Τὸ κανδηλάκι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Χριστοΰφαντος
Δίψα Θεοῦ ἀβάστακτη, Ἐδέμ ἡ νοσταλγία,
ὠθοῦν τά διαβήματα εἰς Δίβρης ἡσυχίαν.
Μακράν τοῦ κόσμου μέριμνες, θλίψεις καί βάσανά μας,
στοῦ Ἅη-Νικόλα τή Μονή, δροσίζεται ἡ καρδιά μας.
Ἀσκητοσμίλευτος, εὐθύς, ἐν λόγῳ Εὐαγγελίου,
προσμένει ὁ Ἡγούμενος τά τέκνα τοῦ Κυρίου.
Μέσα στό μισοσκόταδο, εἰς οἶκον Ἱεράρχου,
τό δάκρυ βάλσαμο ψυχῆς, σβήνει τά κρίματά σου.
Κατόπιν στό καμπαναριό, σπεύδεις πρός τό κανδῆλι,
πού τό θωρεῖς ἀκοίμητο στοῦ βράχου τ᾽ ἀκροχείλι.
Χρόνους, καιρούς ἀμέτρητους, καί φέγγει ὡς ἀστέρι,
γιά νά διδάξῃ στούς πιστούς, ἀγῶνος τό καρτέρι.
Μέ τί λαχτάρα, τί χαρά, ἀδράχνεις τή λαβή του,
τοῦ καρουλιοῦ τοῦ ἱεροῦ, στοιχῶντας τήν εὐχή σου.
Κι αὐτό, ἀργά, μελωδικά, «εἰς τήν ὑπακοήν του»,
ἀρχίζει τόν κανόνα του, φέρει τήν προσταγήν σου.
Ἄγγελος λές πώς ἔρχεται ἤ «ναῦς ἐκ τοῦ Ἁγίου»!
Ἁπλῶς τό φαναράκι μας ἤ «ἔνδειξις σημείου»;
Βασιλικός τό καρτερᾶ κι ἀναρριγοῦν τά στήθη,
«χιτῶνα ἄραφον λευκόν» ἡ νύχτα θά κεντήσῃ.
Δίχως πού νά τό φαντασθῇς, στέκει εὐθύς κοντά σου
καί κλίνεις γόνυ καί καρδιά νά μπῇ στήν ἀγκαλιά σου.
Τό μελιχρό του στέλνει φῶς, μάλαγμα στήν ματιά σου,
δροσοσταλίδες ραίνουνε τούς ὕμνους τῆς χαρᾶς σου.
Ἀπό ἀμπελιοῦ τό γέννημα, τόν πορφυροῦν χυμό μας,
κι ἀπ᾽ τῆς ἐλιᾶς, στόν ἴσκιο της πού δάκρυσε ὁ Χριστός μας,
σταλάζει ὁ προκυνητής μέ πίστι καί ἐλπίδα,
στή διάφανη τήν κούπα του νά λάμψῃ ἡ θρυαλλίδα.
Ἀστράπτει φῶς τό Ἱλαρόν, ναί, γεύσασθε Κυρίου,
ὁ Ἰησοῦς μέ λέντιον εἰς «θύραν Πανδοχείου»!
Ἀντιλαλοῦν ὕμνους Δαυΐδ, ὄρη, χαράδρες, λόγγοι,
ὅπου φωλιάζουν πετεινά, ἀμφίβια κι ἀλώπηξ.
Τό κανδηλάκι ἄναψε, κι ἀρχίζει ἡ ἐπιστροφή του,
σ᾽ ἀπόκρημνη θά μπῇ σπηλιά, στήν ἅγια ἀποστολή του.
Ὁρᾶτε χάρμα, ἀδελφοί, σπεύδει πρός κοίλωμά του,
διά τῆς ἁφῆς ὁμολογῶν τό θεῖον καύχημά του.
Ρίχνει στημόνι ὁ στοχασμός, ἔκπαγλο φαναράκι,
μοναχικό, παμπόθητο, οὐράνιο στολιδάκι!
Δέν σέ πτοοῦν οἱ ἄνεμοι, σκότη, βροχές καί χιόνι,
γνωρίζεις πώς οἱ ἐκλεκτοί, πάντα βαδίζουν μόνοι...
Ὡς καί οἱ ἀναχωρητές, ἐν ἄκρᾳ ἡσυχίᾳ,
τρυγοῦν τό μέλι ἀρετῆς, χαίρουν Θεοφανείαν.
Ἀστέρες οἱ πολύφωτοι, δόξα τῆς Ἐκκλησίας,
βαστάζουν ἄχθος τῶν βροτῶν, συνέχουν κοινωνίαν.
Ἄς παύσῃ πλέον «πᾶσα σάρξ», δεσπόζει ἡ ἡσυχία,
ὁ λύχνος μας φωτόλουστος, τρανώνει Ὀρθοπραξίαν.
Στό μέσον οὐρανοῦ καί γῆς, νηματική πορεία,
κανοναρχεῖ «τ᾽ ὀρθοδοξεῖν, ἐστί σχοινοβασία»!
Αὔγαζε φῶς ἀνέσπερον, σέ νοῦν καί σέ καρδίες,
προσκυνητῶν ἀγωνιστῶν πού μέλπουν σ᾽ ἀγρυπνίες.
Νά ζοῦν καί νά προκόπτουνε εἰς πρᾶξιν-θεωρίαν,
νά ἀχρηστεύουν μηχανές τοῦ βδελυροῦ Βελίαρ.
Ἀγγελιοφόρου Γέροντος, μελίχρυσος θυσία,
τοῦ Ἀρσενίου Κτίτορος χάριζε εὐλογίαν.
Κατ᾽ ἄμφω ἡ ὑγεία του ἀκλόνητος νά μένῃ,
ἀπό τοῦ νῦν τόν Ἰησοῦν, βιώνει καί προσμένει.
Χριστοΰφαντος
Πηγή: hristoifantos.blogspot.gr
Χριστοΰφαντος
Δίψα Θεοῦ ἀβάστακτη, Ἐδέμ ἡ νοσταλγία,
ὠθοῦν τά διαβήματα εἰς Δίβρης ἡσυχίαν.
Μακράν τοῦ κόσμου μέριμνες, θλίψεις καί βάσανά μας,
στοῦ Ἅη-Νικόλα τή Μονή, δροσίζεται ἡ καρδιά μας.
Ἀσκητοσμίλευτος, εὐθύς, ἐν λόγῳ Εὐαγγελίου,
προσμένει ὁ Ἡγούμενος τά τέκνα τοῦ Κυρίου.
Μέσα στό μισοσκόταδο, εἰς οἶκον Ἱεράρχου,
τό δάκρυ βάλσαμο ψυχῆς, σβήνει τά κρίματά σου.
Κατόπιν στό καμπαναριό, σπεύδεις πρός τό κανδῆλι,
πού τό θωρεῖς ἀκοίμητο στοῦ βράχου τ᾽ ἀκροχείλι.
Χρόνους, καιρούς ἀμέτρητους, καί φέγγει ὡς ἀστέρι,
γιά νά διδάξῃ στούς πιστούς, ἀγῶνος τό καρτέρι.
Μέ τί λαχτάρα, τί χαρά, ἀδράχνεις τή λαβή του,
τοῦ καρουλιοῦ τοῦ ἱεροῦ, στοιχῶντας τήν εὐχή σου.
Κι αὐτό, ἀργά, μελωδικά, «εἰς τήν ὑπακοήν του»,
ἀρχίζει τόν κανόνα του, φέρει τήν προσταγήν σου.
Ἄγγελος λές πώς ἔρχεται ἤ «ναῦς ἐκ τοῦ Ἁγίου»!
Ἁπλῶς τό φαναράκι μας ἤ «ἔνδειξις σημείου»;
Βασιλικός τό καρτερᾶ κι ἀναρριγοῦν τά στήθη,
«χιτῶνα ἄραφον λευκόν» ἡ νύχτα θά κεντήσῃ.
Δίχως πού νά τό φαντασθῇς, στέκει εὐθύς κοντά σου
καί κλίνεις γόνυ καί καρδιά νά μπῇ στήν ἀγκαλιά σου.
Τό μελιχρό του στέλνει φῶς, μάλαγμα στήν ματιά σου,
δροσοσταλίδες ραίνουνε τούς ὕμνους τῆς χαρᾶς σου.
Ἀπό ἀμπελιοῦ τό γέννημα, τόν πορφυροῦν χυμό μας,
κι ἀπ᾽ τῆς ἐλιᾶς, στόν ἴσκιο της πού δάκρυσε ὁ Χριστός μας,
σταλάζει ὁ προκυνητής μέ πίστι καί ἐλπίδα,
στή διάφανη τήν κούπα του νά λάμψῃ ἡ θρυαλλίδα.
Ἀστράπτει φῶς τό Ἱλαρόν, ναί, γεύσασθε Κυρίου,
ὁ Ἰησοῦς μέ λέντιον εἰς «θύραν Πανδοχείου»!
Ἀντιλαλοῦν ὕμνους Δαυΐδ, ὄρη, χαράδρες, λόγγοι,
ὅπου φωλιάζουν πετεινά, ἀμφίβια κι ἀλώπηξ.
Τό κανδηλάκι ἄναψε, κι ἀρχίζει ἡ ἐπιστροφή του,
σ᾽ ἀπόκρημνη θά μπῇ σπηλιά, στήν ἅγια ἀποστολή του.
Ὁρᾶτε χάρμα, ἀδελφοί, σπεύδει πρός κοίλωμά του,
διά τῆς ἁφῆς ὁμολογῶν τό θεῖον καύχημά του.
Ρίχνει στημόνι ὁ στοχασμός, ἔκπαγλο φαναράκι,
μοναχικό, παμπόθητο, οὐράνιο στολιδάκι!
Δέν σέ πτοοῦν οἱ ἄνεμοι, σκότη, βροχές καί χιόνι,
γνωρίζεις πώς οἱ ἐκλεκτοί, πάντα βαδίζουν μόνοι...
Ὡς καί οἱ ἀναχωρητές, ἐν ἄκρᾳ ἡσυχίᾳ,
τρυγοῦν τό μέλι ἀρετῆς, χαίρουν Θεοφανείαν.
Ἀστέρες οἱ πολύφωτοι, δόξα τῆς Ἐκκλησίας,
βαστάζουν ἄχθος τῶν βροτῶν, συνέχουν κοινωνίαν.
Ἄς παύσῃ πλέον «πᾶσα σάρξ», δεσπόζει ἡ ἡσυχία,
ὁ λύχνος μας φωτόλουστος, τρανώνει Ὀρθοπραξίαν.
Στό μέσον οὐρανοῦ καί γῆς, νηματική πορεία,
κανοναρχεῖ «τ᾽ ὀρθοδοξεῖν, ἐστί σχοινοβασία»!
Αὔγαζε φῶς ἀνέσπερον, σέ νοῦν καί σέ καρδίες,
προσκυνητῶν ἀγωνιστῶν πού μέλπουν σ᾽ ἀγρυπνίες.
Νά ζοῦν καί νά προκόπτουνε εἰς πρᾶξιν-θεωρίαν,
νά ἀχρηστεύουν μηχανές τοῦ βδελυροῦ Βελίαρ.
Ἀγγελιοφόρου Γέροντος, μελίχρυσος θυσία,
τοῦ Ἀρσενίου Κτίτορος χάριζε εὐλογίαν.
Κατ᾽ ἄμφω ἡ ὑγεία του ἀκλόνητος νά μένῃ,
ἀπό τοῦ νῦν τόν Ἰησοῦν, βιώνει καί προσμένει.
Χριστοΰφαντος
Πηγή: hristoifantos.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου