«Ὥρα ἠμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι, ἡ νῦξ προέκοψεν, ἡ δέ ἡμέρα ἤγγικεν»
Κυριακή τῆς Τυροφάγου (Ρωμ. ιγ´ 11 — ιγ´ 4)
Ἀρχιμ. π. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου
Τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι ἕνα ἐγερτήριον σάλπισμα, τὸ ὁποῖον ἀπευθύνει ὁ Παῦλος πρὸς ὅλους μας, διὰ τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος. Γνωρίζει καλὰ ὅτι ἡ παροῦσα ζωή ὁμοιάζει, σὰν νύχτα μπροστὰ εἰς τὴν λαμπρὰν καὶ εὐτυχισμένη μέλλουσαν ζωήν. Διὰ νὰ κερδίσωμε ὅμως ἐκείνην, εἶναι ἀνάγκη νὰ ξυπνήσωμεν καὶ νὰ ἑτοιμασθοῦμε ἀπ᾿ ἐδῶ. Καὶ ὅπως ἕνας θέλῃ νὰ ξυπνήση ἄλλους, ποὺ κοιμοῦνται καὶ πρέπει ἐντὸς τῆς νυκτὸς νὰ κάμουν σπουδαῖον ἔργον, τοὺς φωνάζει λέγοντας· Ξυπνῆστε, Εἶναι ὥρα. ῾Η νύκτα πέρασε. Πλησιάζει νὰ ξημερώσῃ. Μὴ κοιμᾶσθε. ῎Ετσι καὶ ὁ ἀπ᾿ Παῦλος, λέγει! «ὥρα ἡμᾶς ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι, ἡ δὲ νύξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν». ᾿Αλλὰ ἀπὸ τὶ ζητᾶ νὰ ξυπνήσωμεν καὶ πῶς θὰ ξυπνήσωμεν; ᾿Ιδοὺ τὶ πρέπει νὰ ἐξετάσωμεν.
Α´ Ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν νὰ ἐξυπνήσωμεν. Καὶ εἶναι ὕπνος, θὰ πῆτε, ἡ ἁμαρτωλὴ ζωή; ῞Υπνος καὶ βαρὺς μάλιστα. ᾿Ιδοὺ διατί·
1) Βλέπει ὄνειρα ὁ ἁμαρτωλός. ῾Ο κοιμώμενος βλέπει διάφορα εὐχάριστα ὄνειρα. Βλέπει ὅτι ἔλαβεν ἀξιώματα, προαγωγές, ὅτι ἔγινε Βασιλεύς. Βλέπει ὅτι ἀπέκτησε χρήματα, κτήματα, πολυτελῆ μέγαρα καὶ ὅτι ζῆ εἰς Παράδεισον καὶ ὅτι ἔχει ἀπολαύσεις παντοειδεῖς. ῞Οταν ξυπνήση, βρίσκεται ἔρημος ἀπὸ ὅλα αὐτά. Βλέπει τότε τὴ φτώχεια του καὶ τὴ δυστυχία του εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται.
Τὸ ἴδιον συμβαίνει καὶ μὲ ἐκεῖνον, ποὺ κοιμᾶται εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Τρέχει καὶ αὐτὸς νὰ βρῇ τὴν εὐτυχία του εἰς τὰ ἀξιώματα, εἰς τοὺς ἐπαίνους, εἰς τὰς προαγωγάς. Πασχίζει νὰ ἀποκτήση χρήματα, ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα. ῾Ιδροκοπεῖ νὰ φτιάξη μέγαρα καὶ πολυκατοικίες. Τρέχει κοντὰ εἰς τὶς ἡδονὲς καὶ τὰς ἀπολαύσεις, εἰς χοροὺς καὶ διασκεδάσεις. Καὶ ὅμως, ὅταν περάσῃ ἡ νύχτα τῆς παρούσης ζωῆς, θὰ δῇ, ὅτι ὄνειρο ἦταν καὶ ἐπέρασε, ἀστήρ καὶ ἔσβησε, σαπουνόφουσκα καὶ ἔσκασε. «Μία ροπὴ καὶ ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται»! Θὰ βρεθῇ τότε γυμνὸς καὶ παντέρημος. Εἰς τὴν ἀπέραντη αἰωνιότητα, οὔτε θὰ διατηρῇ κἄν τὴν γλυκύτητα τῆς ἀναμνήσεως.
2) Δὲν βλέπει τοὺς κινδύνους τοὺς πραγματικούς, ὁ ζῶν εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ὅπως ἀκριβῶς δὲν τοὺς βλέπει καὶ ὁ κοιμώμενος. Βλέπει ὁ κοιμώμενος τοὺς ἐχθροὺς ποὺ πλησιάζουν νὰ τὸν χτυπήσουν; ῎Οχι. ῎Ετσι καὶ ὁ κοιμώμενος στὴν ἁμαρτία δὲν βλέπει τὸν ἐχθρόν του διάβολον, ὅστις «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ».
Ὁ κοιμώμενος ἐπίσης δὲν ἀντιλαμβάνεται, ἄν δίπλα του ὑπάρχει ὀχιὰ φαρμακερή, ποὺ θὰ τὸν δαγκάση θανατηφόρα. Τοὐναντίον μάλιστα. Πιθανὸν εἰς τὸν ὕπνον του νὰ τεντώνη τὸ χέρι του νὰ τὴ χαϊδέψῃ! Δὲν ἀντιλαμβάνεται ὁ δυστυχὴς τὸν κίνδυνον, διὰ νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ αὐτήν. Καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς πιθανὸν νὰ ζῆ κοντά σὲ ὕποπτα πρόσωπα, ἐπικίνδυνα διὰ τὴν ψυχήν του, τὰ ὁποῖα θὰ τὸν ρίψουν εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ θὰ τοῦ φέρουν τὸν ψυχικὸν θάνατον. Δυστυχῶς δὲν τὸ ἀντιλαμβάνεται, διὰ νὰ ἀπομακρυνθῇ καὶ νὰ γλυτώσῃ. Τοὐναντίον μάλιστα, εὐχαριστεῖται νὰ ζῇ κοντά εἰς αὐτὰ τὰ πρόσωπα.
3) Δὲν βλέπει καὶ τοὺς ἰδικούς του, ποὺ τοῦ παραστέκουν. Πιθανὸν δίπλα του, νὰ εἶναι ὁ πατέρας του, ἡ μητέρα του ἤ πρόσωπα φιλικὰ καὶ συγγενικά, ποὺ τὸν ἀγαποῦν καὶ τὸν πονοῦν. Αὐτὸς δὲν τὰ βλέπει. ᾿Ημπορεῖ ἀντιθέτως νὰ βλέπη ἐφιάλτας, νὰ αἰσθάνεται μόνος, νά κλαίῃ νὰ φοβεῖται. Μήπως καὶ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ κοιμᾶται τὸν ὕπνον τῆς ἁμαρτίας, δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο; Τὸν Θεόν, ποὺ εἶναι ἀπὸ πάνω του, ποὺ εἶναι πατέρας του στοργικὸς καὶ μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήσῃ εἰς κάθε του στιγμὴ καὶ ἀνάγκη, δὲν τὸν βλέπει. Δὲν βλέπει τοὺς ἀγγέλους, τὰ «λειτουργικὰ πνεύματα, τὰ ἀποστελλόμενα εἰς διακονίαν διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν». Δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸ νέφος τῶν ἁγίων τριγύρω του, ποὺ εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὸν βοηθήσουν, εἰς τὰς δυσ κολίας. Αὐτὸς αἰσθάνεται μόνος εἰς τὴν ζωήν. Φοβᾶται, πῶς θὰ ζήση, πῶς θὰ τὰ βγάλη πέρα, καὶ ζῇ ὡς ἄθεος εἰς τὸν κόσμον καὶ μὴ ἔχων ἐλπίδα. ᾿Αγωνίζεται μόνος ὁ δυστυχὴς νὰ τὰ βγάλη πέρα.
4) ῾Ο κοιμώμενος δὲν βλέπει, ποῦ τὸν πηγαίνουν. Νομίζει, ὅτι εἶναι στάσιμος, καίτοι τρέχει τὸ τραῖνο, ἤ τὸ ἀεροπλάνο, ἤ τὸ λεωφορεῖο, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον κοιμᾶται. Πιθανὸν νὰ τὸν πηγαίνουν νὰ τὸν ρίξουν εἰς τὸν κρημνόν ἤ στὴ θάλασσα. Αὐτὸς δὲν τὸ καταλαβαίνει. ῎Ετσι ἀκριβῶς καὶ ὁ κοιμώμενος τὸν ὕπνον τῆς ἁμαρτίας. Δὲν βλέπει ποιὸς εἶναι ὁ προορισμός του. Νομίζει, ὅτι εἶναι στάσιμος. Καὶ ὅμως ἡ ζωὴ προχωρεῖ καὶ κάπου θὰ φθάσωμε. ᾿Αλλὰ εἰς ποῖον τραῖνο μπήκαμε; Μήπως σὲ κλούβα ποὺ θὰ μᾶς ἀνατινάξη ὁ ἐχθρὸς πιὸ πέρα; Μήπως κοιμώμεθα, μέσα σὲ πλοῖον μὲ καπετάνιον τὸ Σατανᾶν, ποὺ θὰ μᾶς πνίξῃ ἀργότερα; Αἴ λοιπόν, εἶναι ἡ ἁμαρτία ὕπνος ἤ δὲν εἶναι;
Β´ Πῶς θὰ ξυπνήσωμε;
1) Μὲ φωνήν. ῎Ετσι, δὲν ξυπνοῦν καὶ τὸν κοιμώμενον; Θὰ τὸν φωνάξουν, δυνατὰ μάλιστα, διὰ νὰ ἀκούσῃ καὶ νὰ ξυπνήσῃ. Οὕτω πῶς καὶ ἐκεῖνος, ποὺ κοιμᾶται τὸν ὕπνον τῆς ἁμαρτίας εἰς αὐτὴν τὴν ζωήν, θὰ ξυπνήσῃ μὲ τὴν φωνήν τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Θὰ ξυπνήση μὲ τὶς φωνὲς τῶν προφητῶν καὶ τῶν ᾿Αποστόλων, μὲ τὰ κηρύγματα τῶν ῾Ιεροκηρύκων τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν διδασκάλων τῆς ᾿Εκκλησίας. Θὰ ξυπνήση μὲ τὶς συμβουλὲς ἄλλων Χριστιανῶν ποὺ εἶναι ξύπνιοι. Ξυπνοῦν μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι γραμμένα εἰς τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὰ ἱερὰ βιβλία. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς σάλπιξ τυρηνικὴ, φωνάζει· «ἔγειρε ὁ καθεύδων». Ξύπνα δηλ. σὺ, ποὺ κοιμᾶσαι· «ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι...». ᾿Αλλὰ καί ἐὰν μὲ τὴν φωνὴν τοῦ Θεοῦ δὲν ἀκούση νὰ ἐξυπνήσῃ, διότι εἶναι πολλοί, ποὺ ὅσο θέλεις βρῶντα στοῦ κοφοῦ τὸν πόρτα, δὲν ὑπάρχει ἄλλο μέσον; Μάλιστα. ῾Υπάρχει.
2) Μὲ τὰς θλίψεις, θὰ ἐξυπνήσῃ τότε. Τὸν κοιμώμενον, ποὺ δὲν ἀκούει τὶς φωνὲς θὰ τὸν κουνήσωμε καὶ θὰ τὸν δείρωμε ἐν ἀνάγκῃ. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ Θεὸς. ῞Οταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ξυπνᾶ μὲ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιεῖ τὰς θλίψεις, τὰ βάσανα, διὰ νὰ ἐξυπνήσῃ καὶ νὰ μπῇ εἰς τὸν δρόμον τὸν καλὸν καὶ τῆς σωτηρίας. Τὸν βλέπεις μετὰ τὸν θάνατον ἑνὸς προσφιλοῦς του νὰ ἐνδιαφέρεται τότε διὰ τὴν μέλλουσαν ζωὴν καὶ διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του. Εἰς τὴν ἀρρώστιαν, προσεύχεται. Εἰς τὸ βάσανόν του σκέπτεται ὅτι εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἐξομολογηθῇ. «Κύριε ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν σου», λέγει ὁ Προφήτης. Καὶ «παιδεία Κυρίου ἀνοίγειν μου τὰ ὦτα».
Μὰ δὲν εἶναι σκληρὸν νὰ μεταχειρίζεται ὁ Θεὸς τὶς θλίψεις, θὰ ποῦν μερικοί. Τὶ θέλεις, νὰ ἀφήσῃ ὁ Θεὸς τὸ παιδί του νὰ χαθῇ;
Κάποιος πλοίαρχος κυβερνοῦσε τὸ ἰδιόκτητον πλοῖον του καὶ ναυάγησε εἰς τὰ παγετώδη παράλια τοῦ Καναδᾶ. Κατώρθωσε βεβαίως μὲ τὰ δυὸ παιδιά του καταβρεγμένα, νὰ βγῆ εἰς τὴν ξηράν. ᾿Εκινδύνευαν ὅμως νὰ πεθάνουν. Διότι ἐχιόνιζε ἀρκετὰ καὶ φυσοῦσε παγωμένος ἀέρας. ᾿Αλλὰ νὰ! βλέπει μακρυὰ φῶς. Σπίτι θὰ εἶναι ἀσφαλῶς, εἶπε. Τρέχει, λοιπὸν μὲ τὰ παιδιά του πρὸς τὰ ἐκεῖ. Καθ᾿ ὁδόν ὅμως τὰ παιδιά του παραπονοῦντο ὅτι ἐνύσταζαν καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τρέξουν.
Ὁ πατέρας κατάλαβε ὅτι τοὺς ἤρχετο ὁ ἐκ ψύξεως λήθαργος. Παίρνει τότε μιὰ βέργα καὶ τὰ κτυποῦσε. Τοιουτοτρόπως τὰ ἠνάγκασε νὰ τρέξουν καὶ νὰ φθάσουν εἰς τὴν καλύβην μὲ τὸ φῶς. ᾿Εκεῖ, βρῆκαν ροῦχα καὶ περίθαλψιν. Μὲ τὸ ξύλο ποὺ τοὺς ἔδωσε τὰ ἔσωσε ἀπὸ βέβαιον θάνατον. ῎Εκαμε ἄσχημα ὁ πατέρας, ποὺ τὰ ἔδειρε; Αἴ, ἀ κριβῶς ἀπὸ τὸν θανατηφόρον λήθαργον τῆς ἁμαρτίας θέλει νὰ μᾶς ἐξυπνήση ὁ Θεὸς καὶ κάνει τὸ ἴδιο. ᾿Εὰν δὲ ὁ ἄνθρωπος παρ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν ξυπνήση, τότε θὰ ξυπνήση δυστυχῶς·
3) Μὲ τὸν θάνατον. ᾿Αλλοίμονον ὅμως! Τὸ ξύπνημα ἐκεῖνο θὰ εἶναι τρομακτικόν. Διότι θὰ ἀντικρύσῃ τὴν ὁλοσχερῆ καταστροφήν του ὁ ἄνθρωπος. Ποῖον τρόμον θὰ αἰσθανθῇ τότε! Κάποιος, ἐβάδιζε ἐν καιρῷ νυκτὸς ἀσελήνου εἰς δασώδη περιοχήν. ᾿Ενύσταξε καὶ ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ. Δὲν ἀντελήφθη ὅμως ὅτι κοντά του ἦτο κρημνὸς μεγάλος καὶ ἀπότομος καὶ ἔχασκε βαθειὰ χαράδρα. Μετ᾿ ὀλίγον εἰς ἕνα του γύρισμα, ἔχασε τὴν ἰσορροπίαν του καὶ ἐκρημνίζετο εἰς τὸ χάος.
᾿Εξύπνησε βεβαίως, ἀλλὰ σκεφθῆτε τώρα εἰς τὸ ξύπνημά του ἐκεῖνο, τὶ θὰ ἠσθάνθη. Πολὺ τρομακτικώτερον θὰ εἶναι τὸ ξύπνημα τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅταν εἰς τὸν θάνατόν του ἀντικρύσῃ τὴν αἰώνιον ἀπώλειαν. Σκεφθῆτε πρὸς στιγμήν, ὅτι τὴν νύχτα ποὺ κοιμᾶσθε, ἀκοῦτε φωνές· Πυρκαϊά – πυρκαϊά! Ξυπνᾶτε. Καὶ αἴφνης βλέπετε νὰ καίγεται ὁλόκληρον τὸ σπίτι σας. Τὸ ζώνουν ἀπὸ παντοῦ φλόγες. Τὶ τρόμος τότε! Καὶ ὅμως δὲν εἶναι τίποτε αὐτὸς ὁ τρόμος, μπροστὰ εἰς τὸν τρόμον ποὺ θὰ αἰσθανθῇ ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν μὲ τὸν θάνατόν του ἐξυπνήσῃ καὶ δῇ ὅτι εἶναι ζωσμένος ἀπὸ τὶς φλόγες τῆς Κολάσεως, ᾿Αλλοίμονον καὶ τρεῖς ἀλλοίμονον καὶ χιλιάδες φορὲς ἀλλοίμονον!
* * *
Δὲν ξέρω, ἐὰν ἡμεῖς ἔχωμε
ξυπνήσει ἤ κοιμώμαστε ἀκόμη τὸν
ὕπνον τῆς ἁμαρτίας. Πολλοὶ
ἀσφαλῶς ἔχουν ἐξυπνήσει, καὶ
ἐργάζονται διὰ τὴν σωτηρίαν των.
῎Αλλοι ὅμως ἴσως κοιμοῦνται τὸν
βαρούχιον ὕπνον. Καὶ ἄλλοι πάλιν
μὲ τὰς φωνάς τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ
κηρύγματα ἤ τὰς θλίψεις ἴσως νὰ
ξυπνήσωμεν κἄπως. ᾿Αλλὰ ἐξυπνήσαμε καλὰ τελείως;῎Η ὁμοιάζομε μὲ ἐκείνους, ποὺ ξυπνοῦν πρὸς στιγμὴν μὲ τὴν φωνὴν καὶ γυρίζουν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν, διὰ νὰ τὸν ξαναπάρουν; Διὰ τοῦτο, πρέπει, σήμερον νὰ ξυπνήσωμεν ἀπὸ τὸν ὕπνον τῆς ἁμαρτίας. Σήμερον, ὄχι αὔριο! Εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνον τὸ νὰ κοιμᾶται κανεὶς τὸν ὕπνον αὐτόν, εἶναι σὰν νὰ κοιμᾶται εἰς τὴν κορυφὴ τοῦ καταρτιοῦ ἑνὸς πλοίου. Μία μικρὴ κίνησις τοῦ πλοίου καὶ τὸν ἔρριξε στὴ θάλασσα ἤ εἰς τὸ κατάστρωμα καὶ τὸν συνέτριψε.
Ἄς ξυπνήσωμεν, λοιπόν, τώρα, ὥστε, ὅταν ἔλθῃ ὁ θάνατος — καὶ θὰ ἔλθη γρηγορώτερον ἀπὸ ὅτι τὸν περιμένομεν — τότε νὰ μὴ τρομάξωμεν, ἀλλὰ νὰ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν εὐτυχισμένην Πατρίδα μας.
* Ἀπό τό βιβλίον «Τά μυστικά τῆς εὐτυχίας» Τόμος Β´, Ἐκδ. «Ὀρθοδόξου Τύπου»1967
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1967 15 Μαρτίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου