Οἱ Τρεῖς Φωστήρες τῆς Θεότητος
Ἰωάννου Β. Κωστάκη, Θεολόγου
Κάθε φορά ποὺ κάποιος ἐπιχειρεῖ νὰ σκιαγραφήσει τὶς μορφὲς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὅσο σοφὸς κιʼ ἂν λογίζεται, νοιώθει νὰ συνθλίβεται ἀπὸ τὸ βάρος ἑνὸς ἀνυπέρβλητου μεγαλείου. Μὲ ἔκσταση στέκεται μπροστὰ στὰ τρία μεγαλειώδη πνευματικὰ ἀναστήματα, τρεῖς φλεγόμενες καρδιές, τρεῖς ὁλόλαμπρους φάρους, τοὺς ὁποίους τὸ μῖσος καὶ ἡ πολεμικὴ αἰώνων «χθονίων καὶ ὑποχθονίων δυνάμεων» δὲν κατόρθωσαν νὰ σβήσουν ἀλλὰ οὔτε κἄν νὰ ἀ μαυρώσουν τὴν ἀκτινοβολία τους.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τοὺς ἔχει ἀφιερώσει τὶς πιὸ λαμπρὲς σελίδες της. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ἐποχὴ τους χαρακτηρίστηκε ὡς «χρυσοῦς αἰὼν» τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας. Ἑορτάζουμε γιὰ μία ἀκόμα φορά τοὺς προστάτες τῆς Ἑλληνορθόδοξης παιδείας.
Τιμώντας εὐλαβικὰ τὴ μνήμη τῶν τριῶν φωστήρων τῆς οἰκουμενικῆς ὀρθοδοξίας Βασιλείου τοῦ μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀναβαπτιζόμαστε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κρισιμότερα σταυροδρόμια τῆς ἱστορικῆς μας πορείας, στὸ σημεῖο ἐπαφῆς τῶν δύο κόσμων τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν Χριστιανισμό.
Στὴν τριάδα τῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν καὶ διδασκάλων τῆς οἰκουμένης, συναντῶνται σὲ μία περί- λαμπρη σύνθεση, μοναδικῆς ἀκτινοβολίας, ἡ πεμπτουσία τῆς Ἑλληνικῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος, μὲ τὸ ἀνέσπερο καὶ παρήγορο φῶς τῆς Χριστιανικῆς πίστης.
Ὁ Σωκράτης ἀναζητοῦσε τὴν βαθύτερη ὑφὴ τῆς ἁρμονίας, προχωρώντας ἀρνητικά: «οὐδαμῶς ἄρα ἀνταδικεῖν δεῖ, οὔτε κακῶς ποιεῖν οὐδένα ἀνθρώπων, οὐδʼ ἂν ὅ,τι οὖν πάσχη ὑπʼ αὐτῶν». Καὶ ἦρθε ἔπειτα ἀπὸ χρόνια ὁ Ναζωραῖος, γιὰ νὰ ξεπεράσει τὴν ἀρνητικὴ πλευρά, χαρίζοντας τὴν θετικὴ ἀντιμετώπιση, μὲ τὸ κήρυγμά του: «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς κακοποιοῦσιν ὑμᾶς». Στὸ σταυροδρόμι αὐτὸ συντελεῖται μὲ τρόπο, ἀληθινά, θαυμαστὸ ἡ ἐξελλήνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀφʼ ἑνὸς καὶ ἡ ἐκχριστιάνιση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀφʼ ἑτέρου.
Ὁ οὐρανοφάντωρ Βασίλειος γεφυρώνει τὸ χάσμα ἀνάμεσα στοὺς κόσμους τοῦ δωδεκαθέου καὶ τῆς Χριστιανικῆς κοσμοθεωρίας. Στὸν περίφημο λόγο του «πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», διακηρύσσει ὅτι: τὰ κλασσικά γράμματα μποροῦν, καὶ πρέπει, νὰ ἀποτελέσουν τὸ προπαρασκευαστικὸ στάδιο, γιὰ τὴν μελέτη τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας.
Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν Πλάτωνα καὶ ἀγγίζοντας τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καταλήγουμε ἔτσι ἀργότερα στὴ σύνθεση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Ἀλλὰ ὁ Μ. Βασίλειος δὲν περιορίζεται μονάχα στὴν θεωρητικὴ θεμελίωση τῆς πίστεώς του.
Ὁ πολυφίλητος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Καισαρείας, ἀκούραστος ἐπισκέπτεται κάθε μοναστικὸ οἰκισμὸ ἀπὸ τὴν Συρία ὡς τὴν Παλαιστίνη, κιʼ ἀπʼ τὴν Κυρηναϊκὴ ὡς τὴν Θηβαΐδα. Ἐφαρμόζει καὶ στὴν πράξη τὸ διαπρύσιο κήρυγμά του, ἐνῶ ταυτόχρονα ἀγωνίζεται γιὰ τὴν παγίωση μιᾶς κοινωνικῆς πολιτικῆς, θεμελιωμένης σὲ βάσεις πραγματικὰ Ἑλληνοχριστιανικές.
Μὲ αὐτὴ τὴν ἀξιομίμητη φιλοδοξία, ἱδρύει τὴν γνωστὴ πολιτεία τῆς ἀγάπης τὴν ἐπώνυμη «Βασιλειάδα». Αὐτὴ εἶναι «ἡ καινὴ πόλις, τὸ τῆς εὐσεβείας ταμεῖον, τὸ κοινὸν τῶν ἐχόντων θησαύρισμα εἰς ὃ τὰ περιττά τοῦ πλούτου ἀποτίθετα. Ἐν ᾧ νόσος φιλοσοφεῖται καὶ συμφορὰ μακαρίζεται καὶ τὸ συμπαθὲς δοκιμάζεται».
Στὰ ἴδια χνάρια τῆς Ἑλληνοχριστιανικῆς ἁρμονίας βάδισε καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός. Ὁ «ἔνθεος νοῦς». Ὁ κορυφαῖος αὐτὸς ἱεράρχης, ὁ ὁποῖος παραιτούμενος ἀπʼ τὸν εὐκλεῆ πατριαρχικὸ θρόνο, τῆς «βασιλίδος τῶν πόλεων», ἐκφώνησε ἐνώπιον τῶν συνοδικῶν πατέρων, τὸν μνημειώδη ἐκεῖνο «συντακτήριο λόγο», καύχημα ἀπαράμιλλο τῆς Χριστιανικῆς ρητορικῆς.
Ἀποχαιρετώντας τὸ «ποίμνιό» του, εἶπε μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς συγκλονιστικὰ- αὐτοθυσιαστικὰ λόγια: «εἰ τοίνυν ἐγὼ τῆς διαστάσεως αἴτιος, θρόνου ἐξώσατε, πόλεως ἀπελάσατε, μόνον τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν εἰρήνην ἀγαπήσατε».
Ὁ «χρυσορρήμων» Ἰωάννης τέλος, ὁ ἀπτόητος αὐτὸς ἱεράρχης, ὁ δοκιμασμένος στὴ σκληρὴ ἀσκητικὴ μόνωση τῶν σπηλαίων καὶ τῶν βουνῶν τῆς Ἀντιόχειας, ἀναδείχθηκε ὁ ὕψιστος τῶν ρητόρων τῆς Χριστιανικῆς ὀρθοδοξίας, «ἐκπέμψας ἀπὸ τὸ χρυσορροῦν, ὄντως, στόμα του τόνους, τοὺς ὁποίους ὁ ἀρχαῖος κόσμος, δὲν ἤκουσεν ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Δημοσθένους καὶ τοῦ Κικέρωνος».
Ἀποπνέει ψυχικὸ μεγαλεῖο ,ἀδάμαστη γενναιότητα, ἡρωϊκὸ φρόνημα ἡ περίφημη ὁμιλία του «πρὸ τῆς ἐξορίας», μὲ τὴν ὁποία ἐνθαρρύνει τοὺς πιστοὺς καὶ συνάμα διακηρύττει τὸ μάταιο τοῦ πολέμου ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Μὲ τὴν βεβαιότητα, ποὺ τοῦ ἐμπνέει ἡ ἀκλόνητη πίστη, σαλπίζει πρὸς κάθε κατεύθυνση: «Πολλὰ τὰ κύματα καὶ χαλεπὸν τὸ κλυδώνιον, ἀλλʼ οὐ δεδοίκαμεν μὴ καταποντισθῶμεν, ἐπὶ γὰρ τῆς πέτρας ἐστήκαμεν. Μεναίσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλῦσαι οὐ δύναται, ἐγειρέσθω τὰ κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τὸ πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει. Τί δεδοίκαμεν; Τὸν θάνατον; Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος. Ἀλλʼ ἐξορίαν; Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς…Οὐ πενίαν δέδοικα. Οὐ πλοῦτον ἐπιθυμῶ. Οὐ θάνατον φοβοῦμαι. Οὐ ζῆσαι εὔχομαι, εἰ μὴ διὰ τὴν ὑμετέραν προκοπήν…».
Ἡ λογοκρατούμενη ἐποχὴ μας θέλει νὰ βλέπει στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες τοὺς ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων, τοὺς ἐραστὲς τῆς κλασσικῆς παιδείας, ποὺ συνδύασαν καὶ συμφιλίωσαν τὸν Χριστιανισμὸ μὲ τὰ Ἑλληνικὰ γράμματα. Βεβαίως, εἶναι καὶ ἔτσι.
Ἡ κλασσικὴ παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι σημαντικότατη. Ὁ Ἑλληνικὸς λόγος ὁλολαμπής ἀκτινοβολεῖ, ἀπʼ τὶς ἀστραπὲς τῆς μεγαλοφυΐας στὰ συγγράμματά τους. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ τοὺς καθιστᾶ «μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητος», δὲν εἶναι τόσο τὰ συγγράμματα, ὅσο ἡ ἁγιότητά τους. Ἡ ἁγιότητα ἦταν ποὺ ἐλάμπρυνε τὸν Ἑλληνικὸ λόγο, καὶ ἀπὸ διανοητικὸ τὸν μετουσίωσε σὲ πνευματικό.
Γι᾽ αὐτὸ θέλγει τὶς καρδιὲς αὐτῶν ποὺ πιστεύουν. Χωρὶς τὴν ἁγιότητα, δὲν θὰ ἦταν παρὰ μόνο φιλόσοφοι, ἢ ἁπλῶς θεολογοῦντες, ἀνήμποροι νὰ φθάσουν στὶς κορυφὲς τῆς γνώσης, ὅπου ἔφθασαν. Καὶ ἡ θεολογία τους δὲν θὰ διατηροῦσε μέχρι σήμερα τὸ κῦρος της, ἂν δὲν καταυγάζονταν ἀπʼ τὶς ἀκτῖνες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκριβῶς γιʼ αὐτό, ὁ ἕνας ὁ Γρηγόριος ὀνομάζεται ἀπʼ τὴν Ἐκκλησία θεολόγος.
Ὁ ἄλλος, ὁ Βασίλειος ἀναγνωρίζεται οὐρανοφάντωρ, δηλαδὴ λάμπει μέχρι τὸν οὐρανό, ἐνῶ στὸν τρίτο τὸν Ἰωάννη ἀποδίδεται ὁ τίτλος τοῦ χρυσορρήμο- νος- Χρυσοστόμου. Ὀνόματα μεγάλα, μοναδικά, ἀνεπανάληπτα.
Ἐκεῖνο ποὺ συνετέλεσε ὥστε παρὰ τὸν μεγάλο πειρασμὸ ποὺ ἀντιμετώπισαν, ἀπʼ τὴν πλούσια παγανιστικὴ-ἐθνικὴ μόρφωσή τους, νὰ καταστοῦν δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἡ διδασκαλία τους νὰ γίνει κανόνας θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, καὶ οἱ ἴδιοι νὰ ἀναδειχθοῦν σὲ πνευματικοὺς ὁδηγοὺς τῶν πιστῶν, ἦταν ἡ ἔκτακτη καταβολὴ τῆς φύσεώς τους.
Τὸ πλάτος καὶ τὸ βάθος τῆς μορφώσεώς τους καὶ ἡ πλούσια θεία χάρις. Ἀλλὰ ἡ θεία χάρις δὲν δίδεται, ἂν δὲν ζητηθεῖ. Δέκα ἕξ καὶ πλέον αἰῶνες πέρασαν ἀπὸ τὸν «χρυσοῦν αἰῶνα» τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ σημάδεψε ἡ μεγάλη δημιουργικὴ παρουσία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.
Σήμερα, παρʼ ὅλο ποὺ ταξιδεύουμε στὰ ἄστρα, ἀπὸ ἀπόψεως πνευματικῆς δὲν ζοῦμε οὔτε κἄν στὴν ἐποχὴ τοῦ χαλκοῦ. Θὰ ἔλεγε κανείς, πὼς βρισκόμαστε σὲ μία λίθινη ἐποχή. Κιʼ αὐτὸ γιατί καταδικάσαμε μία κατʼ ἐξοχὴν δυναμικὴ ἀλήθεια,- τὴν Χριστιανικὴ πίστη, παράδοση καὶ ζωὴ- σὲ ἀδράνεια καὶ στατικότητα.
Ἂν καὶ ὅταν ἡ ἐχθρότητα ἔναντι τοῦ Χριστιανικοῦ μηνύματος δὲν κυριαρχεῖ στὴ δημόσια ζωή. Τοῦτο εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα-λάθος , ποὺ μᾶς ὑποδεικνύει, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἡ ζωὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.
Ἡ μορφὴ τους κάνει πιὸ δραματικὴ καὶ πιὸ ἔκδηλη τὴν ἐναγώνια ἀναζήτηση τῆς ἐποχῆς μας. Τὴν ἀναζήτηση ἡγετικῶν χριστιανικῶν προσωπικοτήτων. Καθὼς οἱ πολύμορφες ἀνθρώπινες ἡγεσίες τῶν καιρῶν μας, προκαλοῦν θλίψη καὶ γεννοῦν ἀπογοήτευση, εἶναι ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη ἀνάδειξης ἡγετικῶν μορφῶν, μὲ τὴν συνέπεια, τὴν τόλμη καὶ πρὸ παντὸς τὸ ἦθος τῶν τριῶν μεγάλων πατέρων.
Τέτοιες προσωπικότητες εἶναι ποὺ πρέπει νὰ ἐπιχειρήσουν, χωρὶς φόβο καὶ μὲ πάθος, μία νέα σύζευξη ἀνάμεσα στὴ θεϊκὴ ἀλήθεια καὶ τὰ ἀνθρώπινα ἐπιτεύγματα. Νὰ τὰ ἐναρμονίσουν μὲ τὸ γνήσιο ὀρθόδοξο πνεῦμα καὶ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ ὕφος καὶ ἦθος, ποὺ θὰ ἀνταποκρίνεται στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς μας.
Σήμερα, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχή, οἱ τρεῖς φάροι τῆς Ἑλληνορθόδοξης παιδείας, φωτίζουν γιὰ μία γραμμὴ πλεύσης πρὸς ἕνα καινούργιο κόσμο. Ἀναζητοῦνται οἱ ἡρωικοὶ καὶ ριψοκίνδυ- νοι θαλασσοπόροι, ποὺ ἀνάμεσα σὲ θύελλες καὶ σκοπέλους θὰ τὴν ἀκολουθήσουν, γιὰ νὰ γίνουν δημιουργοὶ σὲ μία νέα λυτρωτικὴ κοσμογονία.
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1960, 25 Ἰανουαρίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου