Ύστερα από εικοσιπέντε χρόνια, η χάρις του Θεού μου θύμισε κάποια κιτρινισμένα και λίγο εφθαρμένα χειρόγραφα ενός ερημίτη, που κινδύνευσαν να γίνουν σητόβρωτα από την αμέλειά μου σε μια άκρη του κελλιού μου. Πρόκειται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, για τις αξιόλογες και οσιακές εμπειρίες ενός ησυχαστού, που εκοιμήθη εν Κυρίω κατά τη δεύτερη δεκαετηρίδα του αιώνος που διανύουμε (ενν. τον 20ο αιώνα), όπως τουλάχιστον υπολογίζω. Γιατί τα χειρόγραφα αυτά μου παρέδωσε ένας φίλος μου Γέρων Μοναχός προ τριανταπέντε χρόνια για να τα φυλάξω και να τα χρησιμοποιήσω όπως νόμιζα καλύτερα.
Πράγματι, αφού τα διάβασα κατά την νεότητά μου, τόσο με εντυπωσίασαν –βέβαια με τα κριτήρια του τότε αρχαρίου στη μοναχική ζωή– που όταν αργότερα ο Κύριος επέτρεψε να γραφή με το χέρι μου το βιβλίο «Μεταξύ ουρανού και γης», θυμήθηκα τα χειρόγραφα του ερημίτη.
Πράγματι, αφού τα διάβασα κατά την νεότητά μου, τόσο με εντυπωσίασαν –βέβαια με τα κριτήρια του τότε αρχαρίου στη μοναχική ζωή– που όταν αργότερα ο Κύριος επέτρεψε να γραφή με το χέρι μου το βιβλίο «Μεταξύ ουρανού και γης», θυμήθηκα τα χειρόγραφα του ερημίτη.