστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ (: Ἰδού, ἡ παρθένος θὰ συλλάβει μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο καὶ θὰ γεννήσει υἱὸ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ της αὐτοῦ θὰ εἶναι Ἐμμανουήλ, ποὺ σημαίνει ‘’ὁ Θεὸς μαζί μας’’)» (Ησ.7,14).
Τίθεται ὅμως τὸ ἐρώτημα: Γιατί λοιπὸν δὲν ὀνομάστηκε Ἐμμανουήλ, ἀλλὰ Ἰησοῦς Χριστός; Διότι δὲν εἶπε θὰ ὀνομάσεις, ἀλλὰ θὰ ὀνομάσουν, οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι, δηλαδὴ καὶ ἡ ἁπλὴ πραγματικότητα. Ἐδῶ δηλαδὴ δίνει ὡς ὄνομα τὸ ἀποτέλεσμα. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἔχει αὐτὴ τὴ συνήθεια, νὰ δίνει ὡς ὄνομα ἐκεῖνα ποὺ θὰ συμβοῦν στὴν πραγματικότητα. Τὸ «καλέσουσιν Ἐμμανουὴλ» δὲν σημαίνει λοιπὸν τίποτε ἄλλο παρὰ ὅτι θὰ δοῦν τὸν Θεὸ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Πάντοτε βέβαια βρισκόταν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, οὐδέποτε ὅμως τόσο φανερά.
Ἂν αὐθαδιάζουν οἱ Ἰουδαῖοι, θὰ τοὺς ἐρωτήσουμε: «Πότε ὀνομάστηκε τὸ παιδί ‘’Ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον (: ταχέως λαφυραγώγησε, πλήρως καὶ τελείως λεηλάτησε’’)»; (Ἠσ.8,3). Καὶ ἀσφαλῶς δὲν θὰ μπορέσουν νὰ δώσουν ἀπάντηση. Ἀλλὰ τότε γιατί ὁ προφήτης ἔλεγε «κάλεσον τὸν ὄνομα αὐτοῦ ‘’Ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον’’»; Διότι ἡ γέννησή Του προκάλεσε ἁρπαγὴ καὶ διανομὴ λαφύρων. Γιὰ τοῦτο τοῦ δίνει ὡς ὄνομα ἐκεῖνο ποὺ συνέβη στὴν πραγματικότητα[ο Θεὸς δικαιολογεῖ τὸ ὄνομα ὡς ἑξῆς: «διότι πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα, λήψεται δύναμιν Δαμασκοῦ καὶ τὰ σκῦλα Σαμαρείας ἔναντι βασιλέως Ἀσσυρίων (: διότι πρὶν ἀκόμη τὸ παιδὶ μάθει νὰ λέγει τὴν λέξη "πατέρα" καὶ "μητέρα", θὰ κυριεύσει ἐνώπιον τοῦ βασιλέως των Ἀσσυρίων τὸν στρατὸ τῆς Δαμασκοῦ καὶ θὰ πάρει τὰ λάφυρα τῆς Σαμάρειας)»: Ἠσ.8,3).
«Καὶ μετὰ ταῦτα κληθὴσῃ πόλις δικαιοσύνης, μητρόπολις πὶστὴ Σιῶν(:και ἔτσι ἐσὺ θὰ ὀνομαστεῖς πόλη δικαιοσύνης, ἡ Σιῶν ἡ πρωτεύουσα τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἡ πιστὴ στὸν Θεό)», λέγει ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ προφήτη Ἠσαΐα (Ἠσ.1,26). Δὲν βρίσκουμε ὅμως πουθενὰ ὅτι ἡ πόλη ὀνομάστηκε «δικαιοσύνη», ἀλλὰ ἐξακολούθησε νὰ λέγεται Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα, διότι βελτιώθηκε πράγματι ἠθικῶς ἡ πόλη αὐτή, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν εἶπε ὅτι θὰ τῆς δοθεῖ αὐτὸ τὸ ὄνομα· διότι, ὅταν συμβεῖ πράγματι κάτι, τὸ ὁποῖο κάνει σαφέστερα γνωστὸ ἐκεῖνο ποὺ τὸ ἔκανε ἢ ποὺ τὸ ἀπόλαυσε, ἀπὸ ὅσο τὸν κάνει τὸ σύνηθες ὄνομά του, τότε λέγει ὅτι αὐτὸς ἔχει ὡς ὄνομα ἐκεῖνο ποὺ συμβαίνει στὴν πραγματικότητα.
Καὶ ἂν μετὰ τὴν ἀποστόμωσή τους στὸ ζήτημα αὐτὸ ἀναζητοῦν ἄλλο, αὐτὸ π.χ. ποὺ λέγεται περὶ τῆς παρθενίας, καὶ παρουσιάζουν πρὸς ὑποστήριξη τοῦ ἰσχυρισμοῦ τοὺς κάποιους ἄλλους ἑρμηνευτές, καὶ μᾶς λέγουν ὅτι αὐτοὶ δὲν ὁμιλοῦν γιά ‘’παρθένο’’, ἀλλὰ γιά ‘’νεαρὴ κόρη’’, θὰ ἀπαντήσουμε πρῶτα ὅτι εἶναι ὀρθὸ νὰ εἶναι περισσότερο ἀξιόπιστοι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους οἱ Ἑβδομήκοντα· διότι οἱ δικοί τους ἑρμηνευτὲς (ἐκτός ἀπὸ τὴν μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἀποκαλεῖται μετάφραση των Ἑβδομήκοντα, ποὺ ὁλοκληρώθηκε στὰ μέσα περίπου τοῦ 2ου αἰῶνα π.Χ., ἔχουμε καὶ ἄλλες στὴν ἑλληνική, τὴν ἀραμαϊκὴ καὶ τὴ συριακὴ γλῶσσα, οἱ ὁποῖες ἔγιναν κατὰ τὸν 2ο κυρίως αἰῶνα μ.Χ.) ἑρμήνευσαν μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπιπλέον παρέμειναν πιστοὶ στὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία. Δικαίως λοιπὸν πρέπει νὰ θεωροῦνται ἀναξιόπιστοι, ἐπειδὴ ὁμίλησαν μᾶλλον μὲ μῖσος καὶ ἐπειδὴ παραποιοῦν σκόπιμα τὶς προφητεῖες. Οἱ Ἑβδομήκοντα ἀντιθέτως συγκεντρώθηκαν ἑκατὸ ἢ καὶ περισσότερα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ τόσοι πολλοὶ ἄνθρωποι, καὶ ἑπομένως εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ κάθε ὑποψία καὶ εἶναι δίκαιο νὰ τοὺς ἐμπιστευόμαστε περισσότερο καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ χρόνου τῆς συγκεντρώσεως καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους καὶ τῆς ὁμοφωνίας αὐτῶν ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ καὶ εἶχαν ἀναλάβει τὴ μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἀλλὰ ἡ νίκη εἶναι ὁπωσδήποτε δική μας, ἔστω καὶ ἂν ἐπιμένουν νὰ παρουσιάζουν τὴ μαρτυρία τῶν δικῶν τους. Διότι καὶ ἡ λέξη «νεᾶνις» χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἔννοια τῆς παρθένου (Σὲ ἄλλες μεταφράσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀντὶ τῆς φράσεως «ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γὰστρὶ ἕξει», ἔχουμε: «ἰδοὺ ἡ νεᾶνις ἐν γὰστρὶ ἕξει». Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἀποδεικνύει στὴ συνέχεια ὅτι ἡ λέξη ‘’νεᾶνις’’ ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴ λέξη ‘’παρθένος’’. Ὅμως δὲν ἀρκεῖται βέβαια στὸ ἐπιχείρημα αὐτό. Παρουσιάζει, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, καὶ ἄλλα ἰσχυρότατα). Ἡ Ἁγία Γραφὴ τὴ χρησιμοποιεῖ συχνὰ ὄχι μόνο γιὰ τὶς γυναῖκες, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄνδρες. Λέγει π.χ. «Νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων (: Οἱ νέοι ἄνδρες καὶ οἱ παρθένοι, οἱ γεροντότεροι μαζὶ μὲ τοὺς νεότερους)» (Ψάλμ.148,12).
Καὶ ὅταν ὁμιλεῖ σὲ ἄλλο σημεῖο γιὰ μία κοπέλα, ποὺ ζήτησε κάποιος νὰ τὴ βιάσει καὶ λέγει: «Καὶ τῇ νεάνιδι οὐ ποιήσετε οὐδὲν· οὐκ ἔστιν ἁμάρτημα θανάτου, ὅτι ὡς εἴ τις ἐπαναστῇ ἄνθρωπος ἐπὶ τὸν πλησίον καὶ φονεὺσῃ αὐτοῦ ψυχήν, οὕτω τὸ πρᾶγμα τοῦτο, ὅτι ἐν τῷ ἀγρῷ ἔὗρεν αὐτήν, ἐβόησεν ἡ νεᾶνις ἡ μεμνηστευμένη, καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθήσων αὐτῇ. Ἐὰν δέ τις εὕρῃ τὴν παῖδα τὴν παρθένον, ἥτις οὐ μεμνήστευται, καὶ βιασάμενος κοιμηθῇ μετ᾿ αὐτῆς καὶ εὑρεθῇ, δώσει ὁ ἄνθρωπος ὁ κοιμηθεὶς μετ᾿ αὐτῆς τῷ πὰτρὶ τῆς νεάνιδος πεντήκοντα δίδραχμα ἀργυρίου, καὶ αὐτοῦ ἔσται γυνή, ἀνθ᾿ ὧν ἐταπείνωσεν αὐτὴν· οὐ δυνήσεται ἐξαποστεῖλαι αὐτὴν τὸν ἅπαντα χρόνον (: Στὴν κόρη ποὺ πέφτει θῦμα βιασμοῦ δὲν θὰ ἐπιβάλετε καμία τιμωρία. Δὲν διέπραξε αὐτὴ ἁμάρτημα συνεπαγόμενο τὸν θάνατο· διότι τὸ πάθημα τῆς νεανίδας εἶναι, ὡς ἐὰν ἕνας ὁπλισμένος ἄνθρωπος ἐπιτεθεῖ ἐναντίον ἀόπλου καὶ τὸν φονεύσει. Στὸν ἀγρὸ βρῆκε ἐκεῖνος τὴν μνηστευμένη κόρη. Φώναξε ἐκείνη, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ σπεύσει σὲ βοήθειά της. Ἐὰν κάποιος ἄντρας συναντήσει κόρη παρθένο, ἡ ὁποία δὲν εἶναι μνηστευμένη καὶ ἀφοῦ κοιμηθεῖ μαζί της τὴν βιάσει, καὶ ἀνακαλυφθεῖ αὐτὸς ποὺ διέπραξε τὸ ἀδίκημα αὐτό, θὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς στὸν πατέρα τῆς παρθένου κόρης πενῆντα δίδραχμα ἀργυρίου καὶ θὰ λάβει αὐτὴν ὡς σύζυγό του, διότι τὴν διέφθειρε. Καὶ δὲν θὰ δυνηθεῖ αὐτὸς ποτὲ νὰ τὴν διαζευχθεῖ)» (Δευτ.22,27)·επομένως ἡ λέξη «νεᾶνις» καὶ ἐκεῖ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴ λέξη «παρθένος».
Καὶ οἱ προφητεῖες ἐπικυρώνουν τὴ λογικὴ αὐτὴ σκέψη. Δὲν εἶπε δηλαδὴ ὁ προφήτης ἁπλῶς: «Ἰδὸὺ ἡ παρθένος ἐν γὰστρὶ ἕξει», ἀλλὰ εἶπε πρῶτα: «Διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον (: γι’ αὐτὸ θὰ δώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος σὲ σᾶς σημεῖο, θαῦμα μέγα καὶ καταπληκτικὸ)» καὶ συμπλήρωσε κατόπιν: «Ἰδὸὺ ἡ παρθένος ἐν γὰστρὶ ἕξει(:Ιδού, ἡ παρθένος θὰ συλλάβει μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο)». Ἂν λοιπὸν δὲν ἦταν παρθένος ἐκείνη ποὺ ἐπρόκειτο νὰ μείνει ἔγκυος, ἀλλὰ θὰ συνέβαινε αὐτὸ μὲ τὴ μεσολάβηση κάποιου ἄντρα, ποιό θὰ ἦταν τότε τὸ θαυματουργικὸ σημεῖο;
«Διεγερθεὶς δὲ ὁ Ἰὤσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου(:Όταν λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ σηκώθηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο, ἔκανε ὅπως τὸν διέταξε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου)» (Ματθ.1,24). Βλέπεις τὴν ὑπακοή του καὶ τὸν πειθαρχικὸ χαρακτῆρα του; Βλέπεις τὴν ἐκλεκτὴ καὶ πάντοτε ὀρθῶς σκεπτόμενη ψυχή του; Οὔτε ὅταν εἶχε ὑποψίες γιὰ κάτι τὸ δυσάρεστο καὶ τὸ ἀνήθικο δέχτηκε νὰ κρατήσει τὴν Παρθένο, οὔτε ὑπέμεινε νὰ τὴν ἀποπέμψει, ὅταν ἔπαψε νὰ τὸν βασανίζει ἡ ὑποψία αὐτή, ἀλλὰ τὴν κράτησε καὶ ἔγινε ὑπηρέτης τοῦ σχεδίου αὐτοῦ. «Καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ (: και παρέλαβε τὴ μνηστή του στὸ σπίτι του)». Βλέπεις ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής, ἐπειδὴ δὲν θέλει νὰ ἀποκαλύψει ἀκόμη ἐκεῖνο τὸ μυστήριο καὶ ἐπειδὴ θέλει νὰ ἐξαφανίσει τὴν καχυποψία ἐκείνη, χρησιμοποιεῖ συνεχῶς αὐτὴ τὴ λέξη;
«Παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως ὁὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον(:Παρέλαβε τὴν μνηστή του στὸ σπίτι του καὶ δὲν ἦρθε σὲ σχέση συζυγικὴ μαζί της ποτέ, ἄρα καὶ ἕως ὅτου γέννησε τὸν πρῶτο καὶ μονάκριβο υἱό της)» (Ματθ.1,24-25). Χρησιμοποίησε ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστὴς τὴ λέξη «ἕως» ὄχι γιὰ νὰ νομίσεις ὅτι εἶχε συζυγικὲς σχέσεις μαζί της ἀργότερα, ἀλλὰ γιὰ νὰ σὲ βεβαιώσει ὅτι ἡ Παρθένος ἐξάπαντος δὲν ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μαζί του πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση. Τίθεται ὅμως τὸ ἐρώτημα: «Γιατί χρησιμοποίησε τὴ λέξη ‘’ἕως’’»; Διότι ἡ Ἁγία Γραφὴ τὴν χρησιμοποιεῖ συχνά, χωρὶς ὅμως νὰ τῆς δίνει τὴν ἔννοια ὁρισμένου χρονικοῦ ὁρίου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγει καὶ στὴ διήγηση περὶ τῆς κιβωτοῦ ὅτι ὁ κόρακας ποὺ ἔστειλε ὁ Νῶε γιὰ νὰ ἐλέγξει ἂν εἶχαν πιὰ ἀποσυρθεῖ τὰ νερὰ ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς μετὰ τὸν κατακλυσμό, εἶναι γνωστὸ ὅτι δὲν ἐπέστρεψε οὔτε ἀργότερα: «Καὶ ἐγένετο μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἠνὲῳξε Νῶε τὴν θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ ἀπέστειλε τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ·καὶ ἐξελθών, οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ ἀπέστειλε τὴν περιστερὰν ὀπίσω αὐτοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς (: Ἔπειτα ἀπὸ σαράντα ἡμέρες ἄνοιξε ὁ Νῶε τὴν θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, τὴν ὁποία εἶχε κατασκευάσει, καὶ ἀπέλυσε τὸν κόρακα, γιὰ νὰ δεῖ ἐὰν ἔπαψε νὰ ὑπάρχει νερὸ στὴν ξηρά. Ὁ κόρακας ἀφοῦ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν κιβωτὸ δὲν ἐπέστρεψε πλέον, οὔτε καὶ ὅταν ἐξατμίστηκε ἐντελῶς τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς. Ἔπειτα ἀπὸ τὸν κόρακα ποὺ δὲν ἐπέστρεψε, ἔστειλε ὁ Νῶε τὴν περιστερά, γιὰ νὰ δεῖ ἐὰν εἶχε πάψει τὸ νερὸ νὰ σκεπάζει τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς)» [Γέν.8,6-8].
Καὶ γιὰ τὸν Θεὸ λέγει ἐπίσης ὁ Ψαλμωδός: «Πρὸ τοῦ ὄρη γενηθῆναι καὶ πλασθῆναι τὴν γῆν καὶ τὴν οἰκουμένην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ (: Πριν γίνουν τὰ ὄρη καὶ πρὶν διαμορφωθεῖ ἡ γῆ καὶ ἡ οἰκουμένη, πρὸ πάντων τῶν αἰώνων Ἐσὺ ὑπῆρχες, ὑπάρχεις καὶ θὰ ὑπάρχεις)» (Ψάλμ.89,2). Ἀσφαλῶς δὲν θέτει χρονικὰ ὅρια στὸ σημεῖο αὐτό. Καὶ ὅταν προφητεύει καὶ λέγει: «Ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καὶ πλῆθος εἰρήνης, ἕως ὁὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη(:Από τὴν πνευματικὴ αὐτὴ γλυκεῖα ἄρδευση θὰ ἀναβλαστήσει καὶ θὰ ἀνθίσει ἐπὶ τῶν ἡμερῶν Τοῦ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη πλούσια καὶ ἀτελείωτη, μέχρις ὅτου κατὰ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου λάβει τέλος ἡ σελήνη)» [Ψάλμ.71,7], δὲν περιορίζει χρονικὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ὡραίου τούτου οὐρανίου σώματος.
Ἔτσι λοιπὸν χρησιμοποίησε καὶ ἐδῶ το «ἕως», γιὰ νὰ βεβαιώσει γιὰ τὸ χρονικὸ διάστημα μέχρι τῆς γεννήσεως, καὶ σὲ ἄφησε νὰ συμπεράνεις γιὰ τὰ κατόπιν. Ὁ Εὐαγγελιστὴς εἶπε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ μάθεις ἀπαραιτήτως ἀπὸ αὐτόν, ὅτι δηλαδὴ ἡ Παρθένος δὲν εἶχε συζυγικὲς σχέσεις μέχρι τὸν χρόνο τῆς γεννήσεως. Ἄφησε κατόπιν νὰ συμπεράνεις ἐσὺ ἐκεῖνο ποὺ ἦταν λογικὸ συμπέρασμα τῶν λόγων του καὶ ἀπολύτως εὐνόητο, ὅτι δηλαδὴ ὁ Ἰωσήφ, ποὺ ἦταν εὐσεβής, δὲν θὰ ἀποφάσιζε νὰ συνάψει συζυγικὲς σχέσεις μὲ τὴ γυναῖκα ποὺ ἔγινε μητέρα κατὰ θαυμάσιο τρόπο καὶ ποὺ κρίθηκε ἄξια γιὰ πρωτοφανῆ τοκετὸ καὶ θαυμαστὴ ἐγκυμοσύνη. Ἐὰν εἶχε συζυγικὲς σχέσεις μὲ αὐτὴν καὶ ἂν τὴν θεωροῦσε νόμιμη σύζυγό του, τίθεται τὸ ἐρώτημα: «Πῶς τὴν παρέδωσε ὁ Ἰησοῦς στὸν μαθητή Του σὰν νὰ στεροῦνταν προστάτη καὶ νὰ μὴν εἶχε κανένα δικό της, καὶ πῶς τοῦ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ τὴν πάρει στὸ κατάλυμά του;».
Γιατί ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ ἀναρωτηθεῖ κανένας, ὀνομάζονται ἀδελφοί Του οἱ περὶ τὸν Ἰάκωβο; (Ὁ Ἰάκωβος ἦταν υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν πρώτη του γυναῖκα, ἡ ὁποία εἶχε πεθάνει. Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων ἔγινε τὸ 33 μ. Χ. Λιθοβολήθηκε καὶ πέθανε τὸ 62 μ.Χ. Ἄλλοι ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου θεωροῦνταν ὁ Ἰωσής, ὁ Σίμων καὶ ὁ Ἰούδας: βλ. Μάτθ.12,46-50). Ἀπαντῶ: ὅπως ἀκριβῶς θεωρεῖτο καὶ ὁ Ἰωσὴφ σύζυγος τῆς Μαρίας· διότι ἐπιπλέον χρησιμοποιήθηκαν πολλοὶ τρόποι, γιὰ νὰ καλυφτεὶ γιὰ ὁρισμένο χρόνο τὸ μυστήριο τῆς Γεννήσεως. Γιὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἰωάννης τοὺς εἶπε ‘’ἀδελφοὺς τοῦ Κυρίου’’ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν (: Ἀκόμη καὶ τὰ ἀδέρφια Του δὲν πίστευαν σὲ Αὐτὸν ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας)» (Ἰω.7,5).
Ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ δὲν πίστευαν προηγουμένως σὲ Αὐτόν, ἔγιναν ἀργότερα ἀξιοθαύμαστοι καὶ λαμπροὶ γιὰ τὴν πίστη τους· διότι ὅταν πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα[ μετὰ τὴν πρώτη ἀποστολικὴ περιοδεία του ὁ Παῦλος ἦλθε στὰ Ἱεροσόλυμα, διότι οἱ ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοὶ ἀπαιτοῦσαν νὰ ἐκτελοῦν καὶ οἱ ἐξ ἐθνικῶν Χριστιανοὶ τὶς διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ὁ Παῦλος, ὁ Πέτρος καὶ ὁ Βαρνάβας τακτοποίησαν καὶ ἔθεσαν τότε τέρμα στὸ ὅλο ζήτημα: βλ. Πράξ.15,1-35), ὁ Παῦλος καὶ ἡ συνοδεία του γιὰ νὰ τακτοποιήσουν ζητήματα τῆς ἐκεῖ ἐκκλησίας, πῆγαν ἀμέσως στὸ σπίτι του. Καὶ ἦταν τόσο ἐκλεκτός, ὥστε πρῶτος αὐτὸς ἔγινε ἐπίσκοπος ἐκεῖ. Λέγουν μάλιστα ὅτι ὁ Ἰάκωβος σκληραγωγοῦσε τὸν ἑαυτό του τόσο πολύ, ὥστε νεκρώθηκαν ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του καὶ ὅτι τὸ μέτωπό του ἔγινε τόσο σκληρὸ ἀπὸ τὴ συνεχῆ προσευχὴ καὶ τὴν ἀδιάκοπη ἐπαφή του μὲ τὸ ἔδαφος, ὥστε ἔγινε γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ἐξίσου σκληρὸ μὲ τὰ γόνατα καμήλου.
Αὐτὸς συμβούλευσε ἀκόμη καὶ τὸν Παῦλο, ὅταν ἀργότερα ἦλθε γιὰ δεύτερη φορὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ τοῦ εἶπε: «Θεωρεῖς, ἀδελφέ, πόσαι μυριάδες εἰσὶν Ἰοὐδαίων τῶν πεπιστευκότων, καὶ πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσι (: Βλέπεις, ἀδελφέ, πόσο μεγάλος εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν Ἰουδαίων ποὺ ἔχουν πιστέψει στὸν Κύριο καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ μὲ ζῆλο ὑπερασπίζονται τὸ κῦρος τοῦ νόμου)» (Πράξ.21,20). Τόση ἦταν ἡ σύνεση καὶ ὁ ζῆλος του. Ἢ μᾶλλον, τόση ἦταν ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἀπόδειξη ἀποτελεῖ καὶ αὐτό: τόσος ἦταν μετὰ τὸν θάνατό του ὁ θαυμασμὸς ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τὸν κατεδίωξαν, ὥστε νὰ θυσιάσουν γι΄Αυτόν μὲ πολλὴ προθυμία καὶ τὴ ζωή τους ἀκόμη. Πρᾶγμα ποὺ μαρτυρεῖ ἀναμφισβήτητα τὴ δύναμη τῆς ἀναστάσεως. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν διατηρήθηκαν μετὰ ἀπὸ αὐτήν τα σημαντικότερα, ὥστε νὰ ἀποτελέσουν ἀναμφισβήτητη ἀπόδειξη. Ἐνῷ δηλαδὴ λησμονοῦμε, ὅταν πεθάνουν, ἀκόμη καὶ ἐκείνους ποὺ θαυμάζαμε ὅταν ζοῦσαν, πῶς στὴν περίπτωση αὐτήν, ἂν ἦταν κάποιος συνηθισμένος ἄνθρωπος ὁ Χριστός, θὰ τὸν θεωροῦσαν μετὰ τὸν θάνατό Του ὅτι εἶναι Θεός; Πῶς θὰ δέχονταν ἀκόμη καὶ νὰ θανατωθοῦν μὲ μαρτύρια γιὰ Αὐτόν, ἐὰν δὲν εἶχαν σαφεῖς ἀποδείξεις γιὰ τὴν ἀνάστασή Του

«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ, υἱοῦ Ἀβραάμ (: Κατάλογος γενεαλογικὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Δαυίδ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀβραάμ)» (Ματθ.1,1).
Τί λέγεις, λοιπόν, Ματθαῖε; Μᾶς ὑποσχέθηκες ὅτι θὰ μᾶς ὁμιλήσεις γιὰ τὸν μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐσὺ μᾶς μνημονεύεις τον Δαβίδ, ἕναν ἄνθρωπο ποὺ γεννήθηκε ὕστερα ἀπὸ ἀναρίθμητες γενεὲς καὶ ὑποστηρίζεις ὅτι αὐτὸς εἶναι καὶ πατέρας καὶ πρόγονος τοῦ Ἰησοῦ;
Περίμενε, ἀγαπητὲ ἀδελφέ, καὶ μὴ ζητεῖς νὰ τὰ μάθεις ὅλα μεμιὰς ἀλλὰ σιγὰ καὶ κατ’ ὀλίγον.
Στὰ πρόθυρα στέκεσαι ἀκόμη, στὰ προπύλαια. Γιατί λοιπὸν βιάζεσαι νὰ εἰσέλθεις στὰ ἄδυτα; Ἀκόμη δὲν παρατήρησες καλὰ ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα. Διότι δὲν σοῦ διηγοῦμαι ἀκόμη ἐκείνη τὴν προαιώνια γέννηση —ἀλλὰ οὔτε καὶ αὐτὴν ποὺ ἐπακολούθησε— διότι εἶναι ἀνέκφραστη καὶ ἀπόρρητη.
Ἄλλωστε πρὶν ἀπὸ ἐμένα, σοῦ τὸ εἶπε αὐτὸ καὶ ὁ Ἠσαΐας, ὁ ὁποῖος προφητεύοντας τὸ Πάθος καὶ τὸ μεγάλο ἐνδιαφέρον Του γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, γεμᾶτος κατάπληξη γιὰ τὸ ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς, τί ἔγινε καὶ ποῦ κατέβηκε, ἀναφώνησε μὲ δυνατὴ καὶ ἰσχυρὴ φωνή, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Τὴν γενεὰν αὐτοῦ τὶς διηγήσεται; (: Ποιός δύναται νὰ ἐκθέσει μὲ λεπτομέρειες τὴν καταγωγή Του;)» (Ἠσ.53,8).
Ὥστε τώρα δὲν κάνω λόγο γιὰ ἐκείνη τὴν οὐράνια γέννηση, ἀλλὰ γιὰ τὴν κάτω, αὐτὴν ποὺ συνέβη στὴ γῆ καὶ συνοδεύτηκε ἀπὸ πολλοὺς μάρτυρες. Μὰ καὶ τὰ ἀναφερόμενα σὲ αὐτὴν γεγονότα ἔτσι θὰ σᾶς τὰ διηγηθῶ, ὅπως δηλαδή, εἶναι δυνατὸ νὰ ὁμιλήσω περὶ αὐτῶν μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πραγματικὰ οὔτε τὴν ἐπίγεια Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ παρουσιάσει κανεὶς μὲ σαφήνεια, ἐφόσον καὶ αὐτὴ προκαλεῖ μεγάλη φρίκη. Λοιπόν, νὰ μὴ νομίσεις ὅτι ἀκοῦς ἀσήμαντα πράγματα, ὅταν ἀκοῦς νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν Γέννηση αὐτήν.
Ἀντίθετα, νὰ ἔχεις τὸ μυαλό σου σὲ ἑτοιμότητα καὶ νὰ αἰσθανθεὶς ἀμέσως φρίκη, ὅταν ἀκούσεις ὅτι ὁ Θεὸς ἦλθε στὴ γῆ.
Διότι τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦταν τόσο ἀπροσδόκητο, ὥστε καὶ οἱ ἄγγελοι ἔστησαν χορὸ γι’ αὐτὸ καὶ ἔψαλαν τὸ καλὸ ποὺ ἀπέρρευσε ἀπ΄ αὐτὸ γιὰ τὴν οἰκουμένη.
Ἐπίσης, καὶ οἱ προφῆτες παλαιότερα δοκίμασαν κατάπληξη, διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (: εμφανίστηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους)» (Βαρούχ,3,8).
Πραγματικά, ἦταν πολὺ παράδοξο νὰ πληροφορηθεῖς ὅτι ὁ Θεὸς ὁ ἀπόρρητος, ὁ ἀνέκφραστος, ὁ ἀπερινόητος καὶ ἴσος μὲ τὸν Πατέρα, διῆλθε ἀπὸ τὴν μήτρα τῆς Παρθένου, καταδέχτηκε νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ γυναῖκα καὶ νὰ ἔχει προγόνους τον Δαβὶδ καὶ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸ ἀκόμα φρικτότερο, τὶς γυναῖκες ἐκεῖνες ἦταν τόσο ἁμαρτωλές.
Ἄκουσὲ τὰ αὐτὰ καὶ σήκω χωρὶς καμία ταπεινὴ ὑποψία, ἀλλὰ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς νὰ αἰσθανθεῖς θαυμασμό, ὅτι δηλαδὴ ἐνῷ εἶναι Υἱὸς τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ, καὶ μάλιστα γνήσιος Υἱός, ἐν τούτοις ἀνέχθηκε νὰ ἀκούσει ὅτι εἶναι υἱὸς καὶ τοῦ Δαβίδ, γιὰ νὰ σοῦ δώσει τὴ δυνατότητα νὰ γίνεις υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Ἀνέχθηκε νὰ γίνει πατέρας Του ἕνας δοῦλος (: ὁ Δαβίδ), για νὰ σοῦ δώσει ὡς πατέρα τὸν Κύριο, μολονότι εἶσαι δοῦλος.
Εἶδες ποιά εἶναι ἀμέσως ἀπὸ τὰ προοίμια ἡ καλὴ ἀγγελία; Ἂν ἀμφιβάλλεις γιὰ ὅ,τι σὲ ἀφορᾶ, πίστεψέ το ἀπὸ ὅ,τι ἀφορᾶ Ἐκεῖνον.
Διότι εἶναι βέβαια πολὺ δυσκολότερο γιὰ τὸν ἀνθρώπινο λογισμὸ νὰ γίνει ὁ Θεὸς ἄνθρωπος, παρὰ νὰ ὑπάρξει ὁ ἄνθρωπος υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἀκούσεις λοιπὸν ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι υἱός του Δαβὶδ καὶ τοῦ Ἀβραάμ, νὰ μὴν ἀμφιβάλεις τότε, ὅτι καὶ ἐσύ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀδάμ, θὰ γίνεις υἱὸς τοῦ Θεοῦ· διότι δὲν ταπείνωσε βέβαια τόσο πολὺ τὸν ἑαυτό του ἄδικα καὶ παράλογα, ἂν δὲν σκόπευε νὰ μᾶς ἀνυψώσει.
Γεννήθηκε κατὰ σάρκα, γιὰ νὰ γεννηθεῖς ἐσὺ πνευματικὰ· γεννήθηκε ἀπὸ γυναῖκα, γιὰ νὰ πάψεις ἐσὺ νὰ εἶσαι υἱὸς γυναίκας.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἡ γέννηση ἔγινε δύο εἰδῶν· ὅμοια μὲ τὴ δική μας, ἀλλὰ καὶ ὑπερβαίνουσα τὴ δική μας. Τὸ νὰ γεννηθοῦμε ὅμως ὄχι ἀπὸ αἷμα, μήτε ἀπὸ θέλημα σαρκὸς καὶ ἀνδρὸς ἀλλὰ ἀπὸ Πνεῦμα ἅγιο, προμήνυε τὴ μελλοντικὴ γέννησή μας ποὺ μᾶς ὑπερβαίνει καὶ ποὺ σκόπευε νὰ μᾶς χαρίσει μέσῳ τοῦ Πνεύματος.
Τὸ ἴδιο νόημα εἶχαν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα. Τέτοιο ἦταν τὸ βάπτισμα· εἶχε κάτι ἀπὸ τὸ παλαιὸ καὶ κάτι ἀπὸ τὸ νέο. Τὸ παλαιὸ τὸ φανέρωνε τὸ ὅτι βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν προφήτη, ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος ὑπογράμμισε τὸ νέο. Καὶ ὅπως κάποιος ποὺ στέκεται στὸ μεταίχμιο δύο πραγμάτων ποὺ ἀπέχουν τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, τὰ ἑνώνει, ἂν ἁπλώσει τὶς χεῖρες του ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο μέρος, ἔτσι ἔκανε καὶ αὐτὸς· ἕνωσε τὴν παλαιὰ μὲ τὴ νέα, τὴ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη, τὰ δικά Του μὲ τὰ δικά μας.
Εἶδες τὴν ἀστραπὴ τῆς πόλεως, μὲ πόση φεγγοβολὴ σὲ περιέλαμψε ἀπὸ τὴν ἀρχή; Πῶς σοῦ ἔδειξε ἀμέσως τὸν βασιλιᾶ στὴ δική σου μορφή, σὰν νὰ εἶστε σὲ στρατόπεδο;
Διότι ἐκεῖ ὁ βασιλέας δὲν ἐπιδεικνύει φανερὰ πάντοτε τὸ ἀξίωμά του, ἀλλὰ ἀφήνει τὴν πορφύρα καὶ τὸ στέμμα, καὶ ἐνδύεται συχνὰ τὴ στολὴ τοῦ στρατιώτη. Καὶ ἐκεῖ μὲν γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωριστεῖ καὶ προσελκύσει πρὸς τὸν ἑαυτό του τοὺς ἐχθρούς, ἐνῷ ἐδῶ τὸ ἀντίθετο, γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωριστεῖ καὶ κάνει τὸν ἐχθρὸ νὰ ἀποφύγει τὴ συμπλοκὴ μαζί του καὶ προκαλέσει τὴν ταραχὴ ὅλων τῶν δικῶν του· διότι ἀποβλέπει στὴ σωτηρία καὶ ὄχι στὸν τρόμο.
Γιὰ τοῦτο καὶ ἔδωσε στὸν ἑαυτό Του τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Τὸ ὄνομα Ἰησοῦς δὲν εἶναι βέβαια ἑλληνικό. Ὑπάρχει στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα καὶ στὴν ἑλληνικὴ ἐξηγεῖται Σωτῆρας. Καὶ Σωτῆρας ὀνομάζεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἔσωσε τὸν λαό Του.
Εἶδες πῶς ἔδωσε φτερὰ στὸν ἀκροατή; Ἐνῷ μίλησε γιὰ τὰ συνηθισμένα, μὲ αὐτὰ φανέρωσε συνάμα σὲ ὅλους ἐμᾶς τα πέρα ἀπὸ προσδοκία. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ ὀνόματα εἶχαν μεγάλη διάδοση μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων. Ἐπειδὴ τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν ἦσαν παράδοξα, προέτρεξαν οἱ τύποι τῶν ὀνομάτων, ὥστε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ διαλυθεῖ κάθε θόρυβος γιὰ μιὰ καινοτομία.
Ὡς γνωστὸν Ἰησοῦς λέγεται ἐκεῖνος ποὺ διαδέχτηκε τὸν Μωυσῆ καὶ εἰσήγαγε τὸν λαὸ στὴ γῆ τῆς Ἐπαγγελίας (Στοὺς Ἀριθμούς, τέταρτο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (13,17), μαθαίνουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς του Ναυὴ ὀνομαζόταν προηγουμένως Αὐσή.
Σὲ Ἰησοῦ τὸν μετονόμασε ὁ Μωυσῆς μετὰ τὴν ἀποστολή του μαζὶ μὲ ἄλλους ἕνδεκα ἐκπροσώπους τῶν φυλῶν πρὸς κατασκόπευση τῆς γῆς Χαναάν).
Εἶδες τὸν τύπο; Πρόσεξε τὴν ἀλήθεια. Ἐκεῖνος (:ο Ἰησοῦς του Ναυὴ) τὸν ἔφερε στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, Αὐτός (:ο Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς) στὸν οὐρανὸ καὶ στὰ οὐράνια ἀγαθά.
Ἐκεῖνος μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μωυσῆ, Αὐτὸς μετὰ τὴν παύση τῆς ἰσχύος τοῦ νόμου. Ἐκεῖνος ὡς ἡγέτης τοῦ λαοῦ, Αὐτὸς ὡς βασιλέας.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀκούσεις Ἰησοῦς καὶ ἐξ αἰτίας της ὀμωνυμίας παραπλανηθεῖς, πρόσθεσε: «Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαύΐδ». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυὴ δὲν προερχόταν ἀπὸ τὴ γενεά του Δαβίδ, ἀλλὰ ἀπὸ ἄλλη φυλή.
Καὶ γιὰ ποιόν λόγο ὀνομάζει ὁ εὐαγγελιστὴς τὸ Εὐαγγέλιό του «βίβλον γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ (: κατάλογο γενεαλογικὸ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ)», μολονότι δὲν περιλαμβάνει μόνο τὴ γέννηση, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴ θεία οἰκονομία;
Ἁπλούστατα, διότι ὁλόκληρου τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας αὐτὸ εἶναι τὸ κεφάλαιο, καθὼς καὶ ἡ ἀρχὴ καὶ ρίζα ὅλων τῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα προέκυψαν γιὰ ἐμᾶς.
Δηλαδὴ ὅπως ἀκριβῶς ὁ Μωυσῆς ὀνομάζει τὴν συγγραφή του «βίβλον γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς (: βιβλίο τῆς δημιουργίας τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς)», έστω κι ἂν δὲν κάνει λόγο μόνο γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλα ὅσα βρίσκονται μεταξὺ αὐτῶν, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς ἔδωσε ὀνομασία στὸ βιβλίο του ἀπὸ τὸ βασικότερο σημεῖο τῶν ἀγαθῶν.
Πραγματικά, τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο προκαλεῖ μεγαλύτερη κατάπληξη καὶ ὑπερβαίνει κάθε ἐλπίδα καὶ προσδοκία εἶναι τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Ἀφοῦ συνέβη αὐτό, ὅλα τὰ ἄλλα γεγονότα γενικῶς ἀκολουθοῦν κατὰ λογικὴ σειρὰ καὶ τάξη.
Καὶ γιατί δὲν εἶπε πρῶτα «υἱοῦ Ἀβραὰμ» καὶ ἔπειτα νὰ προσθέσει «υἱοῦ Δαύΐδ»;
Ὄχι βέβαια, ὅπως νομίζουν μερικοί, διότι ἤθελε νὰ παρουσιάσει τὴν γενεαλογία ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω, διότι σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση θὰ μποροῦσε νὰ ἐργαστεῖ ὅπως ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ καὶ φθάνει μέχρι τὸν Ἀδὰμ· τώρα ὅμως κάνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο.
Γιὰ ποιό λόγο λοιπὸν ἀνέφερε πρῶτα τον Δαβίδ; Ἐπειδὴ ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι ἀνέφεραν καὶ θυμοῦνταν τὸν Δαβὶδ διαρκῶς καὶ λόγῳ τῆς δόξας του καὶ λόγῳ τοῦ μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος ποὺ εἶχε μεσολαβήσει ἀπὸ τὸν θάνατό του, διότι δὲν εἶχε βέβαια πεθάνει πρὸ τόσων πολλῶν ἐτῶν, ὅσο ὁ Ἀβραάμ.
Ἐξάλλου εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε δώσει ὑποσχέσεις καὶ στοὺς δύο, ἀλλὰ ἡ ὑπόσχεση πρὸς τὸν Ἀβραάμ, ὡς πολὺ παλαιὰ λησμονοῦνταν, ἐνῷ ἡ ἄλλη ὡς πολὺ πρόσφατη καὶ νεότερη, διαδιδόταν ἀπὸ ὅλους.
Οἱ ἴδιοι ἐξάλλου οἱ Ἰουδαῖοι λέγουν:« Οὐκ ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ἔρχεται ὁ Χριστός; (: Δέν εἶπε ἡ Γραφὴ ὅτι ὁ Χριστὸς κατάγεται ἀπὸ τὸ γένος του Δαβὶδ καὶ ἔρχεται ἀπὸ τὸ χωριὸ Βηθλεέμ, ὅπου γεννήθηκε καὶ ἔζησε ὁ Δαβίδ;)» (Ἰω. 7, 42).
Ἐν τούτοις κανεὶς δὲν Τὸν ὀνομάζει «Υἱόν Ἀβραὰμ» ἀλλὰ ὅλοι «Υἱὸν Δαυίδ», διότι ὅπως εἶπα προηγουμένως ὁ Δαβὶδ διατηρεῖτο καλύτερα στὴ μνήμη ὅλων καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ λίγου σχετικὰ χρόνου ἀπὸ τὸν θάνατό του καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἐνδόξου βασιλείας του.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀκριβῶς καὶ ὅσους τιμοῦσαν ὡς βασιλεῖς ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν ἔδιναν σὲ αὐτοὺς τὸ ὄνομά του καὶ αὐτοὶ καὶ ὁ Θεός.
Καὶ ὁ Ἰεζεκιήλ, ὡς γνωστό, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι προφῆτες ἔλεγαν ὅτι θὰ ἔλθει καὶ θὰ ἀναστηθεῖ πρὸς χάριν του Δαβίδ.
Δὲν ἐννοοῦσαν ἐκεῖνον ποὺ εἶχε πεθάνει, ἀλλὰ τοὺς ζηλωτὲς τῆς ἀρετῆς ἐκείνου.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς λέγει στὸν Ἐζεκία: «Καὶ ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης δι᾿ ἐμὲ καὶ διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου (: Ἐγώ θὰ ὑπερασπίσω τὴν πόλη αὐτὴν γιὰ ἐμένα καὶ πρὸς χάριν τοῦ δούλου μου Δαβίδ)» (Δ΄Βασ.19,34)· ἔλεγε καὶ στὸν Σολομῶντα ἐπίσης ὅτι «καὶ οὐ μὴ λάβω τὴν βασιλείαν ὅλην ἐκ χεὶρὸς αὐτοῦ, διότι ἀντιτασσόμενος ἀντιτάξομαι αὐτῷ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ, διὰ τὸν Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου, ὃν ἐξελεξάμην αὐτόν (: δὲν θὰ ἀφαιρέσω ὅλο τὸ βασίλειό του ἀπὸ τὰ χέρια του, ἀλλὰ θὰ ἀντιταχθῶ ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ θὰ διατηρήσω αὐτὸν στὴν βασιλεία του, γιὰ ὅσο χρόνο ζεῖ.
Τοῦτο δὲ πρὸς χάριν τοῦ δούλου μου Δαυίδ, τὸν ὁποῖο ἐγὼ ἐξέλεξα ὡς βασιλέα)» (Γ΄Βασ.11,34).
Εἶχε μεγάλη δόξα ὁ Δαβὶδ καὶ πλησίον τοῦ Θεοῦ καὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀρχίζει ἀμέσως ἀπὸ τὸν πιὸ γνωστὸ καὶ ἀνατρέχει στὸν πατέρα· θεώρησε περιττὸ νὰ ἀναφερθεῖ σὲ πιὸ μακρινὸ χρόνο ἀπευθυνόμενος πρὸς Ἰουδαίους. Αὐτοὶ οἱ δύο θαυμάζονταν περισσότερο ὁ ἕνας ὁ προφήτης καὶ βασιλέας (:ὁ Δαβίδ), ὁ ἄλλος ὡς πατριάρχης καὶ προφήτης (: ὁ Ἀβραάμ).
Ἴσως κάποιος νὰ ρωτήσει: «Πῶς ἀποδεικνύεται ὅμως ὅτι ὁ Ἰησοῦς κατάγεται ἀπὸ τὸν Δαβίδ; Διότι ἐὰν γεννήθηκε μόνο ἀπὸ γυναῖκα, χωρὶς τὴ συνεργασία ἀνδρός, πῶς θὰ βεβαιωθοῦμε ὅτι εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ, ἀφοῦ ἡ Παρθένος δὲν ἔχει θέση στὴ γενεαλογία;».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ τίθενται δύο ζητούμενα· γιὰ ποιό λόγο ἡ Παρθένος δὲν γενεαλογεῖται καὶ γιατί μνημονεύεται ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὲς ὁ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος κανένα ρόλο δὲν παίζει στὴ Γέννηση.
Τὸ δεύτερο ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται περιττό, ἐνῷ τα πρῶτο φαίνεται σὰν ἔλλειψη.
Ποιό πρόβλημα λοιπὸν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐρευνήσουμε πρῶτα; Τὸ πῶς ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ Παρθένος κατάγεται ἀπὸ τὸν Δαβίδ.
Καὶ πῶς θὰ μάθουμε ὅτι εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ; Ἄκουσε λοιπὸν ποιά ἐντολὴ δίνει ὁ Θεὸς στὸν Γαβριήλ, νὰ μεταβεῖ «πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρὶ, ᾧ ὄνομα Ἰὤσὴφ, ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυῒδ καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ (: σὲ μία παρθένα κόρη ποὺ ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ ἕναν ἄντρα ποὺ λεγόταν Ἰωσήφ. Ἡ παρθένος αὐτὴ κόρη καταγόταν ἀπὸ τὴ γενιά του Δαβίδ, καὶ τὸ ὄνομά της ἦταν Μαριάμ)» (Λουκ. 1, 27).
Ποιά σαφέστερη ἀπόδειξη ζητεῖς ἀπὸ αὐτήν, ὅταν ἀκοῦς ὅτι ἡ Παρθένος κατάγεται ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Δαβίδ;
Συνεπῶς ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερὸ ὅτι καὶ ὁ Ἰωσὴφ εἶχε τὴν ἴδια καταγωγή, διότι, ὡς γνωστόν, ὑπῆρχε νόμος ὁ ὁποῖος δὲν ἐπέτρεπε νὰ λαμβάνει κανεὶς σύζυγο ἀπὸ ἄλλη φυλή, παρὰ μόνο ἀπὸ τὴ δικιά του. Ἀλλὰ καὶ ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ προέλεγε ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ κατάγεται ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα, οὐδὲ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἂν ἔλθῃ ᾧ ἀπόκειται· καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν (: Δὲν θὰ ἐκλείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ ἀρχηγὸς ἀπὸ τὴ γενιά του, μέχρις ὅτου ἔλθει Ἐκεῖνος, στὰ χέρια τοῦ Ὁποίου ἀπόκεινται οἱ ἐξουσίες· καὶ Αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσμονὴ τῶν λαῶν, ὁ Μεσσίας)» (Γέν. 49, 10).
Ἡ προφητεία αὐτὴ βέβαια φανερώνει ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ἀλλὰ δὲν ἀποδεικνύει ἀκόμη ὅτι ἀνήκει στὸ γένος του Δαβίδ.
Μὰ μήπως στὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα ὑπῆρχε ἕνα μόνο γένος, δηλαδὴ τὸ γένος του Δαβίδ; Ὄχι βέβαια. Ἀντίθετα ὑπῆρχαν καὶ πολλὰ ἄλλα γένη. Καὶ συνέβαινε κάποιος νὰ κατάγεται μὲν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα, χωρὶς ὅμως νὰ ἀνήκει στὸ γένος του Δαβίδ.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν ὑποστηρίζεις αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, σοῦ ἀφαίρεσε αὐτὴν τὴν ὑποψία ὁ Εὐαγγελιστής, ὅταν εἶπε ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Δαβίδ.
Ἂν ὅμως θέλεις νὰ πεισθεῖς περὶ αὐτοῦ μὲ διαφορετικὸ συλλογισμό, δὲ θὰ δυσκολευτῶ νὰ σοῦ παρουσιάσω καὶ ἄλλη μία ἀπόδειξη. Λοιπόν, δὲν ἀπαγορευόταν μόνο νὰ λάβουν σύζυγο ἀπὸ ἄλλη φυλή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλη οἰκογένεια, μὴ συγγενικὴ δηλαδή.
Συνεπῶς ἐὰν τὴ φράση «ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Δαβὶδ» τὴν ἀποδώσουμε στὴν Παρθένο, εὐσταθεῖ ἡ ἔκφραση, ἐὰν ὅμως τὴν ἀποδώσουμε στὸν Ἰωσήφ, πάλι τὸ ἴδιο ἐπιτυγχάνουμε.
Πραγματικά, ἐὰν ὁ Ἰωσὴφ καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Δαβίδ, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λάβει σύζυγο ἀπὸ ἄλλο γένος, παρὰ μόνο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ καὶ ὁ ἴδιος καταγόταν.
Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν συμμορφώθηκε στὸ νόμο αὐτό; Μὰ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς πρόφτασε καὶ διαβεβαίωσε ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ἦταν δίκαιος (πρβλ. Μάτθ.1,19:«Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν (: Κι ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀρραβωνιαστικός της, ὅταν ἀντιλήφτηκε τὴν ἐγκυμοσύνη, ἐπειδὴ ἦταν ἐνάρετος καὶ ἀγαθὸς καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴ διαπομπεύσει γιὰ δημόσιο παραδειγματισμό, σκέφτηκε νὰ τῆς δώσει μυστικὰ διαζύγιο)»), ὥστε νὰ μὴν ὑποστηρίζεις τὴν ἄποψη αὐτή, ἀλλά, ἀφοῦ πληροφορηθεῖς τὴν ἀρετή του, νὰ καταλάβεις καὶ αὐτό, ὅτι δηλαδή, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ παραβεῖ τὸν νόμο· διότι πῶς μποροῦσε νὰ γίνει παραβάτης τοῦ νόμου χάριν τῆς ἡδονῆς, αὐτός, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴ μεγάλη τοῦ φιλανθρωπία καὶ ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε πάθος, τὴ στιγμὴ ποὺ δὲ θέλησε νὰ τιμωρήσει τὴν παρθένο, μολονότι ἡ ὑποψία τὸν προωθοῦσε σὲ αὐτό;
Ἐπίσης, αὐτὸς ποὺ σκέφθηκε ἀνώτερα ἀπὸ τὸν νόμο (διότι τὸ νὰ τὴν ἀφήσει ἐλεύθερη, καὶ μάλιστα νὰ τὴν ἀπελευθερώσει κρυφά, εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου σκεπτόμενου ἀνώτερα ἀπὸ τὸν νόμο), πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ διαπράξει κάτι παράνομο, ὅταν μάλιστα, δὲν τὸν ὑποχρέωνε καμία αἰτία;
Ἑπομένως τὸ ὅτι ἡ Παρθένος καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος του Δαβὶδ ἀποδεικνύεται ὁλοφάνερα ἀπὸ τὰ παραπάνω. Εἶναι, ὅμως, ἀνάγκη νὰ ποῦμε στὴ συνέχεια γιὰ ποιό λόγο δὲν παρέθεσε τὴν γενεαλογία τῆς Παρθένου, ἀλλὰ γενεαλόγησε τὸν Ἰωσὴφ μόνο.
Γιὰ ποιό λόγο, λοιπόν; Διότι δὲν ὑπῆρχε νόμος στοὺς Ἰουδαίους νὰ γενεαλογοῦνται οἱ γυναῖκες. Γιὰ νὰ συμμορφωθεῖ ὅμως πρὸς τὴ συνήθεια καὶ νὰ μὴ δώσει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἀπὸ τὸ προοίμιο ἀκόμη τὴν παραβαίνει, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποσιώπησε τοὺς προγόνους της καὶ ἔδωσε τὴν γενεαλογία τοῦ Ἰωσήφ. Ἂν ὅμως ἔκανε αὐτὸ γιὰ τὴν Παρθένο, θὰ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι καινοτομεί.
Ἐὰν πάλι ἀγνοοῦσε ἐντελῶς τὸν Ἰωσήφ, δὲ θὰ ἤμασταν σὲ θέση νὰ πληροφορηθοῦμε τοὺς προγόνους της.
Συνεπῶς μὲ σκοπὸ νὰ μάθουμε ποιά ἦταν ἡ Μαρία καὶ ἀπὸ ποιούς καταγόταν, ἀλλὰ συγχρόνως νὰ μείνει ἀμετακίνητη καὶ ἡ ἐπιταγὴ τοῦ νόμου, γενεαλόγησε τὸν μνηστῆρα καὶ μᾶς ἀπέδειξε ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὸ γένος του Δαβίδ.
Ἀφοῦ ὅμως ἀποδείχθηκε αὐτό, ἀποδείχθηκε συγχρόνως καὶ ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδὴ καὶ ἡ Παρθένος καταγόταν ἀπὸ τὸ ἴδιο γένος, καθ' ὅσον, ὅπως παραπάνω ἀνέφερα, ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ δὲ θὰ δεχόταν νὰ λάβει σύζυγο ἀπὸ διαφορετικὴ οἰκογένεια.
Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναφέρουμε καὶ ἄλλο λόγο περισσότερο μυστικό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἀποσιωπήθηκαν οἱ πρόγονοι τῆς παρθένου.
Τὴν αἰτία αὐτὴν δὲν εἶναι ὥρα νὰ τὴν ἀποκαλύψουμε, ἐπειδὴ εἶναι πολλὰ ὅσα ἔχουν εἰπωθεῖ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἂς σταματήσουμε ἐδῶ τὸν λόγο γιὰ τὰ ζητήματα αὐτὰ καὶ ἂς κρατήσουμε στὸ ἑξῆς μὲ ἀκρίβεια ὅσα ἀποκαλύψαμε σὲ σᾶς.
Τὸ γιατί π.χ. μνημόνευσε τὸν Δαβὶδ πρῶτα, γιατί ἀποκάλεσε τὸ σύγγραμμά του «Βίβλον γενέσεως», γιατί εἶπε «τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ », πῶς ἡ γέννηση εἶναι καὶ δὲν εἶναι κοινή, ἀπὸ ποῦ φάνηκε ὅτι ἡ Μαρία προέρχεται ἀπὸ τὸ γένος του Δαβὶδ καὶ γιὰ ποιό λόγο περιλήφθηκε στὴ γενεαλόγηση τοῦ Ἰωσήφ, ἐνῷ ἀποσιωπήθηκαν οἱ δικοί της οἱ πρόγονοι.
Βρισκόμαστε στὴν τρίτη ὁμιλία τῆς σειρᾶς αὐτῆς καὶ δὲν κατορθώσαμε ἀκόμη νὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν ἐξέταση τοῦ προοιμίου. Δὲν ἔκανα ἑπομένως λάθος, ὅταν ἔλεγα ὅτι τὸ περιεχόμενό του εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του πολὺ βαθύ. Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς ἀσχοληθοῦμε σήμερα μὲ τὰ ἀμέσως ἑπόμενα.
Τί εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνο, ποὺ θὰ ἐξετάσουμε τώρα; Τὸ ἑξῆς: γιὰ ποιό λόγο περιλαμβάνεται στὸ γενεαλογικὸ δένδρο τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ δὲν συνέβαλε καθόλου στὴν γέννηση.
Σὲ προηγούμενη ὁμιλία ἀνέφερα ἤδη μιὰ αἰτία. Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νὰ σᾶς ἐκθέσω καὶ τὴν ἄλλη, ἡ ὁποία εἶναι περισσότερο μυστικὴ καὶ ἀπόρρητη ἀπὸ τὴν προηγούμενη. Ποιά εἶναι αὐτή; Τὸ ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν ἤθελε νὰ ἀποκαλύψει στοὺς Ἰουδαίους, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἡ Ἐκκλησία βρισκόταν στὴν ἀρχὴ τῆς ἱδρύσεώς της, ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἐκ Παρθένου.
Μὴν ταράσσεστε, ὅμως, γιὰ τὸ παράδοξο αὐτοῦ ποὺ λέγεται· διότι δὲν εἶναι δική μου γνώμη, ἀλλὰ τῶν ἀποστολικῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν θαυμαστοὶ καὶ περίφημοι ἄνδρες (Ἀποστολικοί Πατέρες ὀνομάζονται ἱστορικὰ καὶ γραμματολογικὰ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἐκεῖνοι συγγραφεὶς τοῦ 2ου αἰ. π.Χ. Βαρνάβας, Κλήμης ὁ Ρώμης, Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, Πολύκαρπος Σμύρνης, ὁ Ἑρμᾶς καὶ ὁ Παπίας.
Ἔζησαν καὶ ἔδρασαν εὐθὺς μετὰ τοὺς Ἀποστόλους, δηλαδὴ κατὰ τὰ τέλη τοῦ πρώτου αἰῶνα καὶ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ δευτέρου).
Πραγματικά, ἐὰν πολλὰ γεγονότα ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς τὰ παρουσίασε συνεσκιασμένα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅπως ὅταν ὀνόμαζε τὸν ἑαυτό Του «Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου», καὶ δὲν μᾶς φανέρωσε καθαρὰ σὲ κάθε περίπτωση τὴν ἰσότητά Του πρὸς τὸν Πατέρα, γιατί παραξενεύεσαι, ἐὰν καὶ τότε τὸ ἀπέκρυψε αὐτό, οἰκονομῶντας κάποιο θαυμαστὸ καὶ μέγα γεγονός;
«Καὶ ποιό ἦταν ἄξιο θαυμασμοῦ;», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος ἴσως. Τὸ νὰ διασωθεῖ ἡ Παρθένος καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν πονηρὴ ὑποψία.
Διότι, ἐὰν ἀποκαλυπτόταν αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στοὺς Ἰουδαίους, ἀσφαλῶς θὰ θανάτωναν μὲ λιθοβολισμὸ τὴν Παρθένο, κακοποιῶντας την ἐξ αἰτίας τῆς ἀποκαλύψεως αὐτῆς, καὶ θὰ τὴν καταδίκαζαν γιὰ μοιχεία.
Ἐὰν γιὰ ἄλλες πράξεις τοῦ Κυρίου, γιὰ τὶς ὁποῖες πολλὲς φορὲς εἶχαν ἀντίστοιχα παραδείγματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, συμπεριφέρονταν φανερὰ μὲ ἀναίδεια (ἔτσι π.χ. ἐπειδὴ ἐξεδίωκε τοὺς δαίμονες Τὸν ὀνόμαζαν δαιμονισμένο καὶ ἐπειδὴ θεράπευε κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, Τὸν θεωροῦσαν ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ, μολονότι βέβαια πολλὲς φορὲς στὸ παρελθὸν εἶχε καταλυθεῖ ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου) σκέψου τί ὑπάρχει, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ τὸ ὑποστήριζαν, ἐὰν καὶ αὐτὸ ἀποκαλυπτόταν;
Εἶχαν βέβαια ὡς συμπαραστάτη στοὺς ἰσχυρισμούς τους ὁλόκληρο τὸ παρελθόν, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου δὲν εἶχε παρουσιαστεῖ παρόμοιο γεγονὸς πρὶν ἀπὸ αὐτό. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὕστερα ἀκόμη κι ἀπὸ τόσα πολλὰ θαύματα θεωροῦσαν τὸν Ἰησοῦ ὡς υἱὸ τοῦ Ἰωσήφ, πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ πιστεύουν πρὶν κἂν δοῦν θαύματα ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο;
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ γενεαλογεῖται ὁ Ἰωσὴφ καὶ μνηστεύεται τὴν Παρθένο. Ὅταν ὅμως ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἦταν δίκαιος καὶ ἀξιοθαύμαστος ἄνθρωπος, χρειάστηκε πολλὲς ἀποδείξεις, δηλαδὴ καὶ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀγγέλου καὶ τὴν ἀποκάλυψη μέσῳ τῶν ὀνείρων, καθὼς καὶ τὴ μαρτυρία τῶν προφητῶν γιὰ νὰ παραδεχθεῖ τὸ συμβάν, πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ παραδεχθοῦν τὴν ἰδέα αὐτὴ οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν πονηροὶ καὶ διεφθαρμένοι καὶ διέκειντο τόσο ἐχθρικὰ ἀπέναντι στὸν Ἰησοῦ;
Ὁπωσδήποτε θὰ τοὺς ἔφερνε μεγάλη σύγχυση τὸ παράδοξο καὶ πρωτοφανὲς αὐτὸ γεγονὸς καὶ ἀκόμη τὸ ὅτι δὲν εἶχαν, ἔστω καὶ μία προφορικὴ μαρτυρία ἀπὸ τοὺς προγόνους τους ὅτι συνέβη κάτι παρόμοιο στὴν ἐποχή τους.
Ἐκεῖνος, ὅμως, ὁ ὁποῖος μιὰ φορὰ θὰ πίστευε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ διατύπωνε πλέον ἀμφιβολίες γιὰ τὸν τρόπο τῆς γεννήσεως. Ὅποιος ὅμως θεωρεῖ Αὐτὸν πλάνο καὶ ἀσεβῆ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ σκανδαλισθεῖ περισσότερο ἀπὸ τὴ γέννηση καὶ νὰ μὴν ὁδηγηθεῖ πρὸς ἐκείνη τὴν ὑποψία;
Ἑπομένως γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀπόστολοι δὲν διακηρύσσουν ἀμέσως τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς ἐκ Παρθένου γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν ἀρχὴ· μιλοῦν ὡστόσο κυρίως συνεχῶς καὶ ἀναφέρουν πολλὰ γιὰ τὴν ἀνάσταση, ἐπειδὴ ὑπῆρχαν πολλὰ παραδείγματα γι’ αὐτὴν ἀπὸ τὸ παρελθόν, μολονότι, βέβαια, δὲν ἦσαν ἀπολύτως ὅμοια μὲ αὐτή. Τὸ ὅτι ὅμως γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο δὲν τὸ ἀναφέρουν συνεχῶς.
Μὰ οὔτε καὶ ἡ ἴδια ἡ Μητέρα τόλμησε νὰ δώσει δημοσιότητα σὲ αὐτὸ τὸ γεγονός. Κοίταξε, λοιπόν, τί λέγει ἡ Παρθένος καὶ πρὸς τὸν ἴδιο τόν Ἰησοῦ: «Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ ὁ πατήρ σου ἐζητοῦμέν σέ (: Ὁ πατέρας σου καὶ ἐγὼ σὲ ζητούσαμε μὲ μεγάλη ἀνησυχία)» (Λουκ. 2,48).
Συνεπῶς ἐὰν δὲ γινόταν πιστευτὸ αὐτό, δὲν θὰ γινόταν βέβαια πιστευτὸ καὶ ὅτι εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ.
Ἐὰν πάλι, δὲν γινόταν πιστευτὸ αὐτό, θὰ προέκυπταν στὴ συνέχεια καὶ πολλὰ ἄλλα κακὰ (ὅπως π.χ. ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής: «Ἂλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γρὰφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χρὶστὸς ἔρχεται; (: Ἄλλοι ἔλεγαν: "Αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας Χριστός". Ἄλλοι ἔλεγαν: ‘’Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ὁ Μεσσίας· διότι μήπως ὁ Μεσσίας εἶναι νὰ ἔρθει ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; Δὲν εἶπε ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅτι ὁ Μεσσίας Χριστὸς θὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ γένος του Δαβὶδ καὶ ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Βηθλεέμ, ὅπου γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε ὁ Δαβίδ;’’)» (Ιω.7,42)).
Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, οὔτε καὶ οἱ ἄγγελοι ἀνακοινώνουν σὲ ὅλους αὐτό, παρὰ μόνο στὴ Μαρία καὶ τὸν Ἰωσὴφ τὸ ἀποκαλύπτουν, ἐνῷ, ὅταν γνωστοποιοῦσαν τὴ Γέννηση στοὺς ποιμένες, δὲν πρόσθεσαν καὶ τὸ χαρακτηριστικό της αὐτό.
Ἀλλὰ γιὰ ποιά αἰτία, ἐνῷ ὅταν μνημόνευσε τὸν Ἀβραὰμ καὶ ἀνέφερε ὅτι ἀπέκτησε ὡς γιό του τὸν Ἰσαὰκ καὶ ὅτι ὁ Ἰσαὰκ στὴ συνέχεια ἀπέκτησε τὸν Ἰακώβ, δὲν ἀνέφερε καὶ τοὺς ἀδελφούς του (: ἀδερφοί τοῦ Ἀβραὰμ ἦταν ὁ Ναχὼρ καὶ ὁ Ἀαρῶν, ἐνῷ τοῦ Ἰακὼβ αὐτὸς ποὺ παρακάτω ἀναφέρεται, ὁ Ἠσαύ), ἐνῷ ὅταν ἔφθασε στὸν Ἰακώβ, μνημόνευσε καὶ τὸν Ἰούδα καὶ τοὺς ἀδελφούς του;
Μερικοί, λοιπόν, ὑποστηρίζουν ὅτι ἀποσιώπησε τὸν Ἠσαὺ ἐξ αἰτίας τοῦ κακοῦ του χαρακτῆρα καὶ τῶν προηγούμενων πονηρῶν ἐνεργειῶν του.
Ἐγώ, ὅμως, δὲν θὰ δεχθῶ τὴν ἄποψη αὐτὴ· διότι ἐὰν συνέβαινε αὐτό, τότε γιατί λίγο παρακάτω ἀνέφερε τέτοιας χαμηλῆς ἠθικῆς ὑπόστασης γυναῖκες στὴ γενεαλογία Του;
Πραγματικά, ἀπὸ τὰ ἀντίθετα ἀποδεικνύεται ἐδῶ ἡ δόξα τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδή, δὲν δοξάζεται ἐπειδὴ εἶχε μεγάλους προγόνους, ἀλλὰ ἐπειδὴ καταγόταν ἀπὸ μικροὺς καὶ ἀφανεῖς.
Διότι στὸν διάσημο προσδίδει μεγάλη δόξα το νὰ κατορθώσει νὰ ταπεινωθεῖ πάρα πολύ.
Μὰ γιατί λοιπὸν δὲν τοὺς ἀνέφερε; Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι δὲν εἶχαν τίποτε τὸ κοινὸ μὲ τὸ γένος τῶν Ἰσραηλιτῶν, δηλαδὴ οἱ Σαρακηνοί, οἱ Ἰσμαηλίτες καὶ οἱ Ἄραβες καὶ ὅσοι κατάγονταν ἀπὸ τοὺς προγόνους αὐτούς.
Ὥστε γι’ αὐτό τους ἀποσιώπησε, ἀλλὰ σπεύδει νὰ ἀναφέρει τοὺς προγόνους τοῦ Ἰησοῦ καὶ τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ.
Γι’ αὐτὸ λέγει: «Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰούδαν καὶ τὸὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ». Στὸ σημεῖο λοιπὸν αὐτὸ χαρακτηρίζεται τὸ ὑπόλοιπο γένος τῶν Ἰουδαίων.
«Ἰὁύδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ». Τί ἐπιδιώκεις, ἄνθρωπε, ὑπενθυμίζοντας ἱστορία, ἡ ὁποία περιέχει παράνομη συνουσία; Καὶ γιατί τὸ λέγει αὐτό; Ἀσφαλῶς, ἐὰν κάποιος κατέγραψε τὴν γενεαλογία ἀνθρώπου καταγόμενου ἀπὸ ἀσήμαντο γένος, ἦταν φυσικὸ νὰ ἀπέκρυπτε αὐτὰ τὰ γεγονότα.
Τώρα, ὅμως, ποὺ γενεαλογεῖ τὸν Σαρκωθέντα Θεό, ὄχι μόνο δὲν πρέπει νὰ ἀποσιωπᾶ αὐτά, ἀλλὰ ἀντιθέτως, πρέπει νὰ τὰ φέρει στὴ δημοσιότητα, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν πρόνοια καὶ τὴν δύναμη Αὐτοῦ· διότι γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν σκοπὸ κατῆλθε ὁ Κύριος στὴ γῆ, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ ἀποφύγει τὶς δικές μας ἁμαρτίες, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὶς ἐξαφανίσει.
Ὅπως ἀκριβῶς προκαλεῖ τὸν θαυμασμό, ὄχι ἐπειδὴ πέθανε, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὑπέστη σταυρικὸ θάνατο. (Εἶναι, βέβαια, ἐπονείδιστος αὐτὸς ὁ θάνατος, ἀλλὰ ὅσο πιὸ ἐπονείδιστος εἶναι, τόσο πιὸ φιλάνθρωπο ἀποδεικνύει τὸν Ἰησοῦ).
Τὸ ἴδιο εἶναι δυνατὸν νὰ λεχθεῖ καὶ γιὰ τὴ Γέννηση. Δὲν εἶναι, δηλαδή, δίκαιο νὰ θαυμάζουμε Αὐτὸν μόνο ἐπειδὴ περιεβλήθη τὸ σῶμα καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ καταδέχθηκε νὰ ἔχει αὐτοῦ τοῦ εἴδους τοὺς συγγενεῖς, χωρὶς σὲ καμία περίπτωση νὰ αἰσθανθεῖ ντροπὴ γιὰ τὰ δικά μας κακά. Καὶ αὐτὸ τὸ διακήρυσσε ἀπὸ τὴν ἴδια τήν ἀρχὴ τῆς γεννήσεως ὅτι δηλαδή, γιὰ κανένα ἀπὸ τὰ δικά μας δὲν ντρέπεται, διδάσκοντας καὶ ἐμᾶς μὲ τὸ παράδειγμά Του νὰ μὴ νιώθουμε ντροπὴ γιὰ τὴν κακία τῶν προγόνων μας, ἀλλὰ ἕνα μόνο νὰ ἐπιθυμοῦμε διακαῶς, τὴν ἀρετή.
Διότι, ἀφοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζημιωθεῖ ὁ ἐνάρετος ἔστω καὶ ἂν ἡ μητέρα του εἶναι ἀλλόφυλη, ἔστω καὶ ἂν εἶναι πόρνη, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὁτιδήποτε ἄλλο· διότι, ἀφοῦ δὲν εἶναι καθόλου προσβλητικὴ γιὰ τὸν ἴδιο τόν πόρνο ποὺ μετανόησε ἡ προηγούμενη ζωή του, πολὺ περισσότερο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἐνοχλητικὴ γιὰ τὸν ἐνάρετο ἡ ἀνηθικότητα τῶν προγόνων του, ἐπειδὴ ἡ μητέρα του ἦταν πόρνη καὶ μοιχαλίδα. Καὶ τὰ ἔκανε αὐτὰ ὄχι μόνο γιὰ νὰ διδάξει ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δαμάσει τὸν ἐγωισμὸ τῶν Ἰουδαίων. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὶς ψυχικές τους ἀρετὲς καὶ πρόβαλλαν παντοῦ τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἀβραὰμ μὲ τὴν ἐσφαλμένη σκέψη ὅτι μποροῦν νὰ στηρίζονται στὴν ἀρετὴ τῶν προγόνων τους, τοὺς διδάσκει ἐξ ἀρχῆς ὅτι πρέπει νὰ καυχόμαστε ὄχι γιὰ τοὺς προγόνους μας, ἀλλὰ γιὰ τὰ δικά μας κατορθώματα.
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ἐπιδιώκει καὶ κάτι ἄλλο, νὰ δείξει ὅτι ὅλοι εἶναι ἁμαρτωλοί, ἀκόμη καὶ οἱ πρόγονοί τους. Ὁ πατριάρχης τους, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πῆραν καὶ τὸ ἐθνικό τους ὄνομα, εἶναι γνωστὸ ὅτι ὑπέπεσε σὲ μεγάλη ἁμαρτία· διότι παρουσιάζεται ἡ Θάμαρ καὶ τὸν κατηγορεῖ γιὰ τὴν πορνεία του. Καὶ ὁ Δαβὶδ ἐπίσης ἀπέκτησε τὸν Σολομῶντα ἀπὸ γυναῖκα μὲ τὴν ὁποία περιέπεσε στὴν πορνεία, τὴ Βηρσαβεέ. Καὶ ἀφοῦ δὲν κατόρθωσαν οἱ σπουδαῖοι νὰ μὴν παραβοῦν τὸν μωσαϊκὸ νόμο, πολὺ περισσότερο δὲν τὸ κατόρθωσαν οἱ ἀσήμαντοι. Καὶ ἀφοῦ τὸν παρέβαιναν, ἦσαν ἁμαρτωλοὶ ὅλοι καὶ ἦταν ἀναγκαία ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀνέφερε καὶ τοὺς δώδεκα πατριάρχες, γιὰ νὰ ἀμβλύνει πάλι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν ἐγωισμό τους γιὰ τὴν καταγωγὴ τοὺς ἀπὸ σπουδαίους προγόνους· διότι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν γεννηθεῖ ἀπὸ μητέρες δοῦλες. Ἀλλὰ ἡ κοινωνικὴ διαφορὰ τῶν γονέων δὲν ἔγινε αἰτία διαφορᾶς καὶ τῶν παιδιῶν, διότι ἦσαν ὅλοι ἐξίσου καὶ πατριάρχες καὶ φύλαρχοι. Διότι ἡ Ἐκκλησία μας ὑπερέχει σὲ αὐτό. Αὐτὴ ἔχει τὴν πρωτοκαθεδρία γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῆς ἀρετῆς μας, ἐπειδὴ ἔχει ὡς πρότυπο ὅσα συμβαίνουν στοὺς οὐρανούς. Ἑπομένως, ἂν εἶσαι δοῦλος ἢ ἐλεύθερος, δὲν ἔχεις οὔτε κέρδος οὔτε ζημία ἀπὸ αὐτό, ἀλλὰ ὑπάρχει ἕνας ὅρος ἀπαράβατος, ἡ ψυχικὴ διάθεση καὶ ὁ χαρακτῆρας σου.
Ἐκτὸς ἀπὸ ὅσα εἴπαμε, ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἀναφέρει αὐτὴν τὴν ἱστορία. Δὲν ἀνέφερε δηλαδὴ χωρὶς λόγο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Φαρές, καὶ τὸν Ζαρὰ· διότι, ἀφοῦ ἀναφέρει τον Φαρές, ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ γενεαλογοῦσε τὸν Χριστό, δὲ χρειαζόταν καὶ ἦταν περιττὸ νὰ ἀναφέρει καὶ τὸν Ζαρά. Γιατί λοιπὸν τὸν ἀνέφερε; Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τοὺς γεννήσει ἡ Θάμαρ καὶ ἄρχισε ὁ τοκετός, ἔβγαλε πρῶτος τὸ χέρι ὁ Ζαρά. Μόλις τὸ εἶδε ἡ μαμή, τὸ ἔδεσε μὲ κάτι κόκκινο, γιὰ νὰ γνωρίζουν τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ παιδιά. Ἀλλὰ μόλις τὸ ἔδεσε τράβηξε τὸ παιδὶ τὸ χέρι του καὶ μόλις τὸ τράβηξε, προηγήθηκε ὁ Φαρὲς καὶ ἀκολούθησε ὁ Ζαρά. Ὅταν τὰ εἶδε αὐτὰ ἡ μαμή, εἶπε: «Τί διεκόπη διὰ σὲ φραγμός; (: Γιατί ἔφυγε ἀπὸ τὸ μέσο ὁ φραγμὸς τοῦ προηγουμένου ἀδελφοῦ καὶ ἄνοιξε γιὰ σένα ὁ δρόμος;)» (Γέν.38,29). Βλέπεις πόσο παράξενος εἶναι αὐτὸς ὁ ὑπαινιγμός; Καὶ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τυχαία ἡ ἀναγραφή του. Δὲν ἔχει δηλαδὴ σκοπὸ ἡ διήγηση νὰ μᾶς κάνει γνωστὸ τί εἶπε ἡ μαμή. Οὔτε ἔχει σκοπὸ νὰ μᾶς μάθει ὅτι ἔβγαλε πρῶτος τὸ χέρι του ὁ δεύτερος.
Ποιό εἶναι λοιπὸν τὸ βαθύτερο νόημα; Τὴν πρώτη ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα μᾶς τὴ δίνει τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ· διότι Φαρὲς σημαίνει διαίρεση καὶ διακοπή. Τὴ δεύτερη μᾶς τὴ δίνει τὸ ἴδιο τὸ περιστατικό. Διότι δὲν ἦταν φυσικὸ νὰ βγάλει τὸ χέρι του καὶ νὰ τὸ ἀποσύρει πάλι μόλις τὸ ἔδεσαν. Ἡ κίνηση λοιπὸν αὐτὴ δὲν ὀφειλόταν οὔτε σὲ λογικὴ σκέψη οὔτε σὲ φυσικὴ κατάσταση. Ἴσως βέβαια νὰ εἶναι φυσικὸ νὰ προπορευτεῖ τὸ χέρι τοῦ ἑνὸς καὶ νὰ γεννηθεῖ πρῶτος ὁ ἄλλος. Δὲν εἶναι ὅμως σύμφωνο πρὸς ὅσα συμβαίνουν κατὰ τὴ γέννηση νὰ ἀποσύρει τὸ χέρι του καὶ νὰ ἀφήσει τὸν ἄλλο νὰ περάσει. Ἀλλὰ βρισκόταν ἐκεῖ, κοντὰ στὰ παιδιά, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ρύθμιζε ὅσα γίνονταν καὶ σχεδὸν μᾶς ζωγράφιζε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν εἰκόνα ὅσων ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν.
Τί σημαίνουν λοιπὸν αὐτά; Μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐξέτασαν μὲ προσοχὴ αὐτὰ τὰ πράγματα, λένε ὅτι αὐτὰ τὰ παιδιὰ συμβολίζουν τοὺς δύο λαούς. Ἔπειτα λένε ὅτι δὲν παρουσιάστηκε τὸ παιδὶ ὁλόκληρο, ἀλλὰ τὸ χέρι του τεντωμένο, καὶ τὸ ἀπέσυρε μετὰ ἀπὸ λίγο, γιὰ νὰ μάθεις ὅτι ἀκτινοβόλησε πρῶτα ὁ δεύτερος λαὸς μὲ τὸν τρόπο ζωῆς του καὶ ἀκολούθησε ὁ πρῶτος λαός. Γεννήθηκε λοιπὸν ὁ πρῶτος ἀδελφὸς μετὰ τὴ γέννησή του δευτέρου. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τοὺς δύο λαούς. Κατὰ τοὺς χρόνους δηλαδὴ τοῦ Ἀβραάμ (: ὁ Ἀβραὰμ τοποθετεῖται ἱστορικῶς μεταξὺ τοῦ 23ου καὶ 20οῦ π.Χ. Ὁ Μωυσῆς τὸν 13ο αἰ. π.Χ.) ἐμφανίζεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ πολιτεία, ἡ ὁποία ὅμως παρήκμασε ἐν τῷ μεταξὺ καὶ παρουσιάστηκε ὁ ἰουδαϊκὸς λαὸς καὶ ὁ μωσαϊκὸς νόμος καὶ τότε ἔχουμε τὴν ἐμφάνιση ὁλόκληρου τοῦ νέου λαοῦ καὶ τῶν νόμων του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν εἶπε ἡ μαῖα: «Τί διεκόπη διὰ σὲ φραγμός;». Διότι ἦλθε ἐν τῷ μεταξὺ ὁ μωσαϊκὸς νόμος καὶ ἔθεσε φραγμὸ στὸν ἀσύδοτο τρόπο ζωῆς τῶν Ἰσραηλιτῶν.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὀνομάζει πράγματι πολὺ συχνὰ φραγμὸ τὸν νόμο. Καὶ ὁ προφήτης ὁμιλεῖ ὡς ἑξῆς: «Καθεῖλες τὸν φρὰγμὸν αὐτῆς καὶ τρυγῶσιν αὐτὴν πάντες οἱ παραπορευόμενοι τὴν ὁδόν (: Γιατί τώρα γκρέμισες τὸν φράκτη ποὺ ὁλόγυρα τὴν περιέβαλε, τὴν προστασία σου, ὥστε ὅλοι οἱ διερχόμενοι ἀπὸ τὴν ὁδὸ διαβάτες νὰ τρυγοῦν τοὺς καρπούς της;)» (Ψαλμ.79,13). Καὶ «φρὰγμὸν περιέθηκα (: ἔστησα ὁλόγυρα φράκτη)»[Ησ.5,2]. Καὶ ὁ Παῦλος: «Αὐτὸς γὰρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας(:διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη ὅλων μας, ὁ ὁποῖος τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸν Ἐθνισμό, τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους αὐτοὺς κόσμους, τοὺς ἔκανε ἕνα. Αὐτὸς γκρέμισε καὶ κατέλυσε τὸν τοῖχο ποὺ δημιουργοῦσε ὁ φραγμὸς τοῦ νόμου ποὺ ὀρθωνόταν ἀνάμεσα στοὺς δύο λαοὺς καὶ τοὺς χώριζε)» (Εφ.2,14).
Ἄλλοι πάλι λένε ὅτι μὲ τὴ φράση «τί διεκόπη διὰ σὲ φραγμός;» γίνεται ὑπαινιγμὸς γιὰ τὸν νέο λαὸ· διότι Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἦλθε καὶ κατάργησε τὸν νόμο.
Βλέπεις ὅτι δὲν εἶναι λίγοι καὶ ἀσήμαντοι οἱ λόγοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ἀναφέρει τὴ Ρούθ (: ἡ Ροὺθ ἦταν Μωαβίτισσα. Ἡ παροχὴ βοήθειας ἀπὸ αὐτὴν στοὺς Ἰσραηλῖτες κατασκόπους θεωρήθηκε ὡς ἀναγνώριση καὶ ὑποταγὴ τῶν εἰδωλολατρῶν στὸ θέλημα τοῦ ἑνὸς καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ τῶν Ἰσραηλιτῶν) καὶ τὴ Ραάβ, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ πρώτη ἦταν ἀπὸ ἄλλη φυλὴ καὶ ἡ δεύτερη ἦταν πόρνη, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖς ὅτι ἦλθε γιὰ νὰ ἐξαλείψει ὅλες τὶς κακίες μας· διότι ἦρθε γιὰ νὰ διαδραματίσει ρόλο ἰατροῦ καὶ ὄχι δικαστοῦ. Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνοι πῆραν πόρνες γιὰ γυναῖκες τους, ἔτσι πῆρε καὶ ὁ Θεὸς καὶ προστάτεψε τὴν ἀνθρωπότητα, ποὺ εἶχε γίνει πόρνη καὶ ἀνήθικη. Μερικοὶ προφῆτες μάλιστα λένε ὅτι αὐτὸ ἔγινε παλιότερα στὴν ἐκκλησία τῶν Ἰσραηλιτῶν, τὴ συναγωγή. Ἀλλὰ ἐκείνη ἀποδείχτηκε ἀχάριστη πρὸς τὸν προστάτη της. Ἡ Ἐκκλησία μας ἀντίθετα ἀπαλλάχτηκε ὁριστικὰ ἀπὸ τὶς προγονικὲς ἁμαρτίες καὶ παραμένει ἀκλόνητα πιστὴ στὸν Νυμφίο της.
Πρόσεξε λοιπὸν ὅτι, ὅσα συνέβησαν μὲ τὴν Ρούθ, εἶναι ὅμοια μὲ τὰ δικά μας. Ἐκείνη δηλαδὴ ἦταν ἀλλόφυλη καὶ εἶχε καταντήσει πολὺ πτωχή. Ὅταν τὴν εἶδε ὅμως ὁ Βοόζ, δὲν ἔλαβε ὑπόψη τὴν ἀνέχειά της οὔτε θεώρησε ἀποκρουστικὴ τὴν καταγωγή της. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ Χριστός, ἂν καὶ βρῆκε τὴν Ἐκκλησία ἀλλόφυλη, εἰδωλολατρικὴ δηλαδή, καὶ σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, τὴν ἔκανε μέτοχο τῶν μεγάλων Τοῦ ἀγαθῶν. Ἀλλὰ ὅπως δὲ θὰ ἔκανε αὐτὸν τὸν ἐπιτυχημένο γάμο ἡ Ρούθ, ἂν δὲν ἐγκατέλειπε προηγουμένως τὸν πατέρα της καὶ δὲν ντρόπιαζε τὴν πατρική της οἰκογένεια καὶ τοὺς ὁμοφύλους καὶ τὴν πατρίδα καὶ τοὺς συγγενεῖς της, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸν Νυμφίο της, ἐπειδὴ ἐγκατέλειψε τὴν νοοτροπία τῶν προγόνων μας.
Αὐτὸ ἀκριβῶς τῆς λέγει καὶ ὁ προφήτης Δαβὶδ ἀπευθυνόμενος πρὸς αὐτήν: «Ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου(:λησμόνησε ἐντελῶς τὸν λαό, στὸν ὁποῖον μέχρι τώρα ἀνῆκες, καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν πατρικό σου οἶκο. Τότε ὁ βασιλέας Νυμφίος σου θὰ ἀγαπήσει τὸ κάλλος σου)» (Ψαλμ.44,11-12). Αὐτὸ ἔκανε καὶ ἡ Ρούθ. Γιὰ τοῦτο ἔγινε μητέρα βασιλέων, ὅπως ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία μας· διότι ἀπὸ τὴ Ροὺθ κατάγεται ὁ Δαβίδ. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἤθελε ὁ Ματθαῖος νὰ τοὺς φιλοτιμήσει καὶ νὰ τοὺς πείσει νὰ μὴν εἶναι ἐγωιστές, περιέλαβε στὴ γενεαλογία ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα καὶ ἀνέφερε τὶς γυναῖκες αὐτές. Ἡ Ροὺθ λοιπὸν γέννησε ἔμμεσα τὸν μέγα βασιλέα Δαβίδ, ὁ ὁποῖος δὲν αἰσθάνεται καμία ντροπὴ γι' αὐτό.
Εἶναι λοιπὸν σφάλμα, εἶναι μεγάλο σφάλμα νὰ θεωρεῖται κανεὶς ἠθικὸς ἢ ἀνήθικος, ἀσήμαντος ἢ σημαντικὸς ἐξ αἰτίας τῆς ἀρετῆς ἢ τῶν ἐλαττωμάτων τῶν προγόνων του, ἀλλά- ἂς πῶ κάτι ποὺ θὰ θεωρηθεῖ πολὺ παράξενο- ἀκτινοβολεῖ περισσότερο ὅποιος δὲν κατάγεται ἀπὸ λαμπροὺς προγόνους, ἀλλὰ εἶναι ἐνάρετος ὁ ἴδιος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν πρέπει ἀσφαλῶς νὰ καμαρώνει κανεὶς γιὰ τὴν καταγωγή του, ἀλλά, ἀφοῦ λάβει ὑπόψη του τοὺς προγόνους τοῦ Κυρίου, ἂς ἀποβάλει κάθε ἐγωισμὸ καὶ ἂς ὑπερηφανεύεται γιὰ τὰ δικά του κατορθώματα. Μᾶλλον ὅμως ἂς μὴν ὑπερηφανεύεται οὔτε γιὰ αὐτά. Διότι αὐτὴ ἡ νοοτροπία ἔφερε τὸν Φαρισαῖο σὲ κατώτερη θέση ἀπὸ τὸν τελώνη. Ἂν θέλεις λοιπὸν νὰ θεωρηθεῖ μεγάλο τὸ κατόρθωμά σου, μὴν ὑπερηφανεύεσαι γιὰ αὐτό. Ἔτσι θὰ ἀποδείξεις ὅτι εἶναι μεγαλύτερο. Μὴ νομίσεις ὅτι ἔκανες κάτι καὶ ἐξάντλησες ὅλες σου τὶς δυνατότητες· διότι ἂν ὅταν εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴ συνειδητοποιήσαμε τὴν πραγματική μας κατάσταση, γινόμαστε ἐνάρετοι, ὅπως ἀκριβῶς συνειδητοποίησε καὶ ὁ τελώνης, πόσο μᾶλλον θὰ συμβεῖ αὐτό, ἂν εἴμαστε ἐνάρετοι καὶ θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς;
Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ ταπεινοφροσύνη μᾶς μεταβάλλει ἀπὸ ἁμαρτωλοὺς σὲ ἐνάρετους- ἂν καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ταπεινοφροσύνη, ἀλλὰ εὐγνωμοσύνη-, ἀφοῦ λοιπὸν ἡ εὐγνωμοσύνη ἔχει τόση ἐπίδραση ἐπὶ τῶν ἁμαρτωλῶν, σκέψου πόσο μπορεῖ νὰ ἐπιδράσει ἡ ταπεινοφροσύνη ἐπὶ τῶν ἐναρέτων. Μὴν καταστρέψεις λοιπὸν τοὺς κόπους σου, μὴν ἀχρηστεύσεις τοὺς ἱδρῶτες σου, μὴν τρέχεις ἄδικα, ἀφοῦ μετὰ ἀπὸ πάρα πολλὰ τρεχάματα σπαταλᾶς ἄδικα τοὺς κόπους σου· διότι ὁ Κύριος γνωρίζει καλύτερα καὶ ἀπὸ ἐσένα τὰ κατορθώματά σου. Καὶ δὲν παραλείπει νὰ ἀμείψει οὔτε καὶ ἕνα ποτήρι κρύο νερὸ ποὺ προσφέρεις. Ἂν δώσεις ἔστω καὶ μία δραχμή, ἂν ἀναστενάζεις ἁπλῶς, θὰ τὸ δεχτεῖ μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση καὶ θὰ τὸ λάβει ὑπόψη Του καὶ θὰ σὲ ἀμείψει γενναῖα γιὰ αὐτό.
Γιατί διηγεῖσαι τὰ κατορθώματά σου καὶ μᾶς τὰ προβάλλεις κάθε στιγμή; Δὲν γνωρίζεις ὅτι δὲν θὰ σὲ ἐπαινέσει ὁ Θεὸς ἂν ἐπαινεῖς συνεχῶς τὸν ἑαυτό σου; Ὅπως δὲν θὰ πάψει νὰ σὲ ἐπαινεῖ ἀσφαλῶς ἐνώπιον ὅλων, ἂν ἐλεεινολογεῖς τὸν ἑαυτό σου· διότι δὲν θέλει βεβαίως νὰ μειώσει τὴν ἀξία τῶν προγόνων σου. Τί λέω δὲν θέλει νὰ μειώσει τὴν ἀξία τους; Εἶναι βέβαιο ὅτι κάνει τὸ πᾶν καὶ φροντίζει νὰ σὲ ἀμείψει γενναῖα καὶ γιὰ τὸ παραμικρὸ καὶ ἐπιζητεῖ νὰ βρεῖ κάποια ἀφορμή, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση.
«Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες (: Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν παραπάνω κατάλογο, ὅλες οἱ γενιὲς ποὺ ἔζησαν ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τον Δαβίδ, ὅπως ἀριθμοῦνται ἀπὸ τοὺς συντάκτες τοῦ καταλόγου, εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις· καὶ οἱ γενιὲς ἀπὸ τὸν Δαβὶδ μέχρι τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι μεταφέρθηκαν ὡς αἰχμάλωτοι στὴ Βαβυλῶνα εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις· καὶ οἱ γενιὲς ποὺ ἔζησαν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι μεταφέρθηκαν στὴ Βαβυλῶνα μέχρι τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις)» (Ματθ.1,17).
Σὲ τρεῖς ὁμάδες διέκρινε ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅλες τὶς γενιές, διότι ἤθελε νὰ δείξει ὅτι δὲν βελτιώθηκαν οὔτε μὲ τὶς ἀλλαγὲς τῆς πολιτειακῆς τους καταστάσεως, ἀλλὰ διατήρησαν τὰ ἴδια ἐλαττώματα καὶ μὲ τὸ ἀριστοκρατικὸ πολίτευμα καὶ μὲ τὴ βασιλεία καὶ μὲ τὸ ὀλιγαρχικό. Καὶ ὅτι δὲν ἔγιναν περισσότερο ἐνάρετοι οὔτε ὑπὸ τὴν ἡγεσία μεγάλων ἀρχηγῶν οὔτε ἱερέων οὔτε βασιλέων.
Ἀλλὰ γιατί παρέλειψε τρεῖς βασιλεῖς στὴ μεσαία ὁμάδα καὶ γιατί εἶπε ὅτι εἶναι δεκατέσσερις οἱ γενιὲς τῆς τελευταίας ἀφοῦ ἀναφέρει δώδεκα;
Τὸ πρῶτο ζήτημα ἀφήνω νὰ τὸ ἐρευνήσετε ἐσεῖς· διότι δὲν εἶναι σκόπιμο νὰ σᾶς ἑρμηνεύονται τὰ πάντα, γιὰ νὰ μὴ γίνετε ἀδιάφοροι γιὰ τὴν προσωπικὴ ἔρευνα. Μᾶλλον ὅμως θὰ σᾶς δώσω τὴν ἀπάντηση καὶ στὸ πρῶτο πρόβλημα, ὥστε νὰ μὴ συναντᾶτε δυσκολίες κατὰ τὴν ἔρευνα, διότι ἡ ἔρευνα ἔχει νὰ μᾶς ἀποδείξει κάτι βαθύ. Γιὰ ποιό λόγο, λοιπόν, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν ἐποχή του Δαβὶδ μέχρι τοὺς χρόνους τοῦ Ἰεχονίου καὶ τῆς βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας βασίλευσαν δεκαεπτὰ βασιλιᾶδες, ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι εἶναι δεκατέσσερις γενεές;
Ἐὰν βέβαια εἶχε ὡς ἔργο του νὰ ἀναγράψει τὶς διαδοχὲς τῶν βασιλέων, ἴσως δικαιολογημένα θὰ τὸν κατηγοροῦσε κανεὶς ὅτι παραποιεῖ τὴ σειρὰ τῶν βασιλέων· διότι ἐνῷ σύμφωνα μὲ τὰ βιβλία τῶν Βασιλειῶν καὶ τῶν Παραλειπομένων ὕστερα ἀπὸ τὸν Ἰωρὰμ τὸν υἱὸ τοῦ Ἰωσαφάτ, βασίλευσαν τρία πρόσωπα, ὁ Ὀζίας, ὁ Ἰωάθαμ καὶ ὁ Ἄχαζ, ὁ εὐαγγελιστὴς ὅμως ἀφοῦ παρέλειψε τοὺς τρεῖς πρώτους, ποὺ βασίλευσαν μετὰ τὸν υἱὸ τοῦ Ἰωσαφὰτ Ἰωράμ, συνδέει πρὸς αὐτόν τον Ὀζία, τὸν Ἰωάθαμ καὶ τὸν Ἄχαζ, ἀποσιωπῶντας τοὺς τρεῖς ἀναφερθέντες ἐνδιάμεσους. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐπειδὴ σκοπός του δὲν ἦταν νὰ παρουσιάσει τὴ σειρὰ τῶν βασιλέων, διότι τότε θὰ ἔπρεπε νὰ κατηγορούσαμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου ὡς ἐσφαλμένο.
Ὅμως δὲν θέλησε νὰ παρουσιάσει τὴν διαδοχὴ τῶν βασιλέων, ἀλλὰ νὰ ἀριθμήσει τοὺς προγόνους· διότι αὐτὸ θέλει, ὅταν λέγει: «Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες (: Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν παραπάνω κατάλογο, ὅλες οἱ γενιὲς ποὺ ἔζησαν ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τον Δαβίδ, ὅπως ἀριθμοῦνται ἀπὸ τοὺς συντάκτες τοῦ καταλόγου, εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις· καὶ οἱ γενιὲς ἀπὸ τὸν Δαβὶδ μέχρι τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι μεταφέρθηκαν ὡς αἰχμάλωτοι στὴ Βαβυλῶνα εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις· καὶ οἱ γενιὲς ποὺ ἔζησαν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι μεταφέρθηκαν στὴ Βαβυλῶνα μέχρι τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις)» (Ματθ.1,17).
Ἀλλὰ δὲν εἶναι δεκατέσσερις διαδοχικοὶ βασιλεῖς. Συνεπῶς, δίκαια ἀπαλλάσσεται ἀπὸ κάθε κατηγορία. Ἐπειδὴ ὅμως μερικοὶ νομίζουν ὅτι μποροῦσε νὰ τὶς ὀνομάσει καὶ διαδοχὲς καὶ νὰ γράψει ὡς ἑξῆς· «ὅλες λοιπὸν οἱ γενεὲς ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τον Δαβὶδ εἶναι διαδοχὲς δεκατέσσερις καὶ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία στὴ Βαβυλῶνα γενεὲς δεκατέσσερις», ἐὰν βέβαια, τὸ ἔλεγε αὐτό, τότε τὸ καθετὶ θὰ λεγόταν δικαιολογημένα. Ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ ἐλεγχθεῖ ὅτι παραχαράσσει τὴν ἱστορία. Τώρα ὅμως, ὅπως προεῖπα, ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ παρουσιάσει τὶς γενεὲς καὶ ὄχι τὶς διαδοχές. Ἐνῷ λοιπὸν στὰ βιβλία τῶν Βασιλειῶν καὶ τῶν Παραλειπομένων ἱστοροῦνται οἱ διαδοχὲς τῶν βασιλέων καὶ ὄχι οἱ γενεές, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἀντίθεση μεταξὺ αὐτῶν καὶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ.
«Γενεὰ» δὲν μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε τὸν χρόνο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς συμβαίνει μερικοὶ νὰ ζήσουν λίγο χρόνο καὶ νὰ πεθάνουν πρὶν ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία. Ἄλλοι πάλι φτάνουν μέχρι τὴν ἡλικία τοῦ παιδιοῦ, ἄλλοι στὴν ἐφηβικὴ ἡλικία καὶ ἄλλοι γίνονται ἄνδρες. Τέλος ἄλλοι φτάνουν σὲ βαθὺ γῆρας. Ποιά λοιπὸν θὰ θεωρήσει κανεὶς ὡς γενεά, ὅταν ὁ ἕνας, ἐπὶ παραδείγματι, φτάνει μέχρι τὸ δέκατο ἔτος τῆς ἡλικίας του, ἄλλος μέχρι τὸ εἰκοστό, ἄλλος μέχρι τὸ πεντηκοστό, ἄλλος μέχρι τὸ ἑβδομηκοστὸ καὶ ἄλλος ὑπερβαίνει καὶ τὸ ἑκατοστό; Καὶ αὐτὸ δὲν παρατηρεῖται μόνο στοὺς παλαιούς, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐποχή μας. Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ ὀνομάζουμε τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου γενεά;
Ἀλλὰ δὲν μποροῦμε πάλι, νὰ ὀνομάσουμε γενεὰ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ φτάνει μέχρι τῆς ἀπόκτησης τέκνων, διότι ἄλλοι μὲν νυμφεύτηκαν καὶ ἀπέκτησαν τέκνα προτοῦ νὰ γίνουν εἴκοσι ἐτῶν, ἐνῷ ἄλλοι, ὅταν ὑπερέβησαν τὰ τριάντα. Καὶ μεταξὺ τῶν συνομηλίκων μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ ὅτι ἄλλοι μὲν ἀπέκτησαν μόνο ἕνα παιδί, ἄλλοι πάλι ἀπέκτησαν τέσσερα, ὥστε νὰ δοῦν τοὺς ἐγγονούς τους στὰ πενῆντα ἔτη τους, ἐνῷ ἄλλοι στὰ ἑβδομῆντα τους δὲν εἶδαν κανένα παιδί.
Πῶς πρέπει συνεπῶς νὰ ἀριθμήσουμε τὶς γενεές; Μὲ βάση αὐτοὺς ποὺ ζοῦν πολλὰ χρόνια ἢ μὲ βάση αὐτοὺς ποὺ ζοῦν λίγα χρόνια; Μὲ βάση αὐτοὺς ποὺ ἀποκτοῦν ἀμέσως παιδιὰ ἢ μὲ βάση αὐτοὺς ποὺ καθυστεροῦν νὰ τεκνοποιήσουν; Μὲ βάση ἐκείνους ποὺ βλέπουν μόνο τὰ πρῶτα παιδιὰ ἢ μὲ βάση ἐκείνους ποὺ ἀντικρίζουν πολλὲς γενεές;
Ὅταν λοιπὸν ἐξεταστοῦν αὐτὰ κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο βλέπουμε ὅτι ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, ἐπειδὴ δὲν σκόπευε νὰ ἐκθέσει τὶς διαδοχὲς τῶν βασιλέων, ἀλλὰ τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων, δὲν ἔδωσε μεγάλη σημασία στὴ σειρὰ τῶν βασιλέων, ὅπως ὑπάρχει στὴν ἱστορία, ἀλλὰ ἀριθμῶντας ὅπως αὐτὸς γνωρίζει, παίρνει τόσους βασιλεῖς, ὅσοι τοῦ ἦσαν ἀρκετοὶ γιὰ νὰ συμπληρώσει τις δεκατέσσερις γενεές. Ἔτσι, διατηρεῖται πλήρης ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν καὶ καθόλου δὲν ἀντιφάσκει πρὸς τὶς εἰδήσεις τῆς ἱστορίας. Ἡ πρώτη ἀπορία λύθηκε πλέον.
Πρέπει ὅμως νὰ μιλήσω καὶ γιὰ τὸ δεύτερο πρόβλημα. Γιατί, ἐνῷ οἱ ἀναφερόμενοι ἀπὸ τὸν Ἰεχονία μέχρι τὸν Ἰωσὴφ εἶναι δώδεκα, λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι εἶναι γενεὲς δεκατέσσερις; Γιὰ τὴν ἴδια αἰτία. Διότι, ὅπως εἶπα, δὲν ἤθελε νὰ ἀναγράφει διαδοχὲς ἀλλὰ γενεές. Συμβαίνει ὅμως πολλὲς φορὲς στοὺς μακρόβιους καὶ τοὺς πολυχρόνιους ἀνθρώπους νὰ γίνονται λίγες διαδοχὲς ἀνδρῶν, ἐνῷ οἱ γενεὲς εἶναι πλήρεις. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν σκέψη αὐτή, ἐνῷ ἀπὸ τὸν Δαβὶδ μέχρι τὴν αἰχμαλωσία τῆς Βαβυλώνας ἀναφέρονται περισσότεροι στὶς διαδοχές, οἱ γενεές, ὅμως, ἦσαν λιγότερες. Διότι σὲ δεκαεπτὰ διαδοχὲς ἀνδρῶν ἀναφέρθηκαν δεκατέσσερις γενεές. Κατὰ τὸν ἴδιο συλλογισμό, συνεπῶς, καὶ τώρα σὲ δώδεκα γενεὲς ἀνδρῶν συμπληρώνονται οἱ δεκατέσσερις γενεές, ἐπειδὴ ὅπως εἶναι φυσικό, οἱ δώδεκα ἦσαν πιὸ μακρόβιοι καὶ πολυχρόνιοι καὶ ἦσαν ἀρκετοὶ γιὰ νὰ συμπληρωθοῦν οἱ δεκατέσσερις γενεές. Μιὰ ἀπάντηση λοιπὸν στὸ πρόβλημα αὐτὸ εἶναι αὐτή.
Ἀλλὰ καὶ σύμφωνα μὲ ἄλλο συλλογισμὸ θὰ μποροῦσες νὰ ἐρευνήσεις καὶ ἐδῶ νὰ βρεῖς δεκατέσσερις ἄνδρες ἀναφερόμενους καὶ στὴν παροῦσα διαδοχὴ· σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορία, ἐὰν στοὺς δώδεκα συναριθμήσεις καὶ τὸν ἴδιο τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος θεωρήθηκε υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ. Θὰ μποροῦσες ἐπίσης νὰ προσθέσεις σὲ αὐτοὺς καὶ τὸν Ἰεχονία, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὴ Βαβυλῶνα, καὶ ὄχι ἐκεῖνον ποὺ βασίλευσε στὴν Ἱερουσαλὴμ πρὶν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία· διότι ὑπῆρξαν δύο ἄντρες ποὺ εἶχαν τὸ ὄνομα Ἰωακεὶμ μετά τον Ἰωσία, ὁ υἱός του Ἰωσίου, ὁ ὁποῖος τὸν διαδέχτηκε στὴ βασιλεία τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ υἱὸς αὐτοῦ, δεύτερος Ἰωακείμ. Αὐτοὶ ὀνομάστηκαν καὶ Ἰεχονίας, ὅταν ἐξελληνίστηκε τὸ ὄνομά τους. Ὁ πρῶτος λοιπὸν Ἰωακείμ, ποὺ κι αὐτὸς λεγόταν καὶ Ἰεχονίας, ἦταν υἱὸς τοῦ πρώτου Ἰεχονίου καὶ ἐγγονός του Ἰωσίου, ἐὰν ὑπολογιστεῖ σὲ ὅσους γενεαλογοῦνται μετὰ τὴν αἰχμαλωσία μέχρι τοῦ Χριστοῦ, τότε, θὰ μᾶς δώσει πλήρη τὸν ἀριθμὸ τῶν δεκατεσσάρων γενεῶν.
Τὸ ὅτι ὑπῆρξαν δύο Ἰωακεὶμ θὰ τὸ μαρτυρήσει τὸ βιβλίο τῶν Βασιλειῶν, τὸ ὁποῖο λέγει τὰ ἑξῆς: «Καὶ ἐβασίλευσε φαραὼ Νεχαὼ ἐπ᾿ αὐτοὺς τὸν Ἐλιακὶμ υἱὸν Ἰωσίου βασιλέως Ἰούδα ἀντὶ Ἰωσίου τοῦ πὰτρὸς αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰὠακεὶμ· καὶ τὸν Ἰωάχαζ ἔλαβε καὶ εἰσήνεγκεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ (: Ὁ βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου ὁ Νεχαὼ ἐνθρόνισε ὡς βασιλέα στὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα τὸν Ἐλιακίμ, ἄλλο υἱό του Ἰωσίου, ἀντὶ τοῦ Ἰωσίου τοῦ πατρός του. Ὁ Νεχαὼ ἄλλαξε τὸ ὄνομα τοῦ Ἐλιακὶμ σὲ Ἰωακείμ. Τὸν δὲ Ἰωάχαζ πῆρε καὶ μετέφερε στὴν Αἴγυπτο, ὅπου καὶ πέθανε ὁ Ἰωάχαζ)» (Δ΄Βασ. 23,34). Στὴ συνέχεια λέγει ὅτι αὐτὸς πέθανε καὶ ἐνταφιάστηκε μὲ τοὺς πατέρες του. Ἔπειτα, λέγει, ὅτι βασίλευσε ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωακείμ. Κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς βασιλείας του, τοῦ ἐπιτέθηκε ὁ Ναβουχοδονόσορας ὁ βασιλέας τῆς Βαβυλώνας στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ πολιόρκησε αὐτὴν καὶ ἀφοῦ τὴν κυρίευσε, μετέφερε καὶ τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τοὺς ἄλλους στὴ Βαβυλῶνα. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ δεύτερος Ἰωακείμ, ποὺ ἀπὸ τὸν προφήτη Ἰερεμία ἔχει ὀνομαστεῖ Ἰεχονίας, ἦταν ἐγγονὸς καὶ ὄχι υἱός του Ἰωσίου. Γι' αὐτὸ τὸν λόγο δικαιολογημένα ἂς ὑπολογιστεῖ στὴν τρίτη γενεαλογία τῶν δεκατεσσάρων γενεῶν ἀπὸ τὸν Ἰεχονία μέχρι τὸν Χριστό, ἐνῷ ὁ πατέρας του, ἐπειδὴ ἦταν υἱός του Ἰωσίου, ἂς ἀριθμηθεῖ στὶς προηγούμενες γενεές. Ἔτσι, συμπληρώνεται ὁ ἀριθμὸς τῶν δεκατεσσάρων τελευταίων γενεῶν· διότι σὲ αὐτές, νομίζω, ὅτι ὑπολογίζει καὶ τὸν χρόνο τῆς αἰχμαλωσίας.
Θὰ σᾶς μιλήσω λοιπὸν καὶ γιὰ τὸ δεύτερο. Νομίζω ὅτι στὸ σημεῖο αὐτὸ ὑπολογίζει ὡς μία γενεὰ τὸν χρόνο τῆς αἰχμαλωσίας (ὁ Ναβουχοδονόσωρ ὁ Β΄, ὁ ὁποῖος βασίλευσε γιὰ 43 ἔτη (604-561 π. Χ.), ἐκστράτευσε ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ, τὴν κυρίευσε, τὴν κατέσκαψε καὶ ἐξανδραπόδισε τοὺς κατοίκους] καὶ ὡς ἄλλη τὸν ἴδιο τόν Χριστὸ καὶ ἔτσι Τὸν συνδέει στενότατα μὲ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Ὀρθὰ ἐπίσης ὑπενθυμίζει καὶ τὴν αἰχμαλωσία ἐκείνη καὶ ὑποδηλώνει ὅτι δὲ συνετίστηκαν ἀκόμη καὶ τότε ποὺ ἐξέπεσαν στὴν κατάσταση ἐκείνη. Ἑπομένως ὅλα ἀποδεικνύουν ὅτι ἦταν ἀνάγκη νὰ ἔλθει στὸν κόσμο ὁ Χριστός.
Τίθεται τὸ ἐρώτημα: Γιατί λοιπὸν δὲν κάνει τὸ ἴδιο καὶ ὁ Μᾶρκος καὶ δὲν ἀναφέρει τὴ γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐκθέτει μὲ συντομία τὰ πάντα; Νομίζω ὅτι ὁ Ματθαῖος ἄρχισε τὸ ἔργο του πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ τὴ γενεαλογία ἀναφέρει μὲ ἀκρίβεια καὶ τὰ σημαντικότερα ἐκθέτει μὲ λεπτομερέστερο τρόπο. Ὁ Μᾶρκος ἔγραψε μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον, γι’ αὐτὸ ἀκολούθησε συντομότερη ὁδό, διότι ἦσαν πολλὰ ὅσα εἶχαν γραφεῖ καὶ εἶχαν γίνει μέχρι τότε.
Σὲ αὐτὰ ἐπιπλέον ἔδινε μεγαλύτερη σημασία ὁ ἰουδαϊκὸς λαός. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἦταν ἑπόμενο νὰ ἔχουμε διαφορετικὸ προοίμιο στὸν καθένα. Καὶ ἂν ἔγιναν θαύματα σὲ διάφορες ἐποχὲς ἔγιναν γιὰ τοὺς βαρβάρους, γιὰ νὰ πιστέψουν πολλοὶ καὶ γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅποτε τοὺς πέταξαν οἱ ἐχθροί, νόμισαν ὅτι αὐτὸ συνέβη, διότι οἱ θεοὶ ἐκείνων ἦταν ἰσχυροί. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη στὴν Αἴγυπτο καὶ γι' αὐτὸ δημιουργήθηκε ἐκεῖ μεγάλη σύγχυση. Καὶ ἀργότερα στὴ Βαβυλῶνα, ὅπου τὰ σχετικὰ μὲ τὴν κάμινο καὶ τὰ ὄνειρα τοῦ Ναβουχοδονόσορα. Ἔγιναν ἀκόμη θαύματα καὶ ὅταν ἦταν μόνοι τους στὴν ἔρημο, ὅπως ἔγιναν καὶ μετὰ τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου· διότι καὶ στὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἔγιναν πολλὰ θαύματα, ὅταν ἀπομακρυνόμασταν ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Ἔπειτα σταμάτησαν, ἐπειδὴ ἔπεσε παντοῦ ὁ σπόρος τῆς εὐσέβειας. Καὶ ἂν ἔγιναν, ἔγιναν λίγα καὶ σποραδικά, ὅπως π.χ. ὅταν σταμάτησε ὁ ἥλιος νὰ φωτίζει ἐξ αἰτίας τρομερῶν γεγονότων.
Τότε γιατί ὁ Λουκᾶς παραθέτει τὴ γενεαλογία καὶ μάλιστα μὲ περισσότερα στοιχεῖα; Ἀφοῦ ὁ Ματθαῖος προετοίμασε τὸν δρόμο, ἐπιθυμεῖ καὶ ὁ Λουκᾶς νὰ μᾶς διδάξει κάτι περισσότερο.
Πέραν αὐτῶν, ὁ κάθε εὐαγγελιστὴς μιμήθηκε τὸν διδάσκαλό Του. Δηλαδὴ ὁ μὲν Λουκᾶς μιμήθηκε τὸν Παῦλο, τοῦ ὁποίου ὁ λόγος ἔρεε πλουσιότερος καὶ ταχύτερος τῶν ποταμῶν, ὁ δὲ Μᾶρκος τὸν Πέτρο, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε τὴ βραχυλογία.
Ἀλλὰ γιὰ ποιό λόγο ὁ Ματθαῖος δὲν πρόσθεσε στὴν ἀρχὴ τῆς ἀφηγήσεώς του, ὅπως ὁ προφήτης, τὴν φράση: «Ὅρασις, ἣν εἶδεν Ἡσαΐας(:Αποκαλυπτικά ὁράματα, τὰ ὁποῖα ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ εἶδε καὶ ἄκουσε ὁ Ἠσαΐας)» (Ησ.1,1) ἤ «Ἀκούσατε τὸν λόγον τοῦτον, ὃν ἐλάλησε Κύριος (: Ἀκούσατε αὐτὸν τὸν λόγο, τὸν ὁποῖο εἶπε ὁ Κύριος)»[Αμ.3,1], ὅπως ἔκαναν οἱ προφῆτες; Διότι ἔγραφε πρὸς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι κατέχονταν ἀπὸ αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του καὶ τὸν πρόσεχαν πάρα πολύ.
Ἐξάλλου, καὶ τὰ περιεχόμενα στὸ Εὐαγγέλιο θαύματα μαρτυροῦσαν τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων Του καὶ οἱ ἀναγνῶστες ἦσαν πολὺ σταθεροὶ στὴν πίστη. Ἀντίθετα, στὴν ἐποχὴ τῶν προφητῶν δὲν πραγματοποιοῦνταν τόσο πολλὰ θαύματα, γιὰ νὰ ἀποδεικνύουν τὴν ἀξιοπιστία τους καὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ ἤκμασε ἡ τάξη τῶν ψευδοπροφητῶν, τοὺς ὁποίους καὶ πρόσεχε περισσότερο ὁ ἰουδαϊκὸς λαός. Συνεπῶς, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἦσαν ἀναγκαῖα τὰ προοίμια αὐτοῦ τοῦ εἴδους στοὺς προφῆτες. Βέβαια, μερικὲς φορές, ἔγιναν καὶ θαύματα, ἀλλὰ αὐτὰ συνέβησαν γιὰ τοὺς βαρβάρους, γιὰ νὰ πολλαπλασιαστοῦν οἱ προσήλυτοι καὶ νὰ ἀποδειχτεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ὅσες φορὲς δηλαδὴ αἰχμαλωτίστηκαν καὶ πίστεψαν οἱ ἀντίπαλοί τους ὅτι τοὺς νίκησαν, ἐπειδὴ τάχα οἱ θεοί τους ἦσαν ἰσχυροί, ὅπως συνέβη στὴν Αἴγυπτο ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναχώρησε πολὺς λαὸς ἀνάμεικτος καὶ στὴ συνέχεια στὴ Βαβυλῶνα μὲ τὰ περιστατικὰ τῆς καμίνου καὶ τῶν ὀνείρων (βλ. βιβλίο τοῦ Δανιήλ). Ἐπίσης ἔγιναν θαύματα καὶ στὴν ἔρημο ὅταν ἦσαν μόνοι τους, ἀλλὰ καὶ σὲ μᾶς πολλὰ θαυμαστὰ γεγονότα, μαρτυροῦνται ὅτι συνέβησαν κατὰ τὸν χρόνο ποὺ ἀφήναμε τὴν πλάνη[όταν δηλαδὴ ἀπὸ εἰδωλολάτρες γίνονταν Χριστιανοί).
Στὴ συνέχεια ὅμως ὅταν ἡ πίστη πρὸς τὸν Θεὸ φυτεύτηκε σὲ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς γῆς, ἔπαψαν τὰ θαύματα. Τώρα ἐὰν καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ συνέβησαν καὶ ἄλλα θαύματα, αὐτὰ ἦσαν ὀλίγα καὶ σποραδικά. Ὅπως ὅταν ὁ ἥλιος σταμάτησε τὴν πορεία του καὶ γύρισε πίσω (πρβ. Ἴησ. Ναυὴ 10, 12-14: «Τότε ἐλάλησεν Ἰησοῦς πρὸς Κύριον, ᾗ ἡμὲρᾳ παρέδωκεν ὁ Θὲὸς τὸν Ἀμὸῤῥαῖον ὑποχείριον Ἰσραήλ, ἡνίκα συνέτριψεν αὐτοὺς ἐν Γαβαὼν καὶ συνετρίβησαν ἀπὸ προσώπου υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ εἶπεν Ἰησοῦς· στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα Αἰλών. Καὶ ἔστη ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη ἐν στάσει, ἕως ἠμύνατο ὁ Θὲὸς τὸὺς ἐχθροὺς αὐτῶν. Καὶ ἔστη ὁ ἥλιος κατὰ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, οὐ προεπορεύετο εἰς δὺσμὰς εἰς τέλος ἡμέρας μιᾶς. Καὶ οὐκ ἐγένετο ἡμέρα τοιαύτη οὐδὲ τὸ πρότερον οὐδὲ τὸ ἔσχατον, ὥστε ἐπακοῦσαι Θὲὸν ἀνθρώπου, ὅτι Κύριος συνεξεπολέμησε τῷ Ἰσραήλ (: Κατά τὴν ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία εἶχε ἤδη ἀποφασίσει καὶ παραδώσει ὁ Κύριος ὑποχειρίους τοὺς Ἀμορραίους στοὺς Ἰσραηλῖτες, ὅταν δηλαδὴ συνέτριψε αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς στὴν Γαβαῶν καὶ συνετρίβησαν πράγματι ἐνώπιον τῶν Ἰσραηλιτῶν, εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὸν Κύριο: "Ἂς σταθεῖ ὁ ἥλιος ἐπάνω ἀπὸ τὴν Γαβαῶν καὶ ἡ σελήνη ἐπάνω ἀπὸ τὴν κοιλάδα Αἰλῶν". Καὶ πράγματι στάθηκε ὁ ἥλιος καὶ ἔμεινε στὴ θέση της ἡ σελήνη, μέχρις ὅτου ὁ Θεὸς ἀπέκρουσε τελείως τοὺς ἐχθροὺς τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ὁ ἥλιος σταμάτησε ἀκίνητος στὸ μέσο του οὐρανοῦ. Δὲν προχωροῦσε πρὸς δυσμὰς γιὰ μία ὁλόκληρη ἡμέρα. Τόσο μεγάλη καὶ ἐπιφανὴς ἡμέρα δὲν ἔγινε ποτὲ προηγουμένως, οὔτε στὸ ἀπώτατο, οὔτε στὸ ἐγγὺς παρελθόν, νὰ ἀκούσει δηλαδὴ ὁ Θεὸς τέτοια αἴτηση ἀπὸ ἄνθρωπο. Καὶ ἔγινε αὐτὸ τὸ πρωτοφανὲς καὶ μοναδικὸ θαῦμα, διότι ὁ Κύριος πολέμησε μᾶζα μὲ τοὺς Ἰσραηλῖτες)»).
Εἶναι ἐπίσης δυνατὸν νὰ διαπιστώσει κανεὶς ἐπίσης ὅτι ἔγιναν θαύματα καὶ στὴ δική μας ἐποχή. Πραγματικά, καὶ στὸν καιρό μας, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν ἐκείνου ποὺ ξεπέρασε στὴν ἀπιστία ὅλους, τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη, συνέβησαν πολλὰ καὶ παράδοξα. Δηλαδή, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἐπιχείρησαν νὰ ἀνοικοδομήσουν τὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντα (ἔπειτα ἀπὸ σχετικὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, γιὰ νὰ διαψεύσουν τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως σχετικὰ μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ μάλιστα μέσα στὸν ἐκ νέου οἰκοδομηθέντα ναὸ τοῦ Σολομῶντα), φωτιὰ ξεπήδησε ἀπὸ τὰ θεμέλια, κατατρομοκρατῶντας τους καὶ τοὺς ἀπέτρεψε ὅλους ἀπὸ τὴ συνέχεια τοῦ ἔργου αὐτοῦ. Καὶ ὅταν ὁ ταμίας καὶ θεῖος καὶ συνονόματος τοῦ Ἰουλιανοῦ, Ἰουλιανὸς βεβήλωνε τὰ ἱερὰ σκεύη, ἀποδεικνύοντας μὲ πρωτοφανῆ τρόπο τὴν ἀσέβειά του, αὐτὸς μὲν γέμισε σκουλήκια ποὺ τὸν ἔφαγαν ἐσωτερικὰ καὶ ἔπεσε νεκρός, ἐνῷ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς ἔπαθε διάρρηξη ἀπὸ τὸ περσικὸ δόρυ ποὺ τὸν διατρύπησε στὴν κοιλιακή του χώρα καὶ χύθηκαν ἔξω ὅλα τὰ σπλάχνα του καὶ ἔτσι ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ χωρὶς νὰ τελειώσει τὸ ἀσεβέστατο ἔργο του (πρβ. γιὰ τὴν ἔκφραση αὐτή- «ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ»- στὶς Πράξεις, 1,18 ὅπου ὁ ἀπόστολος Πέτρος κάνει ἀναφορὰ στὸν Ἰούδα ποὺ εἶχε παρόμοιο τέλος: «Οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ (: Ὁ Ἰούδας λοιπὸν ἀπὸ τὸν μισθὸ ποὺ πῆρε ὡς ἀμοιβὴ γιὰ τὴν ἀδικία καὶ τὸ ἔγκλημα τῆς προδοσίας του ἀπέκτησε κάποιο χωράφι. Καὶ ὅταν αὐτοκτόνησε, ἔπεσε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ κρεμάστηκε μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς καὶ ἔπαθε διάρρηξη στὴν κοιλιακή του χώρα καὶ χύθηκαν ἔξω ὅλα τὰ σπλάχνα του)»). Ἀλλά καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι στέρεψαν οἱ πηγές, ὅταν τελέστηκαν εἰδωλολατρικὲς θυσίες σὲ αὐτές, καὶ τὸ ὅτι ἄρχισε ἡ πεῖνα στὶς πόλεις μὲ τὴν εἴσοδο τοῦ βασιλέως Ἰουλιανοῦ, ὑπῆρξε μέγιστο θαῦμα.
Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἐνεργεῖ συνήθως κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπο. Ὅταν αὐξηθοῦν πάρα πολὺ περισσεύσουν κάπου τὰ κακὰ καὶ δεῖ ὅτι στὸν τόπο ἐκεῖνο οἱ ἄρχοντες κακουργοῦν καὶ οἱ ἀρχόμενοι παραλογίζονται φοβερὰ ἀπὸ τὴν καταπίεση ποὺ ὑφίστανται, τότε φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους τὴ δύναμή Του. Ἔτσι ἐνήργησε γιὰ τοὺς Ἰουδαίους μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Βαβυλώνας ἀπὸ τοὺς Πέρσες (τότε ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς στὸν Πέρση βασιλιᾶ Κῦρο τὸν Β΄ νὰ νικήσει στὸν πόλεμο τοὺς Βαβυλώνιους, καὶ ἔπειτα ἀφοῦ κατέλαβε καὶ τὴν ἴδια τή Βαβυλῶνα τὸ 538 π. Χ., παραχώρησε τὴν ἄδεια στοὺς Ἰουδαίους νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ἱερουσαλήμ).
Ἔγινε λοιπὸν φανερὸ ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅτι δὲν ἐνέργησε ἄσκοπα καὶ τυχαῖα ὁ Ματθαῖος, ὅταν διέκρινε σὲ τρεῖς ὁμάδες τοὺς προγόνους τοῦ Χριστοῦ. Καὶ πρόσεξε ἀπὸ ποῦ ἀρχίζει καὶ ποῦ τελειώνει. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ στὸν Δαβίδ. Ἀπὸ τὸν Δαβὶδ στὴ μετοικεσία στὴ Βαβυλῶνα. Ἀπὸ τὴ μετοικεσία στὸν ἴδιο τόν Χριστό. Καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου ἀναφέρει καὶ τοὺς δύο μαζί, τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Ἀβραάμ, καὶ στὴν ἀνακεφαλαίωση ἐπίσης τοὺς ἀναφέρει καὶ τοὺς δύο. Διότι, ὅπως εἶπα ἄλλοτε, σὲ αὐτοὺς εἶχαν δοθεῖ οἱ ὑποσχέσεις.
Γιατί ὅμως δὲν ἀνέφερε τὴν κάθοδο τῶν Ἰουδαίων στὴν Αἴγυπτο, ὅπως ἀναφέρει τὴ μετοικεσία τους στὴ Βαβυλῶνα; Διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν φοβοῦνταν πλέον τοὺς Αἰγύπτιους, ἔτρεμαν ὅμως ἀκόμη τοὺς Βαβυλώνιους. Καὶ διότι ἡ κάθοδος στὴν Αἴγυπτο ἦταν γεγονὸς παλαιό, ἐνῷ ἡ μετοικεσία ἦταν νέο καὶ εἶχε γίνει πρόσφατα. Καὶ διότι στὴν Αἴγυπτο τοὺς ὁδήγησαν οἱ ἁμαρτίες τους, ἐνῷ στὴ Βαβυλῶνα τους ἔσυρε ἡ ἀσέβειά τους.
Ἂν ἐπιχειρούσαμε νὰ διερευνήσουμε τὰ ὀνόματα, ὅπως π.χ. ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, ἀπὸ τὸν Σολομῶντα, ἀπὸ τὸν Ζωροβάβελ, θὰ ὁδηγούμασταν σὲ πολλὰ συμπεράσματα μὲ μεγάλη σημασία γιὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Διότι δὲν τοὺς δόθηκαν τυχαίως αὐτὰ τὰ ὀνόματα. Ὅμως, γιὰ νὰ μὴ γίνω ἐνοχλητικὸς ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ἐκτάσεως τῆς ὁμιλίας μου, θὰ ἀφήσω αὐτὰ καὶ θὰ προχωρήσω στὰ πάρα πολὺ σημαντικὰ ποὺ ἀναφέρει στὸ εὐαγγέλιό του ὁ Ματθαῖος ἀμέσως παρακάτω.
«Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός (: Καὶ ὁ Ἰακὼβ γέννησε τὸν Ἰωσήφ, τὸν ἀρραβωνιαστικὸ τῆς Μαρίας. Ἀλλὰ καὶ ἡ Μαρία καταγόταν ἀπὸ τὸ ἴδιο γένος ἀπὸ τὸ ὁποῖο καταγόταν καὶ ὁ Ἰωσήφ. Ἀπὸ τὴ Μαρία αὐτή, ἡ ὁποία ἦταν ἀπόγονος τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ Ἀβραάμ, γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς ποὺ ἐπονομάζεται Χριστός)» (Ματθ.1,16).
Ἀφοῦ λοιπὸν κατονόμασε ὅλους τοὺς προγόνους καὶ ἔφτασε στὸν Ἰωσήφ, δὲν σταμάτησε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἀλλὰ πρόσθεσε: «Ὁ Ἰωσήφ, ὁ ἄνδρας τῆς Μαρίας», ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι ἐξ αἰτίας της τὸν περιέλαβε στὸ γενεαλογικὸ δέντρο ποὺ ἀνέφερε. Ἔπειτα ἀκούγοντας τὴ φράση «ἄνδρα Μαρίας», γιὰ νὰ μὴ νομίσεις ὅτι γεννήθηκε σύμφωνα μὲ τὸν κοινὸ νόμο τῆς φύσης, πρόσεξε πῶς τὸ διορθώνει αὐτὸ μὲ τὰ παρακάτω ποὺ λέει. Ἄκουσες, λέει, τὴν λέξη ἄνδρας, ἄκουσες τὴν λέξη μητέρα, ἄκουσες τὸ ὄνομα ποὺ ὁρίσθηκε γιὰ τὸ παιδί, ἄκουσε λοιπὸν καὶ τὸ πῶς γεννήθηκε αὐτό: «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν (: Ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινε μὲ τὸν ἑξῆς ὑπερφυσικὸ καὶ πρωτοφανῆ τρόπο)» (Ματθ.1,18). Γιὰ ποιά γέννηση μοῦ μιλᾶς; Πές μου, ἂν καὶ ἀνέφερες τοὺς προγόνους. Θέλω ὅμως νὰ μοῦ μιλήσεις καὶ γιὰ τὸ πῶς ἔγινε ἡ γέννηση. Εἶδες πὼς ἀνέβασε ψηλὰ τὸν ἀκροατή; Καθὼς ἐπρόκειτο κάτι πιὸ καινούργιο νὰ πεῖ, ὑπόσχεται νὰ μιλήσει καὶ γιὰ τὸν τρόπο.
Πρόσεξε τὴν ἄριστη συμφωνία τῶν λεγομένων. Δὲν πηγαίνει ὁ συγγραφέας κατ' εὐθεῖαν στὴ γέννηση, ἀλλὰ πρῶτα μᾶς θυμίζει σὲ ποιά σειρὰ βρισκόταν ἂν ἀρχίσουμε νὰ μετρᾶμε ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ (Γέν.49,10: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν (: Δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὴν φυλὴ Ἰούδα καὶ ἀρχηγὸς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του, μέχρις ὅτου ἔλθει Ἐκεῖνος, στὰ χέρια τοῦ ὁποίου ἀπόκεινται οἱ ἐξουσίες. Αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσμονὴ τῶν λαῶν, ὁ Μεσσίας)»), σὲ ποιά σειρὰ ἀπὸ τὸν Δαβίδ, σὲ ποιά ἀπὸ τὴ μετανάστευση ἀπὸ τὴ Βαβυλῶνα, καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ ἀναγκάζει τὸν ἀκριβολόγο ἀκροατὴ νὰ ἐρευνήσει τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐτῶν, ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ὁ Χριστός, γιὰ τὸν ὁποῖο προφήτευσαν οἱ προφῆτες.
Ἂν μετρήσεις τὶς γενιὲς καὶ πεισθεὶς ἀπὸ τὸ μέτρημα τῶν χρόνων ὅτι αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνος γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦν οἱ προφῆτες, εὔκολα θὰ παραδεχτεῖς καὶ τὸν θαυματουργικὸ τρόπο τῆς γεννήσεώς Του. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ πεῖ κάτι πάρα πολὺ σπουδαῖο, ὅτι δηλαδὴ γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο, προτοῦ νὰ λογαριάσει τὸν χρόνο, συγκαλύπτει αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε «τὸν ἄνδρα τῆς Μαρίας», μᾶλλον συντομεύει τὴν ἴδια τή διήγηση τῆς γεννήσεως. Ἀπαριθμεῖ λοιπὸν ἀπὸ δῶ καὶ πέρα τὰ χρόνια, θυμίζοντας στὸν ἀκροατή, ὅτι Αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι Ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ εἶπε ὅτι θὰ ἔλθει ἀφοῦ ἐξέλιπαν στὸ μέλλον οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων.
Γι’ Αὐτὸν ὁ προφήτης Δανιὴλ προφήτευσε ὅτι θὰ ἔλθει, ἀφοῦ περάσουν πολλὲς χρονικὲς περίοδοι ποὺ τὶς ὀνομάζει «ἑβδομάδες» (Δαν.9,25-27: «Καὶ γνὼσῃ καὶ συνήσεις· ἀπὸ ἐξόδου λόγου τοῦ ἀποκριθῆναι καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερουσαλὴμ ἕως χριστοῦ ἡγουμένου ἑβδομάδες ἑπτὰ καὶ ἑβδομάδες ἑξηκονταδύο· καὶ ἐπιστρέψει καὶ οἰκοδομηθήσεται πλατεῖα καὶ τεῖχος, καὶ ἐκκενωθήσονται οἱ καιροί. καὶ μετὰ τὰς ἑβδομάδας τὰς ἑξηκονταδύο ἐξολοθρευθήσεται χρῖσμα, καὶ κρῖμα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ· καὶ τὴν πόλιν καὶ τὸ ἅγιον διαφθερεῖ σὺν τῷ ἡγουμὲνῳ τῷ ἐρχομὲνῳ καὶ ἐκκοπήσονται ἐν κατακλυσμῷ, καὶ ἕως τέλους πολέμου συντετμημένου τάξει ἀφανισμοῖς. καὶ δυναμώσει διαθήκην πολλοῖς, ἑβδομὰς μία· καὶ ἐν τῷ ἡμίσει τῆς ἑβδομάδος ἀρθήσεταί μου θυσία καὶ σπονδή, καὶ ἐπὶ τὸ ἱερὸν βδέλυγμα τῶν ἐρημώσεων, καὶ ἕως τῆς συντελείας καιροῦ συντέλεια δοθήσεται ἐπὶ τὴν ἐρήμωσιν (: Μάθε καὶ κατανόησε καλά, ὅτι ἀπὸ τὴν ἡμέρα, ποὺ θὰ ἐκδοθεῖ διάταγμα γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Ἱερουσαλήμ, μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ θὰ ἐμφανιστεῖ ὁ ἄρχοντας, ὁ ὁποῖος θὰ ἔχει χρισθεῖ ἀπὸ Ἐμένα, θὰ περάσουν ἑπτὰ ἑβδομάδες ἐτῶν καὶ ἄλλες ἑξῆντα δύο ἑβδομάδες ἐτῶν. Μετὰ τὶς πρῶτες ἑπτὰ ἑβδομάδες θὰ ἐπιστρέψουν οἱ Ἰουδαῖοι αἰχμάλωτοι καὶ θὰ ἀνοικοδομηθεῖ ἡ πλατεῖα καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως καὶ θὰ πραγματοποιηθοῦν ἔτσι οἱ πρῶτοι καιροί. Καὶ μετὰ τὴν παρέλευση τῶν ἑξῆντα δύο ἑβδομάδων ἐτῶν, θὰ θανατωθεῖ ὁ χριστὸς Κυρίου, ὁ Σωτῆρας, χωρὶς νὰ ὑπάρχει καμία ἀπολύτως ἁμαρτία καὶ αἰτία θανάτου γι' Αὐτόν. Ἡ πόλη τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ ἅγιος ναὸς θὰ καταστραφοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ἡγουμένους, τοὺς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Οἱ κάτοικοι θὰ κατακλυσθοῦν ἀπὸ συμφορὲς καὶ ἕνας ξένος λαὸς θὰ ἀναλάβει πόλεμο κατὰ τοῦ Ἰσραήλ, ἐνῷ μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου θὰ ἐπιφέρει φοβερὲς καταστροφὲς καὶ τρομεροὺς ἀφανισμούς. Κατὰ μία ἑβδομάδα ἐτῶν ὁ Χριστὸς θὰ συνάψει καὶ θὰ καταστήσει ἰσχυρὴ καὶ ἔγκυρη μία νέα διαθήκη. Καὶ κατὰ τὸ μέσο τῆς ἑβδομάδας αὐτῆς, ποὺ θὰ προσφερθεῖ ἡ μεγάλη θυσία τοῦ λυτρωτῆ Χριστοῦ, θὰ τεθεῖ ὁριστικὸ πλέον τέρμα στὶς παλαιὲς θυσίες καὶ σπονδές. Καὶ στὸν ναό μου καὶ τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, θὰ εἰσέλθουν βδελυρὲς δυνάμεις καταστροφῆς καὶ ἐρημώσεως. Τέρμα ὅμως στὴν καταστροφὴ αὐτὴ θὰ τεθεῖ ὅταν συμπληρωθεῖ ὁ ὁρισμένος χρόνος)»). Ἂν θελήσει κάποιος τὰ χρόνια ποὺ περιλαμβάνονται σὲ αὐτὲς τὶς χρονικὲς περιόδους ποὺ ὁ ἄγγελος ἀνέφερε στὸν Δανιήλ, νὰ τὰ ἀριθμήσει ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν οἰκοδόμηση τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ φθάσει στὴν γέννησή Του, θὰ δεῖ ὅτι συμφωνοῦν ἀπόλυτα αὐτὰ μὲ ἐκεῖνα ποὺ προφητεύτηκαν.
Νὰ σοῦ πῶ λοιπὸν πῶς γεννήθηκε; «Μνηστευθείσης τῆς μὴτρὸς αὐτοῦ (: Ἀφού μνηστεύθηκε ἡ μητέρα του Μαρία)». Δὲν εἶπε ἡ παρθένος, ἀλλὰ ἁπλὰ ἡ μητέρα, γιὰ νὰ γίνει πιὸ εὔκολα ἀποδεκτὸς αὐτὸς ὁ λόγος. Γι’ αὐτὸ προετοιμάζει πρῶτα τὸν ἀκροατὴ νὰ προσδοκᾶ νὰ ἀκούσει κάτι συνηθισμένο, καὶ ἀφοῦ τὸ πετυχαίνει αὐτό, τότε τὸν ξαφνιάζει μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ παράδοξου γεγονότος, λέγοντας ὅτι: «πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γὰστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου (: προτού αὐτοὶ νὰ συνευρεθοῦν βρέθηκε ἔγκυος μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)». Δὲν εἶπε: «Προτοῦ νὰ ὁδηγηθεῖ αὐτὴ στὸ σπίτι τοῦ γαμπροῦ», γιατί ἤδη κατοικοῦσε ἐκεῖ. Ὑπῆρχε ἔθιμο στοὺς παλιούς, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὶς γυναῖκες ποὺ μνηστεύονταν νὰ τὶς κρατοῦν στὸ σπίτι τους, πρᾶγμα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ συναντήσει κανεὶς νὰ συμβαίνει καὶ στὶς μέρες μας. Γιὰ παράδειγμα οἱ γαμπροὶ τοῦ Λὼτ κατοικοῦσαν μαζί του στὸ σπίτι του. Κι αὐτὴ λοιπὸν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ κατοικοῦσε στὸ σπίτι του.
Ρωτᾶς γιατί δὲν ἔμεινε ἔγκυος ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὶν μνηστευθεῖ κάποιον ἄντρα; Ὅπως εἶπα ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ συγκαλύψει αὐτὸς ὁ ἀρραβωνιαστικὸς τὸ γεγονὸς τῆς ἐγκυμοσύνης τῆς Παρθένου καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἡ Παρθένος ἀπὸ κάθε πονηρὴ ὑπόνοια. Γιατί ὅταν αὐτός, ποὺ κυρίως ὀφείλει νὰ εἶναι ζηλιάρης περισσότερο ἀπὸ ὅλους, ἀποδεικνύεται ὅτι ὄχι μόνο δὲν τὴν ἐκθέτει, οὔτε τὴν ἐξευτελίζει, ἀλλὰ τὴν ἀποδέχεται καὶ τὴν περιποιεῖται μετὰ τὴν κύηση, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς ἂν δὲν ἦταν ἀπόλυτα βέβαιος ὁ ἴδιος, ὅτι ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προερχόταν αὐτὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ, δὲν θὰ συγκρατιόταν ὁ ἴδιος καὶ δὲν θὰ ἔκανε ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ ἔκανε.
Ἀκριβῶς μὲ ἔντονο τρόπο ἔγραψε καὶ τὸ «Βρέθηκε ἔγκυος», ποὺ συνηθίζεται νὰ λέγεται γιὰ παράδοξα καὶ ἀνέλπιστα πράγματα, ποὺ δὲν τὰ περιμένει κανεὶς νὰ συμβοῦν. Μὴν προχωρεῖς λοιπὸν περισσότερο, μὴν ζητᾶς ν’ ἀκούσεις κάτι πέρα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν, μὴ λές: «Πῶς τὸ ἔκανε αὐτὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ γίνει ἀπὸ μία παρθένο;». Ἂν εἶναι ἀδύνατο νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ δημιουργικὴ φύση διαμορφώνει τὰ πράγματα, πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ ἀπαντήσουμε στὰ παραπάνω ὅταν θαυματουργεὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; Τὰ λέω ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὴ στενοχωρεῖς τὸν Εὐαγγελιστὴ οὔτε νὰ τὸν ἐνοχλεῖς μέσα σου συνέχεια μὲ τέτοιες ἐρωτήσεις. Ἀφοῦ εἶπε ποιός ἔκανε τὸ θαῦμα, ἔκλεισε τὴν ὑπόθεση. Λέει: «πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γὰστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου(:προτού αὐτοὶ νὰ συνευρεθοῦν βρέθηκε ἔγκυος μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)». Δηλαδή : «Τίποτε περισσότερο δὲν γνωρίζω, παρὰ ὅτι αὐτὸ ποὺ συνέβη ἔγινε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».
Πρέπει νὰ νιώθουν ντροπὴ ὅσοι λεπτολογοῦν τόσο πολὺ μὲ τὴ θεϊκὴ αὐτὴ Γέννηση. Γιατί ἂν αὐτὴ ἡ γέννηση ποὺ ἔχει μύριους μάρτυρες καὶ ποὺ ἔχει προαναγγελθεῖ πρὶν ἀπὸ τόσα πολλὰ χρόνια καὶ ἀποκαλύφθηκε καὶ ἐξετάσθηκε λεπτομερῶς ἀπὸ πολλούς, κανεὶς ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἑρμηνεύσει, δὲν εἶναι τελείως τρελοὶ αὐτοὶ ποὺ περιεργάζονται τὸ ἀπόρρητο αὐτὸ γεγονὸς καὶ τὸ ἐξετάζουν μὲ περιέργεια; Γιατί οὔτε ὁ Γαβριήλ (βλ.Ματθ.1,20: «Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου (: διότι τὸ παιδὶ ποὺ συνέλαβε μέσα της προέρχεται ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)»), οὔτε ὁ Ματθαῖος μπόρεσαν νὰ ποῦν κάτι παραπάνω, παρὰ μόνον ὅτι αὐτὸ συνέβη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὸ πῶς συνέβη αὐτὸ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μὲ ποιό τρόπο, κανεὶς ἀπὸ τοὺς δύο δὲν προσπάθησε νὰ τὸ ἑρμηνεύσει, οὔτε βέβαια αὐτὸ ἦταν δυνατόν. Μὴ νομίσεις, ἀκροατή, ὅτι ἔμαθες τὰ πάντα ἀκούγοντας ὅτι αὐτὰ συνέβησαν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί πολλὰ ἀγνοοῦμε ἀκόμη κι ἂν πληροφορούμασταν πὼς ὁ Ἄπειρος βρίσκεται στὴ μήτρα, πὼς Αὐτὸς ποὺ συγκρατεῖ τὸ σύμπαν κυοφορεῖται ἀπὸ γυναῖκα, πὼς γεννᾶ ἡ Παρθένος καὶ παραμένει παρθένος. Πές μου, πῶς δημιούργησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα αὐτὸν τὸν ναό, δηλαδὴ τὸν Χριστό; Πῶς ἔλαβε ὁ Κύριος ἕνα μέρος τῆς σάρκας Του ἀπὸ τὴ μήτρα καὶ τὸ αὔξησε αὐτὸ καὶ τὸ μορφοποίησε; Τὸ ὅτι προῆλθε ἀπὸ τὴν σάρκα τῆς Παρθένου, τὸ δήλωσε λέγοντας: «τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν (: τὸ παιδὶ ποὺ συνέλαβε μέσα της)»· καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶπε: «ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός γενόμενον ὑπὸ νόμον (: ὅταν ὅμως συμπληρώθηκε ὁ χρόνος ποὺ εἶχε ὁρίσει ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο τὸν Υἱό Του, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ γυναῖκα καὶ ὑποτάχθηκε στὸν Μωσαϊκὸ νόμο)» (Γαλ.4,4), ἀποστομώνοντας αὐτοὺς ποὺ ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Χριστὸς ἐμφανίστηκε σὰν νὰ πέρασε ἀπὸ κάποιο σωλῆνα.
Ἂν συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί χρειαζόταν ἡ μήτρα; Ἂν συνέβαινε αὐτό, τότε δὲν θὰ εἶχε τίποτε κοινὸ μὲ μᾶς ὁ Χριστός, θὰ εἶχε κάποια ἄλλη σάρκα κι ὄχι ὅμοια μὲ τὴ δική μας. Πῶς ὅμως θὰ καταγόταν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἰεσσαί; Πῶς θὰ ἦταν ἡ ράβδος; Πῶς θὰ ὀνομαζόταν υἱὸς ἀνθρώπου; Πῶς θὰ εἶχε μητέρα τὴ Μαριάμ; Πῶς θὰ καταγόταν ἀπὸ τὸ σπέρμα του Δαβίδ; Πῶς πῆρε τελικὰ μορφὴ δούλου; Πῶς «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο (: ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε μέσα στὸν χρόνο ἄνθρωπος)»; Πῶς γράφει στοὺς Ρωμαίους ὁ Παῦλος: «Ἐξ ὧν ὁ Χρὶστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θέός; (: Ἀπό αὐτοὺς τοὺς μακαριστοὺς πατέρες κατάγεται ὁ Χριστὸς ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεὸς ἐξουσιαστὴς ὅλων, ἄξιος νὰ ὑμνεῖται στοὺς αἰῶνες)» (Ρώμ.9,5). Τὸ ὅτι ὅμως κατάγεται ἀπὸ μᾶς καὶ ἀπὸ τὸ δικό μας φύραμα καὶ ἀπὸ τὴν παρθενικὴ μήτρα, ἀποδεικνύεται κι ἀπ’ αὐτὰ καὶ ἀπὸ ἄλλα πολὺ περισσότερα. Τὸ πῶς συνέβησαν αὐτά, δὲν εἶναι καθόλου γνωστό. Λοιπὸν μὴν ἐρευνᾶς καὶ ἐσύ, ἀναγνώστη, ἀλλὰ δέξου τὴν ἀποκάλυψη καὶ μὴν περιεργάζεσαι αὐτὸ ποὺ ἀποσιώπησε ὁ Θεός.
«Ἰὤσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν (: Ὁ Ἰωσήφ, ὁ μνηστῆρας αὐτῆς, ὅταν ἀντιλήφθηκε τὴν ἐγκυμοσύνη,(πήρε τὴν ἀπόφαση νὰ διαλύσει την μνηστεία)·επειδή ὅμως ἦταν ἐνάρετος καὶ εὔσπλαχνος καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴν διαπομπεύσει πρὸς δημόσιο παραδειγματισμό, σκέφτηκε νὰ τὴ διώξει μυστικὰ χωρὶς νὰ ἀνακοινώσει σὲ κανένα τὶς ὑποψίες του)» (Ματθ.1,19).
Ἀφοῦ ἀνέφερε ὅτι ὁ Ἰησοῦς γεννήθηκε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ χωρὶς νὰ λάβει χώρα σαρκικὴ ἕνωση, ὁλοκληρώνει ὁ Ματθαῖος τὴν διήγησή του καὶ ἀπὸ μιὰ ἄλλη σκοπιά. Γιὰ νὰ μὴ δώσει τὸ δικαίωμα στὸν ὁποιονδήποτε νὰ ἐρωτᾶ: «Πῶς ἀποδεικνύεται αὐτό; Ποιός εἶδε ἢ ἄκουσε ὅτι συνέβη ποτὲ κάποιο παρόμοιο γεγονός;» Ἐπίσης, γιὰ νὰ μὴν ὑποπτευθεὶς ὅτι ὁ μαθητὴς ἀπὸ εὔνοια πρὸς τὸν Διδάσκαλο ἐπινοεῖ ὅλα αὐτά, ἐμφανίζει ὁ Ματθαῖος τὸν Ἰωσὴφ νὰ συνηγορεῖ, μὲ ὅσα ἔπαθε μὲ τὶς ὑποψίες του ποὺ διαλύθηκαν ἀπὸ τὸν ἄγγελο, στὸ νὰ γίνουν πιστευτά τα λεχθέντα, σὰν νὰ μᾶς λέγει σχεδὸν μὲ αὐτὰ ποὺ γράφει ὅτι «ἐὰν δὲν πιστεύεις σὲ ἐμένα καὶ θεωρεῖς ὕποπτη τὴ μαρτυρία μου, νὰ πιστέψεις στὸν ἴδιο τὸν μνηστῆρα τῆς Μαρίας».
Διότι λέγει: «Ἰὤσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν (: Καὶ ὁ Ἰωσήφ, ὁ ἀρραβωνιαστικός της, ἐπειδὴ ἦταν ἐνάρετος)» (Ματθ.1,19). «Δίκαιο» ἐδῶ ὀνομάζει τὸν σὲ ὅλα ἐνάρετο. Βέβαια, δικαιοσύνη εἶναι το νὰ ἀποφεύγει κανένας τὴν πλεονεξία, ἀλλὰ δικαιοσύνη ὀνομάζεται καὶ ἡ ἀρετὴ στὸ σύνολό της. Καὶ μάλιστα ἡ Γραφὴ χρησιμοποιεῖ μὲ αὐτὴ τὴ σημασία τὴν ἔννοια τῆς δικαιοσύνης, ὅπως ὅταν λέγει· «Ἄνθρωπος δίκαιος, ἀληθινός» (Ιώβ, 1,1) καὶ ἀλλοῦ: «Ἦσαν δὲ δίκαιοι ἀμφότεροι (: Ἦσαν καὶ οἱ δύο δίκαιοι)»[Λουκ. 1,16). Ὥστε «ἐπειδὴ ἦταν δίκαιος» δηλαδὴ καλοκάγαθος καὶ ἐπιεικὴς καὶ σὲ ὅλα ἐνάρετος, «σκέφτηκε νὰ τῆς δώσει διαζύγιο μυστικά». Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἀναφέρει τὸ γεγονὸς πρὶν ὁ Ἰωσὴφ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ μὴν δείξεις ἀπιστία πρὸς ὅσα συνέβησαν ὕστερα ἀπὸ τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας. Βέβαια, μιὰ τέτοια γυναῖκα δὲν ἦταν ἄξια νὰ ὑποστεῖ μόνο τὴν διαπόμπευση, τὸν δημόσιο ἐξευτελισμὸ πρὸς παραδειγματισμό, ἀλλὰ ὁ νόμος διέτασσε νὰ τιμωρηθεῖ κιόλας .
Ὅμως ὁ Ἰωσὴφ ὄχι μόνο τὴ μεγαλύτερη ἐκείνη τιμωρία ἀλλὰ καὶ τὴ μικρότερη δὲν ἐπέτρεψε, δηλαδὴ τὴν διαπόμπευση. Γιατί ὄχι μόνο νὰ τὴν τιμωρήσει δὲν ἤθελε, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ τὴ διαπομπεύσει πρὸς παραδειγματισμό. Βλέπεις, λοιπόν, ἄνθρωπο εὐσεβῆ καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὸ τυραννικότατο πάθος τῆς ζήλειας; Γνωρίζετε, βέβαια, πόσο μεγάλο πάθος εἶναι ἡ ζήλεια. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος γνώριζε καλὰ αὐτὰ τὰ θέματα, λέγει: «Μὲστὸς γὰρ ζήλου θὺμὸς ἀνδρός· οὐ φὲίσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως (: Εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ζηλότυπη ἐκδίκηση ὁ θυμὸς τοῦ ἄνδρα τῆς μοιχαλίδας γυναίκας. Δὲν θὰ δείξει ἔλεος, ὅταν θὰ δικάζεται ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου)» (Παροιμ. 6,34)· καί: «Σκλὴρὸς ὡς ᾅδῇς ζῆλος (: Ἡ ζήλεια εἶναι σκληρὴ σὰν τὸν Ἅδη)» (Ἄσμ.8,6) .
Καὶ ἐμεῖς, ὅμως, γνωρίζουμε πολλοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θὰ προτιμοῦσαν νὰ χάσουν τὴ ζωή τους, παρὰ νὰ κυριευτοῦν ἀπὸ ζηλότυπη καχυποψία. Ἐδῶ βέβαια δὲν ἐπρόκειτο ἁπλὰ περὶ ὑποψίας, ἐφόσον ἔγινε ἀντιληπτὸς ὁ ὄγκος τῆς κοιλιᾶς. Ἦταν ὅμως τόσο πολὺ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴ ζήλεια ὁ Ἰωσήφ, ὥστε δὲν θέλησε νὰ προξενήσει λύπη στὴν Παρθένο, οὔτε καὶ μὲ τὴν πλέον ἀσήμαντη τιμωρία. Ἐπειδὴ ὅμως ἀφ' ἑνὸς μὲν ἦταν ἀπόδειξη ὅτι παραβαίνει τὸν νόμο, ἐὰν τὴν κρατοῦσε στὸ σπίτι του, ἀφ' ἑτέρου δὲ τὸ νὰ τὴν διαπομπεύσει καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὸ δικαστήριο σήμαινε σὰν νὰ τὴν ἀνάγκαζε νὰ ὑποστεῖ τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου, γι’ αὐτὸ δὲν ἔκανε τίποτε ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ συμπεριφέρεται πλέον κατὰ τρόπο ἀνώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ὁρίζει ὁ νόμος.
Ἔπρεπε, βέβαια, νὰ ὑπάρχουν πολλὰ δείγματα ὑψηλῆς, ἀνώτερης συμπεριφορᾶς, ἐκεῖ ποὺ παρουσιάστηκε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἥλιος, χωρὶς ἀκόμη νὰ ἀνατείλει, καταυγάζει μὲ τὸ φῶς του τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς γῆς, κατὰ ὅμοιο τρόπο καὶ ὁ Χριστός, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀνατείλει ἀπὸ τὴν μήτρα ἐκείνη καὶ προτοῦ νὰ γεννηθεῖ, φώτισε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ προφῆτες σκιρτοῦσαν ἀπὸ χαρὰ πρὶν νὰ γεννηθεῖ, οἱ γυναῖκες προέλεγαν τὰ μέλλοντα (Λουκ.1,42-43: «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ κὰρπὸς τῆς κοιλίας σου· καὶ πόθεν μοὶ τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μοῦ πρὸς με; (: Εἶσαι εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐσὺ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη γυναῖκα. Καὶ εἶναι εὐλογημένο καὶ τὸ ἔμβρυο ποὺ βλάστησε στὴν κοιλιά σου ὡς καρπὸς ἄχραντος καὶ παρθενικός. Καὶ πῶς μοῦ ἔγινε αὐτὴ ἡ τιμή; Ποιά ἀρετὴ ἢ ἀξία ἔχω ἐγώ, ὥστε νὰ ἔλθει νὰ μὲ ἐπισκεφτεῖ ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μου;)») καὶ ὁ Ἰωάννης πρὶν νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του τῆς Ἐλισάβετ ἀναπήδησε ἀπὸ ἀγαλλίαση (Λουκ. 1,44: «Ἰδὸὺ γὰρ ὡς ἐγένετο ἡ φὼνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σοῦ εἰς τὰ ὦτά μου, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου (: Καὶ εἶσαι πραγματικὰ ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μου, διότι νά, μόλις ἦλθε στὰ αὐτιά μου ἡ φωνὴ τοῦ χαιρετισμοῦ σου, ἀναπήδησε μέσα στὰ σπλάχνα μου τὸ βρέφος μὲ ἀσυγκράτητη χαρά)»).
Ἔτσι καὶ ὁ Ἰωσὴφ συμπεριφέρθηκε μὲ μεγάλη λεπτότητα, ἀφοῦ οὔτε τὴν κατήγγειλε, οὔτε τὴν διαπόμπευσε, παρὰ ἀποπειράθηκε μονάχα νὰ τὴν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ἐνῷ λοιπὸν τὰ πράγματα εἶχαν φθάσει σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ ὅλοι βρίσκονταν σὲ ἀμηχανία, ἐμφανίζεται ὁ ἄγγελος γιὰ νὰ λύσει ὅλες τὶς ἀπορίες.
Ἀξίζει, ὅμως, νὰ ἐξετάσουμε γιὰ ποιό λόγο δὲν μίλησε προηγουμένως ὁ ἄγγελος, δηλαδή, προτοῦ νὰ σκεφθεῖ αὐτὸ ὁ Ἰωσήφ, ἀλλά, ὅταν τὸ σκέφθηκε, τότε ἐμφανίζεται. «Ταῦτα γὰρ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος(:ενώ ὅμως σκεπτόταν αὐτά)», λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου» (Ματθ. 1,20) ἔρχεται. Βέβαια, ὁ ἴδιος ἄγγελος εἶχε ἀναγγείλει τὴν εὐχάριστη εἴδηση πρὸς τὴν Θεοτόκο, πρὶν ἀκόμη συλλάβει. Τὸ γεγονὸς ὅμως αὐτὸ δημιουργεῖ νέα ἀπορία. Δηλαδὴ ἐὰν ὁ ἄγγελος δὲν τὸ ἔλεγε στὸν Ἰωσήφ, γιὰ ποιό λόγο τὸ ἀποσιώπησε ἡ Παρθένος, ὅταν τὸ πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν ἄγγελο καὶ ἐνῷ ἔβλεπε τὸν μνηστῆρα της νὰ κατέχεται ἀπὸ σύγχυση, δὲν τοῦ ἔλυσε τὴν ἀπορία; Ἀκόμη, γιὰ ποιό λόγο δὲν μίλησε ὁ ἄγγελος προτοῦ νὰ θορυβηθεῖ ὁ Ἰωσήφ;
Εἶναι ὡστόσο ἀνάγκη νὰ ἐπιλύσουμε πρῶτα τὴν προγενέστερη ἀπορία. Γιατί λοιπὸν δὲν τὸ εἶπε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ ἄγγελος στὸν Ἰωσήφ, ὥστε νὰ μὴ βρεθεῖ σὲ τέτοια ἀμηχανία; Γιὰ νὰ μὴ δείξει ἀπιστία καὶ πάθει ὅ,τι ἔπαθε ὁ Ζαχαρίας (Λουκ.1,8-20). Πραγματικά, ὅταν βρισκόμαστε μπροστὰ στὸ θαυμαστὸ γεγονὸς καὶ τὸ βλέπουμε, τότε λοιπὸν εἶναι εὔκολο νὰ πιστέψουμε σὲ αὐτό. Ὅταν ὅμως δὲν ἔχει κἂν ἀρχίσει νὰ πραγματοποιεῖται ἀκόμη, τότε δὲν γίνεται ἐξίσου εὔκολα παραδεκτὸ αὐτὸ ποὺ λέγεται. Συνεπῶς, γι΄αυτό τὸν λόγο δὲν τὸ ἀνήγγειλε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ ἄγγελος στὸν Ἰωσὴφ καὶ γιὰ τὴν ἴδια αἰτία τὸ ἀποσιώπησε καὶ ἡ Παρθένος. Νόμισε δηλαδὴ ὅτι δὲν θὰ γινόταν πιστευτὴ ἀπὸ τὸν μνηστῆρα, ὅταν θὰ ἀνήγγειλε εἴδηση παράδοξη· ἀντιθέτως, θὰ τὸν ἐξόργιζε περισσότερο, ἐὰν τοῦ γεννιόταν ἡ ὑποψία ὅτι προσπαθοῦσε νὰ καλύψει μιὰ ἁμαρτία ποὺ εἶχε διαπραχθεῖ. Διότι ὅταν ἀκόμα κι αὐτὴ ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ δεχθεῖ τόσο μεγάλη χάρη, δεικνύει ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ ἐρωτᾶ: «Πῶς ἔσται τοῦτο ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γίνώσκω; (: Πώς θὰ γίνει τὸ πρωτοφανὲς καὶ πρωτάκουστο τοῦτο μυστήριο, καὶ πῶς θὰ συλλάβω καὶ θὰ γεννήσω ἀφοῦ δὲν ἔχω συζυγικὴ σχέση μὲ ἄντρα;)» (Λουκ. 1,34), πολὺ περισσότερο θὰ ἐξέφραζε ἀμφιβολίες ἐκεῖνος (: ὁ Ἰωσὴφ) δεδομένου μάλιστα ὅτι θὰ πληροφορεῖτο τὴν παράδοξη εἴδηση ἀπὸ τὴ γυναῖκα ἡ ὁποία μποροῦσε νὰ ἐγείρει κάθε ὑποψία.
Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ἡ Παρθένος δὲν λέγει τίποτε στὸν Ἰωσὴφ γιὰ τὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ ἀγγέλου. Ὅταν ὅμως ἔφθασε ἡ κατάλληλη εὐκαιρία, ἐμφανίζεται ὁ ἄγγελος. Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα: Γιατί δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο καὶ στὴν Παρθένο καὶ δὲν ἐπανέλαβε τὸν εὐαγγελισμὸ μετὰ τὴν κύηση; Ἀναμφίβολα, γιὰ νὰ μὴν βρισκόταν σὲ ταραχὴ καὶ μεγάλη ἀνησυχία καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς κυοφορίας. Ἦταν, βέβαια, φυσικό, ἀφοῦ δὲν θὰ γνώριζε τὴν πραγματικὴ σημασία τοῦ γεγονότος, νὰ σκεφθεῖ κάτι ἄτοπο γιὰ τὸν ἑαυτό της καὶ νὰ ἀποπειραθεῖ νὰ θέσει τέλος στὴ ζωή της μὲ ἀπαγχονισμὸ ἢ μὲ ξίφος, μὴν ὑποφέροντας τὴ μεγάλη ντροπὴ· διότι ἡ Παρθένος ἦταν θαυμαστὴ καὶ φανερώνει τὴν ἀρετή της ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ὅταν λέγει ὅτι ὅταν ἄκουσε τὸν χαιρετισμὸ τοῦ ἀγγέλου, δὲν ἄφησε τὸν ἑαυτό της νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ χαρά, οὔτε δέχτηκε ἀδιαμαρτύρητα αὐτὸ ποὺ τῆς εἰπώθηκε, ἀλλὰ ἀντιθέτως καταλήφθηκε ἀπὸ ταραχὴ καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ ποιά σημασία καὶ ποιό σκοπὸ νὰ εἶχε ὁ χαιρετισμὸς αὐτός (Λουκ. 1,28-29: «Καὶ εἰσελθὼν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν. ἡ δὲ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπὶ τῷ λὸγῳ αὐτοῦ, καὶ διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς ὁὗτος (: Μόλις μπῆκε ὁ ἄγγελος στὸ δωμάτιό της, τῆς εἶπε: "Χαῖρε ἐσύ, ποὺ εἶσαι προικισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ πολλῆς καὶ ἐξαιρετικὲς χάριτες. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου καὶ Αὐτὸς σὲ γέμισε μὲ τὶς χάριτές Του. Ἔχεις εὐλογηθεῖ ἐσὺ ὅσο καμία ἄλλη γυναῖκα". Αὐτὴ ὅμως, ὅταν εἶδε τὸν ἄγγελο, ταράχτηκε πολὺ ἀπ΄ τὸν λόγο ποὺ τῆς εἶπε καὶ σκεπτόταν μέσα της ποιά σημασία καὶ ποιό σκοπὸ νὰ εἶχε ἄραγε ὁ χαιρετισμὸς αὐτός)»). Συνεπῶς, αὐτὴ ἡ ὁποία ἦταν τόσο γνωστὴ γιὰ τὴν ἀρετή της, ἀσφαλῶς, θὰ ἔχανε τὰ λογικά της ἀπὸ τὴν λύπη της, ὅταν θὰ σκεπτόταν τὴν ντροπή, ἀφοῦ μάλιστα δὲν πίστευε ὅτι ἦταν δυνατὸ ὅσα καὶ ἂν ἔλεγε, νὰ πείσει κάποιον ἀπὸ ὅσους τὴν ἄκουγαν ὅτι τὸ γεγονὸς δὲν ἦταν πράξη μοιχείας.
Γιὰ νὰ μὴ συμβοῦν λοιπὸν ὅλα τὰ παραπάνω, ἐμφανίστηκε ὁ ἄγγελος πρὸ τῆς συλλήψεως· διότι ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένη ταραχῆς ἡ κοιλιὰ ἐκείνη στὴν ὁποία εἰσῆλθε ὁ Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος, καὶ ἀκόμη, νὰ εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε σύγχυση ἡ ψυχή, ἡ ὁποία κρίθηκε ἄξια νὰ ὑπηρετήσει τόσο μεγάλα μυστήρια.
Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους, λοιπόν, ὁμιλεῖ ὁ ἄγγελος στὴν Παρθένο πρὸ τῆς συλλήψεως, ἐνῷ στὸν Ἰωσὴφ ἐμφανίζεται κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς γεννήσεως περίπου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ πολλοὶ οἱ ὁποῖοι ἀπὸ μεγάλη ἀφέλεια δὲν γνωρίζουν καλὰ τὰ πράγματα, τὸ θεώρησαν ὅτι εἶναι διαφωνία μεταξὺ τῶν εὐαγγελιστῶν. Ἐπειδή, δηλαδή, ὁ Λουκᾶς γράφει ὅτι ὁ ἄγγελος ἔφερε τὴ χαρμόσυνη εἴδηση στὴ Μαρία, ἐνῷ ὁ Ματθαῖος στὸν Ἰωσὴφ (γι’ αὐτὸ δημιουργοῦν τὴν ὑποτιθέμενη διαφωνία), χωρίς νὰ γνωρίζουν ὅτι ἔλαβαν χώρα καὶ οἱ δύο ἐμφανίσεις. Τὴν περίπτωση αὐτὴν πρέπει νὰ λαμβάνουμε ὑπόψη καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴ διήγηση, διότι ἔτσι θὰ δώσουμε ἀπάντηση σὲ πολλὲς φαινομενικὲς διαφωνίες.
Ἐμφανίζεται λοιπὸν ὁ ἄγγελος, ὅταν ὁ Ἰωσὴφ καταλήφθηκε ἀπὸ ταραχή. Ἀσφαλῶς ἀναβάλλει τὴν ἐμφάνισή του καὶ γιὰ ὅσα εἴπαμε παραπάνω, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ἡ εὐσέβεια τοῦ Ἰωσήφ. Ὅταν ὅμως ἐπρόκειτο νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ ἔργο, ἔρχεται πλέον ὁ ἄγγελος.
«Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος, ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων (:Ἐνῷ ὅμως σκεπτόταν αὐτά, ἰδού, ἕνας ἄγγελος τοῦ Κυρίου φάνηκε στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ εἶπε)». Βλέπεις τὴν ἐπιείκεια τοῦ ἀνδρός; Ὄχι μόνο, διότι δὲν τὴν τιμώρησε, ἀλλὰ καὶ διότι σὲ κανένα δὲν εἶπε τίποτε, οὔτε καὶ στὴν ἴδια ποὺ θεωροῦσε ὡς ὕποπτη. Ἀντίθετα, σκεπτόταν μυστικὰ μέσα του, στὴν προσπάθειά του νὰ κρύψει τὴν αἰτία καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τήν Παρθένο. Πραγματικά, δὲν εἶπε ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ἤθελε νὰ τὴν ἐκδιώξει βίαια ἀπὸ τὰ σπίτι του, παρὰ ὅτι ἤθελε νὰ τῆς δώσει κρυφὰ διαζύγιο. Τόσο πολὺ ἤρεμος καὶ ἐπιεικὴς ἦταν ὁ ἄνθρωπος αὐτός.
«Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος, ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ (: Καθώς λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ συλλογιζόταν αὐτά, ἕνας ἄγγελος φάνηκε στὸ ὄνειρό του)». Ἀλλὰ γιατί δὲν ἔρχεται φανερὰ ὁ ἄγγελος, ὅπως στοὺς ποιμένες, τὸν Ζαχαρία καὶ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ ἔρχεται στὸ ὄνειρο τοῦ Ἰωσήφ; Ἦταν τόσο πολὺ πιστὸς ὁ Ἰωσήφ, ὥστε δὲν χρειαζόταν τὴν ἐμφάνιση αὐτὴ ἐνώπιόν του γιὰ νὰ πιστέψει τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου. Ἀντίθετα, ἡ Παρθένος ἐπειδὴ εὐαγγελιζόταν πολὺ σπουδαιότερη εἴδηση καὶ ἀπὸ αὐτὴν ἀκόμη ποὺ ἄκουσε ὁ Ζαχαρίας, χρειαζόταν καὶ πρὸ τοῦ γεγονότος παράδοξη ἐμφάνιση. Ἐπίσης, οἱ ποιμένες βρίσκονταν σὲ περισσότερο πνευματικὰ ἀκαλλιέργητη καὶ ἀπολίτιστη κατάσταση (καὶ γι’ αὐτὸ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ πιὸ ἔντονη καὶ πιὸ θαυμαστὴ ἐμφάνιση). Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως δέχεται εὔκολα τὴν ἀποκάλυψη διότι τοῦ ἔγινε μετὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς ἐγκυμοσύνης καὶ ἐνῷ ἡ ψυχή του εἶχε πλέον κυριευθεῖ ἀπὸ τὴν πονηρὴ καχυποψία, ἀλλὰ ἦταν καὶ ἕτοιμη νὰ δεχθεῖ τὶς ἀγαθὲς ἐλπίδες, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ ἐμφανιζόταν κάποιος ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε μὲ εὐκολία πρὸς αὐτές. Γι’ αὐτὸ καὶ μαθαίνει τὴν εὐχάριστη πληροφορία μετὰ τὴν ὑποψία ποὺ ἄρχισε νὰ τὸν βασανίζει, γιὰ νὰ τοῦ χρησιμεύσει τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὡς ἀπόδειξη τῶν λεγομένων.
Πραγματικά, ἐνῷ τὰ σκέφθηκε κατ’ ἰδίαν ὅλα αὐτά, χωρὶς νὰ πεῖ τίποτε σὲ κανέναν ἄλλον, καὶ ἄκουσε τὸν ἄγγελο νὰ τοῦ ὁμιλεῖ γιὰ τὶς σκέψεις του αὐτές, τοῦ πρόσφερε πλέον μιὰ ἀδιάσειστη ἀπόδειξη ὅτι εἶχε ἔλθει ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ· διότι μόνο ὁ Θεὸς ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ γνωρίζει τὶς ἀπόκρυφες ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς. Κοίταξε, λοιπόν, πόσα πράγματα λαμβάνουν χώρα καὶ ἀφ' ἑνὸς μὲν ἀποδεικνύεται ἡ εὐσέβεια τοῦ Ἰωσήφ, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἐνισχύει τὴν πίστη του τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀναγγελία ἔγινε στὴν κατάλληλη στιγμή, ἀλλὰ ἐπιπλέον καὶ τὸ ὅλο περιστατικὸ δὲν γεννᾶ ὑποψίες ἀναληθείας, διότι φανερώνει ὅτι ἔπαθε ὅ,τι ἦταν φυσικὸ νὰ πάθει ἕνας ἄντρας.
Μὲ ποιό τρόπο ὅμως τὸν ὁδηγεῖ πρὸς τὴν πίστη ὁ ἄγγελος; Ἄκουσε καὶ θαύμασε τὴ σοφία τῆς ἀφηγήσεως. Ὅταν ἦλθε, λοιπόν, ὁ ἄγγελος λέγει: «Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου (: Ἰωσήφ, ἀπόγονε τοῦ Δαυίδ, μὴ διστάσεις καὶ μὴ φοβηθεὶς νὰ παραλάβεις στὸν οἶκο σου τὴν Μαριάμ, τὴν ἁγνὴ καὶ πιστὴ μνηστή σου)» (Ματθ. 1,20). Ἀμέσως δηλαδὴ τοῦ ὑπενθυμίζει τον Δαβίδ, ἀπὸ τὸ γένος τοῦ ὁποίου ἔμελλε νὰ προέλθει ὁ Χριστὸς καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ταραχθεῖ, ἀφοῦ τοῦ ὑπενθύμισε τὴν ὑπόσχεση, ἡ ὁποία εἶχε δοθεῖ πρὸς ὁλόκληρο τὸ γένος, μὲ τὸ νὰ τὸν προσφωνήσει ἀπὸ τοὺς προγόνους του. Διότι γιὰ ποιό ἄλλο λόγο τὸν ὀνόμασε «υἱὸ τοῦ Δαυίδ»;
«Μὴ φοβηθῇς (: Νὰ μὴ δοκιμάσεις κανένα φόβο)», λέγει. Βέβαια, ὁ Θεὸς σὲ ἄλλες περιπτώσεις δὲν κάνει τὸ ἴδιο, ἀλλὰ ὅταν κάποιος ὅπως π.χ. ὁ Ἀβιμέλεχ ἔκανε ἀπρεπεῖς σκέψεις γιὰ κάποια γυναῖκα, χρησιμοποίησε πρὸς αὐτὸν ὁ Θεὸς αὐστηρότερες λέξεις καὶ τὶς συνόδευσε ἀπὸ ἀπειλή, μολονότι καὶ ἐκεῖ ἡ συμπεριφορὰ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἄγνοιας. Δηλαδή, καὶ ἐκεῖνος ὁ ἴδιος ὁ βασιλιᾶς των Γεράρων, ὁ Ἀβιμέλεχ, χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅτι ἡ Σάρα εἶναι σύζυγος καὶ ὄχι ἀδελφὴ τοῦ Ἀβραὰμ ὅπως νόμιζε, ἔλαβε τὴ Σάρα γιὰ νὰ τὴν ἔχει ὡς σύζυγό του, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα τὸν ἐπέπληξε ὁ Θεός (Γέν. 12,10-20 καὶ 20, 1-18· εἰδικότερα, βλ. Γέν.20, 3 : «Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Θὲὸς πρὸς Ἀβιμέλεχ ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα καὶ εἶπεν· ἰδοὺ σὺ ἀποθνήσκεις πὲρὶ τῆς γυναικός, ἧς ἔλαβες, αὕτη δὲ ἐστι σὺνῳκηυῖα ἀνδρί (: Ὁ Θεὸς ὅμως παρουσιάστηκε στὸν Ἀβιμέλεχ κατὰ τὴν νύκτα στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ εἶπε· "ἰδοὺ ἐσὺ πεθαίνεις ἀμέσως μετὰ ὡς τιμωρία, ἐξ αἰτίας τῆς γυναικός, τὴν ὁποία ἔλαβες, διότι αὐτὴ εἶναι σύζυγος ἄλλου ἀνδρός, τοῦ Ἀβραάμ")»). Στὴν προκειμένη ὅμως περίπτωση ὁ Θεὸς φέρεται μὲ μεγαλύτερη ἐπιείκεια, διότι εἶναι μεγίστη ἡ σπουδαιότητα τῶν γεγονότων ποὺ ἐπιτελοῦνται, ἀλλὰ καὶ ἡ μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν διαφορά, ὥστε δὲν θεωρεῖται ἀπαραίτητη ἡ ἐπίπληξη.
Μὲ τὸ νὰ πεῖ «μὴ δοκιμάσεις κανένα φόβο» ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰωσὴφ εἶχε κυριευθεῖ ἀπὸ φόβο μήπως ἔλθει ἀντιμέτωπος πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐὰν τὴν ἐκλάμβανε ὡς μοιχαλίδα· διότι διαφορετικὰ δὲν θὰ σχεδίαζε νὰ τὴν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ σπίτι του. Μὲ ὅλα αὐτὰ λοιπόν, ἀποδεικνύει ὅτι ὁ ἄγγελος ἦλθε ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τοῦ ἀποκαλύπτει καὶ τοῦ φανερώνει τὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματα, τὰ ὁποῖα δοκίμασε.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου, δὲν σταμάτησε ἐκεῖ, ἀλλὰ πρόσθεσε: «τὴν γυναῖκα σου». Βέβαια, δὲν θὰ τὴν ἀποκαλοῦσε μὲ τέτοιο τρόπο, ἐὰν εἶχε διαφθαρεὶ καὶ εἶχε φερθεῖ μὲ ἀνήθικο τρόπο προδίδοντάς τον. Μάλιστα ὅταν λέγει «γυναῖκα», ἐννοεῖ τὴν μνηστή, ὅπως ἀκριβῶς συνηθίζει ἡ Γραφὴ νὰ ὀνομάζει «γαμπροὺς» τοὺς μνηστῆρες καὶ πρὸ τοῦ γάμου.
Τί σημαίνει ὅμως ἡ λέξη «νὰ παραλάβει»; Νὰ τὴν κρατήσει στὸ σπίτι του, ἐπειδὴ μὲ τὴ σκέψη του τῆς εἶχε δώσει πλέον διαζύγιο. «Συνεπῶς αὐτὴν τὴν ὁποία ἔχεις ἀπομακρύνει ἤδη μὲ τὰ σχέδιά σου», λέγει, «νὰ τὴν κρατήσεις κοντά σου. Σοῦ τὴν παραδίδει ὁ Θεός, ὄχι οἱ γονεῖς της. Σοῦ τὴν παραδίδει, ὅμως, ὄχι ὡς σύζυγο, ἀλλὰ ἁπλῶς γιὰ νὰ κατοικεῖς μαζί της, καὶ σοῦ τὴν παραδίδει διαμέσου τῆς δικῆς μου φωνῆς». Ὅπως δηλαδή, ἀργότερα, ὁ Χριστὸς παρέδωσε τὴ Μητέρα Του στὸν μαθητὴ (Ἰω. 19, 26-27: «Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μὴτρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου ·εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια (: Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, ὅταν εἶδε τὴ μητέρα Του καὶ τὸν μαθητὴ ποὺ ἀγαποῦσε νὰ στέκεται ἐκεῖ κοντά, λέει στὴν μητέρα του: ‘’ Γυναῖκα, νὰ ποιός ἀπὸ τώρα θὰ εἶναι γιός σου’’. Ἔπειτα λέει στὸν μαθητή:’’ Νὰ ἡ μητέρα σου’’. Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν πῆρε ὁ μαθητὴς στὸ κατάλυμά του)»), ἔτσι καὶ τώρα τὴν παραδίδει στὴν προστασία τοῦ Ἰωσήφ.
Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ ἔθιξε τὸ θέμα τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ἀνέφερε τὴν πονηρὴ ὑποψία ποὺ ὡς τότε βασάνιζε τὸν Ἰωσὴφ γιὰ τὴν Μαρία, ἀλλὰ κατὰ τρόπο περισσότερο εὐγενῆ καὶ διακριτικὸ ὁ ἄγγελος τὴν ἐξαφάνισε, μὲ τὸ νὰ δώσει τὴν ἐξήγηση τοῦ ἐπικείμενου τοκετοῦ. Ἔτσι ἀποδείκνυε ὅτι ἐκείνη ἡ αἰτία, ἡ ὁποία τὸν ἔκανε νὰ νιώσει φόβο καὶ ἤθελε νὰ ἀπομακρύνει τὴν Παρθένο ἀπὸ τὸ σπίτι του, αὐτὴ ἀκριβῶς ἦταν ποὺ θὰ τὸν ἔκανε νὰ ἐνεργήσει σωστά, ἐὰν ἔπαιρνε τὴν Παρθένο κοντά του καὶ τῆς πρόσφερε τὴν προστασία του κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ του. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διέλυσε πλήρως τὴν ἀγωνία τοῦ Ἰωσήφ, μὲ τὴν ἀφθονία τῆς πειστικότητας τῶν λόγων του· διότι δὲν λέγει μόνο ὅτι ἡ Παρθένος εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν ὑποψία τῆς παράνομης συνευρέσεως, ἀλλὰ ἐπιπλέον ἐξηγεῖ ὅτι κυοφορεῖ κατὰ τρόπο ὑπερβαίνοντα τοὺς φυσικοὺς νόμους. «Συνεπῶς, ὄχι μόνο νὰ διώξεις τελείως τὸν φόβο σου, ἀλλὰ καὶ νὰ χαίρεσαι ὑπερβολικά».
«Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου (: διότι τὸ παιδὶ ποὺ κυοφορεῖται μέσα της ἔχει συλληφθεῖ ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)» (Ματθ.1,20). Παράδοξο εἶναι τὸ περιεχόμενο τῶν λόγων αὐτῶν καὶ ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρώπινη νόηση καὶ τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Πῶς λοιπὸν μποροῦσε νὰ τὸ πιστέψει ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ Ἰωσὴφ δηλαδή, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε πεῖρα ἀπὸ παρόμοια λόγια; «Μὰ φυσικὰ ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη τῶν προηγούμενων γεγονότων», λέγει. Διότι γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν σκοπό του φανέρωσε ὁ ἄγγελος ὅλες γενικῶς τὶς σκέψεις του, δηλαδή, τὰ συναισθήματά του, τοὺς φόβους του καὶ ὅ, τί διανοήθηκε νὰ πράξει, γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ πιστέψει καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὶς ἀποκαλύψεις αὐτές. Καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ παρελθόντος τὸν ὁδηγεῖ πρὸς τὴν πίστη, ἀλλὰ μᾶλλον ἀπὸ τὰ μέλλοντα νὰ ἀκολουθήσουν: «Τέξεται υἱόν» (: Θὰ γεννήσει ἕνα γιό)»,λέγει, «καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦ(:και ἐσὺ ποὺ ἀπὸ τὸν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀναγνωρίζεσαι ὡς προστάτης του, θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα ’’Ἰησοῦς’’, τὸ ὁποῖο σημαίνει ‘’σωτῆρας’’)» (Ματθ.1,21).
«Ἑπομένως, νὰ μὴν ἔχεις τὴν ἰδέα ὅτι εἶσαι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση νὰ προσφέρεις τὶς ὑπηρεσίες σου στὴν τακτοποίηση τῶν ζητημάτων τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὸ νεογέννητο, ἐπειδὴ ἡ γέννησή Του ἔχει ὡς αἰτία τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· διότι, μολονότι δὲν ἔπαιξες κανένα ρόλο στὴ γέννηση καὶ παρέμεινε ἀνέπαφη ἡ Παρθένος, ἐν τούτοις σοῦ ἀναθέτω τὸ ἑξῆς καθῆκον, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ γνώρισμα τοῦ πατέρα, χωρὶς βέβαια νὰ καταστρέφει τὴν ἰδιότητα τῆς παρθενίας,δηλαδή νὰ δώσεις τὸ ὄνομα στὸ παιδί. Ἐσύ, λοιπόν, θὰ τὸ ὀνομάσεις. Ἔστω κι ἂν δὲν εἶναι δικό σου τὸ παιδί, θὰ ἐκτελέσεις χάριν αὐτοῦ τὰ καθήκοντα ποὺ ἀνήκουν στὸν πατέρα. Γι’ αὐτὸ ἀμέσως σοῦ δίδω τὴ θέση τοῦ πατέρα γιὰ τὸ παιδὶ ποὺ γεννιέται, μὲ τὸ νὰ σοῦ ἀναθέσω νὰ δώσεις τὸ ὄνομα σὲ αὐτό».
Ἔπειτα γιὰ νὰ μὴ δημιουργηθεῖ ἡ ὑποψία στὸν ὁποιονδήποτε ὅτι εἶναι πραγματικὸς πατέρας, ἄκουσε μὲ πόση προσοχὴ ὁμιλεῖ στὴ συνέχεια: «Θὰ γεννήσει», λέγει, «υἱό». Δὲν εἶπε: «Θὰ σοῦ γεννήσει γιό», ἀλλὰ ἁπλῶς «θὰ γεννήσει» χωρὶς νὰ προσδιορίσει τὴ φράση· διότι δὲν γεννοῦσε τὸν Ἰησοῦ χάριν τοῦ Ἰωσήφ, ἀλλὰ Τὸν χάριζε στὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη.
Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἦλθε ὁ ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ φέροντας τὸ ὄνομα, γιὰ νὰ ἀποδείξει καὶ μὲ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὅτι ἡ γέννηση ἦταν ἄξια θαυμασμοῦ, διότι ὁ Θεὸς ἀπὸ ὑψηλὰ ἔστειλε μὲ τὸν ἄγγελο τὸ ὄνομα στὸν Ἰωσήφ. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα δὲν στερεῖτο περιεχομένου. Ἀντίθετα, περιέκλειε ἕνα θησαυρό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πήγαζαν ἀναρίθμητα καλά. Γι’ αὐτὸ καὶ ἑρμηνεύει αὐτὸ ὁ ἄγγελος καὶ συντελεῖ στὸ νὰ δημιουργηθοῦν ἀγαθὲς ἐλπίδες. Ἔτσι ὁδηγεῖ τὸν Ἰωσὴφ πρὸς τὴν πίστη. Βέβαια, συνηθίζουμε νὰ δείχνουμε μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον γι’ αὐτὰ τὰ θέματα, γι’ αὐτὸ καὶ πιστεύουμε εὐκολότερα στὰ εὐχάριστα.
Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ ὅλα αὐτὰ ὁδήγησε τὸν Ἰωσὴφ πρὸς τὴν πίστη, δηλαδή, μὲ τὴν ἀποκάλυψη τῶν γεγονότων τοῦ παρελθόντος, τὴν ἐξαγγελία τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, τὴν περιγραφὴ τῆς παρούσης καταστάσεως καὶ τὴ γνωστοποίηση τῆς τιμῆς ποὺ ἀποδιδόταν σ’ Ἐκεῖνον ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ, στὴν κατάλληλη στιγμὴ ἐμφανίζει καὶ τὸν προφήτη νὰ διακηρύττει ὅλα αὐτὰ γενικῶς[Ματθ. 1,21: «Τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λὰὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν (: Καὶ θὰ γεννήσει υἱό, καὶ ἐσύ -ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὸν νόμο θεωρεῖσαι προστάτης καὶ πατέρας Του- θὰ Τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ (δηλαδὴ Θεό- Σωτῆρα), διότι Αὐτὸς θὰ σώσει πράγματι τὸν λαό Του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους)»). Προτοῦ ὅμως νὰ ἐπικαλεσθεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς τὴ μαρτυρία τοῦ προφήτη Ἠσαΐα γιὰ νὰ ἐπικυρώσει ὅλα αὐτά, προλέγει ὁ ἄγγελος στὸν Ἰωσὴφ τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα θὰ προέλθουν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ γιὰ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Καὶ ποιά εἶναι αὐτά; Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἡ τέλεια ἀπάλειψη αὐτῶν. «Αὐτὸς γὰρ (: Διότι Αὐτός)», λέγει, «σώσει τὸν λὰὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν (:θὰ σώσει τὸν λαό Του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του)».
Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀποδεικνύεται ὁ θαυμαστὸς καὶ παράδοξος χαρακτῆρας τῆς σωτηρίας αὐτῆς· διότι δὲν ὑπόσχεται τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αἰσθητοὺς πολέμους ἢ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ βαρβάρους λαούς, ἀλλὰ κάτι ποὺ εἶναι πολὺ σπουδαιότερο ἀπὸ αὐτά, δηλαδή, τὴ λύτρωση ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν μπόρεσε κανεὶς νὰ κάνει στὸ παρελθόν. Θὰ ρωτήσει, βέβαια, κάποιος: «Καὶ γιὰ ποιό λόγο εἶπε ‘’τὸν λαό Του’’ καὶ δὲν πρόσθεσε καὶ τὰ ἄλλα ἔθνη;». Γιὰ νὰ μὴν προξενήσει ἀμέσως φόβο στὸν ἀκροατή του. Ἀλλὰ σὲ ἐκεῖνον ποὺ μὲ προσοχὴ ἄκουγε τὰ λόγια, ὑπέδειξε ὅτι συμπεριέλαβε καὶ τοὺς ἄλλους λαοὺς· διότι λαὸς τοῦ Ἰησοῦ δὲν ἦσαν μόνο οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ ὅλοι ὅσοι πήγαιναν νὰ μαθητεύσουν κοντά Του καὶ δέχονταν τὴ σωτηριώδη γνώση ποὺ πήγαζε ἀπὸ Αὐτόν.
Πρόσεξε ἀκόμη μὲ ποιό τρόπο μας παρουσίασε καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν ὀνόμασε «λὰὸν αὐτοῦ» τὸν ἰουδαϊκὸ λαὸ· διότι αὐτὸ δὲν ὑποδεικνύει τίποτε ἄλλο, παρὰ ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ Υἱὸς αὐτὸς ποὺ γεννιέται καὶ ὅτι ἐδῶ ὁ ἄγγελος ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Βασιλέα τοῦ οὐρανοῦ, δεδομένου ὅτι καμία ἄλλη δύναμη δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες, παρὰ μόνο ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Συνεπῶς, ἀφοῦ μᾶς προσφέρθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μία τόσο μεγάλη δωρεά, ἂς πράττουμε τὸ πᾶν γιὰ νὰ μὴν φανοῦμε ἀχάριστοι γιὰ μιὰ τόσο μεγάλη εὐεργεσία. Διότι ἐνῷ καὶ προτοῦ νὰ μᾶς δοθεῖ ἡ τιμὴ αὐτὴ ἦσαν ἄξιες τιμωρίας οἱ διαπραττόμενες ἁμαρτίες, πολὺ περισσότερο θὰ εἶναι μετὰ τὴν προσφορὰ τῆς ἀνέκφραστης αὐτῆς Δωρεᾶς. Καὶ τὴν σκέψη αὐτὴ δεν τη λέγω τυχαία τώρα, ἀλλὰ ὁδηγοῦμαι πρὸς αὐτήν, ἐπειδὴ βλέπω πολλοὺς νὰ περνοῦν τὸν καιρό τους, μετὰ τὸ βάπτισμα μὲ μεγαλύτερη ἀμεριμνησία ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν γνωρίσει ἀκόμη τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια καὶ δὲ διαθέτουν κανένα χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς τους. Στὴν αἰτία αὐτὴν ὀφείλεται τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ξεχωρίσει εὔκολα κάποιος, οὔτε στὴν ἀγορά, οὔτε στὴν Ἐκκλησία, ποιός εἶναι πιστὸς καὶ ποιός ὁ ἄπιστος, ἐκτὸς ἐὰν παρευρίσκεται κανένας κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς τελέσεως τῶν μυστηρίων καὶ δεῖ ἄλλους μὲν νὰ ἐξέρχονται, ἄλλους δὲ νὰ παραμένουν ἐντὸς τοῦ ναοῦ.
Ἔπρεπε βέβαια νὰ διακρινόμαστε ὄχι ἀπὸ τὸν τόπο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Πραγματικά, ἐνῷ τὰ ἀξιώματα τῶν εὑρισκομένων ἐκτὸς τῆς πίστεώς μας διακρίνονται, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀπὸ τὰ ἀνάλογα ἐξωτερικὰ γνωρίσματα, τὰ δικά μας πρέπει νὰ ξεχωρίζουν ἀπὸ τὴν ψυχική μας ἀνωτερότητα· διότι ὁ πιστὸς δὲν πρέπει νὰ ξεχωρίζει μόνο ἀπὸ τὸ ὄνομα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν νέο τρόπο ζωῆς. Ὁ πιστὸς πρέπει νὰ εἶναι φῶς καὶ ἁλάτι τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως δὲν εἶσαι σὲ θέση νὰ φωτίζεις τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ συγκρατεῖς τὴ δική σου σήψη, ἀπὸ ποῦ θὰ μπορέσουμε νὰ σὲ γνωρίσουμε; Μήπως ἐπειδὴ βαπτίστηκες; Ὅταν ὅμως δὲν ζεῖς καὶ ἀνάλογη ζωή, τὸ βάπτισμα εἶναι ἕνα ἐφόδιο ποὺ σὲ ὁδηγεῖ στὴν τιμωρία. Διότι τὸ μέγεθος τῆς τιμῆς συντελεῖ στὴν αὔξηση τῆς τιμωρίας ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν τὴν διάθεση νὰ ζοῦν ἀντάξια πρὸς τὴν τιμὴ ποὺ τοὺς προσφέρθηκε. Ἀσφαλῶς, ὁ πιστὸς δὲν εἶναι δίκαιο νὰ διακρίνεται μόνο ἀπὸ ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσα ὁ ἴδιος πρόσφερε. Ἐπίσης, πρέπει νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ πάσης ἀπόψεως, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν τρόπο τοῦ βαδίσματος, ἀπὸ τὸ βλέμμα του, ἀπὸ τὴν ἐνδυμασία του καὶ ἀπὸ τὴν ὁμιλία του. Αὐτὰ βέβαια δὲν τὰ εἶπα γιὰ νὰ ρυθμίσουμε τὴ ζωή μας ἀποβλέποντας στὴν ἐπίδειξη, ἀλλὰ τὰ εἶπα γιὰ τὴν ὠφέλεια αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι προσέχουν τὸν ἑαυτό τους[...].
«Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥἠθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος·Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γὰστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός (: Μὲ ὅλο αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς ὑπερφυσικῆς συλλήψεως τῆς Παρθένου, πραγματοποιήθηκε πλήρως καὶ ἐπαληθεύτηκε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μέσῳ τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες εἶχε πεῖ: ‘’Νά, ἡ παρθένος, ποὺ δὲν γνώρισε ἄνδρα, θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει υἱό, καὶ ὅσοι θὰ πιστεύουν σὲ Αὐτόν, θὰ Τὸν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ, ὄνομα ἑβραϊκὸ ποὺ σημαίνει ’’ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας’’)» (Ματθ.1,22-23).
Ὅταν λέγει «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν» ὁμιλεῖ, ὅσο τοῦ εἶναι δυνατό, ὅπως ἀξίζει στὸ θαῦμα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶδε ὅλο τὸ πλάτος καὶ τὸ βάθος τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἔγινε πραγματικότητα ὅ,τι δὲν ἦταν δυνατὸ οὔτε νὰ φανταστοῦμε καὶ ὅτι καταλύθηκαν οἱ φυσικοὶ νόμοι καὶ ἐπῆλθε συμφιλίωση καὶ κατέβηκε ὁ ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους πρὸς τὸν κατώτερο ἀπὸ ὅλους καὶ ἐξαφανίστηκε τὸ χάσμα καὶ ἐξουδετερώθηκαν τὰ ἐμπόδια καὶ συνέβησαν καὶ ἄλλα πολὺ περισσότερα, μᾶς παρουσίασε μὲ μία μικρὴ φράση τὸ θαῦμα. Εἶπε: «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥἠθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος(:Με ὅλο αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς ὑπερφυσικῆς συλλήψεως τῆς Παρθένου, πραγματοποιήθηκε πλήρως καὶ ἐπαληθεύτηκε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μέσῳ τοῦ προφήτη Ἠσαΐα)» (Μάτθ.1,22). «Δὲν πρέπει», λέγει, «νὰ νομίσεις ὅτι τοῦτο ἀποφασίστηκε τώρα. Σχεδιάστηκε ἀπὸ πολὺ παλαιά». Αὐτὸ φρόντισε νὰ τὸ δείξει παντοῦ ὁ Παῦλος. Παραπέμπει ἐπίσης ὁ ἄγγελος τὸν Ἰωσὴφ στὸν Ἠσαΐα, ὥστε καὶ ἂν δυσπιστήσει ὅταν σηκωθεῖ ἀπὸ τὸν ὕπνο, πρὸς τὰ λόγια του, ἐπειδὴ λέχτηκαν τώρα, νὰ θυμηθεῖ τὰ λόγια του προφήτη τὰ ὁποῖα ἄκουγε σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ νὰ τὰ κατανοήσει. Στὴν Παρθένο δὲν εἶπε τίποτε ἀπὸ αὐτὰ διότι ἦταν νεαρὴ καὶ δὲν εἶχε τὴν ἀπαιτούμενη πεῖρα. Ἀπευθύνεται πρὸς τὸν ἄνδρα μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπειδὴ ἦταν εὐσεβὴς καὶ μελετοῦσε τοὺς προφῆτες.
Πρὸ ὀλίγου εἶπε: «Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου» (Ματθ.1,20). Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀφοῦ ἀνέφερε τὸν προφήτη, τοῦ ἐμπιστεύεται τὴν λέξη «παρθένος». Διότι ἂν δὲν ἄκουγε πρῶτα τὰ λόγια του Ἠσαΐα, δὲ θὰ παρέμενε ἀτάραχος στὸ ἄκουσμα τῆς λέξεως «παρθένος». Ἐνῷ τώρα θὰ ἄκουγε ὄχι κάτι τὸ παράξενο· ἀλλὰ κάτι μὲ τὸ ὁποῖο εἶχε ἐξοικειωθεῖ καὶ τὸ εἶχε μελετήσει πρὸ πολλοῦ στὸ βιβλίο τοῦ προφήτη. Γιὰ τοῦτο ἀναφέρει τον Ἠσαΐα ὁ ἄγγελος, γιὰ νὰ γίνει εὐπρόσδεκτος ὁ λόγος. Καὶ δὲν ἀρκεῖται σὲ αὐτὸ ἀλλὰ ἀναφέρει ὡς πηγὴ τῆς προφητείας τὸν Θεὸ· διότι δὲν λέγει ὅτι τὰ λόγια εἶναι του Ἠσαΐα, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ παντός. Γιὰ τοῦτο δὲν εἶπε γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ ρηθὲν ἀπὸ τὸν Ἠσαΐα, ἀλλά : «τὸ ῥἠθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου» · διότι μόνο τὸ στόμα ἦταν του Ἠσαΐα. Πηγὴ τῆς προφητείας ἦταν ὁ οὐρανός.
Λέγει ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ Ἠσαΐα: «Διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον (: Γι’ αὐτὸ θὰ δώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος σὲ σᾶς σημεῖο, θαῦμα μέγα καὶ καταπληκτικὸ)» καὶ ἔπειτα ἀναφέρει τὴ συγκεκριμένη προφητεία. Τί λέγει λοιπὸν αὐτὴ ἡ προφητεία; «Ἰδὸὺ ἡ παρθένος ἐν γὰστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ (: Ἰδού, ἡ παρθένος θὰ συλλάβει μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο καὶ θὰ γεννήσει υἱὸ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ της αὐτοῦ θὰ εἶναι Ἐμμανουήλ, ποὺ σημαίνει ‘’ὁ Θεὸς μαζί μας’’)» (Ησ.7,14).
Τίθεται ὅμως τὸ ἐρώτημα: Γιατί λοιπὸν δὲν ὀνομάστηκε Ἐμμανουήλ, ἀλλὰ Ἰησοῦς Χριστός; Διότι δὲν εἶπε θὰ ὀνομάσεις, ἀλλὰ θὰ ὀνομάσουν, οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι, δηλαδὴ καὶ ἡ ἁπλὴ πραγματικότητα. Ἐδῶ δηλαδὴ δίνει ὡς ὄνομα τὸ ἀποτέλεσμα. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἔχει αὐτὴ τὴ συνήθεια, νὰ δίνει ὡς ὄνομα ἐκεῖνα ποὺ θὰ συμβοῦν στὴν πραγματικότητα. Τὸ «καλέσουσιν Ἐμμανουὴλ» δὲν σημαίνει λοιπὸν τίποτε ἄλλο παρὰ ὅτι θὰ δοῦν τὸν Θεὸ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Πάντοτε βέβαια βρισκόταν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, οὐδέποτε ὅμως τόσο φανερά.
Ἂν αὐθαδιάζουν οἱ Ἰουδαῖοι, θὰ τοὺς ἐρωτήσουμε: «Πότε ὀνομάστηκε τὸ παιδί ‘’Ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον (: ταχέως λαφυραγώγησε, πλήρως καὶ τελείως λεηλάτησε’’)»; (Ἠσ.8,3). Καὶ ἀσφαλῶς δὲν θὰ μπορέσουν νὰ δώσουν ἀπάντηση. Ἀλλὰ τότε γιατί ὁ προφήτης ἔλεγε «κάλεσον τὸν ὄνομα αὐτοῦ ‘’Ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον’’»; Διότι ἡ γέννησή Του προκάλεσε ἁρπαγὴ καὶ διανομὴ λαφύρων. Γιὰ τοῦτο τοῦ δίνει ὡς ὄνομα ἐκεῖνο ποὺ συνέβη στὴν πραγματικότητα[ο Θεὸς δικαιολογεῖ τὸ ὄνομα ὡς ἑξῆς: «διότι πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα, λήψεται δύναμιν Δαμασκοῦ καὶ τὰ σκῦλα Σαμαρείας ἔναντι βασιλέως Ἀσσυρίων (: διότι πρὶν ἀκόμη τὸ παιδὶ μάθει νὰ λέγει τὴν λέξη "πατέρα" καὶ "μητέρα", θὰ κυριεύσει ἐνώπιον τοῦ βασιλέως των Ἀσσυρίων τὸν στρατὸ τῆς Δαμασκοῦ καὶ θὰ πάρει τὰ λάφυρα τῆς Σαμάρειας)»: Ἠσ.8,3).
«Καὶ μετὰ ταῦτα κληθὴσῃ πόλις δικαιοσύνης, μητρόπολις πὶστὴ Σιῶν(:και ἔτσι ἐσὺ θὰ ὀνομαστεῖς πόλη δικαιοσύνης, ἡ Σιῶν ἡ πρωτεύουσα τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἡ πιστὴ στὸν Θεό)», λέγει ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ προφήτη Ἠσαΐα (Ἠσ.1,26). Δὲν βρίσκουμε ὅμως πουθενὰ ὅτι ἡ πόλη ὀνομάστηκε «δικαιοσύνη», ἀλλὰ ἐξακολούθησε νὰ λέγεται Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα, διότι βελτιώθηκε πράγματι ἠθικῶς ἡ πόλη αὐτή, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν εἶπε ὅτι θὰ τῆς δοθεῖ αὐτὸ τὸ ὄνομα· διότι, ὅταν συμβεῖ πράγματι κάτι, τὸ ὁποῖο κάνει σαφέστερα γνωστὸ ἐκεῖνο ποὺ τὸ ἔκανε ἢ ποὺ τὸ ἀπόλαυσε, ἀπὸ ὅσο τὸν κάνει τὸ σύνηθες ὄνομά του, τότε λέγει ὅτι αὐτὸς ἔχει ὡς ὄνομα ἐκεῖνο ποὺ συμβαίνει στὴν πραγματικότητα.
Καὶ ἂν μετὰ τὴν ἀποστόμωσή τους στὸ ζήτημα αὐτὸ ἀναζητοῦν ἄλλο, αὐτὸ π.χ. ποὺ λέγεται περὶ τῆς παρθενίας, καὶ παρουσιάζουν πρὸς ὑποστήριξη τοῦ ἰσχυρισμοῦ τοὺς κάποιους ἄλλους ἑρμηνευτές, καὶ μᾶς λέγουν ὅτι αὐτοὶ δὲν ὁμιλοῦν γιά ‘’παρθένο’’, ἀλλὰ γιά ‘’νεαρὴ κόρη’’, θὰ ἀπαντήσουμε πρῶτα ὅτι εἶναι ὀρθὸ νὰ εἶναι περισσότερο ἀξιόπιστοι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους οἱ Ἑβδομήκοντα· διότι οἱ δικοί τους ἑρμηνευτὲς (ἐκτός ἀπὸ τὴν μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἀποκαλεῖται μετάφραση των Ἑβδομήκοντα, ποὺ ὁλοκληρώθηκε στὰ μέσα περίπου τοῦ 2ου αἰῶνα π.Χ., ἔχουμε καὶ ἄλλες στὴν ἑλληνική, τὴν ἀραμαϊκὴ καὶ τὴ συριακὴ γλῶσσα, οἱ ὁποῖες ἔγιναν κατὰ τὸν 2ο κυρίως αἰῶνα μ.Χ.) ἑρμήνευσαν μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπιπλέον παρέμειναν πιστοὶ στὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία. Δικαίως λοιπὸν πρέπει νὰ θεωροῦνται ἀναξιόπιστοι, ἐπειδὴ ὁμίλησαν μᾶλλον μὲ μῖσος καὶ ἐπειδὴ παραποιοῦν σκόπιμα τὶς προφητεῖες. Οἱ Ἑβδομήκοντα ἀντιθέτως συγκεντρώθηκαν ἑκατὸ ἢ καὶ περισσότερα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ τόσοι πολλοὶ ἄνθρωποι, καὶ ἑπομένως εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ κάθε ὑποψία καὶ εἶναι δίκαιο νὰ τοὺς ἐμπιστευόμαστε περισσότερο καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ χρόνου τῆς συγκεντρώσεως καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους καὶ τῆς ὁμοφωνίας αὐτῶν ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ καὶ εἶχαν ἀναλάβει τὴ μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἀλλὰ ἡ νίκη εἶναι ὁπωσδήποτε δική μας, ἔστω καὶ ἂν ἐπιμένουν νὰ παρουσιάζουν τὴ μαρτυρία τῶν δικῶν τους. Διότι καὶ ἡ λέξη «νεᾶνις» χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἔννοια τῆς παρθένου (Σὲ ἄλλες μεταφράσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀντὶ τῆς φράσεως «ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γὰστρὶ ἕξει», ἔχουμε: «ἰδοὺ ἡ νεᾶνις ἐν γὰστρὶ ἕξει». Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἀποδεικνύει στὴ συνέχεια ὅτι ἡ λέξη ‘’νεᾶνις’’ ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴ λέξη ‘’παρθένος’’. Ὅμως δὲν ἀρκεῖται βέβαια στὸ ἐπιχείρημα αὐτό. Παρουσιάζει, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, καὶ ἄλλα ἰσχυρότατα). Ἡ Ἁγία Γραφὴ τὴ χρησιμοποιεῖ συχνὰ ὄχι μόνο γιὰ τὶς γυναῖκες, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄνδρες. Λέγει π.χ. «Νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων (: Οἱ νέοι ἄνδρες καὶ οἱ παρθένοι, οἱ γεροντότεροι μαζὶ μὲ τοὺς νεότερους)» (Ψάλμ.148,12).
Καὶ ὅταν ὁμιλεῖ σὲ ἄλλο σημεῖο γιὰ μία κοπέλα, ποὺ ζήτησε κάποιος νὰ τὴ βιάσει καὶ λέγει: «Καὶ τῇ νεάνιδι οὐ ποιήσετε οὐδὲν· οὐκ ἔστιν ἁμάρτημα θανάτου, ὅτι ὡς εἴ τις ἐπαναστῇ ἄνθρωπος ἐπὶ τὸν πλησίον καὶ φονεὺσῃ αὐτοῦ ψυχήν, οὕτω τὸ πρᾶγμα τοῦτο, ὅτι ἐν τῷ ἀγρῷ ἔὗρεν αὐτήν, ἐβόησεν ἡ νεᾶνις ἡ μεμνηστευμένη, καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθήσων αὐτῇ. Ἐὰν δέ τις εὕρῃ τὴν παῖδα τὴν παρθένον, ἥτις οὐ μεμνήστευται, καὶ βιασάμενος κοιμηθῇ μετ᾿ αὐτῆς καὶ εὑρεθῇ, δώσει ὁ ἄνθρωπος ὁ κοιμηθεὶς μετ᾿ αὐτῆς τῷ πὰτρὶ τῆς νεάνιδος πεντήκοντα δίδραχμα ἀργυρίου, καὶ αὐτοῦ ἔσται γυνή, ἀνθ᾿ ὧν ἐταπείνωσεν αὐτὴν· οὐ δυνήσεται ἐξαποστεῖλαι αὐτὴν τὸν ἅπαντα χρόνον (: Στὴν κόρη ποὺ πέφτει θῦμα βιασμοῦ δὲν θὰ ἐπιβάλετε καμία τιμωρία. Δὲν διέπραξε αὐτὴ ἁμάρτημα συνεπαγόμενο τὸν θάνατο· διότι τὸ πάθημα τῆς νεανίδας εἶναι, ὡς ἐὰν ἕνας ὁπλισμένος ἄνθρωπος ἐπιτεθεῖ ἐναντίον ἀόπλου καὶ τὸν φονεύσει. Στὸν ἀγρὸ βρῆκε ἐκεῖνος τὴν μνηστευμένη κόρη. Φώναξε ἐκείνη, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ σπεύσει σὲ βοήθειά της. Ἐὰν κάποιος ἄντρας συναντήσει κόρη παρθένο, ἡ ὁποία δὲν εἶναι μνηστευμένη καὶ ἀφοῦ κοιμηθεῖ μαζί της τὴν βιάσει, καὶ ἀνακαλυφθεῖ αὐτὸς ποὺ διέπραξε τὸ ἀδίκημα αὐτό, θὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς στὸν πατέρα τῆς παρθένου κόρης πενῆντα δίδραχμα ἀργυρίου καὶ θὰ λάβει αὐτὴν ὡς σύζυγό του, διότι τὴν διέφθειρε. Καὶ δὲν θὰ δυνηθεῖ αὐτὸς ποτὲ νὰ τὴν διαζευχθεῖ)» (Δευτ.22,27)·επομένως ἡ λέξη «νεᾶνις» καὶ ἐκεῖ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴ λέξη «παρθένος».
Καὶ οἱ προφητεῖες ἐπικυρώνουν τὴ λογικὴ αὐτὴ σκέψη. Δὲν εἶπε δηλαδὴ ὁ προφήτης ἁπλῶς: «Ἰδὸὺ ἡ παρθένος ἐν γὰστρὶ ἕξει», ἀλλὰ εἶπε πρῶτα: «Διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον (: γι’ αὐτὸ θὰ δώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος σὲ σᾶς σημεῖο, θαῦμα μέγα καὶ καταπληκτικὸ)» καὶ συμπλήρωσε κατόπιν: «Ἰδὸὺ ἡ παρθένος ἐν γὰστρὶ ἕξει(:Ιδού, ἡ παρθένος θὰ συλλάβει μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο)». Ἂν λοιπὸν δὲν ἦταν παρθένος ἐκείνη ποὺ ἐπρόκειτο νὰ μείνει ἔγκυος, ἀλλὰ θὰ συνέβαινε αὐτὸ μὲ τὴ μεσολάβηση κάποιου ἄντρα, ποιό θὰ ἦταν τότε τὸ θαυματουργικὸ σημεῖο;
«Διεγερθεὶς δὲ ὁ Ἰὤσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου(:Όταν λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ σηκώθηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο, ἔκανε ὅπως τὸν διέταξε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου)» (Ματθ.1,24). Βλέπεις τὴν ὑπακοή του καὶ τὸν πειθαρχικὸ χαρακτῆρα του; Βλέπεις τὴν ἐκλεκτὴ καὶ πάντοτε ὀρθῶς σκεπτόμενη ψυχή του; Οὔτε ὅταν εἶχε ὑποψίες γιὰ κάτι τὸ δυσάρεστο καὶ τὸ ἀνήθικο δέχτηκε νὰ κρατήσει τὴν Παρθένο, οὔτε ὑπέμεινε νὰ τὴν ἀποπέμψει, ὅταν ἔπαψε νὰ τὸν βασανίζει ἡ ὑποψία αὐτή, ἀλλὰ τὴν κράτησε καὶ ἔγινε ὑπηρέτης τοῦ σχεδίου αὐτοῦ. «Καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ (: και παρέλαβε τὴ μνηστή του στὸ σπίτι του)». Βλέπεις ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής, ἐπειδὴ δὲν θέλει νὰ ἀποκαλύψει ἀκόμη ἐκεῖνο τὸ μυστήριο καὶ ἐπειδὴ θέλει νὰ ἐξαφανίσει τὴν καχυποψία ἐκείνη, χρησιμοποιεῖ συνεχῶς αὐτὴ τὴ λέξη;
«Παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως ὁὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον(:Παρέλαβε τὴν μνηστή του στὸ σπίτι του καὶ δὲν ἦρθε σὲ σχέση συζυγικὴ μαζί της ποτέ, ἄρα καὶ ἕως ὅτου γέννησε τὸν πρῶτο καὶ μονάκριβο υἱό της)» (Ματθ.1,24-25). Χρησιμοποίησε ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστὴς τὴ λέξη «ἕως» ὄχι γιὰ νὰ νομίσεις ὅτι εἶχε συζυγικὲς σχέσεις μαζί της ἀργότερα, ἀλλὰ γιὰ νὰ σὲ βεβαιώσει ὅτι ἡ Παρθένος ἐξάπαντος δὲν ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μαζί του πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση. Τίθεται ὅμως τὸ ἐρώτημα: «Γιατί χρησιμοποίησε τὴ λέξη ‘’ἕως’’»; Διότι ἡ Ἁγία Γραφὴ τὴν χρησιμοποιεῖ συχνά, χωρὶς ὅμως νὰ τῆς δίνει τὴν ἔννοια ὁρισμένου χρονικοῦ ὁρίου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγει καὶ στὴ διήγηση περὶ τῆς κιβωτοῦ ὅτι ὁ κόρακας ποὺ ἔστειλε ὁ Νῶε γιὰ νὰ ἐλέγξει ἂν εἶχαν πιὰ ἀποσυρθεῖ τὰ νερὰ ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς μετὰ τὸν κατακλυσμό, εἶναι γνωστὸ ὅτι δὲν ἐπέστρεψε οὔτε ἀργότερα: «Καὶ ἐγένετο μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἠνὲῳξε Νῶε τὴν θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ ἀπέστειλε τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ·καὶ ἐξελθών, οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ ἀπέστειλε τὴν περιστερὰν ὀπίσω αὐτοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς (: Ἔπειτα ἀπὸ σαράντα ἡμέρες ἄνοιξε ὁ Νῶε τὴν θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, τὴν ὁποία εἶχε κατασκευάσει, καὶ ἀπέλυσε τὸν κόρακα, γιὰ νὰ δεῖ ἐὰν ἔπαψε νὰ ὑπάρχει νερὸ στὴν ξηρά. Ὁ κόρακας ἀφοῦ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν κιβωτὸ δὲν ἐπέστρεψε πλέον, οὔτε καὶ ὅταν ἐξατμίστηκε ἐντελῶς τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς. Ἔπειτα ἀπὸ τὸν κόρακα ποὺ δὲν ἐπέστρεψε, ἔστειλε ὁ Νῶε τὴν περιστερά, γιὰ νὰ δεῖ ἐὰν εἶχε πάψει τὸ νερὸ νὰ σκεπάζει τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς)» [Γέν.8,6-8].
Καὶ γιὰ τὸν Θεὸ λέγει ἐπίσης ὁ Ψαλμωδός: «Πρὸ τοῦ ὄρη γενηθῆναι καὶ πλασθῆναι τὴν γῆν καὶ τὴν οἰκουμένην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ (: Πριν γίνουν τὰ ὄρη καὶ πρὶν διαμορφωθεῖ ἡ γῆ καὶ ἡ οἰκουμένη, πρὸ πάντων τῶν αἰώνων Ἐσὺ ὑπῆρχες, ὑπάρχεις καὶ θὰ ὑπάρχεις)» (Ψάλμ.89,2). Ἀσφαλῶς δὲν θέτει χρονικὰ ὅρια στὸ σημεῖο αὐτό. Καὶ ὅταν προφητεύει καὶ λέγει: «Ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καὶ πλῆθος εἰρήνης, ἕως ὁὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη(:Από τὴν πνευματικὴ αὐτὴ γλυκεῖα ἄρδευση θὰ ἀναβλαστήσει καὶ θὰ ἀνθίσει ἐπὶ τῶν ἡμερῶν Τοῦ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη πλούσια καὶ ἀτελείωτη, μέχρις ὅτου κατὰ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου λάβει τέλος ἡ σελήνη)» [Ψάλμ.71,7], δὲν περιορίζει χρονικὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ὡραίου τούτου οὐρανίου σώματος.
Ἔτσι λοιπὸν χρησιμοποίησε καὶ ἐδῶ το «ἕως», γιὰ νὰ βεβαιώσει γιὰ τὸ χρονικὸ διάστημα μέχρι τῆς γεννήσεως, καὶ σὲ ἄφησε νὰ συμπεράνεις γιὰ τὰ κατόπιν. Ὁ Εὐαγγελιστὴς εἶπε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ μάθεις ἀπαραιτήτως ἀπὸ αὐτόν, ὅτι δηλαδὴ ἡ Παρθένος δὲν εἶχε συζυγικὲς σχέσεις μέχρι τὸν χρόνο τῆς γεννήσεως. Ἄφησε κατόπιν νὰ συμπεράνεις ἐσὺ ἐκεῖνο ποὺ ἦταν λογικὸ συμπέρασμα τῶν λόγων του καὶ ἀπολύτως εὐνόητο, ὅτι δηλαδὴ ὁ Ἰωσήφ, ποὺ ἦταν εὐσεβής, δὲν θὰ ἀποφάσιζε νὰ συνάψει συζυγικὲς σχέσεις μὲ τὴ γυναῖκα ποὺ ἔγινε μητέρα κατὰ θαυμάσιο τρόπο καὶ ποὺ κρίθηκε ἄξια γιὰ πρωτοφανῆ τοκετὸ καὶ θαυμαστὴ ἐγκυμοσύνη. Ἐὰν εἶχε συζυγικὲς σχέσεις μὲ αὐτὴν καὶ ἂν τὴν θεωροῦσε νόμιμη σύζυγό του, τίθεται τὸ ἐρώτημα: «Πῶς τὴν παρέδωσε ὁ Ἰησοῦς στὸν μαθητή Του σὰν νὰ στεροῦνταν προστάτη καὶ νὰ μὴν εἶχε κανένα δικό της, καὶ πῶς τοῦ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ τὴν πάρει στὸ κατάλυμά του;».
Γιατί ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ ἀναρωτηθεῖ κανένας, ὀνομάζονται ἀδελφοί Του οἱ περὶ τὸν Ἰάκωβο; (Ὁ Ἰάκωβος ἦταν υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν πρώτη του γυναῖκα, ἡ ὁποία εἶχε πεθάνει. Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων ἔγινε τὸ 33 μ. Χ. Λιθοβολήθηκε καὶ πέθανε τὸ 62 μ.Χ. Ἄλλοι ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου θεωροῦνταν ὁ Ἰωσής, ὁ Σίμων καὶ ὁ Ἰούδας: βλ. Μάτθ.12,46-50). Ἀπαντῶ: ὅπως ἀκριβῶς θεωρεῖτο καὶ ὁ Ἰωσὴφ σύζυγος τῆς Μαρίας· διότι ἐπιπλέον χρησιμοποιήθηκαν πολλοὶ τρόποι, γιὰ νὰ καλυφτεὶ γιὰ ὁρισμένο χρόνο τὸ μυστήριο τῆς Γεννήσεως. Γιὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἰωάννης τοὺς εἶπε ‘’ἀδελφοὺς τοῦ Κυρίου’’ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν (: Ἀκόμη καὶ τὰ ἀδέρφια Του δὲν πίστευαν σὲ Αὐτὸν ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας)» (Ἰω.7,5).
Ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ δὲν πίστευαν προηγουμένως σὲ Αὐτόν, ἔγιναν ἀργότερα ἀξιοθαύμαστοι καὶ λαμπροὶ γιὰ τὴν πίστη τους· διότι ὅταν πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα[ μετὰ τὴν πρώτη ἀποστολικὴ περιοδεία του ὁ Παῦλος ἦλθε στὰ Ἱεροσόλυμα, διότι οἱ ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοὶ ἀπαιτοῦσαν νὰ ἐκτελοῦν καὶ οἱ ἐξ ἐθνικῶν Χριστιανοὶ τὶς διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ὁ Παῦλος, ὁ Πέτρος καὶ ὁ Βαρνάβας τακτοποίησαν καὶ ἔθεσαν τότε τέρμα στὸ ὅλο ζήτημα: βλ. Πράξ.15,1-35), ὁ Παῦλος καὶ ἡ συνοδεία του γιὰ νὰ τακτοποιήσουν ζητήματα τῆς ἐκεῖ ἐκκλησίας, πῆγαν ἀμέσως στὸ σπίτι του. Καὶ ἦταν τόσο ἐκλεκτός, ὥστε πρῶτος αὐτὸς ἔγινε ἐπίσκοπος ἐκεῖ. Λέγουν μάλιστα ὅτι ὁ Ἰάκωβος σκληραγωγοῦσε τὸν ἑαυτό του τόσο πολύ, ὥστε νεκρώθηκαν ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του καὶ ὅτι τὸ μέτωπό του ἔγινε τόσο σκληρὸ ἀπὸ τὴ συνεχῆ προσευχὴ καὶ τὴν ἀδιάκοπη ἐπαφή του μὲ τὸ ἔδαφος, ὥστε ἔγινε γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ἐξίσου σκληρὸ μὲ τὰ γόνατα καμήλου.
Αὐτὸς συμβούλευσε ἀκόμη καὶ τὸν Παῦλο, ὅταν ἀργότερα ἦλθε γιὰ δεύτερη φορὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ τοῦ εἶπε: «Θεωρεῖς, ἀδελφέ, πόσαι μυριάδες εἰσὶν Ἰοὐδαίων τῶν πεπιστευκότων, καὶ πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσι (: Βλέπεις, ἀδελφέ, πόσο μεγάλος εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν Ἰουδαίων ποὺ ἔχουν πιστέψει στὸν Κύριο καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ μὲ ζῆλο ὑπερασπίζονται τὸ κῦρος τοῦ νόμου)» (Πράξ.21,20). Τόση ἦταν ἡ σύνεση καὶ ὁ ζῆλος του. Ἢ μᾶλλον, τόση ἦταν ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἀπόδειξη ἀποτελεῖ καὶ αὐτό: τόσος ἦταν μετὰ τὸν θάνατό του ὁ θαυμασμὸς ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τὸν κατεδίωξαν, ὥστε νὰ θυσιάσουν γι΄Αυτόν μὲ πολλὴ προθυμία καὶ τὴ ζωή τους ἀκόμη. Πρᾶγμα ποὺ μαρτυρεῖ ἀναμφισβήτητα τὴ δύναμη τῆς ἀναστάσεως. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν διατηρήθηκαν μετὰ ἀπὸ αὐτήν τα σημαντικότερα, ὥστε νὰ ἀποτελέσουν ἀναμφισβήτητη ἀπόδειξη. Ἐνῷ δηλαδὴ λησμονοῦμε, ὅταν πεθάνουν, ἀκόμη καὶ ἐκείνους ποὺ θαυμάζαμε ὅταν ζοῦσαν, πῶς στὴν περίπτωση αὐτήν, ἂν ἦταν κάποιος συνηθισμένος ἄνθρωπος ὁ Χριστός, θὰ τὸν θεωροῦσαν μετὰ τὸν θάνατό Του ὅτι εἶναι Θεός; Πῶς θὰ δέχονταν ἀκόμη καὶ νὰ θανατωθοῦν μὲ μαρτύρια γιὰ Αὐτόν, ἐὰν δὲν εἶχαν σαφεῖς ἀποδείξεις γιὰ τὴν ἀνάστασή Του
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ:
• http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Mathaeum.pdf
• Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», ΕΠΕ, ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», ὁμιλίες Β΄(επιλεγμένα ἀποσπάσματα),Γ΄(επιλεγμένα ἀποσπάσματα), Δ΄(επιλεγμένα ἀποσπάσματα), Ε΄(επιλεγμένα ἀποσπάσματα), τόμ. 9, σελ. 53-69, 80-97, 101-139 καὶ 167-177, Θεσσαλονίκη 1978
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 63, σελ. 41-96 καὶ 112 - 118.
Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου