«Ὀλιγόπιστε! εἰς τὶ ἐδίστασας;»
Κυριακή Θ΄ Ματθαίου (Ματθ. ιδ΄22-34)
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Εἶναι ἀληθινὰ συγκλονιστιὴ καὶ πολὺ διδακτικὴ ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ, ἀγαπητοί.
Μετὰ τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων καὶ τὴν ἀγαλλίασιν ποὺ ἐδοκιμασαν οἱ μαθηταὶ ἀπὸ τὸ ἐκπληκτικὸν γεγονός, ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολὴν νὰ ἐπιβιβασθοῦν εἰς τὸ πλοῖον καὶ νὰ πλεύσουν πρὸς τὴν Καπερανούμ. Ἡ ἐντολὴ ἐξετελέσθη ἀμέσως. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι μαζὺ των. Ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος μόνος. Ὅλην τὴν νύκτα σχεδὸν ἦτο ἐκεῖ, προσευχόμενος.
Οἱ μαθηταὶ ἐν τῷ μεταξὺ δοκιμάζονται εἰς τὴν θάλασσαν. Κύματα πελώρια ὀρθώνονται καὶ τὸ πλοιάριον κινδυνεύει νὰ καταποντισθῇ. Πλησιάζει νὰ ξημερώσῃ. Αἴφνης ἔντρομοι οἱ μαθηταὶ διακρίνουν μίαν σκιὰν βαδίζουσαν ἐπὶ τῶν κυμάτων.
Δὲν ἡμποροῦν ἀκριβῶς νὰ διακρίνουν τί εἶναι. Τὰ μέλη των παραλύουν. Ἡ καρδιὰ των κτυπᾶ δυνατά. «Φάντασμα»!, φωνάζουν τρομαγμένοι. Τὴν ἴδιαν ὅμως στιγμὴν ἀκούεται γλυκειὰ ἡ θεία φωνὴ τοῦ Διδασκάλου· «Μὴ φοβεῖσθε, ἐγὼ εἶμαι· ἔχετε θάρρος». Ἦτο ὁ Ἰησοῦς.
Τότε ὁ Πέτρος, ὁρμητικὸς ὅπως πάντα, ζητεῖ τὴν ἄδειαν νὰ βαδίσῃ καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῶν κυμάτων. Καὶ ὅταν τὴν ἐπῆρε, ἐπήδησεν ἐπάνω εἰς τὰ νερά. Καὶ νὰ, βαδίζει καὶ αὐτός, ὡσὰν νὰ εὑρίσκεται ἐπὶ τῆς ξηρᾶς. Δὲν μένει παρὰ ὁλίγη ἀπόστασις διὰ νὰ φθάση εἰς τὸν Χριστόν.
Αἴφνης λιποψυχεῖ. Ὁ ἄνεμος σηκώνει κύμα ἀπειλιτικά. Ἀρχίζει νὰ βυθίζεται. Τὸ θάρρος τὸν ἔχει ἐγκαταλείψει. «Κύριε, σῶσον με», φωνάζει μὲ ἀγωνίαν. Καὶ ὁ Χριστὸς ἁπλώνει τὸ ἅγιο χέρι Του, τὸν πιάνει, τὸν ἀνασύρει ἀπὸ τὰ κύματα καὶ τοῦ λέγει ἐπιτιμητικά. «Ὀλιγόπιστε, εἰς τὶ ἐδίστασας;»
Εἰς τὶ ἐδίστασας;
Νά κάτι, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ πρέπει νὰ δώσωμεν μεγαλυτέραν προσοχήν. Ἄς τὸ μελετήσωμεν δι’ αὐτὸ βαθύτερον.
1.Τὰ κύματα.
Ὅταν, ἀγαπητοί, ἐξεκίνησαν οἱ Μαθηταί, ἡ θάλασσα ἦταν ἥσυχη. Λεπτὸ ἀεράκι ἐφούσκωνε τὰ πανιὰ τοῦ πλοιαρίου. Τίποτε δὲν προεμήνυε τὴν θύελλαν...
Αἴφνης ὅμως ἡ σκηνὴ ἀλλάσσει. Τὴν γαλήνην τὴν διαδέχεται ἡ τρικυμία. Σφοδρὸς ἄνεμος σηκώνει τεράστια κύματα, ποὺ κτυποῦν ἀλύπητα τὸ μικρὸ καράβι. «Ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος», σημειώνει ὁ Ἱερὸς Εὐγγελιστὴς.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ζωήν. Ἀμέριμνοι καὶ ἡμεῖς πολλάκις ταξιδεύομεν εἰς τὸ πέλαγος τοῦ βίου. Διερχόμεθα τὰ νεανικὰ μας χρόνια ἤρεμα, ἐλπιδοφόρα. Πλάθομεν ὄνειρα. Καταστρώνομεν σχέδια. Καὶ αἴφνης ὅλα μεταβάλλονται. Πεθαίνει ὁ πατέρας καὶ ἡ πεῖνα ἀπειλεῖ τὴν οἰκογένειαν. Ἀρρωσταίνει ἡ μητέρα καὶ ἑρημώνονται τὰ πάντα στὸ σπίτι. Ἀνατρέφει ἡ μητέρα μὲ λαχτάρα τὸ παιδί της, καὶ ὅταν ἔρχετα ἡ ὤρα νὰ χαρῇ κι αὐτή, περιπέτειαι ἀπρόβλεπτοι ἤ τὸ ξαπλώνουν νεκρὸ στὸ φέρετρο ἤ τὸ ρίπτουν ἀνάπηρο στὸ κρεββάτι.
Ἐπιστρέφει τὸ βράδυ ὁ σύζυγος ἀπὸ τὴν ἐργασία, μὲ καρδιὰ γεμάτη πόνο καὶ πικρία. Καὶ ἀντὶ νὰ εὕρῃ στὸ σπίτι τὴ γαλήνη, συναντᾷ τὴν γκρίνια, τὰς συγκρούσεις. Καὶ ὁ πόνος του διπλασιάζεται.
Περιμένει ἡ σύζυγος τὸν συντροφό της τὸ μεσημέρι καὶ τὸν βλέπει τὸ μεσονύκτιον νὰ ἔρχεται μὲ μάτια ποὺ πετοῦν φλόγες ἀπὸ τὸ πιοτό, μὲ καρδιὰ ἐπαναστατημένη, διότι ἔχασε στὸ χαρτοπαίγνιο.
Καὶ μαζεύεται σὲ μιὰ γωνιὰ φοβισμέη καὶ δυστυχής.
Ὁ ἕνας, χωρὶς νὰ πταίῃ, δέχεται τὴ μαχαιριὰ τῆς συκοφαντίας, ἡ ὁποία τοῦ κόβει τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν του.
Ἡ ἄλλη, ἐξ αἰτίας τῆς συκοφαντίας, βλέπει νὰ συντρίβεται ἡ εὐτυχία τῆς οἰκογενείας της. Αὐτὸς δὲν τὴν α αἰτίαν, ἐκείνη διὰ τὸν β΄ λόγον, θρηνοῦν καὶ πονοῦν.
Ναὶ, αὐτὸς εἶναι ὁ βίος.... Κύματα, ποὺ ὑψώνονται καὶ χτυποῦν τὸ καράβι τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Συχνὰ ἀσταμάτητα. Μὲ ὁρμὴν καὶ μανίαν.....
2. Τὸ λάθος.
Οἱ Μαθηταὶ ἀγωνίζονται. Παλαίουν μὲ τὴν μανίαν τῶν κυμάτων. Προσπαθοῦν νὰ συγκρατήσουν ὄρθιον τὸ πλοιάριοιν, ποὺ στριφογυρίζει σὰν ἄχυρο. Τὰ γόνατά των παραλύουν. Τὰ χέρια τῶν εἶναι πλέον ἀνίκανα νὰ ὁδηγήσουν τὸ καράβι. Αὐτοὶ, οἱ ψαράδες μὲ τὰ ἡλιοκαμένα σώματα, ποὺ ἀντίκρυσαν τόσες φουρτοῦνες, τώρα ἀπέκαμαν. Ἀφήνουν τὰ κουπιά. Ἔσβησεν ἡ ἐλπίδα των. Ἡ θάλασσα θὰ γίνῃ ὁ ὑγρὸς των τάφος.
Αὐτὸ παθαίνομεν καὶ ἡμεῖς, συνήθως. Μὲσα στὴ φουρτούνα τῆς ζωῆς, κάτω ἀπὸ τὸ συνεχὲς σφυροκόπημα τῶν ταλαιπωριῶν, ἡ ψυχή μας λυγίζει. Τὰ χάνομεν. Λιποψυχοῦμεν. Ἀποκαρδιωνόμεθα. Κοιτάζομεν νὰ κρατήσωμεν τὸ καράβι τῆς ζωῆς μας ὄρθιο στὰ κύματα τῶν πόνων, τῶν ἀτυχημάτων, τῶν περιπετειῶν. Ἀλλ’ εἶναι τόσον δύσκολον μόνος του κανεὶς νὰ νικήσῃ! Συχνὰ ἐγκαταλείπεται ὁ ἀγών. Καὶ τερματίζεται, ἐνίοτε βιαίως ὁ βίος. Μὲ μίαν σφαῖραν στὴν καρδιά. Ἤ μὲ ἕνα δηλητήριον..... Ἤ ἄν δὲν γίνῃ αὐτὸ, ἡ ψυχὴ πάντως εἶναι νικημένη καὶ ἀνίσχυρη διὰ τὸν ἀγῶνα. Τὸ σῶμα τότε ἁπλῶς ζῇ, χωρὶς ἡ καρδιὰ νὰ φλογίζεται ἀπὸ πόθους ὡραίους καὶ εὐγενικὰ ὄνειρα...
Καὶ τοῦτο διότι, στὶς περιπτώσεις αὐτές, ὁ ἄνθρωπος κάνει τὸ λάθος νὰ παλεύῃ μ ό ν ο ς τ ο υ! Χωρὶς τὴν θείαν βοήθειαν. Χωρὶς τὸν «ἰσχυρὸν Βραχίονα». Ὅποιοι λησμονοῦν τὴν κατηγορηματικὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Χριστοῦ: «Χωρὶς Ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδἐν» ( Ἰωάν. ιε΄, 5), στὸ τέλος βλέπουν ἐρείπια τὰ πάντα στὴ ζωή τους. Τὰ πάντα..
3.Ἰησοῦς Χριστός.
Ἄς ἐπανέλθωμεν ὅμως εἰς τὴν Εὐαγγελικὴν ἀφήγησιν. Τὴν περιπέτειαν τῶν μαθητῶν Του τὴν ἐγνώριζεν ὁ Κύριος, καίτοι ἦτο εἰς τὸ ὄρος προσευχόμενος. Καὶ ὅταν, κατὰ τὰ ξημερώματα, ἤρχετο πρὸς τὸ πλοῖον, περιπατῶν ἐπὶ τῶν κυμάτων, καὶ οἱ μαθηταῖ ἐφοβήθησαν, διότι τὸν ἐθεώρησαν ὡς φάντασμα, ὁ Χριστὸς ἀπήντησε. «Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». Καὶ ὅταν μετ’ ὀλίγον ὁ Πέτρος ἤρχισε νὰ βυθίζεται καὶ ἐφώναξε ἔντρομος· «Κύριε, σῶσόν με», ὁ Ἰησοῦς τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε· «Ὀλιγόπιστε, εἰς τὶ ἐδίστασας»;
Ἔχετε, τοὺς λέγει, κοντά σας τὸν Δημιουργόν, τὸν Ἐξουσιαστήν, τὸν Παντοδύναμον Κυρίαρχον. Μὴ φοβεῖσθε. Πάρετε θάρρος. Μὴν εἶσθε ὀλιγόπιστοι. Μὴν τὰ χάνετε. Ἐμπιστευθῆτε τὴν ζωὴν σας καὶ τὴν σωτηρίαν σας εἰς Ἐμέ. Ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω τὴν δύναμιν νὰ περιπατῆτε ἐπάνω εἰς τὰ κύματα τοῦ βίου, χωρὶς νὰ καταποντίζεσθε. Ἐγὼ θὰ σᾶς ὁπλίσω μὲ πνοήν, ὥστε νὰ κατανικήσητε τὶς δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ τῶν ψυχῶν σας, τοῦ διαβόλου, καὶ νὰ ἀναδειχθῆτε «τέκνα φωτὸς καὶ ἀληθείας». «Ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ» (Λουκ. ι΄, 19).
Μὴ εἶσθε, λοιπόν, ὀλιγόπιστοι, διότι τότε οὐδεμία ἄλλη ἀνθρωπίνη δύναμις, οὔτε ἡ ἐπιστήμη καὶ αἱ τέχναι, οὔτε ἡ πρόοδος καὶ ὁ πολιτισμὸς, θὰ σᾶς σώσουν. Στηριχθῆτε μόνον εἰς τὸ παντοδύναμο χέρι Μου καὶ προχωρεῖτε.
Ὅσοι Τὸν ἐπίστευσαν, ὅσοι ἀληθινὰ ἐστήριξαν τὴν ζωήν των εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν, αἰῶνας τώρα, εὑρῆκαν τὴν γαλήνην, τὴν εὐτυχίαν καὶ τὴν νίκην. Ὁ οἰκογενειάρχης τὴν ὁμόνοιαν. Ὁ κατατρεγμένος τὴν προστασίαν. Ὁ συκοφαντημένος τὴν δικαίωσιν. Ἡ χήρα, τὴν ὑποστήριξιν. Τὸ ὀρφανὸ, τὴν κηδεμονίαν. Ὁ ἀσθενής, τὴν καρτερίαν καὶ τὴν ὑπομονήν. Ὁ καθένας, ποὺ εἶχε πόνον, καὶ πληγὴν εἰς τὴν καρδίαν του, τὸ παυσίπονον καὶ τὴν θεραπείαν.
Δι’ ὅλους ὁ Χριστὸς, καθὼς κυλοῦν τὰ χρόνια, ἔγινε καὶ γίνεται προστάτης, ἐνισχυτής, σωτὴρ ψυχῶν καὶ σωμάτων. Ἀόρατος, παραστέκει ὅπως ἡ μητέρα στὸ παιδί της. Ἕτοιμος νὰ σπεύση στὴν πρόσκλησί μας· νὰ ἁπλώσῃ τὸ χέρι Του καὶ νὰ μᾶς πῆ: «Θάρρος. Μὴ φοβεῖσαι. Εἶμαι μαζύ σου....».
Ναὶ! Εἶμαι μαζὺ σου!
Τὶ γλυκειά· τὶ παρηγορητικὴ διαβεβαίωση!
Ἀγαπητοί,
Σ’ ἕνα Ἀγγλικὸ σιδηροδρομικὸ σταθμό, πρὸ ὀλίγων ἐτῶν, συνεκρούσθησαν δύο ἁμαξοστοιχίες μὲ ἀναρίθμητα θύματα.
Τὸ γεγονὸς συνεκλόνισε τὴν παγκόσμιο εἰδησεογραφία. Ἀνάμεσα ὅμως στὰ ἀλληλοσφηνωμένα βαγόνια, τὰ συντρίμμια, τὰ πολτοποιημένα κορμιά, τὶς κραυγές, τοὺς θρήνους καὶ τὸν ὀδυρμό, βρέθηκε καὶ ἕνα κλουβί μὲ ἕνα καναρίνι, ποὺ ξένο πρὸς τὸν ἀνθρώπινο θρῆνο, τραγουδοῦσε ἤρεμο καὶ εὐχαριστημένο.
Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὸν πιστόν. Ἐπάνω ἀπὸ τὰ συντρίμματα, ποὺ ἀφήνουν αἱ θλίψεις, τὰ βάσανα, ὁ θάνατος ἀκόμη, ὁ Χριστιανός, ποὺ αἰσθάνεται στὴν πορεία του τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, μένει ἤρεμος καὶ γαλήνιος καὶ τραγουδάει ἁπαλὰ τὸν ὕμνο τῆς ἐλπίδος καὶ τῆς πίστεως εἰς τὸν Σωτῆρα Χριστόν.
Ὅπως ἀκριβῶς στὸ χαλασμὸ τῶν συντριμμάτων τραγουδοῦσεν ἤρεμα ἐκεῖνο τὸ ἀθῶο καναρίνι...
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.91-95)
Ἐκδόσεις Β΄Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου