Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Τό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς. Κυριακή Ε΄ Λουκᾶ

Κυριακή Ε΄ Λουκᾶ
 Τό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς καί ἡ ἀπόδοσή του στήν νεοελληνική
Κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο  Κεφ. 16, χωρία 19 ἕως 31
Ὁ πλούσιος καί ὁ φτωχός Λάζαρος

ΙΣΤ΄. 19 ῎Ανθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.
 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.
23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.

25 εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.
27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.
29 λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

ΑΠΟΔΟΣΗ

Είπεν ο Κύριος· ήταν ένας άνθρωπος πλούσιος καν ντυνόταν στα κόκκινα και στα βυσινιά και τρωγόπινε και καλοπερνούσε κάθε μέρα σε μεγάλη πολυτέλεια. Κι ήταν ένας φτωχός πού τον έλεγαν Λάζαρο, ριγμένος έξω από τη θύρα του πλούσιου.
Ήταν πληγιασμένος και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα πού έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου. Ήταν σε τέτοια εγκατάλειψη, ώστε και τα σκυλιά ακόμα έρχονταν καν έγλειφαν τις πληγές του. Κι έγινε και πέθανε ο φτωχός και μεταφέρθηκε από τους αγγέλους στις αγκάλες του Αβραάμ.
Και πέθανε και ο πλούσιος και τον έθαψαν.
 Και στον Άδη, εκεί πού βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και βλέπει τον Αβραάμ από μακριά και τον Λάζαρο στις αγκάλες του. Και φώναξε ο πλούσιος και είπε' Πατέρα Αβραάμ, λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει στην άκρη το δάχτυλο του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί καίγομαι και λυώνω σε τούτη τη φλόγα. Κι είπεν ο Αβραάμ·
Παιδί μου, θυμήσου πώς εσύ χάρηκες τα καλά στη ζωή σου κι ο Λάζαρος πάλι τα κακά. Τώρα εκείνος εδώ χαίρεται και συ βασανίζεσαι· κι εκτός άπ' όλα αυτά μεταξύ μας ανοίγεται βαθύ φαράγγι, ώστε εκείνοι πού θέλουν να διαβούν από εδώ σε σας να μην μπορούν, μήτε άπ' εκεί σε μας να περνούν.
 Τότε ο πλούσιος είπε· σε παρακαλώ λοιπόν, πατέρα, να στείλεις τον Λάζαρο στο σπίτι του πατέρα μου. Γιατί έχω πέντε αδέλφια· να πάει και να τους πει τι γίνεται εδώ, για να μην έρθουν κι αυτοί σε τούτη την κόλαση.
 Τότε του λέγει ο Αβραάμ· έχουν τον Μωϋσή και τους προφήτες· ας τους ακούσουν.
Κι εκείνος είπε· όχι, πατέρα Αβραάμ· μόνο αν πάει κάποιος από τους νεκρούς σ' αυτούς, θα μετανοήσουν. Τότε του είπε ο Αβραάμ· αν δεν ακούν τον Μωϋσή και τους προφήτες, ούτε κι από τους νεκρούς αν κάποιος αναστηθεί θα πεισθούν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου