Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2025

«Φιλόστοργοι» Μέρος A' . Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους). Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

«Φιλόστοργοι» Μέρος A'

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους)
Διαβάστε τὰ ὑπόλοιπα πατῶντας: «Φιλόστοργοι»

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ἕνα πρωὶ πρὶν τρία χρόνια, ἦταν τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων, ἡ κυρα-Πράπω ἡ Σκαλιώτισσα, μιὰ ψηλή, χοντρὴ γυναικάρα πενῆντα ὀκτὼ χρονῶν, εἶχε σηκωθεῖ νὰ πάει νὰ κάνει ἐπίσκεψη στὴ νονά της στὰ Πατήσια.
Εἶχε σπιτάκια μὲ μεγάλη αὐλή, σὲ μιὰν ἄκρη τῆς πόλης, ὁποὺ ἔτρεφε γίδες καὶ προβατίνες καὶ κότες καὶ φραγκόκοτες καὶ περιστέρια.
Τὸ γάλα τὸ πουλοῦσε ὀγδόντα λεπτὰ τὴν ὀκά, μὲ τὸ δικό της τὸ μετρίδι. Τὰ περιστέρια, μόνο σὲ ἔκτακτες περιστάσεις, χωρὶς ὁρισμένο τιμολόγιο, ἂν τῆς εἶχε πνίξει κανένα ἡ γάτα ἢ ἂν ἔβρισκε πελάτες Γάλλους ἢ Ἰταλοὺς τοῦ θεάτρου. Τὰ αὐγά, πρὸς 15 λεπτὰ τὸ ἕνα, τὴ Σαρακοστή.
Αὐτή, ἂν τραβοῦσε ἡ ὄρεξή της νὰ φάει ἀβγά, πρᾶγμα σπάνιο, θὰ πήγαινε στὴν μεγάλη ἀγορὰ νὰ τὰ ψωνίσει. Τὰ ἔβρισκε πρὸς μιὰ δεκάρα τα τρία, σπασμένα, ἀλλὰ φρέσκα, καὶ μὲ δοκιμή. Ποῦ νὰ γελαστεῖ αὐτή!
Ἐκεῖνο τὸ πρωὶ εἶχε σηκωθεῖ μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ πάει νὰ κάνει ἐπίσκεψη στὴ νονά της, ποὺ ἦταν ἀρχόντισσα μὲ τὸ σπίτι στὰ Πατήσια. Ἔρχονταν Χριστούγεννα, κι ἐπιθυμοῦσε νὰ τῆς προσφέρει κατιτί. Τί ἄλλο ἀπὸ ἀβγά, ποὺ στὸ ἐμπόριό τους εἶχε εἰδικότητα;
Ἤξερε ὅτι θὰ ἔβρισκε ἐκεῖ τὸ νονό της, τὸ γιὸ τῆς γριᾶς, κι αὐτὸς θὰ εἶχε τὸ φιλότιμο νὰ τῆς πληρώσει καλὰ τὸ δῶρο της.
Μέτρησε ὅσα ἀβγὰ εἶχε, καὶ τὰ βρῆκε δεκατέσσερα.
«Νὰ τοὺς τὰ πάει ὅλα; Ἔχουμε καὶ λέμε, 14 ἀβγά, ἀπὸ μία δεκάρα, 14 δεκάρες, μιὰ καὶ σαράντα, κι ἀπὸ μιὰ πεντάρα ἀκόμα, 14 πεντάρες, 7 δεκάρες, 70 λεπτά. 70 καὶ 1,40 (μέτρησε στὰ δάχτυλα), δύο καὶ δέκα.
Τότε θὰ ἔχανε μιὰ δεκάρα. Γιατί, βέβαια, δὲ θὰ τῆς ἔδινε παραπάνω ἀπὸ δύο δραχμὲς ὁ νονὸς γιὰ τὸ δῶρο της.
Νὰ τοὺς πάει τα δεκατρία, ἔχουμε καὶ λέμε, βγάλε τὰ 15 λεπτά, 1,95, θὰ κέρδιζε μιὰ πεντάρα. Γιατί, ὅσα καὶ νὰ πήγαινε, πάντα δυὸ δραχμὲς θὰ τῆς τὰ πλήρωνε ὁ νονός της. Ἂς εἶναι τὰ 13. Μὰ τὸ 13 λένε πὼς δὲν εἶναι καλὸ νούμερο. Νὰ τοὺς πάει τὰ 12;... Εἴπαμε πόσα; 1,90, τὰ δεκατρία; Πόσα εἴπαμε; 2,10 τὰ δεκατέσσερα... Βγάλε τὰ 15, μένουν 1,95. Ναί, μιὰ κι 95. Βγάλε τὰ 15, κάνουν 1,80 τὰ δώδεκα.
Ἂς τοὺς πάει τα δώδεκα ποὺ εἶναι καὶ καλὸ νούμερο. Δὲν θὰ τῆς δώσει παρακάτω ἀπὸ ἕνα δίδραχμο ὁ νονός της, καὶ ρέστα δὲν θὰ καταδεχτεῖ νὰ πάρει, καὶ ποῦ νὰ ἔχει αὐτὴ ρέστα πάνω της; Ναί, τὰ δώδεκα θὰ τοὺς πάει.»

Τὰ τύλιξε σὲ ἄσπρη, καθαρὴ πετσέτα, καὶ ξεκίνησε πεζή, κοῦτσα κοῦτσα, γιατί δὲν ἦταν καὶ τόσο γερὴ στὰ πόδια, γιὰ τὰ Πατήσια. Εἶχε ὑπολογίσει τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔβρισκε ἐκεῖ τὸ νονό της, ὅταν θὰ εἶχε ἔρθει λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ γραφεῖο του, ἀλλὰ ὄχι ἀμέσως, λίγο ἀργότερα, μόλις θὰ τέλειωναν τὸ μεσημεριανὸ φαγητό, ὀπόταν θὰ τοὺς ἔβρισκε σὲ καλὴ διάθεση. Ποτέ της δὲ θὰ ἔκανε, αὐτή, τὸ σφάλμα νὰ ἐμφανιστεῖ τὴν ὥρα ἀκριβῶς τοῦ φαγητοῦ.
Ἡ κυρα-Πράπω πέτυχε καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Δέχτηκαν τὰ ἀβγὰ (ποὺ πρέπει νὰ τὸ ποῦμε πὼς ἦταν φρέσκα), τῆς τὰ πλήρωσε ὁ νονός της ἕνα δίδραχμο, μὲ μικρὸ μορφασμὸ τῆς νονᾶς, ποὺ ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ μὴν τὴν καλέσει νὰ καθίσει στὸ ἴδιο τραπέζι της, γιὰ νὰ χορτάσει μὲ τὰ ἀποφάγια. Ἡ κυρα-Πράπω δὲν ἦταν ἐντελῶς νηστική, ἀλλὰ εἶχε φάει πρωινὸ στὶς δέκα. Ἔπειτα ὁ ἀέρας τῆς ἐξοχῆς της εἶχε ἀνοίξει τὴν ὄρεξη.
Ἀφοῦ μίλησε γιὰ διάφορα πράγματα, ὕστερα, χωρὶς ἀδεξιότητα, ἀνάμεσα σὲ ἄλλα εἶπε πὼς εἶχε ἔρθει πεζή, καὶ παραπονέθηκε γιὰ τὰ πόδια τῆς... κλάφτηκε καὶ γιὰ τὰ γεράματα τοῦ συζύγου της, τοῦ μπαρμπα-Πράπη, ποὺ δὲν ἦταν πιὰ ἱκανὸς γιὰ τίποτα.
Ὁ νονός, ποὺ εἶχε ἔρθει σὲ πολὺ καλὴ διάθεση ὕστερα ἀπὸ δύο ποτήρια δυνατὸ κρασὶ καὶ ἀπὸ ἕνα ποτηράκι λικὲρ σαρτρὲζ μὲ τὸν καφέ, ἔβγαλε καὶ τῆς ἔδωσε δύο ἢ τρεὶς δεκάρες, γιὰ νὰ πληρώσει τὸ λεωφορεῖο στὴν ἐπιστροφή.
Νέος μορφασμὸς τῆς νονᾶς, ποὺ σκεφτόταν πὼς τὰ ἀβγά τῆς βαφτισιμιὰς κανεὶς δὲν τὰ εἶχε προσκαλέσει νὰ κάνουν τὸν κόπο νὰ μεταφέρουν στὰ Πατήσια τὸ χοντρό της σῶμα.
Στὸ τέλος πῆρε τὸ θάρρος νὰ μαζέψει λίγες πεπονόφλουδες, ποὺ εἶχαν μείνει πάνω στὸ τραπέζι, γιὰ τὴν κατσίκα της, τὶς τύλιξε στὴν πετσέτα κι ἔφυγε. Εἶχε ξεκουραστεῖ πολὺ καὶ δὲν νόμιζε πὼς ἦταν ἀνάγκη νὰ ἀνέβει στὸ λεωφορεῖο. Γύρισε πεζή.
Πέρασε ἀπὸ ἕνα ἐξοχικὸ σπιτάκι, ὅπου κατοικοῦσε μιὰ περιβολάρισσα ξαδέρφη της, νυχτώθηκε, καὶ γύρισε στὴν πόλη κρατῶντας ἕνα μεγάλο δέμα κάτω ἀπὸ τὴν μασχάλη της.

Εἴκοσι βήματα πρὶν φτάσει στὸ σπίτι της, τὴν ὥρα ποὺ εἶχαν ἀνάψει τὸ φανάρι τοῦ γκαζιοῦ ποὺ ἦταν ἐκεῖ, βλέπει ἕνα μικρὸ παιδάκι μοναχό του, ποὺ ἔκλαιγε.
- Τί ἔχεις, παιδί μου;
Τὸ παιδὶ ψέλλισε κάτι ζητῶντας τὴ μητέρα στὸ σπίτι.
- Τίνος εἶσαι, μικρό μου;
Τὸ παιδὶ δὲν ἤξερε νὰ πεῖ τίνος ἦταν.
- Πῶς τὴ λένε τὴ μάνα σου;
- Μαμά.
- Καὶ τὸν πατέρα σου;
- Μπαμπᾶ.
Ἡ κυρα-Πράπω ἦταν σὲ ἀμηχανία. Πῆρε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ ἔφερε ὡς τὴν πόρτα της μάντρας ὅπου ἦταν τὸ σπίτι της.
Ἐκεῖ στάθηκε γιὰ λίγα λεπτά, φώναξε μὲ τὴν ψηλὴ καὶ τραχιὰ φωνή της τὴν κόρη της, τὴ Μαρίνα, νὰ τὴν ξαλαφρώσει, καὶ ὅταν αὐτὴ ἦρθε, τῆς ἔδωσε τὸ δέμα μὲ τὶς φλοῦδες καὶ τὰ ἐξωτερικὰ φύλλα τῶν φυτῶν, ὅσα ἔφερνε, κι ἔπειτα ἔμεινε διστακτική, νὰ ρωτάει μὲ δυνατὴ φωνὴ τὶς γειτόνισσες, ἂν καμιὰ ἀπὸ αὐτὲς γνώριζε τὸ παιδί.
Πολλὲς τὸ κοίταξαν κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ γκαζιοῦ, τὸ ἔψαξαν, τὸ γύρισαν. Καμιὰ δὲν ἔτυχε νὰ τὸ γνωρίζει.
Κατὰ τύχη, ὅπως συνηθίζεται στὰ παραμύθια, συνέπεσε νὰ περνῶ ἀπὸ ἐκεῖ. Ἄλλωστε ἤμουν γείτονας, καὶ ἦταν ἡ ὥρα ποὺ συνήθως κατέβαινα στὴν συνοικία.


«Φιλόστοργοι» Μέρος A'
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα γιὰ παιδιὰ καὶ νέους
Ἐκδόσεις Ἄγκυρα

σελ. 117-121
Ψηφιοποίηση κειμένου Μαρία - Διονυσία
Πηγὴ ψηφιακοῦ κειμένου Ἀναβάσεις


Γιὰ νὰ διαβάσετε τὰ προηγούμενα πατῆστε:
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους). Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου