Τὸ χρυσάφι....
«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω...»
Κυριακή τοῦ παραλύτου (Ἰωαν. ε΄ 1-15)
«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω...»
Κυριακή τοῦ παραλύτου (Ἰωαν. ε΄ 1-15)
Τριάντα ὀκτὼ θλιμμένα χρόνια! Μιὰ ὁλόκληρη ζωή. Ξαπλωμένος ὁ παράλυτος στὸ φτωχικὸ του φορεῖο, εἶναι περιτριγυρισμένος ἀπὸ ἕνα πλῆθος ἄλλων ἀσθενῶν, ποὺ περιμένουν τὴν ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἄγγελος θὰ ταράξῃ τὸ νερὸ τῆς θαυματουργικῆς Κολυμβήθρας. Ὅποιος πέσῃ πρῶτος μέσα στὸ νερὸ, γίνεται ἀμέσως καλά, ὁποιανδήποτε κι ἄν ἔχῃ ἀρρώστια.
Καὶ ὁ παράλυτος περιμένει. Ἦλθαν ἄλλοι πολὺ ἀργότερα ἀπ’ αὐτὸν καὶ ἔφυγαν γεροὶ κι εὐτυχισμένοι. Καὶ αὐτος; Οὔτε ἕνα, οὔτε δύο, οὔτε δέκα, 38 χρόνια περιμένει νὰ θεραπευθῇ καὶ πάντα οἱ ἐλπίδες του σβήνουν, ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλην.
Ἔρχεται, ὅμως νά !, σήμερα ὁ Χριστός. Τὸ στοργικό Του βλέμμα πέφτει ἐπάνω στὸν ἀτυχῆ παραλυτικόν. «Θέλεις νὰ γίνῃς ὑγιής;», τὸν ἐρωτᾷ μὲ καλωσύνην.
Καὶ αὐτός, χωρὶς νὰ διατυπώσῃ παράπονα ἤ νὰ ἀγανακτήσῃ, διότι τόσα χρόνια εἶναι ἐκεῖ παραπεταμένος, ἀπαντᾷ μὲ ἠρεμίαν εἰς τὸν Κύριον. «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω...» Δὲν ἔχω κανένα νὰ μὲ βοηθήσῃ, ὥστε, ὅταν ταραχθῇ τὸ νερό, νὰ πέσω μέσα. Ἄλλοι προλαβαίνουν καὶ θεραπεύονται.
Κι’ ἐγὼ μένω μόνον μὲ τὴν προσδοκία.
Δὲν θὰ εἶχε, φαίνεται, γονεῖς καὶ συγγενεῖς. Δὲν βρέθηκε ὅμως, ἐπὶ τέλους, ἕνας ἄλλος πονετικὸς ἄνθρωπος, ἕνας φίλος, νὰ ἐνδιαφέρετα διὰ τὸν ἄρρωστον; Δὲν εὑρέθη φίλος. Δυστυχῶς οὔτε ἕνας. Ὁ φίλος! Νὰ κάτι ποὺ τὸ ἐξετίμησαν βαθιὰ ὅλοι οἱ αἰῶνες.
Ἀξίζει νὰ ἐξετασθῇ τὸ θέμα αὐτό.
«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω...»
Δὲν ὑπάρχουν περιπτώσεις στὴ ζωή μας, ποὺ νὰ μὴν ἔχωμεν ἀνάγκην ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπον, μὲ τὸν ὁποῖον νὰ ἀνταλλάξωμεν σκέψεις, νὰ βαδίσωμεν μαζὺ στῆς ζωῆς τὸν δύσκολο δρόμο. Πάντοτε, εἰδικώτερα σήμερα, ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ ἀντιμετωπίσῃ μόνος του ὅλες τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς. Χρειάζεται ἕνα χέρι στοργικὸ νὰ τὸν σηκώσῃ, ὅταν πέσῃ· νὰ τὸν στηρίξῃ, ὅταν κλονισθῇ.
Δυσκολίες, φτώχεια, ἀτυχήματα, ἀρρώστιες, θάνατοι. Πόσο χρειάζεται τότε ὁ φίλος, γιὰ νὰ σπογγίσῃ τὰ δάκυρά μας, γιὰ νὰ σταματήσῃ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς μας, γιὰ νὰ παρηγορήσῃ τὴν ψυχὴν μας, γιὰ νὰ μᾶς εἰπῇ «κουράγιο, ὅλα θὰ περάσουν».
Καὶ ἄν αἱ ὑλικαὶ ἀνάγκαι ζητοῦν τὴν δημιουργίαν αὐτῆς τῆς φιλίας, πολὺ περισσότερον τὸ ἀπαιτοῦν αἱ ψυχικαί. Εἶναι βαθειὰ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς νὰ λέμε κάπου τὴ χαρὰ μας, τὴ λύπη μας, τὸν πόνο μας. Μᾶς πιέζουν δράματα, ἀτομικὰ καὶ οἰκογενειακά.
Ζητοῦμε τότε νὰ «ἐλαφρώσουμε». Ἀλλὰ σὲ ποιόν; Εἰς τὸν τυχόντα; Ὄχι βέβαια. Καμμιὰ φορὰ οὔτε οἱ συγγενεῖς μας δὲν μᾶς νοιώθουν. Τότε ἀναζητοῦμε τὸν ἄνθρωπο τῆς καρδιᾶς· τὸν φίλον. Συχνὰ ὁ σύνδεσμος αὐτὸς μὲ τὸν φίλον εἶναι πολὺ ἰσχυρότερος καὶ καθαρώτερος καὶ ἀπὸ τὸν συγγενικὸν δεσμόν.
Εἰς αὐτὸν, λοιπὸν, τὸν φίλον μας, θὰ τὰ ποῦμε ὅλα. Ἔτσι αἰσθανόμεθα, πώς, ἐκφράζοντας τὴ χαρὰ μας, γίνεται μεγαλύτερη. Χαίρουν δυὸ μαζί. Καὶ ἀντιστρόφως, ἀνακοινώνοντας τὸν πόνο μας, νομίζουμε πὼς λιγοστεύει. Μοιράζονται τὸν σταυρὸν πάλιν οἱ δυό. Ἕνας λόγος τοῦ φίλου, παρηγορητικός, μιὰ συμβουλὴ συνετὴ ἀναπαύουν, στηρίζουν.
Πολὺ καλὰ εἶπαν, ὅτι στὴ ζωὴ μας, ποὺ ἀντιμετωπίζομεν τόσες δυσκολίες, ἡ φιλία εἶναι «στήριγμα, φῶς, ἄγκυρα». Ναί, εἶναι ὅλα μαζύ. Ἡ πραγματικὴ φιλία εἶναι ἀπὸ τὰ σπάνια πράγματα εἰς τὸν κόσμον, ὥστε, ὅταν συναντᾶται, γράφεται εἰς τὴν ἱστορίαν.
Καὶ ἡ ἱστορία διέσωσε τέτοια παραδείγματα φιλίας. Ἀχιλλεὺς, καὶ Πάτροκλος, Ὀρέστης καὶ Πυλάδης, Πελοπίδας καὶ Ἐπαμεινώνδας, Δάμων καὶ Φιντίας, Ἀλέξανδρος καὶ Ἠφαιστίων, Δαυΐδ καὶ Ἰωνάθαν, Φίλιππος καὶ Ναθαναήλ, Βασίλειος καὶ Γρηγόριος... Εὔχομαι, ἀναγνῶστα, νὰ συμπληρωθῇ ὁ πίναξ καὶ μὲ ἄλλα δύο ὀνόματα.
Μὲ τὸν ἰδικὸν σου καὶ τοῦ φίλου σου, ἤ ἄν εἶσαι γυναίκα, τῆς φίλης σου. «Φίλος πιστὸς σκέπη κραταιά, ὁ δὲ εὑρὼν αὐτὸν εὕρε θησαυρόν. Φίλου πιστοῦ οὐκ ἔστι ἀντάλλαγμα. Φίλος πιστὸς φάρμακον ζωῆς, καὶ οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον εὑρήσουσιν αὐτόν», λέγει ἡ Ἁγ. Γραφή (Σοφ. Σειρὰχ στ΄, 14-16).
Θησαυρὸς καὶ φάρμακον. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀξία. Τόση εἶναι ἡ ἀνάγκη τοῦ φίλου. Ἀλλ’ οἱ θησαυροὶ δὲν εὑρίσκονται χωρὶς προσπάθειαν. Θὰ χρειασθῇ κόπος. Καὶ ἔρευνα. Καὶ προσοχή.
Ἡ λυδία λίθος
«Καὶ οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον, εὑρήσουσιν αὐτόν». Αὐτὸ εἶναι τὸ κριτήριο κατὰ τὴν ἐκλογήν. Ὁ Κύριος. Ἔρχονται πολλοὶ κοντά μας. Μᾶς πλησιάζουν μέ.....ἀγάπη», μέ..... ἐνδιαφέρον. Ἔτσι δείχνουν. Νὰ εἶναι, ἆρά γε, ὅλοι ἀληθινοί; Ἡ πεῖρα, δυστυχῶς λέγει, ὄχι! Δυὸ μεγάλας κατηγορίας ἔχομεν μπροστά μας. Τοὺς φίλους, ποὺ δὲν ἔχουν σχέσιν μὲ τὸν Χριστὸν, καὶ τοὺς ἄλλους, ποὺ εἶναι συνειδητοί χριστιανοί.
α) Οἱ «φαῦλοι».
«Μὴ ταχύς ἴσθι ζευγνύειν εἰς φιλίαν... κτῶ τοίνυν φίλους μὴ τοὺς φαύλους, ἀλλὰ τοὺς ἀρίστους», γράφει εἰς κάποιον ὁ Μ. Φώτιος. Καὶ ὁ Σοφὸς Σειρὰχ σημειώνει: «Μὴ πάντα ἄνθρωπον εἴσαγε εἰς τὸν οἶκόν σου». Γιατί; Διότι πολλὰ ἀτυχήματα συνέβησαν μέχρι τώρα ἀπ’ τοὺς κακοὺς φίλους. Ἄλλοι ἔρχονται κοντά μας ἀπὸ συμφέρον. Εἶναι οἱ «κοινωνοὶ τραπεζῶν».
Ὅταν αὔριον τελειώσουν τὰ συμπόσια καὶ παύσῃ τὸ συμφέρον, θὰ μᾶς ἐγκαταλείψουν, ὅπως ἐγκατάλειψαν καὶ τὸν «ἄσωτον» τῆς Παραβολῆς, ὅταν ἐπτώχευσε. «Τῶν εὐτυχούντων πάντες φίλοι, τῶν δυστυχούντων οὐδείς».
Ἄλλοι πλησιάζουν διὰ νὰ παρσύρουν εἰς τὸν δρόμον τῆς κακίας, τὸν ὁποῖον βαδίζουν καὶ αὐτοί. Θὰ ἀρχίσουν σιγὰ-σιγὰ νὰ ἐπηρεάζουν. Θὰ ὁδηγήσουν εἰς τὰ κέντρα, εἰς τὶς «φιλικὲς» συντροφιές. Θὰ ἀρχίσουν αἱ παραβάσεις.
Μικρὲς ἀρχικὰ, μεγαλύτερες ἀργότερα. Θὰ μᾶς αἰχμαλωτίσουν. Καὶ θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα, ποὺ θὰ τοὺς ποῦμε μυστικὰ τῆς ζωῆς μας. Καὶ, ἄν ἀργότερα διαλυθῇ, ἡ φιλία, θὰ σὲ «καρφώσῃ» κοινολογῶντας ἐξωγκωμένα τὰ μυστικὰ σου. Θὰ εἶναι μιὰ μαχαιριὰ «πισώπλατα». Ὅταν σὲ περιπτύσσεται, ἑτοιμάζει προδοσίαν.
Καὶ θὰ μπῇ ἔπειτα στὸ σπίτι σου. Ὡς φίλος ἤ φίλη τῆς οἰκογενείας. Καὶ δὲν θὰ βραδύνῃ ἴσως νὰ τὸ διαλύσῃ, κλέβοντας τὴν ἀγάπη τοῦ συζύγου ἤ τῆς συζύγου, τοῦ ἀδελφοῦ ἤ τῆς ἀδελφῆς. Ποῦ νὰ ἐφαντάζεσο, ὅτι εἰσάγοντας τὸν φίλον ὁ ἄνδρας, τὴν φίλην ἡ γυναίκα, ἔφερνες στὸ σπίτι σου τὴ φωτιά; Τώρα ἔμεινα ὅλα καμένα, πεσμένα, μαυρισμένα, ὅλα.... Μαύρη ἡ ὥρα τῆς γνωριμίας μας μὲ τὸν κακὸν φίλον.
Φταῖμε ὅμως. Ἀφοῦ εἴδαμε, ὅτι δὲν εἶχε Θεὸν μέσα του, γιατὶ τὸν ἐκρατήσαμε κοντά μας; Γιατί; Δὲν τὸ ἠξέραμε, ὅτι ὁ κακὸς φίλος εἶναι «φίδι στὸν κόρφο μας»;
Ἀδελφέ μου. Ἄς μὴ εἴμεθα βιαστικοὶ εἰς τὴν ἐκλογὴν τοῦ φίλου. Χρειάζεται προσοχή. Ζύγισε καλά· παρακολούθησε τὴ ζωὴ του. Μὴ δίνεις τὸ χέρι σου, πρὶν πεισθῇς, ὅτι τὸ χέρι τοῦ ἄλλου εἶναι καθαρὸ σὰν τὸ δικό σου.
Καὶ θὰ εἶναι καθαρά, μόνον ἄν ἔχῃ δεσμοὺς μὲ τὸν Θεόν.
β) Οἱ «ἄριστοι»
Κάποιος συγγραφέας λέγει ὅτι «ἡ φιλία εἶναι μία συναστροφὴ ἀλληλοβοηθείας γιὰ τὴν ἀπόλαυση τοῦ Θεοῦ». Τέτοια ὅμως συναναστροφὴ μόνον μὲ ἄνθρωπον ἀκέραιον ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ. «Ἡμεῖς φίλοι μου ἐστε», εἶπεν ὁ Κύριος.
Καλύτερος φίλος ἀπὸ τὸν Χριστὸν δὲν ὑπάρχει. Κανεὶς δὲν μᾶς ἀγάπησε περισσότερον ἀπὸ τὸν Χριστὸν. «Μείζονα ταύτης ἀγάπης οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. ιε΄ 13). Οὐδεὶς, πράγματι.
Καὶ μόνον ὅποιος ἔχει δεσμὸν μὲ τὸν Μεγάλον Φίλον, εἶναι ἀληθινὸς φίλος. Αὐτὸς θὰ ἔλθῃ κοντά μας μὲ εἰλικρίνειαν. Εἰς τὸν πόνο μας δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψῃ. Ἀντίθετα θὰ σκύψῃ μὲ στοργὴν στὸ πρόβλημά μας, στὴν ἀνάγκη αμς. Θὰ γίνῃ ὁ καλὸς Σαμαρείτης. Θὰ τρέξῃ. Θὰ δώσῃ καὶ τὸ αἷμα του ἀκόμη, διὰ νὰ σὲ σώσῃ.
Ἡ συντροφιά του θὰ εἶναι πολύτιμη. Δὲν θὰ ἐκθέσῃ τὸ κῦρος σου. Θὰ στηρίξῃ τὴν κουρασμέννη καρδιὰ σου. Ἀπέτυχες κάπου; Θὰ σὲ παρηγορήσῃ. Ἔχεις ἀνάγκην ἀπὸ ὑπεράσπισιν; Θὰ σοῦ τὴν δώσῃ. Καὶ μὲ κίνδυνον ἰδικόν του. Εἶναι οἱ ἄλλοι ἀντίθετοί σου; Ἀδίκως, βέβαια; Θὰ τοὺς ἀντιμετωπίσῃ χωρὶς ἐνδιασμούς.
Ἔκαμες κάτι κακό; Δὲ θὰ τὸ ἀμνηστεύσῃ. Δὲν θὰ κολακεύσῃ τὰς ἀδυναμίας σου. Θὰ εἰπῇ τὴν ἀλήθειαν. Μὰ πικραίνει. Δὲν πειράζει ! Βέβαια δὲν θὰ πάρῃ σουβλὶ νὰ τρυπήσῃ μὲ σκληρότητα τὴν καρδιά σου.
Θὰ προσπαθήσῃ νὰ συντελέσῃ εἰς τὴν πρόοδό σου μὲ ἠρεμίαν, μὲ σοφίαν, μὲ κατανόησιν θὰ ἐργασθῇ διὰ τὴν διόρθωσίν μας. Θὰ μᾶς εἰπῇ ὅτι φιλία δὲν εἶναι αἱ ἐκδηλώσεις τοῦ νοηροῦ συναισθηματισμοῦ καὶ θὰ μᾶς προφυλάξῃ ἀπὸ λάθη.
Θὰ μᾶς πείσῃ, ὅτι εἶναι ἄλλο φιλία καὶ ἄλλο τὰ ἔνοχα αἰσθήματα. Τὰ δεύτερα δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸ ἱερὸν περιεχόμενον τοῦ δεσμοῦ, ποὺ λέγεται φιλία. Αὐτὰ εἶναι μολυσμένες ἐκκρίσεις τῆς καρδιᾶς.
Αὐτὸς εἶναι ὁ φίλος. Οἰκοδομεῖ, παρηγορεῖ, διορθώνει, στηρίζει, χαροποιεῖ.
Πληρώνεται ἴσως κάποτε καὶ μὲ ἀχαριστίαν. Ὅμως δὲν τὸν ἐπηρεάζει. Τὸ ξέρει καὶ προετοιμάζεται. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ τὸν Χριστόν. Καὶ Ἐκεῖνος μὲ τὴν ἀχαριστίαν ἐπληρώθηκε. Ἀλλ’ ἡ φιλία μένει. Διότι ἴδιόν της εἶναι νὰ δίδῃ, ὄχι νὰ παίρνῃ.
Ἀγαπητοί,
Ἕνας βασιλεὺς κατεσκεύασε κάποτε ἕνα ἄγαλμα ἀγγέλου. Ὁ ἄγγελος κρατοῦσε στὸ ἀριστερὸ του χέρι ἕνα τενεκεδένιο δαχτυλίδι, κρεμασμένο μὲ λεπτὴ κλωστή. Καὶ στὸ δεξί ἕνα χρυσὸ δαχτυλίδι, κρεμασμένο μὲ ἁλυσίδα ἀπὸ διαμάντια. Τὸν ρώτησαν τί ἐσήμαιναν αὐτά. Καὶ ἀπάντησε. «Τὸ τενεκεδένιο δαχτυλίδι εἶναι ἡ φιλία ἡ κίβδηλη. Τὸ χρυσὸ εἶναι ἡ ἀληθινή. Κλωστὴ ἀδύνατη κρατάει τὴν ψεύτικη. Διαμάντια τὴν πραγματική. Θέλω νὰ τὸ βλέπετε καὶ νὰ διδάσκεσθε».
Ἀδελφοί μου. Κοίτα γύρω... Πόσες φιλίες ἀπὸ τενεκέ! ... Πόσες! .... Γυαλίζουν ἴσως. Ἀλλὰ εἶναι ψεύτικες....
Ἔχομεν δημιουργήσει καὶ ἠμεῖς φιλίες. Ἴσως ὀλίγες, ἴσως πολλές. Τί ἆρά γε νὰ εἶναι;
Χρυσάφι ἤ τενεκές;
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.21-25)
Ἐκδόσεις Β΄Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου