Κυριακή τῆς Πεντηκοστής
Τό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακής καί ἡ ἀπόδοσή του στήν νεοελληνική.
Κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο Κεφ. 7, χωρίο 37 ἕως χωρίο 53 καί Κεφ. 8, χωρίο 12
Ζ΄.37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. 38 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος.
39 τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. 40 πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης·41 ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 42 οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται;
43 σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι' αὐτόν. 44 τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὰς χεῖρας. 45 Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν;
46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. 47 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; 48 μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων;
49 ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! 50 λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· 51 Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ;
52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται 53 και ἐπορεύθη ἔκαστος εἰς τον οἰκον αὐτοῦ.
8, 12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
ΑΠΟΔΟΣΗ
Την τελευταία μέρα της μεγάλης γιορτής στάθηκε ο Ιησούς και φώναξε δυνατά λέγοντας, οποίος δίψα ας έρχεται σε μένα και ας πίνει. Όποιος πιστεύει σε μένα, όπως το είπε η Γραφή, θα τρέξουν από την καρδιά του ποταμοί ζωντανού νερού.
Και το είπε αυτό για το Πνεύμα πού θα έπαιρναν εκείνοι πού θα πίστευαν σ' αυτόν γιατί ακόμη δεν ήταν Άγιον Πνεύμα, επειδή ο Χριστός ακόμα δεν είχε δοξαστεί. Πολλοί λοιπόν από τον λαό, όταν άκουσαν τον λόγο έλεγαν αυτός είναι αληθινά ο προφήτης.
Άλλοι έλεγαν αυτός είναι ο Χριστός. Άλλοι έλεγαν μήπως από τη Γαλιλαία έρχεται ο Χριστός; Μήπως δεν το είπε η γραφή πώς από τη γενιά του Δαβίδ και από το χωριό Βηθλεέμ, πού καταγόταν ό Δαβίδ, έρχεται ο Χριστός; Χωρίστηκαν λοιπόν οι γνώμες ανάμεσα στο λαό γι' αυτόν.
Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν άπλωσε χέρι επάνω του. Ήλθαν λοιπόν οι υπηρέτες στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους και τους είπαν εκείνοι, γιατί δεν τον πιάσατε να τον φέρετε εδώ; Αποκρίθηκαν οι υπηρέτες, ποτέ δε μίλησε έτσι άνθρωπος, όπως αυτός εδώ ο άνθρωπος.
Οι Φαρισαίοι λοιπόν τους απάντησαν μήπως και σεις έχετε πλανηθεί;
Είδατε κανένα από τους άρχοντες ή από τους Φαρισαίους να πιστεύσει σ' αυτόν; Όμως αυτός ο όχλος, πού δεν γνωρίζει τον νόμο, πιστεύει σ' αυτόν και γι' αυτό είναι καταραμένοι. Τότε τους λέγει ο Νικόδημος, πού ήλθε στον Ιησού τη νύκτα και πού ήταν ένας από αυτούς πού τον πίστευαν.
Μήπως μπορεί ο νόμος μας να κρίνει αυτόν τον άνθρωπο, αν προηγουμένως δεν ακούσει τον ίδιο και μάθει τί ακριβώς κάνει;
Τότε του αποκρίθηκαν και του είπαν μήπως και συ είσαι από τη Γαλιλαία; Ψάξε να δεις, πώς κανένας προφήτης δεν έχει βγει ποτέ από τη Γαλιλαία. Και ο καθένας πήγε στο σπίτι Του.
Πάλι ο Χριστός τους μίλησε και τους έλεγε, εγώ είμαι το φως του κόσμου, όποιος με ακολουθεί δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά θα έχει μέσα του το φως της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου